ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A418

(2015) 1 ΑΑΔ 1303

11 Ιουνίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

C.L.R. STOCKBROKERS LIMITED,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

N.K. SHAKOLAS (HOLDINGS) LTD,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 209/2013)

 

 

Έφεση ― Αίτηση τροποποίησης λόγων έφεσης ― Απορριπτική κατάληξη σε αίτηση τροποποίησης λόγων έφεσης ― Μη παροχή εξήγησης της καθυστέρησης στην προώθηση της αίτησης, προσπάθεια ανάπλασης συγκεκριμένου λόγου έφεσης ― Απόρριψη εισήγησης περί καθυστέρησης ετοιμασίας πρακτικών, δεδομένου ότι οι προτεινόμενοι λόγοι έφεσης, δεν σχετίζονταν με αυτά ― Απόφανση Εφετείου ότι η επιβαλλόμενη εκ των Θεσμών υποχρέωση της Δ.35 θθ.2 και 4, δεν τηρήθηκε από την εφεσείουσα χωρίς ουσιαστικό ή αποχρώντα λόγο.

 

Έφεση ― Αίτηση τροποποίησης λόγων έφεσης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η έγκριση της τροποποίησης παραμένει ζήτημα ευρείας διακριτικής ευχέρειας υπό το πρίσμα του γενικότερου κανόνα, ότι είναι επιθυμητό να αποτιμούνται δικαστικώς όλα τα δικαιώματα των διαδίκων, με περαιτέρω έμφαση στην σύγχρονη τάση της νομολογίας να επιτρέπονται οι τροποποιήσεις εκτός και εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι προς το αντίθετο.

 

Στις 13.6.2013 το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αγωγή της εφεσείουσας εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των 3.000.000 ΛΚ ως αποζημιώσεις για ψευδείς και δόλιες παραστάσεις αναφορικά με την αγορά 1.500.000 μετοχών της εταιρείας Euroinvestment and Finance Ltd, τις οποίες η εφεσείουσα αγόρασε από την εφεσίβλητη. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε έφεση στις 19.7.2013. Η έφεση ορίστηκε για προδικασία στις 22.10.2014, αλλά πριν από την ημερομηνία αυτή καταχωρήθηκε αίτηση για τροποποίηση των λόγων εφέσεως. Η αίτηση συνάντησε την αντίδραση της πλευράς της εφεσίβλητης, καταχωρήθηκε σχετική ένσταση και οδηγήθηκε σε ακρόαση.

 

Η αίτηση επεδίωκε την προσθήκη αιτιολογίας στους λόγους έφεσης 4, 5 και 6, με ιδιαίτερη αναδόμηση της αιτιολογίας του έκτου λόγου έφεσης με την προσθήκη έξι περαιτέρω βάσεων αιτιολογίας. Η αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση της διοικητικής συμβούλου της εφεσείουσας, στην οποία καταγραφόταν ο ισχυρισμός ότι οι δικηγόροι της, κατά το στάδιο της προετοιμασίας της έφεσης για προδικασία, έκριναν ότι απαιτείτο για την ορθή παρουσίαση της έφεσης η τροποποίηση των υφισταμένων λόγων, ώστε να γίνει ορθή ανάλυση χωρίς να προστίθενται νέοι λόγοι έφεσης, αλλά, «... περισσότερο (να) εξορθολογίζονται και προσδιορίζονται ακριβέστερα τα θέματα που ήδη εγείρονται.». Ήταν περαιτέρω η θέση της ενόρκως δηλούσας, ότι η εφεσείουσα είχε ένα σύντομο μόνο χρονικό διάστημα στη διάθεση της όταν καταχώρησε την έφεση της, χωρίς να υπήρχαν τότε, ακόμη έτοιμα τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης.

 

Η αντίθετη άποψη της εφεσίβλητης ήταν ότι γινόταν προσπάθεια συγκαλυμμένης τροποποίησης των λόγων έφεσης με την εισαγωγή νέων λόγων, ιδιαιτέρως, εφόσον απλώς ήδη αναφερόταν στο εφετήριο ότι το Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα την ενώπιον του υπόθεση χωρίς να αναφέρονται οι λόγοι. Επομένως, με την υπό κρίση αίτηση θα γινόταν κατά την εισήγηση, στην ουσία ανάπλαση των λόγων έφεσης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι παράμετροι κρίσης που επηρεάζουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου στο να αποδεχθεί ή μη, αίτηση τροποποίησης του εφετηρίου και των λόγων έφεσης έχουν παγιωθεί μέσα από τη νομολογία.

 

2.  Προσεκτική εξέταση της αίτησης οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν μπορούσε να εγκριθεί. Καταρχάς ήταν αδικαιολόγητα καθυστερημένη έχοντας μεν καταχωρηθεί λίγες μέρες πριν από την πρώτη εμφάνιση της έφεσης για προδικασία, παρέμενε όμως καθυστερημένη υπό το φως ότι χρειάστηκαν ολόκληροι 15 μήνες μετά την καταχώρηση του εφετηρίου για την εισαγωγή της προς εξέταση των επιδιωκόμενων τροποποιήσεων.

 

3.  Είναι πάγια η νομολογία ότι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη, είναι και η τυχόν καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, καθυστέρηση η οποία ανάλογα με τις περιστάσεις ενέχει τη δική της σημασία.

4.    Ουδεμία ουσιαστική εξήγηση για την καθυστέρηση αυτή δεν παρεχόταν από την ένορκη δήλωση που την υποστήριζε. Το μόνο που προβαλλόταν, ήταν το βραχύ διάστημα που είχε η εφεσείουσα για την καταχώρηση της ειδοποίησης έφεσης χωρίς να είχε στη διάθεση της τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης.

 

5.  Ως προς το σύντομο του χρόνου καταχώρησης της έφεσης, ο χρόνος αυτός είναι βεβαίως δεδομένος από τη Δ.35 θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, η οποία και ισχύει και για την παρούσα διαδικασία η οποία είναι πολιτική έφεση με βάση τον περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 της 22.3.1996, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό της 13.6.1997.

 

6.  Οι πρόνοιες των Κανονισμών 3 και 9 του εν λόγω Κανονισμού, είναι σχετικές ως προς το χρόνο καταχώρησης της έφεσης. Επομένως, δεν μπορούσε να αντληθεί οποιοδήποτε βάσιμο επιχείρημα από το θεωρούμενο από την αιτήτρια στην παράγραφο 6 της ένορκης δήλωσης της «βραχύ διάστημα» που είχε στη διάθεση της. Εν προκειμένω, η αίτηση ούτε καν βασιζόταν στον εν λόγω Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996, που είναι, για την περίπτωση, ο κατ' εξοχήν εφαρμοστέος Κανονισμός.

 

7.  Ως προς το ζήτημα ότι τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, δεν ήταν κατά το στάδιο καταχώρησης της έφεσης έτοιμα, εκτός του ότι η προβαλλόμενη αυτή αιτιολογία δεν προωθούσε την αίτηση επί της ουσίας της, ουδόλως εξηγείτο πότε η αιτήτρια-εφεσείουσα έλαβε τα πρακτικά και πότε διαπίστωσε την αναγκαιότητα για τροποποίηση των λόγων εφέσεως.

 

8.  Πέραν της παρατηρηθείσας καθυστέρησης και επί της ουσίας των προτεινομένων λόγων τροποποίησης, εκείνο που αβίαστα προέκυπτε, ήταν ότι όλοι οι λόγοι δεν είχαν στην ουσία καμία σχέση με τα πρακτικά της διαδικασίας.

 

9.  Με συγκριμένο λόγο έφεσης που επιχειρείτο να εισαχθεί, μπορούσε να λεχθεί ότι όντως γινόταν ανάπλαση των λόγων έφεσης διότι στη γενικότητα της αιτιολογίας του πέμπτου λόγου προστίθεντο ζητήματα περί ματαίωσης και εφαρμογής του Άρθρου 65, που δεν αποτελούσαν μέρος του πέμπτου λόγου έφεσης.

 

10. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η τροποποιηθείσα έκθεση απαίτησης της εφεσείουσας ρητά εισήγαγε ζητήματα που αφορούσαν τόσο στη ματαίωση της συμφωνίας («frustration»), όσο και στο ζήτημα της εφαρμογής του Άρθρου 65.

 

11. Δεν διαφοροποιείτο η κατάσταση σε σχέση με τον έκτο λόγο έφεσης στον οποίο επιχειρείτο και η μεγαλύτερη επέμβαση.

 

12. Όλα όσα επιδιώκονταν να προστεθούν ως αιτιολογία, ήταν γνωστά στην εφεσείουσα από την έκδοση της απόφασης και θα μπορούσαν με εύλογη επιμέλεια να τίθεντο ευθύς εξ αρχής στους λόγους έφεσης.

 

13. Οι προτεινόμενες αιτιολογίες αποτελούσαν απλώς επανάληψη αιτιολογίας που ήδη υφίστατο και μόνο σύγχυση μπορούσε να προκαλέσει η προσθήκη τους.

 

14. Οι δικηγόροι που χειρίζονται την έφεση είναι οι ίδιοι που χειρίστηκαν την υπόθεση και πρωτοδίκως για την ενάγουσα, και όλα τα θέματα για τα οποία παραπονούνταν με την έφεση τα προώθησαν οι ίδιοι και απαντήθηκαν από το Δικαστήριο ανάλογα.

 

15. Η επιβαλλόμενη εκ των Θεσμών υποχρέωση της Δ.35 θθ.2 και 4, δεν τηρήθηκε από την εφεσείουσα χωρίς ουσιαστικό ή αποχρώντα λόγο.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579,

 

Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

 

Φακοντή ν. Βρυώνη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1714,

 

Muskita Aluminium Industries Ltd v. Alsako Aluminium Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 59 κ.ά.,

 

Παπακόκκινου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1705,

 

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Α.Ε. ν. Βιομηχανίας Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 237.

Έφεση - Αίτηση.

 

Αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης στα πλαίσια της Έφεσης από την Ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πογιατζής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5027/2003), ημερομ. 13/6/2013.

 

Γ. Κολοκασίδης, για την Αιτήτρια-Εφεσείουσα.

 

Στ. Μαξιούτη (κα) για την Καθ' ης η αίτηση-Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 13.6.2013 το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αγωγή της εφεσείουσας εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των 3.000.000 ΛΚ ως αποζημιώσεις για ψευδείς και δόλιες παραστάσεις αναφορικά με την αγορά 1.500.000 μετοχών της εταιρείας Euroinvestment and Finance Ltd, τις οποίες η εφεσείουσα αγόρασε από την εφεσίβλητη. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε έφεση στις 19.7.2013. Η έφεση ορίστηκε για προδικασία στις 22.10.2014, αλλά πριν από την ημερομηνία αυτή καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση για τροποποίηση των λόγων εφέσεως. Η αίτηση συνάντησε την αντίδραση της πλευράς της εφεσίβλητης, καταχωρήθηκε σχετική ένσταση και η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

 

Η αίτηση επιδιώκει την προσθήκη αιτιολογίας στους λόγους έφεσης 4, 5 και 6, με ιδιαίτερη αναδόμηση της αιτιολογίας του έκτου λόγου έφεσης με την προσθήκη έξι περαιτέρω βάσεων αιτιολογίας. Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της διοικητικής συμβούλου της εφεσείουσας, στην οποία καταγράφεται ο ισχυρισμός ότι οι δικηγόροι της, κατά το στάδιο της προετοιμασίας της έφεσης για προδικασία, έκριναν ότι απαιτείτο για την ορθή παρουσίαση της έφεσης η τροποποίηση των υφισταμένων λόγων, ώστε να γίνει ορθή ανάλυση χωρίς να προστίθενται νέοι λόγοι έφεσης, αλλά, «... περισσότερο (να) εξορθολογίζονται και προσδιορίζονται ακριβέστερα τα θέματα που ήδη εγείρονται.».  Είναι περαιτέρω η θέση της ενόρκως δηλούσας ότι η εφεσείουσα είχε ένα σύντομο μόνο χρονικό διάστημα στη διάθεση της όταν καταχώρησε την έφεση της, χωρίς να υπήρχαν τότε ακόμη έτοιμα τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης.

 

Τα ίδια ανέπτυξε ο συνήγορος της εφεσείουσας επιχειρηματολογώντας για την αναγκαιότητα έγκρισης της αίτησης για τροποποίηση των λόγων έφεσης, με έμφαση στο γεγονός ότι η πλήρης εικόνα διαφάνηκε μόνο όταν ετοιμάστηκαν τα πρακτικά της διαδικασίας. Η αίτηση εν πάση περιπτώσει δεν επιδιώκει την ανάπλαση των λόγων έφεσης, ούτε και την εισαγωγή νέων λόγων, αλλά απλά την προσθήκη αναγκαίας αιτιολογίας προς καλύτερη παρουσίαση της και την ανάλυση των λόγων της. Η αίτηση δεν καταχωρήθηκε καθυστερημένα, έγινε με την πρώτη δυνατή ευκαιρία και μάλιστα πριν την προδικασία, ενώ από πλευράς της εφεσίβλητης ζητήθηκε επανειλημμένα αναβολή για να καταχωρηθεί ένσταση.

 

Η αντίθετη άποψη της εφεσίβλητης είναι ότι γίνεται προσπάθεια συγκαλυμμένης τροποποίησης των λόγων έφεσης με την εισαγωγή νέων λόγων, ιδιαιτέρως, εφόσον απλά ήδη αναφέρεται στο εφετήριο ότι το Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα την ενώπιον του υπόθεση χωρίς να αναφέρονται οι λόγοι. Επομένως με την υπό κρίση αίτηση θα γίνει στην ουσία ανάπλαση των λόγων έφεσης. Όσον αφορά την καθυστέρηση, η αίτηση καταχωρήθηκε 15 μήνες μετά την καταχώρηση του εφετηρίου, χωρίς να επιδιωχθεί προηγουμένως η επίσπευση της ετοιμασίας των πρακτικών, αν αυτά πράγματι θεωρούνταν αναγκαία για την ετοιμασία των λόγων έφεσης. Έγκριση της αίτησης στην ουσία θα παρακάμψει τα χρονικά περιθώρια που τίθενται με τους Θεσμούς για την καταχώρηση έφεσης.

 

Εξέταση της παρούσας αίτησης, αποκαλύπτει ότι το υφιστάμενο εφετήριο καταλογίζει με έξι λόγους εσφαλμένη κρίση στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά τον πρώτο λόγο, το Δικαστήριο «.. εσφαλμένα πέρανε ότι δεν υπήρξε δόλος ή και ψευδείς παραστάσεις με βάση τα επίδικα γεγονότα.». Κατά το δεύτερο λόγο, το Δικαστήριο «παρέλειψε να αιτιολογήσει επαρκώς ή και καθόλου την απόφαση του.». Ο τρίτος λόγος αναφέρεται στη λανθασμένη εφαρμογή των αρχών του δόγματος της ματαίωσης («frustration»). Σε αυτούς τους λόγους δεν επιδιώκεται οποιαδήποτε προσθήκη αιτιολογίας, άλλη από την υφιστάμενη. 

 

Ο τέταρτος λόγος είναι σύντομος. Κατά λέξη: «Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τη συμφωνία τεκμήριο 4.».  Ακολουθούν τέσσερεις σύντομες αιτιολογίες ως προς το ότι η συμφωνία, κατά το Δικαστήριο, δεν προνοούσε για μεταβίβαση μετοχών στην ενάγουσα, ότι εσφαλμένα ερμηνεύθηκε ο όρος «διάθεση» στη συμφωνία, ότι προς ερμηνεία λήφθηκαν εξωγενή γεγονότα και parol evidence και ότι η απλή παράδοση μεταβιβαστηρίων προς την ενάγουσα αποτελούσε εκπλήρωση της συμφωνίας.

Η αίτηση επιδιώκει την προσθήκη και πέμπτης αιτιολογίας, εκτεταμένης, ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα είχε καταστήσει σαφές το ενδιαφέρον της να αγοράσει μετοχές και να τις διαμοιράσει στους πελάτες της αποκτώντας έτσι η ίδια τις μετοχές.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά την πρωτόδικη κρίση ότι δεν υπήρξε παράβαση συμφωνίας και ότι δεν όφειλε η εφεσίβλητη να επιστρέψει το καταβληθέν ποσό, ή, ότι δεν φέρει ευθύνη για την μη μεταβίβαση των μετοχών, ή, και ότι δεν υπήρξε αποτυχία ανταλλάγματος. Στη μοναδική υφιστάμενη αιτιολογία ότι ήταν λανθασμένα τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε παράβαση συμφωνίας, επιδιώκεται η συμπλήρωση της με το ότι «δεν υπήρξε ματαίωση ή και ακυρότητα της συμφωνίας ή και ότι η εναγόμενη δεν όφειλε να αποκαταστήσει το όφελος που είχε προσποριστεί από την ενάγουσα δυνάμει του Άρθρου 65 του περί συμβάσεων νόμου ή και άλλως πως.».

