ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A188
(2014) 1 ΑΑΔ 594
13 Μαρτίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥ ΜΙΤΣΙΓΚΑ,
ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
Εφεσείοντα,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 14.6.2013, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 16/12 (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ) ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 232/91.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 208/2013)
Προνομιακά εντάλματα ―∑ Certiorari ― Έφεση εναντίον πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης σε αίτηση χορήγησης άδειας καταχώρησης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, που θα στόχευε στην ακύρωση διατάγματος Οικογενειακού Δικαστηρίου το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο αίτησης περιουσιακών διαφορών ― Απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ― Κρίθηκε καταχρηστική δεδομένου ότι, επιζητούσε ταυτόσημη θεραπεία με την παραλλήλως ασκηθείσα έφεση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Κατάχρηση διαδικασίας ― Πολυσχιδής στις εκφάνσεις της ― Το Δικαστήριο έχει την εξουσία καταστολής τέτοιας κατάχρησης ως μέρος της αυτονομίας και αυτοτέλειας της Δικαστικής λειτουργίας.
Κατάχρηση διαδικασίας ― Καθήκον του Δικαστηρίου είναι να αποτρέπει τη χρήση της δικαστικής αναμέτρησης για αλλότριους σκοπούς ή σκοπούς που δεν είναι απόλυτα σύμφωνοι με τις ορθές, τυπικές και ουσιαστικές, διαδικασίες.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα απορριπτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό, σε αίτηση χορήγησης άδειας καταχώρησης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari που θα στόχευε στην ακύρωση διατάγματος Οικογενειακού Δικαστηρίου το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο αίτησης περιουσιακών διαφορών.
Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε το επίδικο διάταγμα κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης, στην οποία υπεβλήθη ένσταση και ακολούθησε διεξαγωγή Ακρόασης. Με αυτό, διατασσόταν ο εφεσείων ο οποίος ήταν διάδικος σε αίτηση περιουσιακών διαφορών, να υποβάλει στο Δικαστήριο ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας του σε τρεις ημερομηνίες ήτοι, κατά το χρόνο έναρξης της συμβίωσης των διαδίκων, κατά την ημερομηνία τέλεσης του γάμου και κατά την ημερομηνία διακοπής της συμβίωσης.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα που προέβαλε ο εφεσείων ενώπιον του, ότι το Άρθρο 14Α(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/1991 ως έχει τροποποιηθεί, δεν επέτρεπε την παροχή των περιουσιακών στοιχείων σε πέραν της μιας ημερομηνίας.
Καταχωρήθηκε στη συνέχεια από τον εφεσείοντα αίτηση για λήψη άδειας στην προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Το Οικογενειακό Δικαστήριο, κατά την εισήγηση του εφεσείοντος, είχε εξουσία να διατάξει τον εφεσείοντα να αποκαλύψει την περιουσία του μόνο κατά την ημερομηνία διακοπής της συμβίωσης ή κατ΄ άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο θα καθόριζε. Όχι όμως σε σωρευτικές ημερομηνίες.
Η αίτηση απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό, επί τω ότι, τα όσα προέβαλε ο εφεσείων δεν αποτελούσαν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να παρακαμφθεί το εναλλακτικό ένδικο μέσο ως προσφερόμενη θεραπεία, με αναφορά στη γνωστή αρχή ότι στόχος του διατάγματος Certiorari, δεν είναι η διόρθωση λανθασμένης απόφασης, ούτε και αυτό πρέπει να υποκαθιστά τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία.
Η έφεση στηρίχθηκε στους ίδιους λόγους οι οποίοι προβλήθηκαν σε πρώτο βαθμό και αφορούσαν σε εισήγηση ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων, ενώ στην πορεία της συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας, ο συνήγορος του εφεσείοντα, δήλωσε ότι άσκησε και έφεση εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου στη λήξη του διαθέσιμου χρόνου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο εφεσείων εφεσίβαλε την ενδιάμεση απόφαση του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Έπετο ότι το παράπονο που προβλήθηκε με την παρούσα έφεση εναντίον της πρωτόδικης κρίσης ότι το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ή και δεν αποφάσισε ουσιαστικά το θέμα των εξαιρετικών περιστάσεων, απώλεσε την όποια σημασία του, υπό το φως του δεδομένου πλέον, ότι η ουσία της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου θα κριθεί κατ' έφεση.
2. Η παρούσα έφεση δεν παύει να κινείται στα πλαίσια της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που κατά προνόμιο και μόνο αναλαμβάνεται, ακριβώς διότι παρακάμπτει τη συνήθη και αναγνωρισμένη διαδικασία της έφεσης.
3. Η καταχώρηση της έφεσης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου έθεσε αμέσως τη διαφορά των διαδίκων έξω από το πλαίσιο του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος και την ενέταξε στο σύνηθες πλαίσιο αναθεώρησης της ορθότητας της απόφασης του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
4. Επιπρόσθετα, έχει παγιωθεί από τη νομολογία ότι η ύπαρξη δύο παράλληλων διαδικασιών που στοχεύουν στο ίδιο αποτέλεσμα, αποτελεί γενικά κατάχρηση. Η καταχωρηθείσα έφεση και η παρούσα διαδικασία, έχουν ταυτόσημη επιδίωξη. Με αποτέλεσμα η υπό κρίση έφεση να μην μπορούσε παρά να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική.
5. Παράδειγμα κατάχρησης αποτελεί και η εμμονή στην επιδίωξη σκοπού που δεν εξυπηρετεί πλέον οποιοδήποτε στόχο, εφόσον για το ίδιο θέμα έχει ασκηθεί έφεση. Τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω.
Η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501,
Εμπεδοκλέους (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529,
Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Tudor (2011) 1 Α.Α.Δ. 1176,
Σοφοκλέους ν. Τσεσμελόγλου (2011) 1 Α.Α.Δ. 773,
Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ ν. Εταιρείας Ρεϊνμπόου Πλητσιγκ Ντάϊγκ Κο Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 2055,
Mohammed v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 753.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πασχαλίδης, Δ.), (????Αίτηση Αρ. 114/13), ημερομηνίας 24/72013.
Δ. Παπαχρυσοστόμου, για τον Εφεσείοντα.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Δ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Τίθεται προς αναθεώρηση η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απερρίφθη το αίτημα του εφεσείοντος να του χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με στόχο να ακυρωθεί το διάταγμα ημερομηνίας 14.6.2013 που εξέδωσε ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στα πλαίσια της υπόθεσης αρ. 16/12, (Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών).
Τα γεγονότα που οδήγησαν τον αιτητή να υποβάλει την αίτηση για λήψη άδειας καταχώρησης προνομιακού εντάλματος έχουν σε συντομία ως εξής: Είχε υποβληθεί από τη Σταύρη Μίτσιγκα στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας αίτηση ημερομηνίας 15.1.13 για διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται ο Πόλυς Μίτσιγκας - εφεσείων -, όπως εντός 15 ημερών από την έκδοση του διατάγματος ή σε άλλη προθεσμία που ήθελε ορίσει το Δικαστήριο, υποβάλει στο Δικαστήριο ένορκη δήλωση με την οποία να περιγράφεται πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο, η περιουσία στην οποία ο ίδιος είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά το χρόνο έναρξης της συμβίωσης των διαδίκων το Δεκέμβριο του 1997, κατά την ημερομηνία τέλεσης του γάμου στις 21.6.1998 και κατά την ημερομηνία διακοπής της συμβίωσης τον Οκτώβριο του 2010. Στην αίτηση αυτή υπεβλήθη ένσταση, μετά δε από τη διεξαγωγή της νενομισμένης ακροαματικής διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε με ex tempore ενδιάμεση απόφασή του το αιτηθέν διάταγμα κατά τρόπο ώστε ο εφεσείων να οφείλει να υποβάλει στο Δικαστήριο ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας του στις εξής διαφορετικές ημερομηνίες: Το Δεκέμβριο του 1997, τον Ιανουάριο του 1998, κατά την 21.6.1998, κατά τα τέλη Οκτωβρίου του 2010, στις 31.12.2010 και κατά το Φεβρουάριο του 2011. Ο Πρόεδρος απέρριψε το επιχείρημα που προέβαλε ο εφεσείων ενώπιον του, ότι το Άρθρο 14Α(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/1991, δεν επέτρεπε την παροχή των περιουσιακών στοιχείων σε πέραν της μιας ημερομηνίας.
Κατεχωρήθη στη συνέχεια από τον εφεσείοντα αίτηση για λήψη άδειας στην προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Ο βασικός άξονας της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντος ήταν ότι παραβιάσθηκε κατάφωρα το γράμμα, αλλά και το πνεύμα του Άρθρου 14Α(1) του Νόμου αρ. 232/1991, κατά τρόπον ώστε το εκδοθέν από τον Πρόεδρο διάταγμα να βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με αυτό. Το Δικαστήριο, κατά την εισήγηση του εφεσείοντος, είχε εξουσία να διατάξει τον εφεσείοντα να αποκαλύψει την περιουσία του μόνο κατά την ημερομηνία διακοπής της συμβίωσης ή κατ' άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο θα καθόριζε. Όχι όμως σε σωρευτικές ημερομηνίες.
Ο κ. Παπαχρυσοστόμου αγορεύοντας ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αποδέχθηκε την ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου προς αμφισβήτηση της απόφασης του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου, με το ένδικο μέσο να είναι αυτό της έφεσης. Όμως, θεώρησε και έτσι επιχειρηματολόγησε, ότι θα έπρεπε να χορηγηθεί η άδεια λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων που υπήρχαν στην υπόθεση. Οι εξαιρετικές αυτές περιστάσεις, κατά το συνήγορο, ήταν ακριβώς η ίδια η εξόφθαλμα εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου ώστε να υπάρχει εμφανές νομικό σφάλμα στο πρακτικό - διάταγμα του Προέδρου, ενώ η ερμηνεία που έδωσε ο Πρόεδρος, αν δεν ακυρωθεί, ενδεχομένως να ακολουθηθεί και από άλλους Δικαστές του Οικογενειακού Δικαστηρίου και να συνεχίσει έτσι η λανθασμένη αυτή ερμηνεία. Η αναγκαιότητα κατίσχυσης του κράτους δικαίου με την απόδοση της ορθής ερμηνείας στο λεκτικό του Νόμου, αποτελεί επίσης εξαιρετική περίσταση που θα δικαιολογούσε τη χορήγηση άδειας παρά την ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για άδεια. Εκρινε, αφού αναφέρθηκε στο πιο πάνω ιστορικό, ότι τα όσα προέβαλε ο εφεσείων δεν αποτελούσαν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να παρακαμφθεί το εναλλακτικό ένδικο μέσο ως προσφερόμενη θεραπεία, με αναφορά στη γνωστή αρχή ότι στόχος του διατάγματος Certiorari δεν είναι η διόρθωση λανθασμένης απόφασης, ούτε και αυτό πρέπει να υποκαθιστά τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία. Ούτε αποτελεί το προνομιακό ένταλμα μέσο εποπτείας της διαδικασίας ενώπιον των Επαρχιακών ή άλλων πρωτόδικων Δικαστηρίων.
Με την έφεσή του ο συνήγορος πρότεινε ακριβώς την ίδια επιχειρηματολογία διατεινόμενος ότι είναι τόσο εξόφθαλμα λανθασμένη η ερμηνεία που έδωσε ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ώστε να δικαιούται κατ' ελάχιστο στο στάδιο αυτό τη χορήγηση άδειας για να προχωρήσει να καταχωρήσει την αίτηση για έκδοση του προνομιακού εντάλματος Certiorari. Στην πορεία της συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας, ο συνήγορος δήλωσε ότι άσκησε και έφεση εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου στη λήξη του διαθέσιμου χρόνου προς καταχώρηση έφεσης, διαφορετικά θα ήταν εκ μέρους του αμελές να άφηνε την περίοδο χρόνου να εκπνεύσει χωρίς οποιαδήποτε κίνηση. Τέθηκε επομένως ζήτημα από την Ολομέλεια κατά πόσο η εκκρεμούσα τώρα ενώπιον της διαδικασία προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με την οποία δεν χορηγήθηκε η άδεια, έχει λόγο ύπαρξης εφόσον το ζήτημα θα αποτελέσει πλέον αντικείμενο εξέτασης κατά την έφεση. Πρόσθετα, τέθηκε ζήτημα κατά πόσο η ύπαρξη δύο παράλληλων διαδικασιών αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Ο συνήγορος επέμεινε στην προώθηση της υπό κρίση έφεσης εισηγούμενος ότι είναι διαφορετικές οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία του προνομιακού εντάλματος και στη διαδικασία της κανονικής εφέσεως. Και ότι περαιτέρω σε περίπτωση που επιτύχει η παρούσα έφεση και του χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος Certiorari, θα αποσύρει αμέσως την έφεση που καταχώρησε εναντίον της απόφασης του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Η έφεση δεν μπορεί να συνεχίσει. Η αναγνώριση από το συνήγορο του εφεσείοντος, και ορθώς, τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιον της Ολομέλειας, ότι υπήρχε εναλλακτική θεραπεία, έθεσε ευθέως το θέμα της διαπίστωσης εξαιρετικών περιστάσεων που θα παράκαμπταν τον κανόνα της μη παροχής άδειας παρά την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης εφόσον αναγνωρίζεται άλλο ένδικο μέσο. Το ζήτημα όμως πέρασε από τη θεωρία στην πράξη. Ο εφεσείων όντως εφεσίβαλε την ενδιάμεση απόφαση του Πρόεδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Επεται ότι το παράπονο που διαπιστώνεται με την παρούσα έφεση εναντίον της πρωτόδικης κρίσης ότι το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ή και δεν αποφάσισε ουσιαστικά το θέμα των εξαιρετικών περιστάσεων, απώλεσε την όποια σημασία του, υπό το φως του δεδομένου πλέον ότι η ουσία της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου θα κριθεί κατ' έφεση. Υπενθυμίζεται ότι η παρούσα έφεση δεν παύει να κινείται στα πλαίσια της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που κατά προνόμιο και μόνο αναλαμβάνεται, ακριβώς διότι παρακάμπτει τη συνήθη και αναγνωρισμένη διαδικασία της έφεσης. Η καταχώρηση της έφεσης έθεσε αμέσως τη διαφορά των διαδίκων έξω από το πλαίσιο του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος και την ενέταξε στο σύνηθες πλαίσιο αναθεώρησης της ορθότητας της απόφασης του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Επιπρόσθετα, έχει παγιωθεί από τη νομολογία ότι η ύπαρξη δύο παράλληλων διαδικασιών που στοχεύουν στο ίδιο αποτέλεσμα, αποτελεί γενικά κατάχρηση. Η καταχωρηθείσα έφεση και η παρούσα διαδικασία έχουν ταυτόσημη επιδίωξη. Με αποτέλεσμα η υπό κρίση έφεση να μην μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική. Τα Δικαστήρια δεν είναι δυνατόν να ασχολούνται δύο φορές με το ίδιο θέμα, η δε δήλωση ότι θα αποσυρθεί η έφεση επί της ενδιάμεσης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας, ακριβώς επιτείνει το πρόβλημα και δεν το επιλύει. Είναι θέση που επιβεβαιώνει την καταχρηστική πορεία που ακολουθείται από τον εφεσείοντα, ο οποίος δεν μπορεί να διατηρεί προς όφελος του δύο παράλληλες διαδικασίες.
Η κατάχρηση διαδικασίας μπορεί να λάβει πολλές μορφές και να εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους. Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, η κατάχρηση διαδικασίας είναι πολυσχιδής στις εκφάνσεις της, το δε Δικαστήριο έχει την εξουσία καταστολής τέτοιας κατάχρησης ως μέρος της αυτονομίας και αυτοτέλειας της Δικαστικής λειτουργίας, (Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501, Εμπεδοκλέους (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529, Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Tudor (2011) 1 Α.Α.Δ. 1176).
Παράδειγμα κατάχρησης αποτελεί και η εμμονή στην επιδίωξη σκοπού που δεν εξυπηρετεί πλέον οποιοδήποτε στόχο, εφόσον για το ίδιο θέμα έχει ασκηθεί έφεση, (Σοφοκλέους ν. Τσεσμελόγλου (2011) 1 Α.Α.Δ. 773). Τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, (Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ ν. Εταιρείας Ρεϊνμπόου Πλητσιγκ και Ντάϊγκ Κο Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 2055 και Mohammed v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 753).
Καθήκον του Δικαστηρίου είναι να αποτρέπει τη χρήση της δικαστικής αναμέτρησης για αλλότριους σκοπούς ή σκοπούς που δεν είναι απόλυτα σύμφωνοι με τις ορθές, τυπικές και ουσιαστικές, διαδικασίες.
Η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.