ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2014:A788

(2014) 1 ΑΑΔ 2258

17 Οκτωβρίου 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

EUROGAL SURVEYS LTD,

 

Εφεσείοντες,

v.

 

D. TRADE INTERNATIONAL LTD,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2009)

 

 

Συμβάσεις ― Συνομολόγηση συμφωνίας ― Κατά πόσον ήταν ορθή πρωτόδικη κρίση περί ύπαρξης συνομολόγησης απευθείας συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, παρά την απουσία γραπτής συμφωνίας ― Επέμβαση Εφετείου επί τω ότι, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν λανθασμένη, επηρεασθείσα από την εκτροπή που έλαβε η όλη εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Μαρτυρία ― Κατά πόσον ανεπίτρεπτα αφέθηκε πρωτοδίκως να δοθεί μαρτυρία εκτός δικογραφημένων ισχυρισμών.

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Απάντηση στην Υπεράσπιση ―  Πότε η ορθή πορεία για τον ενάγοντα είναι η τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης αντί της καταφυγής στην Απάντηση.

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Απάντηση στην Υπεράσπιση ―  Στο στάδιο της απάντησης επενεργεί για πρώτη φορά η αρχή της μη απόκλισης από την προηγούμενη δικογραφία.

 

Συμβάσεις ― Αντιπροσωπεία ― Εξουσία αντιπροσώπευσης ― Πρέπει να αποδεικνύεται με μαρτυρία.

 

Συμβάσεις ― Αντιπροσωπεία ― Μπορεί να είναι είτε ρητή είτε εξυπακουόμενη  η ακόμα και «φαινομενική» αντιπροσώπευση.

 

Συμβάσεις ― Αντιπροσωπεία ― «Privity of contract» ― Κλασσική εξαίρεση από την αρχή, είναι η συνομολόγηση συμφωνίας μέσω αντιπροσώπου.

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Δ.19 Θ.22 ― Δικογράφιση επίκλησης ύπαρξης συμβατικής σχέσης μεταξύ διαδίκων ― Εφαρμοστέες αρχές.

 

Συμβάσεις ― Διάρρηξη σύμβασης ― Έκθεση απαίτησης ― Τόσο οι ουσιώδεις όροι της συμφωνίας, όσο και αν η συμφωνία έγινε γραπτώς ή μερικώς γραπτώς και μερικώς προφορικώς, θα πρέπει να αναφέρονται ― Ιδιαίτερα πρέπει η απαίτηση να δείχνει με τις αναγκαίες λεπτομέρειες, ότι διαρρήχθηκε το συμβόλαιο και με ποιο τρόπο, ώστε να καταλήξει ο ενάγων στις ανάλογες θεραπείες.

 

Οι εφεσείοντες επιδίωξαν με την έφεση, τον παραμερισμό πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε σε αγωγή που είχαν προωθήσει οι εφεσίβλητοι και με την οποία διατάχθηκαν όπως καταβάλουν διάφορα ποσά προς τους τελευταίους, ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.

 

Η διαφορά των διαδίκων εστιαζόταν στην κατ' ισχυρισμόν των εφεσιβλήτων-εναγόντων ύπαρξη συμφωνίας με τους εφεσείοντες-εναγομένους, για την ποσοτική και ποιοτική επιθεώρηση ξυλείας την οποία, οι εφεσίβλητοι αγόραζαν από εταιρεία που δραστηριοποιείτο στην Ουκρανία, κατόπιν θετικής επιθεώρησης από τους εφεσείοντες και μεταπωλούσαν σε τρίτους στην Άπω Ανατολή.

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης των εφεσιβλήτων/εναγόντων, επήλθε μεταξύ τους συμφωνία τον Ιούνιο του 2004 για την εργοδότηση των εφεσειόντων και/ή αγορά υπηρεσιών εκ μέρους τους με αντάλλαγμα την ανάλογη αμοιβή για εργασίες επιθεώρησης ξυλείας, που οι εφεσίβλητοι θα αγόραζαν τμηματικά από τη ρηθείσα εταιρεία που δραστηριοποιείτο στην Ουκρανία.

 

Στην υπεράσπισή τους, οι εφεσείοντες απέρριψαν τον πιο πάνω ισχυρισμό και υποστήριξαν ότι η συμφωνία είχε γίνει μεταξύ των ιδίων και κάποιας γερμανικής εταιρείας, υπό την ονομασία Kuehne & Nagel, η οποία δραστηριοποιείτο διεθνώς, ως διαμεταφορέας εμπορευμάτων. Οι εφεσίβλητοι απάντησαν ότι η εν λόγω εταιρεία, στο βαθμό που αυτή εμπλεκόταν στη συνεργασία τους, ενεργούσε ως αντιπρόσωπός τους, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι εφεσείοντες από την αρχή.

 

Σύμφωνα με τις θέσεις που προβλήθηκαν πρωτοδίκως από τους εφεσίβλητους, οι εφεσείοντες παρέβησαν το προς τους εφεσίβλητους καθήκον επιμέλειας και δεξιότητας κατά την επιθεώρηση της ξυλείας, με αποτέλεσμα οι τελικοί αγοραστές να αποστείλουν προς αυτούς χρεωστικές σημειώσεις ύψους €212.395,23, ποσό που οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν, για αριθμό διαπιστωθέντων προβλημάτων.

Αυτά συνίσταντο κυρίως στην ακαταλληλότητα της ξυλείας για τους σκοπούς των εφεσιβλήτων που ήταν η εμπορία, η απόκλιση από τις προδιαγραφές που ετέθησαν με τις παραγγελίες, ως επίσης και στο ότι η ξυλεία βρισκόταν σε μη χρησιμοποιήσιμη κατάσταση.

 

Οι εφεσίβλητοι αξίωσαν επίσης US$1.685, ως αμοιβή της εταιρείας που επιθεώρησε την ξυλεία στον τελικό της προορισμό, δικαιολογώντας έτσι την απόρριψη της από τους αγοραστές που συμβλήθηκαν με τους εφεσίβλητους, US$31.500 έξοδα μεταφοράς της ξυλείας και €42.479 ως ζημιά και απώλεια κέρδους που οι εφεσίβλητοι θα πραγματοποιούσαν από τους δικούς τους πελάτες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τους εφεσίβλητους και εξέδωσε εναντίον των εφεσειόντων, απόφαση για €167.172.22 ως απώλεια που υπέστησαν λόγω ελαττωματικής ξυλείας, καθώς και για US$1.685 ως αμοιβή των εκτιμητών που ανέλαβαν να εξετάσουν την προβληματική ξυλεία.

 

Οδηγήθηκε στην κατάληξη του αυτή, αφού απέρριψε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων των εφεσειόντων, κρίνοντας ότι δεν έπεισαν για την ειλικρίνεια τους.

 

Αντίθετα, η μαρτυρία των δύο μαρτύρων των εφεσιβλήτων, του διευθυντή των εφεσιβλήτων και του εκτιμητή και εργοδοτουμένου στη ρηθείσα εταιρεία με έδρα την Ουκρανία, κρίθηκε αποδεκτή ως πειστική, σαφής, ικανοποιητική και θετική. Η πρωτόδικη κρίση αφορούσε κυρίως στη μαρτυρία τους επί των δεδομένων της επιθεώρησης και των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν στη ξυλεία ως επίσης και στο ότι η επιθεώρηση αφορούσε τόσον στον ποσοτικό όσο και στον ποιοτικό έλεγχο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι όντως υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και συνακόλουθα, οι εφεσείοντες ήταν κατευθείαν υπεύθυνοι για τις διαπιστωθείσες ανωμαλίες και τις επακολουθήσασες ζημιές.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ αρκετών άλλων λόγων, ότι υπήρξε λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το θέμα των αποζημιώσεων και παραγνωρίστηκε η υποχρέωση των εφεσιβλήτων ως εναγόντων να λάβουν μέτρα μείωσης της ζημιάς τους.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό: Ναθαναήλ Δ., συμφωνούντος και του Παρπαρίνου Δ.:

 

  1.   Καθίστατο επιβεβλημένη η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης που σχετιζόταν με τη συνομολόγηση συμφωνίας, εφόσον τυχόν επιτυχία του, θα αναιρούσε την αναγκαιότητα εξέτασης άλλων.

  2.   Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι μεταξύ των διαδίκων ουδέποτε υπήρξε οποιαδήποτε ολοκληρωμένη ή έστω κάποια γραπτή συμφωνία.  Το Δικαστήριο συμπέρανε ότι υπήρχε συμβατική σχέση επιμαρτυρούμενη από διάφορα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντηλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων.

  3.   Προέκυπτε πρωτίστως, ότι μόνο μετά την καταχώρηση της υπεράσπισης, ήταν που οι εφεσίβλητοι στην απάντηση τους, αποκάλυπταν ότι αγόρασαν ή προσέλαβαν ή διόρισαν ως αντιπρόσωπο τους για τη φόρτωση και/ή αποστολή της ξυλείας τη «θυγατρική και/ή ελεγχόμενη και/ή συνδεδεμένη εταιρεία και/ή το παράρτημα της KUEHNE & NAGEL INTERNATIONAL AG στην Ουκρανία, δηλαδή την KUEHNE & NAGEL LTD».

  4.   Οι εφεσίβλητοι ως ενάγοντες δεν επιτέλεσαν ορθά το καθήκον τους για την εξαρχής καταγραφή ορθής δικογράφησης στην έκθεση απαίτησης. Η απάντηση, («reply») ως δικογραφικό όχημα, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο μιας ορθά και εξ αρχής δικογραφημένης απαίτησης.

  5.   Ο σκοπός της απάντησης είναι να απαντήσει στους ισχυρισμούς της έκθεσης υπεράσπισης και όχι να αλλοιώσει ουσιαστικά την πρωταρχική της θέση όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης. 

  6.   Εδώ αυτό ακριβώς έγινε. Ενώ η έκθεση απαίτησης ισχυριζόταν ως γεγονός ότι συνομολογήθηκε απευθείας σύμβαση μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων με την οποία μάλιστα διορίστηκαν οι τελευταίοι για να ενεργήσουν ως επιθεωρητές της ξυλείας, στην απάντηση δόθηκε μια διαφορετική εικόνα, με αναφορά στο ότι οι εφεσίβλητοι έχουν διορισμένο αντιπρόσωπο και ναυτιλιακό πράκτορα τους, την Kuehne & Nagel και περαιτέρω ότι  ο διορισμός αυτός ή η εργοδότηση, έγινε με την αποδοχή από τους εφεσίβλητους της προσφοράς.

  7.   Είναι ακριβώς αυτό που δεν επιτρέπεται.  Η ορθή πορεία είναι για τον ενάγοντα να τροποποιήσει την έκθεση απαίτησης του.

  8. Πρέπει να αποδεικνύεται με μαρτυρία ότι ο αντιπρόσωπος έχει εξουσία από τον αντιπροσωπευόμενο να ενεργεί εκ μέρους του είτε ρητά είτε εξυπακουόμενα ως αποτέλεσμα της σχέσης των διαδίκων.

  9.   Επομένως είναι πολύ διαφορετικός ο ισχυρισμός της άμεσης και απευθείας σύνδεσης των διαδίκων με συμφωνία και πολύ διαφορετική η σύναψη συμφωνίας μέσω αντιπροσώπου, εφόσον βέβαια αυτό αποδεικνύεται.

10. Δόθηκε μεγάλη σημασία από τους εφεσίβλητους στο κατατεθέν Τεκμήριο 6 και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι το τεκμήριο αυτό εμφάνιζε τους εφεσίβλητους από το πρώτο στάδιο της συνεργασίας στην επίδικη συναλλαγή. Όμως το Τεκμήριο 6 δεν επιβεβαίωνε την πρωτόδικη θέση.

11. Το μόνο που έδειχνε ήταν ότι οι εφεσίβλητοι ήθελαν με ηλεκτρονική αλληλογραφία, πληροφορίες από τους εφεσείοντες για τις τιμές τους για την επιθεώρηση φορτίου ξυλείας. Καμιά αναφορά δεν έγινε από τους εφεσίβλητους στην εταιρεία Kuehne & Nagel που οι ίδιοι παρουσίασαν εκ των υστέρων και μόνο ως τους ναυτιλιακούς τους αντιπροσώπους ή γενικά, αντιπροσώπους.

12. Το ότι ουδέποτε υπήρξε συνομολόγηση σύμβασης, ούτε και μπορούσε να εξαχθεί τέτοια σύμβαση από την όποια αλληλογραφία των μερών, διαπιστωνόταν και από τα όσα επόμενα μηνύματα με ηλεκτρονική αλληλογραφία στάλθηκαν εκ μέρους των εφεσιβλήτων.

13. Ήταν λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αφενός ανεπίτρεπτα αφέθηκε να δοθεί μαρτυρία εκτός δικογραφημένων ισχυρισμών με βασικό βεβαίως άξονα τη συνομολόγηση απευθείας συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων. Αφετέρου η συνακόλουθη αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν λανθασμένη, εμφανώς επηρεασθείσα από την εκτροπή που έλαβε η όλη εκδίκαση της υπόθεσης.

14. Δεν παρίστατο λόγος εξέτασης άλλων λόγων έφεσης.

 

  1.   Β. Υπό: Γιασεμή Δ.:

 

  2.   Το ερώτημα, το οποίο έπρεπε να τεθεί, συνεπεία της δικογραφημένης θέσης στην απάντηση των εφεσιβλήτων, σύμφωνα με την οποία η γερμανική εταιρεία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος τους, ήταν κατά πόσο, με αυτήν, υπήρχε παρέκκλιση (departure) από την αρχική αιτία αγωγής στην έκθεση απαιτήσεώς τους.

  3. Από τη μελέτη των πρακτικών της υπόθεσης, διαπιστωνόταν πως, σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, δεν ηγέρθη προς εξέταση ένα τέτοιο θέμα. Επομένως, ούτε και οποιοδήποτε δικονομικό μέτρο λήφθηκε, προς απάλειψη του «επιλήψιμου» ισχυρισμού στην απάντηση. Η ακρόαση της υπόθεσης προχώρησε κανονικά.

  4.   Στην περίπτωση συμφωνίας η οποία εξάγεται από σειρά επιστολών και συνομιλιών που έχουν ανταλλαγεί μεταξύ των μερών, είναι αρκετή με βάση την Δ.19 Κ.22 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η γενική αναφορά σ' αυτές, χωρίς την παράθεση του περιεχομένου τους.

  5.   Η πιο πάνω πρόνοια, όμως, αναφέρεται στο περιεχόμενο αυτών που μπορεί να έχουν ανταλλαγεί, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, μεταξύ δύο πλευρών, προς το σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο έχει συναφθεί ή όχι η ισχυριζόμενη συμφωνία και ποιο είναι το περιεχόμενό της. Δεν προβλέπει για τον προσδιορισμό των συμβαλλομένων μερών.

  6.   Αφού ο αντιπρόσωπος δε συνιστά συμβαλλόμενο μέρος, το γεγονός της μεσολάβησής του δεν είναι, απαραίτητα, ουσιώδες, ώστε να πρέπει να αναφέρεται, όπως δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται το όνομά του στην έκθεση απαιτήσεως ή στην υπεράσπιση, αναλόγως της περίπτωσης.

  7.   Εγείρεται, όμως, θέμα, όταν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η συμφωνία έχει γίνει όχι με τον ενάγοντα αλλά με κάποιο τρίτο πρόσωπο και ο ισχυρισμός αυτός θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχική θέση, συναφώς, του ενάγοντος.  Τότε, η απάντηση είναι το κατάλληλο δικόγραφο για τον ενάγοντα να ασχοληθεί με τον πιο πάνω ισχυρισμό.

  8.   Δεν αποτελεί δε, ποσώς, ο χειρισμός αυτός παρέκκλιση (departure) από την αρχική του θέση στην έκθεση απαιτήσεως.

  9.   Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, δε διαπιστωνόταν δικονομικό πρόβλημα, γι' αυτό, άλλωστε, και δεν ηγέρθη ανάλογο θέμα, παρά μόνο το θέμα εξετάστηκε στα πλαίσια της έφεσης.

10. Υπήρχε, όμως, ομολογουμένως, πρόβλημα ορθής δικογράφησης της συμφωνίας. Με δεδομένο ότι αυτή θα έπρεπε να συναχθεί από τα ηλεκτρονικά μηνύματα, (e-mails), τα οποία είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους τα συμβαλλόμενα μέρη, όπως ήταν η υπόθεση την οποία προώθησαν κατά την ακρόαση οι εφεσίβλητοι, προφανώς, δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες, σχετικά, της Δ.19, κ. 22. Οι εφεσίβλητοι περιορίστηκαν, απλώς, να ισχυριστούν ότι είχαν συνάψει με τους εφεσείοντες συμφωνία, χωρίς να προσδιορίσουν κατά πόσο αυτή ήταν γραπτή ή προφορική, ή από πού θα μπορούσε, αλλιώς, να συναχθεί η σύναψή της. Ουδέποτε, όμως, ηγέρθη θέμα και για την πτυχή αυτή και η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση, με τα δικόγραφα να παραμένουν ως είχαν κατά την καταχώρισή τους.

11. Mπορούσε κάποιος εύλογα να παρατηρήσει ότι τα μέρη γνώριζαν για το τι ακριβώς μιλούσε η κάθε πλευρά στο δικόγραφό της και η αναζήτηση λεπτομερειών, εκατέρωθεν, θα αποτελούσε δικονομική άσκηση, χωρίς την αποκόμιση ανάλογου οφέλους.

12. Δείγματα της μαρτυρίας που παρατέθηκε εκτενώς, συμπεριλαμβανομένων τεκμηρίων όπως το Τεκμήριο 6, αποκάλυπταν ότι οι εφεσείοντες είχαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, μια πολύ στενή συνεργασία με τους εφεσίβλητους, γεγονός που επιβεβαιωνόταν και από τα ηλεκτρονικά μηνύματα.

13. Αυτή δε η συνεργασία δεν μπορούσε παρά να ήταν στα πλαίσια συμφωνίας, την οποία είχαν, εκ των πραγμάτων, συνάψει μεταξύ τους, όπως προέκυπτε από το σύνολο της μαρτυρίας, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε δεόντως, καταλήγοντας σε ευρήματα επί των γεγονότων, τα οποία ήταν καθ' όλα εύλογα.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Kingston v. Corker [1892] 29 LR.Ir. 364,

 

Cheeseline Ltd v. Ανθούλλης Θωμά & Υιοί Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 951, ECLI:CY:AD:2014:A319,

 

Herbert v. Vaughan [1972] 3 All ER 122,

 

Alikhani v. Προδρόμου κ.ά. (2012)1(Α) Α.Α.Δ 657,

 

Athina Leather. Ltd κ.ά. ν. Χαραλάμπους κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 787,

 

Thunder Shipping v. Lloyd Triestino (1984) 1 C.L.R. 135,

 

Higgins v. Senior [1835-42] All ER Rep 602,

 

Κασιέρη κ.ά. ν. Κυριάκου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1246,

 

Σολωμονίδη κ.ά. ν. Πετρίδου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 632.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Καλογήρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4103/05), ημερομηνίας 29/9/2009.

 

Α. Γιωρκάτζης με Μ. Γιωρκάτζη (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Γ. Νικολάου (κα), για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί και ο Παρπαρίνος, Δ., θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ. Απόφαση μειοψηφίας θα δοθεί από τον Δικαστή Γιασεμή.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η διαφορά των διαδίκων εστιάζεται στην κατ' ισχυρισμόν των εφεσιβλήτων-εναγόντων ύπαρξη συμφωνίας με τους εφεσείοντες-εναγομένους για την ποσοτική και ποιοτική επιθεώρηση ξυλείας την οποία οι εφεσίβλητοι αγόραζαν από την εταιρεία East Timber Industries Limited που ενεργοποιείτο στην Ουκρανία, μετά από θετική επιθεώρηση από τους εφεσείοντες και μεταπωλούσαν σε τρίτους στην Άπω Ανατολή.

 

Οι εφεσείοντες είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο παρέχοντας διεθνώς υπηρεσίες επιθεώρησης προϊόντων, φορτίων, απώλειες εμπορευμάτων και ζημιές. Οι εφεσίβλητοι είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους ασχολούμενη με την αγορά, πώληση και εμπορεία ξυλείας. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης επήλθε μεταξύ τους συμφωνία τον Ιούνιο του 2004 για την εργοδότηση των εφεσειόντων και/ή αγορά υπηρεσιών εκ μέρους τους με αντάλλαγμα την ανάλογη αμοιβή για εργασίες επιθεώρησης ξυλείας που οι εφεσίβλητοι θα αγόραζαν τμηματικά από την East Timber Industries Ltd. Οι εφεσείοντες παρέβησαν το προς τους εφεσίβλητους καθήκον επιμέλειας και δεξιότητας κατά την επιθεώρηση της ξυλείας με αποτέλεσμα οι τελικοί αγοραστές να αποστείλουν προς αυτούς χρεωστικές σημειώσεις ύψους €212.395,23 ποσό που οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν, για αριθμό διαπιστωθέντων προβλημάτων: η ξυλεία δεν ήταν δρυς, αλλά αποτελείτο από μεικτή ξυλεία διαφορετικών ειδών ξύλου· υπήρχε μεγάλο ποσοστό υγρασίας μη αποδεκτό από τα πρότυπα εμπορίας ξυλείας· υπήρχαν διαφορετικά μεγέθη και διαστάσεις από τα παραγγελθέντα και τα αναφερόμενα στους καταλόγους συσκευασίας και τα φορτωτικά έγγραφα· η συσκευασία στα εμπορευματοκιβώτια ήταν ακατάλληλη για μεταφορά ξυλείας· γενικώς η ξυλεία ήταν σε μη χρησιμοποιήσιμη κατάσταση και/ή ακατάλληλη για τους σκοπούς των εφεσιβλήτων που ήταν ουσιαστικά η εμπορία.

 

Οι εφεσίβλητοι αξίωσαν επίσης US$1.685, ως αμοιβή της εταιρείας ITS Testing Services (M) SDN Β HD που επιθεώρησε την ξυλεία στον τελικό της προορισμό δικαιολογώντας έτσι την απόρριψη της από τους αγοραστές που συμβλήθηκαν με τους εφεσιβλήτους, US$31.500 έξοδα μεταφοράς της ξυλείας και €42.479 ως ζημιά και απώλεια κέρδους που οι εφεσίβλητοι θα πραγματοποιούσαν από τους δικούς τους πελάτες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τους εφεσίβλητους και εξέδωσε υπέρ τους και εναντίον των εφεσειόντων απόφαση για €167.172.22 ως απώλεια που υπέστησαν λόγω ελαττωματικής ξυλείας, καθώς και για US$1.685 ως αμοιβή των εκτιμητών που ανέλαβαν να εξετάσουν την προβληματική ξυλεία. Οδηγήθηκε στην κατάληξη του αυτή αφού απέρριψε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων των εφεσειόντων Ανδρέα Λοΐζου, εμπειρογνώμονα σε θέματα ξυλείας και για πολλά έτη εργοδοτούμενου στον οίκο Lloyds στην Κύπρο και Gennadii Markov, διευθυντή του γραφείου των εφεσειόντων στην Ουκρανία. Αμφότεροι δεν έπεισαν το Δικαστήριο για την ειλικρίνεια τους. Για τον πρώτο, παρότι «έδωσε την εντύπωση ενός έμπειρου εκτιμητή με πολύ καλή γνώση του αντικειμένου του, καθώς και των ιδιοτήτων του ξύλου», το Δικαστήριο διέκρινε προσπάθεια μεροληψίας υπέρ των θέσεων των εφεσειόντων, ενώ μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του αφορούσε θέματα μη επίδικα που δεν χρειάζονταν να σχολιαστούν. Προχώρησε δε να εξηγήσει τη θέση του με αναφορά σε ζητήματα συναρτώμενα με την ξυλεία, τις επισημάνσεις του μάρτυρα ως προς την υγρασία, τη μούχλα και τις διαστάσεις της ξυλείας, η οποία προοριζόταν για παρκέ. Ως προς τον δεύτερο, η γενική παρατήρηση του Δικαστηρίου ήταν ότι εμφανώς προσπάθησε να βοηθήσει τους εργοδότες του χωρίς να διστάσει να διαφοροποιηθεί σε αρκετές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του ανάλογα με την εξέλιξη της και τα διάφορα τεκμήρια που καταθέτονταν.  Και πάλι επεξηγήθηκε η απόρριψη της μαρτυρίας με αναφορά σε διάφορα τεκμήρια που κατά την κρίση του Δικαστηρίου απεδείκνυαν την εμπλοκή των εφεσειόντων και την ανάληψη ευθύνης έναντι των εφεσιβλήτων.

 

Αντίθετα, η μαρτυρία των δύο μαρτύρων των εφεσιβλήτων, Irfan Cetinok, διευθυντή των εφεσιβλήτων και Khoo Khay Theam εκτιμητή και εργοδοτούμενου στη  ITS Testing Services συνδεδεμένης εταιρείας με την εταιρεία Intertek Labtest, η οποία ασχολείται με επιθεωρήσεις και συναφείς εργασίες, κρίθηκε αποδεκτή ως πειστική, σαφής, ικανοποιητική και θετική. Η κρίση του Δικαστηρίου αφορούσε κυρίως τη μαρτυρία τους επί των δεδομένων της επιθεώρησης και των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν στη ξυλεία. Και ότι η επιθεώρηση αφορούσε τόσο τον ποσοτικό, όσο και τον ποιοτικό έλεγχο. Επίσης το Δικαστήριο αποφάσισε ότι όντως υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και άρα κατευθείαν υπεύθυνοι για τις παρατηρηθείσες ανωμαλίες και τις επακολουθήσασες ζημιές ήταν οι εφεσείοντες.

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου βάλλεται με διάφορους λόγους έφεσης. Ότι υπήρξε λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το θέμα των αποζημιώσεων, ότι παραγνωρίστηκε η υποχρέωση των εφεσιβλήτων ως εναγόντων να λάβουν μέτρα μείωσης της ζημιάς τους, ότι λανθασμένα επετράπη η κατάθεση εγγράφων ως τεκμηρίων για τα οποία ουδεμία αναφορά στα δικόγραφα υπήρχε, ότι ήταν λανθασμένη η θεώρηση ότι ο έλεγχος της ξυλείας ήταν και ποιοτικός και όχι μόνο ποσοτικός, ότι οι εφεσείοντες γνώριζαν ότι η ξυλεία θα κατέληγε σε τρίτους αγοραστές, ότι η ξυλεία ήταν μη εμπορεύσιμη και ακατάλληλη, ότι χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά κριτήρια για την αξιολόγηση των μαρτύρων της κάθε πλευράς και ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι συνομολογήθηκε η συμφωνία μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων και όχι μεταξύ των εφεσειόντων και της εταιρείας Kuehne & Nagel.

 

Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι ο λόγος έφεσης που σχετίζεται με την καταρχήν συνομολόγηση της συμφωνίας είναι επιβεβλημένο να εξεταστεί πρώτα, εφόσον τυχόν επιτυχία του θα αναιρέσει την αναγκαιότητα εξέτασης όλων των υπόλοιπων λόγων.

 

Οι εφεσίβλητοι ως ενάγοντες στην έκθεση απαίτησης τους έθεσαν το θέμα ως εξής:

 

«3. Με συμφωνία που έγινε στις ή κατά τον Ιούνιο του 2004 μεταξύ της ενάγουσας και της Εναγόμενης, η Ενάγουσα διόρισε και/ή εργοδότησε την Εναγόμενη και/ή αγόρασε τις υπηρεσίες της με αντάλλαγμα πληρωμής από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη για να ενεργήσει η τελευταία ως επιθεωρητής (surveyor) της ξυλείας που η Ενάγουσα τμηματικά θα αγόραζε στην Ουκρανία από την Εταιρεία EAST TIMBER INDUSTRIES LIMITED.

       ...........

 5.  Κάτω από τις περιστάσεις, ήταν όρος του διορισμού και/ή της συμφωνίας και/ή της εργοδότησης και/ή η Εναγόμενη παράστησε ότι η Εναγόμενη είχε καθήκον επιμέλειας προς την Ενάγουσα και/ή ότι θα επιδείκνυε όλη την εύλογη επιμέλεια και/ή δεξιότητα στις εκτελέσεις των επιθεωρήσεων και/ή στις υποβολές των αναφορών, και ειδικότερα ότι θα παρατηρούσε και θα ανέφερε όλα τα υπαρκτά και/ή πιθανά ελαττώματα και/ή ατέλειες στη ξυλεία και/ή ότι θα παρατηρούσε και θα ανέφερε αν η ποιότητα και/ή ποσότητα της ξυλείας ήταν αυτή που είχε παραγγείλει η Ενάγουσα από την Εταιρεία EAST TIMBER INDUSTRIES LIMITED και/ή σύμφωνα με τις καταλόγους συσκευασίας (packing lists) και/ή τα φορτωτικά έγγραφα.

 6.  Η Ενάγουσα επιφυλάσσεται να αναφερθεί λεπτομερέστερα στην πιο πάνω συμφωνία και/ή διορισμό και/ή εργοδότηση κατά τη δικάσιμο της παρούσας.»

 

Στην υπεράσπιση τους οι εφεσείοντες ως εναγόμενοι αρνήθηκαν την ύπαρξη συμφωνίας. Στις παραγράφους 3, 4 και 5, έθεσαν τα γεγονότα ως εξής:

 

«3. Η Εναγόμενη αρνείται τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας που περιέχονται στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης και ισχυρίζεται ότι κατόπιν παράκλησης και/ή μετά από συμφωνία με την εταιρεία Kuehne & Nagel Ltd της Γερμανίας που παρέχει διεθνώς υπηρεσίες διαμεταφορέων και υπηρεσίας υποστήριξης στον τομέα των μεταφορών (που στην συνέχεια θα αναφέρεται ως "Kuehne & Nagel" κατά ή περί τον Ιούνιο του 2004 συνεφώνησε όπως ενεργεί για λογαριασμό των και/ή παρέχει υπηρεσίας επιθεωρητή (surveyor) ως προς την ποσότητα συγκεκριμένων φορτίων ξυλείας  στην βάση των γενικών όρων παροχής υπηρεσιών της Εναγομένης (General Terms and Conditions of Trading).

 

 4.  Ήταν όρος της μεταξύ της εναγομένης και της Kuehne & Nagel συμφωνίας ότι, εκτός εάν ειδικά συμφωνείτο γραπτώς διαφορετικά, η σχέση ης Εναγομένης με την Kuehne & Nagel θα διέπετο από τους γενικούς όρους παροχής υπηρεσιών της Εναγομένης.

 

 5.  Σε περαιτέρω αναφορά στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης η Εναγομένη ισχυρίζεται ότι το αίτημα για διεξαγωγή επιθεώρησης εγίνετο από την Kuehne & Nagel, η δε Ενάγουσα με διεύθυνση στο Kuala Lumpur της Μαλαισίας εμφανιζόταν ως ο παραλήπτης του φορτίου, ο οίκος East Timber Industry του Ηνωμένου Βασιλείου ως οι αγοραστές, η δε Έκθεση Επιθεώρησης αποστέλλετο στους Kuehne & Nagel μέχρι και 1/9/04 όταν ζητήθηκε όπως αποστέλλεται στην Ενάγουσα, η δε πληρωμή της Εναγομένης εγίνετο από τους Kuehne & Nagel μέχρι και την 21/9/04 οπότε για λόγους που αφορούσαν την αποφυγή χρέωσης Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στην Ουκρανία, η πληρωμή εγίνετο από την Ενάγουσα.»

 

Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι μεταξύ των διαδίκων ουδέποτε υπήρξε οποιαδήποτε ολοκληρωμένη ή έστω κάποια γραπτή συμφωνία. Το Δικαστήριο συμπέρανε ότι υπήρχε συμβατική σχέση επιμαρτυρούμενη από διάφορα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντηλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων. Σ' αυτό το θέμα είναι που το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Gennadii Markov, Μ.Υ.2, διευθυντής των εφεσειόντων στην Ουκρανία, εμφανώς προσπαθούσε μέσα από τη μαρτυρία του να βοηθήσει τον εργοδότη του, διαφοροποιούμενος αρκετές φορές και ότι εν τέλει δέχθηκε ότι οι Kuehne & Nagel ενεργούσαν για λογαριασμό των εφεσιβλήτων.

 

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Και σ' αυτό δεν βοήθησε ούτε το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε και η δομή της απόφασης του. Μεγάλη σημασία για την κατανόηση της σχέσης των διαδίκων έχει η ιδιότητα της Kuehne & Nagel. Κατά τους εφεσείοντες στην παρ. 3 της έκθεσης υπεράσπισης τους, η εταιρεία αυτή εδρεύει στη Γερμανία και παρέχει διεθνώς υπηρεσίες διαμεταφορέων και υποστήριξης. Ήταν μεταξύ των εφεσειόντων και της εν λόγω εταιρείας που τον Ιούνιο του 2004 συμφωνήθηκε όπως η Kuehne & Nagel ενεργεί για λογαριασμό των εφεσειόντων παρέχοντας υπηρεσίες επιθεώρησης για την ποσότητα συγκεκριμένων φορτίων ξυλείας με βάση τους γενικούς όρους παροχής υπηρεσιών των ιδίων των εφεσειόντων.

 

Το πρώτο που παρατηρείται είναι ότι μόνο μετά την καταχώρηση της υπεράσπισης ήταν που οι εφεσίβλητοι στην απάντηση τους, στην παρ. 3ii, αποκαλύπτουν ότι αγόρασαν ή προσέλαβαν ή διόρισαν ως αντιπρόσωπο τους για τη φόρτωση και/ή αποστολή της ξυλείας τη «θυγατρική και/ή ελεγχόμενη και/ή συνδεδεμένη εταιρεία και/ή το παράρτημα της KUEHNE & NAGEL INTERNATIONAL AG στην Ουκρανία, δηλαδή την KUEHNE & NAGEL LTD». Και περαιτέρω το επαναλαμβάνουν στην παρ. 3iii της απάντησης, ότι:

 

«Ο εν λόγω διορισμός και/ή εργοδότηση και/ή αγορά υπηρεσιών της Εναγόμενης από την Ενάγουσα έγινε από την Ενάγουσα με την αποδοχή από την Ενάγουσα της προσφοράς που περιέχετο στο ηλεκτρονικό μήνυμα (email) της κας JULIA ZELIKSKAYA του εγγεγραμμένου και/ή αντιπροσωπευτικού γραφείου και/ή παραρτήματος και/ή εταιρείας της Εναγομένης στην Ουκρανία και/ή μέσω των πιο πάνω αντιπροσώπου και/ή πράκτορα, δηλαδή της KUEHNE & NAGEL, όπως είναι και το εμπορικό έθιμο στην αγορά και/ή βιομηχανία της διεθνούς εμπορίας.»

 

Σύμφωνα όμως με τους ορθούς δικογραφικούς κανόνες και τις επιταγές της Δ.19 θ.22 και Δ.19 θ.20, όπου γίνεται επίκληση της ύπαρξης σχέσης μεταξύ των διαδίκων και η σχέση αυτή εξυπακούεται από μια σειρά επιστολών ή επικοινωνιών ή άλλως πως, θεωρείται αρκετό να καταγραφεί ο ισχυρισμός αυτός ως γεγονός και να γίνει γενική αναφορά στις επιστολές ή τις επικοινωνίες αυτές.  Όπως περαιτέρω εξηγείται στον Bullen & Leake: Precedents of Pleadings 12η έκδ. σελ. 57, όπου η αγωγή βασίζεται στη ρήξη συμβολαίου ή συμφωνίας, τόσο οι ουσιώδεις όροι της συμφωνίας, όσο και αν η συμφωνία έγινε γραπτώς ή μερικώς γραπτώς και μερικώς προφορικώς, θα πρέπει να αναφέρονται.  Ιδιαίτερα πρέπει η απαίτηση να δείχνει με τις αναγκαίες λεπτομέρειες ότι διαρρήχθηκε το συμβόλαιο και με ποιο τρόπο ώστε να καταλήξει ο ενάγων στο μέρος εκείνο του δικογράφου του όπου επιδιώκει τις ανάλογες θεραπείες. Επίσης στο Annual Practice 1970, σελ. 262, αναγράφεται ότι όπου η βάση της αγωγής εδράζεται σε συμφωνία πρέπει να αναφέρεται η ημερομηνία, τα ονόματα των μετεχόντων σ' αυτή και η αντιπαροχή. Και περαιτέρω σε εξυπακουόμενα συμβόλαια ή συμφωνίες όταν αυτά συνάγονται από διαβουλεύσεις, συναντήσεις ή γενικές περιστάσεις είναι αρκετή η ένθεση του ισχυρισμού ότι έγινε το συμβόλαιο ή η συμφωνία και η συναγωγή του γενικά από έγγραφα.

 

Έπεται ότι οι εφεσίβλητοι ως ενάγοντες δεν επιτέλεσαν ορθά το καθήκον τους για την εξαρχής καταγραφή ορθής δικογράφησης στην έκθεση απαίτησης που περιέχετο στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο που καταχωρήθηκε με το έντυπο της Δ.2 θ.6. Η απάντηση, («reply») ως δικογραφικό όχημα, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο μιας ορθά και εξ αρχής δικογραφημένης απαίτησης. Ο σκοπός της απάντησης είναι να απαντήσει στους ισχυρισμούς της έκθεσης υπεράσπισης και όχι να αλλοιώσει ουσιαστικά την πρωταρχική της θέση όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης. Εδώ αυτό ακριβώς έγινε. Ενώ η έκθεση απαίτησης ισχυριζόταν ως γεγονός ότι συνομολογήθηκε απευθείας σύμβαση μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων με την οποία μάλιστα διορίστηκαν οι τελευταίοι για να ενεργήσουν ως επιθεωρητές της ξυλείας, στην απάντηση δόθηκε μια διαφορετική εικόνα, με αναφορά στο ότι οι εφεσίβλητοι έχουν διορισμένο αντιπρόσωπο και ναυτιλιακό πράκτορα τους την Kuehne & Nagel και περαιτέρω ότι  ο διορισμός αυτός ή η εργοδότηση έγινε με την αποδοχή από τους εφεσιβλήτους της προσφοράς που περιεχόταν σε ηλεκτρονικό μήνυμα της Julia Zelinskaya του αντιπροσώπου και/ή εγγεγραμμένου γραφείου ή παραρτήματος των εφεσειόντων στην Ουκρανία και/ή μέσω του αντιπροσώπου και/ή πράκτορα των Kuehne & Nagel.

 

Είναι ακριβώς αυτό που δεν επιτρέπεται. Στον Odgers' Principles of Pleading and Practice 21η έκδ., σελ. 208-209, επεξηγείται ότι στο στάδιο της απάντησης επενεργεί για πρώτη φορά η αρχή της μη απόκλισης από την προηγούμενη δικογραφία. Όπως επί λέξει αναφέρεται:

 

«It is at this stage that the rule against what is called "a departure in pleading" applies for the first time.  A party shall not in any pleading make any allegation of fact, or raise any new ground of claim, inconsistent with any previous pleading of his." (Order 18, r.10; and see Herbert v. Vaughan [1972] 1 W.L.R. 1128).»

 

Η ορθή πορεία είναι για τον ενάγοντα να τροποποιήσει την έκθεση απαίτησης του. Δίδεται το παράδειγμα από την υπόθεση Kingston v. Corker [1892] 29 LR.Ir. 364, ότι:

 

«If the statement of claim alleges a negligent breach of trust, the reply must not assert that such breach of trust was fraudulent. The statement of claim must be amended.»

 

Η σημασία των πιο πάνω στην παρούσα περίπτωση είναι εμφανής. Όπως θα εξηγηθεί στην πορεία, η αρχή της δημιουργίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων («privity of contract»), υπόκειται σε εξαιρέσεις και μια κλασσική εξαίρεση είναι η συνομολόγηση συμφωνίας μέσω αντιπροσώπου («agency»).

 

Όπως αναφέρεται και εξηγείται στο σύγγραμμα των Koffman & Macdonald: The Law of Contract, 6η έκδ., σελ. 498-499, παρ. 18.43-18.47, η συνομολόγηση σύμβασης με τη μεσολάβηση αντιπροσώπου είναι μια από τις μεθόδους περιορισμού της αρχής του «privity of contract». Όμως τα Δικαστήρια είναι διστακτικά στο να εφαρμόσουν σύμβαση με εξυπακουόμενη αντιπροσώπευση, απλώς και μόνο για να εξαγάγουν τέτοια σύμβαση. Πρέπει να αποδεικνύεται με μαρτυρία ότι ο αντιπρόσωπος έχει εξουσία από τον αντιπροσωπευόμενο να ενεργεί εκ μέρους του είτε ρητά είτε εξυπακουόμενα ως αποτέλεσμα της σχέσης των διαδίκων. Όταν υπάρχει αυτή η ρητή ή εξυπακουόμενη σχέση δημιουργείται «πραγματική» εξουσία αντιπροσώπευσης. Διαφορετικά μπορεί η αντιπροσώπευση να εγερθεί και υπό το φως των άλλων συνθηκών όποτε και μπορεί να ομιλεί κάποιος για «φαινομενική» («apparent») αντιπροσώπευση.

 

Και περαιτέρω στο σύγγραμμα του Ewan Mckendrick: Contract Law, 6η έκδ., σελ. 163, αναφέρεται ότι:

 

«It would cause great commercial hardship if a businessman who appointed an agent to enter into a contract on his behalf was prevented by the doctrine of privity from suing upon that contract himself. So the doctrine of agency exists to give the businessman such a right of action. An agency relationship arises where one party, the agent, is authorised by another, the principal, to negotiate and to enter into contracts on behalf of the principal. Once an agency relationship is created, the agent is thereby authorised to commit the principal to contractual relationships with third parties. Agency is now a specialised area of law ....»

 

Επομένως είναι πολύ διαφορετικός ο ισχυρισμός της άμεσης και απευθείας σύνδεσης των διαδίκων με συμφωνία και πολύ διαφορετική η σύναψη συμφωνίας μέσω αντιπροσώπου, εφόσον βέβαια αυτό αποδεικνύεται. Και ακριβώς στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Cheeseline Ltd v. Ανθούλλης Θωμά & Υιοί Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 951, ECLI:CY:AD:2014:A319, υπομνήσθηκε τόσο προς τους διαδίκους, όσο και προς τα Δικαστήρια, η «απόλυτη ανάγκη εκδίκασης στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων.». Εκεί πρόκειτο για υπόθεση όπου υπήρξε σύγχυση ως προς το πραγματικό επίδικο θέμα, όπου η δικογραφική απαίτηση αφορούσε συγκεκριμένα απλήρωτα τιμολόγια, ενώ η μαρτυρία και η απόφαση επεκτάθηκε και σε κατάσταση και υπόλοιπο λογαριασμού.

 

Το προαναφερθέν ηλεκτρονικό μήνυμα προσφοράς από το οποίο εξήχθη η συνομολόγηση της σύμβασης περιέχεται στο κατατεθέν πρωτοδίκως Τεκμήριο 6 και έχει επί λέξει ως εξής:

 

«Date: Wednesday, June 23, 2004

 

Dear Irfan Cetinok,

 

We have been already contracted by Kuehne & Nagel Ltd regarding this inspection and agreed to carry out this survey on they behalf. (διατηρείται η σύνταξη: προφανώς εννοείται «on their behalf»).

 

Inspection of first 2 x 40´ containers will be held in Lvov 28/06/04.

 

With best regards,

Julia Zelinskaya

Eurogal Surveys Ltd/G.S.L.»

 

Το μήνυμα στάληκε στις 23.6.2004 από τους εφεσείοντες προς τους εφεσίβλητους σε απάντηση του πιο κάτω μηνύματος ιδίας ημερομηνίας που επίσης περιέχεται στο Τεκμήριο 6:

 

«DTIC› Dear Mr. Alexander Zakharov and/or Mr Gennadiy Markov

DTIC› Please see the attached survey reports which has been prepared by yourselves on 08.06.2004.

DTIC› We are planning to load 4-5 containers of kiln dried oak lumber per month from Lvov-Ukraine to mostly Far East.

DTIC› Please inform what would be costing of having such a survey report of each container?

DTIC› Your early reply is greatly appreciated

DTIC› best regards,

DTIC› Irfan Ceninok»

 

Στο Τεκμήριο αυτό δόθηκε μεγάλη σημασία από τους εφεσίβλητους και το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ήταν ένα καταλυτικό και κομβικό σημείο που επιβεβαίωνε την ύπαρξη συμφωνίας. Θεώρησε ότι το τεκμήριο αυτό εμφάνιζε τους εφεσίβλητους από το πρώτο στάδιο της συνεργασίας στην επίδικη συναλλαγή. Όμως το Τεκμήριο 6 δεν επιβεβαιώνει τη θέση αυτή του Δικαστηρίου. Το μόνο που δείχνει είναι ότι οι εφεσίβλητοι ήθελαν πληροφορίες από τους εφεσείοντες για τις τιμές τους για την επιθεώρηση φορτίου ξυλείας μηνιαίως από το Lvov - Ουκρανία, κατά κύριο λόγο προορισμένου για την Άπω Ανατολή. Το φορτίο θα ήταν της τάξης των τεσσάρων ή πέντε εμπορευματοκιβωτίων κατά μήνα. Καμιά αναφορά δεν έγινε από τους εφεσίβλητους στην εταιρεία Kuehne & Nagel που οι ίδιοι παρουσίασαν εκ των υστέρων και μόνο ως τους ναυτιλιακούς τους αντιπροσώπους ή γενικά, αντιπροσώπους. Η βάση δε της αναζητούμενης κοστολόγησης από τους εφεσείοντες ήταν άλλες επιθεωρήσεις που διενήργησαν οι εφεσείοντες στις 8.6.2004, τις εκθέσεις των οποίων επισύναψαν στο ηλεκτρονικό τους μήνυμα. Οι εκθέσεις αυτές είχαν γίνει για την Transocean Express Ltd και οι εφεσίβλητοι εκεί παρουσιάζονταν ως «consignees» και μόνο του φορτίου.

 

Ήταν οι εφεσείοντες που απαντώντας στο μήνυμα του Cetinok στο Τεκμ. 6, ανέφεραν στους εφεσίβλητους ότι γα τα φορτία αυτά είχαν ήδη προσεγγιστεί από τους Kuehne & Nagel. Και αυτό ακριβώς απάντησε στον Cetinok η Julia Zelinskaya με οδηγίες του Markov, προς τον οποίο και απευθυνόταν, όπως ήταν ακριβώς και η σχετική μαρτυρία του κατά την κύρια εξέταση σύμφωνα με τη δήλωση που κατατέθηκε ως έγγραφο «Δ». Εξήγησε εκεί, αλλά και κατά την αντεξέταση του ότι η συσχέτιση των εφεσειόντων με τους εφεσείοντες δεν είχε ποτέ ενδυθεί τη δέσμευση συμφωνίας διότι ποτέ δεν συμβλήθηκαν μεταξύ τους, ούτε και ποτέ συνάντησε ή συνομίλησε με τον Cetinok, Μ.Ε.1. Την επομένη 24.6.2004, οι Kuehne & Nagel τους απέστειλαν επιστολή για να αναλάβουν την επιθεώρηση φορτίου, ως πρώτο αίτημα, σύμφωνα με το Τεκμήριο Δ.3 στη δήλωση Markov. Το αίτημα ήταν από τους ίδιους τους Kuehne & Nagel και όχι οποιουδήποτε άλλου, όπως τους εφεσίβλητους και ως «consignors» παρουσιαζόταν μια εταιρεία ονόματι Private Enterprise Denariy. Ζητήθηκε μάλιστα όπως το αποτέλεσμα της έρευνας και ελέγχου καταγραφεί σε «official survey report of Eurogal Surveys Ltd». Όπως σταθερά εξηγήθηκε στη μαρτυρία του Markov, αποδεικνυόμενο με παραπομπή σε σχετικά έγγραφα, ουδέποτε οι εφεσείοντες αρχικά ήταν γνώστες της οποιασδήποτε ανάμειξης των εφεσιβλήτων, ούτε και αναφερόταν το όνομα τους οπουδήποτε.  Ο Markov ήταν ειλικρινής στη μαρτυρία του ότι αργότερα ήταν που αντιλήφθηκε ότι οι Kuehne & Nagel λάμβαναν οδηγίες από τους εφεσίβλητους, οι οποίοι σε κάποιο στάδιο ζήτησαν, για σκοπούς ευκολίας, να αποστέλλουν πρώτα σ' αυτούς τις εκθέσεις επιθεώρησης ώστε να αποφεύγονται καθυστερήσεις. Και ακόμη αργότερα έγινε μια διευθέτηση όπως για σκοπούς αποφυγής καταβολής Φ.Π.Α. εκ μέρους των εφεσιβλήτων στην Ουκρανία, οι εφεσείοντες πληρώνονταν απευθείας απ' αυτούς, αντί από την Kuehne & Nagel.

 

Το ότι ουδέποτε υπήρξε συνομολόγηση σύμβασης, ούτε και μπορούσε να εξαχθεί τέτοια σύμβαση από την όποια αλληλογραφία των μερών διαπιστώνεται και από τα όσα επόμενα μηνύματα με ηλεκτρονική αλληλογραφία στάλησαν από τον Cetinok εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Στο Τεκμήριο 7, ημερ. 8.7.2014. ζητήθηκε από την Julia Zelinskaya έκπτωση στο κόστος της επιθεώρησης και προτάθηκε συγκεκριμένη εισήγηση. Ακολούθησε αντιπρόταση από τους εφεσίβλητους λέγοντας μάλιστα ότι δεν διέθεταν σχετικό ή αρμόδιο τμήμα στην περιοχή. Ακόμη και μεταγενέστερα στις 10.9.2004, υπήρξε αλληλογραφία για καθορισμό των τιμών.

 

Έχοντας υπόψη την όλη δομή της υπόθεσης και τη δοθείσα μαρτυρία πρωτοδίκως, η οποία έχει εξεταστεί ενδελεχώς κρίνεται λανθασμένη η προσέγγιση του Δικαστηρίου. Αφενός ανεπίτρεπτα αφέθηκε να δοθεί μαρτυρία εκτός δικογραφημένων ισχυρισμών με βασικό βεβαίως άξονα τη συνομολόγηση απευθείας συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων. Αλλά και αφετέρου η συνακόλουθη αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν λανθασμένη, εμφανώς επηρεασθείσα από την εκτροπή που έλαβε η όλη εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Υπό το φως της επιτυχίας του συγκεκριμένου λόγου έφεσης δεν παρίσταται ανάγκη ενασχόλησης με οποιοδήποτε περαιτέρω ζήτημα.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τα έξοδα  παραμερίζεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, καθώς    και τα έξοδα κατ' έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Το αποτέλεσμα της απόφασης της πλειοψηφίας, το οποίο, για συγκεκριμένους λόγους, σφραγίζει θετικά την τύχη της παρούσας έφεσης, περιορίζει σημαντικά τη δική μου ενασχόληση με αυτή. Βασικά, επί της ουσίας, θα με απασχολήσει μόνο το θέμα της ταυτότητας των συμβαλλομένων στην επίδικη συμφωνία μερών. Συναφώς, έχει τεθεί ως θέμα και η ορθή δικογράφηση της πτυχής αυτής, δεδομένου του μεταγενέστερου ισχυρισμού των εφεσιβλήτων, ο οποίος προβλήθηκε στην απάντησή τους, ότι, κατά το χρόνο σύναψης της εν λόγω συμφωνίας, αυτοί ενεργούσαν μέσω αντιπροσώπων.

 

Κατ' αρχάς, όμως, να αναφερθεί ότι οι εφεσίβλητοι είχαν κινήσει πρωτόδικα την αγωγή, ως ενάγοντες, ασφαλώς, αξιώνοντας από τους εφεσείοντες, εναγομένους, αποζημιώσεις για παραβίαση συμφωνίας, την οποία είχαν, κατ' ισχυρισμό, συνάψει μεταξύ τους, κατά τον Ιούνιο του 2004. Ας σημειωθεί πως οι εφεσίβλητοι ασχολούντο, τότε, με την αγορά ξυλείας από την Ουκρανία, την οποία πωλούσαν αργότερα σε πελάτες τους σε χώρες της Άπω Ανατολής. Σύμφωνα δε με την εκδοχή τους, η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τον προαναφερθέντα χρόνο, αυτοί είχαν αναθέσει επ' αμοιβή στους εφεσείοντες, ως επιθεωρητές εμπορευμάτων που ήταν, με παγκόσμια εμβέλεια, τη διενέργεια ποσοτικού και ποιοτικού ελέγχου κάθε φορτίου, το οποίο θα αγόραζαν, με προοπτική την οριστικοποίηση της αγοράς του, εφόσον η αναφορά (έκθεση) από το σχετικό έλεγχο των εφεσειόντων ήταν θετική.

 

Οι εν λόγω έλεγχοι διενεργήθηκαν δυνάμει της προαναφερθείσας συμφωνίας, η οποία, όπως διαπιστώθηκε, επιμαρτυρείτο από σειρά ηλεκτρονικών μηνυμάτων (e-mails), που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους τα μέρη και αποκάλυπταν τη φύση της συνεργασίας τους και την πρακτική η οποία ακολουθείτο στα πλαίσια αυτής.  Δεν υπήρχε, προφανώς, κάποιο ενιαίο γραπτό κείμενο, το οποίο να την επιμαρτυρούσε. Στην πορεία των πραγμάτων, οι εφεσείοντες διενήργησαν, μεταξύ της 1.9.2004 και της 5.10.2004, δώδεκα τέτοιους ελέγχους και εξέδωσαν ισάριθμες αναφορές. Στη βάση αυτών, οι εφεσίβλητοι αγόρασαν τη συγκεκριμένη ξυλεία και την πώλησαν σε ενδιαφερόμενους πελάτες τους, όπως ήταν η πρακτική τους. Στη συνέχεια, όμως, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν προβλήματα με κάποια φορτία, σε σχέση με την ποσότητα, καθώς, επίσης, την ποιότητα της ξυλείας. Ήταν τότε που οι εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν απαιτήσεις για αποζημιώσεις, τις οποίες ικανοποίησαν, αφού ικανοποιήθηκαν και οι ίδιοι ότι οι πελάτες τους είχαν δίκαιο ως προς τα εν λόγω προβλήματα. Είναι τα ποσά των αποζημιώσεων αυτών, καθώς και άλλων επιπλέον δαπανών, τις οποίες, ως αποτέλεσμα, αυτοί είχαν, κατ' ισχυρισμό, υποστεί, το σύνολο των οποίων δεν υπερέβαινε το ποσό των 300.000,00 ευρώ και δολαρίων Η.Π.Α., όλα μαζί, που οι εφεσίβλητοι απαίτησαν από τους εφεσείοντες με την υπό αναφορά αγωγή. Όπως ισχυρίστηκαν, επρόκειτο για ζημιά την οποία είχαν υποστεί, συνεπεία της παραβίασης από τους εφεσείοντες της προαναφερθείσας συμφωνίας.  Πρωτόδικα, τους αποδόθηκε ποσό €167,172.22, ως αποζημίωση για ελαττωματική ξυλεία και ποσό $Η.Π.Α.1,685,00, για την αμοιβή των εκτιμητών, οι οποίοι είχαν προβεί στην εκτίμησή της.

 

Η αγωγή είχε κινηθεί με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο.  Στην έκθεση απαιτήσεως, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι είχαν συνάψει την εν λόγω συμφωνία με τους εφεσείοντες. Στην υπεράσπισή τους, όμως, οι τελευταίοι απέρριψαν τον πιο πάνω ισχυρισμό και πρόβαλαν τη θέση ότι η συμφωνία είχε γίνει μεταξύ των ιδίων και κάποιας γερμανικής εταιρείας, υπό την ονομασία Kuehne & Nagel, η οποία δραστηριοποιείτο διεθνώς ως διαμεταφορέας εμπορευμάτων. Οι εφεσίβλητοι απάντησαν ότι η εν λόγω εταιρεία, στο βαθμό που αυτή εμπλεκόταν στη συνεργασία τους, ενεργούσε ως αντιπρόσωπός τους, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι εφεσείοντες από την αρχή.

 

Το ερώτημα, το οποίο έπρεπε να τεθεί, συνεπεία της πιο πάνω δικογραφημένης θέσης στην απάντηση των εφεσιβλήτων, είναι κατά πόσο, με αυτήν, υπήρχε παρέκκλιση (departure) από την αρχική αιτία αγωγής στην έκθεση απαιτήσεώς τους, η οποία αναφέρεται σε παραβίαση συμφωνίας η οποία είχε γίνει μεταξύ τους και των εφεσειόντων. Θετική απάντηση θα οδηγούσε σε σοβαρές περιπέτειες την αγωγή των εφεσιβλήτων. Ο λόγος, βέβαια, είναι διότι παρέκκλιση από την αρχικά δικογραφημένη αιτία αγωγής, η οποία σημειώνεται με συγκεκριμένη αναφορά στην απάντηση του ιδίου μέρους, επενεργεί προς ανατροπή της αρχικής αιτίας και, γενικά, της θέσης, συναφώς, του εν λόγω μέρους, (βλ. Herbert v. Vaughan [1972] 3 All ER 122 και Alikhani v. Προδρόμου κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 657).

 

Από τη μελέτη των πρακτικών της υπόθεσης, διαπιστώνεται πως, σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, δεν ηγέρθη προς εξέταση ένα τέτοιο θέμα. Επομένως, ούτε και οποιοδήποτε δικονομικό μέτρο λήφθηκε, προς απάλειψη του «επιλήψιμου» ισχυρισμού στην απάντηση. Η ακρόαση της υπόθεσης προχώρησε κανονικά, με τους εφεσίβλητους να προσπαθούν να αποδείξουν, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη συμφωνία είχε γίνει μεταξύ αυτών και των εφεσειόντων, ενώ οι τελευταίοι επέμεναν στη θέση τους ότι αυτή είχε γίνει μεταξύ των ιδίων και των Kuehne & Nagel, θέση η οποία, τελικώς, δεν έγινε αποδεκτή. Διαφωνώντας με την πρωτόδικη απόφαση επί του προκειμένου, οι εφεσείοντες προσέβαλαν το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τον έκτο λόγο έφεσης, στον οποίο αναφέρουν τα εξής:-

 

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η συμφωνία για διεξαγωγή επιθεωρήσεων από τους Εφεσείοντες καταρτίστηκε μεταξύ των και των Εφεσιβλήτων και όχι μεταξύ των και της εταιρείας Kuehne & Nagel.»

 

Η επόμενη αναφορά σε σχέση με το θέμα αυτό εντοπίζεται στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων, στο σημείο όπου αυτός αναπτύσσει τον έκτο λόγο της έφεσης.  Αναφέρεται στον κανόνα ορθής δικογράφησης, τον οποίο δεν προσδιορίζει, αλλά, προφανώς, είχε υπόψη του τον κ. 22 της Δ.19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.   Σύμφωνα με αυτό, στην περίπτωση συμφωνίας η οποία εξάγεται από σειρά επιστολών και συνομιλιών που έχουν ανταλλαγεί μεταξύ των μερών, είναι αρκετή η γενική αναφορά σ' αυτές, χωρίς την παράθεση του περιεχομένου τους. Η πιο πάνω πρόνοια, όμως, αναφέρεται στο περιεχόμενο αυτών που μπορεί να έχουν ανταλλαγεί, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, μεταξύ δύο πλευρών, προς το σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο έχει συναφθεί ή όχι η ισχυριζόμενη συμφωνία και ποιο είναι το περιεχόμενό της. Δεν προβλέπει για τον προσδιορισμό των συμβαλλομένων μερών.

 

Τι θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα δικόγραφο προβλέπεται στη Δ.19, κ. 4: "..., a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be, ...". Προκειμένου δε για αγωγή η οποία βασίζεται σε συμφωνία, είναι οπωσδήποτε αναγκαίο να αναφέρονται τα συμβαλλόμενα μέρη. Αν αυτά είναι μόνο οι διάδικοι, αυτό επιτυγχάνεται με αναφορά σε συμφωνία η οποία έχει συναφθεί μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, (βλ. Athina Leather. Ltd κ.ά. ν. Χαραλάμπους κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 787). Αν ένα εκ των μερών έχει συμβληθεί μέσω αντιπροσώπου, το ορθό, μάλλον, είναι να γίνεται αναφορά στο εν λόγω γεγονός, αφού αυτό πιθανό να σχετίζεται άμεσα με τις συνθήκες συνομολόγησης της συμφωνίας. Δεν αποτελεί, όμως, τέτοια αναφορά ουσιώδες γεγονός σε σχέση με την ταυτότητα των συμβαλλομένων μερών. Σύμφωνα με τα Άρθρα 186 και 190(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, σύμβαση η οποία συνάπτεται με αντιπρόσωπο, ουσιαστικά, είναι ωσάν να έχει συναφθεί από τον ίδιο τον αντιπροσωπευόμενο, ενώ ο αντιπρόσωπος ουδεμία δέσμευση έχει από αυτή και ούτε δύναται ο ίδιος προσωπικά να την εκτελέσει, (βλ. Thunder Shipping v. Lloyd Triestino (1984) 1 C.L.R. 135).

 

Εν ολίγοις, αφού ο αντιπρόσωπος δε συνιστά συμβαλλόμενο μέρος, το γεγονός της μεσολάβησής του δεν είναι, απαραίτητα, ουσιώδες, ώστε να πρέπει να αναφέρεται, όπως δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται το όνομά του στην έκθεση απαιτήσεως ή στην υπεράσπιση, αναλόγως της περίπτωσης, (βλ. Pleadings Principles and Practice (1990), των Jacob και Goldrein, σελίδα 82, και την υποστηρικτική της θέσης τους, ανωτέρω, υπόθεση Higgins v. Senior [1835-42] All ER Rep 602).

 

Εγείρεται, όμως, θέμα, όταν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η συμφωνία έχει γίνει όχι με τον ενάγοντα αλλά με κάποιο τρίτο πρόσωπο και ο ισχυρισμός αυτός θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχική θέση, συναφώς, του ενάγοντος. Τότε, η απάντηση είναι το κατάλληλο δικόγραφο για τον ενάγοντα να ασχοληθεί με τον πιο πάνω ισχυρισμό, απορρίπτοντάς τον, αφού διαφωνεί με αυτόν, και να ισχυριστεί ότι ο τρίτος ενεργούσε ως αντιπρόσωπός του και, κατά συνέπεια, το συμβαλλόμενο μέρος είναι ο ίδιος. Δεν αποτελεί δε, ποσώς, ο χειρισμός αυτός παρέκκλιση (departure) από την αρχική του θέση στην έκθεση απαιτήσεως. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, δε διαπιστώνεται δικονομικό πρόβλημα, όπως αυτό περιγράφεται πιο πάνω, γι' αυτό, άλλωστε, και δεν ηγέρθη ανάλογο θέμα από τους εφεσείοντες, σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης, παρά μόνο το θέμα εξετάστηκε στα πλαίσια της έφεσης. 

 

Υπήρχε, όμως, ομολογουμένως, πρόβλημα ορθής δικογράφησης της συμφωνίας. Με δεδομένο ότι αυτή θα έπρεπε να συναχθεί από τα ηλεκτρονικά μηνύματα, (e-mails), τα οποία είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους τα συμβαλλόμενα μέρη, όπως ήταν η υπόθεση την οποία προώθησαν κατά την ακρόαση οι εφεσίβλητοι, προφανώς, δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες, σχετικά, της Δ.19, κ. 22. Οι εφεσίβλητοι περιορίστηκαν, απλώς, να ισχυριστούν ότι είχαν συνάψει με τους εφεσείοντες συμφωνία, χωρίς να προσδιορίσουν κατά πόσο αυτή ήταν γραπτή ή προφορική, ή από πού θα μπορούσε, αλλιώς, να συναχθεί η σύναψή της. Ουδέποτε, όμως, ηγέρθη θέμα και για την πτυχή αυτή και η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση, με τα δικόγραφα να παραμένουν ως είχαν κατά την καταχώρισή τους. Επομένως, μπορεί κάποιος εύλογα να παρατηρήσει ότι τα μέρη γνώριζαν για το τι ακριβώς μιλούσε η κάθε πλευρά στο δικόγραφό της και η αναζήτηση λεπτομερειών, εκατέρωθεν, θα αποτελούσε δικονομική άσκηση, χωρίς την αποκόμιση ανάλογου οφέλους. Προχώρησαν, έτσι, επί της ουσίας.

 

Η πτυχή η οποία αφορούσε στη διαπίστωση των συμβαλλομένων μερών, υπό το φως του ισχυρισμού, ανωτέρω, των εφεσειόντων στην υπεράσπισή τους, απασχόλησε ειδικά το εκδικάζον Δικαστήριο. Σε σχέση με το θέμα αυτό, αναλώθηκε αρκετός χρόνος κατά την ακρόαση. Από πλευράς των εφεσιβλήτων, κατατέθηκε αριθμός ηλεκτρονικών μηνυμάτων, (e-mails), τα οποία αφορούσαν την περίοδο των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2004, κατά τους οποίους πραγματοποιήθηκε η συνεργασία των συμβαλλομένων μερών. Τα κατέθεσε ο διευθυντής τους, κ. Irfan Cetinok, Μ.Ε.1, επιβεβαιώνοντας το περιεχόμενό τους και από τη δική του προφορική μαρτυρία, η οποία ήταν προς την ίδια κατεύθυνση· ότι η επίδικη συμφωνία ήταν μεταξύ των διαδίκων στην αγωγή. Από πλευράς των εφεσειόντων, κατέθεσε, σε σχέση με την πτυχή αυτή, ο διευθυντής στο γραφείο τους στην Ουκρανία, κ. Gennadiy Markov, M.Y.2. Η μαρτυρία του, στο σύνολό της, κρίθηκε ότι αποτελούσε προσπάθεια υπεκφυγής και υποστήριξης της θέσης των εφεσειόντων.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαπίστωση των γεγονότων, τα οποία είναι σχετικά για την επίλυση μιας επίδικης διαφοράς, αποτελούν, αναντίλεκτα, έργο του εκδικάζοντος Δικαστή. Αυτός, βιώνοντας την εμπειρία της δίκης και αποκομίζοντας όλες τις εντυπώσεις που είναι δυνατό να αποτυπωθούν στο μυαλό του σε σχέση με τη συμπεριφορά των μαρτύρων, κατά την ακροαματική διαδικασία, οπωσδήποτε, είναι σε καλύτερη θέση να προβεί στο εν λόγω έργο. Απαράμιλλο, όμως, κριτήριο για την αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί, πάντοτε, η αντικειμενική αντίκρισή της, όπως αυτή είναι αποτυπωμένη στο πρακτικό, είτε πρόκειται για έγγραφα τα οποία καταθέτουν τα μέρη, είτε πρόκειται για προφορική μαρτυρία η οποία κατατίθεται από τα ίδια ή και τους μάρτυρές τους. Το Εφετείο σπανίως επεμβαίνει προς ανατροπή της πρωτόδικης εκτίμησης αναφορικά με τα διαπιστωθέντα γεγονότα, με καταλυτικές, όμως, τότε, συνέπειες, ενδεχόμενα και για το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι τα ευρήματα είναι, εξ αντικειμένου, ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα, ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία, η οποία γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη, (βλ. Κασιέρη κ.ά. ν. Κυριάκου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1246 και Σολωμονίδη κ.ά. ν. Πετρίδου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 632).

 

Από την προσβαλλόμενη απόφαση, λοιπόν, διαπιστώνεται ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αποδέχτηκε στην ολότητά της τη μαρτυρία του διευθυντή των εφεσιβλήτων, κ. Cetinok, σε σχέση με την υπό εξέταση πτυχή, αλλά και για τα υπόλοιπα επίδικα θέματα.  Απέρριψε, όμως, ως αναξιόπιστη, ουσιαστικά, με βάση τους δικούς της όρους, τη μαρτυρία του κ. Markov, η οποία αντιστρατευόταν την υπό εξέταση εκδοχή των εφεσιβλήτων και αποδέχτηκε ό,τι συνέπιπτε με αυτή, για τους λόγους που εξηγεί.  Πέραν, όμως, από την προφορική μαρτυρία του κ. Cetinok, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος άντλησε σχετική πληροφόρηση και από τα ηλεκτρονικά μηνύματα, τα οποία είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους οι διάδικοι κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Το ηλεκτρονικό μήνυμα, τεκμήριο 6, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο στην απόφαση της πλειοψηφίας, αναφέρεται, κατ' αρχάς, σε μια συνεργασία, η οποία είχε γίνει κατά τον Ιούνιο του 2004.  Επιπρόσθετα, με αυτό, διερευνάτο από τον κ. Cetinok, απευθυνόμενο προς την υπάλληλο των εφεσειόντων, κ. Julia Zelinskaya, η δυνατότητα περαιτέρω συνεργασίας τους, εφόσον τους διδόταν μια καλύτερη τιμή. Ανάλογη διερεύνηση, με δεδομένο ότι οι εφεσείοντες θα καλούντο, όπως τους λεγόταν, να επιθεωρούν, τουλάχιστον, πέντε με έξι εμπορευματοκιβώτια με ξυλεία το μήνα, γίνεται με ηλεκτρονικά μηνύματα, τα οποία αντηλλάγησαν μεταξύ των προαναφερθέντων δύο προσώπων και στις 8.7.2004.  Αυτά είναι μέρος του τεκμηρίου 7.

 

Φαίνεται πως η προσφορά των εφεσειόντων ικανοποίησε τους εφεσίβλητους, μεγάλος δε αριθμός ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τα οποία είχαν ανταλλαγεί μεταξύ τους κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, καταμαρτυρεί το γεγονός αυτό. Χαρακτηριστικά, είναι τρία τέτοια μηνύματα, τα οποία αντηλλάγησαν μεταξύ τους την 1.9.2004. Παρατίθενται αυτούσια, ακριβώς, για το λόγο ότι δείχνουν τη συμβατική σχέση, η οποία είχε εδραιωθεί μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων, από την αρχή, με τους Kuehne & Nagel να λαμβάνουν κοινοποίηση του περιεχομένου κάποιων από αυτά· στα πλαίσια, προφανώς, του ρόλου που αυτοί διαδραμάτιζαν ως μεσολαβητές των εφεσιβλήτων, αναλαμβάνοντας τη μεταφορά των φορτίων ξυλείας, σε εμπορευματοκιβώτια, από την Ουκρανία στις χώρες της Άπω Ανατολής, όπου έδρευαν οι αγοραστές τους, πελάτες των εφεσιβλήτων. Τα τρία αυτά ηλεκτρονικά μηνύματα έχουν ως εξής, με τη σειρά που έγινε η ανταλλαγή τους:-

"From:  'D TRADE/IRFAN CETINOK' [email protected]

 To: 'Eurogal- Georgiy Tkachenko' [email protected]

 Cc:  'IEV ES, Kοnstantin Makukha'

 [email protected]

 Subject:  inspection reports

 Date:  Wed, 1 Sep 2004 14:06:15 +0300

 

 Dear Georgiy,

 

We are still waiting for the inspection report of the two containers which have been inspected yesterday in Lvov.

 

Please send them a.s.a.p. by e-mail and copy to Kuehne Nagel Kiev office as well.

 

regards,

Irfan Cetinok

D TRADE"

 

-------------------------

 

"..........................................

From: eurogal [email protected]

To: 'D TRADE/IRFAN CETINOK' [email protected]

CC: 'IEV ES, Kοnstantin Makukha'

[email protected]

Subject: Re[2]: inspection reports

 

...........................................................................

 

Date: Wednesday, September 1, 2004

 

Dear Irfan,

 

I acknowledge receipt of your message.  Contents is noted.  Will proceed accordingly.

 

With best regards,

Julia Zelinskaya

Eurogal Surveys Ltd/G.S.L."

 

-------------------------

 

"From:  'IEV ES, Kοnstantin Makukha'

[email protected]

To: [email protected]

Cc: 'Eurogal' [email protected]

Subject:  RE: inspection reports

Date:  Wed, 1 Sep 2004 15:13:31 +300

 

Dear Irfan

 

Pls note that the delay in sending you the report was because of the customs clearance delay. We could send you the report even yesterday. But if the customs did not clear the cargo this morning it would be necessary to change the report and you would have to re-send it to your customer again.

Anyway, we have not missed your deadline 14:30.

 

Regards

 

Konstantin Makukha / IEV ES

 

- Original Message -

From: [email protected] [mailto:[email protected]]

Sent: Wednesday, September 01, 2004 3.02 PM

To: eurogal

Cc: IEV ES, Kοnstantin Makukha

Subject: Re: inspection reports

 

Dear Julia,

 

Thank you for your e-mail.

 

For the future containers please send me the inspection reports first since I am the confirming party.

 

I have received tiinspection reports by e-mail at 14.19 from Kuehne & Nagel, approx. 1 hour later than you have sent them.

 

regards,

Irfan Cetinok"

 

Παρόμοιου περιεχομένου ήταν και πολλά άλλα τέτοια μηνύματα, τα οποία αντηλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων κατά την προαναφερθείσα περίοδο, που διήρκεσε η συνεργασία τους.

 

Σημαντική, όμως, στη διαμόρφωση της πιο πάνω κρίσης από το εκδικάζον Δικαστήριο υπήρξε, όπως αναφέρθηκε ήδη, και η μαρτυρία του κ. Markov.  Σε μια περίπτωση, κατά την αντεξέταση του μάρτυρος, είχαν ειπωθεί τα εξής:-

 

"Ε.   Συμφωνείτε όμως ότι σε όλες αυτές τις επιθεωρήσεις αφορούσαν εμπορεύματα που είχαν αγοράσει η D Trade από την East Temper Industry;

 

 Α.  Μάλιστα.

 Ε.   Και συμφωνείτε ότι ήταν εμπορεύματα τα οποία θα αποστέλλοντο σε πελάτες της D Trade στην Άπω Ανατολή;

 

 Α.   Μάλιστα.»

 

Ενώ, σε μεταγενέστερο στάδιο, η αντεξέταση του μάρτυρος προχώρησε ως εξής:-

 

«Ε.  Η εταιρεία σας δεν γνώριζε ότι οι πληρωμές που γίνονταν από την Kuehne & Nagel ήταν για λογαριασμό της D Trade;

 

 Α.   Το γνωρίζαμε.

 

 Ε.   Άρα τελικά οι υπηρεσίες σας ήταν προς όφελος της D Trade και γι' αυτό ήταν αυτοί υπόχρεοι να πληρώσουν στο τέλος.

 

 Α.   Ναι αλλά πληρωνόμασταν από άλλο μέρος (party).

 

 Ε.   Είναι αλήθεια κύριε μάρτυρα ότι οι ενάγοντες, D Trade, είχαν απευθείας επικοινωνία με την εταιρεία σας;

 

 Α.   Μάλιστα.

 

 Ε.   Και η επικοινωνία που είχαν απευθείας με την εταιρεία σας αφορούσε πάντα θέματα που είχαν να κάνουν με τις επιθεωρήσεις των φορτίων τους;

 

 Α.   Μάλιστα.

 

 Ε.   Για τις εκθέσεις που ετοιμάσατε για τις επιθεωρήσεις αυτές, σωστά;

 

 Α.   Μάλιστα.

 

Ε.    Για τις τιμολογήσεις, σωστά;

 

 Α.   Δεν καταλαβαίνω.

 

 Ε.   Συνεχίζω και σας λέω ότι η απευθείας επικοινωνία που είχε η D Trade με την εταιρεία σας, αφορούσε και τιμολόγηση, τις χρεώσεις.

 

 Α.   Μάλιστα.

 Ε.   Τις εκπτώσεις που ζητούσε, για τη διαπραγμάτευση των χρεώσεων;

 

 Α.   Μάλιστα.

 

 Ε.   Εκπτώσεις που ζητούσε η πλευρά των εναγόντων;

 

 Α.   Μάλιστα.

 

 Ε.   Και η επικοινωνία η απευθείας που είχε με την εταιρεία σας η D Trade και ο κ. Irfan ήταν μέσω e mails και μέσω τηλεφωνημάτων;

 

 Α.   Μάλιστα.

 

 Ε.   Και μπορούσε να ήταν και καθημερινή για το χρόνο που υπήρχε, που κάνατε εσείς τις επιθεωρήσεις.

 

 Α.   Μάλιστα, πολύ συχνά.

 

 Ε.   Και παίρνατε και οδηγίες από τους D Trade για το πού θα πάτε για να κάνετε την επιθεώρηση;

 

 Α.   Όχι, παίρναμε τέτοιες οδηγίες από τους Kuehne & Nagel, ακόμα περισσότερο για κάθε επιθεώρηση χρειαζόταν επίσημος διορισμός τι να κάνουμε.

 

 Ε.   Ο διορισμός αυτός με ποιον τρόπο γινόταν;

 

 Α.   Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο από τους Kuehne & Nagel για κάθε επιθεώρηση.

 

 Ε.   Άρα για κάθε μια από αυτές τις επιθεωρήσεις που έχουν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο λέτε ότι είχατε συγκεκριμένο διορισμό με οδηγίες για το τι επιθεώρηση θα κάνατε;

Α.    Μάλιστα, για κάθε περίπτωση είχαμε καθαρές γραπτές οδηγίες από τους Kuehne & Nagel.»

 

Δίδοντας συνέχεια ο συνήγορος των εφεσιβλήτων στο θέμα των γραπτών οδηγιών, ρώτησε τον κ. Markov και τα ακόλουθα:-

 

«Ε.  Είπατε ότι για κάθε επιθεώρηση είχατε γραπτές οδηγίες;

 

 Α.   Μάλιστα.

 

 Ε.   Και φαντάζομαι ότι αυτές τις ακολουθούσατε;

 

 Α.   Μάλιστα.»

 

Συνεχίζοντας δε, περαιτέρω. στο ίδιο θέμα, ελέχθησαν και τα εξής:-

 

«Ε. ... Για τις άλλες τις εκθέσεις που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου γιατί δεν έχετε φέρει τις γραπτές οδηγίες που είχατε για να κάνετε τις επιθεωρήσεις;

 

 Α.  Γι' αυτές τις συγκεκριμένες ή για όλες τις επιθεωρήσεις;

 

 Ε.  Γι' αυτές που αφορούν η παρούσα υπόθεση, φαντάζομαι ότι έχετε ενημερωθεί ποιες είναι, σωστά;

 

 Α.  Αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση;»

 

Αν και είναι φανερό ότι δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση κατά την αντεξέταση στο θέμα των οδηγιών που, κατ' ισχυρισμό, λάμβαναν οι εφεσείοντες από τους Kuehne & Nagel με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, εντούτοις, δεν προσκομίστηκαν ποτέ από τον κ. Markov τα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα στο Δικαστήριο, ως μαρτυρία.  Ο κ. Markov προσποιείτο ότι δεν καταλάβαινε αυτό που ερωτάτο σχετικά, γεγονός το οποίο εντόπισε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος. Παρόλο δε ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, κατά την αντεξέτασή του, ο κ. Markov επέμενε στη θέση των εφεσειόντων, ότι η επίδικη συμφωνία είχε γίνει με τους Kuehne & Nagel, τα δείγματα της μαρτυρίας του, που παρατίθενται εκτενώς πιο πάνω, αποκαλύπτουν, ακριβώς, το αντίθετο· ότι οι εφεσείοντες είχαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, μια πολύ στενή συνεργασία με τους εφεσίβλητους, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα ηλεκτρονικά μηνύματα, δείγμα των οποίων, επίσης, παρατίθεται προηγουμένως. Αυτή δε η συνεργασία δεν μπορεί παρά να ήταν στα πλαίσια συμφωνίας, την οποία είχαν, εκ των πραγμάτων, συνάψει μεταξύ τους, όπως προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας, την οποία ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αξιολόγησε δεόντως, καταλήγοντας σε ευρήματα επί των γεγονότων, τα οποία ήταν καθ' όλα εύλογα και τον οδήγησαν, αναπόφευκτα, στην αποδοχή της εκδοχής και της απαίτησης των εφεσιβλήτων.

 

Επομένως, κρίνοντας ότι δεν παρέχεται έδαφος επέμβασης στην εν λόγω κρίση του, ο έκτος λόγος έφεσης δε θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να επιτύχει. Βέβαια, υπάρχουν και άλλοι λόγοι έφεσης, όμως, υπό το φως της κατάληξης της έφεσης, σε σχέση με το λόγο, ανωτέρω, παρέλκει η εξέτασή τους.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο