ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A172

(2015) 1 ΑΑΔ 534

11 Μαρτίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3

ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 1. M.T.P. TRADING LTD ΚΑΙ 2. ΜΙΧΑΛΗ ΠΙΤΤΑΤΖΙΗ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24/6/2014, ΓΙΑ ΣΥΝΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΩΓΩΝ 6032, 6033, 6034,

6035, 6036, 6037, 6038, 6135, 6137, 6138 ΚΑΙ 6139/2012,

 

Εφεσειόντων - Αιτητών,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ

13/10/2014 ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΑΝΕ ΔΕΚΤΗ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΣΥΝΕΝΩΣΗΣ ΣΤΕΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΦΥΣΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ

ΑΠΟ ΤΟΥ ΝΑ ΕΚΔΙΚΑΣΕΙ ΤΟΣΟ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΟΣΟ ΚΑΙ

ΤΙΣ ΑΓΩΓΕΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΖΗΤΗΘΗΚΕ Η ΣΥΝΕΝΩΣΗ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ AMSTECO ELECTRIC LTD ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΝΑΦΕΡΘΕΙΣΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ/Ή ΤΗΣ

ΕΝΤΙΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 345/2014)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Επικύρωση πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης σε αίτηση για λήψη άδειας  καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, η οποία θα στόχευε στην ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εγκρίθηκε αίτηση συνένωσης αριθμού αγωγών.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari παραχωρείται όταν διαφανεί από τα στοιχεία που επικαλείται ο αιτητής, ότι επί της ουσίας υπάρχουν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμα ζητήματα ― Το δικαστήριο οφείλει επίσης να προχωρήσει και στο δεύτερο στάδιο εξέτασης της αίτησης, για να διαπιστώσει αν υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία ― Σε περίπτωση που δοθεί θετική απάντηση, δεν παρέχεται άδεια εκτός αν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν «εξαιρετικές περιστάσεις» οι οποίες καθιστούν επιβεβλημένη την παρέκκλιση από το γενικό κανόνα.

 

Με την παρούσα, εφεσιβλήθηκε πρωτοβάθμια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition.

 

Οι αιτητές επιδίωξαν σε πρώτο βαθμό, τη λήψη άδειας προς καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, προς το σκοπό ακύρωσης απόφασης  Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εγκρίθηκε αίτηση συνένωσης αριθμού αγωγών.

 

Η αίτηση συνένωσης υπεβλήθη από τους - ενάγοντες στην αγωγή υπ' αρ. 6036/12, με το αιτιολογικό ότι οι διάδικοι σε όλες τις αγωγές είναι οι ίδιοι, τα επίδικα θέματα είναι τα αυτά και επομένως όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που θα συζητούνταν, ήταν ταυτόσημα. Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση στην αίτηση συνένωσης, όλες οι αγωγές απέρρεαν από μια συμφωνία που συνομολογήθηκε μεταξύ των ιδίων προσώπων και στις οποίες απαιτούνται ποσά προερχόμενα από εκδοθείσες επιταγές.

 

Η υπεράσπιση των εναγομένων, καθώς αναφερόταν, εγείρει επίσης κοινά ζητήματα νόμου και γεγονότων με ταυτοσημία θεμάτων ούτως ώστε θα εξυπηρετηθεί το καλώς νοούμενο συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης και θα περισωθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση ζητήθηκε όπως εκδοθεί διάταγμα με το οποίο να καθορίζεται ότι η υπόθεση που θα προηγείται θα ήταν η αγωγή που ήταν παλαιότερη σε αριθμό, αλλά και η ψηλότερη σε κλίμακα με δεδομένα και γεγονότα που είναι πανομοιότυπα σε όλες τις αγωγές.

 

Οι εναγόμενοι - αιτητές στην παρούσα - καταχώρησαν ένσταση προβάλλοντας εισήγηση ότι η αίτηση συνένωσης δεν καταχωρήθηκε στην υπόθεση που φέρει τον μικρότερο αριθμό, αλλά σκόπιμα υπεβλήθη σε άλλη αγωγή με αποτέλεσμα να αποστερηθούν οι εναγόμενοι του φυσικού Δικαστή που ενώπιον του εκκρεμούσε η μικρότερη σε αριθμό αγωγή.

 

Στις 13.10.2014, εκδόθηκε ύστερα από τη σχετική ακροαματική διαδικασία, απόφαση με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο ενέκρινε τη συνένωση όλων των αγωγών με οδηγίες όπως η κύρια αγωγή είναι αυτή με τον αριθμό 6036/12, αφού αυτή αφορά το υψηλότερο ποσό εκδοθείσας επιταγής, ενώ ταυτόχρονα προηγείται χρονικά και αριθμητικά άλλης αγωγής με το ίδιο ποσό.

 

Οι Εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας άδεια για να καταχωρήσουν αίτηση για Certiorari.

 

Με την εφεσιβληθείσα απορριπτική απόφαση εκρίθη ότι δεν υπήρξε υπέρβαση δικαιοδοσίας, πλάνη, αλλότριος σκοπός ή μεροληψία, όπως ισχυρίζονταν οι Εφεσείοντες. Αποφασίστηκε περαιτέρω, ότι το ένδικο μέσο της έφεσης προσφερόταν προς αναθεώρηση της ενδιάμεσης απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου. Επίσης, ότι θα μπορούσε να εγερθεί και σε ενδεχόμενη έφεση, με την ολοκλήρωση της εκδίκασης των συνενωμένων αγωγών και την έκδοση τελικής απόφασης.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:

 

Ήταν εσφαλμένη η κρίση του δικαστηρίου 

 

α)  ότι «δεν υπάρχει απολύτως κανένα έρεισμα στην υπό κρίση αίτηση». 

 

β)  ότι «είναι αναμενόμενο και ταυτόχρονα λογικό μια αίτηση συνένωσης να καταχωρείται στη μικρότερη των εκκρεμούσων υποθέσεων όπως στην ουσία αναφέρεται και στη Δ.14 θ.4.»

 

γ)  ότι «αυτό όμως δεν εξισούται με άτεγκτο κανόνα, ούτε και η παρέκκλιση απ' αυτόν για ικανό λόγο ισοδυναμεί με υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί το νόμο ή έκδηλη παρανομία». 

 

δ)  ότι «Προκύπτει επομένως ακόμη και από την ίδια τη Δ.14 Θ.4, ότι όπου δίδονται ειδικοί λόγοι δεν ακολουθείται κατ' ανάγκη κάποια λογική σειρά προτεραιότητας. Το γεγονός ότι η αγωγή υπ' αρ. 6036/12 αφορούσε αξίωση στο υψηλότερο ποσό απ' όλες τις παρόμοιες αγωγές, μαζί με το γεγονός ότι η άλλη αγωγή με το ίδιο ποσό αξίωσης καταχωρήθηκε σε μεταγενέστερη ημερομηνία, ήταν λόγοι ικανοί να δικαιολογήσουν αποδοχή της αίτησης».

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην προκειμένη περίπτωση ορθά εκρίθη σε πρώτο βαθμό ότι εκ πρώτης όψεως δεν είχαν καταδειχθεί ζητήματα που θα έπρεπε να συζητηθούν περαιτέρω, εφόσον δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παρανομία. Όπως ορθά υπέδειξε, η Δ.14 που ρυθμίζει τη συνένωση αγωγών δίδει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο εκδικάζον δικαστήριο να προβεί σε συνένωση, χωρίς να υπάρχουν οι περιορισμοί που εισηγείται ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Εφεσειόντων.

 

2.  Όπως ορθά εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, γνώμονας είναι πάντοτε η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης με την εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων, καθώς και η αποφυγή πολλαπλότητας των διαδικασιών. Σπανίως δημιουργούνται προβλήματα σε αιτήσεις για συνένωση, ιδιαιτέρως όταν οι δικηγόροι των διαδίκων, όπως εδώ, είναι οι ίδιοι.

 

3.  Εν πάση περιπτώσει, τα δικαστήρια με τις ορθές οδηγίες βεβαιώνονται ότι όλοι οι διάδικοι διά των δικηγόρων τους έχουν ίση συμμετοχή στη δίκη.

 

4.  Η Δ.14 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, προβλέπει ότι ο ενάγων που ήγειρε πρώτος την αγωγή, θα έχει τη διεύθυνση της συνενωμένης αγωγής. Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η συγκεκριμένη διάταξη κωδικοποιεί ένα χρήσιμο κανόνα πρακτικής, ο οποίος στηρίζεται στη λογική των πραγμάτων.

 

5.  Ως επίσης ορθή ήταν και η εφεσιβληθείσα κρίση ότι ο συγκεκριμένος κανόνας δεν μπορεί να εξισωθεί με άτεγκτο κανόνα, ώστε «παρέκκλιση απ' αυτόν να ισοδυναμεί με υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί το νόμο ή έκδηλη παρανομία».

 

6.  Επομένως το ότι οι Ενάγοντες επέλεξαν να συνενώσουν τις αγωγές στην 6036/12 που αφορούσε σε αξίωση ποσού υψηλότερου από αυτού στην αγωγή 6032/12 (που ήταν η πρώτη) και η μετέπειτα αποδοχή από το δικαστήριο του αιτήματος, με κανένα τρόπο δεν συνιστά παραβίαση του κανόνα.

 

7.  Ούτε το γεγονός ότι το υψηλότερο αξιούμενο ποσό δεν ήταν στην 6036/12 αλλά στην 6038/12, επηρέαζε καθ' οιονδήποτε τρόπο αφού οι δύο αγωγές με το υψηλότερο ποσό (6036/12 και 6038/12) ήταν ενώπιον της ίδιας δικαστού και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε σημασία ή σκοπιμότητα σ' αυτό το γεγονός.

 

8.  Επομένως, η πρωτοβάθμια κρίση ότι δεν υπήρχε «κανένα έρεισμα στην υπό κρίση αίτηση» ήταν απόλυτα ορθή, όπως ήταν και η κατάληξη ότι οι Εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι υπήρχαν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμα θέματα ώστε να δοθεί η αιτούμενη άδεια.

 

9.  Εν πάση περιπτώσει, η αίτηση για άδεια για καταχώρηση Certiorari θα μπορούσε να απορριφθεί με τη διαπίστωση, που δεν αμφισβητείτο από τους Εφεσείοντες, ότι υπήρχε διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης.

 

10. Όμως επί αυτής της κρίσης του δικαστηρίου, δεν υπήρξε λόγος έφεσης και η έφεση θα μπορούσε να απορριφθεί in limine.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

M.T.P. Trading Ltd κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 2466, ECLI:CY:AD:2014:D854,

 

Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015,

 

Fastact Developements Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,

 

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965,

 

Μιχαήλ κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 247,

 

Healey v. Waddington & Sons Ltd [1954] 1 All ER 861 CA.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Αίτηση Αρ. 177/2014), ημερομηνίας 18/11/2014.

Π. Μιχαήλ, για τους Εφεσείοντες.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔIKAΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα εφεσιβάλλεται η απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία δεν δόθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition.

 

Το ιστορικό της υπόθεσης συνοψίζεται από τον αδελφό Δικαστή στην επίδικη απόφασή του (Αναφορικά με την Αίτηση των Εναγομένων M.T.P. Trading Ltd κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 2466, ECLI:CY:AD:2014:D854), από την οποία και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:-

 

«Το Επαρχιακό Δικαστήριο (Λευκωσίας) αντιμετώπισε αίτηση συνένωσης αριθμού αγωγών και συγκεκριμένα των υπ' αρ. 6032/12, 6033/12, 6034/12, 6035/12, 6036/12, 6037/12, 6038/12, 6135/12, 6136/12, 6137/12, 6138/12 και 6139/12. Η αίτηση υπεβλήθη από τους ενάγοντες στην αγωγή υπ' αρ. 6036/12, με το αιτιολογικό ότι οι διάδικοι σε όλες τις αγωγές είναι οι ίδιοι, τα επίδικα θέματα είναι τα αυτά και επομένως όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που θα συζητηθούν είναι ταυτόσημα. Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση στην αίτηση συνένωσης, όλες οι αγωγές απορρέουν από μια συμφωνία ημερ. 11.7.2012 που συνομολογήθηκε μεταξύ των ιδίων προσώπων και στις οποίες απαιτούνται ποσά προερχόμενα από εκδοθείσες επιταγές. Η υπεράσπιση των εναγομένων, καθώς αναφέρεται, εγείρει επίσης κοινά ζητήματα νόμου και γεγονότων με ταυτοσημία θεμάτων ούτως ώστε θα εξυπηρετηθεί το καλώς νοούμενο συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης και θα περισωθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση ζητήθηκε όπως εκδοθεί διάταγμα με το οποίο να καθορίζεται ότι η υπόθεση που θα προηγείται θα είναι η αγωγή υπ' αρ. 6036/12, καθώς είναι η παλαιότερη σε αριθμό, αλλά και η ψηλότερη σε κλίμακα με δεδομένα και γεγονότα που είναι πανομοιότυπα σε όλες τις αγωγές.

 

Οι εναγόμενοι - παρόντες αιτητές - καταχώρησαν ένσταση με ουσιαστικό σκεπτικό ότι η αίτηση συνένωσης δεν καταχωρήθηκε στην υπόθεση υπ' αρ. 6032/12 που φέρει τον μικρότερο αριθμό, αλλά σκόπιμα υπεβλήθη σε άλλη αγωγή με αποτέλεσμα να αποστερηθούν οι εναγόμενοι του φυσικού Δικαστή που ενώπιον του εκκρεμούσε η μικρότερη σε αριθμό αγωγή. Στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση του διευθυντή της εναγομένης εταιρείας, αναφέρεται ότι η κάθε υπόθεση περιβάλλεται από διαφορετικά γεγονότα που έχουν λάβει χώραν σε διάφορα χρονικά διαστήματα και ότι η αίτηση, όπως έγινε, «.. τείνει να στερήσει από το σεβαστό Δικαστήριο το τεκμήριο της αμεροληψίας.».

 

Εκδόθηκε στις 13.10.2014, μετά από τη σχετική ακροαματική διαδικασία, απόφαση με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο ενέκρινε τη συνένωση όλων των αγωγών με οδηγίες όπως η κύρια αγωγή είναι αυτή με τον αριθμό 6036/12, αφού αυτή αφορά το υψηλότερο ποσό εκδοθείσας επιταγής, ενώ ταυτόχρονα προηγείται χρονικά και αριθμητικά άλλης αγωγής με το ίδιο ποσό. Αφού αναφέρθηκε στις δικονομικές πρόνοιες, αλλά και το ουσιαστικό δίκαιο που διέπουν αιτήσεις του είδους, και μνημόνευσε σχετική νομολογία, το Δικαστήριο συνόψισε τις αρχές συνένωσης και εστίασε την προσοχή του στη διακριτική ευχέρεια που υπάρχει στο ζήτημα λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για αποφυγή πολλαπλότητας διαδικασιών, περίσωση δικαστικών εξόδων και χρόνου και εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδίων των διαδίκων. Θεώρησε ότι η μελέτη των δώδεκα δικογράφων στις αντίστοιχες αγωγές καταδείκνυε πανομοιότυπα θέματα προς εκδίκαση με μόνη διαφορά, σε εκάστη των αγωγών, τον αριθμό της επιταγής. Όλες οι αγωγές είχαν αναγωγή στην ίδια συμφωνία ημερ. 11.7.2012 και όλες οι επιταγές είχαν εκδοθεί στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας με ημερομηνία επιστροφής τους πριν από τις 7.9.2012 όταν καταχωρήθηκε η πρώτη στη σειρά των αγωγών.

 

Ως προς το ζήτημα που ήγειραν οι εναγόμενοι και που επαναλαμβάνουν στην υπό κρίση αίτηση, ότι δηλαδή ήταν ανεπίτρεπτη η καταχώρηση της αίτησης σε αγωγή άλλη από αυτή με τον μικρότερο αριθμό, με τους ενάγοντες να επιλέγουν ουσιαστικά Δικαστή, το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ως ακολούθως:

 

«Ούτε και θα συμφωνήσω με την εισήγηση του συνηγόρου για τους Ενάγοντες ότι, με το ότι η Αίτηση έγινε στην αγωγή αρ. 6036/12, γίνεται επιλογή Δικαστή. Οι αγωγές με αριθμούς 6036/12 και 6139/12 αφορούν και οι δύο στην έκδοση επιταγών για το πιο ψηλό ποσό, ήτοι €25.000,00, ενώ η αγωγή αρ. 6036/12 είναι προγενέστερη της 6139/12. Δικαιολογείται, συνεπώς, η καταχώρηση της Αίτησης στην αγωγή με αριθμό 6036/12. Ούτως ή άλλως, σύμφωνα με το πρόγραμμα εργασίας, τόσο η αγωγή αρ. 6036/12 όσο και η αγωγή αρ. 6139/12 βρίσκονται στο πρόγραμμα του ίδιου Δικαστή, και άρα δεν υπάρχει θέμα επιλογής Δικαστή όπως εισηγείται ο κ. Μιχαήλ.»

 

Οι Εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας άδεια για να καταχωρήσουν αίτηση για Certiorari.  Ο αδελφός Δικαστής απέρριψε το αίτημα, κρίνοντας ότι δεν υπήρξε υπέρβαση δικαιοδοσίας, πλάνη, αλλότριος σκοπός ή μεροληψία, όπως ισχυρίζονταν οι Εφεσείοντες. Πρόσθετα έκρινε ότι το ένδικο μέσο της έφεσης προσφερόταν προς αναθεώρηση της ενδιάμεσης απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου. Επίσης, θεώρησε ότι θα μπορούσε να εγερθεί και σε ενδεχόμενη έφεση, με την ολοκλήρωση της εκδίκασης των συνενωμένων αγωγών και την έκδοση τελικής απόφασης.

 

Οι Εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, εγείροντας τους πιο κάτω έξι λόγους έφεσης:-

 

(1) Ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του δικαστηρίου στη σελίδα 7 της απόφασης, ότι «δεν υπάρχει απολύτως κανένα έρεισμα στην υπό κρίση αίτηση». Κατά το συνήγορο των Εφεσειόντων, η πιο πάνω κρίση αποτελεί υπεραπλουστευμένη προσέγγιση, η οποία αντιφάσκει με την υπόλοιπη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αν η αίτηση, πρόσθεσε, δεν είχε «.. κανένα απολύτως έρεισμα ..» τότε δεν θα χρειάζονταν 11 ολόκληρες σελίδες απόφασης για να κριθεί το θέμα.

 

(2) Ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του δικαστηρίου στη σελίδα 8 της απόφασης, ότι «είναι αναμενόμενο και ταυτόχρονα λογικό μια αίτηση συνένωσης να καταχωρείται στη μικρότερη των εκκρεμούσων υποθέσεων όπως στην ουσία αναφέρεται και στη Δ.14 θ.4.» Κατά τον ευπαίδευτο δικηγόρο των Εφεσειόντων, το ότι η αίτηση συνένωσης θα πρέπει να καταχωρείται στη μικρότερη σε αριθμό υπόθεση, στην οποία θα πρέπει να συνενώνονται οι μεταγενέστερες υποθέσεις, δεν είναι απλώς «αναμενόμενο», αλλά και «λογικό». Πρόκειται, είπε, για γενικό κανόνα πρακτικής, πολύ καλά εδραιωμένο, όχι μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο απ' όπου αρχικά προήλθε, αλλά και στην Κύπρο.

 

(3) Ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του δικαστηρίου στη σελίδα 8 της απόφασης, στην οποία αναφέρεται ότι «αυτό όμως δεν εξισούται με άτεγκτο κανόνα, ούτε και η παρέκκλιση απ' αυτόν για ικανό λόγο ισοδυναμεί με υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί το νόμο ή έκδηλη παρανομία». Ο κ. Μιχαήλ υποστήριξε ότι παρέκκλιση από τον καλά εδραιωμένο γενικό κανόνα πρακτικής, ότι οι μεταγενέστερες υποθέσεις θα πρέπει να συνενώνονται στην πρώτη χρονικά καταχωρηθείσα υπόθεση, μόνο για «ειδικούς λόγους» μπορεί να παρακαμφθεί, σύμφωνα με τη Δ.14 θ.2 και στην προκειμένη περίπτωση δεν συνέτρεχαν τέτοιοι λόγοι, αφού όλες οι αγωγές ήταν σε κλίμακες άνω των €100.000 και συνεπώς και οι τρεις δικαστές ενώπιον των οποίων ήταν ορισμένες οι υποθέσεις που θα συνενώνονταν, είχαν δικαιοδοσία να τις εκδικάσουν. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι η παρέκκλιση από τον πιο πάνω γενικό κανόνα πρακτικής, συνιστά κατάφωρη παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης, του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 6.1 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ως εκ τούτου η εφεσιβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατόπιν πλάνης περί το νόμο, εφόσον το κατώτερο δικαστήριο προσέγγισε εσφαλμένα το αγγλικό δίκαιο και την υφιστάμενη πρακτική. Η καταχώρηση αίτησης συνένωσης στην Αγωγή 6036/12 αντί στη 6032/12, συνιστά επιλογή δικαστή, πράγμα που είναι ανεπίτρεπτο με βάση τις αρχές της δίκαιης δίκης και δημιουργεί εύλογες υποψίες στους Εφεσείοντες.

 

(4) Εσφαλμένο, για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, θεωρείται από τους Εφεσείοντες και το συμπέρασμα του κατώτερου δικαστηρίου ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο «.. έδωσε ικανούς λόγους για τη συνένωση σε αγωγή που είχε μεγαλύτερο αριθμό από την πρώτη στη σειρά ..».

 

(5) Ότι είναι λανθασμένη και η κατάληξη του αδελφού Δικαστή στη σελίδα 10, ότι «Προκύπτει επομένως ακόμη και από την ίδια τη Δ.14 θ.4, ότι όπου δίδονται ειδικοί λόγοι δεν ακολουθείται κατ' ανάγκη κάποια λογική σειρά προτεραιότητας. Το γεγονός ότι η αγωγή υπ' αρ. 6036/12 αφορούσε αξίωση στο υψηλότερο ποσό απ' όλες τις παρόμοιες αγωγές, μαζί με το γεγονός ότι η άλλη αγωγή με το ίδιο ποσό αξίωσης καταχωρήθηκε σε μεταγενέστερη ημερομηνία, ήταν λόγοι ικανοί να δικαιολογήσουν αποδοχή της αίτησης.». Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι πέραν της παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, η θεώρηση του αδελφού Δικαστή ότι η Αγωγή 6036/12 αφορούσε την αξίωση με το υψηλότερο ποσό σε σχέση με τις άλλες αγωγές, είναι έκδηλα λανθασμένο, καθότι η Αγωγή 6036/12 αφορούσε απαίτηση €25.000, ενώ η Αγωγή 6038/12, αφορούσε σε απαίτηση €40.000. Ο αδελφός Δικαστής παρέλειψε να εντοπίσει το συγκεκριμένο λάθος και πεπλανημένα έκρινε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δικαιολόγησε την αποδοχή της αίτησης συνένωσης.

 

(6) Εσφαλμένο θεωρούν οι Εφεσείοντες και το απόσπασμα στη σελίδα 8 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι «στον Odgers´ Principles of Pleading and Practice, ανωτέρω, ρητά καταγράφεται η απεριόριστη ουσιαστικά δυνατότητα του Δικαστηρίου (στην Αγγλία του Master), ".. in his discretion order consolidation, subject to any special directions which he may think fit to give.."». Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων θεωρεί ότι η αναφορά του Δικαστηρίου σε «απεριόριστη ουσιαστικά δυνατότητα», των αγγλικών δικαστηρίων να συνενώνουν αγωγές, είναι εσφαλμένη, αφού δεν έχει εντοπιστεί πουθενά τέτοια απεριόριστη δυνατότητα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Με αναφορά στην Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015, εισηγήθηκε ότι μια τόσο πλατειά ευχέρεια θα ισοδυναμούσε, με αυθαιρεσία παρά με άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

 

Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης μαζί.

 

Σύμφωνα με τις από καιρό εδραιωμένες αρχές της νομολογίας μας, άδεια για καταχώρηση Certiorari παραχωρείται όταν διαφανεί από τα στοιχεία που επικαλείται ο αιτητής ότι επί της ουσίας υπάρχουν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμα ζητήματα. Όμως αυτό δεν είναι το τέλος του δρόμου. Το δικαστήριο οφείλει επίσης να προχωρήσει και στο δεύτερο στάδιο εξέτασης της αίτησης, για να διαπιστώσει αν στην περίπτωση υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία. Σε περίπτωση που στο ερώτημα δοθεί θετική απάντηση, τότε δεν παρέχεται άδεια εκτός αν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν «εξαιρετικές περιστάσεις» οι οποίες καθιστούν επιβεβλημένη την παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. Σχετική είναι η υπόθεση της Ολομέλειας Fastact Developements Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535, ο λόγος της οποίας επιβεβαιώθηκε και πάλιν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Αναφορικά με την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878. Οι δύο αυτές υποθέσεις επιβεβαιώνουν παλαιότερη νομολογία, όπως αυτή προκύπτει από τις υποθέσεις Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965 και Μιχαήλ κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 247.

 

Οι έξι λόγοι έφεσης αφορούν εμμέσως ή αμέσως στην κατάληξη του αδελφού δικαστή ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για εκδίκαση ως προς την ουσία του ζητήματος που αφορούσε στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της πρωτόδικης δικαστού για τη συνένωση των δώδεκα αγωγών. Το βασικό παράπονο των Εφεσειόντων είναι ότι οι δώδεκα αγωγές δεν συνενώθηκαν στην αγωγή με το χαμηλότερο αριθμό, που ήταν ενώπιον της δικαστού κας Άννης Πανταζή-Λάμπρου, αλλά στην αγωγή με το δεύτερο ψηλότερο ποσό, που ήταν στο πινάκιο της κας Μαρίνας Παπαδοπούλου και ότι αυτό αποτελεί στην ουσία επιλογή δικαστή, κάτι που παραβιάζει τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και στερεί από τους Εφεσείοντες τον φυσικό τους δικαστή.

 

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλες οι αγωγές αφορούσαν σε επιταγές που δεν τιμήθηκαν. Η κάθε αγωγή αφορούσε σε μια επιταγή των €5.000, εκτός από την αγωγή 6036/12, που αφορούσε σε επιταγή €25.000 και την αγωγή 6038/12, η οποία αφορούσε σε 4 επιταγές συνολικού ύψους €40.000 (τρεις επιταγές για €5.000 και μία για €25.000). Η αγωγή με τον μικρότερο αριθμό 6032/12 και δύο άλλες ήταν ενώπιον της δικαστού Α. Πανταζή-Λάμπρου και αφορούσαν σε ποσό €5.000 η κάθε μια, ενώ μία αγωγή, με την οποία επίσης αξιώνετο ποσό €5.000, ήταν ενώπιον της δικαστού Ν. Οικονόμου. Οι υπόλοιπες εννέα αγωγές που συμπεριλάμβαναν και την αγωγή με τα δύο μεγαλύτερα ποσά, ήταν όλες ενώπιον της δικαστού Μαρίνας Παπαδοπούλου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση ορθά ο αδελφός μας δικαστής έκρινε ότι εκ πρώτης όψεως δεν είχαν καταδειχθεί ζητήματα που θα έπρεπε να συζητηθούν περαιτέρω, εφόσον δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παρανομία. Όπως ορθά υπέδειξε, η Δ.14 που ρυθμίζει τη συνένωση αγωγών δίδει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο εκδικάζον δικαστήριο να προβεί σε συνένωση, χωρίς να υπάρχουν οι περιορισμοί που εισηγείται ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Εφεσειόντων. Όπως ορθά εξήγησε ο αδελφός μας δικαστής, γνώμονας είναι πάντοτε η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης με την εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων, καθώς και η αποφυγή πολλαπλότητας των διαδικασιών. Σπανίως δημιουργούνται προβλήματα σε αιτήσεις για συνένωση, ιδιαιτέρως όταν οι δικηγόροι των διαδίκων, όπως εδώ, είναι οι ίδιοι. Ενίοτε όμως, όταν οι δικηγόροι είναι διαφορετικοί, η επιλογή της οδηγούσας αγωγής μπορεί να αποτελέσει εστία αντιδικίας, ιδιαίτερα μεταξύ των δικηγόρων των εναγόντων. Όμως μεταξύ των συνηγόρων των εναγομένων οι αντιδικίες είναι ακόμα σπανιότερες. Εν πάση περιπτώσει, τα δικαστήρια με τις ορθές οδηγίες (βλ. Healey v. Waddington & Sons Ltd [1954] 1 All ER 861 CA) βεβαιώνονται ότι όλοι οι διάδικοι διά των δικηγόρων τους έχουν ίση συμμετοχή στη δίκη. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν τέτοιου είδους προβλήματα, εφόσον όχι μόνο οι Εφεσείοντες ήταν οι ίδιοι, αλλά και οι δικηγόροι τους και μας εξέπληξε που ο δικηγόρος των Εφεσειόντων αμφισβήτησε την όλη διαδικασία συνένωσης επικαλούμενος παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, υπέρβαση εξουσίας, πλάνη και έκδηλη παρανομία. Χωρίς να θέλουμε να αποφασίσουμε οτιδήποτε, θα λέγαμε ότι αν υπήρξε οτιδήποτε που θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να χαρακτηριστεί δικονομικά μεμπτό, ήταν η ενέργεια των Εφεσειόντων να εγείρουν 12 διαφορετικές αγωγές με το ίδιο αντικείμενο, εναντίον του ίδιου νομικού προσώπου.

 

Η Δ.14 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, προβλέπει ότι ο ενάγων που ήγειρε πρώτος την αγωγή, θα έχει τη διεύθυνση της συνενωμένης αγωγής. Όπως ορθά υποδεικνύει ο αδελφός δικαστής, η συγκεκριμένη διάταξη κωδικοποιεί ένα χρήσιμο κανόνα πρακτικής, ο οποίος στηρίζεται στη λογική των πραγμάτων.

 

Συμφωνούμε απόλυτα με την κρίση του συνάδελφου μας ότι ο συγκεκριμένος κανόνας δεν μπορεί να εξισωθεί με άτεγκτο κανόνα, ώστε «παρέκκλιση απ' αυτόν να ισοδυναμεί με υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί το νόμο ή έκδηλη παρανομία».  Επομένως το ότι οι Ενάγοντες επέλεξαν να συνενώσουν τις αγωγές στην 6036/12 που αφορούσε σε αξίωση ποσού υψηλότερου από αυτού στην αγωγή 6032/12 (που ήταν η πρώτη) και η μετέπειτα αποδοχή από το δικαστήριο του αιτήματος, με κανένα τρόπο δεν συνιστά παραβίαση του κανόνα. Ούτε το γεγονός ότι το υψηλότερο αξιούμενο ποσό δεν ήταν στην 6036/12 αλλά στην 6038/12, επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο αφού οι δύο αγωγές με το υψηλότερο ποσό (6036/12 και 6038/12) ήταν ενώπιον της ίδιας δικαστού και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε σημασία ή σκοπιμότητα σ' αυτό το γεγονός.

 

Επομένως, η κρίση του αδελφού δικαστή ότι δεν υπήρχε «κανένα έρεισμα στην υπό κρίση αίτηση» είναι απόλυτα ορθή, όπως είναι και η κατάληξη ότι οι Εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι υπήρχαν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμα θέματα ώστε να δοθεί η αιτούμενη άδεια.

 

Εν πάση περιπτώσει, η αίτηση για άδεια για καταχώρηση Certiorari θα μπορούσε να απορριφθεί με τη διαπίστωση, που δεν αμφισβητείτο από τους Εφεσείοντες, ότι υπήρχε διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης. Σύμφωνα με τη νομολογία, η καθυστέρηση που παρατηρείται στην εκδίκαση των εφέσεων την οποία επικαλείται ο συνήγορος των Εφεσειόντων, δεν αποτελεί εξαιρετική περίσταση ώστε να παρακαμφθεί ο γενικός κανόνας. Όμως επί αυτής της κρίσης του δικαστηρίου δεν υπήρξε λόγος έφεσης και η έφεση θα μπορούσε να απορριφθεί in limine.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο