ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 989
22 Μαΐου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΣΤΥΛΛΗ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2009)
Δίκαιο της Επιείκειας ― Κανόνας του κωλύματος (estoppel) ― Κώλυμα εκ δηλώσεως σε έγγραφο (estoppel by deed) ― Αποτελεί κανόνα απόδειξης ο οποίος θεμελιώνεται με βάση την αρχή ότι σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως ως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούει.
Δίκαιο της Επιείκειας ― Κανόνας του κωλύματος (estoppel) ― Κώλυμα εκ δηλώσεως σε έγγραφο (estoppel by deed) ― Όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά ― Το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του.
Απόδειξη ― Μαρτυρία περί εγγράφου ― Ο κανόνας ότι δεν επιτρέπεται η αποδοχή μαρτυρίας που αντικρούει ή τροποποιεί τους όρους εγγράφου, αναπτύχθηκε για να προσδώσει βεβαιότητα στις καθημερινές συναλλαγές.
Ο εφεσείων ο οποίος εργοδοτείτο κατά τον ουσιώδη χρόνο από τους εφεσίβλητους είχε καταχωρήσει αγωγή εναντίον των τελευταίων, διεκδικώντας αποζημιώσεις με αφορμή δημοσίευμα σε καθημερινή εφημερίδα όπου οι εφεσίβλητοι του απέδιδαν συγκεκριμένες ενέργειες.
Σε μεταγενέστερο χρόνο, ο εφεσείων αποχώρησε από την εργοδότηση των εφεσιβλήτων ως πλεονάζον προσωπικό αφού του καταβλήθηκε από τους εφεσίβλητους χαριστική αποζημίωση.
Προς τούτο, ο εφεσείων υπέγραψε έγγραφα απαλλαγής με τα οποία προέβη σε συγκεκριμένες δηλώσεις αποποίησης απαιτήσεων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε κατά πόσο ο εφεσείων δεσμευόταν από το περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων, απέρριψε την ως άνω αγωγή κρίνοντας ότι εμποδιζόταν στην προώθηση της, λόγω κωλύματος εκ δηλώσεως σε έγγραφο (estoppel by deed).
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Εσφαλμένα εκρίθη ότι ο εφεσείων εμποδιζόταν ή κωλυόταν να προωθήσει την αγωγή του, αφού το λεκτικό των συγκεκριμένων εγγράφων ήταν ρητό και ο ίδιος δεν είχε απεμπολήσει οποιαδήποτε δικαιώματα εναντίον των εφεσιβλήτων. Τα συγκεκριμένα έγγραφα είχαν σχέση μόνο με την αποζημίωση την οποία εδικαιούτο λόγω της απόλυσής του.
β) Εσφαλμένα δεν ελήφθη υπ' όψιν ότι σε μερικά άλλα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως Τεκμήρια, ο εφεσείων είχε αναγράψει τη φράση «άνευ βλάβης των δικαιωμάτων».
γ) Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής θα εδικαιούτο σε αποζημίωση ύψους €3.500.
δ) Η καθυστέρηση των οκτώ μηνών στην έκδοση της απόφασης, παραβίαζε τις πρόνοιες του Άρθρου 30 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η υπογραφείσα δήλωση ήταν τόσο σαφής που δεν άφηνε οποιαδήποτε περιθώρια αμφισβήτησής της. Υπογράφηκε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη εκ μέρους του εφεσείοντα, σε αντίθεση με άλλα έγγραφα απαλλαγής που υπέγραψε. Ο εφεσείων κωλυόταν να προωθήσει τη διαδικασία, αφού είχε απεμπολήσει ή παραιτηθεί οποιουδήποτε δικαιώματος σε προώθησή της.
2. Γεγονός παρέμενε η υπογραφή της δήλωσης απαλλαγής ως αναφερόταν «σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία, υπόθεση ή οτιδήποτε πράγμα, μέχρι και συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας του παρόντος».
3. Οι ισχυρισμοί του ότι τα έγγραφα απαλλαγής που υπογράφηκαν, αφορούσαν μόνο την πρόωρη αφυπηρέτησή του και το Ταμείο Προνοίας, δεν υποστηριζόταν και ουδόλως εύρισκε έρεισμα στο λεκτικό των υπό εξέταση εγγράφων. Αντίθετα, γινόταν σαφής αναφορά σε οποιαδήποτε διαφορά οποιασδήποτε φύσης, καθώς και σε δικαστικές ή άλλες διαδικασίες, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη δικαιωμάτων.
4. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι λόγω της καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης υπήρξε εκτροπή στην κατανόηση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, αφού το δικαστήριο απλώς ερμηνεύοντας το συγκεκριμένο έγγραφο κατέληξε στην ύπαρξη κωλύματος.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κυριακίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 11269/02), ημερομηνίας 30/12/2009.
Δ. Αμερικάνου (κα) για Στ. Αμερικάνο, για τον Εφεσείοντα.
Κλ. Πολυβίου-Κραμβή (κα) για Χρυσαφίνη και Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν εργοδοτούμενος των εφεσιβλήτων. Οι εφεσίβλητοι δημοσίευσαν στην εφημερίδα «Πολίτης» ημερομηνίας 7.10.2002, απάντηση σε δημοσίευμα, στο οποίο ο εφεσείων φερόταν ότι προέβαινε σε καταγγελίες για παρατυπίες στην πώληση και αγορά αεροσκαφών από το διοικητικό συμβούλιο των εφεσιβλήτων. Στο δημοσίευμα των εφεσιβλήτων αποδίδονταν στον εφεσείοντα ιδιοτελή κίνητρα και εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών, ενώ αναφερόταν ότι ο εφεσείων στο παρελθόν δεν είχε διστάσει να καταφύγει και στη μέθοδο του εκβιασμού για να πετύχει τους στόχους του.
Ο εφεσείων με βάση το πιο πάνω δημοσίευμα καταχώρησε αγωγή διεκδικώντας αποζημιώσεις. Εν τω μεταξύ, το 2005, ο εφεσείων αποχώρησε από την εργοδότηση των εφεσιβλήτων ως πλεονάζον προσωπικό και ύστερα από την καταβολή χαριστικής αποζημίωσης από τους εφεσίβλητους.
Στις 19.5.2005 ο εφεσείων υπέγραψε έγγραφα απαλλαγής με τα οποία αποδέχεται τα ακόλουθα:
«(γ) Επιπρόσθετα ο Υπάλληλος δηλώνει ότι μετά από την πιο πάνω αναφερόμενη πληρωμή του ποσού των (Λ.Κ. 19.811) και ποσού Λ.Κ. 5.540 η Εταιρεία αποδεσμεύεται και απαλλάσσεται τελεσίδικα από οποιαδήποτε χρηματικά ποσά, και/ή αγωγές, και/ή δικαστικές και/ή άλλες διαδικασίες και/ή διεκδικήσεις οποιασδήποτε φύσης και/ή μορφής που ο Υπάλληλος είχε, τώρα έχει ή δυνατό να είχε κατά οποιοδήποτε χρόνο προηγουμένως, εναντίον της Εταιρείας για και/ή λόγω και/ή σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία, υπόθεση ή οτιδήποτε πράγμα, μέχρι και συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας του παρόντος.».
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε κατά πόσο ο εφεσείων δεσμευόταν από το περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων, απέρριψε την αγωγή. Κατέληξε ότι εμποδίζεται λόγω κωλύματος εκ δηλώσεως σε έγγραφο (estoppel by deed). Το κώλυμα εκ δηλώσεως είναι κανόνας απόδειξης ο οποίος θεμελιώνεται με βάση την αρχή ότι σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως ως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούει.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι εμποδίζεται ή κωλύεται να προωθήσει την αγωγή του, αφού το λεκτικό των συγκεκριμένων εγγράφων ήταν ρητό και ο ίδιος δεν είχε απεμπολήσει οποιαδήποτε δικαιώματα εναντίον των εφεσιβλήτων. Ισχυρίζεται ακόμα ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα είχαν σχέση μόνο με την αποζημίωση την οποία εδικαιούτο λόγω της απόλυσής του, ενώ εσφαλμένα δεν ελήφθη υπ' όψιν ότι σε μερικά άλλα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 11Α, Β και Γ, είχε αναγράψει τη φράση «άνευ βλάβης των δικαιωμάτων». Περαιτέρω σχολιάζει το γεγονός ότι αφ' ης στιγμής το δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη, εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του δεν αφορούσαν μόνο την αφυπηρέτηση. Ο εφεσείων υπογραμμίζει ότι τα ίδια έγγραφα υπογράφηκαν από όλους τους συναδέλφους του οι οποίοι απολύθηκαν την ίδια περίοδο ως πλεονάζον προσωπικό. Τα υπέγραψε, αφού θεώρησε ότι η απαλλαγή αφορούσε τον τερματισμό των υπηρεσιών του λόγω πλεονασμού, χωρίς να τα συνδέσει με οτιδήποτε άλλο πλην της απόλυσής του, πολύ δε μάλιστα με την παρούσα αγωγή.
Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα Τεκμήρια 11Α, 11Β και 11Γ αναφέρονται στην καταβολή προς τον εφεσείοντα χρηματικών ποσών από το Ταμείο Προνοίας.
Ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Το συγκεκριμένο έγγραφο επί του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε για να καταλήξει σε συμπέρασμα κωλύματος εκ δηλώσεως, έχει υπογραφεί από τον εφεσείοντα και φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της καταχώρησης της αγωγής που αποτελεί τη βάση της παρούσας διαδικασίας.
Το λεκτικό του εγγράφου είναι σαφές και αναφέρεται σε απαλλαγή και τελεσίδικη αποδέσμευση των εφεσιβλήτων από οποιαδήποτε χρηματικά ποσά ή αγωγές ή δικαστικές ή άλλες διαδικασίες και διεκδικήσεις οποιασδήποτε φύσης, που ο εφεσείων είχε ή δυνατόν να είχε σε οποιονδήποτε χρόνο προηγουμένως, εναντίον της εταιρείας και λόγω ή σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία ή υπόθεση, μέχρι και της ημερομηνίας του εγγράφου.
Θεωρούμε ότι η υπογραφείσα δήλωση είναι τόσο σαφής που δεν αφήνει οποιαδήποτε περιθώρια αμφισβήτησής της. Υπογράφηκε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη εκ μέρους του εφεσείοντα, σε αντίθεση με τα έγγραφα απαλλαγής που υπέγραψε στις 28.4.2005. Έτσι ο εφεσείων κωλύεται να προωθήσει την παρούσα διαδικασία, αφού έχει απεμπολήσει ή έχει παραιτηθεί οποιουδήποτε δικαιώματος σε προώθησή της.
Όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά. Όπως έχει προσφυώς αναφερθεί στην αγγλική υπόθεση Gallie v. Lee [1971] A.C. 1004, το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του.
Ο κανόνας του νόμου της απόδειξης ότι δεν επιτρέπεται η αποδοχή μαρτυρίας που αντικρούει ή τροποποιεί τους όρους εγγράφου, αναπτύχθηκε για να προσδώσει βεβαιότητα στις καθημερινές συναλλαγές (Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182).
Το όλο θέμα δεν έχει σχέση με την αξιοπιστία του εφεσείοντα, αλλά με την αδυναμία του να προωθήσει την αγωγή του λόγω κωλύματος. Δεν ενδιαφέρουν οι προθέσεις του, ούτε και οι συλλογισμοί που ακολούθησε πριν υπογράψει. Γεγονός παραμένει η υπογραφή της δήλωσης απαλλαγής «σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία, υπόθεση ή οτιδήποτε πράγμα, μέχρι και συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας του παρόντος».
Ο εφεσείων έφερε το βάρος απόδειξης ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα δεν τον δεσμεύουν και δεν αφορούσαν την παρούσα αγωγή, αφού δημιουργείται τεκμήριο δέσμευσης το οποίο θα έπρεπε να είχε ανατρέψει. Οι ισχυρισμοί του ότι τα έγγραφα απαλλαγής που υπογράφηκαν, αφορούσαν μόνο την πρόωρη αφυπηρέτησή του και το Ταμείο Προνοίας, δεν υποστηρίζεται και ουδόλως βρίσκει έρεισμα στο λεκτικό των υπό εξέταση εγγράφων. Αντίθετα, γίνεται σαφής αναφορά σε οποιαδήποτε διαφορά οποιασδήποτε φύσης, καθώς και σε δικαστικές ή άλλες διαδικασίες, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη δικαιωμάτων.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής θα εδικαιούτο σε αποζημίωση ύψους €3.500. Εν όψει της πιο πάνω κατάληξής μας ότι ο εφεσείων κωλύεται να προωθήσει την αγωγή του, αυτός ο λόγος έφεσης παραμένει άνευ αντικειμένου και γι' αυτό απορρίπτεται.
Τέλος, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η καθυστέρηση των οκτώ μηνών στην έκδοση της απόφασης, παραβιάζει τις πρόνοιες του Άρθρου 30 του Συντάγματος. Υποστηρίζει ότι λόγω της καθυστέρησης υπήρξε εκτροπή στη σύλληψη, κατανόηση και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, με αποτέλεσμα το δικαστήριο, λόγω της καθυστέρησης, να προβεί σε λανθασμένες εκτιμήσεις πάνω σε συγκεκριμένα θέματα και δη στην αξιολόγηση των Τεκμηρίων 11Α-Γ και 14.
Και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Το όλο σκεπτικό του δικαστηρίου βασίστηκε στην ερμηνεία νομικών θέσεων και όχι τόσο στην αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας. Δεν συμφωνούμε ότι λόγω της καθυστέρησης υπήρξε εκτροπή στην κατανόηση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, αφού το δικαστήριο απλώς ερμηνεύοντας το συγκεκριμένο έγγραφο κατέληξε στην ύπαρξη κωλύματος.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.