ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1311
20 Ιουνίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 23/2009)
ΝΑΚΗΣ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
1. ΙΩΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,
2. OPTOPHARM CO. LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 41/2009)
1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
2. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΛΟΥΗ,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΝΑΚΗ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ,
2. NAKIS THEOCHARIDES OPTICAL LTD
(ΠΡΩΗΝ FRAMESPEX LTD),
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 23/2009, 41/2009)
Συμβάσεις ― Παράβαση συμφωνίας ― Κατά πόσον ο ενάγων-πωλητής μπορούσε να αξιώνει το υπόλοιπο της συμφωνίας αγοράς μετοχών εταιρείας η οποία παραβιάστηκε, δεδομένης της ύπαρξης συμβατικής πρόνοιας ότι σε περίπτωση παράλειψης καταβολής του υπολοίπου, η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας θα επέστρεψε στον πωλητή.
Παρά τον σχετικό τίτλο των εφέσεων και τη συνεκδίκαση τους, λόγω της έλλειψης ομοφωνίας στην Πολιτική έφεση 41/09, οι εφέσεις αποσυνενώθηκαν για σκοπούς έκδοσης αποφάσεων.
Πολιτική έφεση 23/09.
Στην Αγωγή 10566/04 ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ενάγοντες ήταν ο εφεσείων και η εταιρεία Theocharides Optical Ltd και εναγόμενοι οι Ιωάννης Ιωάννου, Αντρούλλα Λούη και Optopharm Co. Ltd.
Με την αγωγή τους οι ενάγοντες ζητούσαν απόφαση εναντίον των εναγομένων δυνάμει γραπτής και ή προφορικής συμφωνίας, η οποία συνήφθη μεταξύ εναγόντων και εναγομένων 1 και 2. Επίσης ζητούσαν άλλο ποσό δυνάμει της ίδιας συμφωνίας, υπέρ της ενάγουσας 2, Nakis Theocharides Optical Ltd, και εναντίον της εναγόμενης 3, Optopharm Ltd. Ακόμα ζητούσαν και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις εναντίον όλων των εναγομένων για παράβαση της προαναφερόμενης συμφωνίας.
Δυνάμει της επίδικης συμφωνίας οι εναγόμενοι 1 και 2, οι οποίοι συμφώνησαν να αγοράσουν τις μετοχές του πρώτου ενάγοντα (και την επιχείρηση) στην τρίτη εναγόμενη εταιρεία έναντι ποσού £40.000.-, κατέβαλαν ποσό £18.000.- έναντι και παρέμεινε ποσό οφειλόμενο ανερχόμενο σε £22.000.- Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η εναγόμενη 3 θα έπρεπε να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα και ποσό £9.097,35.- ως οφειλόμενο υπόλοιπο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, ότι η συμφωνία υπογράφηκε μόνο από τον εναγόμενο 1, εκ μέρους των αγοραστών, όχι όμως από την εναγόμενη 2. Επομένως, και ελλείψει άλλης μαρτυρίας που να ενέπλεκε την εναγόμενη 2, απέρριψε την αγωγή εναντίον της εναγόμενης 2.
Μεταξύ άλλων το πρωτόδικο δικαστήριο, συμπέρανε ότι, για να αποκτήσει την κυριότητα (beneficial ownership) των μετοχών ο αγοραστής (εναγόμενος 1), θα έπρεπε να εξοφλήσει ολόκληρο το τίμημα, δηλαδή να καταβάλει το ποσό των £40.000.-, ενώ στην προκείμενη περίπτωση είχε καταβάλει συνολικά μόνον £18.000.-.
Ερμηνεύοντας σχετικές παραγράφους της σύμβασης, έκρινε ότι, εφόσον ο αγοραστής δεν κατέβαλε το υπόλοιπο του τιμήματος και ειδικότερα εφόσον δεν κατέβαλε το ποσό των £15.000.- που προβλεπόταν στην παράγραφο 7 της συμφωνίας, εμπρόθεσμα, αυτόματα και άνευ ειδοποιήσεως η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επέστρεψε στον πωλητή (πρώτο ενάγοντα). Εφόσον δε, η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επέστρεψαν στον πωλητή, «αυτόματα ο Πωλητής (Ενάγων 1), δεν μπορούσε να έχει αξίωση για το υπόλοιπο της συμφωνίας.
Το μόνο που δικαιούτο μετά από αυτό ήταν να αξιώσει νόμιμες αποζημιώσεις. Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε ότι ο ενάγων 1 απέτυχε να αποδείξει οποιεσδήποτε ζημιές, εξαιτίας της παράβασης της συμφωνίας από τον αγοραστή-εναγόμενο 1 και συνεπώς δεν δικαιούτο σε απόφαση για οποιοδήποτε ποσό, υπό τύπο αποζημιώσεων.
Όσον αφορούσε στην ανταπαίτηση των εναγομένων με την οποία αυτοί ανταπαιτούσαν £18.000.-, δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με τόκο 8%, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εναγόμενοι δεν απέδειξαν πως ο ενάγων πλούτισε αδικαιολόγητα, απορρίπτοντας την.
Ενώπιον του Εφετείου καταχωρήθηκαν δύο εφέσεις.
Η Π.Ε. 23/09 καταχωρήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα-ενάγοντα Νάκη Θεοχαρίδη εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1 και 3, Ιωάννη Ιωάννου και Optopharm Co. Ltd. Με την έφεση εκείνη ο εφεσείων ισχυριζόταν ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι ο ενάγων 1 δεν μπορούσε να έχει αξίωση «για το υπόλοιπο της συμφωνίας» ημερ. 12.11.1997.
Με την Π.Ε. 41/09 οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2, με εφεσίβλητους τους πρώην ενάγοντες, ισχυρίστηκαν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αρνήθηκε να διατάξει την επιστροφή του ποσού των £18.000.- από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή. Η πρόνοια της παραγράφου 5 ότι ο αγοραστής δεν αποκτούσε κυριότητα (beneficial ownership) των μετοχών και της επιχείρησης, μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, και ότι μέχρι τότε θα ενεργούσε ως καταπιστευματοδόχος (trustee) του ιδιοκτήτη, αλλά και η πρόνοια της παραγράφου 9 της συμφωνίας ότι, εάν οι πληρωμές (έναντι του τιμήματος πωλήσεως των μετοχών), δεν γίνονταν ως οι σχετικές συμβατικές πρόνοιες τότε, χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση, η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επιστρέφουν στον πωλητή, ήταν η συμφωνία των συμβαλλομένων ως προς το τι θα συνέβαινε αν δεν γίνονταν οι πληρωμές, όπως είχαν συμφωνηθεί.
2. Είναι θεμελιωμένο ότι όταν υπάρχει αθέτηση μιας συμφωνίας (όπως εδώ έγινε αθέτηση από τους εναγόμενους) το αθώο μέρος, δηλαδή, στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες (συγκεκριμένα ο ενάγων 1-εφεσείων), έχουν δικαίωμα είτε να τερματίσουν τη συμφωνία και να αξιώσουν αποζημιώσεις, είτε να επιμείνουν στην τήρηση της συμφωνίας και να αξιώσουν αποζημιώσεις.
3. Εδώ ήταν προφανές ότι το αθώο μέρος, δηλαδή οι ενάγοντες, επέμειναν στην τήρηση της συμφωνίας και προς τούτο προέβησαν και σε παραχώρηση, δίνοντας περαιτέρω πίστωση χρόνου στους εναγόμενους, για την αποπληρωμή του συμφωνηθέντος τιμήματος πωλήσεως των μετοχών.
4. Η πλήρης τήρηση της συμφωνίας όμως, προέβλεπε ότι, σε περίπτωση μη καταβολής των δόσεων, όπως είχε συμφωνηθεί, οι μετοχές και η επιχείρηση επέστρεφαν, αυτόματα, και χωρίς ειδοποίηση, στον πωλητή. Ο πωλητής δεν απέδειξε οποιαδήποτε ζημιά εξαιτίας της αθέτησης της συμφωνίας από τον αγοραστή.
Η έφεση 23/09 απορρίφθηκε με έξοδα.
Πολιτική έφεση 41/2009:
Συμβάσεις ― Αδικαιολόγητος Πλουτισμός ― Κατά πόσο ο πωλητής είχε υποχρέωση να επιστρέψει ποσό που καταβλήθηκε από τον αγοραστή στον πωλητή, έναντι του τιμήματος συμφωνίας η οποία παραβιάστηκε από τον αγοραστή ― Κατά πόσον ο πωλητής κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος.
Συμβάσεις ― Αδικαιολόγητος Πλουτισμός ― Δεν υπάρχει γενικός κανόνας που δημιουργεί (αυτόματο) αγώγιμο δικαίωμα σ' έναν ενάγοντα, να ανακτήσει κάτι που έδωσε στον εναγόμενο και το οποίο κατέστησε τον εναγόμενο αδίκως πλουσιότερο ― Για να ισχύει η αρχή θα πρέπει ο εναγόμενος να έχει εμπλουτιστεί από την απόκτηση ενός οφέλους, το όφελος θα πρέπει να αποκτήθηκε εις βάρος του ενάγοντα και να είναι άδικο να επιτραπεί στον εναγόμενο να κρατήσει το όφελος.
Συμβάσεις ― Αδικαιολόγητος Πλουτισμός ― Ένας από τους παραδεκτούς λόγους για τους οποίους ένα όφελος δεν επιστρέφεται σε εκείνον από τον οποίο λήφθηκε είναι όταν δεν μπορεί να γίνει πλήρης αποκατάσταση των μερών στην αρχική τους θέση ― Σε τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι δεν υπάρχει και πλήρης αποτυχία της αντιπαροχής ― Είναι άδικο να υποχρεωθεί ένας εναγόμενος να προβεί σε αποκατάσταση του άλλου μέρους, αν και ο ίδιος δεν μπορεί να αποκατασταθεί στην αρχική του θέση.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση ο εφεσείων-εναγόμενος είχε καταβάλει ποσό £18.000.- στον εφεσίβλητο-ενάγοντα (δυνάμει της συμφωνίας αγοράς των μετοχών εταιρείας την οποία στη συνέχεια παρέβηκε), αλλά ταυτόχρονα και για κάποιο χρονικό διάστημα είχε τον απόλυτο έλεγχο (και την εκμετάλλευση) της εταιρείας και της επιχείρησης του ενάγοντα. Δεν πρόσφερε οποιαδήποτε στοιχεία για τα τυχόν κέρδη της εταιρείας κατ' εκείνο το διάστημα (τα οποία προφανώς επωφελήθηκε) και επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, δεν μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα αδικαιολόγητου (άδικου) πλουτισμού υπέρ του ενάγοντα και εις βάρος του εναγομένου.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Νικολάτου Δ. συμφωνούντος και του Παμπαλλή Δ.
1. Ήταν ορθό το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η πληρωμή του ποσού των £18.000.- από τον αγοραστή στον πωλητή, έναντι του τιμήματος πωλήσεως της εταιρείας και της επιχείρησης, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατέστησε τον πωλητή, αδίκως ή αδικαιολογήτως πλουσιότερο, όταν στην προκειμένη, ο αγοραστής είχε υπό τον έλεγχο και για λογαριασμό του την επιχείρηση του πωλητή, για κάποιο χρονικό διάστημα, έστω και αν η συμφωνία, στο τέλος, δεν υλοποιήθηκε, με ευθύνη του αγοραστή.
2. Στα πλαίσια αυτά και σύμφωνα με τη μεταξύ τους συμφωνία, ο αγοραστής είχε τη χρήση και εκμετάλλευση της επιχείρησης και της εταιρείας του πωλητή, για δικό του όφελος, για κάποια χρόνια. Τελικά η συμφωνία αθετήθηκε από τον αγοραστή, ενώ ο πωλητής επέμεινε στην εφαρμογή της συμφωνίας, η οποία όμως προνοούσε ότι, σε περίπτωση αθέτησης της συμφωνίας από τον αγοραστή, η εταιρεία και η επιχείρηση θα επέστρεφαν αυτόματα στον πωλητή. Δεν υπήρχε όμως οποιαδήποτε πρόνοια για επιστροφή του τιμήματος πωλήσεως ή οποιουδήποτε μέρους του, από τον πωλητή στον αγοραστή.
3. Στην προκείμενη περίπτωση, αν ο πωλητής υποχρεωνόταν να επιστρέψει το ποσό των £18.000.- στον αγοραστή, ο οποίος αθέτησε τη συμφωνία, αυτό θα ήταν άδικο για τον ίδιο, διότι ο πωλητής δεν μπορούσε να αποκατασταθεί στην αρχική του θέση.
Β. Υπό Ναθαναήλ Δ.
Εάν ο εφεσείων επέλεγε τον τερματισμό της συμφωνίας, θα ήταν δυνατό να κατακρατήσει οποιοδήποτε ποσό του καταβλήθηκε έναντι της εκπλήρωσης της συμφωνίας από τους εφεσίβλητους και να εγείρει αγωγή διεκδικώντας αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας, τις οποίες όμως θα έπρεπε να αποδείξει.
1. Η επιλογή της διατήρησης σε ισχύ της συμφωνίας, αντί της αποκήρυξης της, ώστε και ο ίδιος ο εφεσείων να αποδεσμευόταν από τις πρόνοιες της, σήμαινε ότι ήταν υποχρεωμένος να αναλάβει, σύμφωνα με την επιφύλαξη της παρ. 9, πίσω την υπ' αυτού πωληθείσα στους εφεσίβλητους επιχείρηση της οποίας, «η ιδιοκτησία και έλεγχος» θα επέστρεφε στον πωλητή, δηλαδή, τον εφεσείοντα, (εφεσίβλητο 1 στην υπό κρίση έφεση αρ. 41/2009), εφόσον οι καταβολές των συμφωνηθεισών πληρωμών δεν τηρούνταν από τους εδώ εφεσείοντες. Μάλιστα, η επιστροφή αυτή συμφωνήθηκε να γίνει «... αυτόματα και άνευ ειδοποιήσεως ..».
2. Η ανταπαίτηση όφειλε να είχε επιτυχή κατάληξη και πάλι ως φυσιολογική απόρροια της εφαρμογής της ίδιας της συμφωνίας, στη βάση, δηλαδή, των όσων ελευθέρως συμβλήθηκαν οι διάδικοι σε σχέση με την αγοραπωλησία αυτής της επιχείρησης. Αντ' αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση λειτουργώντας επί της λανθασμένης, με όλη την εκτίμηση, σκέψης, ότι οι εφεσείοντες στην υπ' αρ. 41/2009 έφεση, έπρεπε να αποδείξουν ζημιές, τις οποίες και απέτυχαν να θεμελιώσουν.
3. Η ίδια η συμφωνία δεν συνέδεε ποσώς την λειτουργία της επιχείρησης από τους εφεσείοντες στην έφεση αρ. 41/09, με το τίμημα της αγοραπωλησίας της.
4. Η προς ίδιον όφελος λειτουργία της επιχείρησης, σε πλήρη μάλιστα αποκλεισμό του πωλητή, εξυπάκουε και τη λειτουργία της ενδεχομένως και προς ζημιά τους. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούσε και η παράγρ. 10 της συμφωνίας.
5. Η πρωτόδικη θεώρηση ότι ο αγοραστής λειτουργούσε την επιχείρηση για αριθμό ετών, της λειτουργίας αυτής συνδεδεμένης ουσιαστικά με το τίμημα πώλησης και αγοράς, δεν ήταν βάσιμη.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι ο πωλητής της εταιρείας δεν εισήγαγε μαρτυρία προς απόδειξη οποιασδήποτε ζημιάς. Όντως ο πωλητής δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημία εφόσον είχε συμφωνηθεί η επιστροφή της επιχείρησης σ' αυτόν.
7. Υπό τέτοιες συνθήκες, όφειλε ταυτόχρονα να επιστρέψει τις £18.000 που έλαβε έναντι, πίσω στον αγοραστή. Καμιά αδικία δεν θα προέκυπτε στον πωλητή-εφεσίβλητο 1 στην έφεση αρ. 41/2009, από τέτοια διαταγή.
8. Αποκατάσταση («restitution»), λαμβάνει χώραν όταν ο εναγόμενος πλουτίζει αδικαιολόγητα σε βάρος του ενάγοντα. Το άδικο θα ήταν κρατήσει τις £18.000, ο εφεσίβλητος1-πωλητής, ο οποίος έστω και χωρίς τον τερματισμό της συμφωνίας, αποκτούσε όφελος, ενώ λάμβανε πίσω αυτούσια και εξ ολοκλήρου την επιχείρηση.
Η Πολιτική έφεση 41/09 απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Kleinwort Benson Ltd v. Lincoln City Council [1998] 4 All E.R. 513,
Woolwich Equitalbe Building Society v. IRC [1992] 3 All E.R. 737,
Westdeutsche Landesbank Girozetrale v. Islington LBC [1996] 2 All E.R. 961,
Sinclair v. Broughman [1914] AC 398,
Banque Financiere de la Cite v. Parc (Battessea) Ltd [1998] 1 All E.R. 737,
Erlanger v. New Sombrero Phosphate Co. [1878] 3 App.Cas. 1218.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 10566/04), ημερομηνίας 29/12/2008.
Χρ. Χριστοφή, για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 23/2009 και για τους Εφεσίβλητους στην Π.Ε. 41/2009.
Α. Πηλείδου (κα.), για τους Εφεσείοντες στην Π.Ε. 41/2009 και για τους Εφεσίβλητους στην Π.Ε. 23/2009.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ενόψει του γεγονότος ότι η απόφαση δεν είναι ομόφωνη και στις δύο εφέσεις, αυτές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης των αποφάσεων. Η απόφαση στην Π.Ε. 23/09 είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον υποφαινόμενο. Η απόφαση στην Π.Ε. 41/09 δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνεί ο Δικαστής Παμπαλλής και ο υποφαινόμενος θα δοθεί από εμένα, ενώ ο Δικαστής Ναθαναήλ θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.
Απόφαση επί της Π.Ε. 23/09.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στην Αγωγή 10566/04 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (πρωτόδικου δικαστηρίου) ενάγοντες ήταν οι Νάκης Θεοχαρίδης και Nakis Theocharides Optical Ltd (πρώην Framespex Ltd) και εναγόμενοι ήταν οι Ιωάννης Ιωάννου, Αντρούλλα Λούη και Optopharm Co. Ltd.
Με την αγωγή τους οι ενάγοντες ζητούσαν απόφαση εναντίον των εναγομένων για το ποσό των £22.000.- με νόμιμο τόκο από 12.11.1997, δυνάμει γραπτής και ή προφορικής συμφωνίας, ημερ. 12.11.1997, η οποία συνήφθη μεταξύ εναγόντων και εναγομένων 1 και 2. Επίσης ζητούσαν ποσό £9.097,35.- με τόκο από 12.11.1997, δυνάμει της ίδιας συμφωνίας, υπέρ της ενάγουσας 2, Nakis Theocharides Optical Ltd, και εναντίον της εναγόμενης 3, Optopharm Ltd. Ακόμα ζητούσαν και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις εναντίον όλων των εναγομένων για παράβαση της προαναφερόμενης συμφωνίας.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, στις 12.11.1997, μεταξύ του πρώτου ενάγοντα, αποκλειστικού ιδιοκτήτη και/ή δικαιούχου όλων των μετοχών της τρίτης εναγόμενης εταιρείας από τη μια, και των εναγομένων 1 και 2 από την άλλη, συνήφθη γραπτή συμφωνία (την οποίαν όμως δεν υπέγραψε η δεύτερη εναγόμενη). υνάμει της συμφωνίας οι εναγόμενοι 1 και 2, οι οποίοι συμφώνησαν να αγοράσουν τις μετοχές του πρώτου ενάγοντα (και την επιχείρηση) στην τρίτη εναγόμενη εταιρεία , έναντι ποσού £40.000.-, κατέβαλαν ποσό £18.000.- έναντι και παρέμεινε ποσό οφειλόμενο ανερχόμενο σε £22.000.- Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η εναγόμενη 3 θα έπρεπε να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα και ποσό £9.097,35.- ως οφειλόμενο υπόλοιπο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε μαρτυρία και προέβηκε σε αξιολόγηση και συμπεράσματα. Διαπίστωσε, συναφώς, ότι η συμφωνία υπογράφηκε μόνο από τον εναγόμενο 1, εκ μέρους των αγοραστών, όχι όμως από την εναγόμενη 2. Επομένως, και ελλείψει άλλης μαρτυρίας που να εμπλέκει την εναγόμενη 2, απέρριψε την αγωγή εναντίον της εναγόμενης 2.