 

Ο έκτος λόγος έφεσης έχει απλά ως εξής: «Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένα ή και συγκρουόμενα πραγματικά ευρήματα.». Ακολουθούν τέσσερεις αιτιολογικές σκέψεις που αναφέρονται: στο λανθασμένο εύρημα ότι η εναγόμενη δεν γνώριζε για την πρακτική της Κεντρικής Τράπεζας να μη δίδει άδεια για απόκτηση ποσοστού άνω των 10% των μετοχών μιας εταιρείας, ότι η εναγόμενη δεν γνώριζε για τη στρατηγική συμμαχία ομίλου Τράπεζας Πειραιώς και ομίλου Σιακόλα, ότι η εφεσείουσα είχε όλα τα γεγονότα στη διάθεση της πριν την υπογραφή της συμφωνίας και ότι ενώ έγινε αποδεκτή η ειλικρίνεια της μαρτυρίας των μαρτύρων της ενάγουσας, δεν έγινε δεκτή η μαρτυρία τους για την απόκτηση των επιδίκων μετοχών ή και τη μεταβίβαση των μετοχών στην Τράπεζα Αναπτύξεως.

 

Είναι σε αυτόν τον έκτο λόγο που επιδιώκεται η προσθήκη άλλων έξι αιτιολογικών σκέψεων. Σχετίζονται, εν συνόψει, με τη δικογραφημένη θέση της εναγομένης, που δεν λήφθηκε υπόψη, ότι η ενάγουσα είχε καταστήσει σαφή την πρόθεση της να αγοράσει τις μετοχές προς διαμοιρασμό τους στους πελάτες της, ότι υπήρξε αντιφατικό εύρημα ότι η πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας μπορούσε να διαπιστωθεί, ότι υπήρχαν όλα τα δεδομένα ενώπιον της εφεσείουσας πριν την υπογραφή της συμφωνίας και ότι θα λυνόταν το πρόβλημα που προέκυψε με την Κεντρική Τράπεζα, ότι ήταν λανθασμένη η διασύνδεση της πεποίθησης που είχε η εφεσείουσα για πώληση των μετοχών στην Τράπεζα Αναπτύξεως με την πεποίθηση για επίλυση του προβλήματος που είχε ανακύψει μετά με την Κεντρική Τράπεζα ότι σκοπός της εφεσείουσας ήταν να διαθέσει τις μετοχές της συμφωνίας στην Τράπεζα Αναπτύξεως και ότι ήταν ενάντια στη μαρτυρία η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία συντάχθηκε από την εφεσείουσα μη φροντίζοντας να περιλάβει σαφείς όρους στο περιεχόμενο της.

 

Οι παράμετροι κρίσης που επηρεάζουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου στο να αποδεχθεί ή μη αίτηση τροποποίησης του εφετηρίου και των λόγων έφεσης έχουν παγιωθεί μέσα από τη νομολογία. Σε πρόσφατες αποφάσεις επαναβεβαιώθηκε ότι γνώμονας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης υπό ευρεία έννοια, με τον περιορισμό ότι δεν διευρύνονται τα εφέσιμα ζητήματα, δεν προστίθεται λόγος ή λόγοι που εκτροχιάζουν την πορεία της εκδίκασης της έφεσης, δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στην αντίδικη πλευρά και δεν είναι απλώς διευκρινιστικά των υφιστάμενων λόγων. Η νομολογία είναι στην ουσία ταυτόσημη σε όλο το φάσμα του δικαίου και βοήθεια αντλείται και από την πολιτική δικαιοδοσία και από την αναθεωρητική τοιαύτη, (δέστε Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579, Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, Φακοντή ν. Βρυώνη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1714, Muskita Aluminium Industries Ltd v. Alsako Aluminium Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 59 κ.ά.).

 

Ο χρόνος υποβολής της αίτησης για τροποποίηση επίσης αποτελεί παράγοντα που δύναται να προσμετρήσει υπέρ ή εναντίον της αίτησης, εφόσον εάν η ακρόαση έχει ήδη αρχίσει ο σκόπελος που πρέπει να υπερπηδήσει ο αιτούμενος την τροποποίηση είναι μεγαλύτερος. Η έκταση της τροποποίησης ενέχει τη δική της αυτοτελή σημασία έτσι ώστε αναλόγως της επίπτωσης της επί της τροχοδρόμησης του προγραμματισμού της έφεσης, η τροποποίηση δυνατόν να μην εγκριθεί, (Παπακόκκινου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1705.

 

Στο τέλος της ημέρας, η έγκριση της τροποποίησης παραμένει ζήτημα ευρείας διακριτικής ευχέρειας υπό το πρίσμα του γενικότερου κανόνα ότι είναι επιθυμητό να αποτιμούνται δικαστικώς όλα τα δικαιώματα των διαδίκων, με περαιτέρω έμφαση στην σύγχρονη τάση της νομολογίας να επιτρέπονται οι τροποποιήσεις εκτός και εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι προς το αντίθετο, (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Α.Ε. ν. Βιομηχανίας Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 237).

 

Η προσεκτική εξέταση της αίτησης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν μπορεί να εγκριθεί. Κατά αρχάς είναι αδικαιολόγητα καθυστερημένη έχοντας μεν καταχωρηθεί λίγες μέρες πριν την πρώτη εμφάνιση της έφεσης για προδικασία, παραμένει όμως καθυστερημένη υπό το φως ότι χρειάστηκαν ολόκληροι 15 μήνες μετά την καταχώρηση του εφετηρίου για την εισαγωγή της προς εξέταση των επιδιωκόμενων τροποποιήσεων. Είναι πάγια η νομολογία ότι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη είναι και η τυχόν καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, καθυστέρηση η οποία ανάλογα με τις περιστάσεις ενέχει τη δική της σημασία.

 

Σημειώνεται ότι, όπως πολύ ορθά προτείνει η εφεσίβλητη στην ένσταση της, ουδεμία ουσιαστική εξήγηση για την καθυστέρηση αυτή δεν παρέχεται από την ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει.  Το μόνο που προβάλλεται είναι το βραχύ διάστημα που είχε η εφεσείουσα για την καταχώρηση της ειδοποίησης έφεσης χωρίς να είχε στη διάθεση της τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης. Ως προς το σύντομο του χρόνου καταχώρησης της έφεσης, ο χρόνος αυτός είναι βεβαίως δεδομένος από τη Δ.35 θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, η οποία και ισχύει και για την παρούσα διαδικασία η οποία είναι πολιτική έφεση με βάση τον περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 της 22.3.1996, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό της 13.6.1997.

 

Οι πρόνοιες των Κανονισμών 3 και 9 του εν λόγω Κανονισμού, είναι σχετικές ως προς το χρόνο καταχώρησης της έφεσης.  Επομένως, δεν μπορεί να αντληθεί οποιοδήποτε βάσιμο επιχείρημα από το θεωρούμενο από την αιτήτρια στην παράγραφο 6 της ένορκης δήλωσης της «βραχύ διάστημα» που είχε στη διάθεση της.  Παρατηρείται εν προκειμένω ότι η αίτηση ούτε καν βασίζεται στον εν λόγω Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996, που είναι, για την περίπτωση, ο κατ' εξοχήν εφαρμοστέος Κανονισμός.

 

Ως προς το ζήτημα ότι τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου δεν ήταν κατά το στάδιο καταχώρησης της έφεσης έτοιμα, εκτός του ότι η προβαλλόμενη αυτή αιτιολογία δεν προωθεί την αίτηση επί της ουσίας της για τους λόγους που θα αναφερθούν αμέσως μετά, ουδόλως εξηγείται πότε η αιτήτρια-εφεσείουσα έλαβε τα πρακτικά και πότε διαπίστωσε την αναγκαιότητα για τροποποίηση των λόγων εφέσεως.

 

Πέραν της παρατηρηθείσας καθυστέρησης και επί της ουσίας των προτεινομένων λόγων τροποποίησης, εκείνο που αβίαστα προκύπτει είναι ότι όλοι οι λόγοι δεν έχουν στην ουσία καμία σχέση με τα πρακτικά της διαδικασίας. Παρατηρείται ότι η πέμπτη αιτιολογία που προτείνεται να προστεθεί στον τέταρτο λόγο έφεσης αφορά την ήδη δικογραφηθείσα θέση της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα είχε καταστήσει σαφές το ενδιαφέρον της για αγορά μετοχών προς διαμερισμό στους πελάτες της και ότι αυτή η θέση δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο. Ήταν όμως δικογραφημένη αυτή η θέση και επομένως γνωστή στην εφεσείουσα, η οποία θα μπορούσε να εισαγάγει στο λόγο έφεσης, αυτή την αιτιολογία χωρίς να χρειάζονταν τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας. 

 

Το ίδιο ισχύει και για τον πέμπτο λόγο έφεσης αναφορικά με τη συμπλήρωση της αιτιολογίας με τα ζητήματα της ματαίωσης και/ή ακυρότητας της συμφωνίας και την ένθεση του Άρθρου 65 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149. Τα θέματα αυτά ήδη κρίθηκαν πρωτοδίκως από το Δικαστήριο σε ξεχωριστές παραγράφους του πρωτόδικου σκεπτικού και επομένως δεν χρειάζονταν τα πρακτικά της διαδικασίας για να καταγράφετο με επάρκεια και εξ αρχής ο πέμπτος λόγος έφεσης μαζί με την αναγκαία αιτιολογία του. Μάλιστα, μπορεί εδώ να λεχθεί ότι όντως γίνεται ανάπλαση των λόγων έφεσης διότι στη γενικότητα της αιτιολογίας του πέμπτου λόγου προστίθενται ζητήματα περί ματαίωσης και εφαρμογής του Άρθρου 65, που δεν αποτελούν μέρος του πέμπτου λόγου έφεσης. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η τροποποιηθείσα έκθεση απαίτησης της εφεσείουσας ρητά εισήγαγε ζητήματα που αφορούσαν τόσο στη ματαίωση της συμφωνίας («frustration»), όσο και στο ζήτημα της εφαρμογής του Άρθρου 65. 

 

Δεν διαφοροποιείται η κατάσταση σε σχέση με τον έκτο λόγο έφεσης στον οποίο επιχειρείται και η μεγαλύτερη επέμβαση. Όλα όσα επιδιώκονται να προστεθούν ως αιτιολογία ήταν γνωστά στην εφεσείουσα από την έκδοση της απόφασης και θα μπορούσαν με εύλογη επιμέλεια να τίθονταν ευθύς εξ αρχής στους λόγους έφεσης. Οι προτεινόμενες αιτιολογίες αποτελούν απλώς επανάληψη αιτιολογίας που ήδη υφίσταται και μόνο σύγχυση μπορεί να προκαλέσει η προσθήκη τους.

 

Σημειώνεται ότι οι δικηγόροι που χειρίζονται την έφεση είναι οι ίδιοι που χειρίστηκαν την υπόθεση και πρωτοδίκως για την ενάγουσα, και όλα τα θέματα για τα οποία παραπονούνται με την έφεση τα προώθησαν οι ίδιοι και απαντήθηκαν από το Δικαστήριο ανάλογα. Ιδιαίτερα για τον έκτο λόγο έφεσης που αφορά σε λανθασμένα ή συγκρουόμενα πραγματικά ευρήματα, η υπό κρίση αίτηση ουδόλως έχει αναφορά στα πρακτικά της διαδικασίας ούτως ώστε να δικαιολογείται και η καθυστέρηση λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι δεν υπήρχαν έγκαιρα τα πρακτικά στη διάθεση των δικηγόρων της εφεσείουσας. Όπως αναφέρεται και στη Δ.35 θθ.2 και 4, με αναφορά και στο σχετικό έντυπο αρ. 28, η ειδοποίηση εφέσεως θα πρέπει να αναφέρει όλους τους λόγους έφεσης «.. and set forth fully the reasons relied upon for the grounds stated.».  Και με την τροποποίηση που επήλθε στις 24.2.1995, με ισχύ από 1.4.1995 με τον Διαδικαστικό Κανονισμό αρ. 2/95, κάθε λόγος έφεσης καταγράφεται σε ξεχωριστή παράγραφο με χωριστή επ' αυτού αιτιολογία. Αυτή η επιβαλλόμενη εκ των Θεσμών υποχρέωση δεν τηρήθηκε από την εφεσείουσα χωρίς ουσιαστικό ή αποχρώντα λόγο.

 

Η αίτηση, συνεπώς, απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο