ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1048
24 Μαΐου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΖΕΡΒΟΣ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
EUROINVESTMENT & FINANCE PUBLIC LIMITED,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 47/2009)
Δικαστική απόφαση ― Διαταγή για επανεκδίκαση επί τω ότι δικαστική απόφαση ενσωμάτωσε σε μεγάλη έκταση αγόρευση δικηγόρου διαδίκου.
Δικαστική απόφαση ― Κάθε δικαστής ο οποίος είχε την ευκαιρία να ακούσει τη δοθείσα μαρτυρία, να την αξιολογήσει και να προβεί σε ευρήματα, μετά την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών, μπορεί να υιοθετήσει τα γεγονότα όπως τα παρουσίασε η μια διάδικη πλευρά, καθώς και τους νομικούς ισχυρισμούς που αυτή επικαλέστηκε, χωρίς μια τέτοια προσέγγιση να συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Επαρχιακό Δικαστήριο που επιλήφθηκε και εκδίκασε την αγωγή, με εκτενή απόφασή του αποτελούμενη από 141 σελίδες, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης ως η απαίτησή της, ενώ απέρριψε την Ανταπαίτηση την οποία είχε προωθήσει ο εφεσείων, με την οποία διεκδικούσε ποικίλες θεραπείες.
Προσβάλλοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ο εφεσείων πρόβαλε συνολικά 32 λόγους έφεσης, ωστόσο η έφεση επικεντρώθηκε στον ένα λόγο ο οποίος ετέθη ως εξής:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παράβαση των εχέγγυων αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, αναπαρήγαγε το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσίβλητης - ενάγουσας στο κείμενο της δικαστικής απόφασης, χωρίς να απονέμει δικαιοσύνη.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έθεσε στη δικανική του κρίση και στο δικανικό του συλλογισμό τις θέσεις των διαδίκων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απόφαση από την ημερομηνία που επιφυλάχθηκε, εκδόθηκε μόλις 6 μέρες αργότερα, αποτελούμενη από 141 συνολικά σελίδες. Η σχεδόν απόλυτη ταυτοσημία μεταξύ του κειμένου της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης και του κειμένου της υποβληθείσας γραπτής αγόρευσης της εφεσίβλητης, δεν μπορούσε παρά να προβληματίσει σοβαρά.
2. Τόσο στην παράθεση του ιστορικού και άλλων γεγονότων, όσο και στην παράθεση των νομικών θεμάτων που εγείρονταν, στη σειρά με την οποία αυτά εγείρονταν, στην παράθεση της δοθείσας μαρτυρίας και στο σχολιασμό της, μέχρι και στην αξιολόγηση της επιμέρους μαρτυρίας των μαρτύρων, παρατηρείτο πλήρης ταύτιση του λεκτικού του κειμένου της απόφασης αφενός και της αγόρευσης αφετέρου.
3. Δεν δινόταν οποιαδήποτε εξήγηση γιατί υιοθετήθηκε πλήρως αυτή η αγόρευση. Δεν αναφερόταν ακόμα στην απόφαση ότι το χρησιμοποιηθέν κείμενό της προερχόταν από την αγόρευση της εφεσίβλητης, το οποίο υιοθετήθηκε, αλλά το κείμενο της απόφασης παρουσιάστηκε ως αυθεντικά προερχόμενο και εκπηγάζον από το Δικαστήριο.
4. Αυτή η ταυτόσημη φρασεολογία παρουσιαζόταν ως άσκηση κρίσης και αξιολόγηση από το ίδιο το Δικαστήριο.
5. Δεν μπορούσε παρά εύλογα να δημιουργούνταν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο ασκήθηκε και μάλιστα επί όλων των πολυάριθμων ζητημάτων που ηγέρθηκαν κατά τη δίκη, η αναγκαία ανεξάρτητη δικαστική κρίση. Τα απαραίτητα εχέγγυα αμεροληψίας και δίκαιης δίκης με την εξέταση και των θέσεων της άλλης πλευράς δεν φαίνονταν ότι είχαν διασφαλιστεί.
6. Η επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης οδήγησε σε παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και επανεκδίκαση της αγωγής ενώπιον άλλου Προέδρου, του ίδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σολωμονίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8893/02), ημερομηνίας 30/9/2008.
Αντ. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.
