ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2400
31 Οκτωβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΟΦΙΑ ΜΑΤΣΗ,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη,
v.
ELLINAS FINANCE LTD,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 98/2009)
Συμβάσεις ― Συμφωνία πιστωτικών διευκολύνσεων για επενδύσεις στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Αγωγή της εφεσίβλητης - ενάγουσας εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης για οφειλόμενο ποσό λόγω παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων και επικύρωση από το Εφετείο της απόφασης η οποία εκδόθηκε υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας ― Επικύρωση και της απόρριψης της ανταπαίτησης της εφεσείουσας για αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή παράβαση νομίμων καθηκόντων της εφεσίβλητης.
Λέξεις και φράσεις ― «Καταχρηστική ρήτρα», στο Άρθρο 5(1) του Νόμου περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996 (Ν. 93(I)/1996).
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε πρωτόδικη απόφαση η οποία εκδόθηκε σε αγωγή της εφεσίβλητης - ενάγουσας εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης για το ποσό των Λ.Κ.56.718,17, το οποίο αξιωνόταν ως οφειλόμενο λόγω παραχώρησης στην πρώτη, πιστωτικών διευκολύνσεων με σκοπό τη χρησιμοποίησή του μέσω ειδικών λογαριασμών για επενδύσεις στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή και απέρριψε την ανταπαίτηση της εφεσείουσας για αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.50.000,00, για παράβαση συμφωνίας και/ή παράβαση νομίμων καθηκόντων της εφεσίβλητης απέναντί της.
Μεταξύ άλλων, ήταν η θέση της εφεσείουσας κατά την πρωτόδικη διαδικασία ότι η εφεσίβλητη ασκούσε παράνομα τραπεζικές εργασίες και, συνεπώς, η επίδικη Συμφωνία ήταν εξ υπαρχής άκυρη και παράνομη, ότι, με βάση τον όρο 5 της αίτησης για παραχώρηση του επενδυτικού δανείου, η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να πωλήσει τις δεσμευμένες μετοχές, ώστε να μη δημιουργείτο, σε οποιαδήποτε περίπτωση, ζημιά στο λογαριασμό και ότι δεν μπορούσε να γίνει από την ίδια οποιαδήποτε πράξη, εάν ο λογαριασμός ήταν εκτός των συμφωνηθέντων ορίων.
Ισχυρίστηκε ακόμα ότι η εφεσίβλητη, παρέλειψε, ως είχε υποχρέωση, να παρακολουθεί τον επενδυτικό λογαριασμό, με αποτέλεσμα να παραβιάσει τη Συμφωνία ενώ είχε τη δυνατότητα και τα μέσα για εξόφληση του λογαριασμού, παρέλειψε, όμως, να το πράξει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιόν του, κατέληξε, μεταξύ άλλων, ότι ο πιστωτής δεν έχει υποχρέωση να πωλήσει τις μετοχές αλλά δικαίωμα που ο ίδιος θα επέλεγε ή όχι να εξασκήσει.
Ο ρόλος της ενάγουσας ήταν κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς περιορισμένος. Είχε υποχρέωση να παραχωρήσει το δάνειο και η εναγόμενη διά του συγκεκριμένου χρηματιστή τον οποίο η ίδια επέλεξε, να κάνει αγοραπωλησίες στο χρηματιστήριο.
Έκρινε περαιτέρω επίσης μεταξύ άλλων, ότι η θέση της εναγομένης για την ύπαρξη και παράβαση σιωπηρών και/ή εξυπακουόμενων όρων για ανάληψη διαχείρισης από την εναγόμενη εφεσίβλητη, παρέμεινε μετέωρη.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
Λόγοι έφεσης 1 και 2:
α) Η εφεσίβλητη, στη βάση των συμφωνηθέντων, υπείχε θέση διαχειρίστριας της περιουσίας της και, κατά συνέπεια, είχε καθήκον να τη διαχειρίζεται ορθά.
Αποφασίστηκε ότι:
Οι Εφεσίβλητοι ως δανειστές δεν μπορούσαν να καταστούν εμπιστευματοδόχοι των μετοχών που είχαν ενεχυριαστεί και ούτε μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι έναντι της Εφεσίβλητης ως οφειλέτριας, σε περίπτωση που ασκούσαν το δικαίωμα πώλησης και ακολούθως η αξία των μετοχών μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν. Η μόνη υποχρέωση του ενεχυροδανειστή, όπως ήταν η εφεσίβλητη, σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, είναι να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή.
Λόγοι έφεσης 4 και 19:
Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη διαπίστωση ότι ο όρος 5 του Τεκμηρίου 2 δεν αποτελούσε μέρος της Συμφωνίας, όπως και η διαπίστωση ότι, μετά την ανατροπή της αναλογίας εξασφάλισης, η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να αρνηθεί πωλήσεις εκ μέρους της εφεσείουσας.
Αποφασίστηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο συγκεκριμένος όρος της συμφωνίας δε δημιουργούσε υποχρέωση στην εφεσίβλητη κατά την ανατροπή του περιθωρίου ασφαλείας να πωλήσει τις μετοχές της εφεσείουσας. Η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα, το οποίο δεν άσκησε, υπό την πίεση της εφεσείουσας, η οποία, όπως κάθε επενδυτής, ανέμενε την ανάκαμψη του χρηματιστηρίου για να προχωρήσει σε πώληση μετοχών.
Λόγος έφεσης 5:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι εντόπισε ότι η εφεσίβλητη επέδειξε ολιγωρία όταν οι τιμές των μετοχών δεν παρείχαν την απαιτούμενη εξασφάλιση και τερμάτισε τον επενδυτικό λογαριασμό, δύο και πλέον χρόνια μετά την ανατροπή του περιθωρίου εξασφάλισης - δεν ασχολήθηκε με το όλο ζήτημα.
Αποφασίστηκε ότι:
Η εφεσείουσα παρέβλεπε ότι η ίδια προσυπέγραψε μεταξύ άλλων επιστολή, με την οποία αναλάμβανε αποπληρωμή του χρέους. Η δε ανοχή της εφεσίβλητης και η προφανής επιθυμία της να μην οδηγηθεί η υπόθεση στα δικαστήρια δεν ήταν δυνατό, εκ των υστέρων, να χρησιμοποιηθεί εναντίον της.
Λόγοι έφεσης 6, 7 και 9:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση μεταξύ άλλων με την ανατροπή του ορίου εξασφάλισης του λογαριασμού της, να πωλήσει τις μετοχές της, να ενεργούσε ως εμπιστευματοδόχος και να ελάμβανε μέτρα, ώστε να μην προκαλείτο ζημιά σ' αυτήν να τηρεί τις υποχρεώσεις της και να συμμορφώνεται με τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας.
Αποφασίστηκε ότι:
Η εφεσίβλητη δεν ασκούσε τραπεζικές εργασίες, ώστε να υποχρεούται να ακολουθεί τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας
Για να συνιστά ο δανεισμός χρημάτων 'τραπεζική εργασία' θα έπρεπε η εφεσίβλητη να δάνειζε χρήματα τα οποία θα αντλούσε όχι από δικά της κεφάλαια αλλά από κεφάλαια που εισέπραξε από το κοινό με ανάληψη υποχρέωσης επιστροφής τους.
Στην παρούσα περίπτωση η εφεσίβλητη δεν ασκούσε τραπεζικές εργασίες εν τη εννοία του Νόμου αφού δάνειζε χρήματα από ίδια κεφάλαια και όχι από κεφάλαια τα οποία αντλήθηκαν από το κοινό. Κατά συνέπεια η εφεσίβλητη δεν εποπτευόταν από την Κεντρική Τράπεζα.
Λόγος έφεσης 10:
Η απόφαση εναντίον της εφεσείουσας εκδόθηκε χωρίς η εφεσίβλητη να παρουσιάσει οποιαδήποτε απόδειξη, για να αποσείσει το βάρος το οποίο είχε. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόφασή του, ούτε ανέφερε σε ποιες καταστάσεις λογαριασμού ή μαρτυρία στηρίχτηκε.
Αποφασίστηκε ότι:
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, στην παρούσα περίπτωση, η εφεσίβλητη παρουσίασε στο Δικαστήριο Κατάσταση Λογαριασμού με όλες τις πράξεις που έγιναν από την εφεσείουσα και τις χρεοπιστώσεις, ως, επίσης, και πινακίδια συναλλαγής (cover notes), τα οποία συνήδαν πλήρως με την εν λόγω κατάσταση.
Λόγος έφεσης 12:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον προέβη στη διαπίστωση ότι η ίδια η εφεσείουσα παρέβη τη Συμφωνία, για τον υπολογισμό της ζημιάς της εφεσίβλητης, θα έπρεπε να λάβει υπόψη του τα μέσα που αυτή είχε για θεραπεία, δηλαδή την πώληση των υπό εγγύηση μετοχών. Έπρεπε, δηλαδή, να εφαρμόσει το Άρθρο 73(3) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Αποφασίστηκε ότι:
Ο πιο πάνω λόγος, ενόψει των αποφασισθέντων ότι η εφεσίβλητη είχε μόνο δικαίωμα να πωλήσει τις μετοχές της εφεσείουσας και όχι υποχρέωση, δεν ευσταθούσε. Το Άρθρο 73(3) του Κεφ. 149, το οποίο συναρτά τον υπολογισμό της απώλειας ή ζημιάς που έχει προκύψει από παράβαση σύμβασης με τα μέσα που υπήρχαν για θεραπεία της δυσχέρειας που έχει επέλθει συνεπεία μη εκτέλεσης της σύμβασης δεν ετύγχανε εφαρμογής, ενόψει του περιεχομένου της Συμφωνίας και της παράβασής της από πλευράς εφεσείουσας.
Λόγος έφεσης 13:
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας πρωτοδίκως δεν ήταν ορθή.
Αποφασίστηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού αποδεχτεί τη μαρτυρία του Διευθυντή της εφεσίβλητης, η οποία συνήδε με τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιόν του, εξέτασε τη μαρτυρία στο σύνολό της. Οι πλείστες από τις διαπιστώσεις του, άλλωστε, βασίστηκαν στις πρόνοιες και την ερμηνεία των εγγράφων που κατατέθηκαν και όχι στην προφορική μαρτυρία.
Η εφεσείουσα, με το περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου της, πέραν της γενικής αναφοράς ότι η μαρτυρία του Διευθυντή ήταν ψευδής και αντιφατική, δεν παρέπεμψε σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Ως προς την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, αυτή δεν έγινε χωρίς αιτιολογία.
Λόγος έφεσης 15:
Εσφαλμένα δεν έγινε αποδεκτή η εισήγησή της εφεσείουσας περί ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών.
Αποφασίστηκε ότι:
Και αν ακόμα οποιαδήποτε ρήτρα στην επίδικη συμφωνία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καταχρηστική, αυτό δεν θα απάλλασσε τον εφεσείοντα των υποχρεώσεων τις οποίες είχε αναλάβει, αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες της προαναφερθείσας νομοθεσίας, θα είχε ο εφεσείων, ως καταναλωτής, το δικαίωμα είτε να τερματίσει τη σύμβαση, είτε να επιμένει για τη μη εφαρμογή της.
Λόγος έφεσης 16:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι η ίδια η εφεσείουσα ζήτησε από την εφεσίβλητη να πωλήσει τις υπό εγγύηση μετοχές της, προς πλήρη εξόφληση του λογαριασμού, όταν ακόμη το χρέος ήταν υπερκαλυμμένο από τις υπό εγγύηση μετοχές.
Αποφασίστηκε ότι:
Η εφεσείουσα δεν είχε παρουσιάσει οποιαδήποτε γραπτή εντολή για πώληση των υπό εγγύηση μετοχών από την εφεσίβλητη.
Λόγος έφεσης 20:
Εσφαλμένα απορρίφθηκε θέση ότι η εφεσίβλητη ασκούσε παράνομα τραπεζικές εργασίες και ότι η επίδικη Συμφωνία ήταν, εξ υπαρχής, άκυρη και παράνομη.
Αποφασίστηκε ότι:
Δεν εντοπιζόταν να είχε υποστηριχθεί πρωτοδίκως η προβληθείσα, κατά γενικό τρόπο, θέση στην έφεση.
Η αποτυχία των πιο πάνω λόγων έφεσης καθιστούσε χωρίς αντικείμενο τον 21ο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορούσε στην απόρριψη της ανταπαίτησης της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
China and South Sea Bank Ltd v. Tan [1989] 3 All E.R. 839,
Ανδρέου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 740,
Silven Properties Ltd a.o. v. Royal Bank of Scotland Plc a.o. [2004] 4 All E.R. 484,
Marketrends Finance Ltd ν. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042,
Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματ. Δημόσια Ετ. Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131,
Cuckmere Brick Co. Ltd v. Mutual Finance Ltd [1971] 2 All E.R. 633,
AIB Finance Ltd v. Debtors [1997] 4 All E.R. 677,
Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 2229,
Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 120,
Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8634/02), ημερομηνίας 17/2/2009.
Δ. Δημητρό (κα), για Αν. Παπαντωνίου, για την Εφεσείουσα.
Λ. Παπαχαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αγωγή της εφεσίβλητης - ενάγουσας εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης για το ποσό των Λ.Κ.56.718,17, οφειλόμενο λόγω παραχώρησης σ' αυτήν πιστωτικών διευκολύνσεων με σκοπό τη χρησιμοποίησή του μέσω ειδικών λογαριασμών για επενδύσεις στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, (το «Χ.Α.Κ.»), οδήγησε στην έκδοση υπέρ της και εναντίον της εφεσείουσας απόφασης για το ποσό των Λ.Κ.56.689,30, πλέον τόκο 8.5% ετησίως από 18/6/2002, πλέον έξοδα. Ανταπαίτηση της εφεσείουσας για αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.50.000,00, για παράβαση συμφωνίας και/ή παράβαση νομίμων καθηκόντων της εφεσίβλητης απέναντί της, απορρίφθηκε.
Τα πιο πάνω οδήγησαν στην καταχώριση της παρούσας έφεσης, με την οποία, στην ουσία, αμφισβητούνται οι πρωτόδικες διαπιστώσεις στο σύνολό τους. Τα γεγονότα που συνθέτουν την αντιδικία των διαδίκων, όπως αυτά προκύπτουν από την Έκθεση Απαίτησης και τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, έχουν, σε συντομία, ως εξής:-
Η εφεσίβλητη παρέχει, από δικά της κεφάλαια, δάνεια και πιστωτικές διευκολύνσεις για συγκεκριμένους σκοπούς, όπως ενοικιαγορές, επενδυτικά σχέδια και άλλα. Στις 29/10/1999, η εφεσείουσα, με αίτησή της - (Τεκμήριο 2) - προς την εφεσίβλητη, ζήτησε την παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων ύψους Λ.Κ.30.000,00, με σκοπό να επενδύσει στο Χ.Α.Κ. Η αίτησή της εγκρίθηκε και, στις 4/11/1999, μεταξύ της και της εφεσίβλητης υπεγράφη Συμφωνία Χρηματοδότησης Επενδυτικού Σχεδίου, στην οποία ενσωματώθηκε πληρεξούσιο έγγραφό της, με το οποίο αυτή εξουσιοδοτούσε τη χρηματιστηριακή εταιρεία Share Link Securities Limited, (θυγατρική της εφεσίβλητης), να αγοράζει και να πωλεί, για λογαριασμό της, μετοχές εισηγμένες στο Χ.Α.Κ. και να την αντιπροσωπεύει στη σχέση της με την εφεσίβλητη. Η εφεσείουσα, συμμορφούμενη με τους όρους της Συμφωνίας για παραχώρηση εξασφάλισης στην εφεσίβλητη, ενέγραψε επ' ονόματί της 1750 μετοχές της Cyprus Popular Bank Ltd, αξίας Λ.Κ.27.510,00 και 900 μετοχές της Libra Holidays Group Ltd, αξίας Λ.Κ.5.067,00. Το Δεκέμβριο του 1999, η εφεσίβλητη μετατράπηκε σε δημόσια εταιρεία και, στις 5/1/2000, υπεγράφη μεταξύ της Share Link Securities Limited - χρηματιστή της εφεσείουσας - της θυγατρικής εταιρείας της εφεσίβλητης Ellinas Finance Custodian Ltd, (η "Custodian Ltd"), και των διαδίκων νέα Συμφωνία, με νέο πληρεξούσιο προς το χρηματιστή, για να εγγράφονται οι μετοχές που αγοράζονταν για λογαριασμό της εφεσείουσας και οι αξίες που αποτελούσαν εξασφαλίσεις επ' ονόματι της Custodian Ltd αντί της εφεσίβλητης. Στις 16/2/2000, το όριο δανειοδότησης της εφεσείουσας, από Λ.Κ.30.000,00, αυξήθηκε σε Λ.Κ.50.000,00, η δε εφεσείουσα, προς εξασφάλισή του, μεταβίβασε, στις 22/2/2000, στην Custodian Ltd, 1800 μετοχές της Τράπεζας Κύπρου, αξίας τότε Λ.Κ.17.741,00. Το 2000, επειδή οι αξίες των εισηγμένων στο Χ.Α.Κ. μετοχών μειώθηκαν σημαντικά, οι εξασφαλίσεις που παρείχε η εφεσείουσα στην εφεσίβλητη δεν αρκούσαν για κάλυψη του χρέους του επενδυτικού λογαριασμού, οπόταν η εφεσίβλητη, με επιστολές της με ημερομηνίες 20/9/2000, 3/4/2001, 7/10/2001 και 25/1/2002, κάλεσε την εφεσείουσα να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της και να αυξήσει τις εξασφαλίσεις. Η εφεσείουσα ανταποκρίθηκε και μεταβίβασε επ' ονόματι της Custodian Ltd αριθμό μετοχών, η αξία τους, όμως, δεν αρκούσε για κάλυψη του χρέους, γι' αυτό, στις 12/3/2002, επιβεβαιώνοντας προφορική συμφωνία της με την εφεσίβλητη, αποδέχτηκε γραπτώς την οφειλή της και ανέλαβε όπως καταβάλλει το ποσό των Λ.Κ.50,00 μηνιαίως, με σκοπό τη μείωση του χρέους, ώστε αυτό να καλύπτεται από τις εξασφαλίσεις. Η εφεσείουσα παρέλειψε να τηρήσει την πιο πάνω υποχρέωσή της, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να την προειδοποιήσει ότι θα ασκούσε το δικαίωμα της, δυνάμει της Συμφωνίας, για την πώληση των αξιών της. Ακολούθησε, στις 26/6/2002, ο τερματισμός της Συμφωνίας και η καταχώριση της αγωγής για το οφειλόμενο υπόλοιπο.
Η εφεσείουσα, με την Υπεράσπιση και τη μαρτυρία της, χωρίς να αρνηθεί την υπογραφή των Συμφωνιών, των πληρεξουσίων και άλλων εγγράφων, πρόβαλε σειρά υπερασπίσεων, οι οποίες, όμως, δεν έγιναν δεκτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Μεταξύ άλλων, ήταν η θέση της ότι η εφεσίβλητη ασκούσε παράνομα τραπεζικές εργασίες και, συνεπώς, η επίδικη Συμφωνία ήταν εξ υπαρχής άκυρη και παράνομη, ότι, με βάση τον όρο 5 της αίτησης για παραχώρηση του επενδυτικού δανείου - Τεκμήριο 2 - η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να πωλήσει τις δεσμευμένες μετοχές, ώστε να μη δημιουργείτο, σε οποιαδήποτε περίπτωση, ζημιά στο λογαριασμό και ότι δεν μπορούσε να γίνει από την ίδια οποιαδήποτε πράξη, εάν ο λογαριασμός ήταν εκτός των συμφωνηθέντων ορίων. Η εφεσίβλητη, ισχυρίστηκε, παρέλειψε, ως είχε υποχρέωση, να παρακολουθεί τον επενδυτικό λογαριασμό, με αποτέλεσμα να παραβιάσει τη Συμφωνία. Είχε τη δυνατότητα και τα μέσα για εξόφληση του λογαριασμού, παρέλειψε, όμως, να το πράξει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιόν του, κατέληξε, μεταξύ άλλων, στα εξής:-
«Η σημαντικότερη υπεράσπιση - και αυτή νομική, που εγείρει ο κ. Παπαντωνίου για την εναγομένη, είναι ότι κατά την ανατροπή του περιθωρίου ασφαλείας οι ενάγοντες αρ.1 είχαν υποχρέωση (και όχι δικαίωμα), σύμφωνα με τον 5ον όρο του τεκμηρίου 2, σε συνδυασμό με τους όρους 2(ε) και 2(στ) του τεκμηρίου 5 να πωλήσουν το χαρτοφυλάκιο της εναγομένης και να εξοφλήσουν το τυχόν οφειλόμενο κατά το χρόνο αυτό υπόλοιπο. Η μελέτη των εγγράφων τα οποία επικαλείται ο κ. Παπαντωνίου δεν δικαιολογούν τη θέση του. Υπήρχε δικαίωμα των εναγόντων για την πώληση των μετοχών κατά την ανατροπή του περιθωρίου ασφαλείας το οποίο προφανώς δεν άσκησαν κάτω από την πίεση της εναγομένης και κάθε επενδυτή ο οποίος αναμένει λογικά την ανάκαμψη του χρηματιστηρίου. Αυτό που δεν λαμβάνουν υπόψη οι επενδυτές είναι ότι οι μετοχές δεν έχουν σταθερή αξία αλλά κυμαινόμενη, η δε προσπάθεια της εναγομένης να συντηρήσει ή καλύτερα να διατηρήσει το περιθώριο ασφαλείας στα επιτρεπτά συμβατικά όρια με την παραχώρηση νέων εξασφαλίσεων, μετά την επιστολή των εναγόντων ημερομηνίας 20.9.00 καταδεικνύει ακριβώς αυτό που λέω ότι δηλαδή πρόθεση της ίδιας ήταν να διατηρηθεί ο λογαριασμός με την παραχώρηση νέων εξασφαλίσεων και με την προσδοκία της ανάκαμψης της τιμής των μετοχών, σταμάτησε δε να παραχωρεί νέες εξασφαλίσεις όταν οι τιμές των μετοχών έφτασαν σε σύντομο χρόνο σε εξευτελιστικές τιμές. ...
.........................................................................................................
Η αρχή αυτή του κοινοδικαίου δηλαδή ότι ο πιστωτής δεν έχει υποχρέωση να πωλήσει τις μετοχές αλλά δικαίωμα που ο ίδιος θα επέλεγε ή όχι να εξασκήσει διατυπώθηκε στην αγγλική υπόθεση China and South Sea Bank Ltd v. Tan [1989] 3 All E.R. 839 και υιοθετήθηκε στην υπόθεση Νίκος Ανδρέου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 740. Σχετική επίσης είναι η σχετικά πρόσφατη απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Silven Properties Ltd and another v. Royal Bank of Scotland Plc and others [2004] 4 All ER 484.
.........................................................................................................
Ο ρόλος των εναγόντων κατά συνέπεια ήταν σαφώς περιορισμένος. Είχαν υποχρέωση να παραχωρήσουν το δάνειο και η εναγόμενη διά του συγκεκριμένου χρηματιστή τον οποίο η ίδια επέλεξε να κάνει αγοραπωλησίες στο χρηματιστήριο. Ο όρος 5 που υπάρχει στην αίτηση της εναγομένης (τεκμήριο 2) δεν διαλαμβάνεται στη συμφωνία των μερών (τεκμήριο 5) (δεν δικογραφείται τέτοια υπεράσπιση) αλλά ούτε και δημιουργεί υποχρέωση στους ενάγοντας κατά την ανατροπή του περιθωρίου ασφαλείας να πωλήσουν τις μετοχές της εναγόμενης για να μην υποστεί αυτή ζημιά. Έχω ήδη αναφέρει ότι συνιστά δικαίωμα και οι ενάγοντες είχαν την επιλογή άσκησης του ή όχι.
Η θέση της εναγομένης επίσης για την ύπαρξη και παράβαση σιωπηρών και/ή εξυπακουόμενων όρων για ανάληψη διαχείρισης από τους ενάγοντες παρέμεινε μετέωρη. Δεν κατάφερε μέσα από τη μαρτυρία της να προωθήσει επιτυχώς τον ισχυρισμό της ότι υπήρχε τέτοιος εξυπακουόμενος όρος και ότι οι ενάγοντες ανέλαβαν την διαχείριση (κατά παράβαση ρητών όρων της συμφωνίας) του λογαριασμού της και ότι δεν επέδειξαν επιμέλεια και δεξιότητα όπως δήθεν παρέστησαν προς αυτή ότι κατείχαν. Η συμφωνία των μερών ήταν συμφωνία χρηματοδότησης και όχι συμφωνία διαχείρισης του λογαριασμού. Δεν υπέχουν οι ενάγοντες ευθύνη για την δραστική μείωση της αξίας των μετοχών το 2000. Η εναγόμενη δεν απαλλάσσεται των ευθυνών της γιατί δήθεν τα πινακίδια συναλλαγής (Cover Notes) και οι καταστάσεις λογαριασμού ουδέποτε απεστάλησαν και ουδέποτε παρελήφθησαν απ' αυτήν ενώ άλλα έγγραφα παρελήφθησαν. Από την όλη μαρτυρία της φαίνεται ότι ήταν ενήμερη για το λογαριασμό της και αυτό φαίνεται και από τις καθημερινές επαφές που είχε με την Αύρα Πετρίδου και τη θετική ανταπόκριση της στην παραχώρηση νέων εξασφαλίσεων μετά την όχληση των εναγόντων και την αρχική ανατροπή του περιθωρίου ασφαλείας. Είναι αστείος μάλιστα ο ισχυρισμός και δεν χρήζει καν απάντησης, ότι δήθεν τα πινακίδια συναλλαγής (Cover Notes) είναι χαλκευμένα έγγραφα γιατί σ' αυτά αναγράφεται άλλο όνομα εταιρείας και όχι το όνομα της εταιρείας με το οποίο η εναγόμενη συναλλάσσετο. Έχει εξηγηθεί ότι η εκτύπωση των πινακιδίων συναλλαγής έγινε από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των εναγόντων κατά τη διάρκεια εκδίκασης της υπόθεσης το 2008 και συνάδουν πλήρως με την κατάσταση λογαριασμού.
Η μαρτυρία της εναγομένης είναι αντίθετη και/ή αντιφατική και/ή ασυμβίβαστη με τα δικόγραφα της και θέσεις - νομικές υπερασπίσεις που προβάλλει ο κ. Παπαντωνίου. Πλείστα όσα παραδεκτά γεγονότα στη μαρτυρία της εναγομένης αμφισβητούνται στα δικόγραφα και οι νομικές θέσεις εκτός πλαισίων επιδίκων θεμάτων διευρύνονται στην αγόρευση του κ. Παπαντωνίου για μια απλή υπόθεση συμφωνίας ενός επενδυτικού σχεδίου που τη θεωρεί πολύπλοκη.»
Η εφεσείουσα, με 15 λόγους έφεσης, όπως αυτοί περιορίστηκαν από το συνήγορό της, αμφισβητεί την ορθότητα των πρωτόδικων διαπιστώσεων. Θα τους εξετάσουμε ανάλογα με τη συνάφειά τους, όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε, και όχι με τη σειρά που οι λόγοι αναπτύχθηκαν, αφού σ' αυτούς υπάρχει, κατά κόρον, επανάληψη της επιχειρηματολογίας προς υποστήριξή τους.
Λόγοι έφεσης 1 και 2:
Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τις αρχές που καθιερώθηκαν στη Marketrends Finance Ltd. ν. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042, σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου και λογαριασμού. Υποστηρίζει ότι η εφεσίβλητη, στη βάση των συμφωνηθέντων, υπείχε θέση διαχειρίστριας της περιουσίας της και, κατά συνέπεια, είχε καθήκον να την διαχειρίζεται ορθά. Η θέση της αυτή, υπέβαλε, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το ότι η εφεσίβλητη, εκτός από τους τόκους και τα άλλα έξοδα με τα οποία χρέωνε το λογαριασμό της, την χρέωνε με έξοδα διαχείρισης. Περαιτέρω, προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ότι η ίδια, στα πλαίσια του επενδυτικού σχεδίου που υπέγραψε, ενέγραψε τις μετοχές της επ' ονόματι της Custodian Ltd και προς όφελός της, και, με βάση τον όρο 3(β) του Τεκμηρίου 5, μόνο η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να δίδει οδηγίες στην εμπιστευματοδόχο Custodian Ltd.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας - Τεκμήριο 5, η ίδια είχε μόνο δικαίωμα και όχι υποχρέωση πώλησης των μετοχών της εφεσείουσας. Δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στις πράξεις που έγιναν στο Χ.Α.Κ., προέβαινε μόνο σε πληρωμές και εισπράξεις από και προς το χρηματιστή της εφεσείουσας, καθώς και σε χρεώσεις και πιστώσεις του λογαριασμού της, ενώ ο ρόλος της Custodian Ltd περιοριζόταν στην εγγραφή αξιών που αγοράζονταν με τη χρήση των πιστωτικών διευκολύνσεων, καθώς και των αξιών περιθωρίου ασφαλείας, για σκοπούς εξασφάλισής της.
Πανομοιότυπα επιχειρήματα προβλήθηκαν, εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στη Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματ. Δημόσια Ετ. Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131, απ' όπου και το πιο κάτω απόσπασμα, το οποίο σφραγίζει την τύχη των πιο πάνω λόγων έφεσης:- (σελ. 1148-1149)
«Αποτέλεσε κεντρικό επιχείρημα της Εφεσείουσας τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση με βάση τον όρο 7 να πωλήσουν τις μετοχές που είχαν ενεχυριαστεί, όταν η πτώση του ΧΑΚ έφθασε σε σημείο ανατροπής του καθορισθέντος περιθωρίου ασφάλειας. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι Εφεσίβλητοι, τόσο δυνάμει του όρου 7 του σχεδίου όσο και δυνάμει του Άρθρου 134 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, είχαν απλό 'δικαίωμα' να πωλήσουν τις μετοχές, το οποίο όμως δεν ισοδυναμούσε με 'υποχρέωση', όπως διατεινόταν η Εφεσείουσα. Στο συγκεκριμένο άρθρο χρησιμοποιείται η λέξη 'δύναται' ('may').
Η εφεσείουσα, με τους λόγους έφεσης 6, 7 και 8, προσβάλλει την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τα ίδια επιχειρήματα που πρόβαλε πρωτοδίκως.
Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις και επιχειρήματα του δικηγόρου της Εφεσείουσας. Το λεκτικό του όρου 7 είναι σαφές. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα και όχι υποχρέωση που διατηρούσαν οι Εφεσίβλητοι ως ενεχυροδανειστές, δυνάμει του Άρθρου 134 του Κεφ. 149. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατά την άποψή μας παραλλήλισε την περίπτωση με το δικαίωμα ενυπόθηκου δανειστή να πωλήσει την περιουσία, το οποίο όμως δεν ισοδυναμεί με υποχρέωση (βλ. Cuckmere Brick Co. Ltd. v. Mutual Finance Ltd. [1971] 2 All E.R. 633, AIB Finance Ltd. v. Debtors [1997] 4 All E.R. 677 και Silven Properties Ltd and Another v. Royal Bank of Scotland plc and Others [2004] 4 All E.R. 484).
Ούτε ο όρος 11 του σχεδίου θα μπορούσε να μετατρέψει το δικαίωμα σε υποχρέωση. Όπως ορθά υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση με αναφορά στην China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839, οι Εφεσίβλητοι ως δανειστές δεν μπορούσαν να καταστούν εμπιστευματοδόχοι των μετοχών που είχαν ενεχυριαστεί και ούτε μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι έναντι της Εφεσίβλητης ως οφειλέτριας, σε περίπτωση που ασκούσαν το δικαίωμα πώλησης και ακολούθως η αξία των μετοχών μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν. Η μόνη υποχρέωση του ενεχυροδανειστή, όπως ήταν οι Εφεσίβλητοι, σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, είναι να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή.»
Τα γεγονότα της Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου κ.ά., (πιο πάνω), στην οποία ο συνήγορος της εφεσείουσας παρέπεμψε, ήταν εντελώς διαφορετικά. Εκεί, η εφεσείουσα ήταν διαχειρίστρια των μετοχών και εκείνο που αποδόθηκε στους εφεσίβλητους ήταν το προϊόν από την πώλησή τους. Οι μετοχές, εδώ, της εφεσείουσας που δίδονταν ως εξασφάλιση της εφεσίβλητης εγγράφονταν σε συγκεκριμένο λογαριασμό στην Custodian Ltd., με το όνομα και τα στοιχεία της εφεσείουσας, η οποία μπορούσε να προβαίνει και προέβηκε σε αγοραπωλησίες, χωρίς τη συμμετοχή της εφεσίβλητης και μετά την ανατροπή του περιθωρίου ασφαλείας.
Λόγοι έφεσης 4 και 19:
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι είναι εσφαλμένη η πρωτόδικη διαπίστωση ότι ο όρος 5 του Τεκμηρίου 2 δεν αποτελεί μέρος της Συμφωνίας, όπως και ότι, μετά την ανατροπή της αναλογίας εξασφάλισης, η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να αρνηθεί πωλήσεις εκ μέρους της εφεσείουσας. Ενώ, υπέβαλε, υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου η μαρτυρία της εφεσίβλητης ότι αυτή παρακολουθούσε καθημερινά τη λειτουργία του λογαριασμού, εντούτοις εσφαλμένα θεώρησε ότι η τελευταία δεν είχε υποχρέωση να πωλήσει τις υπό εγγύηση μετοχές.
Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν. Ανεξάρτητα από τη διαπίστωση πρωτοδίκως ότι ο όρος 5 του Τεκμηρίου 2 - (αίτηση για επενδυτικό δάνειο υπογεγραμμένη μόνο από την εφεσείουσα) - δε διαλαμβανόταν στη Συμφωνία - Τεκμήριο 5, το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο όρος αυτός δε δημιουργούσε υποχρέωση στην εφεσίβλητη κατά την ανατροπή του περιθωρίου ασφαλείας να πωλήσει τις μετοχές της εφεσείουσας. Η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα, το οποίο δεν άσκησε, υπό την πίεση της εφεσείουσας, η οποία, όπως κάθε επενδυτής, ανέμενε την ανάκαμψη του χρηματιστηρίου για να προχωρήσει σε πώληση μετοχών. Συμφωνούμε με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως και με τη διαπίστωση ότι η πρόθεση της εφεσείουσας να μην πωλήσει προκύπτει και από την παραχώρηση νέων εξασφαλίσεων μετά τις 20/9/2000, που έλαβε την πρώτη επιστολή της εφεσίβλητης.
Ανάλογος ισχυρισμός σε σχέση με πανομοιότυπο όρο εξετάστηκε στη Γρηγόρης Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 2229, όπου αναφέρθηκαν και τα εξής:-
«Εν πάση δε περιπτώσει, ο όρος αυτός είτε αναφερόταν σε αγορές είτε και πωλήσεις, δεν παρέπεμπε σε μπλοκάρισμα του λογαριασμού, όπως διατείνεται ο εφεσείων, αλλ' έδιδε απλά στην εφεσίβλητη την επιλογή όπως μη εγκρίνει προτεινόμενες δικαιοπραξίες, στην περίπτωση κατά την οποία δεν ετηρείτο το συμφωνηθέν ύψος της εξασφάλισής της. Επρόκειτο καθαρά για δικαίωμα και όχι υποχρέωση ή για αυτόματη απαγόρευση.»
Λόγος έφεσης 5:
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι εντόπισε τη θέση της ότι η εφεσίβλητη επέδειξε ολιγωρία - απέστειλε την ειδοποίηση στις 20/9/2000, όταν οι τιμές των μετοχών δεν παρείχαν την απαιτούμενη εξασφάλιση και τερμάτισε τον επενδυτικό λογαριασμό στις 26/6/2002, δηλαδή δύο και πλέον χρόνια μετά την ανατροπή του περιθωρίου εξασφάλισης - δεν ασχολήθηκε με το όλο ζήτημα.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η εφεσείουσα παραβλέπει ότι η ίδια, μετά την αποστολή της επιστολής της 20/9/2000 αλλά και των επομένων, ανταποκρίθηκε και μεταβίβασε επ' ονόματι της Custodian Ltd αριθμό αξιών εισηγμένων στο Χ.Α.Κ., στις δε 12/3/2002, στα πλαίσια συνεργασίας της με την εφεσίβλητη, προσυπέγραψε επιστολή - Τεκμήριο 12 - με την οποία αναλάμβανε αποπληρωμή του χρέους. Η ανοχή της εφεσίβλητης και η προφανής επιθυμία της να μην οδηγηθεί η υπόθεση στα δικαστήρια δεν είναι δυνατό, εκ των υστέρων, να χρησιμοποιηθεί εναντίον της.
Λόγοι έφεσης 6, 7 και 9:
Είναι, περαιτέρω, η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση:-
(α) Σύμφωνα με δήλωσή της ότι «δεν γίνεται οποιαδήποτε πρόβλεψη για επισφαλείς χρεώστες διότι όλοι οι χρεώστες είναι πλήρως εξασφαλισμένοι από τις μετοχές των πελατών τις οποίες κατέχει ως εμπιστευματοδόχος η Ellinas Finance (Custodian) Limited», να διατηρεί πάντοτε την αναλογία εξασφάλισης.
(β) Με την ανατροπή του ορίου εξασφάλισης του λογαριασμού της, να πωλήσει τις μετοχές της.
(γ) Να ενεργήσει ως εμπιστευματοδόχος και να λάβει μέτρα, ώστε να μην προκληθεί ζημιά σ' αυτήν.
(δ) Να τηρεί τις υποχρεώσεις της και να συμμορφώνεται με τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω θέση της εφεσείουσας, γιατί, από τη Συμφωνία, δεν προέκυπταν οι κατ' ισχυρισμό υποχρεώσεις υπό στοιχεία (α), (β) και (γ) και γιατί η εφεσίβλητη δεν ασκούσε τραπεζικές εργασίες, ώστε να υποχρεούται να ακολουθεί τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας - (στοιχείο (δ) - (βλ. Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 120) - και, χαρακτηριστικά, ανέφερε τα εξής:-
«Όσον αφορά τις νομικές υπερασπίσεις που προβάλλει η εναγόμενη, με πρώτη την ακυρότητα της συμφωνίας γιατί ο σκοπός για τον οποίο συνήφθηκε είναι παράνομος και/ή αντίκειται στις διατάξεις του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου Ν. 66(1)/99 επειδή οι ενάγοντες αποδέχοντο καταθέσεις χωρίς την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας, είναι ξεκάθαρο από την ερμηνεία του Άρθρου 2 του Νόμου όσον αφορά τις τραπεζικές εργασίες ότι σ' αυτές δεν περιλαμβάνεται ο δανεισμός χρημάτων για τον οποίο δεν χρειάζεται άδεια από την Κεντρική Τράπεζα. Για να συνιστά ο δανεισμός χρημάτων 'τραπεζική εργασία' θα πρέπει οι ενάγοντες να δάνειζαν χρήματα τα οποία θα αντλούσαν όχι από δικά τους κεφάλαια αλλά από κεφάλαια που εισέπραξαν από το κοινό με ανάληψη υποχρέωσης επιστροφής τους. Στην παρούσα περίπτωση θα συμφωνούσα με τη θέση του κ. Παπαχαραλάμπους ότι οι ενάγοντες δεν ασκούσαν τραπεζικές εργασίες εν τη εννοία του Νόμου αφού δάνειζαν χρήματα από ίδια κεφάλαια και όχι από κεφάλαια τα οποία αντλήθηκαν από το κοινό. Κατά συνέπεια οι ενάγοντες δεν εποπτεύοντο από την Κεντρική Τράπεζα. Στην υπόθεση Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Σόφη Γιάλλουρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 120 αποφασίστηκε ότι οι όροι 2Γ και 2Ε της ίδιας με την παρούσα επίδικης συμφωνίας που προβλέπουν κατάθεση μετρητών και/ή μεταβίβαση μετοχών προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του παραχωρηθέντος δανείου δεν σημαίνουν με κανένα τρόπο ότι η ενάγουσα αποδεχόταν καταθέσεις εν τη εννοία του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου.»
Πανομοιότυποι ισχυρισμοί εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στα πλαίσια των Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματ. Δημόσια Ετ. Λτδ, (πιο πάνω), και Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238. Θεωρούμε αχρείαστο να επαναλάβουμε τα εκεί αποφασισθέντα, με τα οποία συμφωνούμε.
Λόγος έφεσης 10:
Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι η εναντίον της απόφαση εκδόθηκε χωρίς η εφεσίβλητη να παρουσιάσει οποιαδήποτε απόδειξη, για να αποσείσει το βάρος το οποίο είχε. Περαιτέρω, εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόφασή του, ούτε ανέφερε σε ποιες καταστάσεις λογαριασμού ή μαρτυρία στηρίχτηκε, αλλά ούτε και η εφεσίβλητη παρουσίασε τις κατ' ισχυρισμό εντολές της εφεσείουσας.
Πανομοιότυποι ισχυρισμοί, υπό τα ίδια δεδομένα, προβλήθηκαν και εξετάστηκαν στη Γρηγόρης Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd, (πιο πάνω), όπου αναφέρθηκαν τα εξής:-
«Υπενθυμίζεται ότι ο ρόλος της εφεσίβλητης στην επίδικη συμφωνία ήταν η παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων και όχι η διεκπεραίωση χρηματιστηριακής φύσεως εντολών. Η εφεσίβλητη παρουσίασε στο Δικαστήριο τα πινακίδια συναλλαγών που της αποστέλλονταν από το χρηματιστή του εφεσείοντα, βάσει των οποίων προέβαινε σε χρεοπιστώσεις στο λογαριασμό του, στοιχεία τα οποία επεξηγούσαν και αιτιολογούσαν την κίνηση του λογαριασμού του. Εάν ο εφεσείων αμφισβητούσε την ορθότητα ή την ύπαρξη οποιωνδήποτε εντολών που φερόταν να είχε δώσει, αυτό σίγουρα θα συνιστούσε διαφορά μεταξύ του ιδίου και του χρηματιστή του, εναντίον του οποίου είχε υποχρέωση όπως κινηθεί δικαστικά, καθιστώντας τον τριτοδιάδικο, ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο ήθελε κρίνει πρέποντα.»
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, στην παρούσα περίπτωση, η εφεσίβλητη παρουσίασε στο Δικαστήριο Κατάσταση Λογαριασμού - Τεκμήριο 15 - με όλες τις πράξεις που έγιναν από την εφεσείουσα και τις χρεοπιστώσεις, ως, επίσης, και πινακίδια συναλλαγής (cover notes), τα οποία συνάδουν πλήρως με την εν λόγω κατάσταση. Συνεπώς, δεν ευσταθεί ο πιο πάνω λόγος έφεσης.
Λόγος έφεσης 12:
Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον προέβη στη διαπίστωση ότι η ίδια παρέβη τη Συμφωνία, για τον υπολογισμό της ζημιάς της εφεσίβλητης, θα έπρεπε να λάβει υπόψη του τα μέσα που αυτή είχε για θεραπεία, δηλαδή την πώληση των υπό εγγύηση μετοχών. Έπρεπε, δηλαδή, να εφαρμόσει το Άρθρο 73(3) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Ο πιο πάνω λόγος, ενόψει των αποφασισθέντων ότι η εφεσίβλητη είχε μόνο δικαίωμα να πωλήσει τις μετοχές της εφεσείουσας και όχι υποχρέωση, δεν ευσταθεί. Εν πάση περιπτώσει, το Άρθρο 73(3) του Κεφ. 149, το οποίο συναρτά τον υπολογισμό της απώλειας ή ζημιάς που έχει προκύψει από παράβαση σύμβασης με τα μέσα που υπήρχαν για θεραπεία της δυσχέρειας που έχει επέλθει συνεπεία μη εκτέλεσης της σύμβασης, δεν τυγχάνει εδώ εφαρμογής, ενόψει του περιεχομένου της Συμφωνίας και της παράβασής της από πλευράς εφεσείουσας.
Λόγος έφεσης 13:
Παραπονείται η εφεσείουσα ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας πρωτοδίκως δεν είναι ορθή. Το Δικαστήριο, ισχυρίζεται, όχι μόνο δεν έλαβε υπόψη του το σύνολο του ενώπιόν του μαρτυρικού υλικού, αλλά αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Διευθυντή της εφεσίβλητης, παρά τα ψεύδη του και τις αντιφάσεις στις οποίες αυτός περιέπεσε. Απέρριψε τη μαρτυρία της ίδιας ως αντιφατική ή ασυμβίβαστη με τα δικόγραφα και τις θέσεις της, χωρίς, όμως, να προσδιορίσει τα σχετικά σημεία και χωρίς να αιτιολογήσει την απόρριψή της.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού αποδεχτεί τη μαρτυρία του Διευθυντή της εφεσίβλητης, η οποία συνάδει με τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιόν του, εξέτασε τη μαρτυρία στο σύνολό της. Οι πλείστες από τις διαπιστώσεις του, άλλωστε, βασίστηκαν στις πρόνοιες και την ερμηνεία των εγγράφων που κατατέθηκαν και όχι στην προφορική μαρτυρία. Η εφεσείουσα, με το περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου της, πέραν της γενικής αναφοράς ότι η μαρτυρία του Διευθυντή ήταν ψευδής και αντιφατική, δεν παρέπεμψε σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, ώστε ο ισχυρισμός αυτός να μπορεί να επιτύχει. Ως προς την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, διαπιστώνουμε ότι αυτή δεν έγινε χωρίς αιτιολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, παραθέτει συνοπτικά τη μαρτυρία της εφεσείουσας και σημειώνει τις αντιφάσεις της με τα δικόγραφά της. Πλείστα, αναφέρει, από τα παραδεκτά στη μαρτυρία της γεγονότα στα δικόγραφα αμφισβητούνται. Η ίδια δεν παρουσίασε οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι η εφεσίβλητη είχε αναλάβει τη διαχείριση του λογαριασμού της. Η παραχώρηση του δανείου και η χρήση του από αυτήν, κατόπιν οδηγιών της στο χρηματιστή της για αγορά ή πώληση μετοχών, προέκυπτε μέσα από τα έγγραφα.
Λόγος έφεσης 15:
Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι εσφαλμένα δεν έγινε αποδεκτή η εισήγησή της για εφαρμογή της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5ης Απριλίου, 1993, σε σχέση με καταχρηστικές ρήτρες και ειδικότερα του Άρθρου 6(1) και 7 του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996, (Ν. 93(Ι)/96), ο οποίος, ουσιαστικά, περιλαμβάνει όσα και η πιο πάνω Οδηγία προβλέπει.
Πανομοιότυπος ισχυρισμός προβλήθηκε από το συνήγορο της εφεσείουσας στη Γρηγόρης Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd, στην οποία αναφέρονται τα πιο κάτω, τα οποία σφραγίζουν την τύχη και αυτού του λόγου έφεσης:-
«Όπως είναι γνωστό, με το Άρθρο 5(1) του προαναφερθέντα Νόμου*, 'καταχρηστική ρήτρα' θεωρείται κάθε ρήτρα η οποία, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση. Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα περί κακής πίστης, ανισότητας όρων κλπ. Άλλωστε, κατά τον ίδιο τρόπο που προσέγγισε το θέμα το Εφετείο στην υπόθεση Μαρία Συρίμη (ανωτέρω), μπορεί να λεχθεί ότι οι σχετικές ρήτρες στη συμφωνία των διαδίκων δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καταχρηστικές, εφόσον ο εφεσίβλητος σε τελική ανάλυση είχε το δικαίωμα να ρευστοποιήσει τις μετοχές του και να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό, ενδεχόμενα και με κέρδος. Και αν ακόμα οποιαδήποτε ρήτρα στην επίδικη συμφωνία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καταχρηστική, αυτό δεν θα απάλλασσε τον εφεσείοντα των υποχρεώσεων τις οποίες είχε αναλάβει, αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες της προαναφερθείσας νομοθεσίας, θα είχε ο εφεσείων, ως καταναλωτής, το δικαίωμα είτε να τερματίσει τη σύμβαση, είτε να επιμένει για τη μη εφαρμογή της.»
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Λόγος έφεσης 16:
Η εφεσείουσα, επικαλούμενη τον όρο 5 του Τεκμηρίου 2, εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι η ίδια ζήτησε από την εφεσίβλητη να πωλήσει τις υπό εγγύηση μετοχές της, προς πλήρη εξόφληση του λογαριασμού, όταν ακόμη το χρέος ήταν υπερκαλυμμένο από τις υπό εγγύηση μετοχές. Μετά την ανατροπή του περιθωρίου ασφαλείας, η ίδια, ισχυρίζεται, δεν μπορούσε να πωλήσει μετοχές, αφού η εφεσίβλητη «μπλόκαρε» το λογαριασμό της.
Η εφεσείουσα δεν έχει παρουσιάσει οποιαδήποτε γραπτή εντολή για πώληση των υπό εγγύηση μετοχών από την εφεσίβλητη. Ανέφερε, απλά, στη μαρτυρία της, η οποία, όμως, δεν έγινε αποδεκτή, ότι η εφεσίβλητη δεν της στέρησε ρητά το δικαίωμα να πωλήσει μετοχές, αλλά δεν της ανέφερε ότι δικαιούται να το πράξει. Η ίδια, όταν ρωτήθηκε εάν ζήτησε από το χρηματιστή της να πωλήσει μετοχές και αυτός δεν το έκανε, απάντησε υποθετικά: «Φαντάζομαι ότι το έκανα. Θα δοκίμασα φαντάζομαι με τον χρηματιστή να πουλήσω. Έχει έξι χρόνια». Όταν δε της υποδείχθηκε ότι ο λογαριασμός της δεν παγοποιήθηκε το Φεβρουάριο του 2001, όπως ήταν ο ισχυρισμός της, αφού, σύμφωνα με το Τεκμήριο 15, έγιναν, με οδηγίες της, πράξεις μεταγενέστερα και αυτός πιστώθηκε, απάντησε ότι γι' αυτήν ο λογαριασμός ήταν παγοποιημένος και πράξεις έκαμνε μόνο ο χρηματιστής της.
Ο λόγος έφεσης 16 δεν ευσταθεί.
Λόγος έφεσης 20:
Εσφαλμένα διατείνεται η εφεσείουσα απορρίφθηκε η θέση της ότι η εφεσίβλητη ασκούσε παράνομα τραπεζικές εργασίες και, συνεπώς, η επίδικη Συμφωνία ήταν, εξ υπαρχής, άκυρη και παράνομη. Τα γεγονότα, ισχυρίζεται, της Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου, (πιο πάνω), από την οποία καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι διαφορετικά. Εκεί, δεν υπήρχε ρητή μαρτυρία για τον τρόπο λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου. Στην παρούσα υπόθεση, υπήρχε η μαρτυρία του Διευθυντή της εφεσίβλητης ότι λάμβανε χρήματα από το κοινό, τα οποία, αφού έσμιγε με τα χρήματα της εφεσίβλητης, προέβαινε σε δανειοδότηση, με σκοπό την είσπραξη τόκων.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία του Διευθυντή της εφεσίβλητης, αλλά δεν έχουμε εντοπίσει ό,τι ο συνήγορος της εφεσείουσας, κατά τρόπο γενικό, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένη σελίδα των πρακτικών, ανέφερε, δηλαδή, ότι χρήματα του κοινού σμίγονταν με χρήματα της εφεσίβλητης και, ακολούθως, από αυτά δίδονταν τα δάνεια. Συνεπώς, τα αποφασισθέντα στην Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου εφαρμόζονται και στην παρούσα.
Η αποτυχία των πιο πάνω λόγων έφεσης καθιστά χωρίς αντικείμενο το λόγο έφεσης 21, ο οποίος αφορά στην απόρριψη της ανταπαίτησης της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.