ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2015:2
(2015) 1 ΑΑΔ 340
20 Φεβρουαρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΤΤΙΧΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
CLARE KONG ΠΑΤΤΙΧΗ,
Eφεσίβλητης.
(Έφεση Αρ. 8/2013)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση διαγραφής εναρκτήριας αίτησης περιουσιακών διαφορών, επειδή δεν αποκάλυπτε, κατά την εισήγηση του αιτητή, εύλογη αιτία αγωγής, καθότι στα γεγονότα απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά είτε σε έναρξη διάστασης των διαδίκων είτε σε διάλυση του γάμου των, αναγκαίο στοιχείο για τη γένεση των προϋποθέσεων έγερσης της διαδικασίας ― Επικύρωση πρωτόδικης απορριπτικής κατάληξης ― Απόφανση Εφετείου, ότι παρά το γεγονός πως κάποια γεγονότα δεν ήταν διατυπωμένα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δεν επρόκειτο για την περίπτωση ενός αναντίλεκτα ανυπόστατου δικογράφου ώστε να δικαιολογείτο η διαγραφή του.
Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές διαφορές ― Αξίωση συμμετοχής της εφεσίβλητης σε περιουσία κατά το Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 και στη βάση των αρχών του Αγγλικού Δικαίου της Επιείκειας ― Απόφανση Οικογενειακού Δικαστηρίου ότι η ανάλυση των γεγονότων που παρατίθεντο στην Εναρκτήρια Αίτηση, δικαιολογούσε την επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 14, του Νόμου 232/91 και αφού απέρριψε την αίτηση για διαγραφή, προχώρησε στην εξέταση της αίτησης της εφεσίβλητης για τροποποίηση ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Δικαστική διαδικασία ― Απόφανση Εφετείου ότι δεν ήταν εσφαλμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με «ταυτόχρονη» εκδίκαση αίτησης διαγραφής και αίτησης τροποποίησης ― Οι συνήγοροι, αγόρευσαν πρώτα σε σχέση με την αίτηση για διαγραφή και ακολούθως σε σχέση με την αίτηση για τροποποίηση ― Παρά το ενιαίο κείμενο της εκδοθείσας απόφασης η κάθε αίτηση διατηρούσε την αυτοτέλεια της και έτσι προσεγγίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του.
[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 A.A.Δ. 246.
Έφεση.
Έφεση από τον Καθ' ου η αίτηση εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (Καρατσή, Π.Ο.Δ.), (Αίτηση Αρ. 13/2012), ημερομηνίας 11/1/2013.
Π. Κολατσή (κα) με Κ. Μάρκου και Θ. Διάκου για Χρ. Αδάμου, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ..
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Με αίτηση ημερομηνίας 27.8.2012 ο εφεσείων, καθ' ου η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία, επεδίωξε τη διαγραφή της εναρκτήριας αίτησης, επειδή δεν αποκάλυπτε, κατά την εισήγηση του, εύλογη αιτία αγωγής, καθότι στα γεγονότα «ελλείπει οποιαδήποτε αναφορά είτε σε έναρξη διάστασης των διαδίκων είτε σε διάλυση του γάμου των διαδίκων, αναγκαίο στοιχείο για τη γένεση των προϋποθέσεων έγερσης της παρούσας διαδικασίας». Ακολούθως, στις 25.9.2012 η εφεσίβλητη, αιτήτρια πρωτοδίκως, καταχώρισε αίτηση επιδιώκοντας την προσθήκη του ακόλουθου ισχυρισμού στα γεγονότα της εναρκτήριας αίτησης:
«6(α) Ο γάμος των διαδίκων λύθηκε κατά/ή περί τις 8.4.2009, με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού.»
Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως η αίτηση για διαγραφή περιοριζόταν στην παράλειψη της αιτήτριας να εντάξει στα γεγονότα της αίτησης αναφορά, είτε στην έναρξη διάστασης των διαδίκων, είτε σε διάλυση του γάμου τους, παράλειψη που επεδίωκε να επανορθώσει με την αίτηση για τροποποίηση, προγραμμάτισε την ταυτόχρονη ακρόαση των δύο αιτήσεων.
Στην απόφαση του, το Δικαστήριο ασχολήθηκε πρώτα με την αίτηση για διαγραφή. Έστρεψε την προσοχή του στη νομική βάση της αίτησης σημειώνοντας ότι αυτή παρέπεμπε σε αξίωση συμμετοχής της εφεσίβλητης σε περιουσία κατά το Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, καθώς και σε αξίωση διεκδίκησης περιουσιακών δικαιωμάτων στη βάση των αρχών του Αγγλικού Δικαίου της Επιείκειας. Θεώρησε επίσης το Δικαστήριο πως τα γεγονότα, όπως τα ανέλυσε, δικαιολογούσαν την επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 14 του Νόμου 232/91, αφού εκείνο που ενδιέφερε ήταν η δυνατότητα του περιεχομένου των γεγονότων της εναρκτήριας αίτησης να στοιχειοθετήσουν τις προϋποθέσεις επίκλησης της αξίωσης συμμετοχής σε περιουσία και όχι η προοπτική επιτυχίας της αξίωσης στη δίκη. Έκρινε συναφώς πως οι φράσεις στα γεγονότα της εναρκτήριας αίτησης «κατά τη διάρκεια του γάμου τους» (παράγραφος 6), «καθόλη τη διάρκεια της συμβίωσης» (παράγραφος 9) και «κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων» (παράγραφος 10), αναφέρονταν στον χρόνο από την έναρξη της συμβίωσης μέχρι τη διακοπή της ή τον χρόνο από την τέλεση του γάμου μέχρι τη λύση ή την ακύρωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε και άλλες αναφορές στα γεγονότα της εναρκτήριας αίτησης, από τα οποία προέκυπτε πως «το περιεχόμενο τους συνάδει περισσότερο προς την αξίωση συμμετοχής σε περιουσία του Άρθρου 14 του Ν. 232/91». Μεταξύ άλλων, σημείωσε τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης πως συμβίωνε με τον εφεσείοντα με την προοπτική το γάμο από το 1984, οπότε άρχισε να εργάζεται με τον τελευταίο και να συμμετέχει στη διοίκηση των επιχειρήσεων. Ότι οι γονείς της εφεσίβλητης δάνεισαν στον εφεσείοντα μέσω οικογενειακής εταιρείας της οικογένειας της εφεσίβλητης, το ποσό των $2.000.000 Καναδέζικα δολάρια για να τα χρησιμοποιήσει σε μια αποτυχημένη επιχειρηματική του δραστηριότητα, ποσό που αναλογούσε στο μερίδιο της εφεσίβλητης, ως μέρος της δικής της κληρονομιάς, από τα χρήματα των γονέων της και το οποίο επωφελήθηκε ο εφεσείων. Εντόπισε το Δικαστήριο και ισχυρισμό για τη συμβολή της εφεσίβλητης στα οικογενειακά βάρη, ο οποίος παρέπεμπε στην έννοια του όρου «συνεισφορά», όπως αυτός αποδίδεται στο Άρθρο 2 του Ν. 232/91.
Κατέληξε το Δικαστήριο πως η ανάλυση των γεγονότων δικαιολογούσε την επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 14, του Νόμου 232/91 και αφού απέρριψε την αίτηση για διαγραφή, προχώρησε στην εξέταση της αίτησης της εφεσίβλητης για τροποποίηση. Έκρινε δε ως αβάσιμους τους λόγους ένστασης και πως η αίτηση στη βάση των αρχών που διέπουν την τροποποίηση δικογράφων έπρεπε να επιτύχει.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με 9 λόγους έφεσης. Προσβάλλεται ο λανθασμένος και/ή ανεπαρκής τρόπος αιτιολόγησης των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η μη εφαρμογή των ισχυουσών διαδικαστικών και νομολογιακών αρχών σε σχέση με την εξακρίβωση αγώγιμου δικαιώματος (Λόγοι έφεσης 1, 6 και 7). Επίσης, η ερμηνευτική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο της εναρκτήριας αίτησης για σκοπούς εξακρίβωσης της ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος δυνάμει του Άρθρου 14, του Νόμου 232/99 (Λόγοι έφεσης 2 και 3), καθώς και η ερμηνευτική προσέγγιση του Δικαστηρίου των ισχυουσών Κανονισμών και της νομολογίας αναφορικά με την απόρριψη αίτησης για διαγραφή. (Λόγοι έφεσης 5 και 9). Με τον 4ον λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της προσέγγισης του Δικαστηρίου να συνεκδικάσει την αίτηση διαγραφής και την αίτηση για τροποποίηση, ενώ με τον 8ο λόγο έφεσης προσβάλλεται ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την αίτηση για διαγραφή, κατά τρόπο δηλαδή ωσάν η εναρκτήρια αίτηση να ήταν ήδη τροποποιηθείσα.
