ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A228
(2015) 1 ΑΑΔ 753
30 Mαρτίου, 2015
[ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑ,
Εφεσείων - Ενάγων,
ν.
ΑLICO AMERICAN LIFE INSURANCES COMPANY,
Εφεσιβλήτων - Eναγομένων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 49/2010)
Συμβάσεις ― Σύμβαση ασφάλισης υγείας ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία εκρίθη αναφορικά με την επίδικη απαίτηση σε αγωγή, ότι η αίτηση ασφάλισης είχε τροποποιηθεί και έτσι το ωφέλημα σοβαρών ασθενειών δεν προσφερόταν με βάση τους συμβατικούς όρους.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Tο Eφετείο δεν επεμβαίνει στο έργο της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν τα ευρήματα αξιοπιστίας καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ― Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει ― O εφεσείων φέρει το βάρος απόδειξης να πείσει το Εφετείο ότι το Δικαστήριο έσφαλε με το να πιστέψει το μάρτυρα των εφεσιβλήτων.
[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,
Καννάουρου ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,
Παπακόκκινου ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653,
Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 254,
Mylonas a.ο. v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 37.
Έφεση.
Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3565/2002), ημερομηνίας 31/12/2009.
Χρ. Χατζηστερκώτης, για τον Εφεσείοντα - Ενάγοντα.
K. Δημητριάδης, για Εφεσίβλητους - Εναγόμενους.
Cur. adv. vult.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ..
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η διαφορά των διαδίκων προκύπτει από τη διαφορετική εκδοχή της κάθε πλευράς για το περιεχόμενο και την έκταση της κάλυψης ασφαλιστικού συμβολαίου ζωής. Και συγκεκριμένα, η πλευρά του εφεσείοντα-ενάγοντα προώθησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο αξίωση «για επιπρόσθετο ωφέλημα £40,000 για σοβαρές ασθένειες» στη βάση της θέσης του ότι το ωφέλημα αυτό καλυπτόταν από το ασφαλιστικό συμβόλαιο που κατάρτισε με τους εφεσίβλητους/εναγόμενους.
Αντιθέτως, οι τελευταίοι προώθησαν τη θέση ότι τέτοιο ωφέλημα δεν περιλαμβανόταν στο εν λόγω ασφαλιστικό συμβόλαιο. Μάλιστα αναφέρουν ότι ο εφεσείων υπέγραψε σχετικό έντυπο παραίτησης από το ωφέλημα αυτό.
Ο εφεσείων αντιτείνει ότι το σχετικό έντυπο είναι άκυρο και ότι τέτοια δήλωση δεν αποτελεί μέρος του συμβολαίου. Ισχυρίζεται ακόμη δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις, ακόμη και πλαστογραφία από μέρους των εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε δυο μάρτυρες (τον ίδιο τον εφεσείοντα και την κα Αυγουστή, υπάλληλο των εφεσιβλήτων), κατέληξε σε ευρήματα αξιοπιστίας υπέρ της πλευράς των εφεσιβλήτων και απέρριψε την αγωγή.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνοψίζονται ως εξής:
Ο Ενάγων υπέβαλε αίτηση για ασφάλεια ζωής καταβάλλοντας £81,87 ασφάλιστρο, για δύο μήνες. Η αίτηση του Ενάγοντα ημερ. 1.2.1994 συνοδευόταν από σχετικό ερωτηματολόγιο το οποίο απήντησε τόσο ο ίδιος όσο και ο γιατρός των Εναγομένων ο οποίος τον εξέτασε. Μετά την αξιολόγηση της αίτησης και ιδιαίτερα λόγω της κατάστασης της υγείας του και το βεβαρημένο ιατρικό και οικογενειακό ιστορικό του όχι μόνο δεν αποδέχθηκαν οι Εναγόμενοι να του παρασχεθεί η κάλυψη του επιπρόσθετου ωφελήματος σοβαρών ασθενειών £40.000, αλλά για να του παρασχεθεί η κάλυψη των £100.000 σε περίπτωση θανάτου ζήτησαν πέραν του κανονικού ασφαλίστρου, αυξημένο ασφάλιστρο £26,27, τον μήνα. Περαιτέρω δεν του δόθηκε η συμπληρωματική παροχή απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρου. Ακολούθως υπέγραψε το Τεκμήριο Α10 όπου αναφέρετο ρητά το επασφάλιστρο και ότι το ωφέλημα σοβαρών ασθενειών δεν προσφέρεται. Με την υπογραφή του Τεκμηρίου Α10 του εδόθη στις 20.5.1994 το ασφαλιστικό συμβόλαιο ημερ. 18.2.1994 το οποίο εκδόθηκε στις 27.4.1994 για κάλυψη απλή δεκαετούς διάρκειας, μετατρέψιμη και με δικαίωμα ανανέωσης για ποσό σε περίπτωση θανάτου £100.000 και ημερομηνία λήξης την 18.2.2004 με μηνιαίο ασφάλιστρο £49,22.
Επίσης ο Ενάγων ισχυρίζεται τόσο στην Έκθεση Απαίτησης όσο και στην μαρτυρία του πλαστογραφία του εγγράφου. Δηλαδή ότι υποχρεώθηκε να υπογράψει το Τεκμήριο Α10 και ακολούθως προστέθηκε χωρίς να το γνωρίζει και χωρίς τη θέληση του η επίδικη παράγραφος. Ουδέποτε όμως ο Ενάγων κατάγγειλε αυτό στην Αστυνομία. Αυτοί είναι ισχυρισμοί και εφευρήματα της τελευταίας στιγμής για να στηρίξει την απαίτηση του εναντίον των Εναγομένων. Το Τεκμήριο Α10 ήταν συμπληρωμένο κανονικά και ο Ενάγων όταν το υπέγραφε γνώριζε τι υπέγραφε και τουλάχιστον όφειλε να γνωρίζει τι υπογράφει.
Η επίδικη παράγραφος είναι σχετική με την προτυπωμένη παράγραφο με την οποία ο Ενάγων δηλώνει ότι εξακολουθεί να βρίσκεται στην ίδια καλή κατάσταση υγείας που ήταν όταν υπέγραφε το έντυπο με αριθμό C-2A (Αίτηση για ασφάλιση) και το έντυπο με αριθμό C-3 που είναι οι δηλώσεις του Ενάγοντα που έγιναν στον εξεταστή ιατρό και συμπληρώθηκαν από αυτόν. Συνεπώς η επίδικη παράγραφος είναι απόλυτα σχετική και με αυτή την παράγραφο.
Και παρακάτω αναφέρει:
Στο ασφαλιστήριο, Τεκμήριο Α1 προβλέπεται ότι το ασφαλιστήριο καταρτίζεται σύμφωνα με την αίτηση που υποβλήθηκε για αυτό, ή και την ιατρική έκθεση για τον Ασφαλισμένο και την προκαταβολική πληρωμή της πρώτης δόσης των ασφαλίστρων που καθορίζονται όπως προβλέπουν οι όροι του. Η αίτηση τροποποιήθηκε από το Τεκμήριο Α10 και έτσι το ωφέλημα Σοβαρών Ασθενειών δεν προσφέρεται.
H αίτηση ασφάλισης με βάση τα πιο πάνω αποτελεί μέρος της πλήρους σύμβασης και ως εκ τούτου οι αρχές ερμηνείας των ασφαλιστικών συμβάσεων ισχύουν και για την αίτηση. Καταγράφονται αναλυτικά στο σύγγραμμα Ivamy, "General Principles of Insurance Law", 4η έκδοση σελ. 353. Αποτελεί βασική αρχή πως προτιμάται η συνήθης έννοια των λέξεων και ότι κάποια ρητή έννοια υπερισχύει άλλης αντίθετης σημασίας που εξυπακούεται.
Με την παράλληλη επισήμανση ότι ο εφεσείων ούτε δικογράφησε λεπτομέρειες δόλου ή απάτης αλλά ούτε προσφέρθηκε τέτοια μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στο επιπρόσθετο εύρημα και συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε αποσύρει το αίτημα του για κάλυψη σοβαρών ασθενειών στο ποσό των £40.000 και ούτε κατέβαλε ασφάλιστρο γι' αυτή την κάλυψη. Κατέληξε δε να απορρίψει την αγωγή με έξοδα εναντίον του αφού ο εφεσείων δεν απέδειξε την απαίτηση του.
Το παράπονο του εφεσείοντα εκφράζεται σε 4 λόγους ως εξής:
Λόγος έφεσης 1
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και/ή λανθασμένα κατέληξε σε εύρημα ότι η αίτηση ασφάλισης τροποποιήθηκε από το τεκμ.10Α και έτσι το ωφέλημα σοβαρών ασθενειών δεν προσφέρεται, παραγνωρίζοντας τη νομική σημασία του και/ή μη ερμηνεύοντας σωστά τους όρους του.
Λόγος έφεσης 2
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά το περιεχόμενα του ασφαλιστικού συμβολαίου τεκμήριο Α1 με αποτέλεσμα να φτάσει σε λανθασμένο εύρημα ότι στη συμφωνία ασφάλισης δεν προσφέρθηκε το ωφέλημα για τις σοβαρές ασθένειες εκ ΛΚ40,000, παραγνωρίζοντας τη σημασία της αίτησης για ασφάλιση, της πληρωμής και/ή της πρώτης πληρωμής της απόδειξης που έχει εκδοθεί από την ασφαλιστική εταιρεία κατά την παραλαβή του συμβολαίου.
Λόγος έφεσης 3
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει δώσει καμία σημασία και/ή δεν ασχολήθηκε με νομικές βάσεις αγωγής και/ή νομικές θέσεις του ενάγοντος όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα αυτού για παράβαση συμφωνίας εκ μέρους των εναγόμενων και/ή για την εγκυρότητα του τεκμ.Α10 καθώς και άλλες.
Λόγος έφεσης 4
Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου που αξιολόγησε τη μαρτυρία του ενάγοντα και της μάρτυρας των εναγομένων είναι λανθασμένο.
Όλοι οι λόγοι, ως εκ της συνάφειας τους, μπορούν να εξεταστούν μαζί.
Ο εφεσείων έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε λάθος αγνοώντας το γεγονός ότι από τη στιγμή που εκδόθηκε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο στις 27.4.1994, φέροντας ημερομηνία 18.2.1994 και παραδόθηκε στον εφεσείοντα στις 20.5.1994 και τότε του ζητήθηκε να υπογράψει το έντυπο τροποποίησης της αίτησης τεκμ.Α10, η χρονική και μόνο αναντιστοιχία των πραγμάτων, θα έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε τέτοια τροποποίηση της αίτησης για ασφάλεια.
Η όποια τροποποίηση, σύμφωνα με το επιχείρημα του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, μπορεί να γίνει μόνο πριν από την έκδοση του συμβολαίου, ενώ, «στην περίπτωση μας είχε ήδη εκδοθεί το συμβόλαιο», κατέληξε.
Στις ίδιες παραμέτρους σκέψης και επιχειρημάτων κινείται και η θέση ότι το έντυπο τροποποίησης της αίτησης τεκμ.Α10, ουδέποτε είχε γίνει μέρος του ασφαλιστηρίου εγγράφου με πρόσθετη πράξη επισυναπτόμενη σ' αυτό. Το ίδιο περίπου επιχείρημα αφορά την παραγνώριση ή άγνοια της σημασίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο της πρώτης απόδειξης που είχε εκδοθεί από την ασφαλιστική εταιρεία κατά την παραλαβή του συμβολαίου.
Είναι φανερό ότι την 1/2/1994 ο εφεσείων συμπλήρωσε, υπέγραψε και υπέβαλε στους εφεσίβλητους αίτηση για ασφάλεια ζωής για κάλυψη £100.000 σε περίπτωση θανάτου και για επιπρόσθετο ωφέλημα £40.000 σοβαρών ασθενειών για 10 χρόνια (με βάση το οποίο, αν γινόταν αποδεκτή η αίτηση, ο εφεσείων θα είχε το δικαίωμα των £40,000, αν καθίστατο σοβαρά ασθενής (ως καρδιακά προβλήματα και εγχείριση ανοικτής καρδιάς). Η αίτηση συνοδευόταν από ερωτηματολόγιο που απάντησε ο ίδιος και ο γιατρός που εξέτασε για αυτό το σκοπό τον εφεσείοντα για τους εφεσίβλητους.
Είναι σαφές ότι μία αίτηση είτε γίνεται αποδεκτή όπως είναι, είτε τροποποιείται, είτε απορρίπτεται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δίδοντας επαρκείς και πειστικούς λόγους, εξήγησε με λεπτομέρεια γιατί έκρινε αποδεκτή τη μαρτυρία που πρόσφερε η πλευρά των εφεσιβλήτων και γιατί αντίστοιχα απέρριψε τη μαρτυρία της πλευράς του εφεσείοντα.
Αν και οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης παρουσιάζονται ως νομικά κυρίως σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι φανερό ότι έμμεσα και επάλληλα άπτονται του θέματος της αξιοπιστίας της μαρτυρíας παρουσιάζοντας τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου αφύσικα και παράλογα στη βάση κυρίως των επιχειρημάτων που αφορούν το χρόνο όπως τέθηκε πιο πάνω.
Όπως είναι ευρέως νομολογημένο, το Eφετείο δεν επεμβαίνει στο έργο της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν τα ευρήματα αξιοπιστίας καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα (βλ. Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, Καννάουρου ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).
Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Παπακόκκινου ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653 και Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 254).
Ο εφεσείων στην Έκθεση Απαίτησης του έχει ως βασική του θέση ότι:
«εξαπατήθηκε και/ή παραπλανήθηκε και/ή επίστευσεν στις ψευδείς παραστάσεις των Εναγομένων και/ή των εκπροσώπων τους και/ή άλλως και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ουδέποτε υπέγραψεν δήλωση που να παραιτείται από το ωφέλημα σοβαρών ασθενειών και/ή εάν φέρεται ότι υπέγραψε, πράγμα που αρνείται, η τοιαύτη δήλωση του είναι άκυρη και/ή όχι νόμιμα ή νομότυπα συσταθείσα και/ή δεν αποτελεί μέρος του συμβολαίου και/ή παράρτημα αυτού και/ή άλλως και/ή ήταν προϊόν δόλου και/ή απάτης και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή πλαστογραφίας και/ή άλλως και/ή η υπογραφή του ελήφθη κατόπιν πράξεων και/ή παραλείψεων των Εναγομένων και/ή των Εκπροσώπων των, οι οποίες πράξεις και/ή παραλείψεις περιέχουν δόλο και σκοπόν είχαν να παραπλανήσουν τον Ενάγοντα και με ψευδείς παραστάσεις και ενέργειες να αφαιρέσουν από αυτόν, το ωφέλημα σοβαρών ασθενειών, το οποίο εδικαιούτο να λάβει ο Ενάγοντας εκ ποσού ΛΚ40.000. Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά και/ή άλλως και/ή άνευ βλάβης των ως άνω ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι η υπογραφή του ελήφθη εκτός από το Συμβόλαιο και σε έντυπα χωρίς να είναι συμπληρωμένα, τα οποία έχουν συμπληρώσει εκ των υστέρων οι Εναγόμενοι, για να του στερήσουν το ωφέλημα, σοβαρών ασθενειών.
Αργότερα ο Ενάγων ερευνώντας την περίπτωση του και λαμβάνοντας περαιτέρω συμβουλή τόσον από ασφαλιστές όσον και νομική συμβουλή, διαπίστωσε ότι εξαπατήθηκε από τις δόλιες και/ή άλλων ενέργειες των Εναγομένων που ήθελαν να αποφύγουν την πληρωμή του ως άνω ποσού των σοβαρών ασθενειών.»
Ο κ. Χατζηστερκώτης δήλωσε ενώπιον μας ότι οι ψευδείς παραστάσεις και/ή εξαπάτηση ήταν εναλλακτική θεραπεία. Διατυπώνει δε το παράπονο του ως τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τις λοιπές βάσεις αγωγής. Με όλο το σεβασμό, η δήλωση αυτή και το παράπονο μπορούν να αγγίζουν μόνο τις αιτούμενες θεραπείες. Ως προς την ίδια την εξήγηση όμως που ο εφεσείων έδωσε για την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη του εντύπου τροποποίησης- παραίτηση από το ωφέλημα - τεκμ.Α10 - είναι οι πιο πάνω παράγραφοι που ίσχυαν ως το πρωτοκύτταρο των θέσεων του και σ' αυτές όφειλε να δώσει «σάρκα και οστά», ας μας επιτραπεί ο όρος, με την εκδοχή του. Και είναι την παράλειψη αυτή που επισημαίνει ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ως καίρια και πλήττουσα το θέμα της αξιοπιστίας του.
Το έντυπο αυτό αναφέρει στο επίδικο μέρος επί λέξει τα εξής:
«Εγώ ο Χριστόδουλος Βαρνάβας που υπογράφω παρακάτω, με το έντυπο αυτό ζητώ να τροποποιήσετε σύμφωνα με τα παρακάτω την αίτηση μου για ασφάλιση που έγινε στις 1 Φεβρουαρίου 1994. Δηλώνω ότι αποδέχομαι το συμβόλαιο μου να εκδοθεί με επασφάλιστρο Λ.Κ.26,27 το μήνα και χωρίς το συμπληρωματικό ωφέλημα της απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων. Το ωφέλημα σοβαρών ασθενειών δεν προσφέρεται».
Στη μαρτυρία του ο εφεσείων επικαλείται ακυρότητα της πιο πάνω πράξης παρά το ότι δέχεται ότι φέρει την υπογραφή του, προβάλλοντας και τη θέση ότι «υπάρχει κενό για να γράψουν ότι θέλουν» (βλ. σελ.18 των πρακτικών).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει την εν γένει αρνητική εντύπωση που του άφησε ο εφεσείων. Πρόσθετα παρατηρεί ότι η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από αοριστίες. Και εξηγεί ως ακολούθως:
«Επικαλείται δόλο, απάτη και ψευδείς παραστάσεις χωρίς να αναφέρει τόσο στα δικόγραφα όσο και στη μαρτυρία του οποιαδήποτε λεπτομέρεια ή γεγονότα πάνω στα οποία να βασίζει τους ισχυρισμούς του αυτούς. Ισχυρίζεται ότι υπέγραψε το Τεκμήριο Α10 κατόπιν ψευδών παραστάσεων ή παραπλάνησης του από τους Εναγόμενους. Δεν αναφέρει όμως ποιες είναι οι ψευδείς παραστάσεις ή τον τρόπο που τον παραπλάνησαν. Ο μόνος καθαρός ισχυρισμός είναι ότι δήθεν συμπλήρωσαν οι Εναγόμενοι την επίδικη παράγραφο του Τεκμηρίου Α10, μετά που αυτός υπέγραψε το έγγραφο. Δεν γίνεται όμως πιστευτός αυτός ο ισχυρισμός του επειδή για το αρχικό ασφάλιστρο που πλήρωσε δεν είναι δυνατό να μην διερωτήθηκε γιατί κλήθηκε να καταβάλει ακόμα £26,27 ως επασφάλιστρο ή αυξημένο ασφάλιστρο. Επίσης για ακόμη ένα λόγο δεν γίνεται πιστευτός ο ισχυρισμός αυτός του Ενάγοντα. Στην τροποποίηση της αίτησης για ασφάλιση, Τεκμήριο Α10, αναγράφονται τα εξής τα οποία ήταν προτυπωμένα: «Εγώ ο Χριστόδουλος Βαρνάβα που υπογράφω παρακάτω, με το έντυπο αυτό ζητώ να τροποποιήσετε σύμφωνα με τα παρακάτω την αίτηση μου για ασφάλιση που έγινε στις 1η Φεβρουαρίου 1994». Ο Ενάγων όφειλε να το διαβάσει αυτό πριν υπογράψει και να διερωτηθεί ποια είναι αυτή η τροποποίηση της αίτησης του για ασφάλιση.»
Αντιθέτως, με εξίσου πειστικό τρόπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξηγεί και αναλύει τους λόγους που αποδέχτηκε τη μαρτυρία της κας Αυγουστή, υπεύθυνης στο τμήμα αξιολόγησης αιτήσεων των εφεσιβλήτων, η οποία στήριξε τις δικογραφικές θέσεις της Υπεράσπισης. Η εικόνα της κας Αυγουστή, όπως σημειώνει, ήταν καθόλα θετική και η μαρτυρία της δεν άφησε στο Δικαστήριο οποιονδήποτε ερωτηματικό, ή υποψία ότι δεν είπε την αλήθεια. Ταυτόχρονα διατυπώθηκε εύστοχα από το Δικαστήριο η παρατήρηση ότι η μαρτυρία της ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένη με την έγγραφη μαρτυρία που προσκομίστηκε και στην οποία διαφαίνεται το νομικό και συμβατικά βάσιμο των ενεργειών των εφεσιβλήτων.
Εκ της μαρτυρίας της κας Αυγουστή προέκυψε και εξηγήθηκε πλήρως η υποβολή της αρχικής αίτησης ημερ. 1/2/1994 και η πληρωμή ποσού εκ μέρους του εφεσείοντα ποσού £81,87. Ακόμη η μάρτυς ανέφερε ότι μετά που αξιολόγησε την αίτηση του εφεσείοντα και λόγω της κατάστασης της υγείας του και του βεβαρημένου ιατρικού και οικογενειακού ιστορικού του όχι μόνο δεν αποδέχθηκε να του παρασχεθεί η κάλυψη του επιπρόσθετου ωφελήματος σοβαρών ασθενειών £40.000 για δέκα χρόνια, αλλά για να του παρασχεθεί η κάλυψη των £100.000 σε περίπτωση θανάτου, ζήτησε πέραν του κανονικού ασφαλίστρου, αυξημένο ασφάλιστρο ή επασφάλιστρο £26,27 τον μήνα. Περαιτέρω, δεν του δόθηκε η συμπληρωματική παροχή απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρου. Πληροφόρησε τον εφεσείοντα μέσω του Αντρέα Νικολάου (του προσωπικού ασφαλιστή του) για τα πιο πάνω και ζήτησε να υπογράψει και όντως υπέγραψε, κατά την παράδοση σε αυτόν του ασφαλιστικού συμβολαίου, το έντυπο τροποποίησης της αίτησης.
Το αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν ότι στις 27.4.1994 εκδόθηκε το ασφαλιστικό συμβόλαιο αριθμός 6872846 με ημερομηνία συμβολαίου 18.2.1994 στο όνομα του εφεσείοντα για κάλυψη απλής ασφάλισης δεκαετούς διάρκειας, μετατρέψιμη και με δικαίωμα ανανέωσης για ποσό σε περίπτωση θανάτου £100.000 και ημερομηνία λήξης την 18.2.2004 με μηναίο ασφάλιστρο £49,22 (υπολογιζόμενο σε £21,90, επασφάλιστρο £26,27 και έξοδα συμβολαίου £1,05).
Επειδή ο εφεσείων κατά την υποβολή της εν λόγω αίτησης για ασφάλεια είχε καταβάλει το ποσό των £81,00 ως ασφάλιστρο και/ή μέρος αυτού, ανάλογα με την περίπτωση και σύμφωνα με την κάλυψη που θα του παρεχόταν και ως πρώτη πληρωμή ασφαλίστρου, αμέσως μετά, όταν του χορηγήθηκε η κάλυψη που αναφέρεται πιο πάνω, του ζητήθηκε και κατέβαλε επιπρόσθετο ποσό £17,44 ούτως ώστε να συμπληρωθεί ποσό £98,44 (δύο φορές το μηνιαίο ασφάλιστρο των £49,22) ως τα δύο πρώτα μηνιαία ασφάλιστρα για την κάλυψη που του δόθηκε.
Η μάρτυρας εξήγησε περαιτέρω ότι το συμβόλαιο παραδόθηκε στον εφεσείοντα στις 20.5.1994, υπέγραψε το τεκμ.Α10, και επεστράφη κοντά της θέτοντας σε αυτό σφραγίδα ημερομηνίας 23.5.1994.
Τη δεύτερη φορά που πληρώθηκε ποσό υπήρχε αριθμός συμβολαίου και εισπράχθηκε ακριβώς με τον αριθμό του συμβολαίου. Ο αριθμός συμβολαίου δίδεται πριν εγκριθεί η αίτηση. Κατά την παράδοση του συμβολαίου έπρεπε να υπογράψει το τεκμ.Α10 για να είναι κατανοητό, όπως χαρακτηριστικά είπε η μάρτυρας, τι συμβόλαιο του παραδιδόταν. Κατά την παράδοση δε είχε το δικαίωμα να μην το παραλάβει και να το επιστρέψει. Το τεκμ.Α10 τροποποιεί την αίτηση όχι το συμβόλαιο. Οι εφεσίβλητοι εκτίμησαν τον κίνδυνο και δεν του έδωσαν τη συγκεκριμένη παροχή. Δεν του έδωσαν όλες τις παροχές που αιτήθηκε.
Οι πιο πάνω εξηγήσεις παρείχαν το έρεισμα της πρακτικής που ακολουθείτο αλλά και το τι έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και βέβαια δίδουν την απάντηση στα θεωρητικά επιχειρήματα του εφεσείοντος για τη χρονική αναντιστοιχία μεταξύ συμβολαίου και της τροποποίησης της αίτησης. Το θέμα ήταν πραγματικό και η μάρτυρας το εξήγησε και το κάλυψε πλήρως.
Οι λόγοι έφεσης σχετιζόμενοι όλοι εμμέσως ή και πλήρως με το θέμα της αξιοπιστίας δεν μπορούν να επιτύχουν αφού το βάθρο της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν καθόλα στέρεο και δεν υπάρχει κάποιο ρήγμα που να έδιδε στον εφεσείοντα πιθανότητα επιτυχίας.
Ως είναι εδραιωμένο, ο εφεσείων φέρει το βάρος απόδειξης να πείσει το Εφετείο ότι το Δικαστήριο έσφαλε με το να πιστέψει το μάρτυρα των εφεσιβλήτων. (βλ. Mylonas a.ο. v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 37 και Φραντζής ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω)).
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι δεν έχουμε πεισθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει διαπράξει οποιοδήποτε σφάλμα στην εκτίμηση του ως προς την αξιοπιστία.
Ως εκ τούτου η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.