Αθ. Αθανασιάδου για Γεωργιάδη και Πελίδη, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η εφεσίβλητη διεκδίκησε εναντίον του εφεσείοντα την καταβολή ποσού εκ £46.228.75, πλέον τόκους και έξοδα, ως υπόλοιπο οφειλόμενο από συμφωνία χρηματοδότησης την οποία είχε συνάψει με τον εφεσείοντα, ημερομηνίας 23.8.1999, για σκοπούς επενδύσεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Δε θα παραθέσουμε εδώ περισσότερες λεπτομέρειες των όρων και παράπλευρων διευθετήσεων στις οποίες προέβηκαν οι διάδικοι, δεδομένου ότι ακριβώς οι ίδιες συμφωνίες και διευθετήσεις έγιναν κατά τα τελευταία έτη μέχρι και πολύ πρόσφατα, αντικείμενο λεπτομερούς ενασχόλησης σε άλλες αποφάσεις του Εφετείου, στις οποίες και θα παραπέμψουμε.
Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο οποίος επιλήφθηκε και εκδίκασε την αγωγή, με εκτενή απόφασή του αποτελούμενη από 141 σελίδες, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης ως η απαίτησή της, ενώ απέρριψε την Ανταπαίτηση την οποία είχε προωθήσει ο εφεσείων, με την οποία διεκδικούσε ποικίλες θεραπείες που καθάπτονταν της νομιμότητας ή εγκυρότητας των μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντων, ακύρωσή τους και καταβολή αποζημιώσεων και/ή επιστροφή χρημάτων προς αυτόν από την αξία ενεχυριασθεισών μετοχών που πωλήθηκαν από την εφεσίβλητη και κατανεμήθηκαν έναντι του υπολοίπου του λογαριασμού του.
Προσβάλλοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ο εφεσείων πρόβαλε συνολικά 32 λόγους έφεσης. Με την έναρξη όμως της ακρόασης στην Έφεση ενώπιόν μας, ο συνήγορός του προχώρησε στην απόσυρση 12 λόγων έφεσης, επειδή, όπως δήλωσε, έχουν πρόσφατα εκδοθεί αποφάσεις του Εφετείου με τις οποίες τα θέματα που οι λόγοι αυτοί πραγματεύονται, έχουν αποφασισθεί.
Οι αποσυρθέντες λόγοι έφεσης είναι οι υπ' αριθμόν 8, 9, 10, 14, 18, 19, 24, 27, 29, 30, 31 και 32. Παρέμειναν, επομένως, και προωθήθηκαν κατ' έφεση 20 λόγοι έφεσης, αυτοί με αριθμό 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 11, 12, 13, 15, 16, 17, 20, 21, 22, 23, 25, 26 και 28.
Λόγος έφεσης αρ. 1.
Όπως αναφέρεται στο αιτιολογικό του πρώτου τούτου λόγου έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, όλως εσφαλμένως και κατά παράβαση των εχέγγυων αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, αναπαρήγαγε το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσίβλητης - ενάγουσας στο κείμενο της δικαστικής απόφασης, μη απονέμοντας έτσι, δικαιοσύνη.
Όπως περαιτέρω υποστηρίζει ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έθεσε στη δικανική του κρίση και στο δικανικό του συλλογισμό τις θέσεις των διαδίκων, αλλά αναπαρήγαγε, χωρίς αιτιολογία, το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσίβλητης.
Σε σχέση με το λόγο τούτο έφεσης, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε να λεχθεί, ως πρώτη αντίδραση σε μια τέτοια θέση, ότι ο δικαστής, κάθε δικαστής ο οποίος είχε την ευκαιρία να ακούσει τη δοθείσα μαρτυρία, να την αξιολογήσει και να προβεί σε ευρήματα, μετά την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών, θα μπορούσε να υιοθετήσει τα γεγονότα όπως τα παρουσίασε η μια διάδικη πλευρά, καθώς και τους νομικούς ισχυρισμούς που αυτή επικαλέστηκε, χωρίς μια τέτοια προσέγγιση να συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Αυτή δε ακριβώς είναι η θέση της εφεσίβλητης την οποία και πρόβαλε ενώπιόν μας, αντικρούοντας το λόγο τούτο έφεσης.
Εγκύπτοντας όμως στα συγκεκριμένα και ιδιαίτερα περιστατικά που περιβάλλουν και στοιχειοθετούν το λόγο τούτο έφεσης σε σχέση με την εκκαλούμενη απόφαση, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η προαναφερθείσα πρώτη αντίδραση, σταδιακά υποχωρεί ενόψει της ακρότητας της εξεταζόμενης περίπτωσης. Και εξηγούμε:
Η δίκη στην πρωτόδικη διαδικασία υπήρξε μακρά. Η έναρξή της έγινε στις 5.3.2008 και η περάτωσή της στις 24.9.2008. Κατά την τελευταία δικάσιμο της 24.9.2008 παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο εκτενείς γραπτές αγορεύσεις των μερών. Η απόφαση κατά την ημερομηνία εκείνη επιφυλάχθηκε και εκδόθηκε μόλις 6 μέρες αργότερα, στις 30.9.2008, αποτελούμενη από 141 συνολικά σελίδες.
Υπό άλλες συνθήκες, το γεγονός της έκδοσης μιας τόσο εκτενούς απόφασης σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, θα ήταν μια ιδιαίτερα καλοδεχούμενη εξέλιξη. Παρά ταύτα, η σχεδόν απόλυτη ταυτοσημία μεταξύ του κειμένου της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης και του κειμένου της υποβληθείσας γραπτής αγόρευσης της εφεσίβλητης, δεν μπορεί παρά να προβληματίσει σοβαρά.
Τόσο στην παράθεση του ιστορικού και άλλων γεγονότων, όσο και στην παράθεση των νομικών θεμάτων που εγείρονται, στη σειρά με την οποία αυτά εγείρονται, στην παράθεση της δοθείσας μαρτυρίας και στο σχολιασμό της, μέχρι και στην αξιολόγηση της επιμέρους μαρτυρίας των μαρτύρων, παρατηρείται πλήρης ταύτιση του λεκτικού του κειμένου της Απόφασης αφενός και της αγόρευσης αφετέρου. Πιο συγκεκριμένα, από την αγόρευση της εφεσίβλητης μεταφέρθηκε στην Απόφαση ολόκληρο το κείμενό της, πλην 8 περίπου παραγράφων και στο κείμενο της εξ 141 σελίδων της Απόφασης προστέθηκαν μόνο 4 παράγραφοι, οι οποίες δεν περιλαμβάνονταν στην Αγόρευση.
Καμιά αναφορά δεν φαίνεται να γίνεται μέσα στην εκκαλούμενη Απόφαση ως προς το οφθαλμοφανές γεγονός της ουσιαστικής ταύτισης του κειμένου της με το κείμενο της αγόρευσης ούτε και δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση γιατί υιοθετήθηκε πλήρως αυτή η αγόρευση. Δεν αναφέρεται καν στην Απόφαση ότι το χρησιμοποιηθέν κείμενό της προέρχεται από την Αγόρευση της εφεσίβλητης, το οποίο υιοθετείται, αλλά το κείμενο της απόφασης παρουσιάζεται ως αυθεντικά προερχόμενο και εκπηγάζον από το Δικαστήριο.
Παίρνουμε για παράδειγμα τη φρασεολογία η οποία χρησιμοποιήθηκε στην Απόφαση για να χαρακτηρίσει και απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα-εναγομένου και μάρτυρα του, που είναι ταυτόσημη αυτολεξεί προς εκείνη που προβαλλόταν στην Αγόρευση. Αυτή έστω η ταυτόσημη φρασεολογία δεν παρατίθεται ως αξιολόγηση της εφεσίβλητης την οποία ασπάζεται και υιοθετεί το Δικαστήριο, αλλά παρουσιάζεται ως άσκηση κρίσης και αξιολόγηση από το ίδιο το Δικαστήριο. Το ίδιο δε ακριβώς παρατηρείται και σε σχέση με άλλα θέματα, με όλα τα θέματα που ηγέρθηκαν και έτυχαν πραγμάτευσης στην Αγόρευση της εφεσίβλητης. Δε θα παραθέσουμε άλλα παραδείγματα, αφού αναφερόμαστε σε ολόκληρο σχεδόν το κείμενο της δικαστικής Απόφασης.
Υπ' αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί παρά εύλογα να δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο ασκήθηκε και μάλιστα επί όλων των πολυάριθμων ζητημάτων που ηγέρθηκαν κατά τη δίκη, η αναγκαία ανεξάρτητη δικαστική κρίση. Το ενδεχόμενο αβασάνιστης υιοθέτησης κρίσης προερχόμενης από τη μια μόνο των εμπλεκόμενων πλευρών, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Και τα απαραίτητα εχέγγυα αμεροληψίας και δίκαιης δίκης με την εξέταση και των θέσεων της άλλης πλευράς δεν φαίνονται ότι έχουν διασφαλιστεί.
Με αυτό ως δεδομένο, ο πρώτος τούτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και ασφαλώς, εκ της φύσεώς του, θα πρέπει να οδηγήσει σε παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και επανεκδίκαση, χωρίς να εξετασθούν οποιοιδήποτε άλλοι λόγοι έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της αγωγής ενώπιον άλλου Προέδρου, του ίδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Τα έξοδα της έφεσης ακολουθώντας το αποτέλεσμα επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ενώ τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να είναι έξοδα αγωγής κατά την επανεκδίκαση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.