ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2014:8
(2014) 1 ΑΑΔ 922
9 Μαΐου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΚΩΣΤΑ ΞΙΟΥΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Έφεση Αρ. 3/2012)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις γονέων και τέκνων ― Παρακοή διατάγματος επικοινωνίας ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία η εφεσείουσα εκρίθη ένοχη παρακοής.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προστακτικό διάταγμα η παρακοή του οποίου επιφέρει τον κίνδυνο της φυλάκισης ― Πρέπει να είναι απόλυτα σαφές ώστε το διατασσόμενο πρόσωπο να γνωρίζει επακριβώς τί θα πρέπει να πράξει.
Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις γονέων και τέκνων ― Επικοινωνία στη βάση διατάγματος ― Εφαρμοστέες αρχές ― Παρατηρήσεις Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ― Ο γονέας που προβάλλει κάποια δικαιολογία για μη συμμόρφωση του με το διάταγμα, έχει το βάρος να αποδείξει ότι είναι εύλογη, υπό τις περιστάσεις, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ― Ο επικαλούμενος την παρακοή, θα πρέπει να την αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Αίτηση παρακοής ― Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση οιονεί αδικήματος ― Βάρος αποδείξεως.
Με την έφεση προσβλήθηκε η ορθότητα απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου σε αιτήσεις παρακοής διατάγματος.
Ο εφεσίβλητος-αιτητής είχε προωθήσει εναντίον της εφεσείουσας, αίτηση για κατ' ισχυρισμόν ανυπακοή της σε προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου που είχε εκδοθεί συναινετικά.
Με αυτό διατασσόταν μεταξύ άλλων η εφεσείουσα όπως παρέδιδε στον εφεσίβλητο για σκοπούς επικοινωνίας, τις δύο ανήλικες και δίδυμες κόρες των διαδίκων, σε συγκεκριμένες ημέρες της βδομάδας.
Στο διάταγμα υπήρχε πρόνοια για μετάθεση των καθορισθέντων ημερομηνιών σε περίπτωση που οι ανήλικες ασθενούσαν.
Η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε ότι δεν παρέδωσε στον εφεσίβλητο τις ανήλικες κόρες τους, στις εν λόγω ημερομηνίες, αλλά ισχυρίστηκε μη διάπραξη του αδικήματος της παρακοής στο διάταγμα του Δικαστηρίου καθότι η πράξη της δεν ήταν ηθελημένη.
Σύμφωνα με την ίδια, επειδή η μία εκ των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων είχε προηγουμένως τραυματιστεί σοβαρά ενώ βρισκόταν στο σπίτι του πατέρα της, αυτή δεν μπορούσε να μετακινηθεί από το σπίτι της μητέρας της στη Λευκωσία όπου διέμενε, στο σπίτι του πατέρα της στο Παραλίμνι, στις εν λόγω ημερομηνίες. Όσον δε αφορούσε την άλλη ανήλικη, η θέση της εφεσείουσας ήταν ότι αυτή, δεν ακολουθούσε τον πατέρα της χωρίς τη δίδυμη αδελφή της.
Ο τραυματισμός της πρώτης ανήλικης δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς εφεσίβλητου. Αμφισβήτησε ωστόσο ότι δεν μπορούσε να μετακινηθεί από τον πατέρα της από τη Λευκωσία στο Παραλίμνι στις επίδικες ημερομηνίες.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο, αφού άκουσε τη σχετική μαρτυρία, δέχθηκε ότι η δεύτερη ανήλικη δεν ακολουθούσε τον πατέρα της χωρίς τη δίδυμη αδελφή της, αλλά απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας ως προς το ζήτημα της μετακίνησης της τραυματισμένης ανήλικης, από την Λευκωσία στο Παραλίμνι.
Έκρινε ότι η αναφορά στα κατατεθέντα ιατρικά πιστοποιητικά σε αποφυγή «άσκοπων μετακινήσεων» της τραυματισθείσας ανήλικης, δεν αφορούσε στη μετακίνηση της για σκοπούς επικοινωνίας με τον πατέρα της.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:
α) Η εφεσείουσα λανθασμένα κρίθηκε ως ένοχη ηθελημένης παρακοής του διατάγματος.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αγνόησε το σύνολο των ιατρικών πιστοποιητικών, λανθασμένα έκρινε πως ο εφεσίβλητος απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή της εφεσείουσας και ανεξήγητα, δέχθηκε τη μαρτυρία του ότι και ο ίδιος ήταν ικανός να παράσχει την απαιτούμενη φροντίδα στην τραυματισμένη κόρη του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή και οι λόγοι έφεσης αβάσιμοι. Είναι θεμελιωμένο, ότι πέραν των τυπικών προϋποθέσεων που προνοούνται στη Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, για να αποδειχθεί το οιονεί αδίκημα της παρακοής, θα πρέπει να αποδειχθεί ηθελημένη ανυπακοή του διατασσομένου προσώπου προς το διάταγμα του Δικαστηρίου.
2. Ήταν προφανές ότι η εφεσείουσα δεν παρέδωσε τις ανήλικες κόρες της στον εφεσίβλητο, στις επίδικες ημερομηνίες. Επομένως η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του οιονεί αδικήματος της παρακοής, είχε αποδειχθεί.
3. Εκείνο που, ορθά, προβλημάτισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η απόδειξη και της υποκειμενικής υπόστασης του οιονεί αδικήματος (mens rea). Αφού απέρριψε την εκδοχή και τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, έκρινε ότι αυτή είχε την αναγκαία πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος, δεδομένου ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά που παρουσίασε δεν δικαιολογούσαν τη θέση της ότι τα ανήλικα τέκνα του ζεύγους δεν μπορούσαν να παραδοθούν στον εφεσίβλητο.
4. Ως προς την απόδειξη της παρακοής, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τόσο η πράξη της καταστρατήγησης του διατάγματος, όσο και η πρόθεση καταστρατήγησης του, από την εφεσείουσα, αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
5. Ως προς το λόγο έφεσης για την ικανότητα του εφεσίβλητου να παράσχει φροντίδα στην ανήλικη τραυματισμένη κόρη του, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνήδε με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη και δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309,
Mouzouris & Another v. Xylophaghou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287,
Federal Bank of the Middle East Limited v. Hadkinson a.o. [2000] 1 WLR 1695,
Harris v. Harris, A-G v. Harris [2001] 2 FLR 895,
Nicholls v. Nicholls [1996] EWCA Civ. 1271,
F v. M [2004] EWHC 727 (Fam),
Re Jones [(2013] EWHC 2579 (Fam),
S-C v. H-C [2010] EWCA Civ. 21.
Έφεση.
Έφεση από την καθ' ης η αίτηση εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κούσιου, Δικ. Οικ. Δικαστηρίου), (Έφεση Αρ. 362/07), ημερομηνίας 10/1/2012.
Αχ. Αιμιλιανίδης, για την Εφεσείουσα.
Ν. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 10.1.2012, σε αιτήσεις παρακοής ημερ. 22.7.2008 και 25.8.2008.
Στις προαναφερόμενες αιτήσεις ο εφεσίβλητος-αιτητής ζήτησε την τιμωρία της εφεσείουσας-καθ' ης η αίτηση για κατ' ισχυρισμόν ανυπακοή της σε διάταγμα του δικαστηρίου που εκδόθηκε την 21.3.2008. Με το διάταγμα εκείνο, που ήταν προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου και εκδόθηκε συναινετικά, διατασσόταν, μεταξύ άλλων, η εφεσείουσα να παραδίδει τις δύο ανήλικες και δίδυμες κόρες των διαδίκων, Κλαίρη-Μαρία και Κερίνα-Χριστίνα, στον εφεσίβλητο, από τις 13.00 της Παρασκευής μέχρι τις 18.30 της Κυριακής, με διανυκτέρευση, αρχής γενομένης από την 21.3.2008 και από τις 12.30 της Τετάρτης μέχρι τις 20.30 της ίδιας μέρας, αρχής γενομένης από 26.3.2008. Στο διάταγμα υπάρχει πρόνοια ότι σε περίπτωση που οι ανήλικες είναι άρρωστες και ο εφεσίβλητος δεν θα ασκεί την επικοινωνία ως ανωτέρω προβλέπεται, τότε η εφεσείουσα θα ειδοποιεί τον εφεσίβλητο και στη συνέχεια θα του παραδίδει ιατρικό πιστοποιητικό από τους ιατρούς Χρ. Κυριάκου ή Μαρία Νεοφύτου ή Χατζημηνά. Σε τέτοια περίπτωση η επικοινωνία του εφεσίβλητου, ως ανωτέρω προβλέπεται, θα μετατίθεται η μεν καθημερινή, σε συνεννόηση με την εφεσείουσα, σε άλλη μέρα και το Σαββατοκυρίακο στην αμέσως επόμενη εβδομάδα.
Το διάταγμα επικοινωνίας οπισθογραφήθηκε από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου με την προειδοποίηση που προβλέπεται από τη Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και επιδόθηκε στην εφεσείουσα στις 28.3.2008.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε γίνει παραδεκτό ότι η επικοινωνία του εφεσίβλητου με τις δύο ανήλικες κόρες του δεν επιτεύχθηκε στις ημερομηνίες 11.7.2008, 15.7.2008, 25.7.2008, 30.7.2008, 8.8.2008 και 13.8.2008. Ουσιαστικά η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε ότι δεν παρέδωσε στον εφεσίβλητο τις ανήλικες κόρες τους, στις προαναφερόμενες ημερομηνίες, αλλά ισχυρίστηκε ότι δεν είχε διαπράξει το αδίκημα της παρακοής στο διάταγμα του δικαστηρίου καθότι η πράξη της δεν ήταν ηθελημένη. Σύμφωνα με την εφεσείουσα, επειδή η ανήλικη Κλαίρη-Μαρία είχε τραυματιστεί σοβαρά στις 15.6.2008 ενώ βρισκόταν στο σπίτι του πατέρα της στο Παραλίμνι, αυτή δεν μπορούσε να μετακινηθεί από το σπίτι της μητέρας της στη Λευκωσία όπου κατοικούσε, στο σπίτι του πατέρα της στο Παραλίμνι, κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες. Ο τραυματισμός της Κλαίρης-Μαρίας στις 15.6.2008, με κάταγμα της δεξιάς κλείδας, δεν αμφισβητήθηκε. Εκείνο που αμφισβητήθηκε όμως από πλευράς εφεσίβλητου ήταν ότι η προαναφερόμενη ανήλικη δεν μπορούσε να μετακινηθεί από τον πατέρα της από τη Λευκωσία στο Παραλίμνι στις προαναφερόμενες ημερομηνίες. Όσον αφορά την ανήλικη Κερίνα-Χριστίνα, η θέση της εφεσείουσας ήταν ότι αυτή δεν ακολουθούσε τον πατέρα της χωρίς τη δίδυμη αδελφή της.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία των διαδίκων και έλαβε υπόψη του τα ιατρικά πιστοποιητικά που παρουσιάστηκαν, δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσείουσας ότι η Κερίνα-Χριστίνα δεν ακολουθούσε τον πατέρα της χωρίς τη δίδυμη αδελφή της, αλλά απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας ως προς το ζήτημα της μετακίνησης της Κλαίρης-Μαρίας από την Λευκωσία στο Παραλίμνι. Με αναφορά στα ιατρικά πιστοποιητικά των γιατρών Αθάνατου και Νησιώτη που κατατέθηκαν, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η αποφυγή «άσκοπων μετακινήσεων» της προαναφερόμενης ανήλικης δεν αφορούσε τη μετακίνηση της για σκοπούς επικοινωνίας με τον πατέρα της. Στα εν λόγω πιστοποιητικά αναφέρεται ότι χρειαζόταν προσοχή ώστε να αποφευχθεί επανατραυματισμός της ανήλικης και φροντίδα, εφόσον το κάταγμα της δεν πορώθηκε πλήρως, όμως από τα ιατρικά πιστοποιητικά μόνο στο πρώτο συστηνόταν η αποφυγή μετακινήσεων σε απόσταση. Το πρώτο πιστοποιητικό ήταν ημερ. 26.6.2008 (του γιατρού Αθάνατου) και σ' αυτό συστηνόταν η αποφυγή μετακίνησης σε απόσταση, και όπως η ανήλικη παραμείνει υπό την επιτήρηση της μητέρας της, για δύο εβδομάδες. Είναι, εξάλλου, εξαιτίας αυτού του γεγονότος που προηγούμενη αίτηση παρακοής ημερ. 11.7.2008, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 21.4.2011.
Με την υπό εξέταση έφεση η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη καθότι α) η εφεσείουσα λανθασμένα κρίθηκε ως ένοχη ηθελημένης παρακοής του διατάγματος ημερ. 21.3.2008 (πρώτος λόγος έφεσης), β) το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αγνόησε το σύνολο των ιατρικών πιστοποιητικών (δεύτερος λόγος έφεσης), γ) το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η «υπερβολική ευαισθησία» της εφεσείουσας συνιστά ηθελημένη παρακοή του διατάγματος (τρίτος λόγος έφεσης), δ) το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε πως ο εφεσίβλητος απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή της εφεσείουσας (τέταρτος λόγος έφεσης), και ε) το πρωτόδικο δικαστήριο, ανεξήγητα, δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι και ο ίδιος ήταν ικανός να παράσχει την απαιτούμενη φροντίδα στην τραυματισμένη κόρη του (πέμπτος λόγος έφεσης).
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Είναι θεμελιωμένο, βέβαια, ότι πέραν των τυπικών προϋποθέσεων που προνοούνται στη Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ότι δηλαδή το διάταγμα πρέπει να φέρει τη σχετική οπισθογράφηση και πιστό αντίγραφο του πρέπει να επιδίδεται προσωπικά στο πρόσωπο που αφορά, εκτός αν γίνεται διαφορετική πρόνοια, που στην προκείμενη περίπτωση ικανοποιούνταν, για να αποδειχθεί το οιονεί αδίκημα της παρακοής, θα πρέπει να αποδειχθεί ηθελημένη ανυπακοή του διατασσομένου προσώπου προς το διάταγμα του δικαστηρίου. Δηλαδή πρέπει να αποδειχθεί όχι μόνον η πράξη της παρακοής αλλά και η πρόθεση παρακοής (Δέστε: Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 και Mouzouris a.o. v. Xylophaghou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287).
Είναι θεμελιωμένο ότι ένα προστακτικό διάταγμα του δικαστηρίου, παρακοή του οποίου επιφέρει τον κίνδυνο της φυλάκισης, πρέπει να είναι απόλυτα σαφές ώστε το διατασσόμενο πρόσωπο να γνωρίζει επακριβώς τί θα πρέπει να πράξει (Δέστε: Federal Bank of the Middle East Limited v. Hadkinson a.o. [2000] 1 WLR 1695 και Harris v. Harris, A-G v. Harris [2001] 2 FLR 895). Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσείουσα-καθ' ης η αίτηση, με το προαναφερόμενο διάταγμα, διατασσόταν να παραδίδει, κατά τον προαναφερόμενο χρόνο, τις ανήλικες κόρες της στον εφεσίβλητο-αιτητή, στον τόπο διαμονής των ανηλίκων, που είναι ο τόπος διαμονής της εφεσείουσας. Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές ότι η εφεσείουσα δεν παρέδωσε τις ανήλικες κόρες της στον εφεσίβλητο, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, στις προαναφερόμενες ημερομηνίες. Επομένως η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του οιονεί αδικήματος της παρακοής αποδείχθηκε. Εκείνο που, ορθά, προβλημάτισε το δικαστήριο ήταν η απόδειξη και της υποκειμενικής υπόστασης του οιονεί αδικήματος (mens rea). Σύμφωνα με τη νομολογία η υποκειμενική υπόσταση συνίσταται σε πρόθεση καταστρατήγησης του επίδικου διατάγματος. Και αυτή (η πρόθεση) πρέπει να αποδειχθεί πέρα από κάθε λογική αμφιβολία (Δέστε: Παπαχρυσοστόμου, ανωτέρω). Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού απέρριψε την εκδοχή και τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, έκρινε ότι αυτή είχε την αναγκαία πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος, δεδομένου ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά που παρουσίασε δεν δικαιολογούσαν τη θέση της ότι τα ανήλικα τέκνα του ζεύγους δεν μπορούσαν να παραδοθούν στον εφεσίβλητο, στις προαναφερόμενες ημερομηνίες, για να μεταφερθούν στο σπίτι του στο Παραλίμνι, από τη Λευκωσία όπου κατοικούσαν. Το πρώτο πιστοποιητικό αφορούσε σε περίοδο δύο μόνο εβδομάδων, προγενέστερη του επίδικου χρόνου των αιτήσεων παρακοής. Όσον αφορά το ζήτημα της «υπερβολικής ευαισθησίας» στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, παρατηρούμε ότι δεν λέχθηκε πουθενά στην πρωτόδικη απόφαση ότι η υπερβολική ευαισθησία της εφεσείουσας συνιστούσε ηθελημένη παρακοή. Η αναφορά στην υπερβολική ευαισθησία της μητέρας έγινε για να διαφανεί γιατί η εφεσείουσα ματαίωσε την επικοινωνία των παιδιών με τον πατέρα τους και γιατί επομένως η ματαίωση αυτή, ήταν αδικαιολόγητη, σύμφωνα με το πρωτόδικο συμπέρασμα, με το οποίο συμφωνούμε.
Ως προς την απόδειξη της παρακοής, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, θεωρούμε ότι τόσο η πράξη της καταστρατήγησης του διατάγματος, όσο και η πρόθεση καταστρατήγησης του, από την εφεσείουσα, αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, υπό τις περιστάσεις, ανεξαρτήτως των κινήτρων που μπορεί να είχε η εφεσείουσα. Για τον πέμπτο λόγο έφεσης, της ικανότητας δηλαδή του εφεσίβλητου να παράσχει φροντίδα στην ανήλικη τραυματισμένη κόρη του, θεωρούμε ότι το εύρημα του δικαστηρίου συνάδει με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης, του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, στο εύρημα εκείνο.
Πριν τελειώσουμε επιθυμούμε να προβούμε σε κάποιες παρατηρήσεις αναφορικά με την παρακοή διαταγμάτων επικοινωνίας γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους, τα οποία δεν ζουν μαζί τους. Τα διατάγματα αυτά εκδίδονται κατά κύριο λόγο προς όφελος των ανηλίκων τέκνων εφόσον αναγνωρίζεται η μεγάλη σημασία της επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων και με τους δύο γονείς τους, παρά το χωρισμό των γονέων. Σε περίπτωση που ο γονέας, που διατάσσεται να συμμορφωθεί με διάταγμα επικοινωνίας του ανήλικου τέκνου του με τον άλλο γονέα, προβάλλει κάποια δικαιολογία για τη μη συμμόρφωση του, το βάρος το έχει εκείνος που προβάλλει τη δικαιολογία να αποδείξει ότι αυτή είναι εύλογη, υπό τις περιστάσεις, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Αυτό, αντίθετα με τον αιτητή που ισχυρίζεται παρακοή διατάγματος του δικαστηρίου, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει τον ισχυρισμό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Δέστε: Nicholls v. Nicholls [1996] EWCA Civ. 1271, F v. M [2004] EWHC 727 (Fam), Re Jones [2013] EWHC 2579 (Fam) και S-C v. H-C (2010) EWCA Civ. 21).
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.