ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1581
13 Ιουλίου, 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΙΕΡΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΗΛΙΑ ΣΥΖΥΓΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΠΙΕΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 5/2011)
Πολιτική Δικονομία ― Διόρθωση πρακτικού απόφασης ― Ποιο ήταν το ενδεδειγμένο διάβημα με το οποίο να διορθωνόταν πρωτόδικη εκ συμφώνου δηλωθείσα απόφαση, η οποία σύμφωνα με τον εφεσείοντα εσφαλμένα καταγράφηκε από το Δικαστήριο ως Κανόνας Δικαστηρίου ― Έπρεπε να είχε γίνει διάβημα διόρθωσης του πρακτικού ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο Εφεσείων στράφηκε με την έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία δηλώθηκε εκ συμφώνου διευθέτηση των περιουσιακών διαφορών του εφεσείοντα με την εφεσείουσα.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την πρωτόδικη απόφαση ως προς το σκέλος της στη βάση του οποίου τα όσα οι διάδικοι δήλωσαν στο πρακτικό τελικής διευθέτησης και συμβιβασμού, αναφέρονταν ως Κανόνας Δικαστηρίου.
Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία το πρακτικό συμβιβασμού καταγράφηκε ως Κανόνας Δικαστηρίου και από την ημερομηνία έκδοσης της επιδίωξε αρχικά συνεπικουρούμενος και από τον αντίδικο του, τη ρύθμιση του ζητήματος που είχε προκύψει.
Αρχικά είχε ζητήσει από το Πρωτοκολλητείο από κοινού με την άλλη πλευρά, ημερομηνία δικασίμου για να τεθεί το ζήτημα στο Δικαστήριο και στην απουσία ορισμού δικασίμου ο Εφεσείων καταχώρησε αίτηση ζητώντας ορισμό δικασίμου και οδηγίες για την πορεία της υπόθεσης. Η Εφεσίβλητη έφερε ένσταση και το Δικαστήριο την απέρριψε, αποφαινόμενο ότι η υπόθεση είχε διευθετηθεί.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Από τη σχετική επιστολή που συνέταξαν προς τον Πρωτοκολλητή οι δύο πλευρές, αποκαλυπτόταν ότι και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν ότι το εφεσιβληθέν πρακτικό ήταν ελλιπές και ανεπαρκές εφ'όσον οι συνήγοροι ανέμεναν ότι το Δικαστήριο, στη βάση των δηλώσεων τους, θα εξέδιδε απόφαση και διατάγματα.
β) Θα έπρεπε να είχαν εκδοθεί οι αποφάσεις και διατάγματα που περιέχονταν στη διευθέτηση και που ήταν αναγκαία για άμεση και οριστική υλοποίηση του συμβιβασμού.
γ) Λανθασμένα επιδικάστηκαν έξοδα στην αίτηση ορισμού.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δοθέντος του υφιστάμενου πρακτικού της 27.4.2009, η έφεση δεν μπορούσε να επιτύχει. Δεν υπήρξε διάβημα διόρθωσης του πρακτικού ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
2. Το Εφετείο, βάσει της πάγιας νομολογίας, ενεργεί βάσει αυτού και δεν έχει δυνατότητα διόρθωσης του, ούτε υπήρχε τέτοιο αίτημα ενώπιον του Εφετείου. Η ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης κρίθηκε με βάση το εν λόγω πρακτικό, το οποίο αποκάλυπτε συμβιβασμό της υπόθεσης μετατραπέντα σε «συμφωνία επί δικαστηρίω (rule of court)».
3. Δεν μπορούσε να κριθεί λανθασμένη η απόφαση με την οποία απερρίφθη το αίτημα για ορισμό δικασίμου εφ'όσον η υπόθεση είχε έτσι λήξει.
4. Το γεγονός ότι οι συνήγοροι είχαν σε προηγούμενο στάδιο αποταθεί στο Δικαστήριο από κοινού με σχετική επιστολή, δεν ανέτρεπε αφ' εαυτού την κατάσταση ως προς το δεδομένο της εγκυρότητας του πρακτικού και τις συνέπειες του. Η υπαναχώρηση της Εφεσίβλητης απλώς έθεσε τέρμα στην προσπάθεια που είχε γίνει από κοινού και άφησε τα πράγματα εκεί που ήσαν.
5. Λανθασμένα επιδικάστηκαν υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα τα έξοδα της αίτησης ορισμού. Το αποτέλεσμα όμως δεν μπορούσε να ήταν ο μόνος σχετικός παράγων. Η αίτηση ήταν η κατάληξη της προηγηθείσας κοινής αντίληψης των συνηγόρων και, εφ'όσον δεν ελήφθη υπ'όψη, προσέδιδε έρεισμα στο λόγο έφεσης.
6. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα ακυρώθηκε.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με επιδικασθέν το εν τρίτον των εξόδων.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 801.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Καρατσής, Π.), (Αίτηση Αρ. 10/06), ημερομηνίας 28/1/2010.
Γ. Πιττάτζης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Μιχαήλ (κα), για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων κατεχώρησε Αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο για ρύθμιση των περιουσιακών διαφορών του με την Εφεσίβλητη πρώην σύζυγό του, αφορώσες κυρίως την οικογενειακή οικία. Στην πορεία της υπόθεσης, οι διαφορές διευθετήθησαν και την 27.4.2009 οι διάδικοι εμφανίσθησαν ενώπιον του δικαστηρίου, το πρακτικό του οποίου αναφέρει τα ακόλουθα:
κ. Ανδρέου:
Η παρούσα υπόθεση έχει διευθετηθεί. Επειδή ο Αιτητής ως πρώην σύζυγος της Καθ' ης η αίτηση κατεχώρησε την παρούσα υπόθεση με την οποία επιδιώκει ρύθμιση των μεταξύ τους περιουσιακών διαφορών και επειδή μεταξύ άλλων επιδιώκει μεταβίβαση και/ή εγγραφή στο όνομα του των 2/3 μεριδίων της οικογενειακής στέγης η οποία βρίσκεται στο συνοικισμό αυτοστέγασης Αχερίτου με Αριθμό Εγγραφής 0/6013 καθώς και των 2/3 της αξίας του εξοπλισμού αυτής, και επειδή η Καθ' ης η αίτηση αναγνωρίζει τη συμβολή του Καθ' ου η αίτηση στην ανέγερση της παραπάνω κατοικίας και στην απόκτηση του εξοπλισμού αυτής και επειδή οι διάδικοι είναι συνοφειλέτες των υπολοίπων τριών λογαριασμών στη ΣΠΕ Αχερίτου, ήτοι του λογαριασμού 7211524-6, 7211772-3 και 7211608-0, και επειδή η Καθ' ης η αίτηση αδυνατεί να αποδώσει σ΄αυτόν τη συνεισφορά του και επειδή αναγνωρίζει ότι η δική της συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας τους δεν ξεπερνά τις €93,970, έχει αποφασίσει και συμφωνεί όπως αντί του ποσού των €93,970 και της ανάληψης υποχρέωσης εξόφλησης των υπολοίπων των παραπάνω τριών λογαριασμών διαθέσει και εγγράψει στο όνομα του Αιτητή την οικογενειακή στέγη η οποία καλύπτεται από τον τίτλο Αριθμός Εγγραφής 0/6013 Φ/Σχ-/2-280-383, Τμήμα 9, Τεμάχιο 462, Κοινότητα 105 Φρέναρος, καθώς και να παραδώσει την κατοχή του παρακάτω εξοπλισμού, ήτοι της τραπεζαρίας που αποτελείται από ένα τραπέζι με 6 καρέκλες και ενός μικρού σαλονιού που αποτελείται από 2 2θέσεους καναπέδες και ένα τραπεζάκι και των κουρτινών ολόκληρης της κατοικίας.
Η Καθ' ης η αίτηση αναλαμβάνει όπως μεταβιβάσει την παραπάνω κατοικία και παραδώσει κενή κατοχή αυτής στον Αιτητή εντός 6 μηνών από σήμερα και ταυτόχρονα με την καταβολή του παραπάνω ποσού από τον Αιτητή στην Καθ' ης η αίτηση.
Οι διάδικοι συμφωνούν όπως τα ποσά που οφείλονται στους παραπάνω 3 λογαριασμούς ξοφληθούν από τον Αιτητή ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση της οικίας και της παράδοσης του εξοπλισμού στον ίδιο.
Τέλος η Καθ' ης η αίτηση αναλαμβάνει όπως από σήμερα μέχρι και τη μεταβίβαση της κατοικίας στον Αιτητή αποφύγει από το να εκμισθώσει και/ή παραχωρήσει τη χρήση της παραπάνω κατοικίας σε τρίτο πρόσωπο.
Τέλος ο Αιτητής αναλαμβάνει όπως καλύψει τα δικηγορικά έξοδα της Καθ' ης η αίτηση, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, που συμφωνήθηκαν στο ποσό των €5,000 συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α..
Η πελάτισσα μου συμφωνεί και αποδέχεται όπως για σκοπούς διευκόλυνσης του Αιτητή να εξασφαλίσει τα παραπάνω ποσά συνεργαστεί ώστε να υποθηκευτεί η παραπάνω κατοικία, η δε πράξη της υποθήκης θα γίνει την ίδια ημέρα με τη μεταβίβαση της κατοικίας στον Αιτητή και της αποπληρωμής από τον ίδιο των παραπάνω ποσών.
Νοείται ότι δικαίωμα υποθήκευσης της εν λόγω κατοικίας έχει και ο Αιτητής αμέσως μετά τη μεταβίβαση της κατοικίας σ' αυτόν και της αποπληρωμής των παραπάνω ποσών στην Καθ' ης η αίτηση.
κ. Πιττάτζης:
Συμφωνώ.
Δικαστήριο:
Η παραπάνω συμφωνία των διαδίκων καταγράφεται υπό μορφή συμφωνίας ενώπιον του Δικαστηρίου (Rule of Court) και αποτελεί ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των διαδίκων, που απορρέουν από τη σχέση τους ως πρώην συζύγων δυνάμει του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91).»
Την 18.6.2009 ο δικηγόρος του Εφεσείοντα απηύθυνε επιστολή προς τον Πρωτοκολλητή ζητώντας όπως ορισθεί δικάσιμος της υπόθεσης. Στην επιστολή αυτή ο Πρωτοκολλητής σημείωσε:
«Η υπόθεση έχει συμβιβασθεί.»
Εφ' όσον δεν ορίσθη δικάσιμος, ο δικηγόρος του Εφεσείοντα επανήλθε με νέα επιστολή ημερομηνίας 7.7.2009 αναφέρουσα τα ακόλουθα:
«Με επιστολή μου ημερομηνίας 18/06/2009 σας ζητούσα να ορίσετε δικάσιμο στην ανωτέρω υπόθεση.
Αντί τούτου επιστρέψατε την ίδια την επιστολή μου με τα δικηγορόσημα με ανυπόγραφη, χειρόγραφη με μολύβι, σημείωση σας με το εξής: «Η υπόθεση έχει συμβιβασθεί».
Η υπόθεση δεν έχει συμβιβασθεί. Δεν συμφωνούμε ότι το συνταχθέν κείμενο 27/4/2009 συνιστά το συμβιβασμό σαν συμφωνία επί Δικαστηρίω.
Την 27/04/2009 ο συνάδελφος Κύπρος Ανδρέου ανέφερε στο Δικαστήριο το σύνολο της διευθέτησης και εγώ εδήλωσα ότι αυτός είναι ο συμβιβασμός και με βάση αυτό το συμβιβασμό θα έπρεπε να εκδοθούν οι αποφάσεις και διατάγματα που περιέχονται στο συμβιβασμό.
Το Δικαστήριο μας ενημέρωσε ότι αυτή ήτο η πρόθεση του και ότι θα σύντασσε κείμενο για να το δούμε οι δύο δικηγόροι για να επιβεβαιώσουμε και συμφωνήσουμε με τες αποφάσεις και διατάγματα που περιέχονται στο συμβιβασμό.
Αυτό που είχαμε διευθετήσει δεν ήτο συμφωνία επί Δικαστηρίω αλλά συνολικός συμβιβασμός και πλήρης διευθέτηση.
Για τούτο σας παρακαλούμε όπως ορίσετε δικάσιμο για να επιληφθεί του θέματος το Δικαστήριο.»
Κάτω από την υπογραφή του δικηγόρου του Εφεσείοντα υπέγραψε και ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης τα εξής:
«Συμφωνώ με τα ανωτέρω.»
Ούτε τότε εδόθη δικάσιμος και την 20.9.2010 ο Εφεσείων κατεχώρησε αίτηση ζητώντας ορισμό δικασίμου και οδηγίες για την πορεία της υπόθεσης. Η Εφεσίβλητη έφερε ένσταση στην αίτηση στη βάση ότι η υπόθεση είχε διευθετηθεί την 27.4.2009 οπότε και η διαδικασία εθεωρήθη τερματισθείσα. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, θεωρώντας ότι η υπόθεση είχε διευθετηθεί όπως αναφέρεται στο πρακτικό της 27.4.2009, η οποία διευθέτηση έθετε τέλος στην επίδικη διαφορά και στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ώστε να προέκυπτε και δεδικασμένο.
Εφεσιβάλλοντας την απόφαση, ο Εφεσείων θέτει στη βάση των εισηγήσεων του την επιστολή της 7.7.2009 η οποία, όπως αναφέρει, αποκαλύπτει ότι και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν ότι το πρακτικό της 27.4.2009 ήταν ελλιπές και ανεπαρκές εφ' όσον οι συνήγοροι ανέμεναν ότι το Δικαστήριο, στη βάση των δηλώσεων τους, θα εξέδιδε απόφαση και διατάγματα. Αναφέρει συναφώς ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα στο περίγραμμα του τα εξής:
«Ο συνάδελφος κ. Κύπρος Ανδρέου ανακοίνωσε προφορικά την ημέρα εκείνη (27/4/09) στο Δικαστήριο σε κανονική ακροαματική συνεδρία το περιεχόμενο της διευθέτησης. Όταν τέλειωσε ο κ. Κύπρος Ανδρέου και ήλθε η σειρά μου να μιλήσω, εξήγησα στο Δικαστήριο ότι αυτά που ανέφερε ο συνάδελφος είναι μεν η συνολική διευθέτηση, αλλά δεν θα είναι «Συμφωνία επί Δικαστηρίω» (Rule of Court). Για τούτο θα πρέπει να εκδοθούν οι αποφάσεις και διατάγματα που περιέχονται στη διευθέτηση και που είναι αναγκαία για άμεση και οριστική υλοποίηση του συμβιβασμού και επεχείρησα να εισηγηθώ στο Δικαστήριο πώς κατά την άποψη μου θα είναι οι αποφάσεις και διατάγματα. Ο συνάδελφος κ. Ανδρέου είπε μετά «έτσι είναι όπως λέγει ο κ. Πιττάτζης» και το Δικαστήριο μας ανέφερε ότι «τούτο είναι δουλειά δική μου, θα εκδώσω τις αποφάσεις και διατάγματα που περιέχει ο συμβιβασμός και θα σας ενημερώσω. Δώστε μου λίγο χρόνο».
Αμφότεροι οι δικηγόροι επεριμέναμε να ειδοποιηθούμε να εμφανιστούμε στο Δικαστήριο ή στο γραφείο του έντιμου δικαστή για να μας διαβάσει τες αποφάσεις και διατάγματα που διελάμβανε η διευθέτηση για να συμφωνήσουμε ως προς το περιεχόμενο τους.
Μετά από πολλές μέρες εγώ βρήκα στο κουτί μου (από τα κουτιά των δικηγόρων που υπάρχουν στους διαδρόμους του Δικαστηρίου) το πρακτικό ημερ. 27/4/2009 το οποίο δεν περιέχει ούτε αποφάσεις ούτε διατάγματα και εχαρακτηρίζετο «Συμφωνία ενώπιον του Δικαστηρίου» (Rule of Court) Παράρτημα Δ.
Αμέσως μετά επεδίωξα να δω τον πρωτόδικο δικαστή και μετά από πολλές προσπάθειες, όταν βρήκε καιρό και με είδε, μου είπε να τον δούμε μαζί με το συνάδελφο Κύπρο Ανδρέου.
Επικοινώνησα με το συνάδελφο και επροσπαθήσαμε πολλές φορές να τον δούμε για το θέμα αυτό με μηνύματα μέσω της ιδιαιτέρας του και μας απαντούσε ότι είναι απασχολημένος και δεν είχε χρόνο να μας δει.
Τότε με επιστολή μου ημερ. 18/6/2009 Παράρτημα Ε ζητούσα ορισμό δικασίμου. Η επιστολή αυτή με τα δικηγορόσημα της ερίχθηκε μετά από λίγες μέρες πίσω στο κουτί μου (χωρίς καμιά προφορική ενημέρωση ή γραπτή απάντηση) με χειρόγραφη σημείωση, με μολύβι, που δεν ξέρω ποιος την έγραψε «Η υπόθεση έχει συμβιβασθεί». Την επιστολή αυτή την αναφέρει το Πρωτόδικο στην απόφαση του σελ. 5 γραμμές 6 έως 12 και λέγει ότι τη σημείωση την έγραψε η γραμματεία του Οικογενειακού.
Με νέα επιστολή ημερ. 7/7/2009 των δυο δικηγόρων των διαδίκων που κατατέθηκε στο Δικαστήριο 9/7/09 (Παράρτημα Ζ) ζητούσαμε να οριστεί δικάσιμος. Στην επιστολή αυτή που υπογράφαμε και οι δυο δικηγόροι αναφερθήκαμε συνοπτικά στο ιστορικό και ελέγαμε ότι δεν έγινε «Συμφωνία επί Δικαστηρίω» αλλά οριστική διευθέτηση με έκδοση αποφάσεων και διαταγμάτων. (Επισύρω την προσοχή της εντιμότητας σας στο ότι στην επιστολή αυτή υπέγραψε ο Πρωτοκολλητής ότι την παρέλαβε). Την επιστολή αυτή επιβεβαιώνει το Πρωτόδικο στην απόφαση του στην ίδια σελίδα (5) της απόφασης γραμμές 12 έως 17 στην οποία επιβεβαιώνει ότι συνυπογράφετο και από το δικηγόρο της εφεσίβλητης.
Στην ανωτέρω επιστολή Παράρτημα Ζ καμιά απάντηση δεν μας δόθηκε. Εν τω μεταξύ οι δύο δικηγόροι και υπό το κράτος συναντίληψης και πεποίθησης ότι η υπόθεση δεν έκλεισε, παρουσιάζονταν στη διαδικασία της ανωτέρω έφεσης.»
Η έφεση στην οποία γίνεται αναφορά αφορούσε ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου πριν από την 27.4.2009. Η έφεση αυτή (15/2009) απεφασίσθη την 16.6.2010 και ο Εφεσείων παραπέμπει σε αυτή για να καταδείξει ότι η συνέχισή της δεν συνήδε με τη διευθέτηση της υπόθεσης.
Ο κ. Πιττάτζης παραπέμπει στη νομολογία για να εισηγηθεί ότι, δεδομένων των πολύ περιορισμένων δυνατοτήτων διόρθωσης των πρακτικών, ο Εφεσείων δεν είχε άλλη επιλογή από την άσκηση έφεσης, εφ' όσον η αντίδικος του άλλαξε στάση και δεν συνεργάζετο πλέον προς την κατεύθυνση εκ συμφώνου αποκατάστασης των πραγμάτων. Καταλήγει δε εισηγούμενος ότι, εφ' όσον το πρακτικό της 27.4.2009 δεν αντανακλά την πρόθεση των διαδίκων, δεν υπήρξε «δίκη» που να θέτει τέρμα στην υπόθεση και έτσι το Δικαστήριο δεν εδικαιούτο να αρνηθεί το αίτημα για ορισμό δικασίμου.
Δοθέντος του υφιστάμενου πρακτικού της 27.4.2009, δεν βλέπουμε πώς η έφεση θα μπορούσε να επιτύχει. Εφ' όσον δεν υπήρξε διάβημα διόρθωσης του πρακτικού ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το Εφετείο, βάσει της πάγιας νομολογίας (ίδε Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 801), ενεργεί βάσει αυτού και δεν έχει δυνατότητα διόρθωσης του, ούτε βεβαίως υπάρχει τέτοιο αίτημα ενώπιον μας. Η ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης θα κριθεί λοιπόν με βάση το εν λόγω πρακτικό, το οποίο αποκαλύπτει συμβιβασμό της υπόθεσης μετατραπέντα σε «συμφωνία επί δικαστηρίω (rule of court)». Δεν μπορεί λοιπόν να κριθεί λανθασμένη η απόφαση με την οποία απερρίφθη το αίτημα για ορισμό δικασίμου εφ' όσον η υπόθεση είχε έτσι λήξει. Το γεγονός ότι οι συνήγοροι είχαν σε προηγούμενο στάδιο αποταθεί στο Δικαστήριο από κοινού με την επιστολή της 7.7.2009 δεν ανατρέπει αφ' εαυτού την κατάσταση ως προς το δεδομένο της εγκυρότητας του πρακτικού και τις συνέπειες του. Η υπαναχώρηση της Εφεσίβλητης απλώς έθεσε τέρμα στην προσπάθεια που είχε γίνει από κοινού και άφησε τα πράγματα εκεί που ήσαν. Δεν μπορεί λοιπόν να έχει έρεισμα ο λόγος έφεσης που έχει ως βάση την επιστολή της 7.7.2009.
Βάσιμος είναι όμως ο άλλος λόγος έφεσης που αφορά τα έξοδα, τα οποία πρωτοδίκως επεδικάσθησαν υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα προφανώς ως εκ του αποτελέσματος της αποτυχίας της αίτησης. Το αποτέλεσμα όμως δεν μπορούσε να ήταν ο μόνος σχετικός παράγων. Η αίτηση ήταν η κατάληξη της προηγηθείσας κοινής αντίληψης των συνηγόρων όπως διατυπώθηκε στην επιστολή της 7.7.2009, ευστόχως δε ο κ. Πιττάτζης παρατηρεί ότι εξεπλάγη με την ένσταση που ο κ. Ανδρέου, υπαναχωρώντας, έφερε στην αίτησή του. Τούτο επιδρούσε στο θέμα των εξόδων και, εφ' όσον δεν ελήφθη υπ' όψη, προσδίδει έρεισμα στο λόγο έφεσης. Να σημειώσουμε ότι η Εφεσίβλητη δεν κατεχώρησε περίγραμμα αγόρευσης. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα ακυρώνεται και δεν εκδίδεται άλλη διαταγή για τα έξοδα πρωτοδίκως. Επιδικάζεται στον Εφεσείοντα το εν τρίτον των εξόδων της έφεσης όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με επιδικασθέν το εν τρίτον των εξόδων.