ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1490
18 Ιουλίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
Εφεσείων,
v.
CYPRIALIFE LIMITED,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 267/2008)
Συμβάσεις ― Παράνομος τερματισμός συμβάσεων εργοδότησης διευθυντή και ασφαλιστικού αντιπροσώπου ― Επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων ύψους €250 λόγω μη απόδειξης ειδικών ζημιών αλλά και αποτυχίας εξειδίκευσης στην έκθεση απαίτησης των επιμέρους στοιχείων τα οποία συνέθεταν τις ισχυριζόμενες ειδικές ζημιές.
Απόδειξη ― Αποζημιώσεις ― Οι ειδικές ζημιές πρέπει να αποδεικνύονται αυστηρά και με θετική μαρτυρία.
Αγωγή ― Έκθεση Απαίτησης ― Σε αυτήν πρέπει να εξειδικεύονται όλα τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν ισχυριζόμενες ζημιές.
Ο εφεσείων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο διευθυντής υποκαταστήματος των εφεσιβλήτων δυνάμει «Σύμβασης Διευθυντή» ως επίσης και ασφαλιστικός αντιπρόσωπος των τελευταίων δυνάμει συμφωνίας αντιπροσώπου. Με αγωγή που ήγειρε ο εφεσείων αξίωσε από τους εφεσίβλητους αποζημιώσεις και άλλες συναφείς θεραπείες για παράνομο τερματισμό των επίδικων συμβάσεων.
Οι εφεσίβλητοι αξίωσαν με ανταπαίτηση από τον εφεσείοντα και άλλους δύο εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενους (εγγυητές), χρηματικό ποσό οφειλόμενο δυνάμει δανείου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίδικες συμφωνίες τερματίστηκαν παράνομα ωστόσο, επεδίκασε στον εφεσείοντα μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις τις οποίες καθόρισε στο ποσό των €250, αποφαινόμενο ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε με ικανοποιητική μαρτυρία την ισχυριζόμενη ζημία.
Η δε ανταπαίτηση εναντίον του εφεσείοντα και των εξ' ανταπαιτήσεως εναγομένων απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων και οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν με έφεση και αντέφεση αντίστοιχα, την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Ο εφεσείων υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι:
α) το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εφάρμοσε σωστά επί των γεγονότων της υπόθεσης το νόμο, τα δόγματα και αρχές δικαίου που διέπουν το θέμα των αποζημιώσεων και
β) κατέληξε σε λανθασμένα και αντιφατικά ευρήματα, ενώ παρέλειψε να λάβει υπόψη αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας τα οποία απεδείκνυαν τη ζημιά του.
Οι εφεσίβλητοι με την αντέφεση αμφισβήτησαν την ορθότητα της διαπίστωσης ότι τερμάτισαν τις επίδικες συμφωνίες αντισυμβατικά.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν ορθή και συνήδε με την προσαχθείσα μαρτυρία η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επίδικες συμφωνίες τερματίστηκαν αντισυμβατικά χωρίς να δοθεί η προβλεπόμενη από τις συμφωνίες, προειδοποίηση. Ορθή και η κρίση ότι ουδέποτε συνομολογήθηκε, μεταξύ ενάγοντα και εναγομένων, νέα δεσμευτική συμφωνία σε αντικατάσταση των επίδικων συμφωνιών.
2. Ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει κατά τρόπο αυστηρό τις ειδικές ζημιές που διεκδίκησε με την αγωγή του. Το βάρος απόδειξης των εν λόγω στοιχείων βρισκόταν στους ώμους του εφεσείοντα ο οποίος, όπως ορθά διαπίστωσε ο πρωτόδικος δικαστής, απέτυχε να εξειδικεύσει στην έκθεση απαίτησης τα επιμέρους στοιχεία τα οποία συνέθεταν τις ειδικές ζημιές που κατ' ισχυρισμό υπέστη.
3. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ως κατ' εξοχή αρμόδιο να αξιολογήσει τη μαρτυρία ορθά αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του εφεσείοντα για ασφαλή υπολογισμό της ζημιάς του που προέκυψε από τον αντισυμβατικό τερματισμό των επίδικων συμβάσεων.
4. Το γεγονός ότι ο εφεσείων κατά παράβαση σχετικού όρου συνήψε συμφωνία με ανταγωνιστική εταιρεία των εφεσιβλήτων προτού εκπνεύσει η προβλεπόμενη χρονική περίοδος των δύο χρόνων από τον τερματισμό των επίδικων συμφωνιών αποτέλεσε νόμιμη αιτία απώλειας των ωφελημάτων τερματισμού, υπό μορφή αποζημίωσης στα οποία άλλως θα δικαιούτο.
Η έφεση και αντέφεση απορρίφθησαν. Κάθε πλευρά επωμίστηκε τα δικά της έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πίριλλος v. Κονναρή (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1153,
Ερωτοκρίτου κ.ά. v. Φούτρη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 921,
Μεταξάκης v. Δήμου Λευκωσίας (2003) 1 Α.Α.Δ. 467.
Έφεση και Αντέφεση
Έφεση από τον εφεσείοντα και αντέφεση από τους εφεσίβλητους εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πασχαλίδης, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 11904/2001), ημερ. 1.7.2008.
Θ. Ανδρέου, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Αστραίου και Λ. Σιακαλλή, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων με αγωγή κατά των εφεσιβλήτων αξίωσε αποζημιώσεις και άλλες συναφείς θεραπείες για παράνομο τερματισμό των μεταξύ αυτού και των εφεσιβλήτων συμβάσεων. Οι εφεσίβλητοι δι' ανταπαιτήσεως αξίωσαν από τον εφεσείοντα και από άλλους δύο εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενους (εγγυητές), χρηματικό ποσό οφειλόμενο δυνάμει δανείου. Κατόπιν δίκης κρίθηκε ότι ο εφεσείων δικαιούται μόνο στην επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων οι οποίες καθορίστηκαν στο ποσό των €250. Η ανταπαίτηση εναντίον του εφεσείοντα και των εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων απορρίφθηκε. Ο εφεσείων και οι εφεσίβλητοι δι' εφέσεως και αντεφέσεως αμφισβητούν αντιστοίχως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Τα γεγονότα που συνθέτουν την εικόνα της υπόθεσης μέσα από την οποία μπορεί να γίνει πιο εύκολη η κατανόηση της διαφοράς και των επιμέρους επίδικων ζητημάτων παρατίθενται στη συνέχεια.
Ο εφεσείων, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν διευθυντής υποκαταστήματος των εφεσιβλήτων δυνάμει «Σύμβασης Διευθυντή» ημερ. 5.5.1999 (τεκμ. 1) και ασφαλιστικός αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων δυνάμει συμφωνίας αντιπροσώπου ημερ. 5.5.1999 (τεκμ. 2). Πριν από τη σύναψη της Σύμβασης Διευθυντή, ο εφεσείων είχε συμφωνία διευθυντή υποκαταστήματος ημερ. 2.1.1997 με την Interamerican Insurance (Cyprus) Ltd και συμφωνία αντιπροσώπου με την ίδια εταιρεία ημερ. 2.12.1996 (σε κάποιο μεταγενέστερο χρόνο, η Interamerican Insurance Ltd μετονομάστηκε σε Laiki Cyprialife Ltd). Τον Ιούλιο 2001 μεταξύ εφεσείοντα και Laiki Cyprialife υπεγράφη συμφωνία Συνεργασίας Ασφαλιστικού Αντιπροσώπου (τεκμ. 18). Τον Οκτώβριο 2001 οι εφεσίβλητοι, λόγω μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου μακροπρόθεσμων εργασιών τους στη Laiki Cyprialife Ltd, πρότειναν στον εφεσείοντα τη σύναψη νέας Σύμβασης Διευθυντού Υποκαταστήματος (τεκμ. 8Α) σε αντικατάσταση της Σύμβασης Διευθυντού. Ο εφεσείων θεώρησε την πρόταση ως μη συμφέρουσα και την απέρριψε. Την απόφασή του τη γνωστοποίησε στο διευθυντή των εφεσιβλήτων κάποιο Πέτρο Αδαμίδη. Στις 23.10.2001 οι εφεσίβλητοι, μέσω του περιφερειακού τους διευθυντή στη Λεμεσό κ. Σπ. Δρουσιώτη, επέδωσαν στον εφεσείοντα επιστολή τερματισμού (τεκμ. 9) των επίδικων συμφωνιών. Παράλληλα ζήτησαν από τον εφεσείοντα να εγκαταλείψει αμέσως το γραφείο του υποκαταστήματος τους στη Λεμεσό και να τους παραδώσει τα κλειδιά και όλα τα έγγραφα που είχε στην κατοχή του ως διευθυντής του υποκαταστήματος.
Στις 24.10.2001 ο εφεσείων, κατόπιν δεύτερης σκέψης και με πρόθεση να συνεχίσει τη συνεργασία του με τους εφεσίβλητους, υπέγραψε τη σύμβαση (τεκμ. 8Α) που του είχαν προτείνει οι εφεσίβλητοι και την απέστειλε στα γραφεία των τελευταίων στη Λεμεσό. Παράλληλα ενημέρωσε και τον περιφερειακό διευθυντή των εφεσιβλήτων στη Λεμεσό κ. Δρουσιώτη (Μ.Ε.2) ο οποίος του ανέφερε ότι οι εφεσίβλητοι προβληματίζονται κατά πόσο θα αποδεχθούν τη συνέχιση της συνεργασίας τους μαζί του, στη βάση της προταθείσας συμφωνίας. Ο εφεσείων, αντιδρώντας στα όσα ο περιφερειακός διευθυντής του ανέφερε, απέσυρε την υπογραφή στην προτεινόμενη συμφωνία και μέσω του γνωστοποίησε στους εφεσίβλητους την πρόθεσή του να διεκδικήσει δικαστικώς τα δικαιώματά του.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι στις 29.10.2001 με πρωτοβουλία κάποιου Ντίμη Μιχαηλίδη, διευθυντή των εφεσιβλήτων, πραγματοποιήθηκε συνάντηση του με τον εν λόγω διευθυντή στα γραφεία των εφεσιβλήτων στη Λευκωσία κατά την οποία του ζητήθηκε να υπογράψει σχετικό έγγραφο με το οποίο να αποδέχεται αντικατάσταση των επίδικων συμφωνιών από την προτεινόμενη νέα συμφωνία, και παράλληλα να αποποιηθεί των οποιωνδήποτε δικαιωμάτων του, τα οποία ενδεχομένως απέρρεαν από τις εν λόγω συμφωνίες, πράγμα που ο εφεσείων αρνήθηκε να πράξει. Ως αποτέλεσμα, οι εφεσίβλητοι πληροφόρησαν αμέσως τον εφεσείοντα, μέσω του εν λόγω διευθυντή τους, ότι δεν υπάρχουν περιθώρια συνεργασίας του με την εταιρεία. Ο εφεσείων επισκέφθηκε αυθημερόν τους δικηγόρους του οι οποίοι με οδηγίες του, απέστειλαν στους εφεσίβλητους την επιστολή τεκμήριο 10 με την οποία, μεταξύ άλλων, πληροφόρησαν τους τελευταίους ότι ο εφεσείων αποσύρει την υπογραφή του καθότι δεν επιθυμεί τη συνομολόγηση της προτεινόμενης νέας συμφωνίας και ότι προτίθεται να διεκδικήσει αποζημιώσεις για παράβαση των επίδικων συμφωνιών. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι έγινε η προαναφερθείσα συνάντηση στις 29.10.2001.
Η επιστολή τεκμ. 10 κοινοποιήθηκε από τους δικηγόρους του εφεσείοντα στα γραφεία των εφεσιβλήτων την ίδια μέρα, δηλαδή στις 29.10.2001. Οι εφεσίβλητοι, μετά την παραλαβή της, απέστειλαν στον εφεσείοντα με συστημένο ταχυδρομείο την επιστολή τεκμήριο 11(α), παραλείποντας να κάνουν σ' αυτή οποιαδήποτε αναφορά στην επιστολή των δικηγόρων του τεκμήριο 10. Παράλληλα, υπέγραψαν το τεκμήριο 8Α με προγενέστερη ημερομηνία και συγκεκριμένα με ημερ. 26.10.2001 το οποίο, ως έχει ειπωθεί, βρισκόταν ήδη στην κατοχή τους, υπογραμμένο από τον εφεσείοντα, από τις 24.10.2001.
Η ανταπαίτηση των εφεσιβλήτων κατά του εφεσείοντα και άλλων, αφορούσε χρέος δυνάμει δανείου. Με δήλωση της δικηγόρου των εφεσιβλήτων το ποσό της ανταπαίτησης περιορίστηκε στις Λ.Κ.7.895,00 πλέον τόκους 9% από 7.2.2002. Από πλευράς εφεσείοντα και των εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων προβλήθηκε ισχυρισμός ότι το χρέος έχει εξοφληθεί με τους τρόπους που αυτοί περιγράφουν στα δικόγραφα. Η μαρτυρία της κας Αντρούλλας Αριστοδήμου (Μ.Υ.1), προïσταμένης του Τμήματος Υποστήριξης Πωλήσεων των εφεσιβλήτων, στην έκταση που αυτή αφορούσε το θέμα της ανταπαίτησης, αξιολογήθηκε ως ανεπαρκής και μη ικανοποιητική και ως τέτοια κρίθηκε αναξιόπιστη.
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο, εξέτασε το θέμα των αποζημιώσεων και τις λοιπές αξιώσεις του εφεσείοντα για ωφέλημα/επίδομα τερματισμού και για διαφυγόντα κέρδη. Ολες οι απαιτήσεις κρίθηκαν ανεδαφικές και απορρίφθηκαν για τους λόγους που εξηγούνται στην εκκαλούμενη απόφαση. Κρίθηκε ωστόσο ότι ο εφεσείων δικαιούται μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις Λ.Κ.250, ποσό για το οποίο εκδόθηκε υπέρ του απόφαση με έξοδα στην ανάλογη κλίμακα. Η ανταπαίτηση κατά του εφεσείοντα και των εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Ο εφεσείων δι' εφέσεως και οι εφεσίβλητοι δι' αντεφέσεως, αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ο εφεσείων θεωρεί λανθασμένη τη διαπίστωση ότι δεν απέδειξε με ικανοποιητική μαρτυρία τη ζημιά του και λέγει ότι εσφαλμένα το δικαστήριο επιδίκασε μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις. Είναι επίσης η θέση του ότι το δικαστήριο δεν εφάρμοσε σωστά επί των γεγονότων της υπόθεσης το νόμο, τα δόγματα και αρχές δικαίου που διέπουν το θέμα των αποζημιώσεων. Παραπονείται ακόμη ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα και αντιφατικά ευρήματα, ενώ παρέλειψε να λάβει υπόψη αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας τα οποία αποδεικνύουν τη ζημιά του.
Οι εφεσίβλητοι με την αντέφεση τους αμφισβητούν την ορθότητα της διαπίστωσης ότι τερμάτισαν τις επίδικες συμφωνίες αντισυμβατικά. Είναι η θέση τους ότι με βάση ρητό όρο της συμφωνίας είχαν δικαίωμα τερματισμού της με προειδοποίηση τριάντα ημερών. Ενόψει τούτου, υποβάλλουν πως σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι ο τερματισμός ήταν αντισυμβατικός, ο εφεσείων θα δικαιούται να αποζημιωθεί με ποσό ανάλογο των προμηθειών και των εισοδημάτων που θα είχε για περίοδο τριάντα ημερών και τίποτε περισσότερο. Λέγουν ωστόσο, ότι ο εφεσείων δεν έχει προσκομίσει επί του προκειμένου οποιαδήποτε μαρτυρία στη βάση της οποίας θα μπορούσε να επιδικαστεί τέτοια αποζημίωση. Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, οι εφεσίβλητοι εισηγούνται ότι το γεγονός ότι ο εφεσείων εργοδοτήθηκε μερικούς μήνες μετά τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας, στην εταιρεία ΕΤΝΑ, η οποία μετονομάστηκε σε Interlife, αποτέλεσε νόμιμη αιτία απώλειας όλων των δικαιωμάτων του που απέρρεαν από τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας, κατ' εφαρμογή σχετικού όρου του Schedule of Compensation Number III ήτοι
«In the event the Agency Manager becomes associated in the Territory with another life insurance company within two years after termination of this Agreement all further Termination Allowance payments hereunder shall immediately cease.»
Οι εφεσίβλητοι υποβάλλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι ουδέποτε συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων νέα δεσμευτική συμφωνία σε αντικατάσταση των επίδικων συμφωνιών εφόσον ο εφεσείων αποδεδειγμένα υπέγραψε τη νέα συμφωνία τεκμ. 8 και λανθασμένα το δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της κας Ανδρούλας Αριστοδήμου (Μ.Υ.1) σε σχέση με το εν λόγω έγγραφο τεκμ. 8 καθώς και για ό,τι αφορούσε στο υπόλοιπο του δανείου που δι' ανταπαιτήσεως αξίωσαν οι εφεσίβλητοι από τον εφεσείοντα.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του δικάσαντος δικαστηρίου, αναφερόμενος στη νομική σημασία της ενέργειας των εφεσιβλήτων να ζητήσουν από τον εφεσείοντα να εγκαταλείψει κλπ. τα γραφεία του υποκαταστήματός τους στη Λεμεσό είπε τα εξής:
«Βρίσκω ότι η ενέργεια των εναγομένων να ζητήσουν από τον ενάγοντα να εγκαταλείψει πάραυτα τα υποστατικά στα οποία στεγάζονταν τα γραφεία του υποκαταστήματος τους στη Λεμεσό και να παραδώσει τα κλειδιά των εν λόγω υποστατικών, όπως και όλα τα έγγραφα που ήταν στην κατοχή του και φυλάσσονταν στα εν λόγω υποστατικά, στην ουσία αναιρεί τη δοθείσα στον ενάγοντα με την επιστολή τεκμήριο 9, προθεσμία των 30 ημερών που προνοείται από τις επίδικες συμφωνίες. Σαν αποτέλεσμα βρίσκω ότι δεν δόθηκε στον ενάγοντα η προνοούμενη από τις επίδικες συμφωνίες για σκοπούς τερματισμού των εν λόγω συμφωνιών, προειδοποίηση. Κατά συνέπεια βρίσκω ότι οι εναγόμενοι τερμάτισαν τις επίδικες συμφωνίες αντισυμβατικά και συνεπώς κατά παράβαση των επίδικων συμφωνιών.»
Η πιο πάνω διαπίστωση συνάδει με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και ενόψει τούτου θεωρούμε πως δεν συντρέχει βάσιμος λόγος επέμβασης προς ανατροπή της διαπίστωσης.
Καθόσον αφορά τη θέση των εφεσιβλήτων ότι ουδέποτε έγινε η συνάντηση της 29.10.2001 και συνεπώς ουδέποτε διαμείφθηκαν τα όσα ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι διαμείφθηκαν σ' εκείνη τη συνάντηση αλλά και για ό,τι αφορά τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων ότι η επιστολή (τεκμ. 11α) είχε συνταχθεί για να σταλεί συστημένη στον εφεσείοντα προτού η επιστολή (τεκμ. 10) των δικηγόρων του κοινοποιηθεί σ' αυτούς, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αναφέρει τα εξής:
«Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι οι θέσεις των εναγομένων, όπως αυτές προβάλλουν μέσα από τα δικόγραφά τους και έχουν προωθηθεί στο στάδιο της αντεξέτασης του ενάγοντα, είναι ότι, ουδέποτε έλαβε χώρα η συνάντηση της 29ης.10.2001 και συνεπώς ουδέποτε διημείφθησαν τα όσα ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι διημείφθησαν κατά την εν λόγω συνάντηση, καθώς επίσης και ότι η επιστολή τεκμήριο 11(α) συντάχθηκε, υπογράφηκε και προωθήθηκε για αποστολή στον ενάγοντα με συστημένο ταχυδρομείο προτού κοινοποιηθεί στα γραφεία των εναγομένων η επιστολή των δικηγόρων του ενάγοντα τεκμήριο 10. Πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι εν λόγω θέσεις των εναγομένων στην ουσία παρέμειναν μετέωρες και ατεκμηρίωτες - υπενθυμίζω ότι η πτυχή της επί του προκειμένου μαρτυρίας της Μ.Υ.1 έχει κριθεί ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων - παρατηρώ τα εξής. Αν όντως οι εναγόμενοι είχαν υπογράψει, όπως ισχυρίζονται, το τεκμήριο 8 στις 26.10.2001 και η συνεργασία τους με τον ενάγοντα θα συνέχιζε πλέον με νέους όρους, αυτούς που περιέχονται στο τεκμήριο 8, τότε γιατί στις 29.10.2001, δηλαδή μόλις τρεις μέρες αργότερα, έκριναν αναγκαίο να απευθύνουν στον ενάγοντα συστημένη επιστολή με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, την επιστολή τεκμήριο 11(α); Τι είναι εκείνο που μεσολάβησε το τόσο ουσιώδες ώστε να καταστεί επιβεβλημένη η αποστολή στον ενάγοντα του τεκμηρίου 11(α); Μήπως για να του επισημάνουν τα «αυτονόητα», όπως οι εναγόμενοι τα χαρακτηρίζουν στην εν λόγω επιστολή τους και συγκεκριμένα την ακύρωση και αντικατάσταση των επίδικων συμφωνιών με τη συμφωνία τεκμήριο 8 ή για να του υπενθυμίσουν ότι ούτε αυτοί ούτε ο ενάγοντας «δεν θα έχει ή θα διατηρεί οποιαδήποτε αξίωση ή απαίτηση που μπορεί να πηγάζει» από τις επίδικες συμφωνίες; Ή μήπως για να τον πληροφορήσουν ότι αποσύρουν την επιστολή τερματισμού των επίδικων συμφωνιών, δύο συμφωνιών οι οποίες είχαν ήδη, σύμφωνα με πάντα με τους ίδιους, ακυρωθεί και αντικατασταθεί από το τεκμήριο 8 και συνεπώς η ανάκληση ή όχι του τερματισμού τους είχε καταστεί άνευ σημασίας; Δεν έχω καμιά αμφιβολία στο μυαλό μου ότι το θέμα ύπαρξης σοβαρού ενδεχομένου οι εναγόμενοι να κληθούν να καταβάλλουν στον ενάγοντα αποζημιώσεις για παραβίαση των επίδικων συμφωνιών λόγω αντισυμβατικού τερματισμού, «έκαιγε» τους εναγόμενους ειδικά μετά την επιστολή των δικηγόρων του ενάγοντα τεκμήριο 10. Δεν έχω επίσης καμιά αμφιβολία ότι στα πλαίσια της εν λόγω προσπάθειας των εναγομένων, δηλαδή της προσπάθειας τους για απάλειψη των δυσμενών συνεπειών που ο αντισυμβατικός μονομερής από μέρους τους τερματισμός των επίδικων συμφωνιών ενδεχομένως να συνεπαγόταν για τους ίδιους, εντάσσεται και η θέση τους ότι ουδέποτε έλαβε χώρα η συνάντηση της 29ης.10.2001. Έχω ήδη παραθέσει αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής τεκμήριο 11(α), πιο πάνω, γι' αυτό θεωρώ περιττό να προσθέσω οτιδήποτε σε σχέση με το περιεχόμενό του. Περιορίζομαι να υπενθυμίσω ότι η εν λόγω επιστολή φέρει την ίδια με το τεκμήριο 10 ημερομηνία, δηλαδή 29.10.2001. Σαν αποτέλεσμα βρίσκω ότι ουδέποτε συνομολογήθηκε, μεταξύ ενάγοντα και εναγομένων, νέα δεσμευτική συμφωνία σε αντικατάσταση των επίδικων συμφωνιών και συγκεκριμένα η συμφωνία τεκμήριο 8Α.»
��
Οι πιο πάνω παρατηρήσεις και τα ερωτηματικά που ευστόχως έθεσε ο πρωτόδικος δικαστής στα πλαίσια εξέτασης της μαρτυρίας και των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων είναι εύλογα και οι απαντήσεις που έδωσε συνιστούν ασφαλές υπόβαθρο των τελικών συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε.
Εξετάσαμε τις θέσεις και εισηγήσεις των διαδίκων που πρόβαλαν αντιστοίχως και την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν στα πλαίσια της έφεσης και αντέφεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι ο εφεσείων αντεξεταζόμενος δέχθηκε ότι οι προμήθειες τις οποίες δικαιούτο μέχρι τον τερματισμό των επίδικων συμφωνιών έχουν εξοφληθεί εφόσον είχαν καταβληθεί κανονικά.
Ο εφεσείων έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου μεγάλο αριθμό εγγράφων με πληθώρα στοιχείων και λεπτομερειών για την κατανόηση των οποίων απαραιτήτως χρειαζόταν να δοθούν λεπτομέρειες και εξηγήσεις προκειμένου να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της ορθότητας των υπολογισμών του στη βάση των οποίων στηρίχθηκε η αξίωση για αποζημιώσεις. Το βάρος απόδειξης των εν λόγω στοιχείων βρισκόταν στους ώμους του εφεσείοντα ο οποίος απέτυχε να το αποσείσει αφού, όπως ορθά διαπίστωσε ο πρωτόδικος δικαστής, απέτυχε να εξειδικεύσει στην έκθεση απαίτησης τα επιμέρους στοιχεία τα οποία συνέθεταν τις ειδικές ζημιές που κατ' ισχυρισμό υπέστη. Ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει κατά τρόπο αυστηρό τις ειδικές ζημιές που διεκδίκησε με την αγωγή του. Έχει κατ' επανάληψη τονιστεί από το Εφετείο ότι οι ειδικές ζημιές πρέπει να αποδεικνύονται αυστηρά και με θετική μαρτυρία και ότι δεν είναι αρκετό να προβάλλονται στα δικόγραφα αλλά πρέπει και να αποδεικνύονται με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία. Βλ. Πίριλλος v. Κονναρή (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1153, Ερωτοκρίτου, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Δημήτρη Kουμπαρή κ.ά. v. Φούτρη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 921 και Μεταξάκης v. Δήμου Λευκωσίας (2003) 1 Α.Α.Δ. 467.
Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με το θέμα της απόδειξης των ειδικών ζημιών είναι ορθά. Έχουμε διεξέλθει το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια καθώς και την προφορική μαρτυρία του εφεσείοντα σε σχέση με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης. Είναι γεγονός ότι τα έγγραφα από μόνα τους δεν ήταν υποβοηθητικά στη διαμόρφωση καθαρής εικόνας στη βάση της οποίας θα μπορούσε να προσδιοριστούν με την δέουσα βεβαιότητα οι ειδικές ζημιές. Δεν διατηρούμε καμιά αμφιβολία ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, ως κατ' εξοχή αρμόδιο να αξιολογήσει τη μαρτυρία ορθά αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του εφεσείοντα για ασφαλή υπολογισμό της ζημιάς του που προέκυψε από τον αντισυμβατικό τερματισμό των επίδικων συμβάσεων.
Το γεγονός ότι ο εφεσείων κατά παράβαση του σχετικού όρου του Schedule of Compensation Number III (ανωτέρω) συνήψε συμφωνία με ανταγωνιστική εταιρεία των εφεσιβλήτων δηλαδή προτού εκπνεύσει η προβλεπόμενη χρονική περίοδος των δύο χρόνων από τον τερματισμό των επίδικων συμφωνιών (29.11.2001) αποτέλεσε νόμιμη αιτία απώλειας των ωφελημάτων τερματισμού, υπό μορφή αποζημίωσης στα οποία άλλος θα δικαιούτο. Ορθή επί του προκειμένου είναι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Κάθε πλευρά να επωμισθεί τα δικά της έξοδα.
Η έφεση και αντέφεση απορρίπτονται. Κάθε πλευρά επωμίζεται τα δικά της έξοδα.