ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1295
16 Ιουλίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗ,
ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ
ΜΑΡΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΡΑΝΤΖΗ,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΦΡΑΝΤΖΗ, ΑΝΗΛΙΚΟΥ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ
ΚΑΙ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΗΣ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΦΙΛΗΣ ΤΟΥ
ΔΕΣΠΩΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ
ΜΑΡΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΡΑΝΤΖΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 27/2007)
Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε πολιτική δίκη ― Ο ενάγων πρέπει να αποδείξει την υπόθεσή του στη βάση του κριτηρίου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ήτοι, να ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή στοιχεία, ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά όχι ― Σε ποίες περιπτώσεις το βάρος αποδείξεως μεταφέρεται στην πλευρά του εναγομένου ― Ορθή καθοδήγηση πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το βάρος αποδείξεως σε υπόθεση θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος ― Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.
Απόδειξη ― Αρχή res ipsa loquitur ― Αποτελεί κανόνα του δικαίου της απόδειξης και όχι ουσιαστική αρχή, με αποτέλεσμα όπου ο ενάγων αδυνατεί να αποδείξει αμέλεια εναντίον του εναγομένου διότι τα αποκλειστικά στοιχεία γνώσης εμπίπτουν στην πλευρά του εναγομένου, το βάρος να μεταφέρεται στον τελευταίο για να δώσει μια λογική εξήγηση ότι δεν ήταν αμελής.
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Αιτιώδης συνάφεια ― Ανάγκη να καταδεικνύεται πάντοτε η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημίας η οποία προκύπτει.
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Προβολή υπεράσπισης αναπόφευκτου ατυχήματος ― Βάρος αποδείξεως ― Μετακινείται στον εναγόμενο.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Παιδάκι ηλικίας σχεδόν τριών ετών είχε υποστεί κατάγματα βάσεων όλων των δεξιών μεταταρσίων οστών, τοποθετήθηκε σε γύψο για περίπου δύο βδομάδες και δεν μπορούσε αρχικά να περπατήσει ― Επίσης είχε κτυπήσει στο στόμα και το πηγούνι και οι πληγές του είχαν συρραφεί, έχασε πέντε νεογιλούς οδόντες και δεν μπορούσε αρχικά να δαγκώσει και να έχει ομαλή μάσηση ― Θα παρέμενε για τρία έτη χωρίς εμπρόσθιους κάτω οδόντες και θα χρειαζόταν να υποβληθεί σε ορθοδοντική θεραπεία για αποκατάσταση και ανατολή όλων των μονίμων οδόντων ― Ανάγκη, ενδεχομένως, υποβολής σε θεραπεία, μέχρι και χειρούργηση μέχρι και τα έντεκά του χρόνια και μέχρι τότε θα χρειάζεται να τοποθετεί σιδεράκια ― Είχε επίσης υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με διάσειση εγκεφάλου ― Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις Λ.Κ.8.000 ― Επικυρώθηκαν κατ' έφεση.
Τόκος ― Αποζημιώσεις ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιδίκαση πρωτοδίκως τόκου από την ημερομηνία της απόφασης, ήτοι, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το ατύχημα ― Αποφασίστηκε κατ' έφεση όπως η επιδίκαση τόκου άρχεται από την ημερομηνία κατά την οποία συνέβη το τροχαίο ατύχημα.
Στις 8.12.2002 το όχημα του Μάριου Χρίστου Φραντζή στο οποίο επέβαινε και ο ηλικίας τότε σχεδόν τριών ετών, υιός του Ανδρέας Φραντζής, ενώ κατευθύνετο προς Λεμεσό από τις Πλάτρες εισήλθε διαγώνια στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας του δρόμου Λεμεσού - Πλατρών και συγκρούστηκε με το εξ αντιθέτου κατευθυνόμενο όχημα με οδηγό τον Ανδρέα Μάρκου Μ.Ε.3, το οποίο οδηγείτο στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Ακριβώς πίσω από το όχημα του Μάρκου οδηγούσε το δικό του όχημα ο Στυλιανός Κωνσταντίνου Μ.Ε.4. Εκ της συγκρούσεως, ο Μάριος Χρίστου Φραντζή απεβίωσε (εφεξής «ο αποβιώσας»), ο δε ανήλικος υιός του υπέστη τις ακόλουθες σωματικές βλάβες:
Κατάγματα βάσεων όλων των δεξιών μεταταρσίων οστών.
Κτυπήματα στο στόμα και το πηγούνι και απώλεια πέντε νεογιλών οδόντων με αποτέλεσμα να μην έχει αρχικά τη δυνατότητα να δαγκώσει και να έχει ομαλή μάσηση.
Κτύπημα στο κεφάλι και πρόκληση κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης με διάσειση εγκεφάλου.
Ο ανήλικος ήγειρε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δια της μητρός και πλησιέστερης συγγενούς και φίλης του Δέσπως Χρυσάνθου, συζύγου του αποβιώσαντος, εναντίον των διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος, Χρυσάνθης Χρυσάνθου και Σταύρου Φραντζή. Η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε στις 8.9.2006 απόφαση, με την οποία επιδίκασε προς όφελος του ενάγοντος το ποσό των Λ.Κ.8.000, ως γενικές αποζημιώσεις, Λ.Κ.190, ως ειδικές αποζημιώσεις, Λ.Κ.100, ως αμοιβή για τη μητέρα του ανηλίκου, καθώς και Λ.Κ.1.500 ως αποζημιώσεις για μελλοντική βλάβη, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόφασης, πλέον έξοδα.
