ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1890
24 Οκτωβρίου, 2011
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,
Εφεσείοντας-Καθ' ου η Αίτηση,
v.
ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Έφεση Αρ. 8/2010)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις Γονέων και Τέκνων ― Διατροφή ενηλίκου τέκνου ― Άρθρο 33(2) του Ν. 216/1990 ― Η υποχρέωση των γονέων μπορεί να συνεχίσει και μετά από την ενηλικίωση του όταν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, όπως η υπηρεσία θητείας στην Εθνική Φρουρά ― Πότε προκύπτει τεκμήριο ειδικών περιστάσεων.
Δικαστές ― Ο δικαστής έχει, ως εκ της κρίσιμης πολιτειακής θέσεως του, τον έλεγχο της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης με την υποχρέωση να μην επιτρέπει παρεκτροπή, υποχρέωση που περιλαμβάνει τον έλεγχο και της όποιας ραθυμίας των συνηγόρων να προωθήσουν τη διαδικασία και να επικεντρωθούν στην ουσία της διαφοράς ― Από τη δική του ικανότητα και ετοιμότητα να ανταποκριθεί στο καθήκον του εξαρτάται η τιμή της δικαιοσύνης στη συνείδηση των πολιτών, χωρίς την εμπιστοσύνη των οποίων προς αυτή η δικαιοσύνη αυτοαναιρείται.
Ο εφεσείων στράφηκε εναντίον ενδιάμεσου διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου με το οποίο διατάχθηκε όπως καταβάλλει €200 το μήνα για τη διατροφή του ενηλίκου τέκνου του που υπηρετούσε στην Εθνική Φρουρά, με ισχύ από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης.
Υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι:
α) Δεν αιτιολογείτο η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι επληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 για σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας.
β) Εσφαλμένα το δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιείτο και η προϋπόθεση του Άρθρου 32 ως προς τη μη δυνατότητα απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, ενώ αγνόησε ότι ο Εφεσίβλητος είχε καταθέσεις και είχε διατυπώσει υπερβολικές απαιτήσεις στην αίτησή του.
γ) Λανθασμένα έδωσε αναδρομική ισχύ στο διάταγμα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Καθ' όσον ο ίδιος ο νόμος προσδιορίζει τη θητεία στην Εθνική Φρουρά ως ουσιαστικά μια από τις ειδικές περιστάσεις για τις οποίες η διατροφή μπορεί να συνεχιστεί μετά την ενηλικίωση, προκύπτει τεκμήριο ειδικών περιστάσεων ώστε να μην εχρειάζετο, για σκοπούς του Άρθρου 32, περαιτέρω εξειδίκευση. Εν πάση περιπτώσει υπήρχαν και τα στοιχεία στην αίτηση τα οποία δικαιολογούσαν πλήρως την κατάληξη του δικαστηρίου.
2. Ασφαλώς οι ανάγκες διατροφής ήσαν τρέχουσες και άμεσες και θα διαρκούσαν καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας του εφεσίβλητου. Εξ άλλου, το δικαστήριο δεν επεδίκασε όλο το ποσό που ο Αιτητής είχε ζητήσει, παρά μόνο εκείνο των €200 μηνιαίως. Ο δε ισχυρισμός του Εφεσείοντα για καταθέσεις του Εφεσίβλητου δεν τεκμηριώθηκε.
3. Η ύπαρξη του προηγούμενου διατάγματος για €351,70 μηνιαίως που, σε συσχετισμό και με τα άλλα ως άνω δεδομένα, δεν καθιστούσε το ποσό των €200 εκτός των πλαισίων της ευλόγου κρίσεως του δικαστηρίου, προκειμένου μάλιστα περί ενδιάμεσου και όχι τελικού διατάγματος.
4. Η αναδρομικότητα ήταν επιτρεπτή αφού ανέτρεχε στην ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης.
