ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A459
(2015) 1 ΑΑΔ 1403
25 Ιουνίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 17 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟΝ ΝΟΜΟ 183(Ι)/07 ΚΑΙ ΤΟΝ
ΝΟΜΟ 51(Ι)/2010,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ
ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΙΣ 17/5/2014 ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 23/2014,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΠΟΥΡΓΟΥΡΙΔΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI.
Εφεσείοντα,
(Πολιτική Έφεση Αρ. 331/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Locus standi ― Έφεση εναντίον απορριπτικής απόφασης σε αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Mandamus ― Επικύρωση πρωτοβάθμιας κρίσης περί απουσίας locus standi του αιτητή ― Το παράπονο του αιτητή αφορούσε σε ζήτημα μεταγενέστερο, χρονικά, από αυτό που προσδιοριζόταν ως επίδικο στην αίτηση και σε προνόμιο που ανήκε όχι στον αιτητή, αλλά στον πελάτη του.
Δικαστική απόφαση ― Διόρθωση ― Ανάγεται στη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, πριν από την τελειοποίηση της απόφασης με τη σύνταξη της, να επιφέρει το Δικαστήριο τις αναγκαίες αυτές διορθώσεις ώστε να προσαρμόσει το κείμενο της στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεσή του.
Η έφεση στράφηκε εναντίον απορριπτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό σε αίτηση του αιτητή, ο οποίος είναι δικηγόρος, με την οποία ζητούσε: (α) την παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari με το οποίο να ακυρωνόταν διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 7.5.2014 στο πλαίσιο της αίτησης με αριθμό 23/2014 και (β) για ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται η δημοσίευση ή χρήση των τηλεπικοινωνιακών του δεδομένων που είχαν εξασφαλιστεί από την αστυνομία συνεπεία της έκδοσης του εν λόγω διατάγματος.
Τα γεγονότα στο βαθμό και έκταση που αφορούσαν στην παρούσα έφεση έχουν ως ακολούθως: Στις 19.4.2014 αφίχθη στο αεροδρόμιο Λάρνακας από το Κάιρο ο Χρήστος Κωτσάκης. Κατόπιν ελέγχου των αποσκευών του από τις τελωνειακές αρχές εντοπίστηκαν μέσα σ' αυτές, δυο συσκευασίες, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, που περιείχαν άσπρη σκόνη η οποία φαινόταν να είναι κοκαΐνη, κινητά τηλέφωνα και κάρτες τηλεφώνου. Ανακρινόμενος ο Κωτσάκης ανέφερε ότι μετέφερε τα ναρκωτικά για λογαριασμό άλλων προσώπων και δέχτηκε να συνεργαστεί με την αστυνομία για την ελεγχόμενη παράδοση των ναρκωτικών. Στη συνέχεια έγινε η ελεγχόμενη παράδοση αφού πρώτα ήρθε σε τηλεφωνική επικοινωνία με κάποιο τρίτο πρόσωπο.
Λόγω των τηλεφωνικών επικοινωνιών που είχε ο Κωτσάκης και των τηλεφώνων και των καρτών τηλεφώνου που είχαν εντοπιστεί στις αποσκευές του, η αστυνομία εξασφάλισε δικαστικό ένταλμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Αφού τα αξιολόγησε, εξασφάλισε δικαστικό διάταγμα με το οποίο να αποκαλύπτονται, μεταξύ άλλων, στοιχεία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων συγκεκριμένων αριθμών τηλεφώνου, καθώς και των εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων προσδιορισμού της γεωγραφικής θέσης των κυψελών κατά την ώρα που γίνονταν οι κλήσεις, για τη χρονική περίοδο 1.3.2014 - 3.5.2014.
Στο μεταξύ, στα πλαίσια της περαιτέρω διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία, προέκυψε μαρτυρία εναντίον του Ανδρέα Αλέξανδρου, πελάτη του αιτητή, ο οποίος συνελήφθη από την αστυνομία. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω γεγονότων, εκκρεμούσε εναντίον του Αλεξάνδρου η ποινική υπόθεση 7138/14 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, στην οποία εκπροσωπείτο από τον αιτητή.