Η υπεράσπιση κάλεσε μόνο ένα μάρτυρα τον ιατροδικαστή Δρ. Σοφοκλή Σοφοκλέους, ο οποίος είχε κάμει τη μεταθανάτια ιατροδικαστική έκθεση. Η σύντομη μαρτυρία του συνίστατο στο ότι η μεταθανάτια ιατροδικαστική έκθεση, Τεκμ. 6, ανέφερε ως αιτία θανάτου το έμφραγμα μυοκαρδίου και τη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Δεν ήταν όμως σε θέση να αναφέρει εάν το έμφραγμα ήταν θανατηφόρο ή αν αυτό είχε επισυμβεί πριν τη σύγκρουση ή μετά.
Επί του θέματος της ευθύνης το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο ενάγων ουσιαστικά απέσεισε το βάρος αποδείξεως στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ως προς το ότι το ατύχημα οφειλόταν στην αμέλεια του αποβιώσαντος. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση του αναπόφευκτου δυστυχήματος που προώθησε η αντίδικη πλευρά με κεντρικό άξονα την πιθανότητα ότι ο αποβιώσας υπέστη έμφραγμα μυοκαρδίου με αποτέλεσμα την απώλεια του ελέγχου του οχήματος.
Η διαχείριση καταχώρησε έφεση επικαλούμενη προς ανατροπή της απόφασης, την κατ' ισχυρισμόν, λανθασμένη εφαρμογή του ισοζυγίου των πιθανοτήτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, την κατά παράβαση της μαρτυρίας διαπίστωσή του ότι η απώλεια του ελέγχου του οχήματος δεν οφειλόταν στο έμφραγμα, με την ταυτόχρονη αποτυχία του να μη δεχθεί ότι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ατυχήματος και της απουσίας αμέλειας, παραγνωρίζοντας ότι η απώλεια του ελέγχου, λόγω εμφράγματος, ήταν μια εξ ίσου πιθανότητα.
Η πλευρά του ανήλικου καταχώρησε αντέφεση. Βασικό της παράπονο ήταν η ανεπάρκεια των αποζημιώσεων, με διαζευκτική εισήγηση ότι η μη επιδίκαση νομίμου τόκου από την γένεση του αγωγίμου δικαιώματος, ήταν λανθασμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
Έφεση
1. Το βάρος του ισοζυγίου των πιθανοτήτων το φέρει στην πολιτική δίκη κατά κανόνα ο ενάγων και αποσείεται όταν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή στοιχεία, ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά όχι. Ο ενάγων πρέπει βέβαια να αποδείξει στοιχεία αμέλειας εκ μέρους του αντιδίκου του, και οφείλει επίσης να αποδείξει και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας αυτής και της ζημιάς που έχει υποστεί.
2. Ο ενάγων, στην προσπάθειά του να δείξει στοιχεία αμέλειας, έχει τη δυνατότητα να επικαλεσθεί το αξίωμα res ipsa loquitur το οποίο αποτελεί κανόνα δικαίου της απόδειξης και όχι ουσιαστική αρχή με αποτέλεσμα όπου ο ενάγων αδυνατεί να αποδείξει αμέλεια εναντίον του εναγομένου διότι τα αποκλειστικά στοιχεία γνώσης εμπίπτουν στην πλευρά του εναγομένου, το βάρος να μεταφέρεται στον τελευταίο για να δώσει μια λογική εξήγηση ότι δεν ήταν αμελής.
3. Όταν οι συνθήκες ενός ατυχήματος, εκ πρώτης όψεως, στοιχειοθετούν αμέλεια, το βάρος αποδείξεως μετακινείται στον εναγόμενο για να αποδείξει τον ισχυρισμό του περί αναπόφευκτου ατυχήματος.
4. Στην προκείμενη περίπτωση τα στοιχεία αμέλειας είναι αυταπόδεικτα από το γεγονός της σύγκρουσης στην πορεία που νομίμως οδηγείτο το εξ αντιθέτου επερχόμενο όχημα. Αυτή η εκ πρώτης όψεως αμέλεια επιβεβαιώνετο και από τη μαρτυρία των μαρτύρων Μάρκου και Κωνσταντίνου οι οποίοι μέσα από την αποδεκτή και αξιόπιστη, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως μαρτυρία τους, είχαν αντιληφθεί το όχημα του αποβιώσαντος να είναι στη μέση του δρόμου και να κατευθύνεται χωρίς οποιαδήποτε ταλάντευση προς το όχημα του Μάρκου, σε χρόνο που δεν παρείχε περιθώρια αντίδρασης. Η εκ πρώτης όψεως αμέλεια αυτή συνάγεται επομένως έστω και αν δεν στοιχειοθετήθηκε η οδήγηση του οχήματος του αποβιώσαντος με υπερβολική ταχύτητα υπό τις περιστάσεις.
5. Με τα πιο πάνω δεδομένα οι εφεσείοντες έφεραν το βάρος να αποδείξουν ότι ο αποβιώσας (όπως ισχυρίζοντο) είχε υποστεί το έμφραγμα ώστε να μην ήταν σε θέση να ελέγξει το όχημά του πριν το ατύχημα. Σύμφωνα δε με τις νομολογιακές αρχές θα έπρεπε, για να αποδειχθεί τέτοιος ισχυρισμός, να είχαν τεθεί τέτοια δεδομένα από πλευράς του αποβιώσαντος, ώστε να τα ενέτασσαν στον ισχυρισμό του αναπόφευκτου ατυχήματος.
