ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2012)

 

14 Ιουνίου 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π/ρος, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ,

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

KAYAT TRADING LIMITED,

Εφεσείοντες

- ΚΑΙ -

 

GENZYME CORPORATION,

Εφεσιβλήτων

-----------------------------------

Γ. Γεωργιάδης με Ντ. Βαρωσιώτου (κα) και Δ. Λαδά (κα),

για τους Εφεσείοντες.

 Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα) και Γ. Μίτλετον,

για τους Εφεσίβλητους.

-------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:   Μετά την απόφαση του Εφετείου στην πιο πάνω Πολιτική Έφεση που εκδόθηκε στις 4.3.2013, με την οποία ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση να μην επιτραπεί εν μέσω ακρόασης αίτηση τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης των εφεσειόντων,ο συνήγορος των εφεσιβλήτων προέβη σε διάβημα προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ούτως ώστε να αχθεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αίτημα προς ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ως απόρροια παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης.  Ο λόγος ήταν ότι περιήλθε στην αντίληψη του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι πριν την έκδοση της απόφασης είχαν αποσταλεί ορισμένα έγγραφα στο Ανώτατο Δικαστήριο, τα οποία υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο χωρίς καμιά κοινοποίηση στον ίδιο ως συνήγορο των εφεσιβλήτων, με αποτέλεσμα η πλευρά των εφεσιβλήτων να νοιώθει πικρία και αδικία διότι το Εφετείο είχε ενώπιον του υλικό, το οποίο ουδέποτε περιήλθε στη δική του γνώση. 

 

         Το αίτημα για ακύρωση της απόφασης του Εφετείου βασίστηκε στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060, Ex p. Pinochet Ugarte (no. 2) (1999) 1 All E.R. 577 και Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λιμιτεδ κ.ά. για certiorari, Πολ. Έφ. αρ. 2/2009, ημερ. 18.7.2011

         Ο κ. Πολυβίου αγορεύοντας ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας ουδόλως αμφισβήτησε την αμεροληψία του Εφετείου  που  εξέδωσε την υπό ημερ. 4.3.2013, απόφαση.  Όμως προκύπτει, κατά την εισήγηση του, πρόβλημα   παραβίασης βασικής  αρχής δικαίου από το γεγονός ότι τέθηκε   υλικό  ενώπιον του  Εφετείου από την πλευρά του διευθυντή των εφεσειόντων και του  δικηγόρου αυτών,  το  οποίο  δεν   περιήλθε στη γνώση των εφεσιβλήτων κατά τρόπο  που  να  δημιουργούνται   αντικειμενικές   αμφιβολίες ως προς το   εάν  τηρήθηκαν   τα    εχέγγυα   της   δίκαιης   δίκης. 

 

Ιδιαιτέρως  σχολίασε την επιστολή του διευθυντή των εφεσειόντων που εστάλη προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 21.1.2013, στην οποία περιέχονται και διάφορα θέματα ουσίας που άπτονται των δεδομένων που αφορούν τους ίδιους τους εφεσείοντες με αναφορά στην καθυστέρηση του ορισμού της έφεσης που ασκήθηκε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα τροποποίησης του δικογράφου των εφεσειόντων ως εναγόντων στην πρωτόδικη διαδικασία. Στην επιστολή αυτή γίνεται αναφορά στη σημαντική, όπως χαρακτηρίζεται, συμφωνία που οι εφεσείοντες συνήψαν το 1997 με Αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία για την αποκλειστική διανομή μεγάλων ποσοτήτων ενός γνωστού φαρμακευτικού προϊόντος στην επικράτεια της Ρωσίας, Ουκρανίας και άλλων χωρών.  Αυτή η συμφωνία, η οποία ήταν πολύ επικερδής, της τάξης των $15.000.000 ετησίως, παραβιάσθηκε από τους εφεσίβλητους, με αποτέλεσμα να εγερθεί αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία  και εκδικάζεται.       Ο κ. Πολυβίου εισηγήθηκε ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και ο ίδιος δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την επακριβή δικαστική πρακτική στο θέμα της τήρησης και ενημέρωσης του δικαστικού φακέλου, τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου επιστολές που δεν του κοινοποιήθηκαν, γεγονός που συνιστά παραβίαση της δίκαιης δίκης.

 

Από την άλλη, ο κ. Γεωργιάδης στη δική του αγόρευση εισηγήθηκε ότι ουδέν μεμπτό έπραξε είτε ο ίδιος, είτε οι εφεσείοντες πελάτες του, θεωρώντας ότι ο κ. Πολυβίου κατέστη γνώστης του γεγονότος ότι απεστάλη επιστολή των εφεσειόντων προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν αυτή η επιστολή του χορηγήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία που είχε λάβει χώραν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 31.1.2013, στα πλαίσια αιτήματος αναβολής που ο κ. Γεωργιάδης είχε υποβάλει ώστε να μην συνεχίσει η ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της εφέσεως που καταχωρήθηκε εναντίον της άρνησης του Δικαστηρίου να επιτρέψει τροποποίηση.

 

Τα γεγονότα τα οποία ακολούθησαν έχουν τη δική τους διάσταση.  Οι εφεσείοντες προσωπικά, μέσω του διευθυντή τους, απηύθυναν το πρώτον επιστολή ημερ. 21.1.2013 στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ζητώντας την επίσπευση του ορισμού της έφεσης.  Έγινε ήδη πιο πάνω αναφορά και σε άλλα στοιχεία ουσίας που περιείχε αυτή η επιστολή.  Στη συνέχεια, μετά την ακρόαση της έφεσης  στις 25.2.2013, ενωρίτερα δηλαδή από τον αρχικά προγραμματισμένο χρόνο, ο κ. Γεωργιάδης ως δικηγόρος των εφεσειόντων απέστειλε επιστολή με ένδειξη «Πολύ Επείγον», στην κα Μαρίνα Ελευθερίου, Πρωτοκολλητή Α΄, στο Ανώτατο Δικαστήριο με την οποία ζητούσε επειγόντως τα πρακτικά της ακρόασης της έφεσης που έγινε προηγουμένως την ίδια ημέρα διότι χρειαζόταν να αναφερθεί σ΄ αυτά κατά τη συνέχιση της ακρόασης της πρωτόδικης υπόθεσης στις 28.2.2013.

 

 Ο κ. Γεωργιάδης την ίδια ακριβώς ημερομηνία, 25.2.2013, απέστειλε και έτερη επιστολή με ένδειξη και πάλι «Πολύ Επείγον», προς την Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με κοινοποίηση, αυτή τη φορά, ονομαστικά στους τρεις Δικαστές που συμμετείχαν στην εκδίκαση της έφεσης.  Σ΄ αυτή διατυπωνόταν παράκληση να εκδοθεί η απόφαση που είχε επιφυλαχθεί ενωρίτερα το πρωΐ  της 25.2.2013, πριν τις 28.2.2013, όταν ήταν ορισμένη για συνέχιση η πρωτόδικη διαδικασία.  Ταυτόχρονα, στην εν λόγω επιστολή καταγράφηκε το δεδομένο ότι με επιστολή του ιδίου του δικηγόρου ημερ. 4.1.2013, αλλά και των πελατών του, των εφεσειόντων, ημερ. 21.1.2013, αντίγραφα των οποίων επισύναψε, μετατέθηκε η ημερομηνία ακρόασης από τις 25.4.2013, στις 25.2.2013.  Σ΄ αυτή την επιστολή εκφράστηκε επίσης η άποψη του συνηγόρου ότι η απόφαση του Εφετείου θα ήταν καθοριστικής σημασίας για τα δικαιώματα των εφεσειόντων.  Ακολούθησε νέα επιστολή του        κ. Γεωργιάδη ημερ. 27.2.2013 και πάλι με ένδειξη «Πολύ Επείγον», προς την Αρχιπρωτοκολλητή και με κοινοποίηση στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Διατυπωνόταν εκεί, εκ νέου, θερμή παράκληση όπως το Εφετείο, η απόφαση του οποίου θα ήταν καθοριστική για τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης των εφεσειόντων κατά την πρωτόδικη διαδικασία, τον ενημερώσει αναφορικά με τα προηγούμενα αιτήματα του κατά πόσο θα ήταν εφικτή η έκδοση της απόφασης του Εφετείου μέχρι τις 28.2.2013.

 

Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζοντας τα εγερθέντα θέματα, θα πρέπει να λεχθεί κατ΄ αρχάς ότι η ενέργεια των εφεσειόντων να απευθύνουν μονομερώς και στην άγνοια της άλλης πλευράς προς το Ανώτατο Δικαστήριο  επιστολές με αίτημα την επίσπευση της όλης διαδικασίας της έφεσης και της έκδοσης της απόφασης, ουδόλως ήταν ορθή.  Δεν επιτρέπεται σε διάδικο, πόσο μάλλον με τη συνδρομή του δικηγόρου του, να απευθύνει, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση ή κοινοποίηση στην αντίδικη πλευρά, επιστολή στο Δικαστήριο, πρωτόδικο ή Εφετείο, για οποιοδήποτε θέμα που αφορά εκκρεμούσα διαδικασία.  Η επιστολή ημερ. 21.1.2013 που  απέστειλε  ο  διευθυντής  των  εφεσειόντων   στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν μια  εσφαλμένη   κίνηση.    Χειρότερη,  όμως,   ήταν  η  κίνηση  του  ιδίου  του    κ. Γεωργιάδη να απευθυνθεί εκ νέου στο Ανώτατο Δικαστήριο με κοινοποίηση στο εκδικάσαν την υπόθεση Εφετείο, επισυνάπτοντας την αρχική επιστολή του διευθυντή των εφεσειόντων προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 21.1.2013, υιοθετώντας έτσι με αυτό τον τρόπο το περιεχόμενο της και επικροτώντας την ανεπίτρεπτη κίνηση των πελατών του.

 

         Κατά δεύτερο λόγο, η εξέταση της πορείας των γεγονότων φανερώνει ότι η πλευρά του κ. Πολυβίου δεν θα μπορούσε βάσιμα να εκλάβει ότι η επιστολή του διευθυντή των εφεσειόντων ημερ. 21.1.2013 είχε περιέλθει στη γνώση των μελών του Εφετείου που εκδίκαζε την έφεση.  Εκείνο που θα μπορούσε μόνο να υποτεθεί ήταν η αντίληψη ότι επισπεύσθηκε η εξέταση της έφεσης, χωρίς κατ΄ ανάγκην το Εφετείο να είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της επιστολής, το οποίο όντως περιείχε ζητήματα ουσίας.

 

 Τρίτο,  η  επιστολή  ημερ.  25.2.2013  που   ο   ίδιος   ο     κ. Γεωργιάδης απηύθυνε στην Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με κοινοποίηση στους τρεις Εφέτες που εκδίκαζαν την έφεση, στάληκε μετά την επιφύλαξη της απόφασης την ίδια ημέρα και τότε μόνο ήταν που μπορούσε βάσιμα ο κ. Πολυβίου να θεωρήσει ότι το περιεχόμενο της επιστολής του ιδίου του διευθυντή των εναγόντων  είχε όντως περιέλθει ή δυνατόν να είχε περιέλθει στη γνώση των μελών του Εφετείου.

         Τέταρτο, η ως άνω αντιδεοντολογική ενέργεια των εφεσειόντων-εναγόντων δεν έθετε κανένα βάρος στην πλευρά των εφεσιβλήτων διά του δικηγόρου τους να θέσουν οτιδήποτε ενώπιον του Εφετείου όταν εκδίκαζε την υπόθεση τους στις 25.2.2013. Το μόνο που γνώριζαν κατά την ακρόαση στις 25.2.2013,  όπως φάνηκε από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, ήταν ότι είχε αποσταλεί μια επιστολή από τους ίδιους τους εφεσείοντες στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γεγονός που ο κ. Πολυβίου σχολίασε στα πλαίσια πάντοτε της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας, με αφορμή το αίτημα αναβολής που υπέβαλε ο αντίδικος του λόγω της εκκρεμοδικίας της έφεσης. 

 

         Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, το ζήτημα παραμένει κατά πόσο η περίπτωση είναι πρέπουσα για εφαρμογή ή καλύτερα για επέκταση της αρχής που διατυπώθηκε στις υποθέσεις Πουλλή, Pinochet και Παντελίδου - ανωτέρω -.  Η συνισταμένη αρχή που εξάγεται από τις πιο πάνω υποθέσεις είναι ότι ενυπάρχει στο Δικαστήριο σύμφυτη εξουσία για θεραπεία ατέλειας σε δικαστική διαδικασία, όπως η παραβίαση της αρχής της ακρόασης και των δύο μερών,  ή, η παράλειψη επίδοσης της διαδικασίας  στον  αντίδικο.  Ο κ. Πολυβίου αναφέρθηκε και στην απόφαση Ruiz-Mateos v. Spain (1993) ECHR 12952/87 ημερ. 27.1.1993, όπου τονίστηκε ότι υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όταν δεν παρέχεται ίση ευκαιρία σε αμφότερους τους διαδίκους να γνωρίζουν και να σχολιάζουν εισηγήσεις των αντιδίκων τους. 

 

Κρίνουμε, όμως, ότι η παρούσα περίπτωση δεν είναι πρέπουσα για εφαρμογή των πιο πάνω αρχών.  Και αυτό διότι, υπό το φως της μη αμφισβήτησης της υποκειμενικής αμεροληψίας του Εφετείου που εκδίκασε την υπόθεση, τα γεγονότα δεν δικαιολογούν επέκταση της ως άνω αρχής.  Η επιστολή των ιδίων των εφεσειόντων φαίνεται να είχε ως μόνο αντικειμενικό μετρήσιμο αντίκτυπο, τη μετάθεση της αρχικής ημερομηνίας ακρόασης σε χρόνο ενωρίτερο, η δε απόφαση του Εφετείου ημερ. 4.3.2013, επιτρέποντας την τροποποίηση και ακυρώνοντας την περί του αντιθέτου πρωτόδικη κρίση, είχε αναφορά μόνο στα τεθέντα από προηγουμένως γεγονότα που οδήγησαν στην ανάγκη τροποποίησης και τις νομικές αρχές περί των τροποποιήσεων γενικώς.

 

Ιδιαιτέρως τονίζεται ότι η ακρόαση ενώπιον του Εφετείου στις 25.2.2013 έγινε αφού τοποθετήθηκαν πλήρως και οι δύο πλευρές επί του αντικειμένου της έφεσης και δεν υπήρξε αποστέρηση του δικαιώματος οποιασδήποτε πλευράς να θέσει τα επιχειρήματα της προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.  Επομένως δεν έγινε ακροαματική διαδικασία στην απουσία της άλλης πλευράς (υπόθεση Πουλλή), ούτε αποφασίστηκαν θέματα μη επίδικα χωρίς την τοποθέτηση ενός των διαδίκων (υπόθεση Τράπεζας Κύπρου), ούτε οι ανεπίτρεπτες ενέργειες των εφεσειόντων έθεσαν ενώπιον του Εφετείου ζητήματα που άπτονταν του αντικειμένου της τροποποίησης, ώστε να έπρεπε να τύγχαναν απάντησης ή σχολιασμού (υπόθεση Ruiz-Mateos).

 

Ως αποτέλεσμα η αίτηση για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί απορρίπτεται χωρίς όμως οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                             Δ.

 

 

 

                                           Κ. Παμπαλλής,

                                                            Δ.

 

 

 

                                           Κ. Κληρίδης,

                                                    Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο