ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A287

(2015) 1 ΑΑΔ 884

24 Απριλίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΣΟΛΩΝ ΦΑΝΑΡΑΣ,

 

Εφεσείων - Ενάγων,

 

v.

 

ΠΕΡΙΚΛΗ ΚΥΠΡΙΑΝΙΔΗ,

 

Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 136/2010)

 

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επικύρωση απορριπτικής πρωτόδικης απόφασης σε αγωγή με την οποία ο εφεσείων αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και άλλες ζημιές που ισχυριζόταν ότι υπέστη συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει στα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας τριών ιατρών οι οποίοι κλήθηκαν από τον εφεσείοντα, αλλά δεν έγιναν πιστευτοί ― Για να παρέμβει το Εφετείο θα έπρεπε να υποδειχθούν από τον εφεσείοντα, ο οποίος είχε και το σχετικό βάρος απόδειξης, λόγοι οι οποίοι να ήταν τέτοιας σοβαρότητας και εμβέλειας που να δημιουργούσαν ρήγματα σοβαρής μορφής στη μαρτυρία του μάρτυρα.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας ― To Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ― Όταν διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα κρίνεται κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενό της, το οποίο ελέγχεται με τη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.

[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται ως έχει.]

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,

 

Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,

 

Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1(B) A.A.Δ. 974,

 

Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691,

 

Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 339,

 

Χρίστου ν. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 676,

 

Kades v. Nicolaou a.ο. (1986) 1 C.L.R. 212,

 

Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,

 

Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391,

 

Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1215,

 

Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 454.

 

Έφεση κατά της απόφασης.

 

Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ιωαννίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2544/2004), ημερομ. 30/3/2010.

 

Μ. Παρασκευάς, για τον Εφεσείοντα.

 

Ν. Αβρααμίδης για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του Εφεσείοντος, ο οποίος αξίωνε εναντίον του Εφεσίβλητου γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και άλλες ζημιές που ισχυρίζεται ότι υπέστη συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, την 1.1.2013, ο Εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του με αρ. εγγραφής ΤΕΡΝ621 κατά μήκος της Λεωφόρου Δημοσθένη Σεβέρη στη Λευκωσία, η οποία είναι κύριος δρόμος, με κατεύθυνση από το κέντρο της πόλης προς το Προεδρικό. Την ίδια ώρα, ο Εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητό του με αρ. εγγραφής ΗΡΝ115 στην οδό Αίαντος, η οποία είναι αριστερή πάροδος σε σχέση με την κατεύθυνση του Εφεσείοντος. Τα δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν εντός της Δημοσθένη Σεβέρη.

 

Ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ο Εφεσίβλητος εισήλθε από την πάροδο στον κύριο δρόμο με πρόθεση να στρίψει αριστερά, με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του και να προκληθεί το δυστύχημα. Με την Έκθεση Απαίτησής του, πέραν των γενικών αποζημιώσεων για τα κατ' ισχυρισμό τραύματα που υπέστη, αξιώνει και ποσό £3.783,78 υπό μορφή ειδικών ζημιών.

 

Ο Εφεσίβλητος όχι μόνο αρνήθηκε οποιαδήποτε ευθύνη για το δυστύχημα, αλλά πρόβαλε και τη θέση ότι αμέσως μετά το δυστύχημα ο Εφεσείων δήλωσε προφορικά και αργότερα επανέλαβε στην κατάθεσή του στην αστυνομία, ότι δεν υπέστη οποιαδήποτε σωματική βλάβη συνεπεία του δυστυχήματος και συνεπώς εμποδίζεται από του να εγείρει ισχυρισμούς που συγκρούονται με την πιο πάνω δήλωσή του.

 

Στο πρωτόδικο δικαστήριο κατέθεσε για τον Εφεσείοντα ο Αστυφ. 2520, κ. Στέλιος Ορφανίδης (Μ.Ε.1), ο οποίος ήταν ο εξεταστής του επίδικου τροχαίου δυστυχήματος, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι επί τόπου μετά το δυστύχημα ρώτησε και τους δύο οδηγούς αν τραυματίστηκαν και του απάντησαν αρνητικά. Τρεις μέρες μετά το δυστύχημα και συγκεκριμένα στις 4.1.2003, έλαβε γραπτή κατάθεση από τον Εφεσείοντα. Σ' αυτή επαναλάμβανε ότι δεν τραυματίστηκε.

 

Σε ό,τι αφορά τα τραύματα του, ο Εφεσείων κάλεσε τέσσερεις ιατρούς. Την Δρ. Αγγέλα Κατωδρύτου, Ειδική Ακτινολόγο, τον Δρ. Μιχάλη Πρωτοπαπά, Νευρολόγο, τον Δρ. Λοΐζο Χριστοδούλου, Χειρούργο Ορθοπεδικό-Τραυματιολόγο και τον Δρ. Άλκη Λαπίθη, Ειδικό Ορθοπεδικό-Νευροχειρούργο.