6. Στη βάση της μοναδικής και αναντίλεκτης επιστημονικής μαρτυρίας, που σε καμιά περίπτωση δεν πέρασε το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, η υπεράσπιση του αναπόφευκτου ατυχήματος δεν ήταν δυνατό να επιτύχει.
7. Από τη στιγμή που το βάρος της απόδειξης μετακινήθηκε στην υπεράσπιση, αυτή έπρεπε να δείξει την ύπαρξη εμφράγματος πριν το ατύχημα στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, πράγμα που απέτυχε να πράξει.
Αντέφεση
1. Το επιδικασθέν υπέρ του ανηλίκου ποσό των σχεδόν €14.000 (£8.000) ως γενικές αποζημιώσεις, δεν ήταν εκτός του λογικού μέτρου που θα μπορούσε πρωτόδικα να επιδικασθεί.
2. Με βάση το Άρθρο 58 Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, ο χρόνος από τον οποίο θα αρχίζει ο τόκος, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Ευχέρεια που όμως αιτιολογείται δικαστικά και με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης. Στην υπό εξέταση υπόθεση, το ατύχημα συνέβη στις 8.12.02 και η αγωγή ηγέρθηκε σύντομα μετά, στις 29.7.03. Δεν είναι ιδιαίτερα μακρύς ο χρόνος, έχοντας ταυτόχρονα υπόψη ότι ο πατέρας απώλεσε τη ζωή του και ο ανήλικος υιός του - εφεσίβλητος τραυματίστηκε, ενώ η χήρα του αποβιώσαντος και μητέρα του ανηλίκου ήταν κατά την ημερομηνία του θανατηφόρου έγκυος με το δεύτερο παιδί της. Δεν υπάρχει επομένως κανένας αποχρών λόγος, ο τόκος να μην αρχίζει από την ημερομηνία του ατυχήματος.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος. Η αντέφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858,
Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275,
Σοφοκλέους v. Κυριάκου (2010) 1 A.A.Δ. 665,
Ράλλης Μακρίδης & Υιοί Λτδ v. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447,
Παπαλλής v. Κυριακίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 92,
Πανταζής v. Θεμιστοκλέους (2006) 1 Α.Α.Δ. 898,
Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230,
Καμέρης v. Σουλή (1990) 1 Α.Α.Δ. 880,
Socratous v. Loizou a.ο. (1988) 1 C.L.R. 299,
The Tunnel Portland Cement Co. Ltd v. The Prince Line Limited a.ο. (1963) 2 C.L.R. 181,
Hill v. Baxter [1958] 1 All E.R. 193,
Miller v. Minister of Pensions [1947] 1 All E.R. 372
Φυσικού v. Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 521,
Ryan v. Youngs [1938] 1 All E.R. 522,
Νεάρχου v. Στεφανίδη κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351,
Ιωάννου v. Αναστασιάδη, Aγωγή Aρ. 4156/84, ημερ. 8.8.1988, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού,
Αριστοτέλους v. Γιάγκου, Aγωγή Aρ. 7083/85, ημερ. 28.9.1988, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού,
Αλεξάνδρου v. Αντωνίου, Aγωγή Aρ. 476/88, ημερ. 28.6.1990, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.
Έφεση και Aντέφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες και αντέφεση από τον εφεσίβλητο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Στυλιανού, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 4800/03), ημερομ. 8.9.2006.
Στ. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Τόκα, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 8.12.2002, ο Μάριος Χρίστου Φραντζής, 27 ετών, οδηγούσε το όχημα του υπ' αρ. εγγραφής EAA 818, επί του κυρίου δρόμου Λεμεσού-Πλατρών με κατεύθυνση τη Λεμεσό. Στο όχημα επέβαινε ο ηλικίας τότε σχεδόν τριών ετών, υιός του, Ανδρέας Φραντζής. Περί το 18 χμ του ως άνω δρόμου, το όχημα του Μάριου Χρίστου Φραντζή εισήλθε διαγώνια στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το εξ αντιθέτου κατευθυνόμενο όχημα, υπ' αρ. εγγραφής EZE 211, με οδηγό τον Ανδρέα Μάρκου, το οποίο και οδηγείτο κανονικά στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Εκ της συγκρούσεως, ο Μάριος Χρίστου Φραντζή απεβίωσε (εφεξής «ο αποβιώσας»), ο δε ανήλικος υιός του υπέστη σωματικές βλάβες και άλλα έξοδα.
Συνεπεία του θανατηφόρου αυτού ατυχήματος, ηγέρθη στις 29.7.03, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή από τον ανήλικο ως ενάγοντα, διά της μητρός και πλησιέστερης συγγενούς και φίλης του Δέσπως Χρυσάνθου, συζύγου του αποβιώσαντος, εναντίον των διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος, Χρυσάνθης Χρυσάνθου και Σταύρου Φραντζή. Η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε στις 8.9.2006 απόφαση, με την οποία επιδίκασε προς όφελος του ενάγοντος το ποσό των Λ.Κ.8.000, ως γενικές αποζημιώσεις, Λ.Κ.190, ως ειδικές αποζημιώσεις, Λ.Κ.100, ως αμοιβή για τη μητέρα του ανηλίκου, καθώς και Λ.Κ.1.500 ως αποζημιώσεις για μελλοντική βλάβη, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόφασης, πλέον έξοδα.
Όλοι οι μάρτυρες του ενάγοντα εντυπωσίασαν ευνοϊκά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά αξιόπιστος κρίθηκε επίσης και ο μοναδικός μάρτυρας της υπεράσπισης, ιατροδικαστής Σοφοκλής Σοφοκλέους. Το Δικαστήριο δέχθηκε, περαιτέρω, ότι ο ενάγων είχε στην ουσία αποσείσει το βάρος απόδειξης στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ως προς το ότι το ατύχημα οφειλόταν στην αμέλεια του αποβιώσαντος, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την υπεράσπιση του αναπόφευκτου δυστυχήματος που προώθησε η διαχείριση του αποβιώσαντος, με κεντρικό άξονα την πιθανότητα ότι αυτός υπέστη έμφραγμα μυοκαρδίου με αποτέλεσμα την απώλεια του ελέγχου του οχήματος.
Καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση από την διαχείριση προβάλλοντας ως ουσιαστικούς λόγους προς ανατροπή της απόφασης, τη λανθασμένη εκ μέρους του πρωτοδίκου Δικαστηρίου εφαρμογή του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, την κατά παράβαση της μαρτυρίας διαπίστωσή του ότι η απώλεια του ελέγχου του οχήματος δεν οφειλόταν στο έμφραγμα, με την ταυτόχρονη αποτυχία του να μη δεχθεί ότι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ατυχήματος και της απουσίας αμέλειας, παραγνωρίζοντας ότι η απώλεια του ελέγχου, λόγω εμφράγματος, ήταν μια εξ ίσου πιθανότητα. Καταχωρήθηκε και αντέφεση από την πλευρά του ανηλίκου, με βασικό παράπονο το χαμηλό του μέτρου της δοθείσας αποζημίωσης, με διαζευκτική εισήγηση ότι η μη επιδίκαση νομίμου τόκου από τη γένεση του αγωγίμου δικαιώματος, ήταν λανθασμένη.
Ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος κατέθεσε ο εξεταστής αυτού υπαστυνόμος Αιμίλιος Καφάς ως Μ.Ε.1, ο Ανδρέα Μάρκου, οδηγός του άλλου εμπλεκόμενου οχήματος, ως Μ.Ε.3 και ο Στυλιανός Κωνσταντίνου, ως Μ.Ε.4, που οδηγούσε το δικό του όχημα ακριβώς πίσω από το όχημα του Μάρκου. Η βασική τοποθέτηση του Ανδρέα Μάρκου ήταν ότι είδε το όχημα του αποβιώσαντος ουσιαστικά για πρώτη φορά όταν αυτό οδηγήθηκε αίφνης διαγωνίως προς το δικό του όχημα, αντιληφθείς ότι αμέσως προηγουμένως κρατούσε περίπου τη μέση του δρόμου. Ο ίδιος κατευθυνόταν νόμιμα και κανονικά στη δική του πλευρά και αιφνιδιαστικά ήταν που το άλλο όχημα ήλθε προς το δικό του, χωρίς ουσιαστικά να προλάβει να προβεί σε οποιοδήποτε ουσιαστικό ελιγμό προς αποφυγή της σύγκρουσης. Η μαρτυρία του Κωνσταντίνου έδειχνε επίσης ότι το όχημα του αποβιώσαντος κατευθύνθηκε στο εμπρόσθιο του όχημα, δηλαδή, του Μάρκου, σε κλάσματα δευτερολέπτου μόλις αυτό πρόβαλε από σημείο στο δρόμο όπου υπάρχει ελαφρά στροφή. Είχε δει το όχημα αυτό στο κέντρο του δρόμου με κατεύθυνση το όχημα του Μάρκου, αντιλαμβανόμενος να πηγαίνει ευθείαν επί του προπορευομένου του οχήματος, μόλις πήρε την στροφή, χωρίς αυτή η πορεία να ευθυγραμμιστεί. Δεν το πρόσεξε να ήταν ανεξέλεγκτο, να πηγαίνει, δηλαδή, ζιγκ-ζαγκ.
Ο υπαστυνόμος Καφάς, ως Μ.Ε.1, είχε μεταξύ άλλων ετοιμάσει πρόχειρο σχεδιάγραμμα της σκηνής, το οποίο μετέτρεψε σε επί κλίμακος σχέδιο (Τεκμ. 2 και 3 αντίστοιχα), διευκρίνισε δε ότι είχε δει τον ανήλικο ενάγοντα να κάθεται σε παιδικό καρεκλάκι στο οπίσθιο κάθισμα του οχήματος του αποβιώσαντος, ενώ ανέλαβε ο ίδιος την περαιτέρω διερεύνηση του ατυχήματος, αντί άλλου απλού αστυνομικού, όταν θεώρησε ότι ο οδηγός του οχήματος ήταν ζωντανός. Στην αντεξέταση του δέχθηκε ότι δεν κατέχει οποιεσδήποτε ιατρικές γνώσεις, δεν έλαβε τα ζωτικά σημεία του αποβιώσαντος στη σκηνή και δεν μπορούσε να αποφανθεί κατά πόσο το θύμα εκείνη την ώρα ήταν όντως ζωντανό ή νεκρό, ο μόνος δε λόγος για τον οποίο είχε πει ότι πιθανό να ήταν εν ζωή, ήταν διότι όταν οι τραυματιοφορείς που έφθασαν στη σκηνή, ανέσυραν τον αποβιώσαντα από το όχημα, η κεφαλή του είχε γυρίσει προς τα αριστερά, ενώ οι ίδιοι τον είχαν γύρει προς τα δεξιά, μετά την τοποθέτηση σχετικού κολλάρου.
Οι υπόλοιποι μάρτυρες, η μητέρα του ανηλίκου, η παιδοδοντίατρος Ανδρονίκη Γρηγορίου Κόκκινου, και ο οδοντίατρος Ηρόδοτος Ηροδότου, κατέθεσαν ως προς τους πόνους που είχε ο ανήλικος κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο και μετέπειτα στο σπίτι και την απώλεια πέντε νεογιλών οδόντων από τον οδοντικό φραγμό της κάτω γνάθου, που είχε ως αποτέλεσμα την ταλαιπωρία του και την πιθανότητα, επειδή πρόκειτο για πρόωρη απώλεια οδόντων, τα μόνιμα δόντια που θα διαδεχθούν τα νεογιλά, να χάσουν την καθοδήγηση τους ώστε να μην βγουν στη σωστή τους θέση. Αυτό θα αντιμετωπιστεί με συνδυασμό ορθοδοντικής και χειρουργικής θεραπείας. Τα μόνιμα δόντια πιθανό να παρουσιάσουν επίσης υποπλασία της αδαμαντίνης, πρόβλημα βασικά αντιαισθητικής φύσεως που θα χρειαστεί αισθητική αποκατάσταση. Επίσης θα χρειαστούν σιδεράκια τα οποία ο ανήλικος θα φέρει μέχρι την ηλικία των 10-11 χρόνων. Ήδη υπήρξε και μετατόπιση οδόντων με σημάδια από πληγές στα χείλη. Περαιτέρω, είχε τοποθετηθεί γύψινος νάρθηκας στο πόδι του ανηλίκου.
Είχε διεξαχθεί θανατική ανάκριση ως προς τα αίτια θανάτου, ο φάκελος της οποίας κατατέθηκε από την Σωτηρούλα Θρασυβούλου, Πρωτοκολλητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Σ' αυτόν περιείχετο της πόρισμα της θανατικού ανακριτή και η μεταθανάτια ιατροδικαστή έκθεση του Δρ. Σοφοκλή Σοφοκλέους ο οποίος και κατέθεσε, ως προαναφέρθηκε, ως μοναδικός μάρτυρας για την υπεράσπιση. Η σύντομη μαρτυρία του συνίστατο στο ότι η μεταθανάτια ιατροδικαστική έκθεση, Τεκμ. 6, ανέφερε ως αιτία θανάτου το έμφραγμα μυοκαρδίου και τη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Δεν ήταν όμως σε θέση να αναφέρει εάν το έμφραγμα ήταν θανατηφόρο ή αν αυτό είχε επισυμβεί πριν τη σύγκρουση ή μετά.
Η τροποποιημένη έκθεση απαίτησης έθετε στην παρ. 5 ισχυρισμούς, ότι το ατύχημα οφειλόταν στην αποκλειστική αμέλεια και/ή παράβαση των νομίμων καθηκόντων του αποβιώσαντος, παρέχει δε 11 λεπτομέρειες αμελείας, μεταξύ των οποίων, ότι οδηγούσε με μεγάλη, υπερβολική ή επικίνδυνη υπό τις περιστάσεις ταχύτητα, ότι οδηγούσε αμελώς, επικίνδυνα, απερίσκεπτα και με αδιαφορία για την υπόλοιπη τροχαία κίνηση, ότι παρέλειψε να κρατεί την αριστερή πλευρά του δρόμου, παρέλειψε να χρησιμοποιήσει εγκαίρως τα φρένα του και ότι απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος, ώστε εισερχόμενο διαγωνίως στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας να συγκρουστεί με το όχημα του Μάρκου. Υπάρχει επίσης διαζευκτικός ισχυρισμός ότι στην περίπτωση εφαρμοζόταν πλήρως η αρχή του «res ipsa loquitur». Η υπεράσπιση κατέγραψε ισχυρισμό στην παρ. 1, ότι ο αποβιώσας δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί οδηγός του οχήματος «..... καθότι ούτος απεβίωσεν ενόσω οδηγούσε και/ή υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου.». Στη δε παρ. 3, ο ισχυρισμός είναι «..... ότι το ατύχημα ήτο αναπόφευκτον ..... καθότι ενόσω προηγούμενα οδηγούσε αίφνως υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου που τον καθιστούσε ανίκανον να ελέγχει το όχημα και/ή απεβίωσε συνεπεία του εμφράγματος και/ή νεκρός ευρίσκετο στη θέση του οδηγού.».
Η βασική θέση της κας Ερωτοκρίτου, όπως έγινε αντιληπτή και κατά την ενώπιον του Εφετείου αγόρευση της, ήταν ότι χωρίς το πρωτόδικο Δικαστήριο να ασχοληθεί με τη νομική πτυχή της έννοιας του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και/ή εφαρμόζοντας λανθασμένο κριτήριο και χωρίς να εξετάσει νομικά τον ισχυρισμό του αναπόφευκτου δυστυχήματος, λανθασμένα, παρόλο που έκρινε αξιόπιστο τον ιατροδικαστή Σοφοκλέους, θεώρησε ότι η μαρτυρία του δεν επαρκούσε για να αποδειχθεί ότι ο αποβιώσας υπέστη έμφραγμα μυοκαρδίου ως αποτέλεσμα του οποίου δεν είχε πλέον τον έλεγχο του οχήματος του. Κατά τη συνήγορο, η μαρτυρία του ιατροδικαστή έδειχνε ως εξίσου πιθανά τα ακόλουθα σενάρια: Ο αποβιώσας να απέθανε από το έμφραγμα πριν το ατύχημα, να απεβίωσε από έμφραγμα αμέσως μετά το ατύχημα ή να απεβίωσε από τις κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Εφόσον λοιπόν ήταν εξίσου πιθανή αιτία ο θάνατος να επισυνέβη λόγω του εμφράγματος πριν το ατύχημα, τότε ο αποβιώσας, όντας νεκρός κατά το στάδιο της οδήγησης, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήλεγχε το όχημα. Στην ουσία, κατά τη συνήγορο, η πλευρά της διαχείρισης, η οποία δεν αμφισβήτησε τη μαρτυρία του ιατροδικαστή, δεν πέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, εφόσον ήταν εξίσου πιθανό ο αποβιώσας να ήταν ήδη νεκρός στο τιμόνι, λόγω του εμφράγματος, πριν τη σύγκρουση. Η δε αιτιώδης συνάφεια επίσης δεν απεδείχθη εφόσον τόσο η αμέλεια του αποβιώσαντος, όσο και η απουσία αυτής ήταν εξίσου πιθανές, με αποτέλεσμα ο εγείρων την αγωγή ενάγων-εφεσίβλητος, να είχε αποτύχει να αποσείσει το βάρος απόδειξης.
Είναι γεγονός ότι ο τρόπος διατύπωσης της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι ιδιαιτέρως σαφής, εφόσον κατέγραψε και τα εξής:
«Δεν θεωρώ φυσικά ότι το γεγονός ότι δεν φαινόταν ότι είχε χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου να σημαίνει κατ' ανάγκην ότι όντως δεν τον έχασε. Από την άλλη όμως και επειδή μιλούμε για ισοζύγιο πιθανοτήτων, η πλάστιγγα θα έγερνε υπέρ του ισχυρισμού των εναγομένων ότι η εν λόγω σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.»
Στη συνέχεια, όμως, σχολιάζοντας συνοπτικά τις αρχές που έθεσε η πλευρά του ανήλικου, θεωρώντας ότι αυτές αφορούσαν περιπτώσεις όπου ήταν πιθανό να υπήρχαν πέραν της μιας αιτίας για την πρόκληση βλάβης, κατέληξε ότι:
«Όμως στην προκείμενη περίπτωση το έμφραγμα του μυοκαρδίου δεν είναι μια εξίσου αιτία για την οδηγητική συμπεριφορά του εναγόμενου μαζί με την πιθανή αμέλεια και άρα τη βλάβη που είχε υποστεί ο ενάγοντας ..... Και ο ίδιος ο Μ.Υ.1 είπε ότι δεν μπορούσε και δεν ήταν έτοιμος να πει ότι το έμφραγμα προηγείτο της σύγκρουσης. Έτσι βρίσκω ότι ο ισχυρισμός του αναπόφευκτου δυστυχήματος δεν ευσταθεί και το επίδικο δυστύχημα οφείλεται στην αποκλειστική αμέλεια του εναγόμενου.»
Το βάρος του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως έχει διαχρονικά αποφασιστεί, το φέρει στην πολιτική δίκη κατά κανόνα ο ενάγων και αποσείεται όταν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά όχι. (δέστε Μπούλος Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Κυριάκος Σοφοκλέους v. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 A.A.Δ. 665). Ο ενάγων πρέπει βέβαια να δείξει στοιχεία αμέλειας εκ μέρους του αντιδίκου του, καθώς επίσης οφείλει να αποδείξει και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας αυτής και των ζημιών που έχει υποστεί. Δεν εναπόκειται, όπως έχει λεχθεί στη Ράλλης Μακρίδης & Υιοι Λτδ v. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447, στον εναγόμενο «..... να απαλλάξει τον εαυτό του αποδεικνύοντας ότι το δυστύχημα ήταν είτε αναπόφευκτο ή ότι δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας.». Όπως ταυτόχρονα λέχθηκε στην ίδια υπόθεση, δεν είναι όμως από την άλλη «..... αναγκαίο για τον ενάγοντα να αποκλείσει κάθε πιθανή δυνατότητα ότι το δυστύχημα δυνατό να προκλήθηκε χωρίς αμέλεια από την πλευρά του εναγόμενου ....».