Μελετώντας τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που είχαν δοθεί από τους παρόχους στην αστυνομία, ο αιτητής διαπίστωσε ότι στα δεδομένα του πελάτη του, Ανδρέα Αλέξανδρου, αποκαλύπτονταν κλήσεις που είχαν γίνει προς και από δυο τηλεφωνικούς αριθμούς που ο αιτητής χρησιμοποιούσε για επαγγελματικούς λόγους και για την αποκάλυψη των οποίων ουδέποτε είχε δώσει την συγκατάθεση του.
Ο εφεσείων υποστήριξε πρωτόδικα μεταξύ άλλων, ότι η αποκάλυψη των δεδομένων αυτών, για την οποία δεν είχε δώσει τη συγκατάθεση του, δεν ήταν αναγκαία και καταστρατηγούσε εντελώς αναίτια τα συνταγματικά δικαιώματα του, ενώ παραβιάστηκε και το προνόμιο των επικοινωνιών μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Τυχόν δε παρουσίαση των εν λόγω δεδομένων στην επικείμενη δικαστική διαδικασία θα αποτελούσε περαιτέρω παραβίαση των δικαιωμάτων του.
Εκρίθη σε πρώτο βαθμό ότι ο εφέσεων δεν είχε locus standi να ζητά παρεμπιπτόντως έλεγχο της συνταγματικότητας νόμου χωρίς να εκκρεμεί εναντίον του ιδίου του εφεσείοντα οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία. Ενόψει τούτου αποφασίστηκε ότι δεν είχε επαρκές συμφέρον για να αιτηθεί προνομιακό ένταλμα. Απέρριψε και τα υπόλοιπα επιχειρήματα του εφεσείοντα, υιοθετώντας το σκεπτικό του Πασχαλίδη, Δ. στην υπόθεση Re Αρσιώτου (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 378, ECLI:CY:AD:2014:D110 στην οποία είχαν εγερθεί παρόμοια επιχειρήματα.
Με την έφεση ο εφεσείων προσέβαλε ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στερείτο locus standi, καθώς και την κατάληξη του ότι η απόφαση στην Re Αρσιώτου (Αρ. 1) ανωτέρω απαντούσε στα επιχειρήματα του. Προσέβαλε επίσης και την ενέργεια του Δικαστηρίου να διορθώσει την απόφαση του (που αφορούσαν λανθασμένη αναφορά ονομάτων) χωρίς οι διορθώσεις να «καλύπτονται» από τη Δ.25 θ.6 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Tο ερώτημα που εδώ προείχε ήταν κατά πόσο ο εφεσείων νομιμοποιείτο στην προώθηση της αίτησης του. Ερώτημα που, το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε αρνητικά.
2. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε συνάφεια μεταξύ των γεγονότων που επικαλείτο ο εφεσείων στην αίτηση του και της θεραπείας που ζητείτο, αφού το παράπονο αφορούσε στα αποτελέσματα της εκτέλεσης του διατάγματος και ειδικότερα στην αποκάλυψη προνομιούχων επικοινωνιών μεταξύ του ιδίου και του πελάτη του.
3. Αφορούσε δηλαδή σε ζήτημα μεταγενέστερο, χρονικά, από αυτό που προσδιορίζεται ως επίδικο στην αίτηση και σε προνόμιο που ανήκει όχι στον αιτητή, αλλά στον πελάτη του.
4. Ο γενικός ισχυρισμός ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση του Συντάγματος στερείτο της απαραίτητης εξειδίκευσης ώστε να απασχολήσουν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα όσα ο αιτητής αργότερα προσδιόρισε, αγορεύοντας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως παραβιάζοντα το Σύνταγμα.
5. Κατά την εκτέλεση του διατάγματος είναι που αποκαλύφθηκαν οι αριθμοί των κλήσεων από και προς τον αριθμό τηλεφώνου του πελάτη του εφεσείοντα, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και οι αριθμοί τηλεφώνων του τελευταίου. Κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, το Επαρχιακό Δικαστήριο φαίνεται να ενήργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του.
6. Η επίκληση της νομολογίας που έγινε από τον εφεσείοντα, δεν βοηθούσε την υπόθεση του, εφόσον διακρινόταν ουσιωδώς από την παρούσα.
7. Ούτε μπορούσαν να απασχολήσουν στην έφεση τα παράπονα του εφεσείοντα, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξέτασε και/ή δεν αποφάσισε το κατά πόσο ο Ν.183(1)/07 υποστηρίζεται από «την απαιτούμενη αναγκαιότητα που πρέπει να περιβάλλει κάθε επεμβατικό σε Ανθρώπινα Δικαιώματα Νομοθέτημα» και κατά πόσο η θέσπιση του Ν. 51(1)/10 ήταν επιτρεπτή, αφού τέτοια ζητήματα δεν εγείρονται στην αίτηση για άδεια. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορούσε να απασχολήσει και η θέση του περί μη συμβατότητας του Ν.51(1)/10 με το Άρθρο 17(2)(γ) του Συντάγματος.
8. Σε ό,τι αφορούσε στην ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διορθώσει την απόφαση του, μετά από επισήμανση του ίδιου του αιτητή, δεν ήταν μεμπτή.
9. Πρόκειται για δυνατότητα η οποία ανάγεται στη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, πριν από την τελειοποίηση της απόφασης με τη σύνταξη της, να επιφέρει το Δικαστήριο τις αναγκαίες αυτές διορθώσεις ώστε να προσαρμόσει το κείμενο της στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεσή του.
10. Στην προκειμένη περίπτωση, το λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν γραμματικό αφού αναγόταν αποκλειστικά στη διατύπωση των δεδομένων και όχι στην αναμόρφωση των θέσεων του ως προς τα επίδικα ζητήματα.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Re Αρσιώτου (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 378, ECLI:CY:AD:2014:D110,
Μάτσιας κ.ά (2011) 1 Α.Α.Δ. 152,
Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179,
Erinford Properties Ltd a.ο. v Cheshire County Council [1974] Ch. 261.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Αίτηση Αρ. 176/2014), ημερομ. 29/10/2014.
Ε. Χρ. Πουργουρίδης, Εφεσείων, εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης αδελφού μας δικαστή με την οποία απέρριψε αίτηση του αιτητή, ο οποίος είναι δικηγόρος, με την οποία ζητούσε: (1) την παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης certiorari με το οποίο να ακυρώνεται διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 7.5.2014 στο πλαίσιο της αίτησης με αριθμό 23/2014 και (2) για ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται η δημοσίευση ή χρήση των τηλεπικοινωνιακών του δεδομένων που είχαν εξασφαλιστεί από την αστυνομία συνεπεία της έκδοσης του εν λόγω διατάγματος.
Τα γεγονότα στο βαθμό και έκταση που αφορούν στην παρούσα έφεση έχουν ως ακολούθως: Στις 19.4.2014 αφίχθη στο αεροδρόμιο Λάρνακας από το Κάιρο ο Χρήστος Κωτσάκης. Κατόπιν ελέγχου των αποσκευών του από τις τελωνειακές αρχές εντοπίστηκαν μέσα σ' αυτές, δυο συσκευασίες, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, που περιείχαν άσπρη σκόνη η οποία φαινόταν να είναι κοκαΐνη, κινητά τηλέφωνα και κάρτες τηλεφώνου. Ανακρινόμενος ο Κωτσάκης ανέφερε ότι μετέφερε τα ναρκωτικά για λογαριασμό άλλων προσώπων και δέχτηκε να συνεργαστεί με την αστυνομία για την ελεγχόμενη παράδοση των ναρκωτικών. Στη συνέχεια έγινε η ελεγχόμενη παράδοση αφού πρώτα ήρθε σε τηλεφωνική επικοινωνία με κάποιο τρίτο πρόσωπο.
Λόγω των τηλεφωνικών επικοινωνιών που είχε ο Κωτσάκης και των τηλεφώνων και των καρτών τηλεφώνου που είχαν εντοπιστεί στις αποσκευές του, η αστυνομία εξασφάλισε δικαστικό ένταλμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Αφού τα αξιολόγησε, εξασφάλισε δικαστικό διάταγμα με το οποίο να αποκαλύπτονται, μεταξύ άλλων, στοιχεία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων συγκεκριμένων αριθμών τηλεφώνου, καθώς και των εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων προσδιορισμού της γεωγραφικής θέσης των κυψελών κατά την ώρα που γίνονταν οι κλήσεις, για τη χρονική περίοδο 1.3.2014 - 3.5.2014.
Στο μεταξύ, στα πλαίσια της περαιτέρω διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία, προέκυψε μαρτυρία εναντίον του Ανδρέα Αλέξανδρου, πελάτη του αιτητή, ο οποίος συνελήφθη από την αστυνομία. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω γεγονότων, εκκρεμεί εναντίον του Αλεξάνδρου η ποινική υπόθεση 7138/14 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, στην οποία εκπροσωπείται από τον αιτητή.