Από πλευράς υπεράσπισης, κατάθεσαν, πλην του Εφεσίβλητου και ο Δρ. Μ. Πηλαβάκης, Ορθοπεδικός-Χειρούργος και η Δρ. Ιωάννα Ανδρέου, Παθολόγος.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας θετικά τη μαρτυρία του εξεταστή του δυστυχήματος, Αστυφ. 2520, Σ. Ορφανίδη, σημείωσε ότι η μαρτυρία του στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε. Από τους ιατρούς που κάλεσε ο Εφεσείων ως μάρτυρες, το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε θετικά μόνο τη μαρτυρία της Δρ. Α. Κατωδρύτου, ενώ έκρινε μη αξιόπιστη τη μαρτυρία των άλλων τριών Ιατρών που κάλεσε ο Εφεσείων. Αρνητικό πρόσημο έδωσε και στη μαρτυρία του ίδιου του Εφεσείοντος, που αφορούσε τις σωματικές του βλάβες. Δέχθηκε όμως τη μαρτυρία του, ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα.

 

Ο Εφεσίβλητος δεν έγινε πιστευτός από το Δικαστήριο ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα. Έγιναν όμως πιστευτοί οι δύο Ιατροί που κάλεσε ως μάρτυρες, ήτοι οι Ιατροί Ιωάννα Ανδρέου και Μιχάλης Πηλαβάκης.

 

Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του Εφεσείοντος. Με βάση τη μαρτυρία που αποδέχτηκε, έκρινε ότι το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου εισήλθε από την πάροδο στον κύριο δρόμο, χωρίς να ελέγξει την τροχαία κίνηση επί του κυρίου δρόμου ότι ήταν ασφαλές για τον ίδιο να εισέλθει, με αποτέλεσμα να φράξει την πορεία του αυτοκινήτου του Εφεσείοντος που οδηγούσε επί του κυρίου δρόμου. Ταυτόχρονα, έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος έφερε ολόκληρη την ευθύνη για το δυστύχημα, αφού ο Εφεσείων ουδεμία ευθύνη είχε.

 

Ως προς τις ειδικές ζημιές, έκρινε ότι αυτές δεν αποδείχθηκαν, αφού δεν είχε προσαχθεί ίχνος μαρτυρίας.

 

Ως προς τις σωματικές βλάβες, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι αυτές προκλήθηκαν από το επίδικο τροχαίο δυστύχημα.

 

Ο Εφεσείων εφεσιβάλλει την πρωτόδικη κρίση, προβάλλοντας πέντε λόγους έφεσης. Όλοι οι λόγοι αμφισβητούν είτε αμέσως είτε εμμέσως την αξιολόγηση τόσο της ιατρικής μαρτυρίας, όσο και αυτής του Εφεσείοντος.

 

Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας, προτού τους αξιολογήσει (βλ. Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236 και Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1(B) A.A.Δ.974). To Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691 και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 339). Αυτό γίνεται όταν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Όπως αναφέρθηκε στη Χρίστου ν. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 676 η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα κρίνεται κατά κύριο λόγο από «το περιεχόμενό της .. το οποίο ελέγχεται με τη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Εφεσειόντων ως προς τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τους τρεις ιατρούς που κλήθηκαν από τον Εφεσείοντα, αλλά δεν έγιναν πιστευτοί, δεν είναι αρκετά για να ανατρέψουν τα ευρήματα αξιοπιστίας. Για να παρέμβει το Εφετείο θα πρέπει να υποδειχθούν από τον Εφεσείοντα, ο οποίος έχει και το σχετικό βάρος απόδειξης, λόγοι οι οποίοι να είναι τέτοιας σοβαρότητας και εμβέλειας που να δημιουργούν ρήγματα σοβαρής μορφής στη μαρτυρία του μάρτυρα. Για παράδειγμα όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι ευλόγως επιτρεπτά ή όπου οι αντιφάσεις που σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι αντιφάσεις ή αν είναι, δεν είναι ουσιαστικής μορφής, ή όπου ο τρόπος αξιολόγησης των μαρτύρων αντιστρατεύεται την κοινή λογική.

 

Ένα από τα κρισιμότερα επίδικα θέματα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν κατά πόσον ο Εφεσείων τραυματίστηκε από το δυστύχημα ή όχι. Ενόψει των αντιφατικών δηλώσεων του ίδιου, το δικαστήριο δεν τον πίστεψε. Επομένως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας των Ιατρών ήταν κρίσιμη. 

 

Ως προς τον Δρ Μιχάλη Πρωτοπαπά, το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του, ανέφερε τα εξής:-

 

