ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 567
29 Μαρτίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ
ΝΟΜΟ 97/70
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ
ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ (ΑΡ. 2) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ
ΤΟΥ VICTOR NICOLAEVICH MAKUSHIN,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 370/2011)
Φυγόδικοι ― Ο περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγόδικων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970 (Ν. 95/70) ― Ο περί Εκδόσεως Φυγόδικων Νόμος του 1970, (Ν. 97/70) ― Εφαρμοστέες αρχές ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση έκδοσης φυγόδικου που κρίθηκε ότι δεν αποκάλυπτε οποιαδήποτε επιλήψιμη συμπεριφορά η οποία να συνιστούσε ποινικό αδίκημα με βάση τον κυπριακό νόμο.
Φυγόδικοι ― Διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου ― Κριτήριο κατά την απόφαση έκδοσης φυγοδίκου είναι κατά πόσο η συμπεριφορά του φυγοδίκου, αν αυτή παρατηρηθεί στη χώρα από την οποία ζητείται η έκδοση, θα συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα με το νόμο της χώρας αυτής ― Ο χαρακτηρισμός των αδικημάτων στο αλλοδαπό ένταλμα σύλληψης δεν έχει καθοριστική σημασία ― Αυτό που απαιτείται είναι η πραγματική περιγραφή των πράξεων, των γεγονότων και γενικά της επιλήψιμης συμπεριφοράς ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αναγνωρίσεως τους ως ουσιωδώς παρόμοιων και στις δύο χώρες.
Φυγόδικοι ― Διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου ― Δεν χρειάζεται, ούτε είναι δυνατό να υπάρχει, σε πολλές περιπτώσεις, η ταύτιση των αδικημάτων στο ένταλμα και την εξουσιοδότηση ― Προφανώς λόγω των διαφορών μεταξύ του νομικού συστήματος κάθε χώρας ― Δεν πρέπει όμως να είναι άσχετα μεταξύ τους. Χρειάζεται η ομοιότητα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε σχετική αίτηση με την οποία ζητείτο η έκδοση στη Ρωσική Ομοσπονδία του εφεσίβλητου για να δικαστεί στη χώρα του για αδικήματα κλοπής, απάτης, συνωμοσίας. Ο εφεσίβλητος έφερε ένσταση στο αίτημα και έγινε δίκη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας μεταξύ άλλων τον κανόνα της διπλής ή αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας (double criminality rule) και κατόπιν ανάλυσης της μαρτυρίας που αφορούσε στο θέμα, κυρίως των τεκμηρίων, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η Έκθεση Γεγονότων, όπως ήταν διατυπωμένη στο έγγραφο που απέστειλε η Ρωσική Ομοσπονδία για την εδώ προώθηση του αιτήματος, δεν αποκάλυπτε οποιαδήποτε επιλήψιμη συμπεριφορά η οποία να συνιστούσε ποινικό αδίκημα με βάση τον κυπριακό νόμο, ιδιαίτερα αδίκημα κλοπής, απάτης, ή απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και αντέφεση από τον εφεσίβλητο.
Έφεση και αντέφεση είχαν ως κοινό παρανομαστή το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αυτό που προέκυπτε από την «Εκθεση Γεγονότων» και το «Resolution» ήταν ότι ο εφεσίβλητος, ενεργώντας βάσει σχεδίου και με τη βοήθεια συνεργατών του, πέτυχε με ψευδείς παραστάσεις τη σύναψη των προαναφερόμενων συμφωνιών δανείου από την παραπονούμενη τράπεζα για συγκεκριμένο δήθεν σκοπό που θα εξυπηρετούσε τις αναπτυξιακές και άλλες ανάγκες των εμπλεκομένων εταιρειών. Μετά το άνοιγμα των σχετικών πιστώσεων, ο εφεσίβλητος μετερχόμενος αθέμιτες μεθόδους και τεχνάσματα, πέτυχε με τρόπο ποινικώς επιλήψιμο να οικειοποιηθεί διά ίδιον όφελος χρήματα του δανείου αντί αυτά να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό για τον οποίο η τράπεζα χορήγησε το δάνειο. Ο εφεσίβλητος προωθώντας περαιτέρω το σχέδιο του προσπάθησε να καταστήσει μάταιη ή αδύνατη την αποπληρωμή του χρέους, πρώτα διά της αλλαγής των ονομάτων και διευθύνσεων των εμπλεκόμενων εταιρειών και στη συνέχεια διά της μεθοδευμένης χρεωκοπίας τους.
2. Αν η τέλεση των προαναφερόμενων πράξεων και ενεργειών του εφεσίβλητου γινόταν στην Κύπρο, θα μπορούσε με βάση το κυπριακό δίκαιο να θεωρηθεί ως ποινικώς επιλήψιμη συμπεριφορά και στη βάση των επιμέρους γεγονότων θα μπορούσε να στοιχειοθετηθούν κατηγορίες για σοβαρά ποινικά αδικήματα όπως τα αδικήματα της συνομωσίας προς καταδολίευση πιστωτή, απάτης, κλοπής, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.
3. Οι πράξεις και η εν γένει συμπεριφορά του εφεσίβλητου όπως περιγράφονταν στα έγγραφα που διαβίβασαν οι ρωσικές αρχές για σκοπούς έκδοσης αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων στη Ρωσία, δράστης των οποίων φερόταν ο εφεσίβλητος και τα οποία αντιστοίχως προβλέπονται και τιμωρούνται από το κυπριακό δίκαιο αν η διάπραξη τους γινόταν στην Κύπρο.
4. Οι ρωσικές αρχές δεν ήταν υποχρεωμένες δυνάμει του ρωσικού κώδικα ποινικής δικονομίας να διακόψουν την ποινική δίωξη έστω και αν η παραπονούμενη τράπεζα δεν επιθυμούσε την περαιτέρω δίωξη του. Η απόσυρση της καταγγελίας δεν συνιστά ουσιώδες στοιχείο για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Αν όντως η παραπονούμενη τράπεζα δεν επιθυμούσε την περαιτέρω δίωξη του εφεσίβλητου αυτό ήταν ζήτημα του οποίου η εξέταση επαφίετο αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των ρωσικών δικαστηρίων τα οποία αρμοδίως θα εξέταζαν τη σημασία και τις επιπτώσεις που ενδεχομένως ενείχε η επιθυμία της ρωσικής τράπεζας να διακοπεί η δίωξη του εφεσίβλητου σε συνάρτηση προς τις πρόνοιες του ρωσικού νόμου που διέπει το θέμα.
Στην αντέφεση:
1. Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα της ισχυριζόμενης ουσιώδους παρατυπίας που αφορούσε στην παράλειψη επισύναψης του εντάλματος σύλληψης στο αίτημα έκδοσης και αυτό δεν ευσταθούσε.
2. Τα επιμέρους θέματα που είχαν εγερθεί από πλευράς εφεσίβλητου σε σχέση με τα προαναφερόμενα έγγραφα κατά το στάδιο της έφεσης, δεν είχαν εγερθεί πρωτοδίκως με τον ίδιο τρόπο για να διαφαινόταν ξεκάθαρα ποια ήταν ακριβώς η αμφισβήτηση περί της μη συμμόρφωσης της αιτούσας χώρας με τις πρόνοιες του Άρθρου 12 του Νόμου.
3. Η εισήγηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο η δίωξη του εφεσίβλητου εμφορείτο από αλλότρια κίνητρα ή από κακοπιστία δεν ευσταθούσε.
Η έφεση επιτράπηκε.
Η αντέφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών ν. Golov (2001) 1 Α.Α.Δ. 1109,
Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228,
Δημοκρατία ν. Kolesnikov (2008) 1 Α.Α.Δ. 594.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παναγιώτου, Α.Ε.Δ.), (Αιτ. Φυγ. Αρ. 4/10), ημερομηνίας 7/9/2011.
Ε. Λοϊζίδου, για τη Δημοκρατία.
Γ. Γεωργίου και Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Ρωσική Ομοσπονδία ζήτησε την έκδοση του εφεσίβλητου Victor Nicolaevich Makushin για να δικαστεί στη χώρα του για αδικήματα κλοπής, απάτης, συνωμοσίας. Ο εφεσίβλητος έφερε ένσταση στο αίτημα και έγινε δίκη. Κατέθεσαν οι μάρτυρες που κάλεσε η κάθε πλευρά και παρουσιάστηκαν έγγραφα. Ο πρωτόδικος δικαστής αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία έκανε διαπιστώσεις και κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα. Η θέση της υπεράσπισης ότι η δίωξη του εφεσίβλητου από τις ρωσικές αρχές εμφορείται από αλλότρια κίνητρα, κυρίως πολιτικά, δεν έγινε δεκτή. Αβάσιμη κρίθηκε και η θέση της υπεράσπισης περί της πιθανότητας να μη τύχει δίκαιης δίκης ο εφεσίβλητος από τα δικαστήρια της χώρας του, αν εκδοθεί στις ρωσικές αρχές, λόγω αδυναμιών του δικαστικού συστήματος της χώρας να προστατεύει αποτελεσματικά τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών.
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, ο ευπαίδευτος δικαστής εξέτασε κατά πόσο πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις για έγκριση του αιτήματος έκδοσης και εξ αρχής διαπίστωσε την πραγματική συνδρομή των πιο κάτω προϋποθέσεων.
(α) Η Ρωσική Ομοσπονδία έχει προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδοσης Φυγοδίκων, η οποία μαζί με τα Πρωτόκολλα της ισχύει καθόσον αφορά τη Ρωσία από 9.3.2008.
(β) Η διαδικασία έκδοσης άρχισε με την εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 3.6.2010.
Ο πρωτόδικος δικαστής εξέτασε στη συνέχεια εισήγηση της υπεράσπισης ότι δεν πληρούνται κάποιες από τις τυπικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έγκριση του αιτήματος, όπως τις εξειδίκευσαν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του εφεσίβλητου. Η κατάληξη επί του προκειμένου είναι ότι πληρούνταν και αυτές οι τυπικές προϋποθέσεις. Τελευταίο, εξετάστηκε το θέμα τήρησης του κανόνα της διπλής ή αμφιτερόπλευρης εγκληματικότητας (double criminality rule) δηλαδή, κατά πόσο με βάση τα δεδομένα που αφορούν στην παρούσα υπόθεση μπορεί να τύχει εφαρμογής ο προαναφερόμενος κανόνας. Κατόπιν ανάλυσης της μαρτυρίας που αφορούσε στο θέμα, κυρίως των τεκμηρίων 11 και 17, ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα πως η Εκθεση Γεγονότων, όπως είναι διατυπωμένη στο έγγραφο (τεκμ. 17) που απέστειλε η Ρωσική Ομοσπονδία για την εδώ προώθηση του αιτήματος, δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε επιλήψιμη συμπεριφορά η οποία να συνιστά ποινικό αδίκημα με βάση τον κυπριακό νόμο, ιδιαίτερα αδίκημα κλοπής, απάτης, ή απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Διαπιστώθηκε ότι με βάση την «Εκθεση Γεγονότων», οι αποδιδόμενες στον εφεσίβλητο ψευδείς παραστάσεις δεν περιγράφονται πουθενά ούτε και αναφέρεται ποιος ήταν ο αποδέκτης τους. Ενόψει των πιο πάνω και κατ' εφαρμογή του κανόνα της διπλής ή αμφιτερόπλευρης εγκληματικότητας κρίθηκε πως δεν μπορούσε να διαταχθεί η έκδοση του εφεσίβλητου.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και αντέφεση από τον εφεσίβλητο. Εφεση και αντέφεση έχουν ως κοινό παρανομαστή το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Η κάθε πλευρά παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία και όπως συνήθως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, τα παράπονα περιορίζονται μόνο στη μαρτυρία που η κάθε πλευρά θεωρεί ευνοϊκή για τη δική της υπόθεση.
Η κεντρική θέση των εφεσειόντων είναι ότι ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχαν τεθεί επαρκή στοιχεία και γεγονότα στη βάση των οποίων δικαιολογείται διαφορετική απόφαση από την εκκαλούμενη σχετικά με την εφαρμογή του Κανόνα της διπλής εγκληματικότητας. Θεωρούν εσφαλμένη τη διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι η Εκθεση Γεγονότων (τεκμ. 17) και το Resolution (τεκμ. 11) είναι συνταγμένα με πολύ γενικό τρόπο ώστε να μην παρέχονται οι στοιχειώδεις λεπτομέρειες για την κατ' ισχυρισμό συνομωσία ούτε για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η κατ' ισχυρισμό κλοπή των χρημάτων της τράπεζας από τον εφεσίβλητο. Εσφαλμένη θεωρούν επίσης και τη διαπίστωση ότι η συμπεριφορά που καταγράφεται στα έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση έκδοσης δεν συνιστά κανένα ποινικό αδίκημα με βάση τον κυπριακό νόμο. Υποβάλλουν ακόμη ότι το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει στο εύρημα ότι δεν υπήρχε μαρτυρία αναφορικά με την εξαπάτηση της τράπεζας εσφαλμένα έλαβε υπόψη μαρτυρία που τέθηκε από το μάρτυρα υπεράσπισης Gladyshev, όσον αφορά τις αλλαγές των επωνυμιών και διευθύνσεων καθώς και την τύχη των αιτήσεων για πτώχευση. Ειδικά για το θέμα των αιτήσεων πτώχευσης των εγγυητριών εταιρειών, λέγουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την προσκομισθείσα από την υπεράσπιση μαρτυρία με αποτέλεσμα να καταγράφεται εσφαλμένα στη σελ. 39 της εκκαλούμενης απόφασης ότι δεν εγκρίθηκαν οι εν λόγω αιτήσεις πτώχευσης των εγγυητριών εταιρειών. Υποβάλλεται ακόμα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε (σελ. 38 της απόφασης) ότι «Δεν έχει αμφισβητηθεί κατά την ακροαματική διαδικασία ότι οι ετήσιες αλλαγές ονόματος και εγγεγραμμένου γραφείου είχαν εγκριθεί από Ρωσικό Δικαστήριο».
Ο τίτλος του εγγράφου το οποίο αναφέρεται ως «Resolution» (τεκμ. 11) είναι, «RESOLUTION concerning bringing to trial in the capacity of accused». Πρόκειται για την απόφαση του Ανακριτικού Τμήματος της Διεύθυνσης Κεντρικών Υποθέσεων της Μόσχας. Το εν λόγω έγγραφο όπως και η «Εκθεση Γεγονότων» (τεκμ. 17) αξιολογήθηκαν πρωτοδίκως ως ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας. Εξάλλου επί αυτών των στοιχείων στηρίχθηκε και η εξουσιοδότηση του Υπουργού για την έναρξη της διαδικασίας της έκδοσης. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, ο εφεσίβλητος μεταξύ Ιανουαρίου 2008 και Μαΐου 2009 κατείχε τη θέση του Προέδρου του συγκροτήματος εταιρειών MAIR. Ενώ κατείχε αυτή τη θέση, συνωμότησε με υφιστάμενους του, διευθυντές και υπαλλήλους των εταιρειών, να εξαπατήσουν βάσει σχεδίου την Joint Stock Commercial Savings Bank (OJSC). Υπό το πρόσχημα της τεχνικής αναβάθμισης, επέκτασης και εκσυγχρονισμού των υποδομών της μεταλλουργικής βιομηχανίας του συγκροτήματος των εταιρειών, πέτυχαν τη συνομολόγηση συμφωνιών δανείου μεταξύ της εταιρείας «ARZIL» OJSC και της προαναφερόμενης τράπεζας. Οι συμφωνίες προνοούσαν άνοιγμα πιστώσεων συνολικού ύψους 2 δισεκατομμυρίων ρουβλίων, περίπου 50 εκατομμυρίων ευρώ. Σύμφωνα με τα έγγραφα των ρωσικών αρχών το εν λόγω ποσό ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς για τους οποίους χορηγήθηκαν τα δάνεια. Τα χρήματα περιήλθαν δολίως στην κατοχή του εφεσίβλητου γεγονός το οποίο προκάλεσε ζημιά στην τράπεζα της τάξης των 50 εκατομμυρίων ευρώ. Κατά την τέλεση των αδικημάτων υπήρξε συνέργεια εταιρειών οι οποίες τελούσαν υπό τον έλεγχο του εφεσίβλητου. Οι εν λόγω εταιρείες εμφανίζονται ως εγγυητές των συμβατικών υποχρεώσεων που είχαν αναληφθεί έναντι της προαναφερόμενης τράπεζας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόμενο στο περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων, διαπίστωσε ότι αυτό δεν φωτίζει τις ουσιώδεις πτυχές της υπόθεσης. Οι αποδιδόμενες στον εκζητούμενο ψευδείς παραστάσεις δεν περιγράφονται πουθενά ούτε εξειδικεύονται αλλά ούτε και προσδιορίζεται ο αποδέκτης τους. Σχετικά με αυτή τη πτυχή, η δικηγόρος των εφεσειόντων υπέδειξε ότι αυτοί που παραπλανήθηκαν ήταν οι υπάλληλοι της τράπεζας οι οποίοι είχαν την ευθύνη για τη σύναψη των συμβάσεων δυνάμει των οποίων οι εγγυήτριες εταιρείες θα εγγυούνταν τα δάνεια που η τράπεζα θα χορηγούσε στον εφεσίβλητο και για την έγκριση των οποίων υπεύθυνοι ήταν οι εν λόγω υπάλληλοι.
Η θέση του εφεσίβλητου είναι ότι τα δικαιολογητικά που απέστειλαν οι ρωσικές αρχές ήταν εντέχνως συντεταγμένα με σκοπό να δημιουργήσουν σύγχυση και να παραπλανήσουν. Αν, κατά την εισήγηση, η «Εκθεση Γεγονότων» περιείχε μόνο τα αληθινά γεγονότα, θα αποκαλυπτόταν εύκολα το αβάσιμο της αίτησης. Εν ολίγοις, η θέση της υπεράσπισης πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση είναι ότι η «Εκθεση Γεγονότων» (τεκμ. 17) και τα λοιπά δικαιολογητικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έγκριση του αιτήματος. Τα στοιχεία που προκύπτουν μέσα από τα έγγραφα που έχουν αποσταλεί από την αιτούσα χώρα καταδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο ήτοι, το κακόπιστο της αίτησης και τα αλλότρια κίνητρα που υποκρύπτονται.
Το Άρθρο 12 του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν. 95/70) προνοεί,
«12(2) Προς υποστήριξιν της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή:
(α) το πρωτόκολλον ή επίσημον αντίγραφον, είτε εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως, είτε εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, εχούσης την αυτήν ισχύν, και εκδιδομένης κατά τας τύπους τους καθοριζομένους υπό της Νομοθεσίας του αιτούντος Μέρους.
(β) έκθεσις των πράξεων δι' ας ζητείται η έκδοσις, ο τόπος και χρόνος πράξεως, ο κατά Νόμον χαρακτηρισμός και οι παραπομπαί εις τας νομοθετικάς διατάξεις αίτινες έχουσιν εφαρμογήν και αίτινες δέον να εμφαίνωνται κατά το δυνατόν ακριβέστερον.
(γ) αντίγραφον των κατ' εφαρμογήν διατάξεων ή, εφ' όσον τούτο δεν καθίσταται εφικτόν, δήλωσις περί του εν εφαρμογή δικαίου, ως και ο κατά το δυνατόν ακριβέστερος χαρακτηρισμός του καταζητουμένου ατόμου και πάσα ετέρα πληροφορία δυναμένη να καθορίση την ταυτότητα και την εθνικότητα τούτου.»
Το Άρθρο 2 της Σύμβασης, καθιερώνει τον κανόνα της διπλής ή αμφιτερόπλευρης εγκληματικότητας (double criminality rule). Σύμφωνα με αυτό τον κανόνα, η έκδοση διατάσσεται για πράξεις οι οποίες ορίζονται και τιμωρούνται ως ποινικά αδικήματα τόσο από τους νόμους της αιτούσας χώρας όσο και από τους νόμους της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση. Το κριτήριο για την έκδοση φυγοδίκου είναι κατά πόσο η συμπεριφορά του φυγόδικου, όπως περιγράφεται στην Εκθεση Γεγονότων καθώς και στα όποια άλλα δικαιολογητικά έγγραφα κλπ, αναλόγως συνιστά παρόμοιο ποινικό αδίκημα με βάση τους νόμους της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση. Ο απλός χαρακτηρισμός των αδικημάτων στα έγγραφα της αιτούσας χώρας δεν έχει καθοριστική σημασία. Αυτό που απαιτείται είναι η πραγματική περιγραφή των πράξεων, των γεγονότων και γενικά της επιλήψιμης συμπεριφοράς ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αναγνωρίσεως τους ως ουσιωδώς παρόμοιων και στις δύο χώρες. Βλ. Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών ν. Golov (2001) 1 Α.Α.Δ. 1109, Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228 και Δημοκρατία ν. Kolesnikov (2008) 1 Α.Α.Δ. 594.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής σημειώνει στην εκκαλούμενη απόφαση ότι κατά την ακροαματική διαδικασία δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι οι αιτήσεις για αλλαγή του ονόματος της εταιρείας του εφεσίβλητου είχαν εγκριθεί από ρωσικό δικαστήριο ενώ οι αιτήσεις εκκαθάρισης απορρίφθηκαν μετά από ένσταση της φερόμενης ως παραπονούμενης τράπεζας. Στην εκκαλούμενη απόφαση αναφέρεται ακόμη ότι η επίκληση αδυναμίας πληρωμών μιας εταιρείας με την υποβολή αίτησης εκκαθάρισης, η οποία μάλιστα απορρίφθηκε από το δικαστήριο, δεν συνιστά στην Κυπριακή Δημοκρατία ποινικό αδίκημα, ιδιαίτερα αδίκημα κλοπής, απάτης ή απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, όπως εισηγήθηκε η συνήγορος για την αιτήτρια χώρα.
Έχουμε διεξέλθει την «Εκθεση Γεγονότων» (τεκμ. 17) και το «Resolution» (τεκμ. 11). Θεωρούμε ότι αυτό, που ως ουσία προκύπτει από το περιεχόμενο και των δύο εγγράφων, είναι ότι ο εφεσίβλητος, ενεργώντας βάσει σχεδίου και με τη βοήθεια συνεργατών του, πέτυχε με ψευδείς παραστάσεις τη σύναψη των προαναφερόμενων συμφωνιών δανείου από την παραπονούμενη τράπεζα για συγκεκριμένο δήθεν σκοπό που θα εξυπηρετούσε τις αναπτυξιακές και άλλες ανάγκες των εμπλεκομένων εταιρειών. Μετά το άνοιγμα των σχετικών πιστώσεων, ο εφεσίβλητος μετερχόμενος αθέμιτες μεθόδους και τεχνάσματα, πέτυχε με τρόπο ποινικώς επιλήψιμο να οικειοποιηθεί δι' ίδιον όφελος χρήματα του δανείου αντί αυτά να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό για τον οποίο η τράπεζα χορήγησε το δάνειο. Ο εφεσίβλητος προωθώντας περαιτέρω το σχέδιο του προσπάθησε να καταστήσει μάταιη ή αδύνατη την αποπληρωμή του χρέους, πρώτα διά της αλλαγής των ονομάτων και διευθύνσεων των εμπλεκόμενων εταιρειών και στη συνέχεια διά της μεθοδευμένης χρεωκοπίας τους. Αν η τέλεση των προαναφερόμενων πράξεων και ενεργειών του εφεσίβλητου γινόταν στην Κύπρο, έχουμε την άποψη πως με βάση το κυπριακό δίκαιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ποινικώς επιλήψιμη συμπεριφορά και στη βάση των επιμέρους γεγονότων θα μπορούσε να στοιχειοθετηθούν κατηγορίες για σοβαρά ποινικά αδικήματα όπως τα αδικήματα της συνομωσίας προς καταδολίευση πιστωτή, απάτης, κλοπής, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κλπ.
Στη Mechanov (αρ. 2) (ανωτέρω) ο Νικήτας, Δ. αναφέρει:
«Η υπόθεση Hatchem επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι ο προσδιορισμός των αδικημάτων στο αλλοδαπό ένταλμα δεν έχει καθοριστικές συνέπειες. Δεν χρειάζεται, ούτε είναι δυνατό να υπάρχει, σε πολλές περιπτώσεις, η ταύτιση των αδικημάτων στο ένταλμα και την εξουσιοδότηση. Προφανώς λόγω των διαφορών μεταξύ του νομικού συστήματος κάθε χώρας. Δεν πρέπει όμως να είναι άσχετα μεταξύ τους. Χρειάζεται η ομοιότητα. Η Υπόθεση Golov αποτελεί παράδειγμα λανθασμένης αντιμετώπισης, που στηρίχθηκε σε τυπικά κριτήρια. Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου διέταξε την απόλυση φυγόδικου με habeas corpus, αφού έκρινε ότι η κατηγορία της κλοπής δεν περιλαμβάνεται στο ένταλμα, που περιλάμβανε μόνο αδικήματα πλαστογραφίας, συνωμοσίας προς καταδολίευση, απάτης, κλεπταποδοχής και παραβίασης της ιδιωτικής ζωής. Η Ολομέλεια, ακολουθώντας την προγενέστερη νομολογία της, επέτρεψε την έφεση, αποφαινόμενη στην ουσία ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να προσκολλάται στα εξωτερικά γνωρίσματα των αδικημάτων.»
Από πλευράς υπεράσπισης προβλήθηκε ισχυρισμός ότι ο εφεσίβλητος ενώ βρισκόταν υπό κράτηση στις Κεντρικές Φυλακές της Κύπρου, μεταβίβασε το 77% της επιχείρησης του στην Τράπεζα και ως αντάλλαγμα η Τράπεζα απέσυρε την καταγγελία της. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Υ. Sakwa (βλ. τεκμ. 23) οι ρωσικές αρχές δεν είναι υποχρεωμένες δυνάμει του ρωσικού κώδικα ποινικής δικονομίας να διακόψουν την ποινική δίωξη έστω και αν η παραπονούμενη τράπεζα δεν επιθυμεί την περαιτέρω δίωξη του. Η πιο πάνω μαρτυρία κρίθηκε αξιόπιστη και θεωρούμε πως δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για διαφοροποίηση της εν λόγω διαπίστωσης. Εχουμε επομένως την άποψη πως η απόσυρση της καταγγελίας δεν συνιστά ουσιώδες στοιχείο για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Αν όντως η παραπονούμενη τράπεζα δεν επιθυμεί την περαιτέρω δίωξη του εφεσίβλητου αυτό είναι ζήτημα του οποίου η εξέταση επαφίεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των ρωσικών δικαστηρίων τα οποία αρμοδίως θα εξετάσουν τη σημασία και τις επιπτώσεις που ενδεχομένως ενέχει η επιθυμία της ρωσικής τράπεζας να διακοπεί η δίωξη του εφεσίβλητου σε συνάρτηση προς τις πρόνοιες του ρωσικού νόμου που διέπει το θέμα.
Καταλήγοντας, αποφαινόμαστε ότι οι πράξεις και η εν γένει συμπεριφορά του εφεσίβλητου όπως περιγράφονται στα έγγραφα που διαβίβασαν οι ρωσικές αρχές για σκοπούς έκδοσης αποκαλύπτουν εκ πρώτης όψεως τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων στη Ρωσία, δράστης των οποίων φέρεται ο εφεσίβλητος και τα οποία αντιστοίχως προβλέπονται και τιμωρούνται από το κυπριακό δίκαιο αν η διάπραξη τους γινόταν στην Κύπρο.
Η αντέφεση
Με δύο λόγους αντέφεσης ο εφεσίβλητος υποβάλλει πως η πρωτόδικη απόφαση χρήζει τροποποίησης. Παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάσισε κατά πόσο συνέτρεχαν και/ή πληρούνταν όλες οι επιτακτικές προϋποθέσεις του Άρθρου 12 του Νόμου ούτε αποφάσισε κατά πόσο η δίωξη του από τη Ρωσική Ομοσπονδία είναι κακόπιστη ως εμφορούμενη από αλλότρια κίνητρα και ότι εν πάση περιπτώσει, όλα όσα έγιναν δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Η εισήγηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με ουσιώδη παρατυπία που αφορά στην παράλειψη επισύναψης του εντάλματος σύλληψης στο αίτημα έκδοσης δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα και μάλιστα διαπίστωσε ότι το έγγραφο τεκμ. 10 που είχε επισυναφθεί, αποτελούσε αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από ρωσικό δικαστήριο εναντίον του εφεσίβλητου αναφορικά με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και για τις οποίες ζητείται η έκδοση του στη Ρωσική Ομοσπονδία. Το πρωτόδικο δικαστήριο εκτιμώντας συνολικά τα έγγραφα που είχαν κατατεθεί προς υποστήριξη του αιτήματος θεώρησε πως ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις του Νόμου. Ανάμεσα στα έγγραφα που κατατέθηκαν ήταν το έγγραφο τεκμήριο 10 και το έγγραφο τεκμήριο 14. Το περιεχόμενο και των δύο εγγράφων καταδεικνύει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι εναντίον του εφεσίβλητου ασκήθηκε ποινική δίωξη από τις ρωσικές αρχές αναφορικά με τη διάπραξη των προαναφερόμενων σοβαρών αδικημάτων. Οι τίτλοι που φέρουν τα εν λόγω έγγραφα θεωρούμε πως δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Η ερμηνεία της σημασίας των εν λόγω εγγράφων επαφίεται στα ρωσικά δικαστήρια. Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι τα επιμέρους θέματα που έχουν εγερθεί από πλευράς εφεσίβλητου σε σχέση με τα προαναφερόμενα έγγραφα κατά το στάδιο της έφεσης δεν είχαν εγερθεί πρωτοδίκως με τον ίδιο τρόπο για να διαφανεί ξεκάθαρα ποια ήταν ακριβώς η αμφισβήτηση περί της μη συμμόρφωσης της αιτούσας χώρας με τις πρόνοιες του Άρθρου 12 του Νόμου.
Η εισήγηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο η δίωξη του εφεσίβλητου εμφορείται από αλλότρια κίνητρα ή από κακοπιστία δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε και με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης και αυτό φαίνεται από τα σχετικά σχόλια και παρατηρήσεις στη σελίδα 34 της πρωτόδικης απόφασης.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η έκδοση του εφεσίβλητου στη Ρωσική Ομοσπονδία για να δικαστεί από τα δικαστήρια της χώρας του σχετικά με τα προαναφερόμενα ποινικά αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η έκδοσή του.
Η αντέφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και σε βάρος του εφεσίβλητου. Για την αντέφεση δεν επιδικάζονται έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται.
Η αντέφεση απορρίπτεται.