Μελετώντας τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που είχαν δοθεί από τους παρόχους στην αστυνομία, ο αιτητής διαπίστωσε ότι στα δεδομένα του πελάτη του, Ανδρέα Αλέξανδρου, αποκαλύπτονταν κλήσεις που είχαν γίνει προς και από δυο τηλεφωνικούς αριθμούς που ο αιτητής χρησιμοποιούσε για επαγγελματικούς λόγους και για την αποκάλυψη των οποίων ουδέποτε είχε δώσει την συγκατάθεση του.
Ο εφεσείων υποστήριξε πρωτόδικα ότι η αποκάλυψη των δεδομένων αυτών, για την οποία δεν είχε δώσει τη συγκατάθεση του, δεν ήταν αναγκαία και καταστρατηγούσε εντελώς αναίτια τα συνταγματικά δικαιώματα του, ενώ παραβιάστηκε και το προνόμιο των επικοινωνιών μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Τυχόν δε παρουσίαση των εν λόγω δεδομένων στην επικείμενη δικαστική διαδικασία θα αποτελεί περαιτέρω παραβίαση των δικαιωμάτων του. Επιχειρηματολογώντας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων πρόβαλε περαιτέρω ότι ο περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμος του 2007, Ν.183(Ι) /2007 είναι αντισυνταγματικός καθότι παραβιάζει το Άρθρο 17 του Συντάγματος. Αντισυνταγματικός είναι και ο Νόμος 51(Ι)/10 με τον οποίο τροποποιήθηκε το Άρθρο 17 του Συντάγματος καθότι δεν ετύγχανε εφαρμογής το δίκαιο τη ανάγκης, ούτε υπήρχε άλλη άμεση πιεστική κοινωνική ανάγκη ή κατάρρευση του κράτους ώστε να καθιστούσε αναγκαία την ψήφισή του.
Ο αδελφός μας δικαστής έκρινε ότι ο εφέσεων δεν είχε locus standi να ζητά παρεμπιπτόντως έλεγχο της συνταγματικότητας νόμου χωρίς να εκκρεμεί εναντίον του ιδίου του εφεσείοντα οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία. Ενόψει τούτου έκρινε ότι ο εφεσείων δεν είχε επαρκές συμφέρον για να αιτηθεί προνομιακό ένταλμα. Απέρριψε και τα υπόλοιπα επιχειρήματα του εφεσείοντα, υιοθετώντας το σκεπτικό του Πασχαλίδη, Δ. στην υπόθεση Re Αρσιώτου (Αρ. 1) (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:D110A.A.Δ. 378 στην οποία είχαν εγερθεί παρόμοια επιχειρήματα.
Μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και κατόπιν επισήμανσης του εφεσείοντα ότι στο κείμενο της απόφασης γινόταν εκ παραδρομής αναφορά στο όνομα του Α. Αλέξανδρου αντί στο όνομα του Χρ. Κωτσάκη, το πρωτόδικο δικαστήριο επέφερε σχετικές αλλαγές στα γεγονότα που αναφέρονταν στην απόφαση αντικαθιστώντας το όνομα του Αλέξανδρου με αυτό του Κωτσάκη και προσθέτοντας διευκρινίσεις ως προς την εμπλοκή των δύο.
Με την έφεση ο εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στερείτο locus standi, καθώς και την κατάληξη του ότι η απόφαση στην Re Αρσιώτου (Αρ. 1) (ανωτέρω) απαντούσε στα επιχειρήματα του. Προσβάλλει επίσης και την ενέργεια του Δικαστηρίου να διορθώσει την απόφαση του χωρίς οι διορθώσεις να «καλύπτονται» από τη Δ.25 θ.6 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Tο ερώτημα που εδώ προέχει είναι κατά πόσο ο εφεσείων νομιμοποιείτο στην προώθηση της αίτησης του. Ερώτημα που, όπως έχει ήδη σημειωθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε αρνητικά με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Το πρώτον που θα πρέπει να εξεταστεί είναι το locus standi του Αιτητή, ο οποίος χωρίς να είναι διάδικος σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, εγείρει θέμα παραβίασης των συνταγματικών του δικαιωμάτων, καθώς και θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου 183(Ι)/07. Σύμφωνα με τη νομολογία ένας αιτητής για να νομιμοποιείται να αιτηθεί προνομιακό ένταλμα, θα πρέπει να αποδείξει ότι «έχει επαρκές συμφέρον στο θέμα το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται». Για να αποφασιστεί αν ο Αιτητής έχει ή όχι επαρκές συμφέρον, το Δικαστήριο ερευνά τα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 761).
Ως προς την αντισυνταγματικότητα οποιουδήποτε νόμου, το Σύνταγμα αναγνωρίζει δύο τρόπους ελέγχου:- (α) προληπτικό έλεγχο (δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο Γνωμάτευση επί του συνταγματικού νομοθετήματος) και (β) παρεμπίπτοντα ή κατασταλτικό έλεγχο εφόσον ένας τέτοιος έλεγχος κρίνεται απαραίτητος για να επιλυθεί αναφυείσα διαφορά στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται αφηρημένων ερωτημάτων συνταγματικής φύσεως, εκτός αν μια τέτοια εξέταση είναι απολύτως αναγκαία για την έκβαση συγκεκριμένης υπόθεσης (βλ. Σύγγραμμα Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, Α. Ν. Λοΐζου, Έκδοση 2001, στις σελ. 313-316).
Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής κατά την άποψή μου δεν έχει locus standi να ζητά παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας νόμου, χωρίς να εκκρεμεί εναντίον του οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία. Η μόνη διαδικασία που εκκρεμεί είναι η ποινική υπόθεση 7138/14, η οποία εκκρεμεί εναντίον του πελάτη του και όχι του ίδιου του Αιτητή. Ενόψει των πιο πάνω, δεν έχω πειστεί ότι ο Αιτητής έχει αποδείξει ότι έχει επαρκές συμφέρον για να αιτηθεί προνομιακό ένταλμα.»
Σημασία για το ζήτημα που εδώ απασχολεί έχει το παράπονο του εφεσείοντα, όπως προσδιορίζεται από την «έκθεση» που υποστήριζε την αίτηση του, ειδικότερα τα γεγονότα που εκτίθενται σ' αυτή και οι λόγοι επί των οποίων ερείδεται η αιτούμενη θεραπεία. Αρχίζοντας από το τελευταίο, παρατηρούμε ότι το παράπονο δεν αφορά στα προκύπτοντα από την εκτέλεση του διατάγματος, παρά μόνο εστιάζεται στην άσκηση των εξουσιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά την έκδοση της απόφασης του, ισχυριζόμενος ο εφεσείων ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και/ή του Συντάγματος και/ή των προνοιών του Ν.183(Ι)/2007, και πως υπάρχει έκδηλη πλάνη Νόμου εμφανής στην όψη του εκκαλούμενου διατάγματος.
Στα δε γεγονότα, αφού εκτίθεται το ιστορικό της έκδοσης του επίδικου διατάγματος αναφέρεται ότι ανάμεσα στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που αποκαλύφθηκαν, συμπεριλαμβάνονται κλήσεις που έγιναν από τον κάτοχο συγκεκριμένου τηλεφωνικού αριθμού (που αναγράφεται) προς το κινητό τηλέφωνο του εφεσείοντα και από το δικηγορικό γραφείο του εφεσείοντα προς τον εν λόγω αριθμό, στο πλαίσιο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του τελευταίου, οι οποίες αφορούσαν σε προνομιούχες επικοινωνίες μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Τα δεδομένα αυτά, κατά τον εφεσείοντα, έτυχαν επεξεργασίας από την Αστυνομία, και είναι ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν σε δημόσια ακροαματική διαδικασία από την κατηγορούσα αρχή ως απόδειξη, χωρίς την συγκατάθεση του.
Δεν υπάρχει οποιαδήποτε συνάφεια μεταξύ των γεγονότων που επικαλείται ο εφεσείων στην αίτηση του και της θεραπείας που ζητείται, αφού το παράπονο αφορά στα αποτελέσματα της εκτέλεσης του διατάγματος και ειδικότερα στην αποκάλυψη προνομιούχων επικοινωνιών μεταξύ του ιδίου και του πελάτη του. Αφορά δηλαδή σε ζήτημα μεταγενέστερο, χρονικά, από αυτό που προσδιορίζεται ως επίδικο στην αίτηση και σε προνόμιο που ανήκει όχι στον αιτητή, αλλά στον πελάτη του. Ο γενικός ισχυρισμός ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση του Συντάγματος στερείτο της απαραίτητης εξειδίκευσης ώστε να απασχολήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο τα όσα ο αιτητής αργότερα προσδιόρισε, αγορεύοντας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως παραβιάζοντα το Σύνταγμα.
Κατά την εκτέλεση λοιπόν του διατάγματος είναι που αποκαλύφθηκαν οι αριθμοί των κλήσεων από και προς τον αριθμό τηλεφώνου του πελάτη του εφεσείοντα, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και οι αριθμοί τηλεφώνων του τελευταίου. Κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, το Επαρχιακό Δικαστήριο φαίνεται να ενήργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του.
Η επίκληση της υπόθεσης «της Άννας Αθηνή»* από τον εφεσείοντα, στην οποία απασχόλησε την Πλήρη Ολομέλεια και το ερώτημα κατά πόσο οι εκεί αιτητές είχαν locus standi - ερώτημα που απαντήθηκε καταφατικά - δεν βοηθά την υπόθεση του. Πέραν των όσων έχουμε ήδη σημειώσει, η περίπτωση της Αθηνή διακρίνεται ουσιωδώς από την παρούσα, αφού, όπως μνημονεύεται στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, η σύνδεση της Αθηνή και των άλλων αιτητών με το αντιστοίχως προσβαλλόμενο διάταγμα αποκαλυπτόταν άμεσα από την αστυνομία, η οποία συνέδεσε ενόρκως τους αριθμούς τηλεφωνικών καρτών, ιδιοκτήτες των οποίων φέρονταν να ήταν οι αιτητές, με τηλεφωνικές επικοινωνίες τους με άλλους χρήστες. Γεγονός που κρίθηκε αρκετό για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης των αιτητών, συμπεριλαμβανομένης της Αθηνή, στην υποβολή και προώθηση των αιτημάτων τους. Γίνεται δε σαφής αναφορά στην απόφαση πως τα διατάγματα αφορούσαν στους αιτητές (σελ.173-174) και ενεργούσα με βάση τα διατάγματα αυτά, η αστυνομία παρέλαβε από τον πάροχο, τους αριθμούς των τηλεφωνικών κλήσεων από και προς τα τηλέφωνα των αιτητών.
Ούτε μπορούν να απασχολήσουν στην έφεση τα παράπονα του εφεσείοντα που ειδικότερα διατυπώνονται με το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και/ή δεν αποφάσισε το κατά πόσο ο Ν.183(1)/07 υποστηρίζεται από «την απαιτούμενη αναγκαιότητα που πρέπει να περιβάλλει κάθε επεμβατικό σε Ανθρώπινα Δικαιώματα Νομοθέτημα» και κατά πόσο η θέσπιση του Ν. 51(1)/10 ήταν επιτρεπτή, αφού τέτοια ζητήματα δεν εγείρονται στην αίτηση για άδεια. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να απασχολήσει και η θέση του περί μη συμβατότητας του Ν.51(1)/10 με το Άρθρο 17(2)(γ) του Συντάγματος.
Σε ό,τι αφορά την ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διορθώσει την απόφαση του, μετά από επισήμανση του ίδιου του αιτητή, δεν τη θεωρούμε μεμπτή. Πρόκειται για δυνατότητα η οποία ανάγεται στη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, πριν από την τελειοποίηση της απόφασης με τη σύνταξη της, να επιφέρει το Δικαστήριο τις αναγκαίες αυτές διορθώσεις ώστε να προσαρμόσει το κείμενο της στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεσή του.* Στην υπόθεση Erinford Properties Ltd a.ο. v Cheshire County Council [1974] Ch. 261, 267 αναγνωρίζεται ακόμη ευρύτερη εξουσία η οποία εκτείνεται και στην ανάκληση της απόφασης. Όπως τέθηκε το θέμα από τον Megarry J:
« .in the case before me no order dismissing the motion has yet been perfected, and until it has been it is open to this court to modify or even revoke the decision, as may be considered proper: see In re Harrison's Share under a Settlement [1955] Ch.260.»
Βέβαια, η δική μας νομολογία είναι πιο περιοριστική.
Στην προκειμένη περίπτωση, το λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν γραμματικό αφού αναγόταν αποκλειστικά στη διατύπωση των δεδομένων και όχι στην αναμόρφωση των θέσεων του ως προς τα επίδικα ζητήματα.
Η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.