ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1577
9 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. ΠΡΑΞΙΤΕΛΗΣ ΒΟΓΑΖΙΑΝΟΣ,
2. ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΑΖΙΑΝΟΥ,
3. ΧΕΛΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες-Αιτητής,
v.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ. (ΑΡ. 2),
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση
(Πολιτική Έφεση Αρ. 281/2006)
Δικαστική απόφαση ― Απόρριψη αίτησης που καταχωρήθηκε ύστερα από την έκδοση απόφασης σε πολιτική έφεση, με την οποία ζητείτο ο παραμερισμός η ακύρωση και/ή τροποποίηση της εφετειακής αυτής απόφασης ― Απόφανση ότι με την εν λόγω αίτηση, επιζητείτο ουσιαστικά η άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας που αποτελεί άγνωστο θεσμό στο νόμο ― Το Δικαστήριο δεν έχει σύμφυτη εξουσία να παραμερίζει εκδοθείσα απόφασή του, με σκοπό την επανασυζήτησή της.
Δικαστική απόφαση ― Τελεσιδικία ― Η διασφάλιση τελεσιδικίας αποτελεί θεμελιακή αρχή, που ενυπάρχει στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης που ακολουθούμε.
Δικαστική απόφαση ― Επανάνοιγμα υπόθεσης ― Είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που για κάποιο λόγο, όπως για παράδειγμα η μη ειδοποίηση διαδίκου περί της διαδικασίας, η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη.
Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ― Εξυπακούεται από τη φύση της λειτουργίας του δικαστηρίου ως δικαστήριο της δικαιοσύνης ― Δεν πηγάζει ούτε από νόμο ούτε από κανονισμό ― Η βασική εκδήλωση της είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών ― Έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστάσεις της.
Με αίτηση των αιτητών, εφεσειόντων στην Πολιτική Έφεση Αρ. 281/2006 στην οποία εκδόθηκε απόφαση, ζητήθηκε μεταξύ άλλων από το Ανώτατο Δικαστήριο διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται ή παραμερίζεται απόφαση του Δικαστηρίου στην ίδια Πολιτική Έφεση και διαζευκτικά, διάταγμα διατάττον την επανεκδίκαση της ή Διάταγμα Δικαστηρίου που να τροποποιεί τη ρηθείσα απόφαση του Δικαστηρίου κατά τρόπο που να καθίστατο σύμφωνη με το Νόμο και το Σύνταγμα.
Για δικαιολόγηση της αίτησης, υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Η απόφαση ήταν παράνομη παραβίαζε ρητές πρόνοιες του περί Τόκου Νόμου Ν. 2/77 και περαιτέρω ότι ήταν αναιτιολόγητη και παραβίαζε το Άρθρο 30 του Συντάγματος.
β) Υπήρξε πλάνη, η οποία έπρεπε να διορθωθεί, για να μην υποστεί η Κυπριακή Δημοκρατία επιπτώσεις, αν αυτή διαπιστωνόταν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ.).
γ) Αποτελούσε εξαιρετική περίπτωση και συνέτρεχαν ιδιάζουσες περιστάσεις, οι οποίες ενεργοποιούσαν τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου για παραμερισμό της απόφασης και αποκατάσταση της πλάνης.
(δ) Η έκδοση της απόφασης έγινε με καθυστέρηση εννέα μηνών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Δικαστήριο δεν έχει σύμφυτη εξουσία να παραμερίζει εκδοθείσα απόφασή του, με σκοπό την επανασυζήτησή της.
2. Μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης, επανάνοιγμα της υπόθεσης είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που για κάποιο λόγο, -όπως για παράδειγμα η μη ειδοποίηση διαδίκου περί της διαδικασίας- η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη.
3. Τα ζητήματα που έθεσαν οι αιτητές με την αίτησή τους, κατέτειναν ουσιαστικά στο ότι η απόφαση στην Πολιτική Έφεση Αρ. 281/06, η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια έγκυρης έφεσης και ύστερα από πλήρη ακρόαση, ήταν λανθασμένη και έπρεπε να ακυρωθεί. Τέτοια εξουσία, δεν παρεχόταν, αφού θα ισοδυναμούσε με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση - εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες Yποθέσεις:
Χαραλαμπίδης v. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 724,
Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών v. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151,
Αγαθοκλέους v. ΕΔΑΞΥΛ Ξυλουργικές Επιχειρήσεις Λτδ κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 302,
Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226,
Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339.
Αίτηση.
Αίτηση από τους αιτητές-εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Φωτίου, Παμπαλλής, Δ/στές), (Πολ. Έφεση Aρ. 281/2006), ημερομ. 18.2.2011.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για τους Αιτητές - Εφεσείοντες.
Π. Πολυβίου, για τους Καθ' ων η Αίτηση - Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με αίτηση ημερομηνίας 4/3/2011, οι αιτητές, εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 281/2006 - υπήρξε αντέφεση από μέρους των εφεσιβλήτων και εκδόθηκε απόφαση στις 18/2/2011 - ζητούν από το Δικαστήριο τις εξής θεραπείες:-
«Α. Διάταγμα Δικαστηρίου παραμερίζον και/ή ακυρώνον την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Πολιτική Έφεση ημερομηνίας 18.2.11 και/ή
Β. Διάταγμα Δικαστηρίου διατάττον την επανεκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Πολιτικής Έφεσης και/ή
Γ. Διάταγμα Δικαστηρίου τροποποιόν την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 18.2.11 κατά τρόπο που να καθίσταται σύμφωνη με το Νόμο και το Σύνταγμα.
Δ. Οποιαδήποτε άλλη διαταγή το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθή.
Ε. Έξοδα.»
Η αίτηση στηρίζεται στα Άρθρα 28 και 30 του Συντάγματος, στα Άρθρα 3, 4, 5 και 6 του περί Τόκου Νόμου του 1977, (Ν. 2/77), στη Δ.35, θ.8, 9, 19, 25 και Δ.48, θ.1-4 και 9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, στους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Οι λόγοι που δικαιολογούν την αίτηση, όπως καταγράφονται σ' αυτήν, είναι:-
«1. Η απόφαση 18.2.2011 είναι παράνομη και/ή παραβιάζει ρητές πρόνοιες του Ν.2/77 που ίσχυε στην διαφορά.
2. Το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει την απόφαση ως εξεδόθη ή να αποδώσει στους εφεσιβλήτους παράνομα χρεωθέντες τόκους. Κανένα κώλυμα δεν μπορεί να οδηγήσει σε τέτοιο αποτέλεσμα. Άλλωστε το κώλυμα είναι ασπίδα όχι δόρυ.
3. Η απόφαση 18.2.2011 είναι αναιτιολόγητη κατά παράβαση του Αρθρου 30 του Συντάγματος.
4. Η απόφαση 18.2.2011 δεν αποδίδει στους εφεσείοντες την προστασία που τους παρείχε ο Ν.2/77 και μεταχειρίζεται τους εφεσείοντες διαφορετικά από άλλους σε όμοιες περιπτώσεις. Έτσι παραβιάζονται τα εκ του Αρθρου 28 του Συντάγματος δικαιώματα των αιτητών.»
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του αιτητή - εφεσείοντα 1 προς υποστήριξη της αίτησης, στην οποία προέβη κατόπιν σχετικής εξουσιοδότησης από τους αιτητές - εφεσείοντες 2 και 3, αυτός ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 18/2/2011, τον καταδικάζει να πληρώσει ποσό τριπλάσιο του ποσού του δανείου που αυτός συνήψε, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης και προστασίας που τυγχάνουν άλλοι πολίτες της Δημοκρατίας. Αναφέρει, συγκεκριμένα, ότι:-
«(α) Το ποσό του επίδικου δανείου εκ Λ.Κ.66.903,25 ήταν το άθροισμα του κεφαλαίου και τόκων που κατ' ισχυρισμό όφειλα στους εφεσίβλητους σε δύο προηγούμενους λογαριασμούς. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εύρημα ότι το σύνολο του κεφαλαίου ήταν Λ.Κ.41.957,12 το δε υπόλοιπο εκ Λ.Κ.24.946,13 ήταν τόκοι τους οποίους μείωσε κατά Λ.Κ.5.601,54. Έστω και αν δεν μπορώ λόγω κωλύματος να αμφισβητήσω το ύψος των τόκων που όφειλα κατά την ημερομηνία του δανείου, γεγονός παραμένει ότι μόνο μέρος του ποσού των Λ.Κ.66.903,25 ήταν κεφάλαιο η δε απόδοση τόκων επί του υπολοίπου απολήγει σε χρέωση τόκου πέραν του 9% αφού χρεώνει τόκους επί τόκων και σε παράβαση του Ν.2/77 όπως επανειλημμένα έχει νομολογηθεί. Η προστασία που μου παρείχε ο Ν.2/77 δεν μου αποδόθη όπως απεδόθη σε άλλες περιπτώσεις πολιτών της Δημοκρατίας αφού εξαναγκάζομαι με την απόφαση να πληρώσω τόκους επί τόκων.
