ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 83
24 Ιανουαρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. ΜΑΡΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
2. ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1 και 3,
v.
DANIELLA DENILLA,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 27/2008)
Αστικά αδικήματα ― Παράνομη επέμβαση σε διαμέρισμα ― Ιδιοποίηση κινητών τα οποία ευρίσκοντο εντός αυτού ― Κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη στη διάπραξη των αδικημάτων, ώστε να καθίστανται υπόλογοι για αποζημιώσεις.
Συμβάσεις ― Ερμηνεία συμβάσεων ― Σύμβαση πώλησης ακινήτου ― Απουσία αναφοράς σε χρόνο παράδοσης κατοχής ― Κατά πόσο μπορούσε να εξομοιωθεί με πρόνοια άμεσης κατοχής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής αφορούν σε διαμέρισμα με αρ. 24 στην οδό Αγίου Ανδρέου 55 στη Λεμεσό, το οποίο ανήκε στο δεύτερο εφεσείοντα (τρίτο εναγόμενο) γιο του πρώτου εφεσείοντος (πρώτου εναγόμενου). Με γραπτή σύμβαση που υπέγραψε ο πρώτος εφεσείων, ως «ιδιοκτήτης», το διαμέρισμα μισθώθηκε για περίοδο ενός χρόνου στην εφεσίβλητη έναντι £150 μηνιαίως. Η περίοδος μίσθωσης έληγε στις 15.3.2004. Το διαμέρισμα πωλήθηκε στις 10.9.2003 στον εναγόμενο 2 κατά τη διάρκεια απουσίας της εφεσίβλητης στη Ρουμανία για διακοπές και όταν στις 6.10.2003 η τελευταία επέστρεψε στην Κύπρο διαπίστωσε ότι η κλειδαριά του διαμερίσματος είχε αλλάξει και ο δεύτερος εναγόμενος είχε εισέλθει στο διαμέρισμα.
Η εφεσίβλητη αξίωσε αποζημιώσεις από τους εφεσείοντες και τον εναγόμενο 2 για την στέρηση της κατοχής του διαμερίσματος που νομίμως κατείχε ως ενοικιάστρια και για την παράνομη ιδιοποίηση κινητών αντικειμένων που της ανήκαν και που βρίσκονταν στο διαμέρισμα. Ήταν η μαρτυρία του πρώτου εφεσείοντος πως πληροφόρησε τον εναγόμενο 2 ότι στο διαμέρισμα βρισκόταν ενοικιαστής και πως ήταν μετά τη λήξη της ενοικίασης που θα αναλάμβανε κατοχή. Η μαρτυρία αυτή ενισχύετο και από τη μαρτυρία του δικηγόρου Χρ. Αδάμου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε υπόλογους και εξέδωσε απόφαση κατά των εναγομένων ως εξής: Σε σχέση με την παράνομη επέμβαση, κατά των εναγομένων 2 και 3, ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους £200. Σε σχέση με την ιδιοποίηση των κινητών εναντίον των εναγομένων 2 και 3, £2.340. Περαιτέρω, εναντίον μόνο του πρώτου εναγομένου, για παράβαση της σύμβασης μίσθωσης του διαμερίσματος, £1.445.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την όποια δική τους ανάμειξη στην παράνομη, όπως και οι ίδιοι τη θεωρούν, συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου. Υποστηρίζουν πως η καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του πρώτου εφεσείοντος και του δικηγόρου Χρ. Αδάμου ήταν εκδήλως λανθασμένη αλλά και πως, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι, από το πωλητήριο έγγραφο προέκυπτε πως, αφού δεν υπήρχε σ' αυτό ρητή αναφορά στο χρόνο παράδοσης της κατοχής στο δεύτερο εναγόμενο, αυτή θα ήταν άμεση, με την υπογραφή του συμβολαίου. Όπως, κατ' επέκταση, εσφαλμένη ήταν και η πτυχή της πρωτόδικης απόφασης πως, και αξιόπιστος να ήταν ο εφεσείων 1, η μαρτυρία του θα ήταν απαράδεκτη αφού θα ήταν εξωγενής, που θα αλλοίωνε ρητές πρόνοιες του πωλητηρίου εγγράφου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν είναι ορθή η θέση πως η μη αναφορά στο πωλητήριο έγγραφο στο χρόνο παράδοσης της κατοχής εξομοιώνεται με πρόνοια άμεσης κατοχής ούτε και η θέση πως προς εκείνη την κατεύθυνση δείχνουν οι επί μέρους όροι του πωλητηρίου εγγράφου στους οποίους αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το ότι ο πωλητής θα έδιδε στον αγοραστή πληρεξούσιο έγγραφο δεν φαίνεται να συσχετίζεται προς την παράδοση της κατοχής και, πάντως, αυτό θα γινόταν μετά την καταβολή £20.000, που, ακριβώς, θα γινόταν σε μελλοντική ημερομηνία. Η διαβεβαίωση στο πωλητήριο έγγραφο πως ουδείς διεκδικούσε τίτλο ή είχε επιβάρυνση, δικαίωμα, ή συμφέρον στο διαμέρισμα, παρέπεμπε προς τέτοια σε σχέση με το δικαίωμα της κυριότητας που ήταν το αντικείμενο του πωλητηρίου εγγράφου.
