ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2010)
12 Δεκεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ Π.Σ.Μ. ΠΕΤΡΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητος.
_________________________
Στ. Κιττής, για τους Εφεσείοντες.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του ότι παρόλο που οι ενάγοντες-εφεσείοντες απέδειξαν την ύπαρξη της επίδικης αδικοπραξίας, απέτυχαν να αποδείξουν τη συγκεκριμένη ζημιά που υπέστηκαν, το ύψος δηλαδή της απώλειας. Κατ΄ επέκταση, το πρωτόδικο δικαστήριο, επεδίκασε μόνον ονομαστικές αποζημιώσεις για το ποσό των €50.-, υπέρ των εναγόντων-εφεσειόντων.
Με την έφεση τους οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης:
1. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε όσον αφορά την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και των δεδηλωμένων θέσεων των δικηγόρων των δύο πλευρών.
2. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, καθ΄ υπέρβαση των εξουσιών του, παραγνώρισε σημαντικό μέρος της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων και προχώρησε να υποκαταστήσει την επιστημονική γνώμη τους, όσον αφορά τη μέθοδο εκτίμησης των ζημιών, με τη δική του γνώμη, και
3. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα την ισχύουσα νομοθεσία και νομολογία και προέβη σε αυθαίρετα συμπεράσματα.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης οι διάδικοι, από κοινού, δέχθηκαν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε κοινή δήλωση των διαδίκων ημερομηνίας 18.5.2009, η οποία, παρόλο που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, προφανώς παρέπεσε. Στην κοινή αυτή δήλωση αναγράφονται τα εξής: «Σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι οι εναγόμενοι είναι υπόχρεοι να καταβάλουν προς τους ενάγοντες αποζημίωση σε σχέση με τις αιτίες αγωγής που προβάλλονται στην Έκθεση Απαίτησης, το ποσό αυτό θα υπολογιστεί με βάση τον τρόπο υπολογισμού της παραγωγικής αξίας, όσων απολεσθέντων ζώων κριθεί ότι για την απώλεια τους ευθύνεται ο εναγόμενος, όπως αυτή εκτίθεται στην Έκθεση Απαίτησης.»
Είναι θέση των εφεσειόντων ότι, ενόψει της προαναφερόμενης δήλωσης, ήταν αρκετό για αυτούς να αποδείξουν την κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραξία εκ μέρους του εφεσιβλήτου για να πάρουν απόφαση, ουσιαστικά, για ολόκληρη την απαίτηση τους. Θεωρούμε σκόπιμο επομένως, στο σημείο αυτό, να αναφερθούμε στην έκθεση απαίτησης των εναγόντων-εφεσειόντων.
Στην έκθεση απαίτησης αναγράφεται, και δεν αμφισβητείται, ότι οι ενάγοντες είναι εταιρεία που ασχολείται με την κτηνοτροφία και συγκεκριμένα με την αναπαραγωγή και εμπορία ζώων. Το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων βασίζεται στην αμέλεια των κτηνιατρικών υπηρεσιών του κράτους, οι οποίες παρέλειψαν να ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο για την πρόληψη και τον περιορισμό μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών, όπως είχαν υποχρέωση, παρέλειψαν να εκτελέσουν τις εκ του νόμου απορρέουσες υποχρεώσεις τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να υποστούν ζημιά. Οι ενάγοντες-εφεσείοντες βασίζονται και στο Άρθρο 172 του Συντάγματος.
Στην έκθεση απαίτησης αναγράφεται ότι στις 11.10.2000 έγινε η πρώτη μαζική αιμοληψία στην κτηνοτροφική μονάδα των εναγόντων, όπου «από 171 δείγματα παρουσιάστηκαν 36 μολυσμένα ζώα και 65 ύποπτα περιστατικά». Στις λεπτομέρειες ζημιών των εναγόντων αναγράφεται ότι, συνεπεία της αμελείας των κτηνιατρικών υπηρεσιών και κατ΄ επέκταση του εναγόμενου-εφεσίβλητου, «οι ενάγοντες απώλεσαν ολοκληρωτικά όλο τον ζωϊκό πληθυσμό της μονάδας ήτοι 495 βοοειδή συνολικά διαφόρων κατηγοριών ως προς την ηλικία, την απόδοση και εν γένει την παραγωγικότητα τους». Αναφορικά με τα βοοειδή αναγράφεται, κάτω από τις λεπτομέρειες ζημιών των εναγόντων:
«Α. ΒΟΟΕΙΔΗ.
(α) 400 παραγωγικά ζώα (γαλακτοφόρες και έγκυες αγελάδες και μοσχίδες έγκυες 2-8 μηνών συνολικής παραγωγικής αξίας £1.525.000,00 ή €2.605.617,20,
(β) 98 ζώα ήτοι μοσχίδες 1 έτους, αρσενικά 8-11 μηνών και μικρά θηλυκά μέχρι 5 μηνών, συνολικής παραγωγικής αξίας £38.000,00 ή €64.926,85.
Συνολική παραγωγική αξία όλων των βοοειδών 1.563.000,00 ή €2.670.544,05.
Β. ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΑ.
Επίσης για τους ίδιους πιο πάνω λόγους απωλέσθησαν λόγω εξάπλωσης της ασθένειας και μεταξύ του ζωικού πληθυσμού των αιγοπροβάτων, 448 αιγοπρόβατα τα οποία παραλήφθηκαν από τους εναγομένους και θανατώθηκαν κατά τον ίδιο αμελή τρόπο ως τα λοιπά ζώα όπως περιγράφεται ανωτέρω, των οποίων η παραγωγική αξία ανέρχεται σε:
Απώλεια Αιγοπροβάτων διαφόρων κατηγοριών όπως:
(α) 236 Αιγοπρόβατα ηλικίας 2-4 ετών (γεννημένες 5-10 ημερών)
(β) 112 έγκυα ζώα, ζώα σε ξηρά περίοδο
(γ) 100 αιγοπρόβατα ηλικίας 1 έτους (θηλυκά)
Συνολικής αναπαραγωγικής αξίας £176.842,00 ή €302.152,50.
(δ) 30 αμνοερίφια (προς 50,00 έκαστο) £1.500,00 ή €2.562,90.
Συνολική παραγωγική αξία των Αιγοπροβάτων £178.342,00 ή €304.715,40.
Σύνολο αιτούμενων ζημιών/απωλειών Λ.Κ. 1.741,342 ή €2.975.259,50».
Στην παράγραφο 9 της έκθεσης απαίτησης αναγράφεται ότι οι υπολογισμοί (των ζημιών) έγιναν στη βάση της μεθόδου εκτίμησης ζημιών, σε γεωργοτροφικές μονάδες, που εφαρμόζουν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Δημοκρατίας και συγκεκριμένα το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών και περιλαμβάνει, πέραν των προαναφερθέντων, και την αξία αντικατάστασης του πληθυσμού της μονάδας με υγιή ζώα μέχρι του βαθμού αποκατάστασης στο στάδιο παραγωγικότητας, ως η απωλεσθείσα μονάδα.
Στην παράγραφο 11 της έκθεσης απαίτησης γίνεται παραδεκτό ότι ο εναγόμενος-εφεσίβλητος κατέβαλε στους ενάγοντες-εφεσείοντες, κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, διάφορα ποσά συμποσούμενα σε £192.000,00 τα οποία, όπως αναφέρεται, οι ενάγοντες παρέλαβαν ως μέρος της οφειλής του εναγομένου προς αυτούς. Τελικά οι ενάγοντες, στο παρακλητικό της απαίτησης τους, αξιώνουν ποσό £1.549.342,00 ή €2.647.208,00 ως αποζημιώσεις και/ή απώλειες που υπέστησαν συνεπεία της αμελείας του εναγομένου.
Εκτός από την προαναφερόμενη κοινή δήλωση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων, ημερ. 18.5.2009, οι διάδικοι έκαμαν και άλλα παραδεκτά γεγονότα. Μεταξύ αυτών ήταν ότι το προαναφερόμενο ποσό των £192.000,00 καταβλήθηκε ως κατά χάριν φιλοδώρημα και ότι η σύνθεση της φάρμας των εναγόντων κατά το έτος 2000 (τον ουσιώδη χρόνο) ήταν για τα βοοειδή 400 παραγωγικά ζώα (γαλακτοφόρες και έγκυες αγελάδες και μοσχίδες έγκυες 2-8 μηνών), 95 ζώα ήτοι μοσχίδες 1 έτους, αρσενικά 8-11 μηνών και μικρά θηλυκά μέχρι 5 μηνών και ότι η σύνθεση της φάρμας των αιγοπροβάτων, κατά την ώρα παραλαβής ενός εκάστου, ήταν 236 αιγοπρόβατα ηλικίας 2-4 ετών (γεννημένες 5-10 ημερών), 112 έγκυα ζώα σε ξηρά περίοδο, και 100 αιγοπρόβατα ηλικίας 1 έτους (θηλυκά). Επίσης 27 αμνοερίφια. Σύνολο βοοειδών 495 και αιγοπροβάτων 475.
Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι, εφόσον οι εφεσείοντες απέδειξαν το αγώγιμο δικαίωμα τους, την αδικοπραξία δηλαδή του εφεσιβλήτου εις βάρος τους, το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε επιδικάσει προς όφελος τους ουσιαστικές αποζημιώσεις, ανερχόμενες στο ποσό της αξίωσης (αφού ληφθεί υπόψη το φιλοδώρημα που καταβλήθηκε) και αφού ληφθεί υπόψη η δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων ότι κατά τη μαζική αιματοληψία που έγινε στις 11.10.2000, από 171 δείγματα παρουσιάστηκαν 36 μολυσμένα ζώα. Κατά τον κ. Κιττή, δηλαδή, είναι αρκετό από τον προαναφερόμενο αριθμό βοοειδών και αιγοπροβάτων να αφαιρεθούν τα 36 ήδη μολυσμένα ζώα και να δοθούν αποζημιώσεις για τα υπόλοιπα. Αυτό δικαιολογείται, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, ενόψει της προαναφερόμενης κοινής δήλωσης της 18.5.2009 ότι το ποσό της αποζημίωσης των εφεσειόντων θα υπολογιστεί με βάση τον τρόπο υπολογισμού της παραγωγικής αξίας των απολεσθέντων ζώων, για τα οποία ευθύνεται ο εναγόμενος, όπως αυτή (η παραγωγική αξία) εκτίθεται στην έκθεση απαίτησης.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τις θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων. Ο τρόπος με τον οποίο αποδεικνύεται η ζημιά ενός ενάγοντα είναι θεμελιωμένος και αναφέρεται με επάρκεια στην πρωτόδικη απόφαση. Είναι αρκετό, νομίζουμε, να πούμε ότι δεν δόθηκαν στο πρωτόδικο δικαστήριο όλα τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα για τον υπολογισμό και την αποτίμηση της ζημιάς των εφεσειόντων. Συναφώς αναφέρουμε τις εξής ελλείψεις:
(α) Πόσα ήταν συνολικά, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τα ήδη μολυσμένα ζώα για τα οποία προφανώς δεν ευθυνόταν ο εφεσίβλητος. Στην έκθεση απαίτησης αναγράφεται απλά ότι κατά την αιμοληψία της 11.10.2000, επί δείγματος 171 ζώων, τα 36 ήταν μολυσμένα και τα 65 ύποπτα. Δεν φαίνεται πουθενά επί του συνόλου των 495 βοοειδών και των 475 αιγοπροβάτων πόσα ζώα ήταν ήδη μολυσμένα. Ούτε και για τα ύποπτα περιστατικά δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε.
(β) Αναγράφεται στην έκθεση απαίτησης ότι υπήρχαν 36 μολυσμένα ζώα και 65 ύποπτα περιστατικά. Δεν αναγράφεται όμως οτιδήποτε αναφορικά με το εάν ήταν βοοειδή ή αιγοπρόβατα, η ηλικία τους, η απόδοση τους, η παραγωγικότητα τους και γενικά η παραγωγική τους αξία. Ούτε και το πρωτόδικο δικαστήριο είχε οποιαδήποτε δεδομένα στα οποία να μπορεί να βασιστεί για να κάμει τους απαραίτητους υπολογισμούς. Ο υπολογισμός της παραγωγικής αξίας προϋποθέτει, όμως, γνώση των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών του κάθε ζώου.
(γ) Παρόλο που στην προαναφερόμενη δήλωση της 18.5.2009 αναγράφεται ότι ο τρόπος υπολογισμού της ζημιάς θα γίνει στη βάση της παραγωγικής αξίας των απολεσθέντων ζώων για τα οποία ευθύνεται ο εναγόμενος, στην παράγραφο 9 της έκθεσης απαίτησης αναγράφεται ρητά ότι οι υπολογισμοί της εκτίμησης της ζημιάς περιλαμβάνουν, πέραν της παραγωγικής αξίας και την αξία αντικατάστασης του πληθυσμού της μονάδας με υγιή ζώα μέχρι του βαθμού αποκατάστασης στο στάδιο παραγωγικότητας, ως η απολεσθείσα μονάδα. Κάτι τέτοιο δεν αναγράφεται στην κοινή δήλωση και τη συμφωνία των διαδίκων. Εκεί αναγράφεται ότι ο υπολογισμός θα γίνει στη βάση μόνο της παραγωγικής αξίας των ζώων, όπως αυτή εκτίθεται στην έκθεση απαίτησης.
Ενόψει των προαναφερομένων θεωρούμε ότι, παρόλο που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την κοινή δήλωση των διαδίκων ημερ. 18.5.2009, εντούτοις η αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε πρόβλημα και σίγουρα δεν δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου. Το καίριο ζήτημα είναι ότι συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι, με τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, περιλαμβανομένης της μαρτυρίας, των παραδεκτών γεγονότων και της κοινής δήλωσης, το δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να αποτιμήσει, με την απαιτούμενη ακρίβεια, τη ζημιά των εναγόντων-εφεσειόντων για την οποία ήταν υπόλογος ο εναγόμενος-εφεσίβλητος.
Όσον αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε σημαντικό μέρος της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων και υποκατέστησε τη γνώμη τους με τη δική του γνώμη, και πάλι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τους εφεσείοντες. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται, συγκεκριμένα, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε, μεταξύ άλλων, τη μαρτυρία του μάρτυρα των εναγόντων κ. Χρ. Ηροδότου και του μάρτυρα του εναγομένου κ. Π. Παπασωζόμενου. Εξετάζοντας τη μαρτυρία του κ. Ηροδότου παρατηρούμε καταρχήν ότι ο κ. Ηροδότου, αναφορικά με τα βοοειδή αναφέρεται στην «αναπαραγωγική» τους αξία και όχι στην «παραγωγική» τους αξία, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων στην προαναφερόμενη κοινή δήλωση. Επιπρόσθετα ο κ. Ηροδότου χωρίζει τα βοοειδή σε δύο κατηγορίες, με την αξία των ζώων της πρώτης κατηγορίας να ανέρχεται σε €6.515,29 ανά ζώο και την αξία της δεύτερης κατηγορίας να ανέρχεται σε €662,50. Επίσης και τα αιγοπρόβατα κατηγοριοποιούνται σε δύο βασικές κατηγορίες με κριτήριο το στάδιο της ζωής τους. Και η αξία ανά ζώο στις δύο κατηγορίες διαφέρει. Στην πρώτη κατηγορία η αξία ανά ζώο ανέρχεται σε €722,85 ενώ στη δεύτερη κατηγορία σε €85,43.
Είναι αλήθεια ότι ο μάρτυρας του εναγομένου κ. Π. Παπασωζόμενος συμφώνησε με τον τρόπο εκτίμησης του κ. Ηροδότου αλλά παρατήρησε ότι η έννοια της «αναπαραγωγικής» αξίας των ζώων είναι διαφορετική από την έννοια της «παραγωγικής» τους αξίας.
Εν πάση περιπτώσει, χωρίς να γνωρίζει το πρωτόδικο δικαστήριο τον ακριβή αριθμό, την κατηγορία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικών των ζώων που ήταν ήδη μολυσμένα όταν εισήλθαν στην κτηνοτροφική μονάδα των εφεσειόντων, οι κτηνιατρικές υπηρεσίες του κράτους, κρίνουμε ότι ήταν αδύνατο για το δικαστήριο να υπολογίσει το ύψος της ζημιάς των εφεσειόντων για την οποίαν ευθύνονταν οι κτηνιατρικές υπηρεσίες του κράτους και κατ΄ επέκταση ο εναγόμενος-εφεσίβλητος.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία του νόμου και λανθασμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου, από τη νομολογία, με αποτέλεσμα την εξαγωγή αυθαιρέτων συμπερασμάτων. Δεν μπορεί να επιτύχει ούτε αυτός ο λόγος έφεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με επάρκεια, εξέτασε την πιθανή ευθύνη του εφεσίβλητου με βάση το άρθρο 172 του Συντάγματος και καθοδηγήθηκε από την υπόθεση Symeon Georghiou v. The Attorney General (1982) 1 CLR 938 καταλήγοντας στο ορθό συμπέρασμα ότι το άρθρο εκείνο δεν μπορούσε να αποτελέσει στέρεη βάση για την αξίωση των εφεσειόντων-εναγόντων. Το άρθρο εκείνο αφορά σε ζημιογόνες και άδικες πράξεις ή παραλείψεις των υπαλλήλων ή Αρχών της Δημοκρατίας, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή κατ΄ επίκληση της άσκησης των καθηκόντων τους, για τις οποίες ευθύνεται η Δημοκρατία. Τέτοια πράξη πρέπει να είναι χωρίς εξουσιοδότηση ή έρεισμα στο νόμο. Στην προκείμενη περίπτωση οι κτηνιατρικές υπηρεσίες του κράτους ενήργησαν στη βάση των περί Μεταδοτικών Νόσων Νόμων και επομένως, το Άρθρο 172 δεν έχει εφαρμογή.
Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της ζημιάς και κατέληξε στα προαναφερόμενα ορθά συμπεράσματα αφού και πάλι καθοδηγήθηκε από σχετική αγγλική νομολογία και συγκεκριμένα τις υποθέσεις Bonnington Castings Ltd v. Wardlaw (1956) AC 613 και Cork Kirby Maclean Ltd (1952) 2 All E.R. 402 στις οποίες εξετάστηκε το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας και λέχθηκε ότι το ζήτημα αυτό είναι πραγματικό και ως τέτοιο πρέπει να αποφασίζεται με γνώμονα τη συνηθισμένη απλή και κοινή λογική. Θα πρέπει δηλαδή να αποδειχθεί, από τον ενάγοντα, ότι η παράβαση του καθήκοντος ήταν η αιτία της ζημιάς.
Ενόψει των όσων αναφέρθηκαν θεωρούμε ότι και οι τρεις λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν και επομένως η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλλητή.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.