...............................................................................................................
5. Το Δικαστήριο στην απόφαση 18.2.11 ασχολείται κύρια με το Λόγο Έφεσης 4 περί αξιοπιστίας και καθόλου ή σχεδόν καθόλου με τους υπόλοιπους Λόγους Έφεσης. Κατά την ακροαματική διαδικασία και ήμουν παρών σε αυτήν, όταν ο δικηγόρος μας επιχείρησε να αναπτύξει το Λόγο Έφεσης 4 του ελέχθη από το Δικαστήριο ότι εδώ δεν τίθεται θέμα αξιοπιστίας αφού τα ζητήματα ήταν νομικά και δεν προχώρησε η επιχειρηματολογία. Όμως η όλη απόφαση στηρίζεται στο Λόγο Έφεσης 4 και ελήφθη χωρίς να ακουστεί η δική μας θέση επ' αυτού.
6. Το Δικαστήριο δεν αιτιολογεί την απόρριψη των Λόγων Έφεσης 1,2,3,5 και 6 ασχολείται δε μόνο ακροθιγώς με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης αφού τον περιορίζει στον όρο περί διαιρέτη εκ 360 ημερών ενώ ο Λόγος αφορούσε κύρια το τοκοφόρο υπόλοιπο των προηγούμενων διευκολύνσεων και την ανάγκη αναμόρφωσης όλης της συμφωνίας όχι μόνο τον όρο περί 360 ημερών. Δεν ασχολείται το Δικαστήριο με αυτή την πτυχή και αποδίδει σε μας εισηγήσεις που δεν εκάμαμε με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνομαι πώς και γιατί απερρίφθησαν οι λόγοι Έφεσης.»
Είναι η θέση του ότι υπήρξε πλάνη, η οποία πρέπει να διορθωθεί, για να μην υποστεί η Κυπριακή Δημοκρατία επιπτώσεις, αν αυτή διαπιστωθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ.). Η περίπτωση, υποστηρίζει, αποτελεί εξαιρετική περίπτωση, συντρέχουν δε ιδιάζουσες περιστάσεις, οι οποίες ενεργοποιούν τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου για παραμερισμό της απόφασης και αποκατάσταση της πλάνης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, με αναφορά σε αγγλική και κυπριακή νομολογία επί του θέματος της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου για παραμερισμό απόφασης, εισηγήθηκε το κατάλληλο της περίπτωσης για τους εξής λόγους:-
(α) Η έκδοση της απόφασης έγινε με καθυστέρηση εννέα μηνών.
(β) Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, το ποσό που οφείλετο από τους εφεσείοντες ήταν μικρότερο, αφού, σε προηγούμενους λογαριασμούς που διατηρούσαν οι εφεσείοντες με τους εφεσίβλητους, υπήρχαν υπερχρεώσεις τόκων, κατ' έφεση δε κρίθηκε ότι ο εφεσείων 1 - αιτητής στην παρούσα - εμποδιζόταν να συζητήσει θέματα αναφορικά με τους προηγούμενους λογαριασμούς. Η απόδοση τόκου, υπέβαλε, επί του συνολικού ποσού τη οφειλής, στην οποία περιλαμβανόταν και παράνομα περιληφθέν ποσό, είναι παράνομη.
(γ) Δεν υπήρξε απόφαση επί της διαφοράς, αφού το θέμα που εξετάστηκε - αξιοπιστία μαρτύρων - δεν ήταν τόσο σημαντικό για τους εφεσείοντες.
Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση, με την ένστασή τους, προβάλλουν το αβάσιμο της αίτησης. Επιδιώκεται, υποστηρίζουν, ουσιαστικά, επανεκδίκαση της υπόθεσης. Με τα ζητήματα που θέτουν οι αιτητές, δεν επιδιώκεται διόρθωση λάθους, η οποία είναι δυνατή στη βάση της Δ.25, θ.6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, αλλά επανεκδίκαση της έφεσης σε τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, που είναι άγνωστος στο νομικό μας σύστημα. Η φύση των ζητημάτων που αυτοί έθεσαν δε δικαιολογεί εφαρμογή της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου, η οποία εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που η απόφαση είναι άκυρη λόγω παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
Η σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου, όπως αυτή έχει περιγραφεί στη Χαραλαμπίδης v. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 724, είναι εκείνη που εξυπακούεται από τη φύση της λειτουργίας του ως δικαστήριο της δικαιοσύνης.
Σε σχέση με το ίδιο ζήτημα, στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών v. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 155-156)
«Η σύμφυτη δικαιοδοσία δεν πηγάζει ούτε από νόμο ούτε από κανονισμό αλλά από τη φύση της δικαστικής λειτουργίας. Γι' αυτό και προσδιορίζεται με το επίθετο 'σύμφυτη'. Η βασική εκδήλωση της εξουσίας αυτής είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών. Περιλαμβάνει δε τομείς του δικαίου των οποίων η νομολογία αναγνώρισε την ύπαρξη. Όμως έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστάσεις της.»
Στην Αγαθοκλέους v. ΕΔΑΞΥΛ Ξυλουργικές Eπιχειρήσεις Λτδ κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 302, το Εφετείο, απορρίπτοντας αίτηση για παραμερισμό απόφασης ως εσφαλμένης και επανασυζήτηση της υπόθεσης, όπως ακριβώς και η παρούσα, ανέφερε τα εξής:- (σελ. 304)
«Η άποψή μας είναι πως η αίτηση είναι αβάσιμη. Το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο, με διευρυμένη μάλιστα σύνθεση από 5 δικαστές, ερεύνησε το ζήτημα που μας απασχολεί στην υπόθεση Οrphanides v. Μichaelides (1968) 1 C.L.R. 295, στην οποία ηγέρθηκαν πανομοιότυπα νομικά σημεία. Δεν θα αναφερθούμε σε έκταση στην απόφαση. Θα αρκεστούμε να πούμε μόνο πως σ' αυτή γίνεται εξαντλητική συζήτηση του ζητήματος, με ειδική μάλιστα συγκριτική αναφορά στα ισχύοντα στην Αγγλία και στον τόπο μας.
Το μόνο που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, ως δικό μας σχόλιο, είναι πως η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Οrphanides υιοθέτησε ουσιαστικά τη θεμελιακή αρχή, που ενυπάρχει στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης που ακολουθούμε, της διασφάλισης δηλαδή της τελεσιδικίας. Δεν έχει το Δικαστήριο σύμφυτη εξουσία να παραμερίζει εκδοθείσα απόφασή του, με σκοπό την επανασυζήτησή της.»
Στην Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 2 A.A.Δ. 226 - (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας), όπου γίνεται ανασκόπηση της νομολογίας σε σχέση με το ζήτημα της σύμφυτης εξουσίας, αναφέρονται τα εξής:-
«Μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης, επανάνοιγμα της υπόθεσης είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που για κάποιο λόγο, όπως για παράδειγμα τη μη ειδοποίηση διαδίκου περί της διαδικασίας, η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη. Σχετική είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία v. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060, όπου η Αναθεωρητική Έφεση είχε ολοκληρωθεί χωρίς όμως να είχε επιδοθεί η έφεση και αντέφεση στα ενδιαφερόμενα μέρη ενός μάλιστα από τα οποία η προαγωγή είχε ακυρωθεί από την Ολομέλεια αφού δέχθηκε την αντέφεση. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις κρίθηκε ότι η διαδικασία ήταν άκυρη και έτσι η Πλήρης Ολομέλεια παραμέρισε την απόφαση και διέταξε όπως διεξαχθεί ξανά η δίκη. Στη σελ. 1067 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
'Διαπιστώνουμε ότι παρέχεται στο δικαστήριο σύμφυτη δικαιοδοσία ακύρωσης διαταγής ή απόφασης, που εκδίδεται σε διαδικασία η οποία δεν επιδίδεται σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση της έφεσης όσο και της αντέφεσης, που ακούονται χωρίς γνωστοποίηση της διαδικασίας σε κάθε διάδικο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερομένου προσώπου ή με πρωτοβουλία του ιδίου του δικαστηρίου.'»
Στην Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339, όπου ο αποτυχών εφεσείων καταχώρισε αίτηση για επανακρόαση της έφεσης από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφασίστηκε ότι:- (σελ. 340)
«Αποδοχή του αιτήματος του αιτητή, θα συνεπαγόταν την αναγνώριση, έξω από τα πλαίσια του νόμου, τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, θεσμού άγνωστου στο νόμο.»
Τα ζητήματα που θέτουν οι αιτητές με την αίτησή τους, ουσιαστικά, κατατείνουν στο ότι η απόφαση στην Πολιτική Έφεση Αρ. 281/06, η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια έγκυρης έφεσης και μετά από πλήρη ακρόαση, είναι λανθασμένη και πρέπει να ακυρωθεί. Τέτοια εξουσία, όμως, δεν παρέχεται, αφού αυτή θα ισοδυναμούσε με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας.
Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση-εφεσιβλήτων.