2. Το υπόβαθρο στο οποίο στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την απόδοση ευθύνης, είτε για την επέμβαση είτε για την παράβαση της σύμβασης ήταν ανεπαρκές και κάτω από τα δεδομένα, αφού δεν υπήρχε οποιασδήποτε φύσης θετική μαρτυρία για την αποδοθείσα «πρόκληση» της ή «συγκατάθεση» στην παράνομη είσοδο του δεύτερου εναγομένου στο διαμέρισμα, εσφαλμένα αποδόθηκε ευθύνη στους εφεσείοντες.
3. Η διαπίστωση στη βάση της μαρτυρίας του πρώτου εφεσείοντος πως δεν παρέδωσε κλειδί στον εναγόμενο 2, θα συνιστούσε επιπρόσθετη αδυναμία στην υπόθεση της εφεσίβλητης. Αυτό δε, ανεξάρτητα από τη μαρτυρία και του συνηγόρου του εφεσείοντος πως είχε καταστήσει σαφές στον εναγόμενο ότι θα παραλάμβανε την κατοχή όταν θα έληγε η ενοικίαση.
4. Έστω και αν αποδεικνυόταν η συνδρομή και η συγκατάθεση του εφεσείοντος 2 ως προς την ανάληψη της κατοχής του διαμερίσματος από τον εναγόμενο 2 δεν θα υπήρχε ίχνος μαρτυρίας για εμπλοκή του ή και του εφεσείοντος 1, στο ζήτημα της ιδιοποίησης των προσωπικών αντικειμένων της εφεσίβλητης.
Η έφεση επιτράπηκε με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσειόντων.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kαπετάνιου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7887/03), ημερομ. 23.11.2007.
Σ. Φασουλιώτης για Χρ. Πουργουρίδη για τους εφεσείοντες.
Α. Ιωάννου για Δ. Αριστείδου για την εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη/ενάγουσα αξίωσε από τους εφεσείοντες (εναγομένους 1 και 3) και τον εναγόμενο 2, αποζημιώσεις για δυο αιτίες. Για τη στέρηση της κατοχής του διαμερίσματος που νομίμως κατείχε ως ενοικιάστρια και για την παράνομη ιδιοποίηση κινητών αντικειμένων που της ανήκαν και που βρίσκονταν στο διαμέρισμα. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε υπόλογους και εξέδωσε απόφαση κατά των εναγομένων ως εξής: Σε σχέση με την παράνομη επέμβαση, κατά των εναγομένων 2 και 3, ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους £200. Σε σχέση με την ιδιοποίηση των κινητών εναντίον των εναγομένων 2 και 3, £2.340. Περαιτέρω, εναντίον μόνο του πρώτου εναγομένου, για παράβαση της σύμβασης μίσθωσης του διαμερίσματος, £1.445.
Ο δεύτερος εναγόμενος είχε καταχωρίσει σημείωμα εμφανίσεως και υπεράσπιση στην αγωγή αλλά δεν συμμετέσχε περαιτέρω στη διαδικασία. Ούτε εφεσίβαλε την απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του. Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολό της.
Το διαμέρισμα με αρ. 24 στην οδό Αγίου Ανδρέου 55 στη Λεμεσό, ανήκε στο δεύτερο εφεσείοντα (τρίτο εναγόμενο) γιο του πρώτου εφεσείοντα (πρώτο εναγόμενο). Με γραπτή σύμβαση που υπέγραψε ο πρώτος εφεσείων, ως «ιδιοκτήτης», το διαμέρισμα μισθώθηκε, έναντι £150 μηνιαίως, στην εφεσίβλητη για ένα χρόνο, περίοδος που έληγε στις 15.3.2004. Ενώ η εφεσίβλητη απουσίαζε στη Ρουμανία για διακοπές, οι εφεσείοντες 1 και 3 διαπραγματεύθηκαν την πώληση του διαμερίσματος στον εναγόμενο 2. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν και υπεγράφη σύμβαση πώλησης του διαμερίσματος ημερομηνίας 10.9.2003. Ενώ η εφεσίβλητη επέστρεφε από το εξωτερικό, στις 6.10.03, ειδοποιήθηκε από την αδελφή της πως δεν μπορούσε να ανοίξει το διαμέρισμα με τα κλειδιά που της είχε αφήσει. Ειδοποίησε την αστυνομία και, κάτω από περιστάσεις που δεν χρειάζεται να εξηγηθούν, εν τέλει διαπιστώθηκε πως η κλειδαριά του διαμερίσματος ήταν πράγματι αλλαγμένη και πως ο δεύτερος εναγόμενος είχε εισέλθει στο διαμέρισμα. Κατά την Έκθεση Απαίτησης, «με τη συγκατάθεση και/ή την εξουσιοδότηση και/ή την προτροπή και/ή την ανοχή και/ή τη συνεργασία» των εφεσειόντων 1 και 3.
Μαρτυρία θετική προς την κατεύθυνση της απόδειξης των πιο πάνω ισχυρισμών σε σχέση με την ευθύνη των εφεσειόντων 1 και 3, δεν προσάχθηκε από την εφεσίβλητη. Αντίθετα, ήταν η μαρτυρία του εφεσείοντα 1 αλλά και του δικηγόρου Χρ. Αδάμου πως το είχαν κάμει καθαρό στο δεύτερο εναγόμενο ότι το διαμέρισμα ήταν ενοικιασμένο και πως την κατοχή θα την αναλάμβανε κατά το τέλος της ενοικίασης. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού απέρριψε ως αναξιόπιστη αλλά και για άλλους λόγους αυτή τη μαρτυρία, έκρινε πως, παρά την έλλειψη θετικής μαρτυρίας για συγκεκριμένες ενέργειες των εφεσειόντων 1 και 3, από τη σύμβαση πώλησης που είχε υπογραφεί, προέκυπτε πως ο δεύτερος εφεσείων, ως ο πωλητής του διαμερίσματος, «προκάλεσε και ή συγκατατέθηκε προς τον εναγόμενο 2 να εισέλθει παράνομα στο εν λόγω διαμέρισμα». Την αξίωση κατά του πρώτου εφεσείοντα, πάνω στη βάση της παράνομης επέμβασης, την απέρριψε «αφού αυτός δεν είναι ιδιοκτήτης του εν λόγω διαμερίσματος και η σχέση του με την ενάγουσα είναι καθαρά συμβατική και προέρχεται από την ύπαρξη του ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερομηνίας 11.1.2003». Θεωρώντας όμως πως και ο πρώτος εφεσείων ήταν υπόλογος ακριβώς για παράβαση της σύμβασης ενοικίασης, αφού, για τους ίδιους λόγους, δεν τήρησε τη συμβατική υποχρέωση για παροχή στην αιτήτρια της κατοχής του διαμερίσματος για όλο το συμφωνημένο διάστημα.
Ανεξάρτητα από επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν σε σχέση με τις πιο πάνω ταξινομήσεις και συνακόλουθα συμπεράσματα, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την όποια δική τους ανάμειξη στην παράνομη, όπως και οι ίδιοι τη θεωρούν, συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου. Υποστηρίζουν πως η καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του πρώτου εφεσείοντα και του δικηγόρου Χρ. Αδάμου ήταν εκδήλως λανθασμένη αλλά και πως, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι, από το πωλητήριο έγγραφο προέκυπτε πως, αφού δεν υπήρχε σ' αυτό ρητή αναφορά στο χρόνο παράδοσης της κατοχής στο δεύτερο εναγόμενο, αυτή θα ήταν άμεση, με την υπογραφή του συμβολαίου. Όπως, κατ' επέκταση, εσφαλμένη ήταν και η πτυχή της πρωτόδικης απόφασης πως, και αξιόπιστος να ήταν ο εφεσείων 1, η μαρτυρία του θα ήταν απαράδεκτη αφού θα ήταν εξωγενής, που θα αλλοίωνε ρητές πρόνοιες του πωλητηρίου εγγράφου. Ήταν η μαρτυρία του εφεσείοντα 1 αλλά και του Χρ. Αδάμου πως πληροφόρησαν τον εναγόμενο 2 ότι στο διαμέρισμα βρισκόταν ενοικιαστής και πως ήταν μετά τη λήξη της ενοικίασης που θα αναλάμβανε κατοχή. Ανεξάρτητα από το κατά πόσο θα ήταν ορθό να γίνεται, εν προκειμένω, λόγος για ανεπίτρεπτη εξωγενή μαρτυρία, αφού αυτά αφορούσαν σε κατ' ισχυρισμό γεγονός κατά τη μαρτυρία μη συμβαλλομένων, άσχετο από το πώς θα ήταν δυνατό να ερμηνευθεί η σύμβαση, καταλήγουμε στα ακόλουθα:
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως η μη αναφορά στο πωλητήριο έγγραφο στο χρόνο παράδοσης της κατοχής εξομοιώνεται με πρόνοια για άμεση παράδοση της κατοχής. Επίσης δεν συμφωνούμε ότι προς εκείνη την κατεύθυνση δείχνουν οι επί μέρους όροι του πωλητηρίου εγγράφου στους οποίους αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Το ότι ο πωλητής θα έδιδε στον αγοραστή πληρεξούσιο έγγραφο δεν φαίνεται να συσχετίζεται προς την παράδοση της κατοχής και, πάντως, αυτό θα γινόταν μετά την καταβολή £20.000, που, ακριβώς, θα γινόταν σε μελλοντική ημερομηνία. Η διαβεβαίωση στο πωλητήριο έγγραφο πως ουδείς διεκδικούσε τίτλο ή είχε επιβάρυνση, δικαίωμα, ή συμφέρον στο διαμέρισμα, παρέπεμπε προς τέτοια σε σχέση με το δικαίωμα της κυριότητας που ήταν το αντικείμενο του πωλητηρίου εγγράφου. Τελικά δε, η τρίτη παραπομπή, στον όρο του συμφωνητικού εγγράφου πως σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης που θα υπέβαλλε ο δεύτερος εναγόμενος, ως αλλοδαπός, για άδεια αγοράς του διαμερίσματος θα δικαιούταν σε αποκλειστική κατοχή και χρήση του διαμερίσματος ως ουσιαστικά ανήκοντος σε εκείνον, δεν είναι δυνατό να διασυνδεθεί προς το επίμαχο ζήτημα αφού αναφερόταν σε μελλοντικό ενδεχόμενο.
Φαίνεται πως το υπόβαθρο στο οποίο στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για την απόδοση ευθύνης, είτε για την επέμβαση είτε για την παράβαση της σύμβασης ήταν ανεπαρκές και πως, κάτω από τα δεδομένα, αφού δεν υπήρχε οποιασδήποτε φύσης θετική μαρτυρία για την αποδοθείσα «πρόκληση» της ή «συγκατάθεση» στην παράνομη είσοδο του δεύτερου εναγομένου στο διαμέρισμα, εσφαλμένα αποδόθηκε ευθύνη στους εφεσείοντες. Σημειώνουμε εδώ και την ακόλουθη λεπτομέρεια: Ενώπιόν μας η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσίβλητη περιέλαβε στα στοιχεία που έδειχναν τέτοια «πρόκληση» ή «συγκατάθεση» το ότι ο εφεσείων 1, όπως ανέφερε, είχε παραδώσει κλειδιά του διαμερίσματος στον εναγόμενο 2 κατά την υπογραφή του πωλητηρίου εγγράφου. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε τέτοια μαρτυρία και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσείοντες παρενέβη για να υποδείξει πως δεν υπήρχε τέτοια μαρτυρία. Ελέγξαμε τα πρακτικά και η κα Ιωάννου αναγνώρισε πως έκαμε λάθος. Όχι μόνο δεν υπήρχε τέτοια μαρτυρία αλλά, αντίθετα, ο πρώτος εφεσείων κατέθεσε πως, ακριβώς δεν παρέδωσε το κλειδί του διαμερίσματος στο δεύτερο εναγόμενο. Το έχουμε δε πως ο δεύτερος εναγόμενος αντικατέστησε την κλειδαριά του διαμερίσματος. Βεβαίως, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα 1 αναξιόπιστο αλλά διακρίνουμε και εδώ βάση στις εισηγήσεις των εφεσειόντων. Τον έκρινε αναξιόπιστο επειδή, όπως εξήγησε, η μαρτυρία του περιείχε κάποιες ανακρίβειες και αντιφάσεις ουσιαστικής φύσης. Ως τέτοιες εξειδικεύονται τα ακόλουθα: Ενώ ο εφεσείων 1 κατέθεσε πως στις 14.10.03 η αστυνομία, στην οποία είχε καταγγελθεί η επέμβαση του δεύτερου εναγομένου στο διαμέρισμα με την αλλαγή της κλειδαριάς, του έδωσε τα νέα κλειδιά, υποστήριξε πως στη συνέχεια ο εναγόμενος 2 εξαφανίστηκε. Αυτό άφηνε ανεξήγητο το πώς στις 15.1.04 ο εναγόμενος 2 βρέθηκε ξανά στο διαμέρισμα κατά την παράδοση στην ίδια την εφεσίβλητη, στην παρουσία αστυνομικού ας σημειωθεί, προσωπικών της αντικειμένων. Αυτό δεν μπορούσε να διασυνδεθεί προς την αξιοπιστία του εφεσείοντα από τον οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν ζητήθηκε σχετική εξήγηση. Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο διερωτάται πώς, κάτω από τα δεδομένα, ήταν δυνατό να είχε ο πρώτος εφεσείων καλέσει την εφεσίβλητη να επιστρέψει στο διαμέρισμα. Όμως, ήταν παραδεκτό από την εφεσίβλητη πως, πράγματι, στις 14.10.03, όταν με την επέμβαση της αστυνομίας ανοίχθηκε το διαμέρισμα, ο εφεσείων 1 την κάλεσε να επιστρέψει. Σημειώνεται πως ήταν σε εκείνο το πλαίσιο που ο εφεσείων 1 αναφέρθηκε στην εξαφάνιση του εναγομένου 2. Το διαμέρισμα ανοίχθηκε από την αστυνομία μετά από καταγγελία ότι «βρωμούσε». Διαπιστώθηκε ότι είχε αποκοπεί το ηλεκτρικό ρεύμα με κρέατα μέσα στο ψυγείο. Τελικά, το πρωτόδικο δικαστήριο συνέδεσε προς το ζήτημα της αξιοπιστίας του εφεσείοντα 1 τη μαρτυρία του, σύμφωνα με την οποία, πριν την υπογραφή του πωλητηρίου εγγράφου, όταν ο ίδιος και ο εναγόμενος 2 επισκέφθηκαν το διαμέρισμα, τους άνοιξε η αδελφή της εφεσίβλητης. Αυτό, σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν «υποβλήθηκε στην ίδια», εννοώντας, βεβαίως, την εφεσίβλητη, αφού η αδελφή της δεν είχε κληθεί ως μάρτυρας. Όμως η εφεσίβλητη βρισκόταν τότε στο εξωτερικό και δεν μπορούσε αυτής της μορφής το θέμα να ήταν στο πεδίο της προσωπικής της γνώσης. Εν πάση περιπτώσει, όπως σημειώνουν οι εφεσείοντες, ήταν προφανές ότι ο εναγόμενος 2 επισκέφθηκε το διαμέρισμα πριν συμφωνήσει να το αγοράσει και δεν ήταν επιτρεπτό να συνδεθεί τέτοιο θέμα με την αξιοπιστία του εφεσείοντα 1. Σ' αυτο το πλαίσιο δε επεσήμανε την αναγνώριση του εναγομένου 2, μέσα στο πωλητήριο έγγραφο, πως επιθεώρησε το διαμέρισμα και πως αυτό τον ικανοποιούσε πλήρως.
Ενόψει των πιο πάνω η διαπίστωση, στη βάση της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1 πως δεν παρέδωσε κλειδί στον εναγόμενο 2, θα συνιστούσε επιπρόσθετη αδυναμία στην υπόθεση της εφεσίβλητης. Αυτό δε, ανεξάρτητα από τη μαρτυρία και του Χρ. Αδάμου πως είχε καταστήσει σαφές στον εναγόμενο ότι θα παραλάμβανε την κατοχή όταν θα έληγε η ενοικίαση. Δεν χρειάζεται να δούμε και αυτό το ζήτημα αυτοτελώς, στο πλαίσιο της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αφού ήταν με τη βοήθεια μεταφραστή που επικοινωνούσε με τον εναγόμενο 2, και δεν κλήθηκε ο μεταφραστής ως μάρτυρας, είχαμε ουσιαστικά εξ ακοής μαρτυρία στην οποία δεν ήταν διατεθειμένο να στηριχτεί, χωρίς όμως και αναφορά στη δυνατότητα κλήσης του προς αντεξέταση. Προφανώς αυτή η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ανεξάρτητα από οποιασδήποτε νομικής φύσης ζητήματα, ήταν συναρτημένη προς την εν γένει εκτίμησή του για την αξιοπιστία και του Χρ. Αδάμου. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του απλώς σημειώνοντας ότι ο «Χρ. Αδάμου έδωσε την εντύπωση ότι ήλθε στο Δικαστήριο για να βοηθήσει τους εναγομένους 1 και 3» χωρίς όμως κάποια περαιτέρω εξήγηση ή αναφορά στο περιεχόμενο της μαρτυρίας και χωρίς, όπως ορθά επισημαίνουν οι εφεσείοντες, να είχε απασχολήσει ότι ο Χρ. Αδάμου ήταν δικηγόρος της εφεσίβλητης αλλά και του εναγομένου 2. Όχι των εφεσειόντων.
Στη βάση των πιο πάνω η έφεση πρέπει να επιτύχει αλλά προσθέτουμε και τα ακόλουθα σε σχέση με την αποζημίωση αναφορικά με τα προσωπικά αντικείμενα της εφεσίβλητης τα οποία, κατά την αξίωσή της, ιδιοποιήθηκε ο εναγόμενος 2 αλλά και πάλιν με τη συνδρομή και συγκατάθεση του εφεσείοντα 3. Και να είχε αποδειχτεί τέτοια συνδρομή και συγκατάθεση ως προς την ανάληψη της κατοχής του διαμερίσματος από τον εναγόμενο 2 δεν θα υπήρχε ίχνος μαρτυρίας για εμπλοκή του ή και του εφεσείοντα 1, σ' αυτό το ζήτημα. Αυτά τα αντικείμενα ήταν κυρίως κοσμήματα αλλά και το ποσό των £1.500 και με κανένα τρόπο δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι, με την όποια στάση τους ως προς την κατοχή του διαμερίσματος, προωθούσαν και την ιδιοποίηση αυτής της προσωπικής περιουσίας που δεν ήταν νοητό να θεωρηθεί ότι εντασσόταν στην επίπλωση ή τον εν γένει εξοπλισμό του διαμερίσματος.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν και την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με το κατά πόσο πράγματι βρίσκονταν τέτοια αντικείμενα και χρήματα στο διαμέρισμα. Επίσης αναφορικά με τη βάση πάνω στην οποία υπολογίστηκε η αποζημίωση για παράβαση της σύμβασης. Δεν δικαιολογείται να μας απασχολήσουν πλέον αυτά τα ζητήματα.
Η έφεση επιτυγχάνει με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αγωγή της εφεσίβλητης κατά των εφεσειόντων απορρίπτεται με έξοδα υπέρ τους και εναντίον της εφεσίβλητης.
Η έφεση επιτρέπεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσειόντων.