ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 21

20 Ιανουαρίου, 2011

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤOY

AFHSIN AGHAEI SANDEYANI ΑΠΟ ΤΟ ΙΡΑΝ,

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5 ΚΑΙ 6

ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.     ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2.     ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

3.     ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

         ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΣΤΙΣ 18.8.2010 ΦΥΛΑΚΙΣΑΝ

ΤΟΝ AFHSIN AGHAEI SANDEYANI

ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,

ΟΠΟΥ ΚΡΑΤΕΙΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ

ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ

ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 144/2010)

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για απελευθέρωση του αιτητή ο οποίος εκρατείτο για σκοπούς απέλασης ― Απόρριψη αίτησης λόγω του ότι ο έλεγχος της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εμπίπτει στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου και ανάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και επίσης λόγω της ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου.

Διοικητικό Δίκαιο ― Εκτελεστή διοικητική πράξη ― Διατάγματα κράτησης και απέλασης ― Αφ' ης στιγμής τελειοποιηθούν με τη γνωστοποίησή τους στον αιτητή, συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις η νομιμότητα των οποίων μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο με διοικητική προσφυγή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Ιράν, αφίχθηκε στις 4.10.2007 στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων. Στις 29.10.2007 υπέβαλε αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα. Στις 3.6.2009, η Υπηρεσία Ασύλου στηριζόμενη στη διεύθυνση στη Λευκωσία που έδωσε αρχικά ο αιτητής και η οποία υπήρχε και στην τελευταία άδεια παραμονής, του απέστειλε επιστολή στη διεύθυνσή του στη Λευκωσία, με την οποία τον καλούσε σε προφορική συνέντευξη στις 3.8.2009. Ο αιτητής δεν προσήλθε στη συνέντευξη, με αποτέλεσμα η Υπηρεσία Ασύλου να κλείσει το φάκελο και να διακόψει τη διαδικασία. Βέβαια, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν παρέλαβε τη συγκεκριμένη επιστολή και γι' αυτό δεν προσήλθε στη συνέντευξη. Στις 11.8.2010 ο δικηγόρος του αιτητή καταχώρησε προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, ζητώντας αναθεώρηση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας.

Στις 18.8.2010, ο αιτητής συνελήφθη στη Λεμεσό για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία και την επομένη εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης.

Στις 8.11.2010 η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων απέρριψε το αίτημα του αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου και ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή της Αρχής της ίδιας ημερομηνίας η οποία και επιδόθηκε στον αιτητή στις 11.12.2010 από αστυφύλακα ο οποίος εξήγησε στον αιτητή το περιεχόμενό της το οποίο ήταν στην αγγλική γλώσσα. Ο αιτητής αρνήθηκε να υπογράψει την επιστολή και στις 30.11.2010 καταχώρησε προσφυγή αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής.

Στις 17.12.2010, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητά όπως αφεθεί ελεύθερος, θεωρώντας ότι η κράτησή του είναι αντισυνταγματική και παράνομη, καθότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ουδέποτε του κοινοποιήθηκαν.

Οι καθ' ων η αίτηση έφεραν ένσταση εγείροντας δύο προδικαστικές ενστάσεις:

(α)       Ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδώσει το αιτούμενο ένταλμα, καθότι ο αιτητής κρατείται δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία εκδόθηκαν από διοικητικό όργανο και η νομιμότητά τους δεν μπορεί να ελεγχθεί στα πλαίσια της παρούσας αίτησης, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, αφού ένας τέτοιος έλεγχος εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(β)       Ότι το αιτούμενο ένταλμα Habeas Corpus δεν μπορεί να εκδοθεί καθότι παρέχεται στον αιτητή υπαλλακτική θεραπεία, ήτοι δικαίωμα καταχώρησης προσφυγής κατά των επιδίκων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, η οποία είναι και το μόνο ένδικο μέσο για έλεγχο της νομιμότητας των συγκεκριμένων διαταγμάτων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και αποφάνθηκε ότι:

1.         Το ένταλμα Habeas Corpus, όπως και άλλα προνομιακά εντάλματα τα οποία εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Από την άλλη αποφάσεις διοικητικών οργάνων, όπως για παράδειγμα διατάγματα για την κράτηση και απέλαση ενός αλλοδαπού, συνιστούν διοικητικές πράξεις οι οποίες ελέγχονται αποκλειστικά δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, εφόσον η νομιμότητα των διαταγμάτων σύλληψης, κράτησης και απέλασης ανήκει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και η νομιμότητα τους ελέγχεται αποκλειστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει της δικαιοδοσίας του που απορρέει από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν είναι δυνατό να εξεταστεί στη βάση άλλης δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

2.         Για να ενεργοποιηθεί η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, θα πρέπει τα διατάγματα σύλληψης και απέλασης για να καταστούν εκτελεστές πράξεις, να εξωτερικευθούν με την κοινοποίησή τους στον αιτητή. Από τη στιγμή που υπάρχει μαρτυρία ότι η πράξη τελειοποιήθηκε, δεν είναι δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητας των διαταγμάτων με τη μέθοδο του Habeas Corpus, αλλά μόνο με τη μέθοδο της προσφυγής, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

3. Στην εξεταζόμενη υπόθεση υπάρχει σαφής μαρτυρία ότι τα δύο διατάγματα κοινοποιήθηκαν στον αιτητή. Η μαρτυρία αυτή παρέμεινε αναντίλεκτη.

4.         Με δεδομένη τόσο την έκδοση όσο και τη γνωστοποίηση των διαταγμάτων σύλληψης και απέλασης του αιτητή και την ύπαρξη του ένδικου μέσου της προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας εκδίκασης της αίτησης.

Η αίτηση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή εξόδων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Oktru (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 608,

Πολιτίδης (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1256,

Khlaief (Αρ. 1) (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1402,

Bondar (Αρ. 2) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075,

Hadjiyiorki v. Republic (1977) 3 C.L.R. 144.

Aίτηση.

Α. Ιωάννου (κα), για τον Αιτητή.

Γ. Χατζηχάννα (κα), για τους Καθ' ων η αίτηση.

Ο Αιτητής είναι παρών.

Cur. adv. vult.

EPΩTOKPITOY, Δ.: Ο Αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η άμεση απελευθέρωσή του. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, η κράτησή του στα αστυνομικά κρατητήρια της Κεντρικής Αστυνομίας Λεμεσού, είναι αντισυνταγματική και παράνομη.

Σύμφωνα με τα γεγονότα ο Αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Ιράν, στις 4.10.2007 αφίχθηκε μέσω των κατεχομένων, στη Δημοκρατία. Στις 29.10.2007 υπέβαλε αίτηση για να του παραχωρηθεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα. Στην αίτησή του, δήλωσε διεύθυνση στην Παλλουριώτισσα, στη Λευκωσία. Τον Νοέμβριο του 2008, μετακόμισε στη Λεμεσό και όπως ισχυρίζεται, ενημέρωσε το Επαρχιακό Κλιμάκιο Αλλοδαπών για τη νέα του διεύθυνση. Την 21.5.2009 του χορηγήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 21.11.2009. Σ' αυτήν αναγραφόταν η διεύθυνση του στη Λευκωσία, χωρίς ο Αιτητής να εγείρει οποιοδήποτε θέμα.

Στις 3.6.2009, η Υπηρεσία Ασύλου στηριζόμενη στη διεύθυνση στη Λευκωσία που έδωσε αρχικά ο Αιτητής και η οποία υπήρχε και στην τελευταία άδεια παραμονής, του απέστειλε επιστολή στη διεύθυνση του στη Λευκωσία, με την οποία τον καλούσε σε προφορική συνέντευξη στις 3.8.2009. Ο Αιτητής δεν προσήλθε στη συνέντευξη, με αποτέλεσμα η Υπηρεσία Ασύλου να κλείσει το φάκελο και να διακόψει τη διαδικασία. Βέβαια, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν παρέλαβε τη συγκεκριμένη επιστολή και γι' αυτό δεν προσήλθε στη συνέντευξη.

Στις 22.7.2010 ο προηγούμενος δικηγόρος του Αιτητή κ. Χρ. Αδάμου απέστειλε επιστολή στην Υπηρεσία Ασύλου, ζητώντας να ενημερωθεί για την τύχη της αίτησης του πελάτη του. Η Υπηρεσία Ασύλου απάντησε στις 26.7.2010, πληροφορώντας το δικηγόρο του Αιτητή για το όλο ιστορικό που αφορούσε στο κλείσιμο του φακέλου και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος για παροχή ασύλου, ως αποτέλεσμα της μη προσέλευσης του Αιτητή στην προσωπική συνέντευξη και της μη απόδειξης από πλευράς του, ότι δικαιούτο να επωφεληθεί από το καθεστώς της διεθνούς προστασίας. Στις 11.8.2010 ο δικηγόρος του Αιτητή καταχώρησε προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, ζητώντας αναθεώρηση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας.

Στις 18.8.2010, ο Αιτητής συνελήφθη στη Λεμεσό για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Την επόμενη μέρα εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης. Οι Καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι στη συνέχεια επέδωσαν στον Αιτητή επιστολή με ημερ. 19.8.2010, η οποία ήταν συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα, με την οποία τον πληροφορούσαν για την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Σ' αυτή επισυνάπτονταν τα δύο διατάγματα τα οποία ήταν συνταγμένα στην ελληνική γλώσσα. Η επιστολή επιδόθηκε στον Αιτητή από τον Αστυφύλακα 2253, Μ. Χριστοφόρου, ο οποίος του εξήγησε το περιεχόμενο της και ο Αιτητής υπέγραψε τόσο επί της επιστολής, όσο και επί των διαταγμάτων ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου τους. Επίσης, επιδόθηκε στον Αιτητή με τον ίδιο τρόπο η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 26.5.2010 για την οποία ο Αιτητής επίσης υπέγραψε ότι έλαβε γνώση. Την ίδια μέρα, ανεστάλη η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης, για να δοθεί χρόνος να εξεταστεί από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων το αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου. Στις 8.11.2010 η Αναθεωρητική Αρχή απέρριψε το αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου και ο Αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή της Αρχής της ίδιας ημερομηνίας, η οποία επιδόθηκε στον Αιτητή στις 11.12.2010, από τον Αστυφύλακα 2253, ο οποίος του εξήγησε το περιεχόμενο, το οποίο ήταν στην αγγλική γλώσσα. Αυτή τη φορά ο Αιτητής, αφού διάβασε και ο ίδιος το περιεχόμενο της επιστολής, αρνήθηκε να την υπογράψει. Ο Αιτητής στις 30.11.2010 καταχώρησε την Προσφυγή με αρ. 1599/10, με την οποία αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής.

Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 17.12.2010, καταχώρησε την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητά όπως αφεθεί ελεύθερος, θεωρώντας ότι η κράτησή του είναι αντισυνταγματική και παράνομη, καθότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ουδέποτε του κοινοποιήθηκαν.

Το Δικαστήριο διέταξε όπως η αίτηση επιδοθεί. Η πλευρά των Καθ' ων η αίτηση έφερε ένσταση στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος habeas corpus. Κατ' αρχάς ήγειραν δύο προδικαστικές ενστάσεις:-

(α) Ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδώσει το αιτούμενο ένταλμα, καθότι ο Αιτητής κρατείται δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία εκδόθηκαν από διοικητικό όργανο και η νομιμότητά τους δεν μπορεί να ελεγχθεί στα πλαίσια της παρούσας αίτησης, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, αφού ένας τέτοιος έλεγχος εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(β) Ότι το αιτούμενο ένταλμα habeas corpus δεν μπορεί να εκδοθεί καθότι παρέχεται στον Αιτητή υπαλλακτική θεραπεία, ήτοι δικαίωμα καταχώρησης προσφυγής κατά των επιδίκων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, η οποία είναι και το μόνο ένδικο μέσο για έλεγχο της νομιμότητας των συγκεκριμένων διαταγμάτων.

Η δικηγόρος του Αιτητή δεν απαντά στην ουσία των προδικαστικών ενστάσεων. Το μόνο που αντιτείνει είναι ότι τα διατάγματα σύλληψης και απέλασης δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη και να αποτελέσουν νόμιμη βάση για τη σύλληψη και κράτηση του Αιτητή, αφού αυτά όχι μόνο δεν επιδόθηκαν στον Αιτητή, αλλά ούτε αυτός πληροφορήθηκε ποτέ τους λόγους σύλληψης και κράτησής του. Το γεγονός, είπε, ότι ο αστυφύλακας 2253 εξασφάλισε την υπογραφή του Αιτητή επί του εντάλματος σύλληψης και απέλασης, δεν αλλοιώνει τη νομική κατάσταση αφού ο Αιτητής, ο οποίος δεν μιλά ούτε ελληνικά ούτε αγγλικά, δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τι του κοινοποιούσαν. Πέραν τούτου, δεν του εξήγησαν ούτε τα δικαιώματα του ούτε ότι έπρεπε λόγω της αποφασιστικής σημασίας των διαταγμάτων να ζητήσει νομική συμβουλή. Παρά τις πιο πάνω θέσεις, εκ μέρους του Αιτητή δεν ζητήθηκε η αντεξέταση του αστυφύλακα 2253, ο οποίος στην ένορκη δήλωσή του αναφέρει ότι το περιεχόμενο των εγγράφων εξηγήθηκε στον Αιτητή, προτού αυτός υπογράψει ότι έλαβε γνώση.

Οι δύο προδικαστικές ενστάσεις ευσταθούν.

Το ένταλμα Habeas Corpus, όπως και άλλα προνομιακά εντάλματα τα οποία εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου (βλ. Oktru (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 608, Πολιτίδης (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1256, Khlaief (Αρ. 1) (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1402 και Bondar (Αρ. 2) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075, στην οποία η Πλήρης Ολομέλεια επιβεβαίωσε τις αποφάσεις στις δύο προηγούμενες υποθέσεις). Από την άλλη αποφάσεις διοικητικών οργάνων, όπως για παράδειγμα διατάγματα για την κράτηση και απέλαση ενός αλλοδαπού, συνιστούν διοικητικές πράξεις οι οποίες ελέγχονται αποκλειστικά δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, εφόσον η νομιμότητα των διαταγμάτων σύλληψης, κράτησης και απέλασης ανήκει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και η νομιμότητα τους ελέγχεται αποκλειστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει της δικαιοδοσίας του που απορρέει από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν είναι δυνατό να εξεταστεί στη βάση άλλης δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Hadjiyiorki v. Republic (1977) 3 C.L.R. 144, για να ενεργοποιηθεί η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, θα πρέπει τα διατάγματα σύλληψης και απέλασης για να καταστούν εκτελεστές πράξεις, να εξωτερικευθούν με την κοινοποίηση τους στον Αιτητή. Από τη στιγμή που υπάρχει μαρτυρία ότι η πράξη τελειοποιήθηκε, δεν είναι δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητας των διαταγμάτων με τη μέθοδο του habeas corpus, αλλά μόνο με τη μέθοδο της προσφυγής, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται η έκδοση των διαταγμάτων σύλληψης και απέλασης, αλλά μόνο η κοινοποίησή τους στον Αιτητή. Υπάρχει σαφής μαρτυρία ότι τα δύο διατάγματα κοινοποιήθηκαν στον Αιτητή, ο οποίος έθεσε την υπογραφή του επί του αντιγράφου των διαταγμάτων, μετά που του εξηγήθηκε το περιεχόμενό τους. Η πιο πάνω μαρτυρία περιλαμβάνεται στην ένορκη δήλωση του αστυφύλακα 2253 και επιβεβαιώνεται από τα αντίγραφα των επιστολών και διαταγμάτων επί των οποίων υπάρχει σχετική δήλωση και η υπογραφή του Αιτητή. Η μαρτυρία αυτή παρέμεινε αναντίλεκτη, αφού δεν ζητήθηκε η αντεξέταση του αστυφύλακα 2253 ώστε να του υποβληθεί η αντίθετη θέση του Αιτητή. Πέραν τούτου, ο Αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε δικηγόρο τον οποίο μπορούσε να συμβουλευθεί για την ακριβή σημασία των εγγράφων που του κοινοποιήθηκαν και γενικά για τη νομιμότητα της κράτησής του. Ο δικηγόρος του στις 20.11.2010 καταχώρησε προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, αγνοώντας τα διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία εκδόθηκαν προγενέστερα και με βάση τα οποία κρατείτο.

Με δεδομένη τόσο την έκδοση όσο και τη γνωστοποίηση των διαταγμάτων σύλληψης και απέλασης στον Αιτητή και την ύπαρξη του ένδικου μέσου της προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι η κατάληξή μου ότι στερούμαι δικαιοδοσίας να επιληφθώ της αίτησης.

Οι προδικαστικές ενστάσεις γίνονται δεχτές. Η αίτηση απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις που βρίσκεται ο Αιτητής, δεν εκδίδεται κανένα διάταγμα για τα έξοδα.

H αίτηση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο