ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A169

(2015) 1 ΑΑΔ 495

10 Mαρτίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

1.   ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΤΑΜΠΟΥΛΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

2.   ΓΕΩΡΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

3.   ΣΩΤΗΡΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

4.   ΜΑΡΙΝΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ,

5.   ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΤΟΥΜΑΖΟΥ,

6.   ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,

7.   ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

8.   ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΠΤΩΧΟΠΟΥΛΟΥ,

9.   ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ ΠΤΩΧΟΠΟΥΛΟΥ,

10. ΕΛΕΝΗ ΠΤΩΧΟΠΟΥΛΟΥ,

11. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΤΩΧΟΠΟΥΛΟΣ,

12. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΤΣΟΥΡΗ,

13. ΛΟΪΖΟΣ ΤΣΟΥΡΗΣ,

14. ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΟΥΡΗΣ,

15. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΛΟΪΖΟΥ,

16. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

17. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

18. ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

19. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

20. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

21. ΣΩΤΗΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

 

Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,

 

ν.

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

 

Εφεσιβλήτου - Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 171/2009)

 

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση η οποία ήταν πλημμελής, αντιφατική και ενυπήρχε σ' αυτή σφάλμα ― Κατά πόσον προέβη σε μια επιφανειακή και όχι βαθύτερη ανάλυση της ενώπιον του μαρτυρίας, με αποτέλεσμα να του διαφύγει η συνολική εικόνα που αναδυόταν μέσα από τη μαρτυρία ― Επιτρεπτική κατάληξη σε έφεση.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται είτε τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση δεδομένων, τότε η επέμβαση του Εφετείου είναι δυνατή.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου/ενάγοντα το ποσό των €30754,34 πλέον τόκο ως αμοιβή/προμήθεια επί της τιμής πώλησης κτήματος των εφεσειόντων/εναγομένων.

 

Με αυτή προβλήθηκαν διάφοροι λόγοι έφεσης, οι οποίοι επικεντρώθηκαν στην εισήγηση περί εσφαλμένης αξιολόγησης και αποδοχής μαρτυρίας.

 

Με τον όγδοο δε, προβλήθηκε περαιτέρω, ότι λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν είχε δικογραφηθεί από τους εφεσείοντες ισχυρισμός περί παρανομίας της συμφωνίας επί της οποίας στήριξε την απαίτηση του ο εφεσίβλητος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδέχθηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία της Μ.Υ.1 και από την άλλη αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ενάγοντα/εφεσίβλητου και Μ.Ε.2 ότι δηλαδή, ο τελευταίος κατά τον ουσιώδη χρόνο, που ήταν μεταξύ Μαΐου-Σεπτεμβρίου 2005, ήταν υπάλληλος του ενάγοντα/εφεσίβλητου και ενεργούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση κάτω από τις οδηγίες και την καθοδήγηση του.

 

2.  Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Υ.1, ότι ο ενάγοντας/εφεσίβλητος φαινόταν ότι ήταν υπάλληλος της G.C. Property Estates Ltd από 1/11/2006 ήταν εντελώς λανθασμένη. Τέτοια μαρτυρία δεν δόθηκε από την Μ.Υ.1 ούτε φαινόταν κάτι τέτοιο στα σχετικά τεκμήρια στα οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

3.  Η μαρτυρία της Μ.Υ.1 επί του θέματος, εκείνο που ξεκάθαρα αποσαφήνιζε ήταν ότι ο ενάγοντας/εφεσίβλητος από 1/11/2006 δήλωσε, υποβάλλοντας τα σχετικά έντυπα, ότι ήταν αυτοεργοδοτούμενος κτηματομεσίτης.

 

4.  Η παρερμηνεία της μαρτυρίας της Μ.Υ.1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο φαινόταν και από το ακόλουθο απόσπασμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Μ.Υ.1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο: «Η εταιρεία παρέμεινε ενεργός και από 1/11/2006 φαίνεται ως υπάλληλος της ο κ. Χριστάκης Γεωργιάδης ως αυτοεργοδοτούμενος κτηματομεσίτης».

 

5.  Προέκυπτε δε το ερώτημα πώς μπορούσε υπάλληλος εταιρείας να χαρακτηρίζεται ως «αυτοεργοδοτούμενος». Οι δυο ιδιότητες δεν μπορούν να συνυπάρχουν.

 

6.   Η σημασία της πιο πάνω παρατηρούμενης αντίφασης στη μαρτυρία των τριών (ενάγοντα/εφεσίβλητου και Μ.Ε.2 από τη μια και Μ.Υ.1 από την άλλη) μεγιστοποιείτο με τις παραδοχές του ενάγοντα/εφεσίβλητου κατά την αντεξέταση του ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Μ.Ε.2 Παφίτης ήταν υπάλληλος της G.C. Property Estates Ltd, η τελευταία δεν ήταν εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης και δεν είχε άδεια άσκησης του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη και ο ίδιος ποτέ δεν γνώριζε και δεν μίλησε με κανένα από τους 21 εναγομένους, δεν διαπραγματεύτηκε με κανένα την πώληση του επίδικου ακινήτου, και όλη την υπόθεση την είχε αναλάβει ο Μ.Ε.2 ενώ ο ίδιος απλά ενημερώθηκε περί αυτής.

 

7.  Το τελευταίο ερχόταν και σε πλήρη αντίθεση με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι: «Τα γεγονότα της υπόθεσης καταδεικνύουν ότι έστω και αν ο κ. Παφίτης παρουσιάζει τον εαυτό του ως διευθυντή του γραφείου δεν παύει να είναι υπό τον άμεσο έλεγχο και καθοδήγηση του ενάγοντος και δεν συντρέχει περίπτωση καταστρατήγησης των διατάξεων του νόμου εφόσον πάντοτε τελούσε υπό την άμεση εποπτεία του ενάγοντος και δεν ενεργούσε από μόνος του ή έστω κάτω από την ομπρέλα του.»

 

8.  Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν είχε δικογραφηθεί, όπως απαιτείτο από τους Κανονισμούς και νομολογία, ισχυρισμός περί παράνομης συμφωνίας. Διέλαθε προφανώς της προσοχής του ότι στις παραγρ. 4(α), των δυο τροποποιημένων Εκθέσεων Υπερασπίσεων περιεχόταν τέτοιος ισχυρισμός.

 

9.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση η οποία ήταν πλημμελής, αντιφατική και ενυπήρχε σ' αυτή σφάλμα.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Μ. Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Κυθρεώτη & Συνεργάτες κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106,

Bullows v. Nεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236,

 

Karis v. Africanos Real Estates Ltd (2006) 1(A) Α.Α.Δ. 517.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του  Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Παπαϊωάννου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1180/2006), ημερομηνίας 20/5/2009.

 

Γ. Α. Βασιλείου, για τους Εφεσείοντες.

 

Μ. Δειληνός για Μ. Παπαθανασίου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Παρπαρίνος, Δ..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστή με την οποία επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου/ενάγοντα το ποσό των €30.754,34 πλέον τόκο ως αμοιβή/προμήθεια επί της τιμής πώλησης κτήματος των εφεσειόντων/εναγομένων.

 

Στην ειδοποίηση έφεσης αναφέρονται συνολικά δέκα λόγοι έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση. Οι πρώτοι τέσσερεις λόγοι αναφέρονται στην αξιολόγηση και αποδοχή της μαρτυρίας που δόθηκε για τον εφεσίβλητο, ο πέμπτος στην παρανόηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Μ.Υ.2, ενώ με τον έκτο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου γι' επιδίκαση προμήθειας 3% χωρίς την ύπαρξη σχετικής μαρτυρίας. Με τον έβδομο λόγο υποβάλλεται ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο μαρτυρία γι' ανάθεση διαμεσολάβησης πώλησης του ακινήτου σ' άλλους πλην του εφεσίβλητου. Με τον όγδοο λόγο προσβάλλεται ότι λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν είχε δικογραφηθεί από τους εφεσείοντες ισχυρισμός περί παρανομίας της συμφωνίας επί της οποίας στήριξε την απαίτηση του ο εφεσίβλητος, με τον ένατο ότι λανθασμένα ερμηνεύτηκε η πληρεξουσιότητα που οι εφεσείοντες 1-20 παραχώρησαν στον εφεσείοντα 21, αναφορικά με την ανάθεση της πώλησης σε κτηματομεσίτη και με τον δέκατο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες 1-20 υποχρεούνται σε πληρωμή προμήθειας αφού αυτοί δεν έκαναν ποτέ τέτοια συμφωνία με τον εφεσίβλητο και ούτε ανέθεσαν ποτέ τέτοια εξουσία στον αντιπρόσωπο τους, εφεσείοντα 21.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε πρώτα τους τέσσερεις πρώτους λόγους έφεσης (1-4 ) καθ' ότι αυτοί αποτελούν μιαν ενότητα και αφορούν την αποδοχή υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου της σχετικής μαρτυρίας του ενάγοντα/εφεσίβλητου και Μ.Ε.2, κ. Γ. Παφίτη, που οδήγησε στο εύρημα ότι ο μεν ενάγοντας/εφεσίβλητος προσωπικά κατείχε άδεια κτηματομεσίτη ενώ ο Μ.Ε.2 ενεργούσε εκ μέρους του και τον αντιπροσώπευε. Αυτό συνέβαινε, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, «είτε όσο νόμιζαν ότι μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εταιρεία είτε άλλως πως».

 

Σύμφωνα με τους εφεσείοντες το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως ανωτέρω, είναι αντίθετο με την αποδεκτή υπό του Δικαστηρίου μαρτυρία της Μ.Υ.1, κας Γερολέμου, υπαλλήλου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο καμιά υπαλληλική ή άλλη έννομη σχέση υπήρχε μεταξύ αυτών. Αντίθετα ο Μ.Ε.2 δηλώθηκε ως υπάλληλος του ενάγοντα/εφεσιβλήτου από 1/11/2006, ενώ προηγουμένως, μεταξύ 1/11/02-30/10/06 ήταν υπάλληλος της εταιρείας G.C. Property Estates Ltd. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία ο ενάγοντας/εφεσίβλητος εργοδοτείτο από 1/1/2004 στην C.M.A. BANGO BOUTIQUE LTD ενώ ενεγράφη ως αυτοεργοδοτούμενος κτηματομεσίτης την 1/11/2006.  Αυτά σε συνάρτιση με τη μαρτυρία του ενάγοντα/εφεσιβλήτου ότι δεν γνώριζε ποιος πλήρωνε το ενοίκιο του κατ' ισχυρισμό κτηματομεσιτικού γραφείου του, ποιούς εργοδοτούσε, αλλά και ούτε γνώριζε οτιδήποτε άλλο για το γραφείο αυτό οδηγούν στο λανθασμένο της κρίσης του Δικαστηρίου.

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή τη σχετική μαρτυρία που δόθηκε από τους ενάγοντα/εφεσίβλητο, Μ.Ε.2 κ. Παφίτη και Μ.Υ.1 κα Γερολέμου. Ο πρωτόδικος Δικαστής, στην απόφαση του, δέχεται το σύνολο της μαρτυρίας της Μ.Υ.1 κας Γερολέμου καθ' ότι την έκρινε, ως αναφέρει, ανεξάρτητη μάρτυρα αλλά και διότι η μαρτυρία της παρέμεινε αναμφισβήτητη. Σύμφωνα λοιπόν με τη μαρτυρία της, που συμπεριλαμβάνει έγγραφα από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (τεκμ. 21-28), ο Μ.Ε.2 κ. Γ. Παφίτης εργοδοτείτο από την εταιρεία G.C. Property Estates Ltd., από 1/11/2004 μέχρι 30/10/2006. Το ίδιο διάστημα ήταν και ο εγγεγραμμένος Διευθυντής της. Η εταιρεία δραστηριοποιείτο, όπως η ίδια δήλωνε, κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα ως «Μεσιτικά γραφεία ακινήτων». Από 1/11/2006 εργοδοτήθηκε από τον ενάγοντα/εφεσίβλητο. Ο ενάγοντας/εφεσίβλητος, σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, εργοδοτείτο από 1/12/94 μέχρι 31/1/97 στην O. Georghiades Real Estates Ltd., από 1/2/97 μέχρι 29/9/2000 στην G.C.O Real Estates Agency Ltd., από 1/10/2000 μέχρι 30/4/2001 στην C.M.A. Bagno Boutique Ltd, από 10/4/2001 μέχρι 31/12/2003 στην Boutique Int. Ltd και από 1/1/2004 εκ νέου στην C.M.A. Bagno Boutique Ltd.  Από 1/11/2006 εργάζεται ως αυτοεργοτούμενος με οικονομική δραστηριότητα την «ανάπτυξη και πώληση ακίνητης περιουσίας» και από την ίδια ημέρα εργοδότησε και τον Μ.Ε.2 κ. Γεώργιο Παφίτη.

 

Σχετικά με το ίδιο θέμα, ο πρωτόδικος Δικαστής αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, αναφέρει ότι «δέχεται τα όσα είπε ότι ενεργούσε ως υπάλληλος του ενάγοντος και κάτω από τις οδηγίες και την καθοδήγηση του κατά τον επίδικο χρόνο». Υπενθυμίζεται ότι επίδικος χρόνος είναι ο χρόνος Μαΐου 2005 - Σεπτεμβρίου 2005.

 

Η μαρτυρία του ενάγοντα/εφεσίβλητου προς την ίδια κατεύθυνση την οποία αποδέκτηκε ο πρωτόδικος Δικαστής, ήταν ότι «ο ίδιος πάντοτε κατείχε προσωπικά την άδεια κτηματομεσίτη και ο Μ.Ε.2 Παφίτης ενεργούσε εκ μέρους του και τον αντιπροσώπευε είτε αυτό συνέβαινε όσο νόμιζαν ότι μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εταιρεία είτε άλλως πως.»

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αξιολόγησης το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στ' ευρήματα ότι:

 

«... ο εναγόμενος 21 (Μάϊο 2005)  επισκέφθηκε το γραφείο του ενάγοντος το οποίο διέθετε όλες τις αναγκαίες πινακίδες και πληροφόρηση για το κοινό που καταδείκνυε την ιδιότητα του ως εγγεγραμμένου και αδειούχου κτηματομεσίτη ..........................

 

Αφού δόθηκε αυτή η εντολή το γραφείο του ενάγοντος μέσω του κ. Παφίτη ο οποίος εργαζόταν ως υπάλληλος-διευθυντής του γραφείου, ανέλαβε την υπόθεση.»

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η κατάληξη και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται βασικές νομολογιακές αρχές και πλήττουν τα θεμέλια της κατάληξης του. Η αξιολόγηση του ήταν, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, εσφαλμένη, πλημμελής και αντιφατική σε βαθμό που το Εφετείο να μπορεί να επέμβει. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζει πότε επεμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις.

 

«Όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται είτε τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση δεδομένων τότε η επέμβαση του Εφετείου είναι δυνατή.»

 

(βλ. Μ. Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Κυθρεώτη & Συνεργάτες κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106, Bullows v. Nεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριακου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως πιο πάνω αναφέρεται, αποδέχθηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία της Μ.Υ.1 και από την άλλη αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ενάγοντα/εφεσίβλητου  και Μ.Ε.2 ότι δηλαδή, ο τελευταίος κατά τον ουσιώδη χρόνο, που ήταν μεταξύ Μαΐου-Σεπτεμβρίου 2005, ήταν υπάλληλος του ενάγοντα/εφεσίβλητου και ενεργούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση κάτω από τις οδηγίες και την καθοδήγηση του. Τα δυο όμως δεν μπορούν να συνυπάρχουν καθ' ότι βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση. Η αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Υ.1, συμπεριλαμβανομένων των τεκμ. 21-28, εισηγείται ότι, κατά τον άνω ουσιώδη χρόνο (Μάϊος-Σεπτέμβριος 2005) ο Μ.Ε.2 ήταν Διευθυντής και υπάλληλος της G.C. Property Estates Ltd, ενώ ο ενάγοντας/εφεσίβλητος από 1/1/2004 μέχρι 1/11/2006 ήταν υπάλληλος της C.M.A. Bagno Boutique Ltd. Να σημειωθεί ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Υ.1, ότι ο ενάγοντας/εφεσίβλητος φαίνεται ότι ήταν υπάλληλος της G.C. Property Estates Ltd από 1/11/2006 είναι εντελώς λανθασμένη. Τέτοια μαρτυρία δεν δόθηκε από την Μ.Υ.1 ούτε φαίνεται κάτι τέτοιο στα τεκμ. 24-27 που παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η μαρτυρία της Μ.Υ.1 επί του θέματος, εκείνο που ξεκάθαρα αποσαφηνίζει είναι ότι ο ενάγοντας/εφεσίβλητος από 1/11/2006 δήλωσε, υποβάλλοντας τα σχετικά έντυπα, ότι ήταν αυτοεργοδοτούμενος κτηματομεσίτης. Η παρερμηνεια της μαρτυρίας της Μ.Υ.1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται και από το ακόλουθο απόσπασμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Μ.Υ.1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Η εταιρεία παρέμεινε ενεργός και από 1/11/2006 φαίνεται ως υπάλληλος της ο κ. Χριστάκης Γεωργιάδης ως αυτοεργοδοτούμενος κτηματομεσίτης».

Διερωτούμαστε πώς μπορεί υπάλληλος εταιρείας να χαρακτηρίζεται ως «αυτοεργοδοτούμενος». Οι δυο ιδιότητες δεν μπορούν να συνυπάρχουν.

 

Η σημασία της πιο πάνω παρατηρούμενης αντίφασης στη μαρτυρία των τριών (ενάγοντα/εφεσίβλητου και Μ.Ε.2 από τη μια και Μ.Υ.1 από την άλλη) μεγιστοποιείται με τις παραδοχές του ενάγοντα/εφεσίβλητου κατά την αντεξέταση του ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Μ.Ε.2 Παφίτης ήταν υπάλληλος της G.C. Property Estates Ltd, η τελευταία δεν ήταν εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης και δεν είχε άδεια άσκησης του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη και ο ίδιος ποτέ δεν γνώριζε και δεν μίλησε με κανένα από τους 21 εναγομένους, δεν διαπραγματεύτηκε με κανένα την πώληση του επίδικου ακινήτου, και όλη την υπόθεση την είχε αναλάβει ο Μ.Ε.2 ενώ ο ίδιος απλά ενημερώθηκε περί αυτής. Το τελευταίο έρχεται και σε πλήρη αντίθεση με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι:

 

«Τα γεγονότα της υπόθεσης καταδεικνύουν ότι έστω και αν ο κ. Παφίτης παρουσιάζει τον εαυτό του ως διευθυντή του γραφείου δεν παύει να είναι υπό τον άμεσο έλεγχο και καθοδήγηση του ενάγοντος και δεν συντρέχει περίπτωση καταστρατήγησης των διατάξεων του νόμου εφόσο πάντοτε τελούσε υπό την άμεση εποπτεία του ενάγοντος και δεν ενεργούσε από μόνος του ή έστω κάτω από την ομπρέλα του.»

 

Βέβαια το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν οδηγήθηκε τυχαία στο πιο πάνω συμπέρασμα. Το έπραξε προκειμένου να υποστηρίξει τη διάκριση της παρούσας υπόθεσης από τα νομολογηθέντα στην Karis v. Africanos Real Estates Ltd (2006) 1(A) Α.Α.Δ. 517, την οποία μνημόνευσε, όπου λέχθηκε ότι ενυπάρχει «δυνατότητα κτηματομεσίτη να εργοδοτεί υπαλλήλους οι οποίοι υπό την άμεση καθοδήγηση του και επίβλεψη του, ν' ασχολούνται «περί την κτηματομεσιτικήν εργασίαν» όχι όμως με την καθ' αυτό κτηματομεσιτική εργασία». Λανθασμένα βέβαια εφ' όσον η μαρτυρία ενώπιον του δεν υποστήριζε κάτι τέτοιο.

 

Στη συνέχεια, όλως περιέργως, ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει ότι δεν έχει δικογραφηθεί, όπως απαιτείτο από τους Κανονισμούς και νομολογία, ισχυρισμός περί παράνομης συμφωνίας.  Διέλαθε προφανώς της προσοχής του ότι στις παραγρ. 4(α), των δυο τροποποιημένων Εκθέσεων Υπερασπίσεων περιέχεται τέτοιος ισχυρισμός. Παρατίθεται αυτούσια η παραγρ. 4(α) από την τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης των εναγομένων 1-20. Με το ίδιο περιεχόμενο είναι και η παραγρ. 4(α) της τροποποιημένης  Έκθεσης Υπεράσπισης του εναγομένου 21:

 

«Παραγρ. 4(α). Εν πάση περιπτώσει οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο ενάγοντας κωλύεται (estoppel) να επικαλείται οποιαδήποτε διαμεσολάβηση υπό του αντιπροσώπου του καθ' ότι αυτός δεν ήτο αδειούχος κτηματομεσίτης και η οποιαδήποτε ενέργεια του προς το σκοπό αυτό είναι αντίθετη με τη δημόσια πολιτική και καταστρατηγεί κατάφωρα τον σχετικό Νόμο και είναι ανάξια δικαστικής προστασίας.»

 

Σημειώνεται ότι τα πιο πάνω αποτελούν αντικείμενο και του όγδοου λόγου έφεσης.

 

Απόρροια όλων των πιο πάνω είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση η οποία κρίνεται πλημμελής, αντιφατική και ενυπάρχει σ' αυτή σφάλμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια επιφανειακή και όχι βαθύτερη ανάλυση της ενώπιον του μαρτυρίας με αποτέλεσμα να του διαφύγει η συνολική εικόνα που αναδυόταν μέσα από τη μαρτυρία.

 

Οι λόγοι έφεσης 1-4 όπως και ο όγδοος λογος επιτυγχάνουν.  Ενόψει δε της επιτυχίας αυτών δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων λόγων έφεσης. Αναπόδραστα και παρόλο το χρόνο που διέρρευσε, η υπόθεση θα πρέπει να επανεκδικασθεί από άλλο Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου απ' αυτόν που την εκδίκασε, ενόψει του ότι το Εφετείο δεν μπορεί να προβεί σε πρωτογενή αξιολόγηση της πρωτόδικα δοθείσας μαρτυρίας.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή. Η πρωτόδικη διαταγή γι' έξοδα υπέρ του ενάγοντα. ακυρώνεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα στην πορεία και στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο