ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2184
10 Οκτωβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗ, Δ/στές]
1. ΑΝΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
2. ΣΑΒΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
3. ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείουσες,
v.
ΝΙΚΟΥ ΘΕΩΡΗ ΞΑΝΔΡΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 278/2008)
Αστικά αδικήματα ― Παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία ― Άρθρο 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Απόρριψη υπεράσπισης περί ύπαρξης περιουσιακού κωλύματος ― Έστω και αν η θέση της υπεράσπισης γινόταν δεκτή, ότι δηλαδή υπήρχε προγενέστερη συμφωνία μεταξύ των προηγούμενων ιδιοκτητών με την οποία γινόταν αποδεκτή η παράνομη επέμβαση, οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία θα συνιστούσε ενοχικό δικαίωμα (right in personam) και όχι εμπράγματο δικαίωμα (right in rem) ― Θα δέσμευε προσωπικά τους προηγούμενους ιδιοκτήτες οι οποίοι προέβησαν σε τέτοια συμφωνία αλλά όχι τους εκάστοτε ιδιοκτήτες των τεμαχίων.
Δίκαιο της επιείκειας ― Αρχή του περιουσιακού κωλύματος (proprietory estoppel) ― Εφαρμοστέες αρχές ― Υπό ποιες προϋποθέσεις δημιουργείται ένα τέτοιο κώλυμα.
Οι εφεσείουσες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση σε αγωγή με επιτυχή κατάληξη υπέρ του εφεσίβλητου. Ο τελευταίος ζητούσε με την αγωγή δήλωση του δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες-εναγόμενες επενέβαιναν παράνομα στο ακίνητο του το οποίο συνόρευε με το τεμάχιο των εφεσειουσών.
Ζήτησε επίσης διατάγματα με τα οποία να εμποδίζονταν οι εφεσείουσες στη συνέχιση της επέμβασης τους και για παράδοση του μέρους του ακινήτου στο οποίο επενέβαιναν, στον ιδιοκτήτη του ως επίσης και αποζημιώσεις λόγω παράνομης επέμβασης στο ακίνητο του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου-ενάγοντα την οποίαν και δέχθηκε ως αξιόπιστη εκτός από την κατ' ισχυρισμό ζημιά του από την παράνομη επέμβαση των εφεσειουσών.
Έκρινε ότι, ουσιαστικά, οι εφεσείουσες-εναγόμενες δεν αμφισβήτησαν ότι μέρος της υπό ανέγερση οικοδομής τους βρισκόταν, σύμφωνα με το εν χρήσει κτηματολογικό σχέδιο, εντός του τεμαχίου του εφεσίβλητου-ενάγοντα.
Όσον αφορούσε στην προβληθείσα υπεράσπιση ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του τεμαχίου 502 είχε αποδεχθεί ότι επί του εδάφους θα ίσχυε άλλο σύνορο απ' αυτό που καθορίζεται στα κτηματολογικά μητρώα και ότι ο εφεσίβλητος, κατ' ισχυρισμό, αποδέχθηκε και αυτός την υπάρχουσα, επί του εδάφους κατάσταση πραγμάτων, προτού αγοράσει το ακίνητο, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τις σχετικές θέσεις ως μη αξιόπιστες.
Έκρινε δε με αναφορά στο Κεφ. 224 ότι έστω και αν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του τεμαχίου 502 είχε δώσει άδεια στις εφεσείουσες να χρησιμοποιούν το διαφιλονικούμενο μέρος του ακινήτου του, η άδεια θα μπορούσε να ανακληθεί και ανακλήθηκε από το μεταγενέστερο ιδιοκτήτη, δηλαδή τον εφεσίβλητο, οπότε οι εφεσείουσες κατέστησαν επεμβασίες.
Τελικώς το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα για άρση της παράνομης επέμβασης αλλά επιδίκασε μόνον ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους 5 ευρώ καθώς και τα έξοδα.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Το πρωτόδικο δικαστήριο βρισκόταν υπό τη λανθασμένη εντύπωση ότι με τα διατάγματα που εξέδωσε δεν επηρεαζόταν η υφιστάμενη κατοικία των εφεσειουσών αλλά μόνον η υπό ανέγερση οικοδομή.
β) Το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε την υπεράσπιση των εφεσειουσών-εναγομένων αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό συμφωνία και τη διευθέτηση μεταξύ των προηγούμενων ιδιοκτητών των δύο τεμαχίων.
γ) Ο εφεσίβλητος ουσιαστικά επωφελείτο αρκετών επιπλέον τετραγωνικών μέτρων γης.
δ) Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κατάληξη ότι ο εφεσίβλητος δεν δεσμευόταν από τη συμφωνία μεταξύ των προηγούμενων ιδιοκτητών των δύο όμορων ακινήτων, επειδή δεν τη γνώριζε, ως επίσης και η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι έστω και αν υπήρχε συμφωνία μεταξύ των προηγούμενων ιδιοκτητών αυτή δεν παρείχε υπεράσπιση στις εφεσείουσες.
ε) Ήταν εσφαλμένη η συλλήβδην απόρριψη, της μαρτυρίας των εναγομένων-εφεσειουσών ως επίσης και των γραπτών δηλώσεων που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση.
στ) Ήταν λανθασμένη ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση Λοΐζου ν. Αντωνίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1035.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θέση της υπεράσπισης ότι υπήρχε προηγούμενη συμφωνία μεταξύ των ιδιοκτητών των δύο τεμαχίων και ότι μάλιστα αυτή η συμφωνία ήταν εν γνώσει του εφεσίβλητου όταν αγόρασε το τεμάχιο 502 δεν τεκμηριώθηκε.
2. Η μαρτυρία της υπεράσπισης απορρίφθηκε από το δικαστήριο ως αναξιόπιστη και ως μαρτυρία στην οποία δεν μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα. Αντίθετα έγινε δεκτή η θέση του εφεσίβλητου ότι αυτός αγόρασε το τεμάχιο 502 σύμφωνα με τον τίτλο ιδιοκτησίας του και τα εν χρήσει κτηματολογικά σχέδια, δεν γνώριζε οτιδήποτε περί προηγούμενης συμφωνίας των προγενέστερων του ιδιοκτητών ούτε και δεσμευόταν από οποιαδήποτε συμφωνία ή ρύθμιση.
3. Οποιαδήποτε τυχόν συμφωνία θα δέσμευε προσωπικά τους προηγούμενους ιδιοκτήτες οι οποίοι προέβησαν σε τέτοια συμφωνία αλλά όχι τους εκάστοτε ιδιοκτήτες των τεμαχίων.
4. Η επίκληση των αρχών της επιείκειας από τις εφεσείουσες δεν μπορεί να διαφοροποιήσει την κατάσταση υπέρ τους. Η επίκληση των σχετικών αρχών της επιείκειας δεν μπορούσε να γίνεται χωρίς να υπήρχε το απαραίτητο πραγματικό υπόβαθρο.
5. Στην παρούσα υπόθεση, με βάση τα γεγονότα που βρήκε ως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, πουθενά δεν φαινόταν ότι ο εφεσίβλητος είχε συγκατατεθεί με οποιονδήποτε τρόπο στην επέμβαση των εφεσειουσών στο κτήμα του.
6. Επομένως δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για δημιουργία περιουσιακού κωλύματος εις βάρος του εφεσίβλητου ή εφαρμογής οποιασδήποτε άλλης αρχής της επιείκειας που να εμπόδιζε τον εφεσίβλητο στην προώθηση των αξιώσεών του.
7. Αν μετά την οριοθέτηση του κτήματος προέκυψε ότι το ορθό εμβαδόν του τεμαχίου 502 είναι κάπως μεγαλύτερο από εκείνο που αναγραφόταν προηγουμένως στον τίτλο ιδιοκτησίας αυτό δεν δημιουργούσε οποιοδήποτε δικαίωμα υπέρ των εφεσειουσών ή υποχρέωση που βάρυνε τον εφεσίβλητο.
8. Από τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στοιχεία δεν προέκυπτε οποιοδήποτε ζήτημα δουλείας αλλά ούτε και μπορούσε να προβάλλεται από τις εφεσείουσες η θέση ότι, επειδή επενέβαιναν παράνομα στο τεμάχιο 502, ο ιδιοκτήτης του χάνει το αγώγιμο δικαίωμά του, επειδή δεν έχει κατοχή του διαφιλονικούμενου τμήματος. Η θέση ήταν χωρίς νομικό έρεισμα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Λοΐζου ν. Αντωνίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1035.
Έφεση.
Έφεση από τις εφεσείουσες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παναγιώτου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6601/03), ημερομηνίας 27/5/2008.
Α. Γιωρκάτζης με Ν. Θρασυβούλου, για τις Εφεσείουσες.
Στ. Στυλιανού, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο εφεσίβλητος-ενάγων καταχώρησε αγωγή με την οποία ζητούσε δήλωση του δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες-εναγόμενες επενέβαιναν παράνομα στο ακίνητο του με αρ. τεμαχίου 502 στο Πισσούρι, το οποίο συνόρευε με το τεμάχιο 501 των εφεσειουσών. Ο εφεσίβλητος ζήτησε επίσης διατάγματα με τα οποία να εμποδίζονται οι εφεσείουσες στη συνέχιση της επέμβασης τους και για παράδοση του μέρους του ακινήτου στο οποίο επενέβαιναν, στον ιδιοκτήτη του. Περαιτέρω ο εφεσίβλητος ζήτησε και αποζημιώσεις λόγω παράνομης επέμβασης στο ακίνητο του.
Η θέση των εφεσειουσών ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου ήταν ότι τα τεμάχια 501 και 502, μαζί με το τεμάχιο 500, αποτελούσαν στο παρελθόν ενιαία ακίνητη ιδιοκτησία. Τα τρία τεμάχια, στη συνέχεια, διαχωρίστηκαν και το τεμάχιο 502 περιήλθε στον εφεσίβλητο δυνάμει αγοράς από κάποιον κ. Χρίστο Ονουφρίου. Ο Χρίστος Ονουφρίου, όπως και ο πατέρας του Ονούφριος Χριστοδούλου, που ήταν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του τεμαχίου 502, είχαν συμφωνήσει με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες του τεμαχίου 501 ότι, ανεξάρτητα από τον καθορισμό των συνόρων εκ μέρους του κτηματολογίου, εκείνο που θα ίσχυε ήταν η οριοθέτηση των τεμαχίων τους, στη βάση της, επί του εδάφους κατάστασης πραγμάτων. Στη βάση της επί του εδάφους κατάστασης πραγμάτων ο χώρος επέμβασης των εφεσειουσών βρισκόταν στο δικό τους τεμάχιο 501 και όχι στο τεμάχιο 502 του εφεσίβλητου. Η υπεράσπιση των εφεσειουσών περιλάμβανε επίσης κώλυμα εκ μέρους του εφεσίβλητου να εγείρει την αγωγή του επειδή στερείτο πραγματικής κατοχής ή φυσικού ελέγχου του μέρους του ακινήτου για το οποίο ισχυριζόταν παράνομη επέμβαση, υπεράσπιση στη βάση των αρχών της επιεικείας και εναλλακτικά την ύπαρξη δικαιώματος δουλείας προς όφελος του τεμαχίου 501 και εις βάρος του τεμαχίου 502, ενόψει της αδιάλειπτης απόλαυσης κατοχής του διαφιλονικούμενου μέρους του τεμαχίου 502, από τους ιδιοκτήτες του τεμαχίου 501, για περίοδο πέραν των 30 ετών.
Κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία έγιναν παραδεκτά κάποια γεγονότα μεταξύ των οποίων ότι ο εφεσίβλητος απέκτησε το τεμάχιο 502 του Φυλ./Σχ. LII61 στο χωριό Πισσούρι, δυνάμει αγοράς, από τον προαναφερόμενο Χρίστο Ονουφρίου Φόρσου, ότι οι εφεσείουσες είναι συνιδιοκτήτριες του τεμαχίου 501, στην ίδια περιοχή του χωριού Πισσούρι, το οποίο συνορεύει δυτικά με το τεμάχιο 502, ότι μετά από αίτηση του εφεσίβλητου για επίλυση συνοριακής διαφοράς ο Διευθυντής του Κτηματολογίου εξέδωσε απόφαση, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε ως τεκμήριο και ότι αίτηση-έφεση που καταχωρήθηκε εναντίον της απόφασης του Διευθυντή απορρίφθηκε από το δικαστήριο.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου επίσης κατατέθηκε σχεδιάγραμμα, ως τεκμήριο, στο οποίο φαίνεται ότι μέρος της υπό κατασκευήν οικοδομής εντός του τεμαχίου 501 βρίσκεται, μερικώς, εντός του τεμαχίου 502, σύμφωνα με τον καθορισμό των συνόρων των δύο τεμαχίων από τον Διευθυντή του Κτηματολογίου. Άλλη υπάρχουσα οικοδομή φαίνεται να βρίσκεται σχεδόν ολοκληρωτικά μέσα στο τεμάχιο 501.
Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου-ενάγοντα την οποίαν και δέχθηκε ως αξιόπιστη εκτός από την κατ' ισχυρισμό ζημιά του από την παράνομη επέμβαση των εφεσειουσών στο τεμάχιο του που ανερχόταν σε £200.000.- Ο εφεσίβλητος ανέφερε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι αγόρασε το τεμάχιο 502, το 2001 για να το αξιοποιήσει, και το 2002 ζήτησε οριοθέτηση του κτήματος από το Κτηματολόγιο, οπότε διαφάνηκε επέμβαση στο κτήμα του από τις εφεσείουσες που είναι ιδιοκτήτριες του γειτονικού τεμαχίου 501. Η υπό ανέγερση οικοδομή βρίσκεται κατά τρία με τέσσερα μέτρα μέσα στο δικό του ακίνητο ενώ η άλλη υφιστάμενη οικοδομή φθάνει μέχρι (περίπου) το κοινό σύνορο των δύο τεμαχίων.
Για την υπεράσπιση έδωσαν μαρτυρία δύο μάρτυρες και παρουσιάστηκαν και γραπτές δηλώσεις άλλων δύο μαρτύρων οι οποίοι όμως δεν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο. Η μαρτυρία των δύο μαρτύρων υπεράσπισης που εμφανίστηκαν στο δικαστήριο απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη ενώ οι γραπτές δηλώσεις των άλλων δύο δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο καθότι αυτό έκρινε, με βάση το Άρθρο 27.2(α) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, ότι δεν θα έπρεπε να αποδώσει οποιανδήποτε αποδεικτική αξία στις δηλώσεις εκείνες δεδομένου ότι περιείχαν εξ ακοής μαρτυρία, αυτοί που τις υπέγραψαν δεν κλήθηκαν ως μάρτυρες ενώπιον του δικαστηρίου ώστε να μπορούν να αντεξεταστούν και δεν δόθηκε οποιαδήποτε εύλογη αιτιολόγηση της μη κλήτευσης τους.
Μάρτυρας Υπεράσπισης 1 ήταν ο κ. Χρίστος Ονουφρίου, προηγούμενος ιδιοκτήτης του τεμαχίου 502, το οποίο πώλησε στον εφεσίβλητο. Ισχυρίστηκε ότι μεταξύ του πατέρα του, Ονούφριου Πισσούριου (ή Χριστοδούλου), και των αδελφών του, που ήταν ιδιοκτήτες του τεμαχίου 501, είχε συμφωνηθεί ότι τα σύνορα που θα αναγνώριζαν ως έγκυρα σύνορα των δύο τεμαχίων θα ήταν εκείνα που υπήρχαν επί τόπου, τα οποία καθορίζονταν από υψομετρική διαφορά και δόμες. Μάρτυρας Υπεράσπισης 2 ήταν ο κ. Γιώργος Παξιμάδης, σύζυγος της εφεσείουσας 3, ο οποίος έδωσε εξ ακοής μαρτυρία, ότι απ' ότι του έλεγε η πεθερά του, τα δύο τεμάχια είχαν διαχωριστεί από παλιά σύμφωνα με τα επί τόπου φυσικά σύνορα, τα οποία αναγνώριζαν οι δύο πλευρές ως έγκυρα. Στη γραπτή δήλωση του Ονούφριου Πισσούριου υποστηρίζονταν επίσης οι ίδιες θέσεις (με αυτές των Μ.Υ. 1 και 2) οι οποίες υποστηρίχθηκαν περαιτέρω και από μετρήσεις στις οποίες προέβηκε κάποιος κ. Φίλιππος Μυλωνάς, ο οποίος επίσης κατέθεσε γραπτή δήλωση αλλά δεν εμφανίστηκε ως μάρτυρας ενώπιον του δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και απέρριψε εκείνη των εφεσειουσών, είπε ότι το αγώγιμο δικαίωμα βασιζόταν σε παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία δυνάμει του Άρθρου 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, η οποία συντελείται, μεταξύ άλλων, με παράνομη είσοδο ή παράνομη παρέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στην κατοχή άλλου. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι, ουσιαστικά, οι εφεσείουσες-εναγόμενες δεν αμφισβήτησαν ότι μέρος της υπό ανέγερση οικοδομής τους βρίσκεται, σύμφωνα με το εν χρήσει κτηματολογικό σχέδιο, εντός του τεμαχίου του εφεσίβλητου-ενάγοντα. Όσον αφορά την υπεράσπιση ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του τεμαχίου 502 είχε αποδεχθεί ότι επί του εδάφους θα ίσχυε άλλο σύνορο απ' αυτό που καθορίζεται στα κτηματολογικά μητρώα και ότι ο εφεσίβλητος, κατ' ισχυρισμό, αποδέχθηκε και αυτός την υπάρχουσα, επί του εδάφους κατάσταση πραγμάτων, προτού αγοράσει το ακίνητο, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι οι θέσεις αυτές απορρίφθηκαν ως μή αξιόπιστες. Έστω όμως και αν γινόταν δεκτή η θέση ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του τεμαχίου 502 είχε αποδεχθεί την υπάρχουσα κατάσταση, αυτό δεν θα είχε νομική συνέπεια. Αναφέρθηκε στο Κεφ. 224 και είπε ουσιαστικά ότι, έστω και αν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του τεμαχίου 502 είχε δώσει άδεια στις εφεσείουσες να χρησιμοποιούν το διαφιλονηκούμενο μέρος του ακινήτου του, η άδεια θα μπορούσε να ανακληθεί και ανακλήθηκε από το μεταγενέστερο ιδιοκτήτη, δηλαδή τον εφεσίβλητο, οπότε οι εφεσείουσες κατέστησαν επεμβασίες (trespassers).
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικά στην υπόθεση Λοΐζου ν. Αντωνίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1035 την οποίαν παρέθεσαν οι εφεσείουσες και είπε ότι σ' εκείνη την περίπτωση αγωγή για παράνομη επέμβαση απορρίφθηκε λόγω ύπαρξης περιουσιακού κωλύματος το οποίο δεν επέτρεπε στην εφεσείουσα να επιμείνει στην ανάκτηση του επίδικου μέρους της γης. Στην προκείμενη περίπτωση δεν είχε αποδειχθεί οποιοδήποτε περιουσιακό κώλυμα εφόσον ο εφεσίβλητος είπε ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε περί οποιασδήποτε προηγούμενης συμφωνίας αναφορικά με τα δύο τεμάχια, και η μαρτυρία του έγινε δεκτή.
Τελικά, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα για άρση της παράνομης επέμβασης αλλά επιδίκασε μόνον ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους 5 ευρώ καθώς και τα έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα.
Με την έφεση τους οι εφεσείουσες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με οχτώ λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρισκόταν κάτω από λανθασμένη εντύπωση ότι με τα διατάγματα που εξέδωσε δεν επηρεάζεται η υφιστάμενη κατοικία των εφεσειουσών αλλά μόνον η υπό ανέγερση οικοδομή. Σύμφωνα με τις εφεσείουσες το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε εφαρμόσει τις αρχές που διατυπώθηκαν στην Λοίζου (ανωτέρω) και με βάση το δίκαιο της επιείκειας θα έπρεπε να αρνηθεί να εκδώσει τα προαναφερόμενα διατάγματα επειδή αυτά θα είχαν πολύ δυσμενείς συνέπειες στα συμφέροντα των εφεσειουσών.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε την υπεράσπιση των εφεσειουσών-εναγομένων αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό συμφωνία και τη διευθέτηση μεταξύ των προηγούμενων ιδιοκτητών των δύο τεμαχίων. Κατά τις εφεσείουσες, το πρωτόδικο δικαστήριο κακώς «δεν απέδωσε οποιαδήποτε αποδεικτική αξία στις γραπτές δηλώσεις του Ονούφριου Πισσουρίου και του Φίλιππου Μυλωνά».
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι με την απόφαση του δικαστηρίου ο εφεσίβλητος ουσιαστικά επωφελείται αρκετών περιπλέον τετραγωνικών μέτρων γης εφόσον αγόρασε ακίνητο εκτάσεως 3.342 τ.μ. ενώ, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, τώρα δικαιούται σε έκταση 4.419 τ.μ..
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κατάληξη ότι ο εφεσίβλητος δεν δεσμεύεται από τη συμφωνία μεταξύ των προηγούμενων ιδιοκτητών των δύο όμορων ακινήτων, επειδή δεν τη γνώριζε.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι έστω και αν υπήρχε συμφωνία μεταξύ των προηγούμενων ιδιοκτητών αυτή δεν παρείχε υπεράσπιση στις εφεσείουσες.
Ο έκτος λόγος αφορά στην κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη απόρριψη, συλλήβδην, της μαρτυρίας των εναγομένων-εφεσειουσών.
Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στην κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη απόρριψη των γραπτών δηλώσεων που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στην κατ' ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση Λοΐζου (ανωτέρω).
Αρχίζοντας από τους λόγους έφεσης 6 και 7, που αφορούν στην απόρριψη της μαρτυρίας της υπεράσπισης από το πρωτόδικο δικαστήριο, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης 1 και 2, ξεχωριστά, και την απέρριψε για λόγους στους οποίους αναφέρθηκε. Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο η μαρτυρία του Μ.Υ.2 ήταν εξ ακοής, εν πάση περιπτώσει, ενώ και οι δύο μάρτυρες συνδέονταν στενά με τις εφεσείουσες, είχαν λόγους να υποστηρίξουν τη θέση των εφεσειουσών και ήταν αναξιόπιστοι. Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων και στην παρούσα υπόθεση δεν θεωρούμε ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για να επέμβουμε στα πρωτόδικα ευρήματα.
Όσον αφορά την απόρριψη των δύο γραπτών δηλώσεων επειδή οι μάρτυρες που προέβησαν στις γραπτές δηλώσεις δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου για να δώσουν προφορική μαρτυρία και να αντεξεταστούν, παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 27.2 (α) του Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε, το δικαστήριο αξιολογώντας τη βαρύτητα που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία, το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση. Δεν θεωρούμε ότι έσφαλε το πρωτόδικο δικαστήριο αποφασίζοντας να μην προσδώσει βαρύτητα στις δύο γραπτές δηλώσεις που παρουσιάστηκαν, επειδή τα πρόσωπα που τις έκαμαν θα μπορούσαν να κλητευθούν και να εμφανιστούν στο δικαστήριο ως μάρτυρες, και να αντεξεταστούν, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε και μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 5 και 8 αφορούν σε κατ' ισχυρισμό λανθασμένη θεώρηση της υπεράσπισης των εφεσειουσών από το πρωτόδικο δικαστήριο και λανθασμένη εφαρμογή των νομικών αρχών επί των γεγονότων της υπόθεσης.
Η κύρια γραμμή της υπεράσπισης ήταν ότι μεταξύ των προηγούμενων ιδιοκτητών των τεμαχίων 501 και 502 υπήρχε συμφωνία ότι ανεξάρτητα από τα σύνορα των δύο τεμαχίων σύμφωνα με τα εν χρήσει σχέδια του Κτηματολογίου, θα ίσχυαν μεταξύ των δύο πλευρών τα φυσικά σύνορα που υπήρχαν επί τόπου και τα οποία καθορίζονταν από υψομετρική διαφορά και δόμες που χώριζαν τα δύο τεμάχια. Σύμφωνα με τα φυσικά σύνορα, το διαφιλονικούμενο τμήμα του τεμαχίου 502 στο οποίο επενέβησαν οι εφεσείουσες ανήκει στο δικό τους τεμάχιο, δηλαδή το 501 και επομένως δεν υπάρχει παράνομη επέμβαση. Η συμφωνία αυτή μεταξύ των προηγούμενων ιδιοκτητών ήταν εν γνώσει του εφεσίβλητου, κατά την υπεράσπιση, και τον δεσμεύει κυρίως με βάση το δίκαιο της επιείκειας και ειδικά λόγω περιουσιακού κωλύματος, όπως εξηγήθηκε και στην υπόθεση Λοΐζου (ανωτέρω).
Θεωρούμε την έφεση αβάσιμη και απορρίπτουμε όλους τους λόγους έφεσης για τους εξής λόγους:
1. Η θέση της υπεράσπισης ότι υπήρχε προηγούμενη συμφωνία μεταξύ των ιδιοκτητών των δύο τεμαχίων και ότι μάλιστα αυτή η συμφωνία ήταν εν γνώσει του εφεσίβλητου όταν αγόρασε το τεμάχιο 502 δεν τεκμηριώθηκε, επειδή η μαρτυρία της υπεράσπισης απορρίφθηκε από το δικαστήριο ως αναξιόπιστη και ως μαρτυρία στην οποία δεν μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα. Αντίθετα έγινε δεκτή η θέση του εφεσίβλητου ότι αυτός αγόρασε το τεμάχιο 502 σύμφωνα με τον τίτλο ιδιοκτησίας του και τα εν χρήσει κτηματολογικά σχέδια, δεν γνώριζε οτιδήποτε περί προηγούμενης συμφωνίας των προγενέστερων του ιδιοκτητών ούτε και δεσμευόταν από οποιαδήποτε συμφωνία ή ρύθμιση.
2. Έστω όμως και αν η θέση της υπεράσπισης γινόταν δεκτή, ότι δηλαδή υπήρχε προγενέστερη συμφωνία μεταξύ των προηγούμενων ιδιοκτητών, οποιαδήποτε προγενέστερη συμφωνία θα συνιστούσε ενοχικό δικαίωμα (right in personam) και όχι εμπράγματο δικαίωμα (right in rem). Επομένως η οποιαδήποτε τυχόν συμφωνία θα δέσμευε προσωπικά τους προηγούμενους ιδιοκτήτες οι οποίοι προέβησαν σε τέτοια συμφωνία αλλά όχι τους εκάστοτε ιδιοκτήτες των τεμαχίων.
3. Η επίκληση των αρχών της επιείκειας από τις εφεσείουσες δεν μπορεί να διαφοροποιήσει την κατάσταση υπέρ τους. Δεν πρόσφεραν οποιανδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία, στη βάση της οποίας να μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα δυνάμει των κανόνων της επιείκειας. Η επίκληση των αρχών της επιείκειας δεν μπορεί να γίνεται χωρίς να υπάρχει το απαραίτητο πραγματικό υπόβαθρο.
4. Στην υπόθεση Λοΐζου (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι, ενόψει περιουσιακού κωλύματος, η εφεσείουσα δεν μπορούσε να επιμείνει στην ανάκτηση του επίδικου μέρους της γης της. Σ' εκείνη την περίπτωση όμως τα γεγονότα ήταν πολύ διαφορετικά από την παρούσα περίπτωση. Εκεί η εφεσείουσα είχε αποδεχθεί την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με την ανέγερση οικοδομής στο επίδικο μέρος του κτήματος της, και μάλιστα είχε πάρει και χρηματικό αντάλλαγμα για αυτή την αποδοχή. Επίσης ο εφεσίβλητος είχε ενεργήσει καθόλα καλόπιστα. Με εκείνα τα δεδομένα το Εφετείο αποφάσισε ότι με τη συμπεριφορά της η ενάγουσα-εφεσείουσα άφηνε να νοηθεί ότι δεν επέμενε και ούτε ενδιαφερόταν για την παράδοση σ' αυτήν του διαφιλονικούμενου μέρους του κτήματος της αλλά θα ήταν ικανοποιημένη και με χρηματική ικανοποίηση.
Στην παρούσα υπόθεση, με βάση τα γεγονότα που βρήκε ως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, πουθενά δεν φαίνεται ότι ο εφεσίβλητος είχε συγκατατεθεί με οποιονδήποτε τρόπο στην επέμβαση των εφεσειουσών στο κτήμα του. Αντίθετα, αμέσως μετά που αγόρασε το κτήμα ζήτησε οριοθέτηση του από το Κτηματολόγιο και όταν προέκυψε ότι υπήρχε επέμβαση στο κτήμα από τις ιδιοκτήτριες του παρακείμενου τεμαχίου 501 και αφού εξαντλήθηκε και το ένδικο μέσο της αίτησης-έφεσης εναντίον της απόφασης του Διευθυντή, ο εφεσίβλητος έλαβε δικαστικά μέτρα για άρση της παράνομης επέμβασης. Επομένως δεν μπορεί να γίνεται λόγος στην παρούσα υπόθεση για δημιουργία περιουσιακού κωλύματος εις βάρος του εφεσίβλητου ή εφαρμογής οποιασδήποτε άλλης αρχής της επιείκειας που εμποδίζει τον εφεσίβλητο στην προώθηση των αξιώσεών του.
5. Αναφορικά με το κατ' ισχυρισμό σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τη θέση της υφιστάμενης οικοδομής των εφεσειουσών, το δικαστήριο είπε ότι αυτή φθάνει μέχρι το κοινό σύνορο των δύο τεμαχίων και αυτό φαίνεται να το συμπέρανε από το σχεδιάγραμμα που κατατέθηκε ως τεκμήριο ενώπιον του. Έστω όμως και αν η υφιστάμενη οικοδομή επεμβαίνει λίγο στο τεμάχιο 502, αυτό, κατά την εκτίμηση μας, δεν διαφοροποιεί το γεγονός ότι υπάρχει επέμβαση στο τεμάχιο 502 από τις ιδιοκτήτριες του τεμαχίου 501 και επομένως η έκδοση των διαταγμάτων άρσης της επέμβασης είναι δικαιολογημένη εφόσον οι εφεσείουσες δεν μπόρεσαν να προβάλουν οποιαδήποτε έγκυρη υπεράσπιση.
6. Το ζήτημα του εμβαδού του τεμαχίου 502 δεν εγείρεται στην παρούσα υπόθεση. Ο εφεσίβλητος αγόρασε το τεμάχιο 502 σύμφωνα με τον τίτλο ιδιοκτησίας του και σύμφωνα με το εν χρήσει κτηματολογικό σχέδιο. Αν μετά την οριοθέτηση του κτήματος προέκυψε ότι το ορθό εμβαδόν του τεμαχίου 502 είναι κάπως μεγαλύτερο από εκείνο που αναγραφόταν προηγουμένως στον τίτλο ιδιοκτησίας αυτό δεν δημιουργεί οποιοδήποτε δικαίωμα υπέρ των εφεσειουσών ή υποχρέωση που βαρύνει τον εφεσίβλητο.
Από τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στοιχεία δεν προκύπτει οποιοδήποτε ζήτημα δουλείας αλλά ούτε και μπορεί να προβάλλεται από τις εφεσείουσες η θέση ότι, επειδή επεμβαίνουν παράνομα στο τεμάχιο 502, ο ιδιοκτήτης του χάνει το αγώγιμο δικαίωμά του, επειδή δεν έχει κατοχή του διαφιλονικούμενου κτήματος. Η θέση είναι χωρίς νομικό έρεισμα.
Δεν υπάρχει αντέφεση, επομένως δεν τίθεται θέμα εξέτασης του μέρους της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο απορρίπτεται η αξίωση του εφεσίβλητου για ουσιαστικές αποζημιώσεις.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη με έξοδα εις βάρος των εφεσειουσών και υπέρ του εφεσιβλήτου, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.