ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 55/2009)
(Υπόθεση Αρ. 334/2007)
23 Φεβρουαρίου 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΑΒΒΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων,
- ΚΑΙ -
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητου.
-------------------------------
Ν. Νικολαΐδου (κα) για Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κουντουρή (κα) με Στ. Μαξιούτη (κα), για τους Εφεσίβλητους.
---------------------------------
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση
του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων παραπονείται ως προς την απόρριψη πρωτοδίκως της προσφυγής του εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων (εφεξής «το ΕΤΕΚ»), με την οποία απερρίφθη η αίτηση του για εγγραφή στον Κλάδο Πολιτικής Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Μηχανικής Τοπίου.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων υπέβαλε αρχικά αίτηση στο ΕΤΕΚ στις 25.1.2002 για εγγραφή του στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ, ως ανωτέρω, αλλά αυτή απερρίφθη για το λόγο ότι δεν κατείχε τα υπό του Νόμου απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα εφόσον το πτυχίο του δεν είχε αναγνωριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο. Με νέο αίτημα του ημερ. 24.4.2002, ζητήθηκε η επανεξέταση της αίτησης εγγραφής, αλλά και πάλι έτυχε απορριπτικής απάντησης. Ο εφεσείων επανήλθε με νέα επιστολή ημερ. 3.3.2005, ζητώντας από το ΕΤΕΚ τον καθορισμό των συγκεκριμένων μαθημάτων που θα έπρεπε να παρακολουθήσει στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, ώστε να καταστεί δυνατή η εγγραφή του στο σχετικό μητρώο. Το ΕΤΕΚ με επιστολή του ημερ. 2.6.2005, ενημέρωσε τον εφεσείοντα ότι αυτός θα έπρεπε να παρακολουθήσει επτά συνολικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, αλλά και πάλι ο εφεσείων με επιστολή του ημερ. 9.11.2005, ζήτησε επανεξέταση της αίτησης. Εν τέλει το ΕΤΕΚ με επιστολή του ημερ. 21.12.2006 και αφού προηγουμένως υποεπιτροπή του είχε προσωπική συνάντηση με τον εφεσείοντα, τον ενημέρωσε ότι μπορούσε να παρακολουθήσει κατά την επιλογή του τέσσερα μαθήματα από κατάλογο επτά μαθημάτων, προς εγγραφή του στο σχετικό μητρώο. Και πάλι όμως ο εφεσείων μη ικανοποιηθείς, απέστειλε νέα επιστολή στο ΕΤΕΚ ημερ. 3.1.2007, προβάλλοντας μεταξύ διαφόρων άλλων ισχυρισμών και το αναιτιολόγητο της κρίσης του ΕΤΕΚ, το οποίο και απάντησε συναφώς με επιστολή του ημερ. 18.1.2007.
Ο εφεσείων πρωτοδίκως προσέβαλε την απόφαση του ΕΤΕΚ ημερ. 6.12.2006, όπως αυτή του κοινοποιήθηκε με τις επιστολές ημερ. 21.12.2006 και 18.1.2007, με τις οποίες το αίτημα του για εγγραφή στο Μητρώο Μελών είχε απορριφθεί. Το ΕΤΕΚ ήγειρε τέσσερεις προδικαστικές ενστάσεις, δύο εκ των οποίων στην πορεία απεσύρθησαν, οι δε άλλες δύο, ότι ο εφεσείων στερείτο εννόμου συμφέροντος διότι ελεύθερα και ανεπιφύλακτα συναίνεσε στον καθορισμό παρακολούθησης μαθημάτων και ότι εν πάση περιπτώσει η προσβαλλόμενη πράξη ήταν πληροφοριακού περιεχομένου, απερρίφθησαν.
Επί της ουσίας, όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας ότι η απόφαση λήφθηκε από αρμόδιο όργανο, δηλαδή, από το ΕΤΕΚ και όχι το ΚΥΣΑΤΣ, όπως ισχυριζόταν ο εφεσείων. Αυτό, ενόψει του ότι η αρμοδιότητα για εγγραφή στο Μητρώο Μελών ανήκει αποκλειστικά στο ΕΤΕΚ και μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας για την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλου σπουδών είναι δυνατό το ΕΤΕΚ να απευθυνθεί για γνωμοδότηση στο ΚΥΣΑΤΣ. Μετέπειτα, θεωρήθηκε ως απόλυτα αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση και ως ληφθείσα, παρά την κάποια καθυστέρηση, εντός των νομολογιακών παραμέτρων και χωρίς εν πάση περιπτώσει να είχαν παραβιαστεί τα οποιαδήποτε συνταγματικά ή άλλα δικαιώματα του εφεσείοντος.
Απερρίφθη επίσης η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αντίθετη με το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος, ως προς το δικαίωμα της ελευθερίας άσκησης επαγγέλματος, εφόσον οι περιορισμοί που είχαν τεθεί με τον περί Επιστημονικού Επιμελητηρίου Νόμο αρ. 224/90, (εφεξής «ο Νόμος»), ενέπιπταν και συνήδαν απόλυτα με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος. Τέλος, ο ισχυρισμός του εφεσείοντος για παραβίαση της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ, δεν ευσταθούσε, τόσο διότι ο ισχυρισμός αυτός δεν τέθηκε καν ως λόγος ακύρωσης στην προσφυγή και εν πάση περιπτώσει δεν προσδιορίστηκε επαρκώς ο τρόπος παραβίασης της Οδηγίας, η οποία είχε ενσωματωθεί στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο αρ. 179(Ι)/2002.
Ο εφεσείων με πέντε λόγους επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης. Κατά τη διαδικασία της συζήτησης της έφεσης ενώπιον της Ολομέλειας, ο υπ΄ αρ. 2 λόγος έφεσης, περί μη αναγνώρισης του πτυχίου του εφεσείοντος από το Υπουργικό Συμβούλιο, εγκαταλείφθηκε και ορθά υπό το φως της επελθούσας με το Νόμο αρ. 221(Ι)/02 τροποποίησης, η οποία μεταβίβασε την εξουσία αναγνώρισης στο ίδιο το ΕΤΕΚ. Ταυτόχρονα, απερρίφθη η προσπάθεια εκ μέρους του ΕΤΕΚ να συζητηθεί στην Ολομέλεια η ορθότητα της απορριπτικής επί των προδικαστικών ενστάσεων απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενόψει του ότι δεν ασκήθηκε, ως έπρεπε, οποιαδήποτε αντέφεση επί του θέματος.
Κατά τη συζήτηση προέκυψε επίσης ζήτημα αναφορικά με το κατά πόσο το ΕΤΕΚ είχε διερευνήσει ή όφειλε να διερευνήσει με το ΚΥΣΑΤΣ, τη θέση του εφεσείοντος σε σχετική επιστολή προς το ΕΤΕΚ, ότι το πτυχίο του ήταν ήδη αναγνωρισμένο από το ΚΥΣΑΤΣ. Δόθηκε ο αναγκαίος χρόνος για εκατέρωθεν εξέταση του θέματος, αλλά διασαφηνίστηκε κατά τη νέα ακροαματική διαδικασία ότι το εκδοθέν πιστοποιητικό αναγνώρισης ισοτιμίας τίτλου σπουδών από το ΚΥΣΑΤΣ, αφορούσε σε χρόνο μεταγενέστερο της επιδίωξης του εφεσείοντος να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ. Όπως φαίνεται από το αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού που κατατέθηκε ενώπιον της Ολομέλειας, ο εφεσείων υπέβαλε την αίτηση του προς το ΚΥΣΑΤΣ εντός του 2007, το δε πιστοποιητικό φέρει ημερομηνία 4.5.2007.
Έπεται ότι ο πρώτος λόγος έφεσης που αφορά τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν είχε εντοπίσει την εκ μέρους του ΚΥΣΑΤΣ προηγηθείσα της αιτήσεως του εφεσείοντα, αναγνώριση της ισοτιμίας του τίτλου σπουδών, απώλεσε το πραγματικό του υπόβαθρο. Και εφόσον δεν προϋπήρχε τέτοιο πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ, ορθά και εντός των δικών του αρμοδιοτήτων το ΕΤΕΚ καθόρισε τις επιπλέον εξετάσεις στις οποίες ο εφεσείων όφειλε να επιτύχει προς εγγραφή του στο Μητρώο Μελών στον Κλάδο Πολιτικής Μηχανικής, που περιλαμβάνει και τη Μηχανική Τοπίου.
Το άρθρο 7(1) του Νόμου καθορίζει ότι το δικαίωμα εγγραφής στο Μητρώο Μελών τελεί υπό τη σαφή προϋπόθεση ότι ο αιτητής κατέχει πτυχίο, δίπλωμα Πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν σε οποιοδήποτε κλάδο της μηχανικής επιστήμης το οποίο είναι ταυτόχρονα αναγνωρισμένο από το ΕΤΕΚ. Δεν υπήρχε επομένως λόγος αναζήτησης γνωμοδότησης από το ΚΥΣΑΤΣ του τίτλου σπουδών του εφεσείοντος, εφόσον συμφώνως της επιφύλαξης της παρ. (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, μόνο στην περίπτωση ύπαρξης ή διατήρησης αμφιβολίας από το ΕΤΕΚ σε σχέση με την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλου σπουδών είναι δυνατή (και όχι υποχρεωτική), η αναζήτηση γνωμοδότησης από το ΚΥΣΑΤΣ. Η προσφυγή στο ΚΥΣΑΤΣ δυνατόν στο πλαίσιο των ιδιαιτέρων γεγονότων μιας υπόθεσης να καθίσταται επιβεβλημένη ως ενέργεια που εμπίπτει στη δέουσα έρευνα, (Πέτρος Α. Μίκαλλος ν. ΕΤΕΚ, υπόθ. αρ. 1464/09, ημερ. 31.5.2011), αλλά εδώ δεν παρίστατο τέτοια ανάγκη. Το ΕΤΕΚ δεν ήταν βεβαίως υπό το φως των προνοιών του άρθρου 7, αναρμόδιο να κρίνει τον τίτλο του εφεσείοντος για σκοπούς εγγραφής του στο Μητρώο Μελών. Ουδεμία λοιπόν κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του ΕΤΕΚ διαπιστώνεται, ως διατείνεται ο εφεσείων. Συναφώς δε, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη πράξη περιείχε επαρκή αιτιολογία, η οποία ήταν σαφής και δεν άφηνε αμφιβολίες ως προς τους λόγους που αυτή λήφθηκε, σύμφωνα με τις αρχές περί αιτιολογίας όπως κωδικοποιούνται με το άρθρο 28(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Αναδρομή στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης πιστοποιεί του λόγου το αληθές.
Ανεδαφικός κρίνεται και ο λόγος έφεσης περί αποστέρησης του δικαιώματος εργασίας ως αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 25 του Συντάγματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτός ο λόγος ακυρότητας είχε τεθεί με γενικότητα και αοριστία, χωρίς να συγκεκριμενοποιείται ο τρόπος παραβίασης του εν λόγω Άρθρου και το δικαίωμα ελευθερίας ασκήσεως του επαγγέλματος από τον εφεσείοντα. Εύστοχα το Δικαστήριο παρέπεμψε στις Οικονόμου ν. ΕΤΕΚ (2002) 3 Α.Α.Δ. 676 και Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671, στις οποίες επαναβεβαιώθηκε η αρχή ότι θέματα συνταγματικότητας όχι μόνο πρέπει να εγείρονται στην αίτηση ακυρώσεως, αλλά και να εξειδικεύονται με την αναγκαία επάρκεια, (δέστε και Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655).
Εδώ, παρόλο που ο λόγος ηγέρθηκε στην αίτηση ακυρώσεως, αυτό έγινε μόνο ακροθιγώς και χωρίς την αναγκαία λεπτομέρεια. Τα όσα δε αναπτύχθηκαν αργότερα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, με αναφορά κυρίως σε Ελληνική Νομολογία, παραγνωρίζουν τη ρητή πρόνοια της παραγράφου 2 του Άρθρου 25, ότι η άσκηση του δικαιώματος «... δύναται να υπαχθή εις τους υπό του νόμου τιθέμενους όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις, αναφερόμενους αποκλειστικώς εις τα συνήθως απαιτούμενα διά την άσκησιν οιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα ...». Οι περιορισμοί και διατυπώσεις είναι ακριβώς αυτοί που έχουν τεθεί με το Νόμο. Το ΕΤΕΚ, επιλαμβανόμενο σχετικού αιτήματος για εγγραφή στο Μητρώο Μελών, δύναται συνεπώς να κινηθεί στα πλαίσια αυτά. Ο εφεσείων λανθασμένα εστιάζει την προσοχή του μόνο στις διαζευκτικές πρόνοιες της πιο πάνω παραγράφου του Συντάγματος που αφορούν το συμφέρον της ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας κλπ. Αυτές οι παράμετροι έπονται των συναρτωμένων προς το ίδιο το επάγγελμα και τα προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση του, (σχετικές είναι οι υποθέσεις The Board of Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, Υπουργός Εσωτερικών ν. ΣΚΕΚ κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 242 και Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 192).
Ως προς το ζήτημα της παράβασης του χρονικού περιθωρίου των τριών μηνών που στο άρθρο 6Ε(1) του Νόμου καθορίζεται προς απάντηση από τη διοικούσα επιτροπή του ΕΤΕΚ σε οποιοδήποτε αίτημα προς εγγραφή στο Μητρώο Μελών, σημειώνεται κατ΄ αρχάς, η σαφής πρόνοια του άρθρου 11(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, αναφορικά γενικώς ως προς τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται από τα διοικητικά όργανα για την έκδοση διοικητικής απόφασης. Το άρθρο προνοεί ότι οι προθεσμίες που τάσσονται είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές. Αυτό αποτελεί κωδικοποίηση των γενικών λαμβανομένων αρχών στο διοικητικό δίκαιο, με βάση τις οποίες οι προθεσμίες που τίθενται σε διοικητικούς νόμους «.. θεωρούνται ενδεικτικαί, εφ΄ όσον ρητώς δεν ορίζονται ως ανατρεπτικαί.», (Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 105). Και περαιτέρω, ότι οι τασσόμενες προθεσμίες «.. εντός των οποίων δέον να επιχειρηθεί η διοικητική πράξις, δέον εν αμφιβολία να θεωρούνται ως ενδεικτικαί ... σκοπούσαι να πιέσωσι τα δημόσια όργανα, όπως εγκαίρως περατώσωσιν ωρισμένας ενεργείας.», (Πορίσματα Νομολογίας - ανωτέρω - σελ. 195). Όπως εξηγείται δε και στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ. Τόμος Ι, σελ. 160-161, παρ. 146, το διοικητικό όργανο εγκύρως εκδίδει τη διοικητική πράξη και μετά την πάροδο της προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται υπέρβαση των ενδεικτικών προθεσμιών πέραν από εύλογα χρονικά πλαίσια. (δέστε και P & R Final Formation Ltd ν. Εφοριακού Συμβουλίου κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 482). Αυτά βέβαια σ΄ αντιδιαστολή με την καλώς γνωστή νομολογία ότι η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει αν καταχωρείται προσφυγή είναι ανατρεπτική, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, (Γανωματής ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133).
Πέραν των ανωτέρω, τα δεδομένα της υπόθεσης δεν βοηθούν ποσώς τον εφεσείοντα. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας το ζήτημα αυτό διέκρινε ότι ο εφεσείων δεν υπέβαλε απλώς την αίτηση του στις 9.11.2005, μετά την προηγηθείσα με το ΕΤΕΚ αλληλογραφία, για να λάβει απάντηση στις 21.12.2006, ένα και πλέον χρόνο μετά. Ο εφεσείων είχε προβεί σε επανειλημμένα αιτήματα επανεξέτασης, διευθετήθηκε δε και προσωπική συνέντευξη. Μεταξύ της επιστολής ημερ. 9.11.2005 και της έκδοσης της προσβληθείσας απόφασης, ο εφεσείων είχε κληθεί με την επιστολή του ΕΤΕΚ ημερ. 6.4.2006 σε προσωπική συνάντηση για την παροχή διευκρινίσεων. Η όποια καθυστέρηση σημειώθηκε μεταξύ της συνάντησης και της απόφασης, δεν επέδρασε αρνητικά επί των δικαιωμάτων του εφεσείοντος, ούτε και εξηγήθηκε με ποιο τρόπο είχε αυτός επηρεαστεί δυσμενώς ώστε η προσβαλλόμενη πράξη να έδει να ακυρωθεί εκ του λόγου αυτού και μόνο. Αυτά ισχύουν τόσο αναφορικά με την προθεσμία των τριών μηνών που θέτει το άρθρο 6Ε(1) του Νόμου, όσο και των τεσσάρων μηνών που θέτει ο Οδηγός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής MARKT/8327/2001-EL), στην οποία επίσης βασίσθηκε ο εφεσείων.
Σημειώνεται εδώ ότι η παραπομπή από τον εφεσείοντα στα πλαίσια του πιο πάνω λόγω έφεσης στην υπόθεση Μαρίνος Κάσινος ν. ΕΤΕΚ, υπόθ. αρ. 928/05, ημερ. 20.11.2006, για να δείξει παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης σε συνάρτηση με την καθυστέρηση στη λήψη της απόφασης, είναι τουλάχιστον ατυχής διότι άλλο ήταν το αντικείμενο της εξέτασης στην υπόθεση εφόσον εκείνη σχετιζόταν με ενέργειες του αιτητή προς απόκτηση τίτλου στη βάση των πληροφοριών και ενδείξεων που του παρέχονταν από το ΕΤΕΚ, το οποίο αργότερα αρνήθηκε την εγγραφή του.
Παραμένει προς εξέταση ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση των προνοιών της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ ημερ. 21.12.1988. Ο λόγος είναι άμεσα απορριπτέος ενόψει του ότι, όπως ορθά υπέδειξε η κα Κουντουρή, κατά την αγόρευση της, ο εφεσείων δεν προσέβαλε με την έφεση του το σχετικό σκέλος της πρωτόδικης απόφασης ενώ ούτε και πρωτοδίκως έθεσε τέτοιο θέμα με τους λόγους ακυρώσεως. Πράγματι το ζήτημα αυτό ανεφύη μόνο κατά την προφορική αγόρευση της συνηγόρου του εφεσείοντος ενώπιον της Ολομέλειας, μη καλυπτόμενο ούτε από ανάλογο λόγο έφεσης, ούτε από το περίγραμμα που μετέπειτα καταχωρήθηκε. Επομένως ανεπίτρεπτα ηγέρθηκε. Εν πάση περιπτώσει, ουδεμία σχέση έχει η εν λόγω Οδηγία με την υπό κρίση υπόθεση υπό το φως του γεγονότος ότι η Οδηγία καλύπτει Ευρωπαϊκά διπλώματα και τίτλους προς αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το πτυχίο του εφεσείοντος προέρχεται από το πανεπιστήμιο Νέας Ορλεάνης των Η.Π.Α. Όπως εξηγήθηκε στην Φώτης Πρωτοπαπάς ν. ΕΤΕΚ, υπόθ. αρ. 1208/07, ημερ. 25.1.2010, η Οδηγία, που ενσωματώθηκε όπως ήδη αναφέρθηκε στο ημεδαπό δίκαιο με το Νόμο αρ. 179(Ι)/02, αναφέρεται σε γενικό σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ελάχιστης διάρκειας τριών ετών και υποβοηθά άτομα που διαθέτουν τα προσόντα σε κράτος μέλος να ασκήσουν το επάγγελμα τους σε άλλο κράτος μέλος με την αναγνώριση των προσόντων τους. Επομένως δεν σχετίζεται με την υπό κρίση περίπτωση. Όπως και δεν τον βοηθά βέβαια η κατοχή του βασικού σχετικού διπλώματος από το Α.Τ.Ι. το οποίο οδήγησε στη μεταγενέστερη απόκτηση του πανεπιστημιακού τίτλου από τις Η.Π.Α., εφόσον είναι προσόν αποκτηθέν εν Κύπρω και όχι σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ορίζει η Οδηγία (δέστε Σωτήρης Μαρκιτανής ν. ΕΤΕΚ, υπόθ. αρ. 1306/09, ημερ. 26.1.2012).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