«Ο νευρολόγος κ. Μιχάλης Πρωτοπαπάς δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας και απορρίπτω τη μαρτυρία του. Ο μάρτυρας αυτός βρίσκω για τους λόγους που θα αναφέρω πιο κάτω ότι έδωσε μαρτυρία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα για να βοηθήσει τον Ενάγοντα. Συγκεκριμένα στα Πιστοποιητικά του ημερομηνίας 3.8.05 (τεκμήριο 3) και 3.2.06 (τεκμήριο 4), δεν κάνει αναφορά ότι η κατάσταση της υγείας του Ενάγοντα πριν από το δυστύχημα του επέτρεπε να ασκεί το επάγγελμα του οδηγού ταξί. Αυτό το πρόσθεσε («βεβαίωση») στο Πιστοποιητικό του ημερομηνίας 3.2.06 στις 30.9.08 κάτω από τις περιστάσεις που ο ίδιος περιέγραψε (τεκμήριο 5). Πώς γνωρίζει το γεγονός αυτό, είναι άξιον απορίας αφού τον Ενάγοντα τον γνώρισε και τον εξέτασε για πρώτη φορά στις 23.3.05, ενώ το δυστύχημα έγινε την 1.1.03. Πώς γνωρίζει επίσης ότι η ρήξη και το κάταγμα, για τα οποία κάνει αναφορά στην εκ των υστέρων «βεβαίωση» του, «επήλθε μετά το δυστύχημα», επίσης είναι άξιον απορίας. Πρέπει εδώ να σημειώσω πως αντεξεταζόμενος ρωτήθηκε γιατί στις 30.9.08 πρόσθεσε ότι υπήρχε κάταγμα για να απαντήσει πως, αν έγραψε κάτι τέτοιο, τότε είναι λάθος. Όπως ανέφερε, «Ήλθε μια μέρα ο κ. Φανάρας και μου είπε ότι θέλει συμπληρωματική έκθεση, και μου είπε σε δυο ώρες θα πάει στο Δικαστήριο» και έγραψα αυτό το πράγμα. Δηλαδή άφησε να νοηθεί πως έγραφε ότι ήθελε ο κ. Φανάρας για να το χρησιμοποιήσει ο τελευταίος στο Δικαστήριο. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν μπήκε στον κόπο να ελέγξει το ιστορικό του ασθενούς από το οποίο θα διαπίστωνε ότι δεν υπήρχε κάταγμα, έδωσε την ακόλουθη μη πειστική αλλά και απαράδεκτη, θα έλεγα, απάντηση «Απλούστατα η πίεση του χρόνου είναι τόση πολλή, η οποία για κάθε λεπτό που χάνω είναι εις βάρος περίπου άλλων ασθενών που θέλουν τη βοήθειά μου. Αν μπορώ να εξοικονομήσω κάποιο χρόνο, αυτό κάνω. Επειδή γνώριζα ότι θα έρθω να μαρτυρήσω εδώ ενόρκως, πιστεύω ότι η ένορκη μαρτυρία μου είναι υπεράνω της γραπτής έκθεσης που έχω δώσει». Βεβαίως, όταν το κατέθετε ενόρκως στην κυρίως εξέτασή του ως τεκμήριο, δεν ανέφερε ότι η αναφορά σε κάταγμα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αναγκάστηκε να το πράξει κατά την αντεξέταση του. Ως ιατρός όμως, ο οποίος υπήρξε και πραγματογνώμων στα Δικαστήρια της Γερμανίας, θα έπρεπε να γνωρίζει πολύ καλά πως τέτοια σοβαρά λάθη σε ιατρικές εκθέσεις είναι ανεπίτρεπτα. Και ούτε είναι ορθό να ισχυρίζεται ότι έκανε αυτό το λάθος επειδή ήθελε να εξοικονομήσει χρόνο για να τον χρησιμοποιήσει για την εξέταση άλλων ασθενών του. Πρέπει ακόμη να σημειώσω πως πριν αποκαλυφθεί το πιο πάνω λάθος του, επαίνεσε τον εαυτό του λέγοντας ότι δεν κάνει εκθέσεις κομμένες-ραμμένες στα μέτρα των δικηγόρων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «Εγώ κάνω επιστημονικές, τεκμηριωμένες εκθέσεις και κάθε παράγραφο που γράφω και κάθε γράμμα και κάθε λέξη που γράφω, μπορώ να το γράψω και να το τεκμηριώσω».

 

Στα Πιστοποιητικά του (τεκμήρια 3 και 4) κάνει αναφορά σε μαγνητική τομογραφία και ότι σε αυτή «καταγράφεται ρήξη δίσκου Ο4/Ο5 τραυματικής αιτιολογίας». Αμέσως του ζητήθηκε να διαβάσει το Πιστοποιητικό της κας Κατωδρύτου (τεκμήριο 6) η οποία διενήργησε τη μαγνητική τομογραφία. Σε αυτή η κα Κατωδρύτου δεν κάνει αναφορά ούτε σε ρήξη ούτε σε τραυματική αιτιολογία. Έδωσε την ακόλουθη μη πειστική απάντηση: «Το γράφει. Αν θέλετε μπορείτε να ερωτήσετε την κα Κατωδρύτου για μεσοσπονδύλια ρήξη. Για μένα είναι απότοκο ενός τραυματισμού. Η λέξη πρόπτωση δεν διαφοροποιεί αυτό που έγραψα. Για μένα ρήξη και πρόπτωση είναι συνώνυμες στην προκείμενη περίπτωση». Λίγο αργότερα δέχτηκε ότι πρόπτωση δίσκου δεν είναι πάντοτε τραυματικής αιτιολογίας. Όταν ρωτήθηκε αν η ρήξη και η πρόπτωση είναι το ίδιο πράγμα, απέφυγε να απαντήσει λέγοντας τα ακόλουθα «Αν θέλετε να μπούμε στην επιστημονική ανάλυση της δισκοπάθειας, να το κάνουμε», για να προσθέσει ότι χρησιμοποιεί λέξεις που είναι κατανοητές από άτομα που δεν είναι ιατροί. Δηλαδή προσπάθησε να μας πείσει ότι τα άτομα αυτά αντιλαμβάνονται τη ρήξη του δίσκου και όχι την πρόπτωση του δίσκου, για αυτό χρησιμοποιεί τη λέξη ρήξη. Λίγο αργότερα αναγκάστηκε να δεχτεί πως αυτό που παρουσιάζεται στο Πιστοποιητικό της κας Κατωδρύτου (τεκμήριο 6) είναι πρόπτωση δίσκου. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως γνώριζε πολύ καλά ότι η πρόπτωση και η ρήξη δίσκου δεν είναι το ίδιο πράγμα, και ότι η κα Κατωδρύτου ουδέποτε έκανε αναφορά στο Πιστοποιητικό της (τεκμήριο 6) σε ρήξη και μάλιστα τραυματικής αιτιολογίας.

 

Η μαρτυρία του ότι ο Ενάγων έχει σεξουαλικά προβλήματα απορρίπτεται χωρίς ενδοιασμό. Ρωτήθηκε γιατί δεν κάνει αναφορά σε αυτά στα Ιατρικά του Πιστοποιητικά (τεκμήρια 3, 4 και 5). Η απάντηση που έδωσε, η οποία στερείται πειστικότητας, παρατίθεται αυτολεξεί: «. Και τρίτο, προσπαθώ ορισμένες φορές να αφήνω πίσω ορισμένα πράγματα τα οποία είναι δυνατό να μειώνουν τον άρρωστο μου. Εάν κάποιος έλθει εδώ παρουσία ατόμων ή κυκλοφορήσει αυτό το έγγραφο, και δίνει γύρο, ίσως να μη θέλει να ακουστεί ότι έχει σεξουαλικά προβλήματα, και αυτό έπρεπε να θεωρηθεί ότι είναι υπέρ σας και όχι θυματοποίηση δική σας που είπατε προηγουμένως ότι κάμνω». Δηλαδή προσπάθησε και πάλι να μας πείσει πως δεν κατέγραψε στα Ιατρικά του Πιστοποιητικά τα πιο πάνω προβλήματα του Ενάγοντα για να μην τον μειώσει, αλλά έκανε αναφορά σε αυτά στο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της παρούσας αγωγής, η οποία, ας σημειωθεί, δεν διεξάγεται «κεκλεισμένων των θυρών». Η αναξιόπιστη μαρτυρία του γύρω από το πιο πάνω θέμα είχε και συνέχεια. Ρωτήθηκε πότε ο Ενάγων του ανέφερε ότι έχει σεξουαλικά προβλήματα για να απαντήσει «Πριν τρεις βδομάδες». Ακολούθως ρωτήθηκε πότε του το ανέφερε για πρώτη φορά, για να δώσει την ακόλουθη ασαφή απάντηση «Τέλη του 2006. Δεν θυμούμαι πότε μου το είπε για πρώτη φορά». Όταν ρωτήθηκε αν συζήτησε με τον Ενάγοντα να μην καταγραφούν στα Πιστοποιητικά τα σεξουαλικά του προβλήματά, απάντησε αρνητικά. Είχε δίκαιο ο κ. Αβρααμίδης όταν του υπέβαλε ότι έλεγε ψέματα σε σχέση με τους πιο πάνω ισχυρισμούς του και κακώς ο ιατρός ζήτησε από το Δικαστήριο να επαναφέρει στην τάξη τον κ. Αβρααμίδη επειδή, ως ανέφερε, δεν δέχεται να του υποβάλλει ότι λέει ψέματα.»

 

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος για να μας πείσει ότι χρειάζεται να παρέμβουμε, δεν έκαμε αναφορά σε όλα όσα σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο. Επικέντρωσε την προσοχή του στο σχολιασμό του πρωτόδικου δικαστηρίου για το κατά πόσο ο ιατρός Πρωτοπαπάς ήταν σε θέση να γνωρίζει την κατάσταση της υγείας του Εφεσείοντος πριν το δυστύχημα, αφού ο ίδιος τον είδε για πρώτη φορά στις 23.3.2005, ενώ το δυστύχημα έγινε πέραν των δύο χρόνων προηγουμένως (1.1.2003). Επίσης, έθεσε υπό αμφισβήτηση την απορία που εξέφρασε το δικαστήριο για το πώς ο συγκεκριμένος μάρτυρας γνώριζε «ότι η ρήξη και το κάταγμα για τα οποία κάνει αναφορά στην εκ των υστέρων "βεβαίωσή" του», επήλθαν μετά το δυστύχημα. Όμως τα όσα γενικά ανέφερε ο κ. Παρασκευάς, δεν είναι αρκετά για να ανατρέψουν τα πλήρως αιτιολογημένα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία είναι καθόλα εύλογα, ενόψει της μαρτυρίας που δόθηκε. Πέραν τούτου, ο κ. Παρασκευάς δεν προσπάθησε, για να βοηθήσει το Δικαστήριο, να εντάξει τα όσα ανέφερε σε κάποιον από τους νομολογιακά αναγνωρισμένους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, στη βάση των οποίων είναι δυνατή η παρέμβαση του Εφετείου και η ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας.

 

Ως προς τη μαρτυρία του Δρ. Λοΐζου Χριστοδούλου, το δικαστήριο απορρίπτοντας την στο σύνολο, ανέφερε:-

«Ο χειρουργός ορθοπεδικός κ. Λοΐζος Χριστοδούλου, δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας και απορρίπτω τη μαρτυρία του. Ανέφερε ότι έδωσε οδηγίες στον Ενάγοντα για χρήση ζώνη οσφύος. Όταν του υποβλήθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στα Πιστοποιητικά του (τεκμήρια 11 και 12), έδωσε την ακόλουθη μη πειστική απάντηση «Επαναλαμβάνω, η ιατρική έκθεση που εκδίδει οποιοσδήποτε ιδιώτης ιατρός γράφει τα βασικά, κλινική εξέταση, διάγνωση και θεραπεία. Δεν είμαι αναγκασμένος να εκδώσω ιατρική έκθεση πολλαπλών σελίδων και λόγω φόρτου εργασίας και πολλές φορές είναι αχρείαστο διότι εκδίδοντας ένα Ιατρικό Πιστοποιητικό δεν γνωρίζω για ποιο λόγο, τις πλείστες περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε για ποιο λόγο θα χρησιμοποιηθεί, άρα σαν θεράπων ιατρός θα γράψω τα πιο βασικά, το πιο σωστό θεραπευτικό σχήμα, αυτό». Θεωρώ πως η χρήση ζώνης οσφύος συνιστά θεραπεία και αν έδιδε τέτοιες οδηγίες θα ανέμενα να τις είχε καταγράψει στα Πιστοποιητικά του. Ρωτήθηκε εάν τελικά ο Ενάγων χρησιμοποίησε τέτοια ζώνη για να απαντήσει ότι δεν θυμόταν. Θυμόταν όμως ότι έδωσε οδηγίες για χρήση ζώνης τον Ιανουάριο του 2003 χωρίς αυτές να είναι κάπου καταγεγραμμένες. Όταν ρωτήθηκε πώς θυμάται ότι έδωσε τέτοιες οδηγίες ανέφερε πως αυτό είναι θεραπεία ρουτίνας. Δηλαδή προσπάθησε να μας πείσει πως κάθε φορά που εξετάζει έναν ασθενή του, του συνιστά και ζώνη οσφύος.

 

Του υποβλήθηκε ότι η προβολή δίσκων στη συγκεκριμένη περίπτωση και η επακόλουθη στένωση του σπονδυλικού σωλήνα, δεν ήταν τραυματικής αιτιολογίας. Αρκέστηκε απλά να αναφέρει ότι διαφωνεί με την υποβολή χωρίς να παραθέσει οποιουσδήποτε λόγους που να υποστηρίζουν τη διαφωνία του. Λίγο αργότερα, αντεξεταζόμενος, δέχτηκε πως κατέληξε ότι η προβολή των δίσκων και η στένωση του σπονδυλικού σωλήνα είναι τραυματικής αιτιολογίας έχοντας κατά νουν τα όσα του ανέφερε ο Ενάγων, ότι δηλαδή πριν από το δυστύχημα δεν είχε ιστορικό οσφυαλγίας. Αντεξεταζόμενος αναγκάστηκε να δεχτεί ότι, προβολή δίσκου και στένωση σπονδυλικού σωλήνα μπορεί να οφείλεται και σε εκφυλιστική διαδικασία, δηλαδή να είναι μη τραυματικής αιτιολογίας. Σε άλλο μέρος της αντεξέτασής του ανέφερε ότι ο Ενάγων παρουσίασε έντονη οσφυαλγία με επέκταση του πόνου μέχρι τους γλουτούς. Του υποδείχθηκε αμέσως ότι στα Ιατρικά Πιστοποιητικά που εξέδωσε σε διαφορετικές ημερομηνίες (τεκμήρια 11 και 12) άλλα λέγει. Σε αυτά αναφέρει τα ακόλουθα «Κλινικώς υπάρχει άλγος στην κατώτερη οσφυϊκή μοίρα χωρίς όμως επέκταση στους γλουτούς και κάτω άκρα .» Προσπάθησε αμέσως να διορθώσει, ανεπιτυχώς βεβαίως, λέγοντας ότι επειδή ο Ενάγων δεν είχε επέκταση του πόνου στα κάτω άκρα δεν είχε οσφυοϊσχιαλγία. Αμέσως παραπέμφθηκε στο Πιστοποιητικό του (τεκμήριο 11) στο οποίο αναφέρει ότι ο Ενάγων θα εξακολουθεί να έχει συμπτώματα οσφυοϊσχιαλγίας για το υπόλοιπο της ζωής του. Προσπάθησε και πάλι να διορθώσει λέγοντας ότι στο Ιατρικό του Πιστοποιητικό κάνει απλά μια πρόβλεψη αφού έγραψε τη λέξη «πιστεύω». Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω τι ακριβώς έγραψε στο Πιστοποιητικό του (τεκμήριο 11) «Πιστεύω η κλινική του κατάσταση δεν θα βελτιωθεί εντελώς και πλήρως και θα εξακολουθεί να έχει συμπτώματα οσφυοϊσχιαλγίας για το υπόλοιπο της ζωής του». Με την πιο πάνω αναφορά ουσιαστικά δέχεται ότι ο Ενάγων έχει συμπτώματα οσφυοϊσχιαλγίας, αφού λέει πως «θα εξακολουθεί να έχει συμπτώματα οσφυοϊσχιαλγίας .». Εν πάση περιπτώσει, δεν κάνει αναφορά σε οσφυαλγία αλλά σε οσφυοϊσχιαλγία, η οποία όπως ανέφερε, δεν υπάρχει αφού δεν διαπίστωσε πόνο στα κάτω άκρα. Λίγο αργότερα ανέφερε ότι αυτό που θέλει να πει είναι ότι ο Ενάγων δεν είχε οσφυοϊσχιαλγία, αλλά πιστεύει ότι στο μέλλον θα έχει.

 

Στην κυρίως εξέτασή του σχολιάζοντας την ημερομηνία 22.4.08 και την υπογραφή του που υπάρχει πάνω από την ημερομηνία αυτή στο Πιστοποιητικό του ημερομηνίας 8.8.05 (τεκμήριο 11) ανέφερε ότι ο Ενάγων τον επισκέφθηκε στις 22.4.08 και ο ίδιος «σφράγισε και υπέγραψε ότι το Πιστοποιητικό του ισχύει όπως ήταν στις 8.8.05». Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι από αυτή τη μαρτυρία του συνάγεται ότι προέβηκε στις δέουσες εξετάσεις και βεβαίωσε ότι η κατάσταση της υγείας του Ενάγοντα στις 22.4.08 παραμένει ως είχε προηγουμένως. Αντεξεταζόμενος γύρω από αυτό το θέμα ανέφερε ότι η τελευταία ιατρική εξέταση έλαβε χώρα στις 4.7.05 ως αναφέρεται στο τεκμήριο 11. Του υποβλήθηκε αμέσως η ακόλουθη λογική ερώτηση «Τότε γιατί 22.4.08 πιστοποιείτε ότι αυτά που αναφέρονται στο Πιστοποιητικό 8 Αυγούστου '05 ισχύουν 22.4.08 εφόσον χάσατε επαφή μετά τον 7ον του '05;» για να δώσει την ακόλουθη έξυπνη, αλλά καθόλου πειστική απάντηση «Εγώ πιστοποίησα ότι το ιατρικό μου πιστοποιητικό 8.8.05 ισχύει. Δεν πιστοποίησα ότι στις 22.4.05 είναι ακριβώς τα ίδια με τα συμπτώματα του '95 ενώ έχει κάνει του κόσμου τις θεραπείες. Για όνομα του Θεού». Διερωτάται κάποιος αν έτσι είχαν τα πράγματα, γιατί προέβη στις 22.4.08 στην πιο πάνω πιστοποίηση. Το Δικαστήριο βρίσκει πως όταν αποκαλύφθηκε ότι μετά τις 4.7.05 δεν εξέτασε τον Ενάγοντα και συνεπώς δεν μπορούσε να βεβαιώσει στις 22.4.08 ότι η κατάσταση της υγείας του παρέμενε ως είχε στις 4.7.05, έδωσε την πιο πάνω αναξιόπιστη απάντηση.

 

Ρωτήθηκε αν παρέπεμψε τον Ενάγοντα σε νευρολόγο ενόψει της θέσης του ότι αυτός συνέχιζε μέχρι τις 4.7.05, ημερομηνία κατά την οποία τον εξέτασε για τελευταία φορά, να έχει συμπτώματα. Αρχικά απάντησε ότι πρέπει να τον είδε νευρολόγος. Όταν του υποδείχθηκε από το Δικαστήριο ότι η ερώτηση είναι αν ο ίδιος παρέπεμψε τον Ενάγοντα σε νευρολόγο, απάντησε ότι δεν θυμόταν.

 

Παρακολουθώντας τον να καταθέτει μου έδωσε την εντύπωση ότι ήλθε στο Δικαστήριο όχι για να παρουσιάσει τα επιστημονικά κριτήρια προς υποστήριξη των ιατρικών του θέσεων, αλλά για να υποστηρίξει ότι ο Ενάγων μετά το δυστύχημα τραυματίσθηκε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να καταγράψει στο ιατρικό Πιστοποιητικό του (τεκμήριο 11) ότι ο τραυματισμός του Ενάγοντα και η αποθεραπεία του, επηρέασαν τον Ενάγοντα ψυχολογικά, χωρίς βεβαίως ο ίδιος να είναι ψυχολόγος ή ψυχίατρος, κάτι που παραδέχτηκε στην αντεξέτασή του. Μάλιστα στην αντεξέτασή του αποκάλυψε πως τα όσα αναφέρει στο Πιστοποιητικό του γύρω από αυτό το θέμα, θα πρέπει να του τα είχε αναφέρει ο Ενάγων σε συζήτηση που είχε μαζί του. Ρωτήθηκε αμέσως από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εναγομένου τι του ανέφερε ο Ενάγων σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, για να δώσει την ακόλουθη απάντηση «Μην λέτε πράγματα που δεν είναι γραμμένα. Αυτά που γράφω μου είπε. Ότι μου είπε το έγραψα. Δεν είναι εικασίες». Το Δικαστήριο βρίσκει πως αυτός που λέει πράγματα που δεν είναι γραμμένα είναι ο ιατρός αφού στο Πιστοποιητικό του (τεκμήριο 11) δεν καταγράφει ότι είναι με βάσει τα όσα του ανέφερε ο Ενάγων που καταλήγει ότι ο τελευταίος επηρεάσθηκε ψυχολογικά συνεπεία του τραυματισμού και της αποθεραπείας του. Βρίσκει επίσης ως άδικη τη θέση του ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εναγομένου προσπάθησε να τον «μπλέξει» όταν του υπέβαλλε ερωτήσεις γύρω από το πιο πάνω θέμα. Άδικη επίσης βρίσκω και τη θέση του ότι ο κ. Αβρααμίδης δεν είναι ειδικός για να του κάνει ερωτήσεις και να συζητά μαζί του, ο οποίος τυγχάνει να είναι ένας ορθοπεδικός με 15 χρόνια πείρα. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να πει του κ. Αβρααμίδη ότι δεν του επιτρέπει να του υποβάλλει ερωτήσεις σε σχέση με τη θεραπευτική αντιμετώπιση του Ενάγοντα. Και όλα αυτά, όταν η αντεξέταση του κινήθηκε μέσα σε σωστά πλαίσια.»

 

Παρά τον εμβριθή τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του Δρ. Λ. Χριστοδούλου, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος περιόρισε την αναφορά του σε «κάποια λανθασμένα ευρήματα σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του». Ένα από αυτά αφορά στο σχόλιο του Δικαστηρίου ότι ο Δρ. Χριστοδούλου ήρθε στο Δικαστήριο «όχι για να παρουσιάσει τα επιστημονικά κριτήρια προς υποστήριξη των ιατρικών του θέσεων, αλλά για να υποστηρίξει ότι ο ενάγων μετά το δυστύχημα τραυματίστηκε και συνέχιζε να αντιμετωπίζει προβλήματα». Κατά το δικηγόρο του Εφεσείοντος αυτή η κατάληξη του δικαστηρίου είναι εσφαλμένη γιατί αγνοεί το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας «επανειλημμένως αρνήθηκε να έλθει στο Δικαστήριο να καταθέσει και ως εκ τούτου ο δικηγόρος του (εφεσείοντος) ζήτησε .. να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του». Επίσης, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος θεωρεί εσφαλμένη την κατάληξη του δικαστηρίου ότι ο μάρτυρας δεν έπρεπε να γίνει πιστευτός επειδή δεν ανέγραψε στο ιατρικό πιστοποιητικό του τη σύσταση που έδωσε προς τον ενάγοντα ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιεί ζώνη οσφύος. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος θεωρεί ότι ο Ιατρός έδωσε επαρκή εξήγηση για την παράλειψή του αυτή, εξηγώντας ότι δεν γράφει όλες τις λεπτομέρειες στα ιατρικά πιστοποιητικά, αλλά επικεντρώνεται στα βασικά που προκύπτουν από την κλινική εξέταση και τη θεραπεία.

 

Με κάθε σεβασμό, τα πιο πάνω καθόλου δεν είναι αρκετά για να ανατρέψουν την καθόλα εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το δικαστήριο δεν αναφέρεται μόνο στα πιο πάνω, αλλά και σε πολλά άλλα, τα οποία ο δικηγόρος του Εφεσείοντος δεν σχολιάζει καθόλου. Η εισήγηση του κ. Παρασκευά για επέμβαση μας, αγνοεί την πάγια νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο με φειδώ επεμβαίνει στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων και αυτό γίνεται μόνο αν υπάρχουν οι σοβαροί λόγοι που αναφέραμε προηγουμένως.

 

Ως προς τη μαρτυρία του Δρ. Λαπίθη, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο την απορρίπτει στο σύνολό της «χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα ευρήματα στα οποία στηρίχτηκε για να καταλήξει σε αυτά τα συμπεράσματα».

 

Διερωτηθήκαμε αν έπρεπε να σχολιάσουμε αυτή την εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντος, αφού είναι παραπλανητική. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέρριψε τη μαρτυρία του Δρ. Λαπίθη χωρίς να αναφέρει λόγους. Αντίθετα, προέβη σε εκτενή παράθεση των λόγων που ώθησαν το δικαστήριο να απορρίψει τη μαρτυρία του. Η συγκεκριμένη αναφορά του δικαστηρίου καταλαμβάνει τρεις ολόκληρες σελίδες. Τα όσα ανέφερε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος προς υποστήριξη των λόγων έφεσης, όχι μόνο δεν ήταν βοηθητικά, όπως θα έπρεπε, αλλά αντίθετα έτειναν να παραπλανήσουν το Εφετείο. Αν ένας λόγος έφεσης με κανένα τρόπο δεν μπορεί να υποστηριχθεί, ο δικηγόρος οφείλει, κατά την ετοιμασία του περιγράμματος, να τοποθετείται ευθαρσώς.

 

Ούτε τα όσα ανέφερε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος για τη μαρτυρία της μάρτυρος Δρ. Ι. Ανδρέου, ευσταθούν. Η μαρτυρία της συγκεκριμένης μάρτυρος έγινε αποδεχτή από το πρωτόδικο δικαστήριο σε ένα μέρος της, ότι δηλαδή παρέπεμψε τον Εφεσείοντα σε ορθοπεδικό, αλλά για το υπόλοιπο μέρος δεν έγινε αποδεχτή.  Όμως το δικαστήριο εξήγησε ότι ο λόγος απόρριψης αυτού του μέρους της μαρτυρίας της, είναι γιατί κάτι τέτοιο δεν καταγράφηκε στο ιατρικό πιστοποιητικό που εξέδωσε και δεύτερον, δεν δέχθηκε την εξήγησή της ότι «πάντα έτσι γίνεται». Βρίσκουμε εύλογη την κρίση του δικαστηρίου και κατ' επέκταση ορθή.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος. Και εδώ τα παράπονα είναι γενικά και άνευ ουσίας. Το πρώτο αφορά στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσείοντος σε ό,τι αφορά το δυστύχημα, εντούτοις απέρριψε τη μαρτυρία του σε σχέση με τον τραυματισμό του συνεπεία του δυστυχήματος.  Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό. Τα όσα υποστήριξε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος αγνοούν την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (βλ. Kades v. Nicolaou a.ο. (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1215 και Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 454).

 

Έχουμε εξετάσει και τα υπόλοιπα παράπονα του Εφεσείοντος, χωρίς όμως να έχουμε πειστεί ότι ευσταθούν. Τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του Εφεσείοντος ήταν ευλόγως επιτρεπτά, πλήρως αιτιολογημένα και ουδόλως αντιστρατεύονται την κοινή λογική, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν περιθώρια επέμβασής μας.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται ο τρόπος που αξιολογήθηκε η μαρτυρία των Ιατρών Αγγέλας Κατωδρύτου και Μιχάλη Πηλαβάκη. Η πρώτη ήταν μάρτυρας που κλήθηκε για τον Εφεσείοντα και έγινε πιστευτή, αλλά ο Εφεσείων διατυπώνει παράπονο. Ο δεύτερος ήταν μάρτυρας για την υπεράσπιση. Ο συνήγορος του Εφεσείοντος θεωρεί ότι εσφαλμένα έγινε αποδεχτή η μαρτυρία των δύο ιατρών.

 

Ως προς την Δρ. Α. Κατωδρύτου, το παράπονο εστιάζεται στο ότι το δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι ο Εφεσείων αμφισβήτησε τα ευρήματα της ότι «η πάθηση του (Εφεσείοντος) δεν είναι ενδεικτική τραυματικών αλλοιώσεων δηλαδή δεν είναι τραυματικής αιτιολογίας». Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος υποστήριξε ότι ο Δρ. Πρωτοπαπάς (Νευρολόγος) είναι πιο ειδικός από την Δρ. Κατωδρύτου, η οποία είναι Ειδική Ακτινολόγος.

 

Ως προς τον Ιατρό Μιχάλη Πηλαβάκη, Ορθοπεδικό, ο οποίος ήταν μάρτυρας υπεράσπισης, το παράπονο εστιάζεται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «δεν ανέφερε σε κανένα σημείο γιατί προτίμησε τη θέση του .. σε σχέση με την αντίθετη ιατρική και επιστημονική άποψη του (Δρ. Πρωτοπαπά) .. ότι η πάθηση είναι τραυματικής αιτιολογίας».

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο αιτιολόγησε πλήρως και πειστικά τα ευρήματα για την αξιοπιστία των δύο μαρτύρων και δεν δικαιολογούνται τα παράπονα του Εφεσείοντος.

 

Ως προς την Δρ. Α. Κατωδρύτου, Ακτινολόγο, η μαρτυρία της οποίας δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος διατυπώνει τη θέση ότι ο Δρ. Πρωτοπαπάς, λόγω της ειδικότητάς του ήταν σε καλύτερη θέση να εκφέρει άποψη.  Κατ' αρχάς ο Δρ. Πρωτοπαπάς δεν έγινε πιστευτός από το πρωτόδικο δικαστήριο για τους εκτεταμένους λόγους που αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο και τους οποίους σκόπιμα παραθέσαμε αυτούσιους πιο πάνω. Από τη στιγμή που η μαρτυρία του κρίθηκε αναξιόπιστη, δεν ήταν δυνατό να απασχολήσει περαιτέρω το δικαστήριο κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή, οπότε και θα ετίθετο θέμα επιλογής. Εν πάση περιπτώσει, δεν έχουμε πεισθεί, από τον αόριστο τρόπο που τέθηκε το θέμα, ότι η Δρ. Κατωδρύτου, ως Ειδικός Ακτινολόγος, δεν ήταν σε θέση να εκφέρει άποψη. Στην ουσία η πλευρά του Εφεσείοντος αν και κάλεσε την Δρ. Κατωδρύτου, στο τέλος κατέληξε να αμφισβητεί μέρος της μαρτυρίας της, κάτι που είναι εντελώς ανορθόδοξο.

 

Ως προς τον Δρ. Πηλαβάκη, το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί με επάρκεια τους λόγους που έκρινε τη μαρτυρία του αξιόπιστη.  Και εδώ δεν τίθεται θέμα επιλογής μεταξύ της μαρτυρίας του και αυτής του Δρ. Πρωτοπαπά, εφόσον ο τελευταίος κρίθηκε αναξιόπιστος και η μαρτυρία του δεν έγινε αποδεχτή, για τους λόγους που το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί στην απόφασή του.

 

Η κατάληξή μας στους πρώτους τρεις λόγους έφεσης, προδιαγράφει και την απόρριψη των δύο τελευταίων λόγων έφεσης, εφόσον εγείρουν θέματα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την αξιοπιστία του Εφεσείοντος και των μαρτύρων που κάλεσε. Από τη στιγμή που ο Εφεσείων δεν κατάφερε να ανατρέψει τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν μπορούν να ανατραπούν τα ευρήματα ως προς τα αίτια των ενοχλήσεων του Εφεσείοντος, όπως δεν μπορούν να ανατραπούν κατ' ακολουθία και τα ευρήματα αναφορικά με την απόδειξη των ειδικών και γενικών αποζημιώσεων.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Τα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο