ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1711
19 Ιουλίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
PAKISTAN CABLES LIMITED,
Εφεσείοντες,
v.
1. NSB GENERAL TRADING (OVERSEAS) CO LTD,
2. SLOBOTAN POPOVICH,
3. HELLENIC BANK LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 194/2009)
Συμβάσεις ― Φορτωτική ― Κατά πόσον οι εφεσίβλητοι είχαν οποιαδήποτε ευθύνη για το γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν παρέλαβαν ποτέ 40 τόνους αλουμινίου που παρήγγειλαν παρά την προς όφελος των εφεσιβλήτων 1, έκδοση ανέκκλητης τραπεζικής εγγύησης, μέσω της τράπεζας τους στο Πακιστάν.
Φορτωτική ― Η φορτωτική αποτελεί έγγραφο υπογραφόμενο από τον πλοιοκτήτη ή τον αντιπρόσωπο του, αναγνωρίζον ότι τα εμπορεύματα έχουν όντως φορτωθεί ― Αποτελεί απόδειξη παραλαβής των αγαθών, έστω μη αναμφισβήτητη, και εκ πρώτης όψεως και μόνο τίτλο.
Τραπεζικό Δίκαιο ― Ανέκκλητη τραπεζική πίστωση ― Αυτές οι διεθνείς πιστώσεις θεωρούνται στο διεθνές εμπόριο, (όπως και οι εγγυητικές-«performance bonds»), ως μετρητά χρήματα. Στην απουσία δε ισχυρότατου λόγου περί του αντιθέτου, δεν νοείται η μη πληρωμή ή μη εκτέλεση της πίστωσης ― Μόνο η ύπαρξη δόλου, ισχυρισμός που όχι μόνο πρέπει να τίθεται από τον διάδικο, αλλά και να αποδεικνύεται από πλήρη και επαρκή στοιχεία, αναχαιτίζει την πληρωμή ― Τα Δικαστήρια σπάνια επεμβαίνουν.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Η εξ ακοής μαρτυρία είναι η εξαίρεση στον κανόνα της αναγκαιότητας της παρουσίασης του μάρτυρα ώστε αυτός να υποστεί τη βάσανο της κριτικής αντεξέτασης ― Η μη παρουσίαση του επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σ' αυτό στόχευε η τροποποίηση που επέφερε ο νομοθέτης με το Νόμο υπ' αρ. 32(Ι)/2004, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων της εξ ακοής μαρτυρίας, όπως προηγουμένως αυτοί ίσχυαν.
Οι εφεσείοντες - ενάγοντες πρωτοδίκως, έδωσαν στις 18.10.2001 προς τους εφεσίβλητους παραγγελία 1, 40 τόνων αλουμινίου για το συνολικό ποσό των $51.280 Αμερικής, η οποία παραγγελία όμως, ουδέποτε τελεσφόρησε, εφόσον οι εφεσείοντες παρά την προς όφελος των εφεσιβλήτων 1 έκδοση ανέκκλητης τραπεζικής εγγύησης, μέσω της τράπεζας τους στο Πακιστάν, δεν παρέλαβαν ποτέ τα εμπορεύματα.
Οι εφεσείοντες αξίωσαν από τους εφεσίβλητους 1 και 2, ειδικές αποζημιώσεις ύψους $51.280 ως αποτέλεσμα δόλου, απάτης, απόσπασης χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων και παράβαση συμφωνίας, καθώς και γενικές αποζημιώσεις.
Το εν λόγω ποσό κατακρατείτο, σύμφωνα με την αγωγή, από τους εφεσίβλητους 1 και 2, ως θεματοφύλακες προς όφελος των εφεσειόντων. Ο εφεσίβλητος 2, ήταν ο διευθυντής των εφεσιβλήτων 1. Εναντίον της εφεσίβλητης 3, οι εφεσείοντες αξίωσαν το ισόποσο, πλέον γενικές αποζημιώσεις, ισχυριζόμενοι ότι υπήρξε αμελής στην υποχρέωση της να ελέγξει και επιβεβαιώσει την ορθότητα των εγγράφων που της παραδόθηκαν από αυτούς.
Μεταξύ άλλων οι εφεσείοντες με σχετική αίτηση τους επεδίωξαν την εισαγωγή της μαρτυρίας που δόθηκε σε προηγούμενη δίκη ως μαρτυρία στη νέα, χωρίς να παρίστατο ανάγκη επανακλήτευσης. Ως αιτιολογία αναφέρθηκε η πρακτική δυσκολία επανόδου των δύο αλλοδαπών μαρτύρων στην Κύπρο για εκ νέου κατάθεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του απέρριψε την αίτηση στην οποία ενέστησαν οι εφεσίβλητοι 1 και 2.
Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα η υποχρέωση των εφεσιβλήτων 1, ήταν μόνο η φόρτωση των εμπορευμάτων στο πλοίο και η παρουσίαση των απαραίτητων εγγράφων στην τράπεζα για σκοπούς καταβολής του συμφωνηθέντος τιμήματος αγοράς.
Όπως περαιτέρω έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καταδείχθηκε αμέλεια της εφεσίβλητης 3 καθ' ότι η οποιαδήποτε ευθύνη για αποδοχή λανθασμένων εγγράφων βάρυνε άλλη Τράπεζα που εμπλεκόταν και όχι την εφεσίβλητη 3, η οποία ήταν απλώς η πληρώτρια τράπεζα και η οποία δεν είχε λόγο να μην αποδεσμεύσει την πίστωση εφόσον είχε προς τούτο τις οδηγίες της άλλης Τράπεζας.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Ήταν λανθασμένη η ερμηνεία που κατ' ισχυρισμόν αποδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σχετική περί αποδείξεως νομοθεσία.
β) Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2, ουδόλως εμπλέκονταν σε οποιοδήποτε δόλο ή απάτη.
γ) Υπήρξε αμέλεια από πλευράς της, εφεσίβλητης 3 πληρώνοντας άλλο πρόσωπο από αυτό που φερόταν επί των εγγράφων ως δικαιούχο και η οποία λανθασμένα δεν αποδόθηκε πρωτοδίκως.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι εφεσείοντες δεν προσέβαλαν με την έφεση τους σχετική ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου. Αναμφίβολα, η απλή κατάθεση των πρακτικών της προηγούμενης διαδικασίας ήταν εξ ακοής μαρτυρία και δεν θα ήταν δυνατό για το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης να προβεί σε οποιοδήποτε είδος ουσιαστικής αξιολόγησης των πρακτικών απογυμνωμένων και αποσυνδεδεμένων από τη ζώσα μαρτυρία. Εδώ, οι εφεσείοντες δεν εξήγησαν την αδυναμία τους να κλητεύσουν τον μάρτυρα.
2. Ούτε και επιχείρησαν να προβούν σε διαβήματα για κάθοδο του μάρτυρα στην Κύπρο, είτε εθελοντικώς, είτε διά εξαναγκασμού, και αν επιχείρησαν κάτι τέτοιο, δεν ανέφεραν τίποτε σχετικό στην αίτηση τους.
3. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ πρώτης και δεύτερης δίκης ήταν επίσης ένα αρνητικό στοιχείο που συνηγορούσε, όπως ορθά το έθεσε το Δικαστήριο, στην απόρριψη της αίτησης.
4. Περαιτέρω, το εδάφιο (ε) του Άρθρου 27 του Κεφ. 9, προδιαγράφει ως προς την άσκηση της ευχέρειας του Δικαστηρίου και την εξέταση του ζητήματος κατά πόσον ο διάδικος μπορούσε να προσφέρει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε, όπως προφανώς συνέβη εδώ με τους εφεσείοντες.
5. Επομένως, η αντεξέταση του συγκεκριμένου μέρτυρα ενώπιον του δικάζοντος Δικαστηρίου, ήταν επιτακτικό στοιχείο που θα λαμβανόταν υπόψη στην όλη αξιολόγηση του.
6. Οι εφεσείοντες δεν έπεισαν το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εφεσίβλητη 3 διέπραξε οποιοδήποτε λάθος. Και αυτό ήταν ορθό, υπό το φως των υποχρεώσεων που ανέλαβε η ίδια.
7. Η όλη βάση αγωγής εναντίον της Hellenic για αμέλεια ήταν εξαρχής λανθασμένη και διερωτάται κανείς γιατί οι εφεσείοντες δεν ήγειραν αγωγή εναντίον της ίδιας της Chartered Bank, αφού αναγνώριζαν και δικογραφικά την ουσιαστική εμπλοκή της στην όλη συναλλαγή.
8. Όσον αφορούσε τους εφεσίβλητους 1 και 2 και πάλι η κρίση του Δικαστηρίου ήταν ορθή. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν παρουσιαζόταν προβληματική. Όπως ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο, η ένδειξη επί της φορτωτικής «Clean on Board 01/11/2001», έδειχνε ότι το εμπόρευμα πράγματι είχε φορτωθεί.
9. Ουδόλως εμπλέκονταν οι εφεσίβλητοι 1 και 2, με οποιοδήποτε δόλο ή απάτη. Η αξίωση εναντίον για επιστροφή των χρημάτων της πίστωσης στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν ήταν ορθή. Προς αποκατάσταση ο πλουτισμός πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι αδικαιολόγητος και εδώ δεν ήταν.
10. Οι εφεσίβλητοι 1 έλαβαν τα χρήματα δυνάμει τραπεζικής πίστωσης χωρίς να είχαν, ως διαπιστώθηκε, οποιαδήποτε ανάμειξη, πέραν της νόμιμης ανάμειξης που τους επέτρεπαν τα έγγραφα της πίστωσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Application of British Reinforced Concrete Engineering Co Ltd [1929] XLV TLR 186,
Coleshill v. Manchester Corporation (1928) 1 K.B. 776,
The Forest Lake [1966] 3 All E.R. 833,
Bolton v. Bolton [1949] 2 All E.R. 908,
C & A Pelekanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273,
Chua Chee Chor v. Chua Kim Yong [1962] 1 W.L.R. 1464,
Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,
Donoghue v. Stevenson [1932] AC 562,
Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller & Partners [1964] AL 465,
R.D. Harbottle (Mercantile) Ltd a.o. v. National Westminster Bank Ltd a.o. [1977] 2 All E.R. 862,
Malas trading as Hamzen Malas & Sons v. British Imex Industries Ltd [1958] 2 Q.B. 127,
Edward Owen Engineering Ltd v. Barclays Bank International Ltd [1978] 1 All E.R. 976,
Ian Stach Ltd v. Baker Bosley Ltd [1958] 2 Q.B. 130,
Andreas Orthodoxou Limited v. Δημητρίου Τυλλήρη Λίμιτεδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 1247,
J & P Ltd v. S. Ch. Ieropoulos & Co Ltd (1997) 1 Α.Α.Δ. 451,
Standard Fruit Company (Bermuda) Ltd v. Gold Steal Shipping Company Ltd (1997) 1 Α.Α.Δ. 464,
Banque Financiere de la Cite v. Parc (Battersea) Ltd [1998] 1 All E.R. 737.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 11891/02), ημερομηνίας 26/5/2009.
Γ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χατζηπαρασκευάς, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Α. Μιχαηλίδης, για την Εφεσίβλητη 3.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Θέματα διεθνούς τραπεζικής χρηματοδότησης, ορθότητας φορτωτικών εγγράφων επί θαλασσίων μεταφορών, τραπεζικής αντιπροσώπευσης και ευθύνης, ψευδών παραστάσεων και αποζημίωσης στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εγείρονται στην υπό κρίση έφεση. Όλα αυτά, με αφορμή παραγγελία που δόθηκε από τους εφεσείοντες - ενάγοντες πρωτοδίκως - στις 18.10.2001 προς τους εφεσίβλητους 1, 40 τόνων αλουμινίου για το συνολικό ποσό των $51.280 Αμερικής, η οποία παραγγελία όμως, ουδέποτε τελεσφόρησε, εφόσον οι εφεσείοντες παρά την προς όφελος των εφεσιβλήτων 1 έκδοση ανέκκλητης τραπεζικής εγγύησης, μέσω της τράπεζας τους στο Πακιστάν, δεν παρέλαβαν ποτέ τα εμπορεύματα.
Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα στη βάση της αξιολόγησης της εκατέρωθεν προσκομισθείσας μαρτυρίας και της αποτίμησης των διαφόρων τεκμηρίων που κατατέθηκαν, η υποχρέωση των εφεσιβλήτων 1, ήταν μόνο η φόρτωση των εμπορευμάτων στο πλοίο και η παρουσίαση των απαραίτητων εγγράφων στην τράπεζα για σκοπούς καταβολής του συμφωνηθέντος τιμήματος αγοράς. Τα έγγραφα της τραπεζικής ανέκκλητης πιστωτικής επιστολής που εξέδωσαν οι εφεσείοντες μέσω της Muslim Commercial Bank στο Πακιστάν, επιβεβαιώθηκαν ως γνήσια και αυθεντικά από την Standard Chartered Bank, η οποία και ενεργούσε ως διαπραγματεύτρια τράπεζα. Προς αυτήν είχαν διαβιβαστεί από την εφεσίβλητη 3 τράπεζα, (εφεξής «η Hellenic Bank»), η οποία και πλήρωσε τους εφεσίβλητους 1, το ποσό των $51.280, ως η τράπεζα τους, μετά τη βεβαίωση της αυθεντικότητας των εγγράφων τα οποία περιελάμβαναν τη σχετική φορτωτική («bill of lading»), η οποία ως φορτωτική «clean on board», έδειχνε τη φόρτωση των εμπορευμάτων για να αποσταλούν στον Πακιστάν, όπου και συστάθηκε η εφεσείουσα εταιρεία.
Το έτερο σημαντικό πρωτόδικο εύρημα αφορούσε το γεγονός ότι πράγματι οι εφεσείοντες ουδέποτε παρέλαβαν την παραγγελθείσα ποσότητα αλουμινίου, παρά το ότι τα χρήματα πληρώθηκαν στους εφεσίβλητους 1. Οι εφεσείοντες διερεύνησαν την όλη υπόθεση. Διαπίστωσαν τα ακόλουθα, τα οποία επίσης αποτέλεσαν εύρημα του Δικαστηρίου. Ότι στην πιστωτική τραπεζική επιστολή, δικαιούχος αναφερόταν κάποια N.S.B. General Trading and Manufacturing Company Ltd, αντί του ονόματος των εφεσιβλήτων 1, που είναι N.S.B. General Trading (Overseas) Ltd. Ότι τα εμπορεύματα ουδέποτε φορτώθηκαν στο πλοίο N.V. Valentine, που ήταν το πλοίο μεταφοράς των εμπορευμάτων και ότι διάφορες άλλες εταιρείες που φέρονταν να είχαν ανάμειξη στην όλη διεκπεραίωση της παραγγελίας, όπως κάποια Andria Shipping Inc., δεν υπήρχαν ή τα στοιχεία που δόθηκαν γι' αυτές, δεν ήταν ορθά.
Οι εφεσείοντες κατήγγειλαν την υπόθεση στην Αστυνομία της Κύπρου, μέσω δε του Γραφείου Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος, σχηματίστηκε σχετικός φάκελος ο οποίος διαβιβάστηκε στον Γενικό Εισαγγελέα για τα περαιτέρω, ο οποίος όμως γνωμάτευσε ότι δεν στοιχειοθετείτο ποινικό ή ποινικά αδικήματα, με αποτέλεσμα να μην καταχωρηθεί οποιαδήποτε ποινική υπόθεση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του Αστυνόμου Α΄ Φίλιππου Βρόντου, Μ.Ε.1, η οποία έγινε δεκτή πρωτοδίκως, είναι σχετική.
Υπό το φως των πιο πάνω, ηγέρθηκε η πρωτόδικη αγωγή. Οι εφεσείοντες αξίωσαν από τους εφεσίβλητους 1 και 2, ειδικές αποζημιώσεις ύψους $51.280 ως αποτέλεσμα δόλου, απάτης, απόσπαστης χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων και παράβαση συμφωνίας, καθώς και γενικές αποζημιώσεις. Το εν λόγω ποσό κατακρατείτο, σύμφωνα με την αγωγή, από τους εφεσίβλητους 1 και 2, ως θεματοφύλακες προς όφελος των εφεσειόντων. Να σημειωθεί ότι ο εφεσίβλητος 2, ήταν ο διευθυντής των εφεσιβλήτων 1. Εναντίον της Hellenic Bank, οι εφεσείοντες αξίωσαν το ισόποσο, πλέον γενικές αποζημιώσεις, επί τω ότι υπήρξε αμελής στην υποχρέωση της να ελέγξει και επιβεβαιώσει την ορθότητα των εγγράφων που της παραδόθηκαν από αυτούς. Αγωγή ηγέρθηκε και εναντίον των πρώην εναγομένων 4 και 5, ως προσώπων εξουσιοδοτημένων από την Hellenic Bank να προβούν στην πληρωμή του ποσού προς τους εφεσίβλητους 1, αλλά αυτή απεσύρθη και απερρίφθη, χωρίς έξοδα, πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
Εκτός από τον Φίλιππο Βρόντο, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε να αξιολογήσει τη μαρτυρία του Aslan Sandrudin, Μ.Ε.1, λογιστή των εφεσειόντων, καθώς και του εφεσίβλητου 2, ως μοναδικού μάρτυρα για την υπόθεση των εφεσιβλήτων 1 και 2. Η Hellenic Bank δεν έδωσε οποιαδήποτε μαρτυρία.
Το Δικαστήριο έκρινε το μάρτυρα Sandrudin ως μη ικανοποιητικό μάρτυρα, που παρά τη μακροχρόνια πείρα του, δεν έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις σε καίρια ζητήματα που είχαν σχέση με τη διαφορά που εντοπίστηκε επί του ονόματος του δικαιούχου επί των πιστωτικών εγγράφων και τη σημασία της απόδειξης της φορτωτικής. Ούτε ο μάρτυρας μπόρεσε να αποδείξει τον ισχυρισμό των εφεσειόντων περί πλαστογραφίας ή ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2, εμπλέκονταν με οποιοδήποτε τρόπο με δόλο, ψευδείς παραστάσεις ή πλαστογραφία εγγράφων.
Μέρος της μαρτυρίας του αφορούσε τα διαμειφθέντα σε προηγούμενη δίκη με τους ίδιους διαδίκους και την ίδια αξίωση, η οποία ενώ είχε σχεδόν ολοκληρωθεί (είχαν παραμείνει οι τελικές αγορεύσεις), δεν τελεσφόρησε ενόψει παραίτησης του Επαρχιακού Δικαστή που τότε χειρίζετο την υπόθεση. Η εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον νέου Δικαστή, μετά από οδηγίες του τότε διοικητικού Προέδρου του Δικαστηρίου, οδήγησε στο εξής πρόβλημα. Μάρτυρας εκ μέρους των εφεσειόντων που είχε καταθέσει στην πρώτη δίκη, ο Andrew Bolden, δεν εντοπίσθηκε, κατά τον Sandrudin, για εκ νέου κατάθεση, οπότε και δεν απεδόθη σ' αυτήν οποιαδήποτε ουσιαστική βαρύτητα, εφόσον τα κατατεθέντα πρακτικά της προηγούμενης διαδικασίας, σ' ό,τι αφορούσε τις ένορκες καταθέσεις των Φίλιππου Βρόντου και Andrew Bolden, δεν θεωρήθηκαν ως μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πέραν του γεγονότος ότι αυτά ήταν απλώς τα πιστοποιημένα πρακτικά ως προς τι έλαβε χώραν προηγουμένως. Το Δικαστήριο απέρριψε με σχετική ενδιάμεση απόφαση του, αίτηση για να γίνει αποδεκτή αυτή η μαρτυρία για σκοπούς αξιολόγησης, θεωρώντας ότι στο δικαιϊκό σύστημα της Κύπρου, κριτής της αξιοπιστίας είναι το εκδικάζον Δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταθέτουν οι μάρτυρες και δεν μπορεί να χωρήσει αξιολόγηση στη βάση μαρτυρίας που πιστοποιήθηκε ως τέτοια, αλλά δόθηκε ενώπιον άλλου Δικαστηρίου.
Από την άλλη έκρινε τον εφεσίβλητο 2, ως αξιόπιστο μάρτυρα και παρόλο που αυτός ένοιωθε πολύ έντονα για την όλη υπόθεση, ιδιαιτέρως διότι το άτομο του διερευνήθηκε ποινικά, δεν ήταν «εχθρικός ή έντονα αντιδραστικός», της μαρτυρίας του περιοριζόμενης στις ευθύνες που ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι 1 έναντι των εφεσειόντων, που περιορίζονταν στη φόρτωση των εμπορευμάτων στο πλοίο και την υποβολή των ορθών εγγράφων στην τράπεζα.
Οι λόγοι έφεσης καλύπτουν τρία ζητήματα. Τη λανθασμένη ερμηνεία που κατ' ισχυρισμόν αποδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σχετική περί αποδείξεως νομοθεσία αναφορικά με τη σημασία και συνέπεια της προηγηθείσας διαδικασίας, την εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή αξιολόγηση της ολότητας της μαρτυρίας και τη θεωρούμενη από τους εφεσείοντες, ανεπάρκεια της αιτιολογικής κρίσης του.
Αντίθετα, η πλευρά των τριών εφεσιβλήτων τονίζει ότι τόσο τα ευρήματα του Δικαστηρίου, όσο και η νομική ανάλυση είναι ορθή και, επομένως, η απόφαση δεν είναι ανατρέψιμη. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας στηρίχθηκε σε στέρεο έδαφος και η επ' αυτής εξαγωγή συμπερασμάτων βασίστηκε στις ευθύνες και καθήκοντα που οι εφεσίβλητοι είχαν αναλάβει μέσα από τις συναλλαγές τους με τους εφεσείοντες.
Όπως έχει αναδιπλωθεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι εμφανές ότι προέχει η εξέταση της ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ως προς τη μαρτυρία του Andrew Bolden και αυτό γιατί αν η θέση του Δικαστηρίου να μην δεχθεί την εξ ακοής μαρτυρία του είναι λανθασμένη, τότε ολόκληρο το οικοδόμημα της πρωτόδικης κρίσης καταρρέει ως στηριζόμενο σε ελλιπές υπόβαθρο. Ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης λοιπόν, όντως το δικαιϊκό σύστημα της Κύπρου στηρίζεται πρωτίστως και κατά κύριο λόγο στην αντιπαράθεση μαρτύρων και εκδοχών επί γεγονότων. Από αυτή την αναμέτρηση προέρχεται η συνθετική δικαστική διεργασία. Με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, την αποδοχή και την απόρριψη προβαλλομένων εκδοχών και μαρτυριών, δίνεται η δυνατότητα στο δικάζον Δικαστήριο να επιτελέσει το έργο του, που είναι μονοσήμαντο: να αναγάγει μέσα από τη διαφορετικότητα των θέσεων, τη διάσταση των γεγονότων και την αντιπαράθεση των μαρτύρων, την ουσιαστική εκείνη βάση που, υπό το φως του δικαστικού μανδύα, θεωρείται αντικειμενικά, στα πλαίσια πάντοτε της ανθρώπινης εμπειρίας, η αληθής φυσιογνωμία της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη δυνατότητα και την ευκαιρία που το αποδεικτικό σύστημα δίνει, της διά ζώσης παρουσίασης της μαρτυρίας. Η πρωτογενής αυτή μαρτυρία προσφέρει στο Δικαστήριο μοναδική ευκαιρία να εξετάσει και να κρίνει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, όπου μέσα από την τέχνη της αντεξέτασης, οι μάρτυρες δοκιμάζονται ως προς την αλήθεια των λόγων τους.
Η εξ ακοής μαρτυρία είναι η εξαίρεση στον κανόνα της αναγκαιότητας της παρουσίασης του μάρτυρα ώστε αυτός να υποστεί τη βάσανο της κριτικής αντεξέτασης. Η μη παρουσίαση του επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σ' αυτό στόχευε η τροποποίηση που επέφερε ο νομοθέτης με το Νόμο υπ' αρ. 32(Ι)/2004, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων της εξ ακοής μαρτυρίας, όπως προηγουμένως αυτοί ίσχυαν. Οι εφεσείοντες λανθάνονται, με όλη την εκτίμηση στο επιχείρημα τους, περί της αποδεικτικής δύναμης της αποδεκτής εξ ακοής μαρτυρίας. Το κύριο επιχείρημα τους ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σύγχυσε τα πράγματα διότι δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία ενώ την είχε στην ουσία αποδεχθεί με την κατάθεση των πρακτικών της προηγούμενης διαδικασίας, όπου εμπεριέχετο η μαρτυρία Bolden, στηρίζεται σε λανθασμένη ανάγνωση της θέσης του Δικαστηρίου. Στη σελ. 13 των πρακτικών της διαδικασίας αναπαράγεται η ενδιάμεση κρίση του Δικαστηρίου κατά την προσπάθεια των εφεσειόντων να καταθέσουν τη μαρτυρία του Bolden, μέσα από το βασικό τους μάρτυρα τον Aslam Sandruddin, Μ.Ε.2 και την ένσταση που πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι 1 και 2. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση των πρακτικών της προηγούμενης διαδικασίας λέγοντας επί λέξει:
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή μάρτυρα και πρόκειται για πρακτικά προηγούμενης διαδικασίας. Θα γίνουν αποδεκτά για κατάθεση από το μάρτυρα ως τεκμήριο γι' αυτό που είναι, δηλαδή, ότι είναι τα προηγούμενα πρακτικά κάποιας διαδικασίας. Η βαρύτητα που θα τους δοθεί και η αποδεικτική τους αξία στο τέλος της διαδικασίας παραμένουν έργο του Δικαστηρίου στο τέλος της διαδικασίας.»
Με το πιο πάνω απόσπασμα, φανερώνεται ότι η επίκριση του κ. Γεωργιάδη δεν είναι βάσιμη. Το Δικαστήριο ορθά προσέγγισε το ζήτημα ξεχωρίζοντας δύο στάδια. Αυτό της αρχικής αποδοχής των πρακτικών ως μαρτυρίας και αυτό της μετέπειτα βαρύτητας την οποία θα απέδιδε σ' αυτά τα πρακτικά. Όταν αργότερα στην τελική απόφαση του το Δικαστήριο έκρινε ότι τα πρακτικά που κατατέθηκαν «... δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι μαρτυρία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στην παρούσα διαδικασία, εφόσον η βαρύτητα που μπορεί να τους αποδοθεί δεν είναι άλλη από αυτή του ότι είναι τα πιστοποιημένα πρακτικά της προηγούμενης διαδικασίας», δεν έθεσε τα πράγματα διαφορετικά, και ασφαλώς δεν εννοούσε ότι δεν ήταν τυπικά μαρτυρία εναντίον του. Και βέβαια ήταν μαρτυρία αφού το ίδιο το Δικαστήριο τη δέχθηκε στη βάση του αποσπάσματος που ήδη παρατέθηκε ανωτέρω. Μπορεί η λεκτική έκφραση της θέσης του Δικαστηρίου να μην ήταν η πλέον κατάλληλη, αλλά δεν πιστοποιείται οποιοδήποτε λάθος αρχής. Γι' αυτό και στη συνέχεια, θεωρώντας τα ενώπιον του πρακτικά της προηγούμενης διαδικασίας, ως μαρτυρία, προχώρησε να την αξιολογήσει στη βάση των παραμέτρων που θέτει το Άρθρο 27(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.
Σημειώνεται εδώ ότι οι εφεσείοντες με αίτηση τους ημερ. 12.2.2008 επεδίωξαν την εισαγωγή της μαρτυρίας που δόθηκε στην προηγούμενη δίκη ως μαρτυρία στη νέα, χωρίς να παρίστατο ανάγκη επανακλήτευσης τους. Ως αιτιολογία αναφέρθηκε η πρακτική δυσκολία επανόδου των δύο αλλοδαπών μαρτύρων στην Κύπρο για εκ νέου κατάθεση, την επαγγελματική και οικογενειακή αναστάτωση που θα προκαλείτο σ' αυτούς και την εν γένει δυσχέρεια του όλου εγχειρήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 12.9.2008 απέρριψε την αίτηση στην οποία ενέστησαν οι εφεσίβλητοι 1 και 2, θεωρώντας ότι οι προβληθέντες λόγοι περί δυσκολίας επανόδου στην Κύπρο ήταν γενικοί και αόριστοι και ότι ενυπάρχει δικαίωμα στην πλευρά του εφεσίβλητου να ελέγξουν διά ζώσης τη μαρτυρία των εφεσειόντων διά της οδού της αντεξετάσεως. Προχώρησε δε να απορρίψει την προς το αντίθετο θέση των εφεσειόντων ότι η μαρτυρία που είχε ήδη δοθεί δεν είχε αμφισβητηθεί από την πλευρά των εφεσιβλήτων υπό το φως των όσων οι τελευταίοι αντέταξαν ενιστάμενοι. Παρεμβάλλεται εδώ ότι οι εφεσείοντες είχαν εισηγηθεί την εισαγωγή διά της ιδίας οδού και της μαρτυρίας του Φ. Βρόντου, παρόλο που ο μάρτυρας αυτός ήταν στην Κύπρο. Το Δικαστήριο δεν έπραξε επομένως οτιδήποτε διαφορετικό στις 19.11.2008 όταν με την ενδιάμεση του απόφαση που αναπαράχθηκε ανωτέρω από τη σελ. 13 των πρακτικών, δέχθηκε μεν την κατάθεση των πρακτικών, θεωρώντας όμως ότι η αξιολόγηση τους αφορούσε ζήτημα βαρύτητας, που παρέμεινε ανοικτό.
Είναι όμως καταλυτικό και το εξής εναντίον της αποδοχής αυτού του λόγου έφεσης: οι εφεσείοντες δεν προσβάλλουν με την έφεση τους την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, ημερ. 12.9.2008, και επομένως κωλύονται κατ' ουσίαν τώρα να εγείρουν ζήτημα περί λανθασμένης απόφασης του Δικαστηρίου. Τα όσα παρεμφερώς αναφέρουν στο περίγραμμα τους, κατά την ανάπτυξη του πρώτου λόγου έφεσης, δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη διότι διά της αγορεύσεως δεν μπορεί να προστεθεί λόγος έφεσης που δεν υπάρχει.
Όσον αφορά τη βαρύτητα που το Δικαστήριο απέδωσε στη μαρτυρία του Bolden, ορθή ήταν η κρίση του ότι δεν ήταν δυνατόν να δοθεί ουσιαστική βαρύτητα σ' αυτήν υπό το φως των παραμέτρων που καθορίζει το Άρθρο 27 του Κεφ. 9. Αναμφίβολα, η απλή κατάθεση των πρακτικών της προηγούμενης διαδικασίας ήταν εξ ακοής μαρτυρία και δεν θα ήταν δυνατό για το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης να προβεί σε οποιοδήποτε είδος ουσιαστικής αξιολόγησης των πρακτικών απογυμνωμένων και αποσυνδεδεμένων από τη ζώσα μαρτυρία. Τα κριτήρια ή παράγοντες που νομίμως λαμβάνονται υπόψη κατά το Άρθρο 27 περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το εύλογο ή εφικτό της παρουσίασης του μάρτυρα από το διάδικο που καταθέτει την εξ ακοής μαρτυρία. Εδώ, οι εφεσείοντες δεν εξήγησαν την αδυναμία τους να κλητεύσουν τον Bolden. Ούτε και επιχείρησαν να προβούν σε διαβήματα για κάθοδο του Bolden στην Κύπρο, είτε εθελοντικώς, είτε διά εξαναγκασμού, και αν επιχείρησαν κάτι τέτοιο, δεν ανέφεραν τίποτε σχετικό στην αίτηση τους.
Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ πρώτης και δεύτερης δίκης ήταν επίσης ένα αρνητικό στοιχείο που συνηγορούσε, όπως ορθά το έθεσε το Δικαστήριο, στην απόρριψη της αίτησης (εδάφιο 2(β) του Άρθρου 27). Πρόσθετα, αρνητικά δεδομένα ήταν και τα όσα καθορίζονται στο εδάφιο (η) στη βάση του οποίου η παρουσίαση απλώς των πρακτικών δεν διευκόλυνε την ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας. Περαιτέρω, το εδάφιο (ε) του Άρθρου 27, προδιαγράφει ως προς την άσκηση της ευχέρειας του Δικαστηρίου και την εξέταση του ζητήματος κατά πόσον ο διάδικος μπορούσε να προσφέρει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε, όπως προφανώς συνέβη εδώ με τους εφεσείοντες.
Οι αυθεντίες που επικαλείται ο κ. Γεωργιάδης στο περίγραμμα του δεν τον βοηθούν διότι αυτές δεν έθεσαν αφενός απόλυτους κανόνες και αφετέρου δεν έχουν εφαρμογή στα εδώ γεγονότα. Η υπόθεση Application of British Reinforced Concrete Engineering Co Ltd [1929] XLV TLR 186, αφορούσε υπόθεση όπου δεν υπήρχε διάσταση επί της μαρτυρίας («no conflict of evidence»), ενώ αφορούσε και περίπτωση θανάτου δικαστή και ανάληψη της υπόθεσης για συνέχιση της διαδικασίας (και όχι de novo όπως εδώ), από άλλο, ο οποίος μπορούσε να διαβάσει τις στενογραφημένες σημειώσεις της μαρτυρίας. Στην Coleshill v. Manchester Corporation [1928] 1 K.B. 776, λέχθηκε ότι όπου η ακρόαση διεξάγεται στην παρουσία ενόρκων είναι επιθυμητή η de novo παρουσίαση των μαρτύρων, θέση που επιδοκιμάστηκε, τουλάχιστον ως προς το επιθυμητό της επανακλήτευσης, όπου η δίκη διεξάγεται από δικαστή και ενόρκους, και στην The Forest Lake [1966] 3 All E.R. 833. Όπως είναι γνωστό, στην Κύπρο, η εκδίκαση από το Δικαστή επιτελεί το διπλό αυτό ρόλο, εφόσον ο Δικαστής είναι ο κριτής και των γεγονότων, ως οι ένορκοι στην Αγγλία, και των νομικών θέσεων, όπως ο Άγγλος Δικαστής.
Όσον αφορά τη θέση περί συγκρουόμενων εκδοχών, στην απουσία των οποίων η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται ευκολότερα υπέρ της χρησιμοποίησης προηγούμενων πρακτικών, ιδιαιτέρως αν η υπόθεση θεωρείται σαφής («clear case»), (Bolton v. Bolton [1949] 2 All E.R. 908), είναι προφανές ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχαν αντικρουόμενες εκδοχές και αυτό το έπραξε στην ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 12.9.2008, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε αυτοτελώς. Και, όπως ορθά υποδεικνύουν οι εφεσίβλητοι στο περίγραμμα τους, ο Bolden ήταν εντεταλμένος από την ασφαλιστική εταιρεία στην οποία οι εφεσείοντες ασφάλισαν το φορτίο τους και επομένως δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ανεξάρτητος μάρτυρας, ενώ δεν είχε προβεί και σε προσωπική έρευνα επί των επιδίκων θεμάτων. Τα πρακτικά ημερ. 28.2.2005, Τεκμ. «Α8», είναι σχετικά. Επομένως, η αντεξέταση του Bolden ενώπιον του δικάζοντος Δικαστηρίου, ήταν επιτακτικό στοιχείο που θα λαμβανόταν υπόψη στην όλη αξιολόγηση του.
Στην C & A Pelekanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273, το θέμα τέθηκε ευθέως προς απόφαση όταν μάρτυρας κατά τη διάρκεια της δίκης, που είχε ολοκληρώσει τη μαρτυρία του απεβίωσε, αλλά η δίκη έπρεπε να επαναληφθεί εξαρχής υπό το φως διορισμού του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο οποίος εκδίκαζε την υπόθεση με άλλο Δικαστή ως Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο, στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αίτημα των συνηγόρων της εφεσείουσας εταιρείας να γίνει δεκτή η μαρτυρία του αποβιώσαντος στη νέα δίκη απερρίφθη, η δε πρωτόδικη κρίση επικυρώθηκε στο Εφετείο. Αφού έγινε επιστάμενη ανασκόπηση της νομολογίας, Αγγλικής και Κυπριακής, το Εφετείο έκρινε ότι η σαρωτική δήλωση στον Phipson on Evidence (1963) σελ. 541-542, παρ. 1423, περί των προϋποθέσεων αποδοχής λήψης μεταγενεστέρως σε νέα δίκη των σημειώσεων ή της μαρτυρίας που κρατήθηκαν στην προηγούμενη δίκη, δεν ήταν «.. σε πλήρη εναρμόνιση με τις κυριότερες Αγγλικές αποφάσεις επί του θέματος». Έγινε αναφορά και στην απόφαση Chua Chee Chor v. Chua Kim Yong [1962] 1 W.L.R. 1464, του Ανακτοσυμβουλίου, όπου αποδοκιμάστηκε η πρακτική αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας. Επιδοκιμάστηκε από το Εφετείο και απόσπασμα από την Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, περί της σπουδαιότητας της ζώσας μαρτυρίας ενώπιον του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου και τη μοναδική θέση που αυτό κατέχει προς αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας.
Ως προς τους υπόλοιπους δύο λόγους έφεσης, στο επίκεντρο της διαφοράς είναι η τυχόν ευθύνη και/ή αμέλεια από πλευράς της Hellenic. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι υπήρξε αμέλεια από πλευράς της, πληρώνοντας άλλο πρόσωπο από αυτό που φερόταν επί των εγγράφων ως δικαιούχο στη βάση των αρχών της Donoghue v. Stevenson [1932] AC 562 και Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller & Partners [1964] AL 465. Η Hellenic θεωρείται υπεύθυνη για μη άσκηση της δέουσας επιμέλειας και δεξιότητας που όφειλε να επιδείξει κατά την πληρωμή της πιστωτικής επιστολής. Κατά τους εφεσείοντες, η Hellenic ήταν αμελής στο ότι δεν προσέδωσε την αναγκαία σημασία στα διάφορα έγγραφα που από μόνα τους υποδήλωναν μη αυθεντικότητα και μη εγκυρότητα της φορτωτικής, εφόσον ουσιώδη στοιχεία της που παρέπεμπαν στη διεύθυνση και τηλέφωνο της ναυτιλιακής εταιρείας ήταν ψευδή, ενώ δεν περιγράφονταν με ακρίβεια διάφορα επιμέρους στοιχεία αναφορικά με την περιγραφή των εμπορευμάτων κλπ.
Η αντίθετη θέση της Hellenic είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία έχοντας υπόψη τη δική του πρωταρχική ευθύνη επί της κρίσης των μαρτύρων. Περαιτέρω, η Hellenic δεν μπορούσε να φέρει ευθύνη για την απώλεια ή μη παράδοση των αλουμινίων ενόψει του ότι στην πίστωση («letter of credit»), περιγράφονταν τα έγγραφα τα οποία όφειλαν να παρουσιαστούν στην Hellenic, μεταξύ των οποίων και η φορτωτική («bill of lading»), το τιμολόγιο, κατάλογος των φορτωθέντων εμπορευμάτων («packing list») και η σχετική δήλωση φόρτωσης («declaration detailing all shipment»). Τα έγγραφα παρουσιάστηκαν και ήταν ευθύνη της Chartered Bank ως τράπεζας που θα επιβεβαίωνε τη συμμόρφωση, να εντοπίσει τυχόν λάθος και/ή παραλείψεις.
Έχει σημασία να λεχθεί ότι η πληρωμή της αγοράς του αλουμινίου διευθετήθηκε με τη μέθοδο της ανέκκλητης τραπεζικής πίστωσης («irrevocable letter of credit»). Όπως φανερώνεται από το Τεκμ. «Α2», η εν λόγω πίστωση ανοίχθηκε από την Muslim Commercial Bank Ltd για το ποσό των US$51.280,00 με πληρωτέα τράπεζα την Hellenic μέσω της Standard Chartered Bank London via Standard Chartered Bank New York. Αυτές οι διεθνείς πιστώσεις θεωρούνται στο διεθνές εμπόριο, (όπως και οι εγγυητικές-«performance bonds»), ως μετρητά χρήματα στην απουσία δε ισχυρότατου λόγου περί του αντιθέτου, δεν νοείται η μη πληρωμή ή μη εκτέλεση της πίστωσης. Μόνο η ύπαρξη δόλου, ισχυρισμός που όχι μόνο πρέπει να τίθεται από τον διάδικο, αλλά και να αποδεικνύεται από πλήρη και επαρκή στοιχεία, αναχαιτίζει την πληρωμή. Είναι γι' αυτό το λόγο που τα Δικαστήρια σπάνια επεμβαίνουν στο μηχανισμό των τραπεζικών υποχρεώσεων που δημιουργούνται μέσω των ανέκκλητων τραπεζικών υποχρεώσεων. Όπως έχει αναφερθεί στην R.D. Harbottle (Mercantile) Ltd & another v. National Westminster Bank Ltd & others [1977] 2 All E.R. 862, αυτές οι υποχρεώσεις «.. are the life-blood of international commerce». Εκτός από την περίπτωση καθαρού δόλου στον οποίο εμπλέκεται ή έχει γνώση η ίδια η τράπεζα, τα Δικαστήρια αφήνουν τους εμπορευόμενους να διευθετήσουν τις διαφορές τους κάτω από τις συμβατικές δοσοληψίες που εκατέρωθεν ανέλαβαν, στα Δικαστήρια ή με διαιτησία. Όπως λέχθηκε στην ίδια υπόθεση:
«The Courts are not concerned with their difficulties to enforce such claims; these are risks which the merchants take.»
Τα Δικαστήρια για τους προαναφερθέντες λόγους δεν χορηγούν κατά κανόνα ούτε απαγορευτικά διατάγματα μη πληρωμής της πίστωσης επεμβαίνοντας και αναστατώνοντας, με αυτό τον τρόπο, την ασφάλεια που πρέπει να διέπει τις συναλλαγές του διεθνούς εμπορίου, (δέστε Malas trading as Hamzen Malas & Sons v. British Imex Industries Ltd [1958] 2 Q.B. 127 και Edward Owen Engineering Ltd v. Barclays Bank International Ltd [1978] 1 All E.R. 976). Η όλη φιλοσοφία που διέπει αυτού του είδους τις συναλλαγές έχει τεθεί από τον Diplock J. στην Ian Stach Ltd v. Baker Bosley Ltd [1958] 2 Q.B. 130, ως:
«a direct undertaking by the banker that the seller, if he presents the documents as required in the required time, will receive payment.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, οι εφεσείοντες δεν έπεισαν το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η Hellenic διέπραξε οποιοδήποτε λάθος. Και αυτό είναι ορθό, υπό το φως των υποχρεώσεων που ανέλαβε η Hellenic. Τα δεδομένα, όπως έχουν ήδη αναφερθεί, αποκαλύπτουν ότι οι εφεσείοντες, ως οι αλλοδαποί αγοραστές, έδωσαν εντολή στην τράπεζα τους στον τόπο διαμονής τους, την Muslim Commercial Bank Ltd, ως εκδότρια τράπεζα («issuing bank»), να ανοίξει πίστωση και μάλιστα ανέκκλητη, όπως και έπραξε (Τεκμ. «Α2»), προς όφελος των εξαγωγέων -πωλητών, εδώ των εφεσιβλήτων 1 και του διευθυντή τους, εφεσίβλητου 2, σύμφωνα με τους όρους που θα εμφαίνονταν αναλόγως των οδηγιών της εκδότριας τράπεζας. Η εκδότρια τράπεζα στη συνέχεια διευθέτησε με τράπεζα στον τόπο διαμονής του εξαγωγέα, ως ανταποκρίτρια τράπεζα, την Hellenic, τη διαπραγμάτευση, αποδοχή και πληρωμή της πίστωσης του εξαγωγέα με την παρουσίαση των εγγράφων από τον πωλητή. Η ανταποκρίτρια τράπεζα συμβουλεύει τον εξαγωγέα ότι θα διαπραγματευτεί, αποδεχθεί και πληρώσει την πίστωση είτε χωρίς δική της αποδοχή, είτε επιβεβαιώνοντας την πίστωση που ανοίχθηκε από την εκδότρια τράπεζα. Αυτά είναι και τα συνήθη στάδια διευθέτησης πληρωμής εξαγωμένων εμπορευμάτων από μια χώρα σε άλλη, όταν χρησιμοποιείται ο μηχανισμός πίστωσης ή εγγύησης, όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Clive M. Schmitthoff: The Export Trade, 6η έκδ. σελ. 218.
Είναι αξιοσημείωτο εδώ ότι η ανταποκρίτρια τράπεζα που θα διαπραγματευόταν, αποδεχόταν και προέβαινε στην πληρωμή, δεν ήταν η Hellenic, αλλά η Chartered Bank, όπως ρητά ορίζεται στην πίστωση, Τεκμ. «Α2». Στη συνοδευτική επιστολή της πίστωσης, από τη Muslim Bank προς τους εφεσείοντες, ημερ. 10.6.2005, αναφέρεται ότι η πληρωμή των εγγράφων θα γίνει από τη Hellenic στην Κύπρο, «..... through Standard Chartered Bank London via Standard Chartered Bank, New York». Έπεται ότι την όποια ευθύνη είχε η Chartered Bank ως ανταποκρίτρια τράπεζα, που ήταν ταυτόχρονα και «negotiating and confirming bank». Ο ρόλος της Hellenic εξαντλείτο στη διαβίβαση των χρημάτων της πίστωσης στους εφεσίβλητους μετά από τις οδηγίες της Chartered Bank. Όπως ορθά αναφέρει η Hellenic στο περίγραμμα της, αυτή πουθενά δεν εμφανίζεται στην ίδια την πίστωση. Δεν μπορεί επομένως να αναζητείται οποιαδήποτε ευθύνη της Hellenic από τους εφεσείοντες, στη βάση μάλιστα κλασσικής αμέλειας. Η όλη βάση αγωγής εναντίον της Hellenic για αμέλεια ήταν εξαρχής λανθασμένη και διερωτάται κανείς γιατί οι εφεσείοντες δεν ήγειραν αγωγή εναντίον της ίδιας της Chartered Bank, αν μπορούσαν να αποδείξουν εναντίον της δόλο, στη βάση των όσων προηγουμένως καταγράφηκαν για τη σημασία των διεθνών τραπεζικών πιστώσεων, αφού αναγνώριζαν και δικογραφικά την ουσιαστική εμπλοκή της στην όλη συναλλαγή, (δέστε παρ. 6 και 8 της Έκθεσης Απαίτησης).
Δεν καταδείχθηκε αμέλεια της Hellenic, εξ ου και ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η οποιαδήποτε ευθύνη για αποδοχή λανθασμένων εγγράφων βάρυνε την Chartered Bank και όχι την Hellenic, η οποία ήταν απλώς η πληρώτρια τράπεζα και η οποία δεν είχε λόγο να μην αποδεσμεύσει την πίστωση εφόσον είχε προς τούτο τις οδηγίες της Chartered Bank. Όλα όσα έθεσαν οι εφεσείοντες περί των κατ΄ ισχυρισμόν υποχρεώσεων της Hellenic, με το να μην εντοπίσουν διαφορές επί των εγγράφων κλπ, ήταν άστοχα και δεν θεμελιώθηκαν.
Όσον αφορά τους εφεσίβλητους 1 και 2 και πάλι η κρίση του Δικαστηρίου είναι ορθή. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν παρουσιάζεται προβληματική. Ο κ. Γεωργιάδης καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο μη επαρκή αξιολόγηση των μαρτύρων τους και λανθασμένη αντίληψη των δεδομένων εφόσον υπήρχε επαρκής μαρτυρία που τοποθετούσε τους εφεσίβλητους 1 και 2 στον όλο δόλιο μηχανισμό. Αυτή η επίκριση δεν είναι ορθή. Το Δικαστήριο έδωσε σαφείς και πειστικούς λόγους προτίμησης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 2, έναντι του Sandrudin. Κατ' αρχάς ο εφεσίβλητος 2, ως διευθυντής των εφεσίβλητων 1, δεν είχε προσωπική ευθύνη εκτός και αν συνδεόταν ρητώς με τις καταλογιζόμενες εναντίον του πράξεις, κάτι που οι εφεσείοντες απέτυχαν να δείξουν. Μάλιστα, ο ίδιος ο Sandrudin δεν θεωρούσε τους εφεσίβλητους 1, ως υπεύθυνους πλαστογραφίας. Οι υποχρεώσεις τους ήταν πράγματι, με βάση τη φορτωτική, να παρουσιάσουν τα εμπορεύματα «on board» και να παραδώσουν τα αναγκαία έγγραφα στους εφεσείοντες για την ασφάλιση των προϊόντων. Περαιτέρω, όπως ορθά διαπιστώνει το Δικαστήριο, η ένδειξη επί της φορτωτικής «Clean on Board 01/11/2001», έδειχνε ότι το εμπόρευμα πράγματι φορτώθηκε στο πλοίο «Valentina», στο λιμάνι Rijeka/Adriatic Sea Port. (Andreas Orthodoxou Limited v. Δημητρίου Τυλλήρη Λίμιτεδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 1247). Η φορτωτική αποτελεί έγγραφο υπογραφόμενο από τον πλοιοκτήτη ή τον αντιπρόσωπο του, αναγνωρίζον ότι τα εμπορεύματα έχουν όντως φορτωθεί. Η φορτωτική αποτελεί απόδειξη παραλαβής των αγαθών, έστω μη αναμφισβήτητη, και εκ πρώτης όψεως και μόνο τίτλο, (J & P Ltd v. S. Ch. Ieropoulos & Co Ltd (1997) 1 Α.Α.Δ. 451 και Standard Fruit Company (Bermuda) Ltd v. Gold Steal Shipping Company Ltd (1997) 1 Α.Α.Δ. 464).
Περαιτέρω, δικαιούχος επί της ίδιας της πίστωσης ήταν η NSB General Trading and Manufacturing Co Ltd, όνομα που χρησιμοποιούν οι εφεσίβλητοι 1. Εν πάση περιπτώσει το όνομα επί της φορτωτικής παρουσιάζεται το ίδιο και αυτό το όνομα έδωσαν οι εφεσείοντες στη δική τους τράπεζα κατά το άνοιγμα της πίστωσης. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος 2, υπέδειξε το λάθος στους εφεσείοντες άμα τη παραλαβή της φορτωτικής (σελ. 31 και 40 των πρακτικών). Η φόρτωση του αλουμινίου έγινε, και οι τράπεζες που ήταν αναμεμειγμένες στην υπόθεση, δέχθηκαν τα παρουσιασθέντα έγγραφα ως αυθεντικά.
Ο εφεσίβλητος 2 υπέδειξε ωσαύτως στη μαρτυρία του ότι το όνομα N.S.B Trading & Manufacturing Co Ltd, αποτελεί την εμπορική επωνυμία της N.S.B. General Trading (Overseas) Co. Ltd, που ήταν το ορθό όνομα που χρησιμοποιήθηκε στο τιμολόγιο («proforma invoice») ημερ. 11.10.2001. Το οποίο τιμολόγιο ας σημειωθεί φέρει μεν την σφραγίδα της N.S.B. General Trading (Overseas) Co Ltd και εξουσιοδοτημένη υπογραφή («authorised signature»), αλλά επίσης γράφει «for NSB General Trading and Manufacturing Co Ltd». Εν πάση περιπτώσει, όπως εξήγησε ο εφεσίβλητος 2 στη μαρτυρία του στη σελ. 41 των πρακτικών, παρέλαβε τα χρήματα της πίστωσης για την N.S.B. General Trading (Overseas) Co Ltd, γιατί στο όνομα εκείνης έφθασαν τα χρήματα, που διατηρούσε και το λογαριασμό στη Hellenic.
Το Δικαστήριο, ως ανεφέρθη, δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 2. Εύλογη ήταν η κρίση του και εν πάση περιπτώσει ουδόλως φαίνεται να εμπλέκονται οι εφεσίβλητοι 1 και 2, με οποιοδήποτε δόλο ή απάτη. Η αξίωση εναντίον τους για επιστροφή των χρημάτων της πίστωσης στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν ήταν εν πάση περιπτώσει ορθή. Προς αποκατάσταση ο πλουτισμός πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι αδικαιολόγητος, (δέστε τα κριτήρια που τέθηκαν στην Banque Financiere de la Cite v. Parc (Battersea) Ltd [1998] 1 All E.R. 737). Και εδώ δεν ήταν. Οι εφεσίβλητοι 1 έλαβαν τα χρήματα δυνάμει τραπεζικής πίστωσης χωρίς να είχαν, ως διαπιστώθηκε, οποιαδήποτε ανάμειξη, πέραν της νόμιμης ανάμειξης που τους επέτρεπαν τα έγγραφα της πίστωσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ όλων των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.