Η θέση του εφεσείοντα ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει ή λανθασμένα απάντησε στο ερώτημα κατά πόσο η εναρκτήρια αίτηση αποκάλυπτε ή όχι εύλογο αγώγιμο δικαίωμα, δεν μας βρίσκει σύμφωνούς. Να υπενθυμίσoυμε ότι οι αιτιάσεις του εφεσείοντα ήταν συγκεκριμένες. Ότι δηλαδή έλειπε από το δικόγραφο της εφεσίβλητης οποιαδήποτε αναφορά είτε στην έναρξη διάστασης των διαδίκων είτε σε διάλυση του γάμου τους. Μπορεί κάποια γεγονότα της εναρκτήριας αίτησης να μην είναι διατυπωμένα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δεν έχουμε όμως ενώπιον μας την περίπτωση ενός αναντίλεκτα ανυπόστατου δικογράφου ώστε να δικαιολογείται η διαγραφή του (In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 A.A.Δ 246). Αποκαλύπτονται επαρκώς τα στοιχεία που ο εφεσείων διατείνεται ότι ελλείπουν από την αίτηση, ώστε αυτή, όπως χαρακτηριστικά παρατηρείται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, να μην «πάσχει στο βαθμό που να κριθεί εκ του προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία». Τα εντόπισε το Δικαστήριο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στις αναφορές «κατά τη διάρκεια του γάμου τους», «καθόλη τη διάρκεια της συμβίωσης» και «κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων».
Εν προκειμένω, ορθά προσέγγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο το ζήτημα και ορθά θεώρησε ότι η παράγραφος 9 της εναρκτήριας αίτησης παραπέμπει στην έννοια της διάστασης και οι παράγραφοι 6 και 10 στην έννοια της λύσης ή της ακύρωσης του γάμου. Άλλωστε, η λέξη «διάρκεια», κατά τη συνηθισμένη της έννοια παραπέμπει σε αρχή και τέλος. Διαβάζουμε σχετικά στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη:
«διάρκεια . 1. Το συνεχές χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο γίνεται κάτι .. 2. (συνεκδ.) η έκταση του παραπάνω χρονικού διαστήματος ..»
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)
Έχοντας διαπιστώσει ότι η εναρκτήρια αίτηση αποκάλυπτε εύλογο αγώγιμο δικαίωμα, το μόνο που απουσίαζε από τα γεγονότα, όπως εύστοχα παρατήρησε το Δικαστήριο, ήταν ο χρόνος έναρξης της διάστασης ή ο χρόνος λύσης ή ακύρωσης του γάμου. Στην αναπλήρωση του κενού αυτού στόχευε η αίτηση της εφεσίβλητης για τροποποίηση, την οποία το Δικαστήριο αποφάσισε στη συνέχεια. Δεν συμφωνούμε με τη θέση του εφεσείοντα ότι η εξέταση της αίτησης για διαγραφή επηρεάστηκε από την υποβληθείσα αίτηση για τροποποίηση. Καμία από τις αναφορές του Δικαστηρίου στις οποίες παραπέμπει ο εφεσείων υποδηλώνει κάτι τέτοιο.
Ούτε θεωρούμε εσφαλμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την «ταυτόχρονη» εκδίκαση των δύο αιτήσεων. Προκύπτει από τα τηρηθέντα πρακτικά της διαδικασίας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε της ακρόασης των δύο αιτήσεων κατά την ίδια ημερομηνία. Ενώ είχε εκδηλώσει την πρόθεση του να ακούσει τις δύο αιτήσεις «ταυτόχρονα», στη συνέχεια αγόρευσαν οι συνήγοροι των διαδίκων, πρώτα σε σχέση με την αίτηση για διαγραφή και ακολούθως σε σχέση με την αίτηση για τροποποίηση. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επιφύλαξε την απόφαση του στην κάθε αίτηση, απαγγέλλοντας τελικά σε άλλη ημερομηνία μία απόφαση σε σχέση και με τις δύο αιτήσεις, στην οποία όμως αποφάσισε πρώτα την αίτηση για διαγραφή και ακολούθως την αίτηση για τροποποίηση. Παρά το ενιαίο κείμενο απόφασης - προφανώς για σκοπούς ευκολίας - η κάθε αίτηση διατηρούσε την αυτοτέλεια της και έτσι προσεγγίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του. Σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε συγχώνευση των επίδικων θεμάτων των δύο αιτήσεων.
Η δε αναφορά του Δικαστηρίου ότι η απόρριψη της εναρκτήριας αίτησης θα αποτελούσε την «ταφόπλακα» της αξίωσης της εφεσίβλητης γιατί θα παραγραφόταν δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 15(α) του Νόμου 232/91, έγινε αφού είχε ήδη απορριφθεί η αίτηση για διαγραφή με σκοπό την ανάδειξη του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος του εφεσείοντα να επιτύχει η αίτηση του. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του εφεσείοντα ότι η παραγραφή της αξίωσης της εφεσίβλητης, σε περίπτωση που διαγραφόταν το δικόγραφό της, ήταν παράγοντας που προσμέτρησε στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Κρίνουμε ότι δεν έχει θεμελιωθεί λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας προς ανατροπή της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.