ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 453

10 Μαρτίου, 2011

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

(Πολιτική Aίτηση Aρ. 127/2010)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ YEVGENIY SURAY, ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΑ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ,

ΚΑΤΟΧΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡ. ΑΤ342421,

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ 97/70,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΗΜΕΡ. 26.10.2010, ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΑΡ. 3/10.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 128/2010)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΟLEKSANDR SKOCHYK, ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΑ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ, ΚΑΤΟΧΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡ. ΕΕ527732, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ 97/70,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΗΜΕΡ. 26.10.2010, ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΑΡ. 2/10.

(Πολιτικές Aιτήσεις Aρ. 127/2010, 128/2010)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αιτήσεις για έκδοση ενταλμάτων Habeas Corpus προς απελευθέρωση φυγοδίκων από νόμιμη κράτηση για σκοπούς έκδοσής τους ― Δικαιοδοσία Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις Habeas Corpus.

Έκδοση φυγοδίκων ― Κατά πόσο είναι απαραίτητο τα εγκλήματα που προσδιορίζονται στη σχετική εξουσιοδότηση να συμπίπτουν στα τυπικά τους στοιχεία με εκείνα που αναγράφονται στο ένταλμα σύλληψης.

Έκδοση φυγοδίκων ― Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970, Ν.97/70 ― Αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση φυγοδίκου η ύπαρξη τέτοιας μαρτυρίας ώστε, αν το αδίκημα είχε διαπραχθεί στην Κύπρο, να δικαιολογούσε την παραπομπή του φυγοδίκου σε δίκη σύμφωνα με το Άρθρο 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Υπό ποίες περιστάσεις επεμβαίνει το Εφετείο στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί αυτού του θέματος.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε απόφαση έκδοσης των αιτητών στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π.Α.) αφού αυτοί φέρονται να έχουν διαπράξει, κατά παράβαση των νόμων των Η.Π.Α., το αδίκημα της συνομωσίας για προμήθεια αναβολικών στεροειδών, το αδίκημα της συνομωσίας για την εισαγωγή αναβολικών στεροειδών στις Η.Π.Α. και το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη ξεπλύματος χρημάτων. Η απόφαση είχε εκδοθεί σύμφωνα με τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970, Ν.97/70 (ο «Νόμος») και της Συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής αναφορικά με τον περί Έκδοσης Φυγοδίκων η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 8(ΙΙΙ)/2008. Το Δικαστήριο διέταξε την κράτηση των αιτητών μέχρι την έκδοσή τους.

Οι αιτητές καταχώρησαν πανομοιότυπες αιτήσεις με τις οποίες επιδιώκουν την έκδοση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 10 του Νόμου 97/70. Εισηγήθηκαν, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) βάσισε την απόφασή του σε μη αποδεχτή μαρτυρία, αφού η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν εξ ακοής μαρτυρία και επίσης είχε ληφθεί παράνομα, κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος, και (β) εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούντο όλες οι προϋποθέσεις του κυρωτικού Νόμου 8(ΙΙΙ)/2008 και του Νόμου 97/70.

Κατά το στάδιο της συζήτησης της αίτησης ο συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε ότι δεν ικανοποιείται, εν προκειμένω, η προϋπόθεση της διπλής ή αμφίπλευρης εγκληματικότητας, αφού, τα αντικείμενα για τα οποία γίνεται συζήτηση, αφορούν φαρμακευτικές ουσίες οι οποίες σύμφωνα με τη νομοθεσία των Η.Π.Α. κατατάσσονται ως ναρκωτικά ενώ οι ουσίες αυτές, σύμφωνα με τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο 27/77, δεν αποτελούν ναρκωτικές ουσίες. Απαιτείται η εξασφάλιση μόνο άδειας εισαγωγής και για την κατανάλωση ιατρική συνταγή.

Η συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι από το σύνολο της μαρτυρίας που καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, η εισαγωγή και κυκλοφορία των συγκεκριμένων ουσιών χωρίς άδεια, αποτελεί αδίκημα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο δικαστικός έλεγχος προβλέπεται ρητά από το Άρθρο 9(5) του Νόμου και αφορά τα προβλεπόμενα από τη ξένη χώρα αποδεικτικά στοιχεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφαίνεται κατά πόσο η μαρτυρία είναι επαρκής, για να παραπεμφθεί ο συλληφθείς σε δίκη, εάν και εφόσον τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί στην Κύπρο. Ο βαθμός απόδειξης αντιστοιχεί με τον αναμενόμενο, σε περιπτώσεις προανακρίσεων (Άρθρο 94 του Κεφ. 155) και είναι κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία δημιουργεί πιθανό τεκμήριο ενοχής. Ταυτοχρόνως, το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί μόνο σε μαρτυρικά στοιχεία που συνιστούν αποδεκτή μαρτυρία.

2.  Υπάρχει η ανάγκη τήρησης των δεσμεύσεων που επιβάλλουν οι διεθνείς ή διμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών, που υπογράφονται με στόχο το αμοιβαίο όφελος και δεν πρέπει να εμποδίζεται η εκπλήρωσή τους για ασήμαντους λόγους.

3.  Για να ικανοποιηθεί η αρχή της διπλής εγκληματικότητας, δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν στα τυπικά τους στοιχεία, τα αδικήματα τα προσδιοριζόμενα για έκδοση φυγοδίκου με τα αναφερόμενα στο ένταλμα σύλληψης, αλλά κατά πόσο η συμπεριφορά του φυγοδίκου, αν αυτή παρατηρηθεί στη χώρα μας, θα συνιστούσε αδίκημα.

4.      Στην εξεταζόμενη περίπτωση ικανοποιείται η αρχή της αμφίπλευρης εγκληματικότητας, αφού η δραστηριότητα που αποδίδεται στους αιτητές θεωρείται και στην Κύπρο ποινικώς κολάσιμη πράξη, κάτω βεβαίως από το πρίσμα της εξέτασης των περιστατικών της υπόθεσης, όπως επιβάλλει η νομολογία.

5.  Οι αιτητές απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που είχαν ότι η μαρτυρία που παρουσιάστηκε δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή λόγω αντίθεσής της με το Άρθρο 17 του Συντάγματος.

6.  Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις Habeas Corpus είναι περιορισμένη. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όριά της.

7.  Η εισήγηση των αιτητών ότι αυτοί είχαν παγιδευτεί από πράκτορες των Η.Π.Α., οι οποίοι τους συνάντησαν στην Κύπρο με στόχο να εξασφαλίσουν μαρτυρία από αυτούς, στερείται ερείσματος.

Οι αιτήσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191,

Katcho κ.ά. (2004) 1(B) Α.Α.Δ. 793,

Shylenko (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1111,

Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών v. Golov (2001) 1(B) A.A.Δ.1109,

Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134.

Aιτήσεις.

Κ. Ταμπούρλας, για τους Αιτητές.

Ελ. Λοϊζίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τη Δημοκρατία.

Oι Αιτητές είναι παρόντες.

Cur. adv. vult.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 26 Οκτωβρίου, 2010, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στα πλαίσια των αιτήσεων έκδοσης φυγοδίκων αριθμ. 2/10 και 3/10, που συνεκδικάστηκαν, εξέδωσε απόφαση έκδοσης των αιτητών στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής («Η.Π.Α.»), σύμφωνα με τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970, Ν.97/70 (ο «Νόμος») και της Συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής αναφορικά με τον περί Έκδοσης Φυγοδίκων η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 8(ΙΙΙ)/2008. («Η Συμφωνία»).

Οι αιτητές, σύμφωνα με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, φέρονται να έχουν διαπράξει, κατά παράβαση των νόμων των Η.Π.Α., το αδίκημα της συνομωσίας για προμήθεια αναβολικών στεροειδών, το αδίκημα της συνομωσίας για την εισαγωγή αναβολικών στεροειδών στις Η.Π.Α. και το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη ξεπλύματος χρημάτων, αδικήματα για τα οποία προβλέπονται ποινές για τα δυο πρώτα 5 χρόνια και 20 χρόνια για το τρίτο. Για τα εν λόγω αδικήματα καταχωρήθηκε κατηγορητήριο στην Ποιν. Υποθ. 10-61 στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Δυτικής Επαρχίας της Πενσυλβανίας των Η.Π.Α..

Οι δραστηριότητες των αιτητών, που οδήγησαν στην καταχώρηση της πιο πάνω υπόθεσης, έχουν αντιστοιχία με τα πιο κάτω αδικήματα σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο.

(α) συνομωσία για διάπραξη κακουργήματος, Αρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα,

(β) συνομωσία για προμήθεια, προμήθεια και εισαγωγή αναβολικών στεροειδών κατά παράβαση των Άρθρων 99(1)(α) και (β) του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμος 70(Ι)/2001)) και

(γ) και αδικήματα κατά παράβαση των Αρθρων 3, 4 και 5 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007.

Μετά τη διαπίστωση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι προβλεπόμενες από την πιο πάνω νομοθεσία, προϋποθέσεις, ικανοποιούντο, διατάχθηκε η κράτηση των αιτητών μέχρι την έκδοσή τους.

Οι αιτητές καταχώρισαν πανομοιότυπες αιτήσεις με τις οποίες επιδιώκουν την έκδοση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, όπως προβλέπεται στο Αρθρο 10 του Νόμου 97/70.

Η αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, στην εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε την απόφασή του σε μη αποδεχτή μαρτυρία, παραγνωρίζοντας την αρχή που επιβάλλει την αναγκαιότητα χρήσης, μόνο αποδεχτής μαρτυρίας, για διαπίστωση των προϋποθέσεων για έκδοση φυγοδίκου. Εξειδικεύοντας περαιτέρω αυτή την εισήγηση οι ευπαίδευτοι συνήγοροι εισηγήθηκαν ότι η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν εξ ακοής μαρτυρία και επίσης λήφθηκε παράνομα κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος.

Ως δεύτερο λόγο για την επιτυχή έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούντο όλες οι προϋποθέσεις του κυρωτικού Νόμου 8(ΙΙΙ)/2008 και του Νόμου 97/70.

Κατά το στάδιο της συζήτησης της αίτησης ο ευπαίδευτος συνήγορος επικέντρωσε την προσοχή του, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι αποτελεί την κορωνίδα της εισήγησής του, το γεγονός ότι δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση της διπλής ή αμφίπλευρης εγκληματικότητας. Τα αντικείμενα για τα οποία γίνεται συζήτηση, υποστήριξε ο συνήγορος, αφορούν φαρμακευτικές ουσίες οι οποίες σύμφωνα με τη νομοθεσία των Η.Π.Α. κατατάσσονται ως ναρκωτικά ενώ οι ουσίες αυτές, σύμφωνα με τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο 27/77, δεν αποτελούν ναρκωτικές ουσίες. Απαιτείται η εξασφάλιση μόνο άδειας εισαγωγής και για την κατανάλωση ιατρική συνταγή.

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι η δοθείσα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου μαρτυρία καταγράφεται με σαφήνεια στην πρωτόδικη απόφαση και σύμφωνα με την υφιστάμενη νομολογία η προσαχθείσα μαρτυρία μπορεί να περιορίζεται μόνο σε έκθεση γεγονότων. Στα δε αδικήματα τα οποία καταγράφονται στην εξουσιοδότηση είναι και η συνομωσία για τη διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του Αρθρου 99 του Νόμου 70(Ι)/2001 και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με βάση το Νόμο 188(Ι)/2007. Από το σύνολο της μαρτυρίας που καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, η εισαγωγή και κυκλοφορία των συγκεκριμένων ουσιών χωρίς άδεια, αποτελεί αδίκημα, όπως είπε.

Οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην άσκηση της δικαιοδοσίας του για την έκδοση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus έχουν αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων και ιδιαιτέρως αναφέρομαι στην υπόθεση Hachem v. Διευθυντή Kεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191. Ο δικαστικός έλεγχος προβλέπεται ρητά από το Αρθρο 9(5) του Νόμου και αφορά τα προβλεπόμενα από τη ξένη χώρα αποδεικτικά στοιχεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφαίνεται κατά πόσο η μαρτυρία είναι επαρκής, για να παραπεμφθεί ο συλληφθείς σε δίκη, εάν και εφόσον τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί στην Κύπρο. Ο βαθμός απόδειξης αντιστοιχεί με τον αναμενόμενο, σε περιπτώσεις προανακρίσεων (Αρθρο 94 του Κεφ. 155) και είναι κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία δημιουργεί πιθανό τεκμήριο ενοχής. Ταυτοχρόνως, το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί μόνο σε μαρτυρικά στοιχεία που συνιστούν αποδεκτή μαρτυρία. Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Katcho κ.ά. (2004) 1(B) Α.Α.Δ. 793.

Έχω πάντοτε στο μυαλό μου ότι το παρόν Δικαστήριο δεν ενεργεί ως εφετείο αλλά απλώς εξετάζει κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα πλαίσια του Νόμου. Παράλληλα στην υπόθεση Shylenko (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1111 επιβεβαιώθηκε η ανάγκη τήρησης των δεσμεύσεων που επιβάλλουν οι διεθνείς ή διμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών, που υπογράφονται με στόχο το αμοιβαίο όφελος και δεν πρέπει να εμποδίζεται η εκπλήρωση τους για ασήμαντους λόγους.

Η μη τήρηση των προϋποθέσεων του Νόμου και της Συμφωνίας, όπως υποστήριξαν οι αιτητές, έχουν ως επίκεντρο την παράβαση της αρχής της διπλής εγκληματικότητας.

Το Αρθρο 2 της Συμφωνίας (Ν.8(ΙΙΙ)/(2008), προσδιορίζει ότι «το αδίκημα» για το οποίο χωρεί έκδοση, πρέπει να τιμωρείται με στέρηση της ελευθερίας πέραν του έτους και στα δυο Συμβαλλόμενα Κράτη. Το Αρθρο 2(3)(α) καθορίζει ότι αποτελεί αδίκημα για σκοπούς του Νόμου, ανεξαρτήτως αν κατατάσσεται από ένα συμβαλλόμενο κράτος στην ίδια κατηγορία αδικημάτων. Στο δε Αρθρο 5(1)(α) του Νόμου 97/70, αναφέρεται ο ορισμός του «αδικήματος» για το οποίο χωρεί έκδοση.

Η εισαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων, όπως αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασιζόμενο στη μαρτυρία του Χρ. Πέτρου, Φαρμακευτικού Λειτουργού, απαιτεί την εξασφάλιση αδείας, με βάση το Αρθρο 9 του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου 70(Ι)/2001. Η κυκλοφορία τους επίσης απαγορεύεται χωρίς ιατρική συνταγή.

Ορθώς, κατά την άποψη μου, πρωτοδίκως έγινε από το Δικαστήριο αναφορά στην υπόθεση Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών v. Golov (2001) 1(B) A.A.Δ.1109, για να τονιστεί ότι δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν στα τυπικά τους στοιχεία, τα αδικήματα τα προσδιοριζόμενα για έκδοση φυγόδικου με τα αναφερόμενα στο ένταλμα σύλληψης, αλλά κατά πόσο η συμπεριφορά του φυγόδικου, αν αυτή παρατηρηθεί στη χώρα μας, θα συνιστούσε αδίκημα (Hachem - ανωτέρω).

Συνακόλουθα βρίσκω, όπως αποτελεί εύρημα και του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ικανοποιείται η αρχή της αμφίπλευρης εγκληματικότητας, αφού η δραστηριότητα που αποδίδεται στους αιτητές θεωρείται και στην Κύπρο ποινικώς κολάσιμη πράξη, κάτω βεβαίως από το πρίσμα της εξέτασης των περιστατικών της υπόθεσης, όπως επιβάλλει η νομολογία (Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134). Το ίδιο ισχύει και για το αδίκημα της συνωμοσίας του Αρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα και του Νόμου 188(Ι)/2007, που σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που προβλέπουν ποινές πέραν του ενός έτους.

Το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε από τους αιτητές, εδράζεται, όπως ανέφερα πιο πάνω στην εισήγηση ότι η μαρτυρία που παρουσιάστηκε δεν μπορούσε να γίνει αποδεχτή λόγω αντίθεσης με το Άρθρο 17 του Συντάγματος. Προβλήθηκε και πρωτοδίκως το ίδιο επιχείρημα και θεωρώ ότι ορθώς απορρίφθηκε γιατί οι αιτητές απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που είχαν ότι η μαρτυρία λήφθηκε παράνομα.

Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις Habeas Corpus είναι περιορισμένη όπως τονίστηκε στην υπόθεση Katcho κ.ά. (ανωτέρω), δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όρια της.

Οι αιτητές εισηγούνται ότι είχαν παγιδευτεί από πράκτορες των Η.Π.Α., οι οποίοι τους συνάντησαν στην Κύπρο με στόχο να εξασφαλίσουν μαρτυρία από αυτούς. Ο συνήγορος τους αναγνώρισε ότι θα μπορούσε να γίνει επίκληση της υπόθεσης Katcho κ.ά. (ανωτέρω) ώστε να απαντηθεί το πιο πάνω παράπονο των αιτητών αλλά εισηγήθηκε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης διαφέρουν ουσιωδώς. Η εισήγηση αυτή δε με βρίσκει σύμφωνο. Το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση δίδει την απάντηση.

«Σύμφωνα με τη μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον μου η συνάντηση που διευθετήθηκε με τους Καθ' ών η Αίτηση σε ξενοδοχείο στη Λευκωσία και αποσκοπούσε πράγματι στην αποκάλυψη της ταυτότητας αυτών των ατόμων αφού η όλη δράση τους και  επαφές που είχαν με τους πελάτες τους από τη χώρα τους ήταν ήδη γνωστή στις αστυνομικές αρχές των Η.Π.Α. μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικές διευθύνσεις οι οποίες δεν αποκάλυπταν την αληθινή τους ταυτότητα. Οι Καθ' ών η Αίτηση δεν ανακρίθηκαν από το μυστικό πράκτορα που τους συνάντησε στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο όπου από μόνοι τους και  οικιοθελώς μετέβησαν εκεί για να διαπραγματευτούν τη περαιτέρω δραστηριοποίηση τους στην εξαγωγή απαγορευμένων και παράνομων φαρμακευτικών ουσιών στις Η.Π.Α (βλ. Katcho κ.ά. (2004) 1(B) A.A.Δ.793 στην οποία υιοθετείται η παρόμοια αγγλική αυθεντία Liangsiriprasert v. United States Government [1990] 2 All E.R. 866 P.C.). Το ότι μεθοδεύτηκε η συνάντηση αυτή εκ μέρους του κ. Grillo για να αποκαλυφθούν οι ταυτότητες των Καθ' ών η Αίτηση δεν κρίνω ότι καθιστά καταχρηστική τη διαδικασία της έκδοσής τους. Η αιτούσα χώρα είχε ήδη στα χέρια της κατά τη συνάντηση η οποία έλαβε χώρα στις 17.03.2010 ικανή μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει τους Καθ' ών η Αίτηση ενώπιον της Δικαιοσύνης. Τίποτε από όσα αναφέρονται στο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μαρτυρεί ότι αυτοί παγιδεύτηκαν κατά τρόπο που θα εξασφαλιζόταν μαρτυρία εναντίον τους για πρώτη φορά η οποία θα παρουσιαζόταν είτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας για να υποστηριχθεί το αίτημα για την έκδοση τους είτε ενώπιον του Δικαστηρίου των Η.Π.Α. όπου θα διεξαχθεί η δίκη τους».

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ούτε αυτή η εισήγηση έχει έρεισμα, και βρίσκω ότι η κράτηση των αιτητών είναι νόμιμη.

Οι αιτήσεις απορρίπτονται.

Oι αιτήσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο