ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1877
11 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
1. ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ,
Εφεσείoντες,
ν.
1. ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΙΑΚΑΛΛΗ,
2. ΚΥΠΡΟΥΛΛΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
3. ΑΝΔΡΕΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
4. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 290/2009)
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Δικαίωμα διάβασης ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία έκδοσης διατάγματος ακύρωσης και διαγραφής από τα κτηματολογικά μητρώα και τους τίτλους των επηρεαζομένων τεμαχίων, δικαιώματος διάβασης το οποίο δεν είχε εγγραφεί με απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 11(Α) Κεφ. 224, αλλά, δυνάμει του Άρθρου 11 (1)(α).
Συμβάσεις ― Πλάνη ― Άρθρο 21 του Κεφ.149 ― Ακυρότητα συμφωνίας παροχής δικαιώματος διάβασης το οποίο δεν παραχωρήθηκε με απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου αλλά δυνάμει του Άρθρου 11 (1)(α) του Κεφ. 224 ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί ύπαρξης πλάνης.
Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ― Το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει οποιαδήποτε θεραπεία κρίνεται υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη ― Στη βάση της νομολογιακής αρχής ότι αυτή χορηγείται έστω και αν δεν ζητείται, νοουμένου ότι τα γεγονότα τίθενται στο σώμα της απαίτησης.
Πολιτική Δικονομία ― Έκθεση Απαίτησης ― Αιτούμενες Θεραπείες ― Έστω και αν ο τρόπος που διατυπώνονται οι θεραπείες δεν είναι ο ορθός, εν τούτοις μπορεί να χορηγηθούν αν από το όλο πνεύμα του σώματος της έκθεσης απαιτήσεως τεκμαίρεται η ορθή αξίωσή τους.
Επί του τίτλου ακίνητης ιδιοκτησίας των εφεσειόντων, ενεγράφησαν τρία δικαιώματα διάβασης και τα οποία παραχώρησαν το 2000 οι εφεσίβλητοι ιδιοκτήτες των δουλευόντων τεμαχίων προς όφελος της τότε ιδιοκτήτριας του δεσπόζοντος τεμαχίου.
Από το χρόνο επιβολής των πιο πάνω δικαιωμάτων οι εφεσίβλητοι εμπόδιζαν τους εφεσείοντες να ασκήσουν ελεύθερα και απρόσκοπτα τα δικαιώματα διαβάσεως με διάφορους τρόπους και οι εφεσείοντες καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την υπό κρίση αγωγή.
Αξίωναν δε αναγνωριστική δήλωση του δικαιώματος διαβάσεως διά των ακινήτων των εφεσιβλήτων εναγομένων, διάταγμα άρσης της παράνομης επέμβασης, αποζημιώσεις και διαζευκτικώς διάταγμα παύσης της οχληρίας. Η αγωγή σε κάποιο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας αποσύρθηκε εναντίον των εναγομένων 5 και 6 οι οποίοι δεν καταχώρησαν εμφάνιση.
Αποτέλεσε κοινό έδαφος μεταξύ των μερών και εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι 1-4 καταχώρησαν αίτηση για κατάργηση του δικαιώματος διάβασης για το λόγο ότι το δεσπόζον έπαυσε να είναι περίκλειστο εφ' όσον απέκτησε πρόσβαση από αλλού σε δημόσιο δρόμο. Οι εφεσείοντες έφεραν ένσταση στην κατάργησή του. Μετά από πραγματοποίηση επιτόπιας εξέτασης εκ μέρους του Κτηματολογικού Γραφείου ο Διευθυντής με απόφαση-ειδοποίηση ημερ. 27.4.2007, Άρθρο 12(3) του Νόμου, Κεφ. 224, έκρινε ότι το δικαίωμα διάβασης θα εξακολουθούσε να βαραίνει τα ακίνητα των εφεσιβλήτων όπως αυτά ενεγράφησαν με το σχετικό φάκελο, εφ' όσον δεν διαπιστώθηκε η διάνοιξη άλλου δημόσιου δρόμου ή άλλης διόδου.
Εναντίον της απόφασης οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αίτηση-έφεση η οποία κατά την έκδοση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και μέχρι την ενώπιον του Εφετείου ακρόαση, εκκρεμούσε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας τη μαρτυρία και αποδεχόμενο τις θέσεις της εφεσείουσας 1, την οποία έκρινε αξιόπιστη ως προς τις αιτιάσεις της και απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη την εφεσίβλητη κατέληξε στα πιο κάτω:
(α) Ότι η εφεσίβλητη-εναγόμενη 1 με πράξεις, παραλείψεις, παρεμπόδιζε τη χρήση της διάβασης της εφεσείουσας διά μέσου του δουλεύοντος, όχι όμως και οι εναγόμενοι 2-4. Έκρινε πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος που είχαν σε σχέση με το δικαίωμα διάβασης διά μέσου του Τεμ. 483, όπως περιοριζόταν «πεζή, με ζώα και δι' οιουδήποτε οχήματος».
(β) Ότι το δικαίωμα διαβάσεως παραχωρήθηκε από τους εναγόμενους 1-4 δωρεάν. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία για αντάλλαγμα ή για ανταλλαγή ή παραχώρηση λωρίδας γης στο δουλεύον και στο 1746. Μόνο οι εναγόμενοι 5 και 6 παραχώρησαν τη δίοδο έναντι ανταλλάγματος: Λ.Κ.200.
Αποδεχόμενο τη μαρτυρία της εφεσείουσας 1 και της εφεσίβλητης 1 με αναφορά και στην αξιόπιστη μαρτυρία των Μ.Ε.3 και Μ.Υ.2 χαρτογράφου, το Δικαστήριο κατέληξε ότι τόσο οι εφεσείοντες, όσο και οι εφεσίβλητοι, κατά το χρόνο παραχώρησης του δικαιώματος διάβασης δεν γνώριζαν το ακριβές εγγεγραμμένο σύνορο των Τεμ. 1740 και 10.
Έκρινε ότι υπό κανονικές περιστάσεις οι αξιώσεις της θα πετύχαναν μόνο εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης 1 και θα απορριπτόταν για τους υπόλοιπους εφεσίβλητους. Για το θέμα της ζημιάς κατέληξε πως οι εφεσείοντες-ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν κάτι συγκεκριμένο (άλλωστε δεν το είχαν δικογραφήσει) και θα επιδίκασε μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €10.
Διαφοροποίησε όμως την κατάληξή του ως προς την εφεσίβλητη 1 λόγω της ανταπαίτησής της, η οποία έκρινε πως θα πρέπει να επιτύχει. Απόφαση την οποία στήριξε στο Άρθρο 21 του Κεφ.149 και στην πλάνη την οποία όπως διαπίστωσε τελούσαν τα διάδικα μέρη κατά τη συμφωνία παραχώρησης διόδου από το δουλεύον κτήμα σε συνάρτηση με το σύνορό του με το Τεμ. 10, «θεωρούσαν» είναι η κατάληξή του «και οι δύο πλευρές ως σύνορο τον όχθο ύψους περίπου 1 μ. που από παλιά υπήρχε εκεί ως σύνορο. Η πλάνη τους αυτή καθιστούσε τη συμφωνία τους, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην οποία στηρίχθηκε η σύσταση της δουλείας, άκυρη σύμφωνα με το Άρθρο 21.
Έκρινε όμως τη συμφωνία άκυρη και λόγω έλλειψης νόμιμης αντιπαροχής στη βάση των Άρθρων 10 και 25(1) του Κεφ. 149. Έτσι, απέρριψε την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1-4 με έξοδα υπέρ τους και εναντίον των εφεσειόντων, εξέδωσε δε στη βάση της ανταπαίτησης της εφεσίβλητης 1, διάταγμα ακύρωσης και διαγραφής του δικαιώματος διάβασης από τα κτηματολογικά μητρώα και τους τίτλους των επηρεαζομένων τεμαχίων.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
Πρώτος λόγος έφεσης.
Εσφαλμένα και χωρίς να έχει καμιά δικαιοδοσία το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση Διευθυντή του Κτηματολογίου που αφορούσε το πιο πάνω δικαίωμα διάβασης παραβλέποντας ότι η αυτή ακυρώνεται μόνο με αίτηση έφεσης σύμφωνα με το Άρθρο 80 του Κεφ. 224, και όχι με αγωγή ή ανταπαίτηση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η διαδικασία εγγραφής του δικαιώματος διάβασης έγινε στην παρούσα, με οικειοθελή παραχώρηση εκ μέρους όλων των διαδίκων μερών, με ή χωρίς αντάλλαγμα. Το επίδικο δικαίωμα διάβασης δεν είχε εγγραφεί με απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 11(Α) Κεφ. 224, αλλά, δυνάμει του Άρθρου 11 (1) (α) με το σχετικό έντυπο παραχώρησης, Τεκ. 6. Ήταν προφανώς λανθασμένη η θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το επίδικο δικαίωμα διάβασης είχε εγγραφεί σύμφωνα με «απόφαση» του Διευθυντή που εφεσιβλήθηκε και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.
2. Η διαδικασία την οποία ακολούθησαν εκ των υστέρων οι εφεσίβλητοι 1-4, για κατάργηση του δικαιώματος διόδου, έγινε κατ' επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 12(3) του Κεφ. 224 σε μια προσπάθεια των εφεσιβλήτων για ακύρωση του δικαιώματος, η οποία και απορρίφθηκε, ενδεχομένως προκάλεσε σύγχιση στον τρόπο αντίκρισης του όλου προβλήματος.
3. Το γεγονός όμως ότι οι εφεσίβλητοι στήριξαν τη μεταγενέστερη αίτησή τους, στις πρόνοιες του Άρθρου 12(3), δεν ήταν δυνατόν να μεταβάλει το χαρακτήρα της γένεσης και σύστασης του δικαιώματος διάβασης.
4. Η σχετική προσέγγιση του Δικαστηρίου και εφαρμογή των προνοιών του περί Συμβάσεων Νόμου σε αναφορά με περιουσιακό δικαίωμα ευθυγραμμίζεται με τη νομολογία.
Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίφθηκε.
Δεύτερος λόγος έφεσης (Συναφής με τρίτο, τέταρτο, έκτο και έβδομο λόγο έφεσης).
Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον της εναγόμενης εφεσίβλητης 1, σε αντίθεση με τη μαρτυρία και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αγωγή της εφεσίβλητης 1 είχε πετύχει.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Tα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ήταν καθ' όλα εύλογα και δικαιολογημένα στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας της εφεσείουσας 1 όπως την αποδέχτηκε το Δικαστήριο.
2. Δεν υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό στην πορεία που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει οποιαδήποτε θεραπεία κρίνεται υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη. Στη βάση της νομολογιακής αρχής ότι αυτή χορηγείται έστω και αν δεν ζητείται, νοουμένου ότι τα γεγονότα τίθενται στο σώμα της απαίτησης.
3. Στην Υπεράσπιση προβλήθηκε με την παράγραφο 8 ο ισχυρισμός πλάνης, η οποία συνέτρεχε κατά το χρόνο παραχώρησης του επιδίκου δικαιώματος, ενώ η αξίωση στη βάση της έλλειψης της ακυρότητας λόγω έλλειψης νομίμου ανταλλάγματος και/ή αποτυχίας ανταλλάγματος, απουσιάζει από το σώμα του δικογράφου και επανέρχεται υπό μορφή αιτητικού υπό στοιχείο (α). Αντιθέτως, δεν εισάγεται υπό μορφή αιτητικού οποιαδήποτε θεραπεία σε σχέση με το ζήτημα της πλάνης. Και στις δύο περιπτώσεις ακούστηκε μαρτυρία. Οι μάρτυρες αντεξετάστηκαν και στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας το Δικαστήριο προχώρησε στα ευρήματά του.
4. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η θεραπεία που παραχωρήθηκε δικαιολογείτο από τις δικογραφημένες θέσεις, ήταν ορθή.
5. Ήταν νομολογιακά θεμελιωμένη η επιλογή του Δικαστηρίου: να αποδώσει θεραπεία και να εκδώσει διάταγμα ακύρωσης του δικαιώματος διαβάσεως στη βάση της κατάληξής του για συντρέχουσα πλάνη, δυνάμει του Άρθρου 21. Δεν ήταν όμως το ίδιο δικαιολογημένο ως προς το ζήτημα της έλλειψης αντιπαροχής από τη στιγμή που αυτό δεν δικογραφείτο. Ορθά δε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε διάταγμα άρσης της επέμβασης.
5ος λόγος έφεσης.
Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όντως το Δικαστήριο, ενώ δέχεται ότι ο εφεσίβλητος 4 παραδέχτηκε ευθαρσώς πως δεν επέτρεψαν στους εφεσείοντες «να περάσουν το λάστιχο νερού» από τη δίοδο, με το σκεπτικό ότι χρειαζόταν άδεια «για να περάσουν υπηρεσίες» κατέληξε πως τόσο ο ίδιος ο εφεσίβλητος 4, όσο και οι λοιποί εφεσίβλητοι, πλην της εφεσίβλητης 1, δεν έπραξαν κάτι για να εμποδίσουν τη διάβαση σε σχέση με το δουλεύον κτήμα των εφεσειόντων.
2. Έκρινε, ότι τα παραχωρηθέντα δικαιώματα διάβασης αναφέρονταν μόνο σε δικαίωμα διάβασης «πεζή με ζώα και οιουδήποτε οχήματος».
3. Το Άρθρο 11Α(1) του Κεφ. 224, διαλαμβάνει και το δικαίωμα διοχέτευσης ύδατος και η λανθασμένη αυτή κατάληξη του Δικαστηρίου οδηγούσε αναπόφευκτα σε μερική επιτυχία του 5ου λόγου έφεσης.
4. Με την κατάσταση όπως διαμορφώνεται και έχοντας πάντοτε κατά νου, το πραγματοπαγές του δικαιώματος διαβάσεως, το γεγονός ότι το καταργηθέν δικαίωμα ενεγράφη ως εμπράγματο δικαίωμα προσαρτημένο στα δουλεύοντα ακίνητα, θα ήταν άδικο και παράλογο να εκδοθεί διάταγμα άρσης της παράνομης επέμβασης, σε σχέση με το Τεμ. 483 και μόνο, (εφεσίβλητος 4). Διαφορετική αντίκριση θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα.
5. Οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούσαν, παρά την επιτυχία του 5ου λόγου έφεσης, την επίκληση των προνοιών του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/1960, όπως τροποποιήθηκε.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης 1.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χρυσάνθου κ.ά. ν. Αντωνιάδη (1969) 1 C.L.R. 622,
Σωκράτους ν. Μέζου (1975) 1 C.L.R. 62,
Χαφιέρος κ.ά. ν. Θεοχάρους κ.ά. (1978) 1 C.L.R. 619,
Κραμβιάς κ.ά. ν. Θεοδοσίου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 267,
Σάουρου ν. Φιλίππου (2009) 1 Α.Α.Δ. 203,
Θέμη ν. Χριστοδούλου (2010) 1(Β) Α.Α.Δ 1177,
Ελληνοπούλου ν. Δημητριάδη (1995) 1 Α.Α.Δ. 709,
C. Malathouras & Sons Ltd v. Λαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1233.
Έφεση.
Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5568/05), ημερομ. 4/9/2009.
Α. Χατζησέργης, για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες 1 και 2.
Χρ. Ιωάννου, για την Εφεσίβλητη-Εναγόμενη 1.
Μ. Μούρος, για τους Εφεσίβλητους-Εναγόμενους 2 και 3.
Στ. Χατζημάρκου, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο 4.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι εγγεγραμμένοι συνιδιοκτήτες κατά 3/4¾και 1/4 μερίδια αντιστοίχως, του κτήματος υπ' αριθμό εγγραφής 0/19515, Φ/Σχ.29/16, τμήμα 0, τεμάχιο 917, Δήμος/Κοινότητα Παλιομέτοχο, ενορία Παλιομέτοχο, Τοποθεσία κοντά στο χωριό, εκτάσεως ενός (1) δεκαρίου και 227 μ2 , επαρχία Λευκωσίας (δεσπόζον). Η εφεσίβλητη είναι ιδιοκτήτρια του κτήματος υπ' αριθμό εγγραφής 0/23064, Φ/Σχ.29/08, τμήμα 0, τεμάχιο 1748, Παλιομέτοχο, Λευκωσία το οποίο συνορεύει με το τεμάχιο των εναγόντων (δουλεύον).
Οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 είναι συνιδιοκτήτες του κτήματος υπ' αριθμό εγγραφής 0/22886, Φ/Σχ.29/08, τμήμα 0 τεμάχιο 483, Παλιομέτοχο, Λευκωσία και οι εναγόμενοι 5 και 6 συνιδιοκτήτες του κτήματος υπ' αριθμό εγγραφής 0/26544, Φ/Σχ.29/16, τμήμα 0, τεμάχιο 10, Παλιομέτοχο, Λευκωσία, το οποίο συνορεύει με το τεμάχιο των εφεσειόντων.
Επί του τίτλου ιδιοκτησίας των εφεσειόντων ενεγράφησαν τρία δικαιώματα διάβασης όπως με λεπτομέρεια περιγράφονται στο πιστοποιητικό εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας και τα οποία παραχώρησαν το 2000 οι εφεσίβλητοι ιδιοκτήτες των δουλευόντων τεμαχίων προς όφελος της τότε ιδιοκτήτριας του δεσπόζοντος τεμαχίου.
Από το χρόνο επιβολής των πιο πάνω δικαιωμάτων οι εφεσίβλητοι εμπόδιζαν τους εφεσείοντες να ασκήσουν ελεύθερα και απρόσκοπτα τα δικαιώματα διαβάσεως με διάφορους τρόπους εξ ου και οι εφεσείοντες καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την υπό κρίση αγωγή. Αξίωναν δε αναγνωριστική δήλωση του δικαιώματος διαβάσεως διά των ακινήτων των εφεσιβλήτων εναγομένων, διάταγμα άρσης της παράνομης επέμβασης, αποζημιώσεις και διαζευκτικώς διάταγμα παύσης της οχληρίας. Η αγωγή σε κάποιο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας αποσύρθηκε εναντίον των εναγομένων 5 και 6 οι οποίοι δεν καταχώρησαν εμφάνιση.
Με την υπεράσπισή της η εφεσίβλητη 1, αποδέχεται την επιβάρυνση. Προβάλλει όμως τον ισχυρισμό ότι το δικαίωμα παραχωρήθηκε το 2000 προς την τότε ιδιοκτήτρια του δεσπόζοντος, Μαρία Σόλωνος, που σημειώνουμε ότι είναι μητέρα της εφεσείουσας 1 και πεθερά του εφεσείοντος 2, με αντάλλαγμα, το οποίο όμως ουδέποτε δόθηκε. Η τελευταία είχε συμφωνήσει να της παραχωρήσει λωρίδα γης στο σύνορο των τεμαχίων 917 και 1748 στην οποία καλόπιστα επενέβαινε η εφεσίβλητη 1, διότι τόσο η ίδια, όσο και οι προκάτοχοί της στον τίτλο το θεωρούσαν τμήμα του ακινήτου της, και μια λωρίδα γης από γειτονικό Τεμ. 1727 προς το Τεμ.1746 του εφεσίβλητου 4 για να επιτευχθεί η ευθυγράμμιση της μιας πλευράς του τελευταίου τεμαχίου.
Ακόμη ότι κατά το χρόνο της παραχώρησης του δικαιώματος η εφεσίβλητη 1 τελούσε υπό πλάνη σε σχέση με τη θέση και κατεύθυνση του παραχωρηθέντος δικαιώματος, με βάση την τότε επιτόπου υφιστάμενη και αποδεκτή κατάσταση. Στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών της η εφεσίβλητη 1 καταχώρησε ανταπαίτηση αξιώνοντας μεταξύ άλλων δήλωση του Δικαστηρίου ότι το δικαίωμα διάβασης είναι άκυρο ως παραχωρηθέν άνευ νομίμου ανταλλάγματος και/ή ότι το αντάλλαγμα που συμφωνήθηκε δεν δόθηκε, καθώς και διατάγματα ακύρωσης και διαγραφής του δικαιώματος διαβάσεως από τα κτηματολογικά μητρώα. Διαζευκτικώς αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.10.000 ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση του υφιστάμενου δικαιώματος.
Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι 2-4 με την υπεράσπισή τους δεν αμφισβητούν την ύπαρξη του δικαιώματος διάβασης των εφεσειόντων, προβάλουν όμως τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε εμπόδισαν τους εφεσείοντες ενάγοντες να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, τα οποία, εν πάση περιπτώσει, ουδέποτε εξήσκησαν «επειδή υπάρχει συνοριακή διαφορά με το κτήμα της εφεσείουσας 1 και των εναγομένων 5 6. Αμφισβητούν επίσης την επί τόπου κατάσταση και προβάλλουν ότι οι εφεσείοντες χρησιμοποιούν άλλο δρόμο επειδή το κτήμα τους έπαψε να είναι περίκλειστο. Με την απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση της εναγόμενης 1, προβάλλεται άρνηση των ισχυρισμών περί έλλειψης ανταλλάγματος. Ισχυρίζονται επίσης ότι ουδεμία σχέση έχει με την υπόθεση αν υπήρχε ή όχι αντάλλαγμα από τη στιγμή που η εφεσίβλητη 1 παραδέχεται την ύπαρξη του δικαιώματος διαβάσεως.
Όπως διαπιστώνεται και όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει, μεγάλο μέρος των γεγονότων δεν αμφισβητήθηκαν, ενώ πολλά άλλα γεγονότα παρέμειναν αναντίλεκτα όπως προέκυψαν από τα τεκμήρια τα οποία είχαν παρουσιαστεί. Πρόκειται για αριθμό φακέλων του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Λευκωσίας σχετικούς με την εγγραφή των δικαιωμάτων διάβασης, καθώς και σχετικής αλληλογραφίας μεταξύ των διαδίκων και του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Όλοι οι τότε εναγόμενοι συμφωνούσαν στην παραχώρηση διόδου και το δήλωσαν εγγράφως στα απαιτούμενα έντυπα Ν.215Α/5.4.2000, συνοδευόμενα από τοπογραφικό σχέδιο και σχεδιαγράμματα.
Σημειώνουμε εξ υπαρχής πως η μέθοδος απόκτησης διόδου έγινε κατ' ακολουθία του Άρθρου 11(1) (α) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ. 224, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ όλων των διαδίκων μερών.
Αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών και εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι 1-4 καταχώρησαν αίτηση για κατάργηση του δικαιώματος διάβασης για το λόγο ότι το δεσπόζον έπαυσε να είναι περίκλειστο εφ' όσον απέκτησε πρόσβαση από αλλού σε δημόσιο δρόμο. Οι εφεσείοντες έφεραν ένσταση στην κατάργησή του. Μετά από πραγματοποίηση επιτόπιας εξέτασης εκ μέρους του Κτηματολογικού Γραφείου ο Διευθυντής με απόφαση-ειδοποίηση ημερ. 27.4.2007, Άρθρο 12(3) του Νόμου, Κεφ. 224, έκρινε ότι το δικαίωμα διάβασης θα εξακολουθούσε να βαραίνει τα ακίνητα των εφεσιβλήτων όπως αυτά ενεγράφησαν με το σχετικό φάκελο, εφ' όσον δεν διαπιστώθηκε η διάνοιξη άλλου δημόσιου δρόμου ή άλλης διόδου. Εναντίον της απόφασης οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αίτηση-έφεση η οποία κατά την έκδοση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και μέχρι την ενώπιον του Εφετείου ακρόαση, εκκρεμούσε ακόμη. Αποτελεί επίσης κοινό έδαφος ότι ζήτημα συνοριακής διαφοράς μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης 1, τέθηκε και εξετάστηκε από το Διευθυντή του Κτηματολογίου, η οποία και αποκάλυψε τη λανθασμένη αντίληψη που είχαν τα μέρη αναφορικά με τα σύνορα των επιδίκων τεμαχίων, σε σχέση με το δικαίωμα διάβασης, εξ ου και η εφεσίβλητη 1 καταχώρισε έφεση κατά της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε στις 7.2.2005.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας τη μαρτυρία και αποδεχόμενο τις θέσεις της εφεσείουσας 1, την οποία έκρινε αξιόπιστη ως προς τις αιτιάσεις της και απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη την εφεσίβλητη κατέληξε στα πιο κάτω:
(α) Ότι η εφεσίβλητη-εναγόμενη 1 με πράξεις, παραλείψεις, παρεμπόδιζε τη χρήση της διάβασης της εφεσείουσας διά μέσου του δουλεύοντος, όχι όμως και οι εναγόμενοι 2-4. Έκρινε πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος που είχαν σε σχέση με το δικαίωμα διάβασης διά μέσου του Τεμ. 483, όπως περιοριζόταν «πεζή, με ζώα και δι' οιουδήποτε οχήματος».
(β) Ότι το δικαίωμα διαβάσεως παραχωρήθηκε από τους εναγόμενους 1-4 δωρεάν. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία για αντάλλαγμα ή για ανταλλαγή ή παραχώρηση λωρίδας γης στο δουλεύον και στο 1746. Μόνο οι εναγόμενοι 5 και 6 παραχώρησαν τη δίοδο έναντι ανταλλάγματος: Λ.Κ.200.
Αποδεχόμενο τη μαρτυρία της εφεσείουσας 1 και της εφεσίβλητης 1 με αναφορά και στην αξιόπιστη μαρτυρία των Μ.Ε.3 και Μ.Υ.2 χαρτογράφου, το Δικαστήριο κατέληξε ότι τόσο οι εφεσείοντες, όσο και οι εφεσίβλητοι, κατά το χρόνο παραχώρησης του δικαιώματος διάβασης δεν γνώριζαν το ακριβές εγγεγραμμένο σύνορο των Τεμ. 1740 και 10. Έκρινε ότι υπό κανονικές περιστάσεις οι αξιώσεις της θα πετύχαναν μόνο εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης 1 και θα απορριπτόταν για τους υπόλοιπους εφεσίβλητους. Για το θέμα της ζημιάς κατέληξε πως οι εφεσείοντες-ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν κάτι συγκεκριμένο (άλλωστε δεν το είχαν δικογραφήσει) και θα επεδίκαζε μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €10.
Διαφοροποίησε όμως την κατάληξή του ως προς την εφεσίβλητη 1 λόγω της ανταπαίτησής της, η οποία έκρινε πως θα πρέπει να επιτύχει. Απόφαση την οποία στήριξε σε δύο σκέλη. Στο Άρθρο 21 του Κεφ.149: στην πλάνη την οποία όπως διαπίστωσε τελούσαν τα διάδικα μέρη κατά τη συμφωνία παραχώρησης διόδου από το δουλεύον κτήμα σε συνάρτηση με το σύνορό του με το Τεμ. 10, «θεωρούσαν» είναι η κατάληξή του «και οι δύο πλευρές ως σύνορο τον όχθο ύψους περίπου 1 μ. που από παλιά υπήρχε εκεί ως σύνορο. Η χρησιμοποιούμενη αυλή της εναγόμενης 1 αποδεδειγμένα και παραδεκτώς έφθανε ακριβώς μέχρι του φυσικού αυτού συνόρου. Όταν η προκάτοχος του κτήματος των εναγόντων και οι ίδιοι συμφωνούσαν με την εναγόμενη 1 για την παραχώρηση διόδου πλάτους 12 π. την αντιλαμβάνοντο από αυτό τον όχθο, διότι αυτό γνώριζαν και πίστευαν ως σύνορο, αγνοώντας και οι δύο πλευρές ότι το εγγεγραμμένο σύνορο επί τόπου ήταν αλλού, και συγκεκριμένα πολύ πιο κοντά στην κατοικία της εναγόμενης 1. Δεν νομίζουμε να αμφισβητεί οποιοσδήποτε ότι η θέση της διόδου σε μια συμφωνία παραχώρησης διόδου αποτελεί το ουσιωδέστερο στοιχείο της και ότι η σημειωθείσα πλάνη για το πραγματικό σύνορο επηρέασε την εικόνα που είχαν για τη θέση της διόδου. Στην πραγματικότητα οι δύο πλευρές επιτόπου έβλεπαν και εννοούσαν άλλη δίοδο από το Τεμ.1748. Έβλεπαν τμήμα του Τεμ. 10 αγνοώντας ότι αυτό δεν ανήκε στο Τεμ. 1748 της εναγόμενης 1. Η πλάνη τους αυτή καθιστά τη συμφωνία τους, στην οποία στηρίχθηκε η σύσταση της δουλείας, άκυρη σύμφωνα με το Άρθρο 21.».
Έκρινε όμως τη συμφωνία άκυρη και λόγω έλλειψης νόμιμης αντιπαροχής στη βάση των Άρθρων 10 και 25(1) του Κεφ. 149. Έτσι, απέρριψε την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1-4 με έξοδα υπέρ τους και εναντίον των εφεσειόντων, εξέδωσε δε στη βάση της ανταπαίτησης της εφεσίβλητης 1, διάταγμα ακύρωσης και διαγραφής του δικαιώματος διάβασης από τα κτηματολογικά μητρώα και τους τίτλους των επηρεαζομένων τεμαχίων.
Οι εφεσείοντες προβάλλουν επτά λόγους έφεσης: 1ος Λόγος: Εσφαλμένα και χωρίς να έχει καμιά δικαιοδοσία το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση Διευθυντή του Κτηματολογίου που αφορούσε το πιο πάνω δικαίωμα διάβασης παραβλέποντας ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ακυρώνεται μόνο με έφεση σύμφωνα με το Άρθρο 80 του Νόμου, Κεφ.224, και όχι με αγωγή ή ανταπαίτηση. Από τη στιγμή που το αίτημα των εφεσιβλήτων για κατάργηση του δικαιώματος διαβάσεως απορρίφθηκε με απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου στη βάση του Άρθρου 12(3) του Κεφ.224, το Δικαστήριο δεν είχε καμιά δικαιοδοσία να προχωρήσει να ακυρώσει το δικαίωμα διάβασης στη βάση της ανταπαίτησης της εναγόμενης 1, και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η ανταπαίτηση, που υπέχει θέση αγωγής, δεν αποτελεί έφεση κατά της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η διαδικασία εγγραφής του δικαιώματος διάβασης έγινε με οικειοθελή παραχώρηση εκ μέρους όλων των διαδίκων μερών, με ή χωρίς αντάλλαγμα.
Είναι σαφές ότι το επίδικο δικαίωμα διάβασης δεν έχει εγγραφεί με απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 11(Α) Κεφ. 224, αλλά, δυνάμει του Άρθρου 11 (1) (α) με το σχετικό έντυπο παραχώρησης, Τεκ. 6.
«11.(1) Κανένα δικαίωμα ή οποιοδήποτε προνόμιο, ελευθερία, δουλεία, ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα ή πλεονέκτημα δεν αποκτάται επί της ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου εκτός-
(α) δυνάμει παραχώρησης από τον κύριο αυτής δεόντως καταχωρισμένης στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου ή
........................»
Είναι προφανώς λανθασμένη η θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το επίδικο δικαίωμα διάβασης είχε εγγραφεί σύμφωνα με «απόφαση» του Διευθυντή που εφεσιβλήθηκε και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.
Από το σύνολο των γεγονότων που είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ορθώς εξάγεται το εύρημα ότι το δικαίωμα διάβασης συστήθηκε δυνάμει παραχώρησης μεταξύ των τότε ιδιοκτητών των επίδικων ακινήτων όπως αντικρίστηκε μέσα από τη μαρτυρία της εφεσείουσας 1 και εφεσίβλητης 1. Παραγνωρίζει ο δικηγόρος των εφεσειόντων την πιο πάνω διαφορά μεταξύ παραχώρησης του δικαιώματος διάβασης και της δημιουργίας δικαιώματος δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 11Α, με απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Πρόκειται για δύο ξεχωριστές και διακριτές περιπτώσεις απόκτησης του δικαιώματος. Η διαδικασία την οποία ακολούθησαν εκ των υστέρων οι εφεσίβλητοι 1-4, για κατάργηση του δικαιώματος διόδου, έγινε κατ' επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 12(3) του Κεφ. 224 σε μια προσπάθεια των εφεσιβλήτων για ακύρωση του δικαιώματος, η οποία και απορρίφθηκε, όπως είδαμε πιο πάνω, με απόφαση του Διευθυντή στις 27.4.2007, ενδεχομένως προκάλεσε σύγχιση στον τρόπο αντίκρισης του όλου προβλήματος. Το γεγονός όμως ότι οι εφεσίβλητοι στήριξαν τη μεταγενέστερη αίτησή τους, όπως είδαμε πιο πάνω, στις πρόνοιες του Άρθρου 12(3), δεν είναι δυνατόν να μεταβάλει το χαρακτήρα της γένεσης και σύστασης του δικαιώματος διάβασης. Εδώ λοιπόν δεν επρόκειτο για σύσταση δουλείας δυνάμει απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, όπως θέλει να προωθήσει η πλευρά των εφεσειόντων, αλλά οικειοθελούς παραχώρησης κατόπιν συμφωνίας μεταξύ όλων των διαδίκων μερών και ιδιοκτητών όμορων τεμαχίων.
Το Άρθρο 80 του Κεφ. 224 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «εκτός δι' εφέσεως ως προνοείται εν τω παρόντι άρθρο, ουδέν Δικαστήριο επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας εφ' οιουδήποτε διατάγματος εν σχέσει προς ο, ο Διευθυντής κέκτηται εξουσίας να ενεργεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου» (Χρυσάνθου κ.ά. ν. Αντωνιάδη (1969) 1 C.L.R. 622, Σωκράτους ν. Μέζου (1975) 1 C.L.R. 62, Χαφιέρος κ.ά. ν. Θεοχάρους κ.ά. (1978) 1 C.L.R. 619).
Στην Κραμβιάς κ.α. ν. Θεοδοσίου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 267, το Εφετείο εξετάζοντας την εμβέλεια του Άρθρου 80 παρατήρησε τα ακόλουθα:
«Απόφαση του Διευθυντή, που λαμβάνεται βάσει των προνοιών του ΚΕΦ. 224, υπόκειται σε έφεση ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου, όπως ορίζεται στο Άρθρο 80 του ιδίου νόμου. Έφεση ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου, βάσει των προνοιών του Άρθρου 80, διέπεται από τις δικονομικές διατάξεις των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Κανονισμών - (Immovable Property (Tenure, Registration and Valuation) Rules, 1956).
Στην Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 749, διαπιστώσαμε:-
«Καθίσταται πρόδηλο από τις διατάξεις του Άρθρου 80 ότι η έφεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποτελεί τη μόνη οδό για την αναθεώρηση της απόφασης του Διευθυντή, όπως άλλωστε αναγνωρίζει η νομολογία - Lambris Haralambous Papa Loizou v. Kornelia Themistokleous 22 C.L.R. 177. Αντικείμενο της έφεσης βάσει του Άρθρου 80, είναι ο έλεγχος όχι μόνο της νομιμότητας αλλά και της ορθότητας της απόφασης του Διευθυντή. Η εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου εκτείνεται όχι μόνο στην ακύρωση αλλά και στην τροποποίηση όσο και αντικατάσταση του σχεδίου κατά το δίκαιο του πράγματος. (Βλ. μεταξύ άλλων Αθανάση κ.ά. ν. Χ"Μάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 208, Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906.)».
............
«Κρίνουμε, όμως, ορθό, πριν περατώσουμε την απόφαση αυτή, να σχολιάσουμε το γεγονός ότι οι κτηματολογικές αρχές, παρά τις διαπιστώσεις που έγιναν από το 1970 στην Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi and Others (1970) 1 C.L.R. 220(*) - ότι οι κτηματολογικές αρχές είναι αναρμόδιες να επιλύουν περιουσιακές διαφορές, κάτω από οποιαδήποτε διάταξη του νόμου - συνεχίζουν να το πράττουν. Σε πρόσφατη απόφασή μας στη Φανή ν. Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1760, υποδείξαμε ότι:-
«Τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν μέρος των αστικών δικαιωμάτων του ατόμου, η διάγνωση των οποίων ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου - (βλ. Άρθρο 30.2. του Συντάγματος).»
(Υπογράμμιση δική μας.)
Σχετικές επίσης και οι πρόσφατες αποφάσεις Σάουρου ν. Φιλίππου (2009) 1 Α.Α.Δ. 203 και Θέμη ν. Χριστοδούλου (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1177.
Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας τη νομική διάσταση του πράγματος κατέληξε ότι:
«Η δουλεία που αποκτάται με βάση το Άρθρο 11(1)(α) "καταχωρείται με αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που έχει συμφέρον στο Κτηματικό Μητρώο και στο πιστοποιητικό εγγραφής το οποίο αφορά τη γη αυτή" με βάση τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 55 του Κεφ. 224 (βλ. υπ. 1. Kyriaki M. Elia v. Alexandrou (1987) 1 C.L.R. 53). Στην πραγματικότητα πρόκειται για τον πιο εύκολο τρόπο απόκτησης δουλείας διόδου και όπως είναι προφανές γίνεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του ιδιοκτήτη του δουλεύοντος και του ιδιοκτήτη του δεσπόζοντος ακινήτου, πράγμα που έγινε αναμφίβολα και στην παρούσα περίπτωση. Όπως είχε αναφερθεί και στην υπ. Κανάρα ν. Πρωτοπαπά (1999) 1 Α.Α.Δ. 801 "Η συμφωνία των ιδιοκτητών αποτέλεσε τη βάση για την εγγραφή της διόδου στο Κτηματολογικό Μητρώο, βάσει των διατάξεων του Άρθρου 11 .."».
Για να προχωρήσει να παρατηρήσει ότι:
«Να σημειωθεί πως η μέθοδος αυτή προϋπήρχε (στο Κεφ. 224) του μηχανισμού της αναγκαστικής απόκτησης διόδου, ο οποίος εισήχθηκε με το Ν.10/66 με σκοπό να δοθεί διέξοδος στις περιπτώσεις που δεν υπήρχε η συναίνεση και συμφωνία των ενδιαφερομένων ιδιοκτητών. Στις περιπτώσεις υποχρεωτικής παροχής διόδου βάσει του Άρθρου 11Α ο Διευθυντής μετά από έρευνα και μελέτη καθορίζει ο ίδιος τη δίοδο ασκώντας τη δική του διακριτική ευχέρεια, ενώ στην περίπτωση παραχώρησης (grant) με βάση το Άρθρο 11 (1)(α) η δίοδος καθορίζεται από τη συμφωνία των μερών χωρίς επέμβαση του Διευθυντή».
Η πιο πάνω προσέγγιση του Δικαστηρίου και εφαρμογή των προνοιών του περί Συμβάσεων Νόμου σε αναφορά με περιουσιακό δικαίωμα ευθυγραμμίζεται με το λόγο της Κραμβιάς, ανωτέρω, και της Φανή, όπως υιοθετήθηκε στην εν λόγω απόφαση. Διαπιστώσεις και κατάληξη που μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους: η διάγνωση των περιουσιακών δικαιωμάτων αποτελεί μέρος των αστικών δικαιωμάτων και ανάγεται στη δικαιοδοσία του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος).
Ο 1ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως ανυπόστατος.
Με το 2ο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον της εναγόμενης εφεσίβλητης 1, σε αντίθεση με τη μαρτυρία και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αγωγή της εφεσίβλητης 1 είχε πετύχει. Ουσιαστικά η παρατήρηση του δικηγόρου των εφεσειόντων στηρίζεται στο ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση της εφεσίβλητης 1 στο δικαίωμα διάβασης των εφεσειόντων 1 και 2, θα έπρεπε να εκδώσει διάταγμα για άρση της επέμβασης και όχι να προχωρήσει να καταδικάσει τους εφεσείοντες στα έξοδα. Ο δεύτερος λόγος έφεσης άμεσα συνδέεται με τον τρίτο, τέταρτο, έκτο και έβδομο, έτσι θα τους εξετάσουμε συνδυασμένα ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη.
Το Δικαστήριο αιτιολογώντας την κατάληξη ως προς την επιτυχία της ανταξίωσης της εφεσίβλητης 1, κατέγραψε τα πιο κάτω:
«Είναι αυτονόητο πως η παραχώρηση δουλείας ως σύμβαση δεν εξαιρείται της εφαρμογής των προνοιών του Περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149 και ιδιαίτερα των αρχών που σχετίζονται με την δικαιοπρακτική ικανότητα του παραχωρητή, την ελεύθερη συναίνεση, τη νόμιμη αντιπαροχή, την αοριστία ή άλλα ελαττώματα που δυνατόν να την καθιστούν άκυρη. Στις περιπτώσεις που λόγω τέτοιων ελαττωμάτων η σύμβαση κρίνεται άκυρη, συνεπάγεται πως αφού η συστατική πράξη της δουλείας πάσχει, τότε δεν παράγεται και το αντικείμενο της, δηλαδή η δουλεία (βλ. "Το Δικαίωμα Διαβάσεως", Κλεάνθη Α. Κλεάνθους, έκδ. 1993, σελ.15).
Σύμφωνα με το Άρθρο 10 του Κεφ. 149 συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από τον νόμο αυτό ως άκυρες. Στην παρούσα περίπτωση υπάρχει ελάττωμα το οποίο καθιστά την επίδικη συμφωνία παραχώρησης διόδου άκυρη εξ υπαρχής και επηρεάζει τη σύσταση της δουλείας εκ θεμελίων.
............................
Η πλάνη στην οποίαν τελούσαν και τα δύο μέρη στη συμφωνία παραχώρησης διόδου από το τεμ. 1748 αφορούσε το σύνορο του τεμαχίου αυτού με το τεμ. 10. Θεωρούσαν και οι δύο πλευρές ως σύνορο τον όχθο ύψους περίπου 1 μέτρου, που από παλιά υπήρχε εκεί ως φυσικό σύνορο. Η χρησιμοποιούμενη αυλή της εναγόμενης 1 αποδεδειγμένα και παραδεκτώς έφθανε ακριβώς μέχρι του φυσικού αυτού συνόρου. Όταν η προκάτοχος των εναγόντων και οι ίδιοι συμφωνούσαν με την εναγόμενη 1 για την παραχώρηση διόδου πλάτους 12 π. την αντιλαμβάνοντο από αυτό τον όχθο, διότι αυτό γνώριζαν και πίστευαν ως σύνορο, αγνοώντας και οι δύο πλευρές ότι το εγγεγραμμένο σύνορο επί τόπου ήταν αλλού, και συγκεκριμένα πολύ πιο κοντά στην κατοικία της εναγόμενης 1.
..........................
Η πλάνη τους αυτή καθιστά τη συμφωνία τους, στην οποία στηρίχθηκε η σύσταση της δουλείας, άκυρη σύμφωνα με το Άρθρο 21.».
Tα συμπεράσματα του Δικαστηρίου κρίνονται καθ' όλα εύλογα και δικαιολογημένα στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας της εφεσείουσας 1 όπως την αποδέχτηκε το Δικαστήριο. Ορθώς παρατηρεί ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων ότι στην ουσία ο δικηγόρος των εφεσειόντων παραπονείται επειδή το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση της εφεσείουσας 1, απορρίπτοντας τη μαρτυρία της εφεσίβλητης αρ.1, η οποία και υποστήριξε ότι υπήρχε αντάλλαγμα στην παραχώρηση του δικαιώματος διάβασης.
Το Δικαστήριο υπήγαγε τα πραγματικά γεγονότα στο Νόμο, όπως ορθώς τον έχει παραθέσει και αναλύσει για να καταλήξει στα συμπεράσματά του με τα οποία συμφωνούμε.
Στη βάση των ευρημάτων του και της ενώπιόν του αποδεκτής μαρτυρίας, προχώρησε, όπως ήδη είπαμε να κηρύξει τη συμφωνία άκυρη και για ένα ακόμη λόγο: απουσία αντιπαροχής, Άρθρο 25(1)(α) του Κεφ.149, που πρόβαλαν οι εφεσείοντες, η οποία και έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, ότι η συμφωνία παραχώρησης της διόδου έγινε χωρίς αντάλλαγμα, άνευ αντιπαροχής, έκρινε ότι:
«Οι περιπτώσεις (β) και (γ) του Άρθρου 25 δεν θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να τύχουν εφαρμογής. Περισσότερες πιθανότητες θα είχε η υποπαρ. (1)(α) του εν λόγω άρθρου η οποία και έχει παρατεθεί πιο πάνω. Η προϋπόθεση της έγγραφης κατάρτισης θα κρίνετο ότι πληρούται με την ύπαρξη του Εντύπου Ν.251Α το οποίο υπογράφη υπό της φέρουσας το βάρος της συμφωνίας, δηλ. της Εναγόμενης 1. Ούτως ή άλλως όμως ελλείπει η προϋπόθεση της σύναψης της λόγω φυσικής αγάπης και στοργής μεταξύ μερών τα οποία έχουν στενή συγγένεια μεταξύ τους. Με βάση τα προηγηθέντα ευρήματα διαπιστώθηκε πως η προκάτοχος της Ενάγουσας 1 (Μαρία Σόλωνος) είναι κόρη πρώτου εξαδέλφου της Εναγόμενης 1. Έχουν δηλαδή σχέση που δεν εμπίπτει εντός της έννοιας της στενής συγγενείας. Εξετάζοντας το ενδεχόμενο εφαρμογής του Άρθρου 25(1)(α) στην περίπτωση πρώτων εξαδέλφων το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθ. Ελληνοπούλου ν. Δημητριάδη (1995) 1 Α.Α.Δ. 709 κατέληξε ότι:
"Προσυπογράφουμε το συσχετισμό προς τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και ακόμα την, χωρίς άλλο, θεώρηση των αδελφών ως στενών συγγενών με την έννοια του άρθρου. Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο και στην περίπτωση των πρώτων εξαδέλφων. Τα πρώτα εξάδελφα συνδέονται με πλάγια συγγένεια τετάρτου βαθμού και, όσο και αν ανήκουν στον ευρύτερο οικογενειακό χώρο, είναι από την γέννηση τους μέλη διαφορετικών οικογενειών που λειτουργούν και δραστηριοποιούνται ως ξεχωριστές μονάδες, ανεξάρτητες η μια από την άλλη.
Η συμφωνία που υπεγράφη ήταν άκυρη και η έφεση αποτυγχάνει."».
Παραμένει να απαντηθεί κατά πόσο το Δικαστήριο μπορούσε να αποδώσει τις θεραπείες που απέδωσε στη βάση της ανταξίωσης και συγκεκριμένα την απουσία συμπερίληψης ειδικής αξίωσης για ακύρωση της εγγραφής λόγω πλάνης. Εξήγησε την πορεία που ακολούθησε λέγοντας ότι:
«Από δικογραφικής πλευράς πρέπει να παρατηρήσω πως η Εναγόμενη 1 στην Ανταπαίτηση περιέλαβε ειδική παράγραφο με ισχυρισμούς για το θέμα της πλάνης (παρ. 8). Παρότι δεν περιέλαβε ειδική αξίωση για ακύρωση της εγγραφής λόγω πλάνης, θεωρώ ότι καλύπτεται από το γενικότερο αίτημα για τέτοια θεραπεία όπως περιλαμβάνεται στις αξιώσεις υπό παρ. 10Α και Β. Ούτως ή άλλως όμως το Δικαστήριο έχει την εξουσία να παράσχει θεραπεία που δεν εξειδικεύεται στην Έκθεση Απαιτήσεως, εάν αφενός, η θεραπεία στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που περιέχονται στην Έκθεση Απαίτησης και αφετέρου, τα γεγονότα αυτά αποδεικνύονται αργότερα στη δίκη (βλ. Πελεκάνος κ.ά. ν. Πελεκάνου (2006) 1 Α.Α.Δ. 390). Οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται στην παρούσα περίπτωση. Όσον αφορά το θέμα της έλλειψης αντιπαροχής θα θεωρούσα πως καλύπτεται από την παρ. 10Α της Έκθεσης Απαίτησης.».
Δεν παρατηρούμε οτιδήποτε το μεμπτό στην πορεία που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει οποιαδήποτε θεραπεία κρίνεται υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη. Στη βάση της νομολογιακής αρχής ότι αυτή χορηγείται έστω και αν δεν ζητείται, νοουμένου ότι τα γεγονότα τίθενται στο σώμα της απαίτησης.
Στην Υπεράσπιση προβάλλεται με τον παράγραφο 8 ο ισχυρισμός πλάνης, η οποία συνέτρεχε κατά το χρόνο παραχώρησης του επιδίκου δικαιώματος, ενώ η αξίωση στη βάση της έλλειψης της ακυρότητας λόγω έλλειψης νομίμου ανταλλάγματος και/ή αποτυχίας ανταλλάγματος, απουσιάζει από το σώμα του δικογράφου και επανέρχεται υπό μορφή αιτητικού υπό στοιχείο (α). Αντιθέτως, δεν εισάγεται υπό μορφή αιτητικού οποιαδήποτε θεραπεία σε σχέση με το ζήτημα της πλάνης. Και στις δύο περιπτώσεις ακούστηκε μαρτυρία. Οι μάρτυρες αντεξετάστηκαν και στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας το Δικαστήριο προχώρησε στα ευρήματά του.
Όπως κρίθηκε και από πρόσφατη νομολογία «έστω και αν ο τρόπος που διατυπώνονται οι θεραπείες δεν είναι ο ορθός, εν τούτοις μπορεί να χορηγηθούν αν από το όλο πνεύμα του σώματος της έκθεσης απαιτήσεως τεκμαίρεται η ορθή αξίωσή τους (C. Malathouras & Sons Ltd v. Λαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1233, 1240)». Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η θεραπεία που παραχωρήθηκε δικαιολογείται από τις δικογραφημένες θέσεις, είναι ορθή.
Ήταν λοιπόν και νομολογιακά θεμελιωμένη η επιλογή του Δικαστηρίου: να αποδώσει θεραπεία και να εκδώσει διάταγμα ακύρωσης του δικαιώματος διαβάσεως στη βάση της κατάληξής του για συντρέχουσα πλάνη, δυνάμει του Άρθρου 21, δεν ήταν όμως το ίδιο δικαιολογημένο ως προς το ζήτημα της έλλειψης αντιπαροχής από τη στιγμή που αυτό δεν δικογραφείτο. Για τους λόγους που εξηγούμε πιο κάτω ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε διάταγμα άρσης της επέμβασης. Οι λόγοι έφεσης 3, 4, 6 και 7 απορρίπτονται.
5ος λόγος έφεσης: Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4. Διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου, υποστηρίζει ο συνήγορος των εφεσειόντων ότι το Άρθρο 11Α(1) του Κεφ. 224, διαλαμβάνει και το δικαίωμα διοχέτευσης ύδατος: «διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου "δίοδος περιλαμβάνει και το δικαίωμα διοχετεύσεως ύδατος, λυμάτων ή οιουδήποτε άλλου υγρού δι' αυλάκων ή σωλήνων ή οιουδήποτε άλλου καταλλήλου μέσου"». Όντως το Δικαστήριο, ενώ δέχεται ότι ο εφεσίβλητος 4 παραδέχτηκε ευθαρσώς πως δεν επέτρεψαν στους εφεσείοντες «να περάσουν το λάστιχο νερού» από τη δίοδο, με το σκεπτικό ότι χρειαζόταν άδεια «για να περάσουν υπηρεσίες» κατέληξε πως τόσο ο ίδιος ο εφεσίβλητος 4, όσο και οι λοιποί εφεσίβλητοι, πλην της εφεσίβλητης 1, δεν έπραξαν κάτι για να εμποδίσουν τη διάβαση σε σχέση με το δουλεύον κτήμα των εφεσειόντων. Έκρινε, ότι τα παραχωρηθέντα δικαιώματα διάβασης βάσει των εντύπων Ν.251Α αναφέρονται μόνο σε δικαίωμα διάβασης «πεζή με ζώα και οιουδήποτε οχήματος». Θεώρησε πως οι εφεσείοντες «απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος που είχαν να αποδείξουν παρόμοια ή άλλης μορφής παρεμπόδιση ή επέμβαση στο δικαίωμα διάβασης από το Τεμ. 483» και απέρριψε την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 2-4 με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων. Η λανθασμένη αυτή κατάληξη του Δικαστηρίου όπως προκύπτει από την παράθεση του σχετικού άρθρου ανωτέρω, οδηγεί αναπόφευκτα σε μερική επιτυχία του 5ου λόγου έφεσης Με την κατάσταση όπως διαμορφώνεται και έχοντας πάντοτε κατά νου, το πραγματοπαγές του δικαιώματος διαβάσεως, το γεγονός ότι το καταργηθέν δικαίωμα ενεγράφη ως εμπράγματο δικαίωμα προσαρτημένο στα δουλεύοντα ακίνητα, θα ήταν άδικο και παράλογο να εκδοθεί διάταγμα άρσης της παράνομης επέμβασης, σε σχέση με το Τεμ. 483 και μόνο, εφεσίβλητος 4. Διαφορετική αντίκριση θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα. Οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούν, παρά την επιτυχία του 5ου λόγου έφεσης, την επίκληση των προνοιών του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/1960, όπως τροποποιήθηκε.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 και υπέρ της εφεσίβλητης 1, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης 1, παραμένει ως έχει.
Όσον αφορά τα έξοδα των εφεσιβλήτων 2-4 λαμβανομένου υπ' όψιν ότι εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο συνήγορο με την εφεσίβλητη 1, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης 1.