ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1655
22 Οκτωβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. A. MESSIOS & SONS LTD,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΣΣΙΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΝΔΡΕΑ Α. ΛΕΩΝΙΔΑ (ΑΡ. 2),
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 277/2007)
Έφεση ― Αίτηση για επαναφορά έφεσης η οποία απορρίφθηκε λόγω παράλειψης υποβολής περιγράμματος αγόρευσης ― Ο διάδικος δεν μπορεί κατά κανόνα να προβάλλει το λάθος ή την παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση των διαδικαστικών διαδικασιών ― Το Εφετείο δεν έχει δικαιοδοσία επαναφοράς έφεσης, εκτός σε περιπτώσεις όπου η άρνηση επαναφοράς θα παραβίαζε το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί.
Στις 7.4.2009 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση των εφεσειόντων λόγω μη προώθησής της, ένεκα της μη καταχώρισης περιγράμματος αγόρευσης από τους εφεσείοντες μέσα στην ταχθείσα προθεσμία. Με την παρούσα αίτηση οι εφεσείοντες - αιτητές ζητούν διάταγμα επαναφοράς της απορριφθείσας έφεσης. Επιπρόσθετα ζητούν, σε περίπτωση έκδοσης του προαναφερόμενου διατάγματος επαναφοράς της έφεσης, και άδεια του δικαστηρίου για καταχώριση του περιγράμματος αγόρευσής τους μέσα σε 3 μέρες από την έκδοση του διατάγματος.
Η αίτηση βασίζεται στους περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1996 έως 1998 (οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί) Κ. 13(ε) και Κ. 12, στο Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος, στη Δ.48 κ.κ.1-4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφυείς εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της υπαλλήλου του δικηγορικού γραφείου του δικηγόρου των αιτητών καθώς και από συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις της ίδιας και του δικηγόρου ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο εργοδοτείτο στο εν λόγω γραφείο, σύμφωνα με τις οποίες οι δικηγόροι των αιτητών προέβησαν σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες ώστε τα έγγραφα να σταλούν στο γραφείο επιδόσεώς τους στη Λευκωσία και έμειναν με την εντύπωση ότι αυτό έγινε, έλαβαν δε γνώση της πραγματικής κατάστασης στις 11.5.2009 όταν ο δεύτερος εφεσείων τους ενημέρωσε ότι ενωρίτερα την ίδια μέρα του είχε επιδοθεί αίτηση προς έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία είχε καταχωρηθεί στις 29.4.2009 και στην οποία αναφερόταν ότι η έφεσή του είχε απορριφθεί στις 7.4.2009, λόγω μη προώθησής της. Τους ενημέρωσε επίσης ότι στους πρώτους εφεσείοντες είχε επιδοθεί αίτηση διάλυσης της εταιρείας τους. Από τη διερεύνηση που έγινε, δεν έγινε κατορθωτό να διαπιστωθεί κατά πόσο με τα έγγραφα που παραλήφθηκαν από το γραφείο επιδόσεώς τους στη Λευκωσία ήταν και ο φάκελος με το περίγραμμα της παρούσας έφεσης ή όχι. Δεν μπόρεσε επίσης να εξακριβωθεί κατά πόσο ο φάκελος με το περίγραμμα παρέπεσε στο γραφείο ταχείας εξυπηρέτησης στο οποίο είχε παραδοθεί για αποστολή ή στο γραφείο επιδόσεώς τους στη Λευκωσία.
Ο καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητος καταχώρισε ένσταση υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση, δεν αμφισβήτησε όμως το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που κατατέθηκαν εκ μέρους των αιτητών, ούτε και έγινε οποιαδήποτε αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων από οποιαδήποτε πλευρά.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο κ.13(ε) του Διαδικαστικού Κανονισμού προνοεί ότι η έφεση ή αντέφεση που απορρίπτεται δυνάμει του παρόντος Κανονισμού επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώρηση περιγράμματος αγόρευσης, οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν.
2. Θέματα που ανάγονται σε σφάλμα, παράλειψη ή στον τρόπο λειτουργίας του γραφείου του δικηγόρου του διαδίκου να καταχωρήσει εμπρόθεσμα το περίγραμμα αγόρευσής του δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως λόγοι που βρίσκονται πέραν των δυνάμεων του αιτητή-εφεσείοντος.
3. Η φράση «πέραν των δυνάμεων» στον κ.13(ε) καταδεικνύει την αυστηρότητα της σχετικής αρχής, με αναφορά στη συμπεριφορά του διαδίκου ο οποίος ευθύνεται για την απόρριψη και ζητά την επαναφορά, και τούτο για να αποφευχθεί η κατάχρηση της δυνατότητας επαναφοράς. Τα Δικαστήρια δεν μπορούν να αυτοδεσμευθούν σε οποιοδήποτε κανόνα που θα περιόριζε τη θεμελιακή τους υποχρέωση να διασφαλίζουν την ισορροπία μεταξύ αφενός της ανάγκης συμμόρφωσης προς τις διαδικαστικές οδηγίες τους, προς όφελος και της τελεσιδικίας των αποφάσεων, και αφετέρου του δικαιώματος του διάδικου να ακουστεί.
4. Υπό το φως των θεμελιωμένων αρχών της νομολογίας, όλα όσα οι εφεσείοντες - αιτητές ισχυρίζονται και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στην πρόνοια του κ. 13(ε), ότι δηλαδή ήταν πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντος και του δικηγόρου του και ότι η μη επαναφορά της έφεσης θα ισοδυναμούσε, υπό τις περιστάσεις, με αποστέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντος να ακουστεί.
5. Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την υπόθεση Μανώλη v. Ελευθερίου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2034, όπου ο λόγος που είχε προβληθεί για την παράλειψη ήταν η τραγική κατάσταση της σωματικής και ψυχικής υγείας του δικηγόρου, η οποία δεν του επέτρεψε να λειτουργήσει κανονικά.
6. Αναμφιβόλως, τα γεγονότα που επικαλέστηκαν οι αιτητές-εφεσείοντες δεν μπορούν να ενταχθούν στην πρόνοια του κ. 13(ε) και επομένως η αίτηση επαναφοράς δεν μπορεί να επιτύχει.
Η αίτηση απορρίφθηκε με €800 έξοδα
εις βάρος των εφεσειόντων - αιτητών,
πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
A.N. Stasis Estates Co Ltd (Avlida Hotel) v. Ιωάννου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1082,
Χρίστου v. Χ"Ιωάννου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 447,
Θωμά v. Ευσταθίου (2005) 1 Α.Α.Δ. 631,
Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Στεφάνου κ.ά. (2010) 1 A.A.Δ. 710,
Μιάρης κ.ά. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2009) 1 A.A.Δ. 435,
Russeva κ.ά. v. Pancyprian Co. of Bakers Ltd (2006) 1(B) Α.Α.Δ. 922,
Πέτρου v. Zavos κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1889,
Γρηγορίου v. Στεφάνου κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1493,
Παφιτανής v. Αιγίς Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1 A.A.Δ. 366,
Μανώλη v. Ελευθερίου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2034.
Aίτηση.
Aίτηση από τους εφεσείοντες με την οποία ζητούν διάταγμα του δικαστηρίου για επαναφορά της παρούσας έφεσης.
Α. Αδαμίδης με Κ. Αδαμίδη, για τους Αιτητές-Εφεσείοντες.
Γ. Θωμά, για τον Καθ' ου η αίτηση-Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αίτησή τους οι εφεσείοντες-αιτητές ζητούν διάταγμα και/ή απόφαση και/ή άδεια του δικαστηρίου με την οποία να επιτρέπεται και/ή να διατάσσεται η επαναφορά της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο έφεσης, η οποία απορρίφθηκε στις 7.4.2009 λόγω μη προώθησής της, ένεκα της μη καταχώρισης περιγράμματος αγόρευσης από τους εφεσείοντες. Επιπρόσθετα οι αιτητές ζητούν, σε περίπτωση έκδοσης του προαναφερόμενου διατάγματος επαναφοράς της έφεσης, και άδεια του δικαστηρίου για καταχώριση του περιγράμματος αγόρευσής τους μέσα σε 3 μέρες από την έκδοση του διατάγματος.
Η αίτηση βασίζεται στους περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1996 έως 1998 (οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί) Κ. 13(ε) και Κ. 12, στο Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος, στη Δ.48 κ.κ.1-4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφυείς εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της κας Ευτυχίας Μόργκαν, ημερ. 20.5.2009. Κατόπιν αδείας του δικαστηρίου οι αιτητές καταχώρισαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις της κας Μόργκαν και του κ. Λάμπρου Κολατσή. Ο κ. Κολατσής είναι δικηγόρος ο οποίος εργαζόταν στο γραφείο των δικηγόρων των αιτητών μέχρι 13.3.2009 και η κα. Μόργκαν είναι υπάλληλος η οποία εργάζεται στο ίδιο γραφείο για τα τελευταία 20 χρόνια.
Ο καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητος καταχώρισε ένσταση υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση, δεν αμφισβήτησε όμως το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που κατατέθηκαν εκ μέρους των αιτητών, ούτε και έγινε οποιαδήποτε αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων από οποιαδήποτε πλευρά.
Η θέση των εφεσειόντων-αιτητών, όπως φαίνεται από τις ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν εκ μέρους τους, συνίσταται ουσιαστικά στο ότι στις 24.10.2008, ημερομηνία κατά την οποία η άνω αναφερόμενη έφεση ήταν ορισμένη για προδικασία, δόθηκαν οδηγίες να καταχωρηθούν περιγράμματα αγορεύσεων σύμφωνα με τους Θεσμούς. Το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων έπρεπε να καταχωρηθεί μέχρι τις 9.12.2008. Στις 9.12.2008 καταχωρήθηκε αίτηση για δεκαπενθήμερη παράταση χρόνου καταχώρισης του περιγράμματος αγόρευσης των εφεσειόντων η οποία εγκρίθηκε και δόθηκε η ζητηθείσα παράταση. Στις 18.12.2008 ο δικηγόρος που χειριζόταν την υπόθεση για τους αιτητές, κ. Κολατσής, παρέδωσε φάκελο στην κα. Μόργκαν, η οποία ήταν υπεύθυνη στο ίδιο γραφείο για τις καταχωρήσεις των δικαστικών εγγράφων, στον οποίον περιήχετο το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, τον οποίο η κα. Μόργκαν παρέδωσε, μαζί με άλλους φακέλους, σε γραφείο ταχείας εξυπηρέτησης για αποστολή στο δικηγορικό γραφείο Σκορδής, Παπαπέτρου και Σία στη Λευκωσία, που είναι το γραφείο επιδόσεως των δικηγόρων των αιτητών (που βρίσκεται στη Λεμεσό), με την παράκληση να καταχωρηθεί. Στις 19.12.2008 το προαναφερόμενο γραφείο επιδόσεως πληροφόρησε την κα. Μόργκαν ότι παρέλαβε και διεκπεραίωσε τα έγγραφα που στάληκαν με φακέλους, στις 18.12.2008, χωρίς όμως διευκρίνιση αν παραλήφθηκαν όλοι οι φάκελοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την μακροχρόνια συνεργασία του γραφείου των δικηγόρων των εφεσειόντων με το γραφείο επιδόσεως τους στη Λευκωσία ουδέποτε είχε δημιουργηθεί οποιοδήποτε πρόβλημα στο παρελθόν.
Στις 13.3.2009 ο κ. Κολατσής αποχώρησε από το γραφείο των δικηγόρων των εφεσειόντων και κατά την αποχώρηση του ενημέρωσε για όλες τις εκκρεμούσες υποθέσεις που χειριζόταν. Για την παρούσα υπόθεση δεν ανέφερε οτιδήποτε διότι δεν θεώρησε ότι υπήρχε οποιαδήποτε εκκρεμότητα. Στις 11.5.2009 ο δεύτερος εφεσείων προσήλθε στο γραφείο των δικηγόρων του και τους ενημέρωσε ότι ενωρίτερα την ίδια μέρα του είχε επιδοθεί αίτηση προς έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία είχε καταχωρηθεί στις 29.4.2009 και στην οποία αναφερόταν ότι η έφεση του είχε απορριφθεί στις 7.4.2009, λόγω μη προώθησης της. Τους ενημέρωσε επίσης ότι στους πρώτους εφεσείοντες είχε επιδοθεί αίτηση διάλυσης της εταιρείας τους. Στις 12.5.2009 η κα. Μόργκαν επικοινώνησε με το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο της επιβεβαίωσε ότι η έφεση όντως είχε απορριφθεί στις 7.4.2009 επειδή δεν είχε καταχωρηθεί το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων και επειδή οι εφεσείοντες δεν εκπροσωπήθηκαν ή παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Από τη διερεύνηση που έγινε, από την κα. Μόργκαν, δεν έγινε κατορθωτό να διαπιστωθεί κατά πόσο με τα έγγραφα που παραλήφθηκαν από το γραφείο Σκορδής, Παπαπέτρου και Σία, με την αποστολή της 18.12.2008, ήταν και ο φάκελος με το περίγραμμα αγόρευσης της παρούσας έφεσης ή όχι. Δεν μπόρεσε επίσης να εξακριβωθεί κατά πόσο ο φάκελος με το περίγραμμα παράπεσε στο γραφείο ταχείας εξυπηρέτησης στο οποίο είχε παραδοθεί για αποστολή ή στο γραφείο Σκορδής, Παπαπέτρου και Σία. Κατά τους εφεσείοντες η μη καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης τους ήταν ατυχής καθότι για περισσότερα από 20 χρόνια η αποστολή και καταχώρηση εγγράφων από το γραφείο των δικηγόρων των εφεσειόντων στη Λεμεσό στα Δικαστήρια της Λευκωσίας και το Ανώτατο Δικαστήριο γινόταν πάντοτε με αυτό τον τρόπο και ήταν αποτελεσματική και αξιόπιστη. Επιπρόσθετα το αντικείμενο της έφεσης είναι πολύ σημαντικό και τα οικονομικά μεγέθη στα οποία αφορά είναι ιδιαίτερα «αποφασιστικά και καταλυτικά για την επιχειρηματική και την κοινωνική τους υπόσταση».
Ο Κ.13(ε) του Διαδικαστικού Κανονισμού προνοεί τα ακόλουθα:
«Νοείται ότι η έφεση ή αντέφεση που απορρίπτεται δυνάμει, του παρόντος Κανονισμού επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώρηση περιγράμματος αγόρευσης, οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν.»
Υπάρχει πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την ερμηνεία του Κ. 13 και ιδιαίτερα της πρόνοιας του Κ. 13(ε). Στην υπόθεση A.N. Stasis Estates Co Ltd (Avlida Hotel) v. Ιωάννου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1082 ερμηνεύθηκε η φράση «πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα» ως υποδηλούσα εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτα και εκτός ελέγχου. Στην υπόθεση Χρίστου v. Χ"Ιωάννου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 447 τονίστηκε ότι η προϋπόθεση που τίθεται από τον Κ. 13(ε) είναι ότι η μη καταχώρηση περιγράμματος αγόρευσης πρέπει να οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντος, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της απορριφθείσας έφεσης να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντος να ακουστεί. Δεν περιλαμβάνει όμως σφάλμα ή παράλειψη ή πρόβλημα στον τρόπο λειτουργίας του γραφείου του δικηγόρου του διάδικου και συνεπώς τέτοιοι λόγοι δεν είναι δυνατόν να ταξινομηθούν ως λόγοι που βρίσκονται πέραν των δυνάμεων του διαδίκου. Στην υπόθεση Θωμά v. Ευσταθίου (2005) 1 Α.Α.Δ. 631 τονίστηκε και πάλι ότι θέματα που ανάγονται σε σφάλμα, παράλειψη ή στον τρόπο λειτουργίας του γραφείου του δικηγόρου του διαδίκου να καταχωρήσει εμπρόθεσμα το περίγραμμα αγόρευσης του δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως λόγοι που βρίσκονται πέραν των δυνάμεων του αιτητή-εφεσείοντος. Στην υπόθεση εκείνη, λόγω λάθους ή παραδρομής του δικηγόρου του αιτητή-εφεσείοντα ο φάκελος της υπόθεσης είχε τοποθετηθεί σε λανθασμένο μέρος χωρίς να εντοπιστεί, με αποτέλεσμα να μην ετοιμαστεί το περίγραμμα της αγόρευσης. Στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Στεφάνου κ.ά. (2010) 1 A.A.Δ. 710, επαναβεβαιώθηκαν οι προαναφερόμενες αρχές της νομολογίας και ιδιαίτερα ότι η επαναφορά επιτρέπεται μόνον όταν αυτό σαφώς απαιτείται από τη δικαιοσύνη και ότι η φράση «πέραν των δυνάμεων» στον Κ. 13(ε) καταδεικνύει την αυστηρότητα της σχετικής αρχής, με αναφορά στη συμπεριφορά του διαδίκου ο οποίος ευθύνεται για την απόρριψη και ζητά την επαναφορά, και τούτο για να αποφευχθεί η κατάχρηση της δυνατότητας επαναφοράς. Τα δικαστήρια, όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Μιάρης κ.ά. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2009) 1 A.A.Δ. 435, δεν μπορούν να αυτοδεσμευθούν σε οποιοδήποτε κανόνα που θα περιόριζε τη θεμελιακή τους υποχρέωση να διασφαλίσουν την ισορροπία μεταξύ αφενός της ανάγκης συμμόρφωσης προς τις διαδικαστικές οδηγίες τους, προς όφελος και της τελεσιδικίας των αποφάσεων, και αφετέρου του δικαιώματος του διάδικου να ακουστεί. Στην υπόθεση Στεφάνου (ανωτέρω) το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση καθότι δεν ικανοποιήθηκε ότι υπήρχαν παράγοντες πέραν των δυνάμεων του δικηγόρου των αιτητών είτε στο να καταχωρήσει την αίτηση τροποποίησης του τίτλου (στην υπόθεση εκείνη), είτε στο να εμφανιστεί στο δικαστήριο την ημερομηνία που το δικαστήριο όρισε για την υπόθεση.
Η θέση ότι ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος ή την παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση των διαδικαστικών διαδικασιών, επιβεβαιώθηκε και στις υποθέσεις Russeva κ.ά. v. Pancyprian Co. of Bakers Ltd (2006) 1(B) Α.Α.Δ. 922, Πέτρου v. Zavos κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1889 και Γρηγορίου v. Στεφάνου κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1493.
Στην Παφιτανής v. Αιγίς Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1 A.A.Δ. 366, όπου μια σειρά από συγκυρίες και συμπτώσεις δεν επέτρεψαν την καταχώρηση του περιγράμματος με αποτέλεσμα η έφεση να απορριφθεί, το Εφετείο έκρινε ότι τα λάθη και οι παραλείψεις, στην υπόθεση εκείνη, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί και επομένως ότι η μη εμπρόθεσμη καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης δεν οφειλόταν σε λόγο αναγόμενο πέραν των δυνάμεων του δικηγόρου των αιτητών.
Υπό το φως των θεμελιωμένων αρχών της νομολογίας μας κρίνουμε ότι και στην προκείμενη περίπτωση όλα όσα ισχυρίζονται οι εφεσείοντες-αιτητές και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στην πρόνοια του Κ. 13(ε), ότι δηλαδή ήταν πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντος και του δικηγόρου του και ότι η μη επαναφορά της έφεσης θα ισοδυναμούσε, υπό τις περιστάσεις, με αποστέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντος να ακουστεί. Δεν έγινε δηλαδή, στην προκείμενη περίπτωση, επίκληση οποιουδήποτε συμβάντος ή περιστάσεως, απρόβλεπτης και εκτός του ελέγχου του εφεσείοντος και του δικηγόρου του, που να θεωρείται ως κάτι το εξαιρετικό, το έκτακτο ή το σπάνιο. Δεν έχουμε πειστεί επίσης ότι η δικαιοσύνη επιβάλλει την έγκριση της αίτησης. Ουσιαστικά, μόνον σε μια υπόθεση, στην οποία έγινε αναφορά, αποφασίστηκε ότι ήταν προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να διαταχθεί επαναφορά απορριφθείσας έφεσης. Πρόκειται για την υπόθεση Μανώλη v. Ελευθερίου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2034, όπου κρίθηκε ότι συνέτρεχαν αντικειμενικοί παράγοντες που είχαν αποδυναμώσει το δικηγόρο του εφεσείοντα σε βαθμό που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Όμως σε εκείνη την υπόθεση ο λόγος που είχε προβληθεί για την παράλειψη ήταν η τραγική κατάσταση της σωματικής και ψυχικής υγείας του δικηγόρου, η οποία δεν του επέτρεψε να λειτουργήσει κανονικά.
Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, οι λόγοι τους οποίους προέβαλαν οι εφεσείοντες-αιτητές συνιστούν, στην καλύτερη περίπτωση για τους εφεσείοντες, πρόβλημα στον τρόπο εργασίας του γραφείου των δικηγόρων τους. Κατά την εκτίμηση μας η γραμματέας του δικηγορικού γραφείου που ενεργούσε για τους εφεσείοντες-αιτητές όφειλε να είχε ελέγξει με το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο το περίγραμμα αγόρευσης στην έφεση αυτή είχε καταχωρηθεί, στις 19.12.2008 ή και μετά, και εν πάση περιπτώσει, πριν τις 7.4.2009, ημερομηνία κατά την οποία απορρίφθηκε η έφεση λόγω μη καταχωρήσεως του περιγράμματος αγορεύσεως. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι από τις 18.12.2008 που στάληκε η αγόρευση για καταχώρηση μέχρι τις 7.4.2009 που απορρίφθηκε η έφεση, παρήλθαν σχεδόν 4 μήνες κατά τους οποίους ουδεμία ενέργεια έγινε για να διαπιστωθεί ότι το περίγραμμα αγόρευσης όντως είχε φθάσει στον προορισμό του.
Δεν έχουμε αμφιβολία ότι τα γεγονότα που επικαλέστηκαν οι αιτητές-εφεσείοντες δεν μπορούν να ενταχθούν στην πρόνοια του Κ. 13(ε) και επομένως η αίτηση επαναφοράς δεν μπορεί να επιτύχει.
Ως εκ τούτου η αίτηση απορρίπτεται με €800,- έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων-αιτητών, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Η αίτηση απορρίπτεται με €800 έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων - αιτητών, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.