5. Δεν περιποιούσε τιμή στο Οικογενειακό Δικαστήριο και κατ' επέκταση στο όλο σύστημα της απονομής της δικαιοσύνης το γεγονός ότι για μια απλή αίτηση για ενδιάμεσο διάταγμα διατροφής, που εκ της φύσεως της υποτίθεται ότι είναι και επείγουσα, χρειάστηκαν τόσοι μήνες για εκδίκαση ενώ και η κυρίως αίτηση δεν είχε κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης στην έφεση, ακόμα ακουστεί.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση
Έφεση από τoν εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kωνσταντίνου, Δ.), (Αίτηση Aρ. 12/09), ημερομ. 26.2.2010.
Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Παπακυριακού, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος, υιός του Εφεσείοντα, εγεννήθη το 1990. Ο γάμος των γονέων του διελύθη. Με διάταγμα διατροφής ο Εφεσείων υποχρεούτο να καταβάλλει €351,70 το μήνα από 15.6.2007 ως διατροφή του τότε ανήλικου Εφεσίβλητου, ποσό το οποίο έπαυσε να καταβάλλει μετά από την ενηλικίωσή του. Σύντομα μετά, ο Εφεσίβλητος κατετάγη στην Εθνική Φρουρά για διετή θητεία. Μη έχοντας εισοδήματα πέραν του επιδόματος των €160 μηνιαίως από την Εθνική Φρουρά, και καθ' όσον τα εισοδήματα της μητέρας του ήσαν περιορισμένα και οι υποχρεώσεις της εκτεταμένες, ο Εφεσίβλητος την 20.1.2009 κατεχώρησε Αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο ώστε να διαταχθεί ο Εφεσείων να συνεισφέρει στη διατροφή του, αναφέροντας ως μηνιαίο εισόδημα του Εφεσείοντα το ποσό των €3.500. Την ίδια μέρα κατεχώρησε και ex parte αίτηση για ενδιάμεσο διάταγμα διατροφής. Η αίτηση αυτή απεσύρθη την 10.2.2009 και κατεχωρήθη νέα αίτηση για ενδιάμεσο διάταγμα, δια κλήσεως τώρα, την 23.2.2009. Αφού ο Εφεσείων κατεχώρησε ένσταση την 5.5.2009, η αίτηση ακούσθηκε την 7.12.2009. Με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 26.2.2010, ο Εφεσείων διετάσσετο να καταβάλλει €200 το μήνα με ισχύ από 23.2.2009 που κατεχωρήθη η αίτηση. Η κυρίως αίτηση δεν έχει ακόμα εκδικασθεί.
Κατά της απόφασης αυτής είναι που στρέφεται η έφεση. Ήδη παρατηρήσαμε από της έδρας, και, εφ' όσον ο Εφεσίβλητος επέμενε, αποφασίζουμε ότι δεν υπάρχει έρεισμα στην εισήγησή του ότι η έφεση είναι ανύπαρκτη καθ' όσον το εφετήριο αναφέρεται ότι στρέφεται εναντίον της απόφασης της 26.1.2010 «στη Μονομερή Αίτηση του Αιτητή ημερομηνίας 20.1.2009». Πρόδηλο είναι ότι πρόκειται περί αβλεψίας αφού η έφεση δεν στρέφεται εναντίον απόφασης στη μονομερή αίτηση της 20.1.2009, η οποία απεσύρθη και έτσι ουδέποτε εκδικάσθηκε ώστε να εκδίδετο απόφαση, αλλά εναντίον της απόφασης στην αίτηση δια κλήσεως της 23.2.2009 επί της οποίας και μόνον εξεδόθη απόφαση. Εξ άλλου, ρητώς αναφέρεται ότι η έφεση είναι την απόφαση της 26.2.2010 που εφεσιβάλλει.
Επί της ουσίας τώρα, ο Εφεσείων παραπονείται ότι δεν αιτιολογείται η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι επληρούντο οι προϋποθέσεις του Αρθρου 32 για σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Στην απόφαση, λέγει, απλώς παρατίθεται η πρόνοια του Αρθρου 33(2) του Ν. 216/1990 ότι η υποχρέωση των γονέων μπορεί να συνεχίσει και μετά από την ενηλικίωση του όταν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, όπως η υπηρεσία θητείας στην Εθνική Φρουρά, και δεν εξειδικεύονται τα στοιχεία τα οποία το δικαστήριο θεώρησε σημαντικά για την κατάληξή του.
Η σύντομη απάντηση βεβαίως είναι ότι, καθ' όσον ο ίδιος ο νόμος προσδιορίζει τη θητεία στην Εθνική Φρουρά ως ουσιαστικά μια από τις ειδικές περιστάσεις, προκύπτει τεκμήριο ειδικών περιστάσεων ώστε να μην εχρειάζετο, για σκοπούς του Αρθρου 32, περαιτέρω εξειδίκευση. Εν πάση περιπτώσει όμως, υπήρχαν και τα στοιχεία που ο Εφεσίβλητος είχε περιλάβει τόσο στην κυρίως αίτηση όσο και στην αίτηση για ενδιάμεσο διάταγμα, τα οποία παραθέσαμε ανωτέρω και σε συνάρτηση με τα οποία θα εκρίνοντο οι εν λόγω προϋποθέσεις. Τα στοιχεία αυτά δικαιολογούσαν πλήρως την κατάληξη του δικαστηρίου.
Παραπονείται ακόμα ο Εφεσείων ότι κακώς το δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιείτο και η άλλη προϋπόθεση του Αρθρου 32 ως προς τη μη δυνατότητα απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, περιοριζόμενο να παρατηρήσει ότι οι ανάγκες του Εφεσίβλητου ήσαν τρέχουσες και δεν θα μπορούσαν να αντικαθίσταντο μεταγενέστερα, ενώ αγνόησε ότι ο Εφεσίβλητος είχε καταθέσεις και είχε διατυπώσει υπερβολικές απαιτήσεις στην αίτησή του.
Ούτε σε αυτή την εισήγηση διαπιστώνουμε έρεισμα. Ασφαλώς οι ανάγκες διατροφής ήσαν τρέχουσες και άμεσες και θα διαρκούσαν καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας του. Εξ άλλου, το δικαστήριο δεν επεδίκασε όλο το ποσό των €800 μηνιαίως που ο Αιτητής είχε ζητήσει, παρά μόνο εκείνο των €200 μηνιαίως. Ο δε ισχυρισμός του Εφεσείοντα για καταθέσεις του Εφεσίβλητου δεν ετεκμηριώθη.
Αυτά καλύπτουν και το επόμενο παράπονο για το ύψος του ποσού των €200 μηνιαίως, στη βάση ότι το δικαστήριο δεν εξηγεί ποία έξοδα θεωρεί απαραίτητα ώστε να δικαιολογείτο αυτό το ποσό. Να σημειωθεί όμως η ύπαρξη του προηγούμενου διατάγματος για €351,70 μηνιαίως που, σε συσχετισμό και με τα άλλα ως άνω δεδομένα, δεν καθιστούσε το ποσό των €200 εκτός των πλαισίων της ευλόγου κρίσεως του δικαστηρίου, προκειμένου μάλιστα περί ενδιάμεσου και όχι τελικού διατάγματος.
Τέλος, ο Εφεσείων παραπονείται για το ότι παρανόμως εδόθη αναδρομική ισχύς στο διάταγμα. Αυτό όμως ήταν επιτρεπτό αφού η «αναδρομικότητα» ανέτρεχε στην ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης, το οποίο ήταν εύλογο. Να διευκρινίσουμε μόνο, εφ όσον το θέμα ηγέρθη από τους διαδίκους κατά την ακρόαση, ότι, όπως είναι πρόδηλο από την αναφορά στην απόφαση ότι η υποχρέωση για διατροφή μπορεί να συνεχίσει μετά την ενηλικίωση του Εφεσείοντα και «μέχρι την απόλυση του από την Εθνική Φρουρά», ότι το διάταγμα, έστω και αν δεν περιορίσθηκε έτσι, τέτοιας διάρκειας φαίνεται να έγινε αντιληπτό από το Δικαστήριο, αφού μάλιστα η υπηρεσία στην εθνική Φρουρά ήταν και το υπόβαθρο του.
Η έφεση βεβαίως πρέπει να απορριφθεί, όπως και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Αυτό όμως δεν είναι και το τέλος της υπόθεσης. Άλλη είναι η πιο σημαντική πτυχή της. Η έφεση κατέδειξε τη θλίψη και την απαξίωση που μας δημιουργήθηκε για το Οικογενειακό Δικαστήριο. Έχουμε ακούσει έφεση για ενδιάμεσο διάταγμα επί αιτήσεως η οποία, ενώ κατεχωρήθη το Φεβρουάριο του 2009, ακούσθηκε το Δεκέμβριο του 2009, δηλαδή εννέα σχεδόν μήνες μετά, και αφού η ένσταση κατεχωρήθη το Μάιο του 2009. Αν για μια απλή αίτηση για ενδιάμεσο διάταγμα διατροφής, που εκ της φύσεως της υποτίθεται ότι είναι και επείγουσα, χρειάσθησαν τόσοι μήνες για εκδίκαση, ασφαλώς δεν περιποιείται τιμή στο Οικογενειακό Δικαστήριο και κατ' επέκταση στο όλο σύστημα της απονομής της δικαιοσύνης.
Και ακόμα χειρότερα. Φαίνεται ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο θεώρησε το έργο του λήξαν ή ανασταλέν με την έκδοση του ενδιάμεσου διατάγματος, αφού η κυρίως αίτηση, που θα επίλυε και το θέμα της περαιτέρω συνέχισης του ούτω διαιωνιζόμενου ενδιάμεσου διατάγματος, δεν έχει ακόμα ακουσθεί! Με αποτέλεσμα βεβαίως δυόμισυ χρόνια μετά από την καταχώρηση της να εκκρεμεί και το Εφετείο να ασχολείται σήμερα με το ενδιάμεσο διάταγμα του οποίου το ίδιο το υπόβαθρο έχει εκλείψει αφού ο Εφεσίβλητος έχει ήδη απολυθεί από την Εθνική Φρουρά, ώστε το αντικείμενο της έφεσης να είναι η εκ των υστέρων κρίση επί της ισχύος του ενδιάμεσου διατάγματος για περίοδο που θα έπρεπε να είχε παύσει να ισχύει αν η κυρίως αίτηση εκδικάζετο μέσα στον ευλόγως επιτασσόμενο χρόνο! Αυτά είναι απαράδεκτα πράγματα που οδηγούν τη λειτουργία του δικαστικού μας συστήματος σε στρεβλώσεις ανάξιες της παράδοσης του και αποκαλύπτουν νοοτροπίες που δεν μπορεί να είναι ανεκτές. Πληροφορηθήκαμε από τον Πρωτοκολλητή ότι από τις 22.1.2009 που άρχισε η διαδικασία εδόθησαν συνολικώς 25 αναβολές, για να καταλήξει να είναι τώρα ορισμένη η κυρίως αίτηση την 14.10.2011 για «καθορισμό». Καθήκον όμως του δικαστή δεν είναι να αναβάλλει αλλά να δικάζει, και οδηγούμεθα να διερωτώμεθα κατά πόσο υπάρχει συναίσθηση ή και γνώση της θεμελιακής υποχρέωσης των δικαστηρίων δυνάμει του Άρθρου 35 του Συντάγματος για διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των προνοιών του περί θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, που περιλαμβάνουν το δικαίωμα δίκης εντός ευλόγου χρόνου. Ο δικαστής έχει, ως εκ της κρίσιμης πολιτειακής θέσεως του, τον έλεγχο της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης με την υποχρέωση να μην επιτρέπει παρεκτροπή, υποχρέωση που περιλαμβάνει τον έλεγχο και της όποιας ραθυμίας των συνηγόρων να προωθήσουν τη διαδικασία και να επικεντρωθούν στην ουσία της διαφοράς. Από τη δική του ικανότητα και ετοιμότητα να ανταποκριθεί στο καθήκον του εξαρτάται η τιμή της δικαιοσύνης στη συνείδηση των πολιτών, χωρίς την εμπιστοσύνη των οποίων προς αυτή η δικαιοσύνη αυτοαναιρείται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.