Για τους ενάγοντες κατέθεσε ο πρώτος ενάγων κ. Νάκης Θεοχαρίδης και ο κ. Μάριος Τασουρής, εγκεκριμένος λογιστής. Για τους εναγόμενους κατέθεσε ο πρώτος εναγόμενος κ. Ιωάννης Ιωάννου. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το ποια εκδοχή ήταν η αληθινή. Δέχθηκε εξολοκλήρου τη μαρτυρία του πρώτου ενάγοντα κ. Νάκη Θεοχαρίδη και απέρριψε εξολοκλήρου τη μαρτυρία του πρώτου εναγόμενου, κ. Ιωάννη Ιωάννου. Δέχθηκε επίσης ως αξιόπιστη και τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 κ. Μάριου Τασουρή.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα. Σύμφωνα με αυτά, στις 12.11.1997, στη Λευκωσία, υπεγράφη συμφωνία (τεκμήριο 5) μεταξύ του Νάκη Θεοχαρίδη, αποκλειστικού ιδιοκτήτη και/ή δικαιούχου προς εγγραφή, όλων των μετοχών της εταιρείας (και λειτουργούσας επιχείρησης) Optopharm Ltd (ο οποίος συνεβλήθη ως αποκλειστικός ιδιοκτήτης και/ή δικαιούχος μέτοχος της προαναφερόμενης επιχείρησης και εταιρείας), εκπροσωπούντος το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου το οποίο έχει εκδοθεί και καταβληθεί ως την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας (από την μια), και του Ιωάννη Ιωάννου, εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη των μετοχών της εταιρείας Optopharm Ltd, ως καταπιστευματοδόχου του δικαιούχου-ιδιοκτήτη Νάκη Θεοχαρίδη (από την άλλη). Με τη συμφωνία, ο Νάκης Θεοχαρίδης πωλούσε τις μετοχές του (και την επιχείρηση) στην Optopharm Ltd, στον Ιωάννη Ιωάννου, αντί ποσού £40.000.-, και υπό όρους. Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε, ως γεγονός, ότι η συμφωνία εκείνη δεν ακυρώθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο και ότι ο εναγόμενος κατέβαλε £12.000.- κατά την υπογραφή της συμφωνίας και στη συνέχεια άλλες £6.000.- υπό μορφή μηνιαίων δόσεων, σύμφωνα με προφορική τροποποιητική διευθέτηση μεταξύ των μερών. Το υπόλοιπο ποσό των £22.000.- δεν είχε καταβληθεί και γι' αυτό καταχωρήθηκε η αγωγή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και τη νομική πτυχή της υπόθεσης και, όπως αναφέρθηκε, απέρριψε την αγωγή εναντίον της εναγόμενης 2, ως αβάσιμη. Αναφέρθηκε στο καθήκον του δικαστηρίου να ερμηνεύσει τη συμφωνία με σκοπό την ανεύρεση της πρόθεσης των συμβληθέντων και να την ερμηνεύσει και να την εφαρμόσει με τρόπο ώστε να υλοποιείται η πρόθεση των συμβληθέντων. Έκαμε ειδική αναφορά στις παραγράφους 5 και 9 της συμφωνίας. Από την παράγραφο 5, το πρωτόδικο δικαστήριο, συμπέρανε ότι, για να αποκτήσει την κυριότητα (beneficial ownership) των μετοχών ο αγοραστής (εναγόμενος 1), θα έπρεπε να εξοφλήσει ολόκληρο το τίμημα, δηλαδή να καταβάλει το ποσό των £40.000.-, ενώ στην προκείμενη περίπτωση είχε καταβάλει συνολικά μόνον £18.000.-. Όσον αφορά την παράγραφο 9 της συμφωνίας το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην πρόνοια της παραγράφου εκείνης ότι τα συμφωνηθέντα θα ίσχυαν μόνο εφόσον οι πληρωμές γίνονταν σύμφωνα με τις παραγράφους 6 και 7 της συμφωνίας «άλλως αυτόματα και άνευ ειδοποιήσεως η ιδιοκτησία και έλεγχος της Εταιρείας επιστρέφει στον Πωλητή».
Ερμηνεύοντας τις προαναφερόμενες παραγράφους, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, είπε ότι, εφόσον ο αγοραστής δεν κατέβαλε το υπόλοιπο του τιμήματος και ειδικότερα εφόσον δεν κατέβαλε το ποσό των £15.000.- που προβλέπεται στην παράγραφο 7 της συμφωνίας, εμπρόθεσμα, αυτόματα και άνευ ειδοποιήσεως η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επέστρεψε στον πωλητή (πρώτο ενάγοντα). Εφόσον λοιπόν η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επέστρεψαν στον πωλητή, «αυτόματα ο Πωλητής (Ενάγοντας 1), δεν μπορεί να έχει αξίωση για το υπόλοιπο της συμφωνίας. Το μόνο που δικαιούται μετά από αυτό είναι να αξιώσει νόμιμες αποζημιώσεις». Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, βρήκε ότι ο ενάγοντας 1 απέτυχε να αποδείξει οποιεσδήποτε ζημιές, εξαιτίας της παράβασης της συμφωνίας από τον αγοραστή-εναγόμενο 1 και συνεπώς δεν δικαιούτο σε απόφαση για οποιοδήποτε ποσόν, υπό τύπον αποζημιώσεων.
Επίσης, εφόσον η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επέστρεψαν αυτόματα στον πωλητή-ενάγοντα 1, ο όρος 11 της συμφωνίας παρέμεινε ανεφάρμοστος και ως εκ τούτου οι ενάγοντες δεν μπορούσαν να βασίσουν αξίωση επί του όρου αυτού, απαιτώντας οποιοδήποτε άλλο ποσό.
Όσον αφορά την ανταπαίτηση των εναγομένων με την οποίαν αυτοί ανταπαιτούσαν £18.000.-, δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με τόκο 8%, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εναγόμενοι δεν απέδειξαν πως ο ενάγοντας πλούτισε αδικαιολόγητα με την είσπραξη του ποσού των £18.000.- (έναντι του τιμήματος πωλήσεως). Κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού έλαβε υπόψη ότι «ο Εναγόμενος είχε τον απόλυτο έλεγχο της εταιρείας για κάποιο χρονικό διάστημα και αφού σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας έπρεπε να καταβάλει κάποια ποσά προοδευτικά, όπως κατέβαλε τις £18.000.-, δεν προσκόμισε μαρτυρία αξιόπιστη που να αποδεικνύει πως ο Ενάγοντας πλούτισε αδικαιολόγητα με την είσπραξη των £18.000». Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και την αγωγή και την ανταπαίτηση, με έξοδα.
Ενώπιον του Εφετείου καταχωρήθηκαν δύο εφέσεις. Η Π.Ε. 23/09 καταχωρήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα-ενάγοντα Νάκη Θεοχαρίδη εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1 και 3, Ιωάννη Ιωάννου και Optopharm Co. Ltd. Με την έφεση εκείνη ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι ο ενάγων 1 δεν μπορούσε να έχει αξίωση «για το υπόλοιπο της συμφωνίας» ημερ. 12.11.1997. Εφόσον η συμφωνία εκείνη δεν είχε ακυρωθεί, όπως συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ενάγων είχε δικαίωμα να απαιτήσει το συμφωνηθέν υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως. Επιπρόσθετα ο εφεσείων-ενάγων 1 ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αυτός δεν απέδειξε ότι δικαιούτο σε νόμιμες ή οποιεσδήποτε αποζημιώσεις.
Με την Π.Ε. 41/09 οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2, με εφεσίβλητους τους πρώην ενάγοντες, ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αρνήθηκε να διατάξει την επιστροφή του ποσού των £18.000.- από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες. Εφόσον η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επέστρεψε στους εφεσίβλητους, το ποσό των £18.000.- που οι εφεσείοντες κατέβαλαν στους εφεσίβλητους θα έπρεπε να τους επιστραφεί ουσιαστικά ως ποσό που κατέβαλαν αχρεωστήτως, δηλαδή χωρίς αντάλλαγμα, και με αποτέλεσμα τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των εφεσιβλήτων εις βάρος των εφεσειόντων. Οι εφεσείοντες απέσυραν τους λόγους έφεσης 1 μέχρι 4, 6 και 7 και βασίζονται μόνον στους λόγους έφεσης 5 και 8 μέχρι 13.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η πρόνοια της παραγράφου 5 ότι ο αγοραστής δεν αποκτά κυριότητα (beneficial ownership) των μετοχών και της επιχείρησης, μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, και ότι μέχρι τότε θα ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος (trustee) του ιδιοκτήτη, αλλά και η πρόνοια της παραγράφου 9 της συμφωνίας ότι, εάν οι πληρωμές (έναντι του τιμήματος πωλήσεως των μετοχών), δεν γίνονται ως προβλέπεται στις παραγράφους 6 και 7 της συμφωνίας, τότε, χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση, η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επιστρέφουν στον πωλητή, ήταν η συμφωνία των συμβαλλομένων ως προς το τι θα συνέβαινε αν δεν γίνονταν οι πληρωμές, όπως είχαν συμφωνηθεί. Ενόψει των προνοιών αυτών, ο πωλητής, που είναι το αθώο και ανυπαίτιο μέρος, είχε μεν δικαίωμα να επιμείνει στην τήρηση της συμφωνίας αλλά όχι επιλεκτικά, δηλαδή να επιλέξει την τήρηση μέρους της συμφωνίας, αλλά όχι του υπολοίπου, δηλαδή της παρ. 9. Η συμφωνία θα πρέπει να τηρηθεί, σε τέτοια περίπτωση, στο σύνολό της.
Είναι θεμελιωμένο ότι όταν υπάρχει αθέτηση μιας συμφωνίας (όπως εδώ έγινε αθέτηση από τους εναγόμενους) το αθώο μέρος, δηλαδή, στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες (συγκεκριμένα ο ενάγοντας 1-εφεσείων), έχουν δικαίωμα είτε να τερματίσουν τη συμφωνία και να αξιώσουν αποζημιώσεις, είτε να επιμείνουν στην τήρηση της συμφωνίας και να αξιώσουν αποζημιώσεις. Εδώ είναι προφανές ότι το αθώο μέρος, δηλαδή οι ενάγοντες, επέμειναν στην τήρηση της συμφωνίας και προς τούτο προέβησαν και σε παραχώρηση, δίνοντας περαιτέρω πίστωση χρόνου στους εναγόμενους, για την αποπληρωμή του συμφωνηθέντος τιμήματος πωλήσεως των μετοχών. Η πλήρης τήρηση της συμφωνίας όμως, προέβλεπε ότι, σε περίπτωση μη καταβολής των δόσεων, όπως είχε συμφωνηθεί, οι μετοχές και η επιχείρηση επέστρεφαν, αυτόματα, και χωρίς ειδοποίηση, στον πωλητή. Ο πωλητής δεν απέδειξε οποιαδήποτε ζημιά εξαιτίας της αθέτησης της συμφωνίας από τον αγοραστή. Επομένως η Έφεση 23/09 είναι αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Η έφεση 23/09 απορρίπτεται με έξοδα.
Απόφαση επί της 41/09.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ως προς την Έφεση 41/09, τα γεγονότα έχουν ήδη εκτεθεί στην Π.Ε. 23/09. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι ο εφεσείων-εναγόμενος είχε καταβάλει ποσό £18.000.- στον εφεσίβλητο-ενάγοντα, αλλά ταυτόχρονα και για κάποιο χρονικό διάστημα είχε τον απόλυτο έλεγχο (και την εκμετάλλευση) της εταιρείας και της επιχείρησης του ενάγοντα. Δεν πρόσφερε οποιαδήποτε στοιχεία για τα τυχόν κέρδη της εταιρείας κατ' εκείνο το διάστημα (τα οποία προφανώς επωφελήθηκε) και επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, κατά την κρίση μας, δεν μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα αδικαιολόγητου (άδικου) πλουτισμού υπέρ του ενάγοντα και εις βάρος του εναγομένου.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η πληρωμή του ποσού των £18.000.- από τον αγοραστή στον πωλητή, έναντι του τιμήματος πωλήσεως της εταιρείας και της επιχείρησης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κατέστησε τον πωλητή, αδίκως ή αδικαιολογήτως πλουσιότερο, όταν ο αγοραστής είχε υπό τον έλεγχο και για λογαριασμό του την επιχείρηση του πωλητή, για κάποιο χρονικό διάστημα, έστω και αν η συμφωνία, στο τέλος, δεν υλοποιήθηκε, με ευθύνη του αγοραστή.
Η αρχή του άδικου ή αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία συνδέεται με την αρχή της αποκατάστασης (των δικαιωμάτων των συμβαλλομένων) (restitution), είναι καλά γνωστή στο κοινό δίκαιο και ιδιαίτερα στο δίκαιο της επιείκειας. Συνηθίζεται να λέγεται ότι δεν υπάρχει γενικός κανόνας που δημιουργεί (αυτόματο) αγώγιμο δικαίωμα σ' έναν ενάγοντα, να ανακτήσει κάτι που έδωσε στον εναγόμενο και το οποίο κατέστησε τον εναγόμενο αδίκως πλουσιότερο (Δέστε: Goff and Jones, The Law of Restitution, 7η έκδοση, σελίδες 12 και επόμενες).
Για να ισχύει η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να ικανοποιηθούν τρεις προϋποθέσεις:
(α) Ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει εμπλουτιστεί από την απόκτηση ενός οφέλους.
(β) Το όφελος θα πρέπει να αποκτήθηκε, εις βάρος του ενάγοντα και
(γ) Θα πρέπει να είναι άδικο να επιτραπεί στον εναγόμενο να κρατήσει το όφελος.
(Δέστε: Kleinwort Benson Ltd v. Lincoln City Council [1998] 4 All E.R. 513, στη σελ. 561).
Στην προκείμενη περίπτωση ενδιαφέρει ιδιαίτερα το αν είναι άδικο να επιτραπεί στον πωλητή να κρατήσει το όφελος των £18.000.- που πήρε από τον αγοραστή, υπό τις συνθήκες αυτής της υπόθεσης.
Εδώ ο αγοραστής πλήρωσε στον πωλητή £18.000.- έναντι του τιμήματος πωλήσεως της εταιρείας και επιχείρησης του πωλητή. Στα πλαίσια αυτά και σύμφωνα με τη μεταξύ τους συμφωνία, ο αγοραστής είχε την χρήση και εκμετάλλευση της επιχείρησης και της εταιρείας του πωλητή, για δικό του όφελος, για κάποια χρόνια. Τελικά η συμφωνία αθετήθηκε από τον αγοραστή, ενώ ο πωλητής επέμεινε στην εφαρμογή της συμφωνίας, η οποία όμως προνοούσε ότι, σε περίπτωση αθέτησης της συμφωνίας από τον αγοραστή, η εταιρεία και η επιχείρηση θα επέστρεφαν αυτόματα στον πωλητή. Δεν υπήρχε όμως οποιαδήποτε πρόνοια για επιστροφή του τιμήματος πωλήσεως ή οποιουδήποτε μέρους του, από τον πωλητή στον αγοραστή.
Ένας από τους παραδεκτούς λόγους για τους οποίους ένα όφελος δεν επιστρέφεται σε εκείνον από τον οποίο λήφθηκε είναι ότι δεν μπορεί να γίνει πλήρης αποκατάσταση των μερών στην αρχική τους θέση (Restitutio in integrum) (Δέστε: Erlanger v. New Sombrero Phosphate Co. [1878] 3 App.Cas. 1218). Σε τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι δεν υπάρχει και πλήρης αποτυχία της αντιπαροχής.
Η λογική αυτής της θέσης είναι ότι είναι άδικο να υποχρεωθεί ένας εναγόμενος (εδώ ο πωλητής, στην ανταπαίτηση) να προβεί σε αποκατάσταση του άλλου μέρους, αν και ο ίδιος δεν μπορεί να αποκατασταθεί στην αρχική του θέση (Δέστε: Goff and Jones, ανωτέρω, σελ. 73).
Στην προκείμενη περίπτωση, αν ο πωλητής υποχρεωθεί να επιστρέψει το ποσό των £18.000.- στον αγοραστή, ο οποίος αθέτησε τη συμφωνία, αυτό θα είναι άδικο για τον ίδιο, διότι αυτός (ο πωλητής) δεν μπορεί να αποκατασταθεί στην αρχική του θέση, εφόσον ο αγοραστής είχε και εκμεταλλευόταν την εταιρεία και την επιχείρηση του, για αριθμόν ετών, δυνάμει μιας συμφωνίας που εκείνος (ο αγοραστής) αθέτησε. Επομένως, με αυτά τα δεδομένα, η επιστροφή της προκαταβολής στον αγοραστή δεν θα ήταν δίκαιη, για τον πωλητή. Θα ισοδυναμούσε με πλήρη επιβράβευση του υπαίτιου μέρους, που ήταν ο αγοραστής.
Υπό τις περιστάσεις η Π.Ε. 41/09 απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η κατάληξη επί της Πολ. Έφ. αρ. 23/2009, με την οποία συμφωνώ, είναι φυσιολογική απόρροια του γεγονότος ότι ο εκεί εφεσείων, διατηρώντας το δικαίωμα επιλογής επί της υπ' αυτού θεωρούμενης υπαναχώρησης των εφεσιβλήτων επί της συμφωνίας που υπογράφηκε στις 12.11.1997, επέλεξε να τη διατηρήσει σε ισχύ, αντί να την τερματίσει. Εάν επέλεγε τον τερματισμό της συμφωνίας, θα ήταν δυνατό να κατακρατήσει οποιοδήποτε ποσό του καταβλήθηκε έναντι της εκπλήρωσης της συμφωνίας από τους εφεσίβλητους και να εγείρει αγωγή διεκδικώντας αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας, τις οποίες όμως θα έπρεπε να αποδείξει. Επιλέγοντας όμως συνειδητά τον μη τερματισμό της συμφωνίας, ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει πρώτος τις δεσμεύσεις, όρους και ρήτρες της ίδιας της συμφωνίας, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων και αποτυπώθηκε στο σχετικό τεκμήριο 5 το οποίο κατατέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η συμφωνία περιείχε μετά τις σχετικές πρόνοιες για την τμηματική αποπληρωμή του τιμήματος αγοράς και την εξής πρόνοια:
«9. Ανεξάρτητα με τα ανωτέρω, οι Συμβαλλόμενοι συμφωνούν και αποδέχονται ανεπιφύλακτα ότι ο ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ θα δικαιούται μετά από την καταβολή των ΛΚ15.000,00 (Δεκαπέντε χιλιάδων λιρών Κύπρου να αναλάβει πλήρη έλεγχο και κάτω από την αποκλειστική κατοχή και διαχείριση όλων των στοιχείων ενεργητικού της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ που υπάρχουν κατά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας Συμφωνίας και επίσης θα δικαιούται να λειτουργεί και την ΕΤΑΙΡΕΙΑ κατά την απόλυτη και ελεύθερη του κρίση και βούληση χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση του ΠΩΛΗΤΗ.
Νοείται ότι η παραπάνω πρόνοια θα συνεχίσει να τυγχάνει εφαρμογής εφόσον και καθ' όσον χρόνο οι καταβολές των πληρωμών γίνονται ως προβλέπεται στην παρούσα και ειδικότερα στις παραγράφους 6 και 7 άλλως αυτόματα και άνευ ειδοποιήσεως η ιδιοκτησία και έλεγχος της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ επιστρέφει στον ΠΩΛΗΤΗ.»
Η επιλογή της διατήρησης σε ισχύ της συμφωνίας, αντί της αποκήρυξης της, ώστε και ο ίδιος ο εφεσείων να αποδεσμευόταν από τις πρόνοιες της, σήμαινε ότι ήταν υποχρεωμένος να αναλάβει, σύμφωνα με την επιφύλαξη της παρ. 9, πίσω την υπ' αυτού πωληθείσα στους εφεσίβλητους επιχείρηση της εταιρείας Optopharm Ltd, της οποίας «η ιδιοκτησία και έλεγχος» θα επέστρεφε στον πωλητή, δηλαδή, τον εφεσείοντα, (εφεσίβλητο 1 στην υπό κρίση έφεση αρ. 41/2009), εφόσον οι καταβολές των συμφωνηθεισών πληρωμών δεν τηρούνταν από τους εδώ εφεσείοντες. Μάλιστα, η επιστροφή αυτή συμφωνήθηκε να γίνει «... αυτόματα και άνευ ειδοποιήσεως ..».
Η επίπτωση αυτής της συμφωνηθείσας επιφύλαξης της παρ. 9 της συμφωνίας είναι, κατά την άποψη μου, εμφανής και επί των ιδίων των εφεσειόντων στην έφεση αρ. 41/2009. Το εκ μέρους τους ήδη πληρωθέν ποσό των £18.000 προς τον εφεσίβλητο 1, Νάκη Θεοχαρίδη, και το οποίο ποσό αποτέλεσε τη βάση ανταπαίτησης εκ μέρους τους στην εγερθείσα από τον Ν. Θεοχαρίδη αγωγή, πρέπει να επιστραφεί σ' αυτούς και αυτή είναι και η ουσία της έφεσης υπ' αρ. 41/09. Η ανταπαίτηση όφειλε να είχε επιτυχή κατάληξη και πάλι ως φυσιολογική απόρροια της εφαρμογής της ίδιας της συμφωνίας, στη βάση, δηλαδή, των όσων ελευθέρως συμβλήθηκαν οι διάδικοι σε σχέση με την αγοραπωλησία αυτής της επιχείρησης. Αντ' αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση λειτουργώντας επί της λανθασμένης, με όλη την εκτίμηση, σκέψης, ότι οι εφεσείοντες στην υπ' αρ. 41/2009 έφεση, έπρεπε να αποδείξουν ζημιές, τις οποίες και απέτυχαν να θεμελιώσουν. Δεν επέκτεινε τη σκέψη του, η οποία ήταν βάσιμη και ορθή επί της αγωγής, και στην περίπτωση της ανταπαίτησης. Παρόλο που ερμήνευσε ορθά τη συμφωνία και διέκρινε την ουσιώδη σημασία της επιφύλαξης της παρ. 9, ως ανωτέρω εξηγήθηκε, και την εφάρμοσε στη διαφορά των διαδίκων υπό το φως της επιλογής του Ν. Θεοχαρίδη να μην τερματίσει τη συμφωνία, αποφάσισε αντιφατικά να μην ακολουθήσει τη νομική, αλλά και λογική, επίδραση της επιφύλαξης και του μη τερματισμού και επί της ανταπαιτητικής αξίωσης.
Απέρριψε την ανταπαίτηση στη βάση της θεώρησης ότι ο εφεσείων 1 στην έφεση αρ. 41/2009, Ιωάννης Ιωάννου, είχε κατά τη διάρκεια εφαρμογής της συμφωνίας τον απόλυτο έλεγχο της επιχείρησης της οποίας θα γινόταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης, εάν εφαρμοζόταν η συμφωνία. Προς εκπλήρωση της συμφωνίας, ο Ιωάννου κατέβαλε σταδιακά £18.000, αλλά κατά το Δικαστήριο «.. δεν προσκόμισε μαρτυρία αξιόπιστη που να αποδεικνύει πως ο ενάγοντας πλούτισε αδικαιολόγητα με την είσπραξη των £18.000.». Με το δέοντα σεβασμό, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αντιμετώπισε την ανταπαίτηση, βασιζόμενη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, στην ορθή της βάση. Κατ' αρχάς, η ίδια η συμφωνία δεν συνέδεε ποσώς την λειτουργία της επιχείρησης από τους εφεσείοντες στην έφεση αρ. 41/09, με το τίμημα της αγοραπωλησίας της. Η λειτουργία της επιχείρησης συμφωνήθηκε ρητά με την παρ. 9 που καταγράφηκε προηγουμένως, να περιέλθει στους αγοραστές-εφεσείοντες με τη συμπλήρωση της καταβολής των πρώτων £15.000, από τις £40.000, που ήταν το όλο συμφωνηθέν ποσό. Η καταβολή των £15.000 έδινε στον αγοραστή το δικαίωμα λειτουργίας της επιχείρησης, «.. κατά την απόλυτη και ελεύθερη του κρίση και βούληση χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση του πωλητή.». Περαιτέρω, στο τρίτο αιτιολογικό του προοιμίου της συμφωνίας αναφέρεται ότι η επιχείρηση πωλείται ως «ενιαίο σύνολο» συμπεριλαμβανομένης της εμπορικής έννοιας, καθώς και της φήμης και πελατείας («goodwill»), και των επίπλων, εμπορευμάτων και οποιωνδήποτε άλλων πραγμάτων που υπήρχαν τότε στην επιχείρηση.
Προκύπτει από τα πιο πάνω, ότι η επιχείρηση πωλήθηκε ως «λειτουργούσα εταιρεία», («as a going concern»), όπως άλλωστε αναφέρεται και στον τίτλο της ίδιας της συμφωνίας, και οι αγοραστές την λειτουργούσαν προς ίδιον όφελος κατά την περίοδο που είχαν στη διάθεση τους να εξοφλήσουν ολόκληρο το τίμημα αγοράς. Η προς ίδιον όφελος λειτουργία της επιχείρησης, σε πλήρη μάλιστα αποκλεισμό του πωλητή, Ν. Θεοχαρίδη, εξυπακούει βέβαια και τη λειτουργία της ενδεχομένως και προς ζημιά τους. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και η παράγρ. 10 της συμφωνίας όπου συμφωνήθηκε ότι, «... όλες οι πάσης φύσης υποχρεώσεις της εταιρείας ως την ημέρα υπογραφής της παρούσας συμφωνίας θα παραμείνουν υποχρεώσεις της εταιρείας και σε καμιά περίπτωση του αποχωρούντα ιδιοκτήτη (beneficiary)», δηλαδή, του εφεσείοντα στην έφεση αρ. 23/2009 και εφεσίβλητου 1 στην έφεση αρ. 41/2009. Περαιτέρω δε στην παρ. 11, οι αγοραστές συμφώνησαν πιο συγκεκριμένα και στην αποπληρωμή του χρέους της εταιρείας προς μια άλλη εταιρεία, την Framespex Limited, ιδιοκτησίας και αυτή του πωλητή, ύψους £27.133 κατά τον εν τη συμφωνία καταγραφέντα τρόπο.
Επομένως, η πρωτόδικη θεώρηση ότι ο αγοραστής λειτουργούσε την επιχείρηση για αριθμό ετών, της λειτουργίας αυτής συνδεδεμένης ουσιαστικά με το τίμημα πώλησης και αγοράς, δεν είναι βάσιμη. Δικαίως, η συνήγορος των εδώ εφεσειόντων-αγοραστών εισηγείται στο περίγραμμα της ότι δεν χρειαζόταν εκ μέρους τους μαρτυρία προς απόδειξη της δικογραφημένης τους θέσης ότι ο εφεσείων-πωλητής πλούτισε αδικαιολογήτως κατά £18.000. Η συμφωνία η οποία συνομολογήθηκε ελευθέρως μεταξύ των διαδίκων, όσο ενδεχομένως περίεργη να ήταν σε κάποιες επί μέρους ρήτρες της, ήταν καθόλα έγκυρη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εδώ εφεσείοντα-αγοραστή, Ιωάννου, αναξιόπιστο και οι επί της αξιοπιστίας λόγοι έφεσης αποσύρθηκαν από την κα Πηλείδου κατά τον έναρξη της εφετειακής διαδικασίας. Στη βάση του ότι ο Ιωάννου ήταν υπεύθυνος για τη διάρρηξη της συμφωνίας, η ίδια η συμφωνία επενεργούσε ως προς τη λύση των απορρεόντων θεμάτων. Τα διάδικα μέρη συμφώνησαν όπως σε περίπτωση μη καταβολής όλων των δόσεων από τον αγοραστή προς τον πωλητή, ο τελευταίος λάμβανε πίσω την επιχείρηση, η οποία εν πάση περιπτώσει δυνάμει της παρ. 13 της συμφωνίας, δεν θα αποτελούσε ποτέ ιδιοκτησία του αγοραστή μέχρι την πλήρη εξόφληση και των £40.000. Η επαναφορά συνεπώς στην αρχική τάξη πραγμάτων ήταν ήδη συμφωνημένη στην περίπτωση μη ολοκλήρωσης της συμφωνίας και αυτό ανεξάρτητα από το αν η συμφωνία δεν τελεσφορούσε εξαιτίας του ενός ή του άλλου μέρους. Η συμφωνία δεν προέβλεπε, ούτε περιείχε οποιαδήποτε ποινική ρήτρα σε περίπτωση διάρρηξης της, από τον αγοραστή. Η παρ. 14, περιείχε το συνήθη όρο ότι, «όλοι οι όροι της συμφωνίας ήταν ουσιώδεις, ο δε παραβάτης οποιουδήποτε όρου δίνει το δικαίωμα στο αναίτιο μέρος να αξιώσει νόμιμες αποζημιώσεις.».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι ο πωλητής της εταιρείας δεν εισήγαγε μαρτυρία προς απόδειξη οποιασδήποτε ζημιάς. Μάλιστα, όπως ορθά παρατηρεί και η κα Πηλείδου, δεν δικογραφήθηκαν καν ισχυρισμοί προς αυτή την κατεύθυνση. Όντως ο πωλητής δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημία εφόσον είχε συμφωνηθεί η επιστροφή της επιχείρησης σ' αυτόν. Υπό τέτοιες συνθήκες, είναι η θέση μου ότι όφειλε ταυτόχρονα να επιστρέψει τις £18.000 που έλαβε έναντι, πίσω στον αγοραστή. Καμιά αδικία δεν θα προέκυπτε στον πωλητή-εφεσίβλητο 1 στην έφεση αρ. 41/2009, από τέτοια διαταγή του Δικαστηρίου εφόσον, (i) η επιχείρηση επανήλθε αυτούσια και αυτόματα πίσω σ' αυτόν και (ii) ουδέποτε απέδειξε οποιαδήποτε ζημιά προς κατακράτηση των £18.000, ή μέρος αυτών, εφόσον επέλεξε να μην τερματίσει τη συμφωνία, μια καταλυτική για τις παραπέρα νομικές επιπτώσεις, απόφαση.
Αποκατάσταση («restitution»), λαμβάνει χώραν όταν ο εναγόμενος πλουτίζει αδικαιολόγητα σε βάρος του ενάγοντα. Στην καρδιά της θεωρίας της αποκατάστασης ως δίκαιης και ταυτόχρονα νόμιμης επιλογής, βρίσκεται η έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού («unjust enrichment»). Ιστορικά, η έννοια της αποκατάστασης στο Αγγλικό δίκαιο συνδέθηκε με την παλαιά μορφή αγωγών στο κοινοδίκαιο γνωστής ως «action on assumpsit», που ήταν η συνήθης θεραπεία για διάρρηξη συμβάσεων. Δημιουργήθηκαν όμως δυσκολίες όταν οι αγωγές για αποκατάσταση δεν μπορούσαν να ενταχθούν στις συνήθεις μορφές αγωγών επί συμβάσεων. Το κοινοδίκαιο προχώρησε στη σταδιακή καθιέρωση της έννοιας του «quasi-constract» και στην ιδέα ότι υποθέσεις που αξίωναν αποκατάσταση βασίζονταν σε ένα εξυπακουόμενο συμβόλαιο. Όμως, τέλος, στην υπόθεση Woolwich Equitalbe Building Society v. IRC [1992] 3 All E.R. 737, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, τώρα Supreme Court μετά την αλλαγή που επέφερε στο Ηνωμένο Βασίλειο το Constitutional Reform Act 2005, αναγνωρίστηκε ότι η ορθή βάση όλων των «restitutionary claims» είναι το «unjust enrichment». Και στην Westdeutsche Landesbank Girozetrale v. Islington LBC [1996] 2 All E.R. 961, ανατράπηκε η παλαιότερη θεωρία του εξυπακουόμενου συμβολαίου («implied contract»), στην Sinclair v. Broughman [1914]AC 398, ως υποστηρίζουσα την αποκατάσταση.
Οι κατευθυντήριες γραμμές για επιτυχή αξίωση προς αποκατάσταση τέθηκαν από τον Lord Steyn στην Banque Financiere de la Cite v. Parc (Battessea) Ltd [1998] 1 All E.R. 737 και αφορούν την απάντηση στα εξής ερωτήματα: (i) έχει ο εναγόμενος οφεληθεί ή πλουτίσει; (ii) ο πλουτισμός έγινε σε βάρος του ενάγοντα; (iii) ήταν ο πλουτισμός αυτός αδικαιολόγητος; και (iv) υπάρχουν οποιεσδήποτε υπερασπίσεις; Ως προς το πρώτο ερώτημα, η θεωρία ασπάζεται τη θέση ότι η ωφέλεια μπορεί να είναι θετική ή αρνητική. Θετική είναι η απλή περιπτωση, όπως εδώ, όπου ο εφεσίβλητος1-πωλητής λαμβάνει χρήματα από τον αγοραστή. Και εφόσον πρόκειται για χρήματα δεν υπάρχει πρόβλημα στην επιστροφή τους. Δεν πρόκειται για περίπτωση όπου το αντικείμενο της αντιπαροχής έχει μεταποιηθεί και επομένως δεν μπορεί να επιστραφεί στην αρχική του μορφή. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, αναγνωρίζονται δύο βάσεις: Η πρώτη είναι πλουτισμός διά αφαιρέσεως («unjust enrichment by substraction») και η άλλη είναι πλουτισμός διά αδικοπραξίας, («unjust enrichment by wrong»). Εδώ ισχύει η πρώτη περίπτωση εφόσον ο πλουτισμός του πωλητή συνδέεται απευθείας με την απώλεια του αγοραστή. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Koffman & Macdonald: The Law of Contract, 6η έκδ., σελ. 557-558, παρ. 21.25, κατά κανόνα στην περίπτωση όπου ο ενάγων έχει ωφελέσει τον εναγόμενο με την καταβολή χρημάτων, η διάρρηξη της συμφωνίας θα επιφέρει τον τερματισμό της, έτσι ώστε η αποκαταστατική θεραπεία να δύναται να δοθεί χωρίς να θεωρείται ότι επεμβαίνει στις δοσοληψίες των διαδίκων. Όπως αναφέρεται περαιτέρω:
«Here it is not relevant that restitutionary recovery will leave C better off than if the contract had been performed. The basis of recovery is D´s enrichment, not C´s loss, and the factor making that enrichment "unjust" is total failure of consideration.»
Όσον αφορά την τρίτη ερώτηση, ένα από τα κριτήρια προς θεμελίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι και η κατάρρευση της αντιπαροχής. Εδώ, με την ίδια τη συμφωνία, η επιστροφή της επιχείρησης πίσω στον πωλητή δεν αφήνει περιθώρια άλλα από του να ομιλεί κανείς για πλήρη και τελική αποτυχία της αντιπαροχής. Και με αναφορά στο τέταρτο ερώτημα για πιθανές υπερασπίσεις, όπως για παράδειγμα, η αλλαγή στις περιστάσεις ώστε να θεωρείτα άδικο για τον εναγόμενο να προχωρήσει σε αποκατάσταση, δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε από τον πωλητή που να δύναται να αποτελεί υπεράσπιση στην υπ' αυτού επιστροφή των χρημάτων.
Κατά την άποψη μου, με βάση όλα τα ανωτέρω, το άδικο θα είναι να κρατήσει τις £18.000, ο εφεσίβλητος1-πωλητής, ο οποίος έστω και χωρίς τον τερματισμό της συμφωνίας, αποκτά όφελος, ενώ λαμβάνει πίσω αυτούσια και εξ ολοκλήρου την επιχείρηση. Η συμφωνία των μερών ήταν αυτή. Επαναλαμβάνεται ότι η υπό του αγοραστή χρήση της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου κατά την οποία δικαιούτο να καταβάλλει σταδιακά το τίμημα αγοράς, δεν συνδεόταν ποσώς με οποιαδήποτε κερδοφορία (ή ζημιά βεβαίως), ως επίπτωση επί του τιμήματος αγοράς. Ούτε και η συμφωνία θα μπορούσε να εξομοιωθεί με κάποιου είδους συμφωνία ενοικίασης της επιχείρησης.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, θα επέτρεπα την Πολ. Έφ. υπ' αρ. 41/09, ανατρέποντας την προς το αντίθετο πρωτόδικη κρίση και θα διέτασσα την επιστροφή στους εδώ εφεσείοντες του ποσού των £18.000 που καταβλήθηκαν, με έξοδα υπέρ τους και εναντίον του εφεσίβλητου. Το κατά πόσον θα έπρεπε επί του ποσού αυτού να δοθεί και τόκος, δεν είναι ανάγκη να εξεταστεί ενόψει της αντίθετης απόφασης της πλειοψηφίας.
Η Πολιτική έφεση 41/09 απορρίπτεται με έξοδα.