Στην προσπάθεια του ένας ενάγων να δείξει στοιχεία αμέλειας είναι δυνατή και η επίκληση του αξιώματος res ipsa loquitur το οποίο, όπως λέχθηκε και στην Παπαλλής v. Κυριακίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 92, αποτελεί κανόνα του δικαίου της απόδειξης και όχι ουσιαστική αρχή, με αποτέλεσμα όπου ο ενάγων αδυνατεί να αποδείξει αμέλεια εναντίον του εναγομένου διότι τα αποκλειστικά στοιχεία γνώσης εμπίπτουν στην πλευρά του εναγομένου, το βάρος να μεταφέρεται στον τελευταίο για να δώσει μια λογική εξήγηση ότι δεν ήταν αμελής. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Bullen and Leake and Jacob's Precedents of Pleadings, 12η έκδ. σελ. 684:
«The principle of res ipsa loquitur only shifts the onus of proof in that a prima facie case is assumed to be made out, throwing on the defendant the task of showing he was not negligent or of giving an explanation of the cause of the accident which did not connote negligence on his part (Woods v. Duncan [1946] A.C. 401 at 419, 439); see also Barkway v. South Wales Transport [1950] A.C. 185 (no rebuttal of negligence for defendants to prove tyre burst);»
Οι περιστάσεις ενός ατυχήματος μπορεί να είναι τέτοιες που εκ πρώτης όψεως να τεκμαίρουν αμέλεια, όπως στην περίπτωση όπου ένα όχημα εισέρχεται άνευ προφανούς αιτίας στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ανακόπτοντας την πορεία άλλου οχήματος. Στην Πανταζής v. Θεμιστοκλέους (2006) 1 Α.Α.Δ. 898, η οδήγηση εκσκαφέα στη δεξιά πλευρά του δρόμου, με ταυτόχρονη ανακοπή της πορείας που νομίμως ακολουθούσε το όχημα στο οποίο επενέβαινε ο εκεί εφεσίβλητος, συνιστούσε εκ πρώτης όψεως αμέλεια εκ μέρους του εφεσείοντος. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το βάρος απόδειξης μετακινείται στον εναγόμενο για να αποδείξει τον ισχυρισμό του περί αναπόφευκτου ατυχήματος. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο Bullen and Leake - πιο πάνω - σελ. 1266:
«If the defendant desires to set up a positive case to show that the accident occurred without negligence on his part, e.g. inevitable accident, latent defect, etc., the modern practice is that he should plead the material facts relied on, and it is not enough for him to rely on his general denial of negligence as entitling him to lead evidence of such facts, e.g. inevitable accident, ....». (η έμφαση προστέθηκε).
Επομένως, στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, η κατ' ανύποπτο τρόπο οδήγηση του οχήματος του αποβιώσαντος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, όπου νομίμως οδηγούσε ο Μάρκου, αναμφίβολα στοιχειοθετούσε εκ πρώτης όψεως αμέλεια εκ μέρους του αποβιώσαντος, ήταν δε εκ των πραγμάτων αδύνατο για τον ανήλικο εφεσίβλητο να ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για την μη αναμενόμενη αυτή κίνηση του οχήματος στο οποίο επέβαινε. Τα στοιχεία αμέλειας είναι αυταπόδεικτα από το γεγονός της σύγκρουσης στην πορεία που νομίμως οδηγείτο το όχημα του Μάρκου, επιβεβαιωνόμενη αυτή η εκ πρώτης όψεως αμέλεια και από τη μαρτυρία των Μάρκου και Κωνσταντίνου, οι οποίοι μέσα από την αποδεκτή και αξιόπιστη, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως μαρτυρία τους, είχαν αντιληφθεί το όχημα του αποβιώσαντος να είναι στη μέση του δρόμου και να κατευθύνεται χωρίς οποιαδήποτε ταλάντευση προς το όχημα του Μάρκου, σε χρόνο που δεν παρείχε περιθώρια αντίδρασης. Η εκ πρώτης όψεως αμέλεια αυτή συνάγεται επομένως έστω και αν δεν στοιχειοθετήθηκε η οδήγηση του οχήματος του αποβιώσαντος με υπερβολική ταχύτητα υπό τις περιστάσεις, εφόσον η μαρτυρία του υπαστυνόμου Καφά έδειξε ότι το όριο ταχύτητας στην περιοχή ήταν 80 χ.α.ω., ενώ η άποψη του Καφά ως, μεταξύ άλλων, και ειδικού επί της ανεύρεσης ταχυτήτων, ο αποβιώσας θα πρέπει να οδηγούσε με ταχύτητα περίπου 60 χ.α.ω..
Με τα πιο πάνω δεδομένα εναπόκειτο στους εφεσείοντες να αποδείξουν τον προβληθέντα θετικό ισχυρισμό τους, ως ανωτέρω, ότι ο αποβιώσας είχε ήδη υποστεί το έμφραγμα ώστε να μην ήταν σε θέση να ελέγξει το όχημα πριν από το δυστύχημα. Για να αποδειχθεί τέτοιος ισχυρισμός, σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές, θα έπρεπε να είχαν τεθεί τέτοια δεδομένα από πλευράς του αποβιώσαντος, ώστε να τα ενέτασσαν στον ισχυρισμό του αναπόφευκτου ατυχήματος.
Στο σύγγραμμα του Charlesworth & Percy on Negligence 7η έκδ., αναφέρονται τα εξής στη σελ. 198, παρ. 3-86, σε σχέση με το βάρος απόδειξης που πρέπει να αποσείσει ο εναγόμενος που επικαλείται το αναπόφευκτο ατύχημα:
«The burden of proof of inevitable accident is upon the person setting it up, namely the defendant. The burden rests on the defendants to show inevitable accident. To sustain that the defendants must do one or other of two things. They must either show what was the cause of the accident, and show that the result of that cause was inevitable; or they must show all the possible causes, one or other of which produced the effect, and must further show with regard to every one of these possible causes that the result could not have been avoided. Unless they do one or other of these two things, it does not appear to me that they have shown inevitable accident.» (η έμφαση προστέθηκε).
Η πιο πάνω θέση έχει γίνει δεκτή και ακολουθηθεί στην Κύπρο, σε σειρά υποθέσεων όπως τις Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230, Καμέρης v. Σουλή (1990) 1 Α.Α.Δ. 880, Socratous v. Loizou and Another (1988) 1 C.L.R. 299 και The Tunnel Portland Cement Co. Ltd v. The Prince Line Limited and Another (1963) 2 C.L.R. 181 κ.ά.
Η μαρτυρία όμως που δόθηκε από τον ιατροδικαστή δεν ήταν βοηθητική προς τους εφεσείοντες, ώστε να εντάξουν τα περιστατικά της υπόθεσης εντός της υπεράσπισης του αναπόφευκτου ατυχήματος. Η μεταθανάτιος ιατροδικαστή έκθεση, Τεκμ. 6, που έγινε από τον ιατροδικαστή Σοφοκλέους μετά τη νενομισμένη νεκροψία στις 9.12.02, την επομένη δηλαδή του ατυχήματος, κατέγραψε επί λέξει στην αιτία θανάτου το εξής:
«Έμφραγμα του μυοκαρδίου - βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση. (Δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο συνέβηκε το έμφραγμα. Δηλαδή εάν είναι πριν ή μετά το δυστύχημα. Η συγκεκριμένη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση δύναται να προκαλέσει από μόνη της το θάνατο.»
Ενόψει της πιο πάνω ιατροδικαστικής έκθεσης, το πόρισμα της θανατικού ανακριτή ημερ. 30.12.03, Τεκμ. 5, κατέγραψε ότι ο θάνατος οφειλόταν σε κρανιοεγκεφαλική κάκωση συνεπεία τροχαίου ατυχήματος, στη δε Ανάκριση, στο έντυπο Δ, με βάση τον περί Θανατικών Ανακριτών Νόμο, Κεφ. 153, Αρθρο 25, ως αιτία θανάτου αναφέρεται: «έμφραγμα μυοκαρδίου και κρανιοεγκεφαλική κάκωση».
Στη λιτή μαρτυρία του, όπως αυτή αποτυπώνεται στις σελ. 53-54 των πρακτικών, ο ιατροδικαστής κατέθεσε κατά την κύρια εξέταση του ότι δεν μπορούσε να πει πότε είχε συμβεί το έμφραγμα. Αυτό μπορούσε να είχε συμβεί πριν ή και αμέσως μετά το ατύχημα, η δε βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση ήταν τέτοια που από μόνη της μπορούσε να προκαλέσει θάνατο. Στη δε αντεξέταση του, απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά πόσο το έμφραγμα μπορούσε να συμβεί λίγο από τη σύγκρουση από φόβο, απάντησε ότι ήταν μια πιθανότητα και μπορούσε να ήταν θανατηφόρο ή όχι.
Στη βάση της πιο πάνω μοναδικής και αναντίλεκτης επιστημονικής μαρτυρίας, που σε καμιά περίπτωση δεν πέρασε το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, η υπεράσπιση του αναπόφευκτου ατυχήματος δεν ήταν δυνατό να επιτύχει. Δεν ήταν δηλαδή πιο πιθανή παρά όχι, η απώλεια του ελέγχου του οχήματος να είχε συμβεί λόγω εμφράγματος. Ήταν, στο ανώτατο επίπεδο της διαθέσιμης μαρτυρίας, μια ίση πιθανότητα με την πιθανότητα ο αποβιώσας να ήταν αμελής. Υπενθυμίζεται ότι η υπεράσπιση πρόβαλε θετικό ισχυρισμό («positive averment»), ότι ο αποβιώσας είχε υποστεί θανατηφόρο έμφραγμα πριν τη σύγκρουση ή τουλάχιστον έμφραγμα που τον καθιστούσε ανίκανο να ελέγξει το όχημα.
Όλες οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε η κα Ερωτοκρίτου, δεν έχουν θέσει οποιοδήποτε διαφορετικό κανόνα. Αντίθετα επιβεβαίωσαν την πάγια νομολογία ως προς το βάρος απόδειξης και την απόσεισή του στις αστικές υποθέσεις, είναι δε και βοηθητικές προς την παρούσα κατάληξη. Στη Hill v. Baxter [1958] 1 All E.R. 193, (που ας σημειωθεί αφορούσε ποινική κατηγορία), λέχθηκε ακριβώς ότι υπάρχουν περιστάσεις όπου λόγω εμφράγματος ή επιληψίας, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ο χειριστής του οχήματος στην πραγματικότητα δεν «οδηγούσε» το όχημα. Όμως, στη συγκεκριμένη εκεί υπόθεση, ανατράπηκε στο Εφετείο, η αθώωση του κατηγορούμενου διότι ήταν στους ώμους του να δείξει ότι βρισκόταν σε κατάσταση «αυτοματισμού», και η απλή μαρτυρία του, χωρίς οτιδήποτε άλλο, ότι αιφνίδια δεν θυμόταν τίποτε λίγο πριν το δυστύχημα, δεν ήταν επαρκής. Μάλιστα λέχθηκε ότι «..... his own evidence, and that is all there was, is consistent with having fallen asleep, or having his mind full of other matters and not paying proper attention.». Και στη Miller v. Minister of Pensions [1947] 1 All E.R. 372, απερρίφθη η έφεση εναντίον της απόρριψης του αιτήματος από τη χήρα σύζυγο στρατιωτικού για υψηλότερη σύνταξη, επειδή η μαρτυρία δεν καθιστούσε τον ισχυρισμό ότι ο θάνατος είχε προέλθει κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής υπηρεσίας ως πιο πιθανό, αλλά, αντίθετα, οι πιθανότητες ήταν ο καρκίνος του οισοφάγου να μην είχε συμβεί κατά τη διάρκεια και λόγω της στρατιωτικής υπηρεσίας. Όπως τέθηκε από τον Denning J.:
«If the evidence is such that the tribunal can say: 'We think it more probable that not' the burden is discharged but, if the probabilities are equal, it is not.»
Αλλά και η Παγκράτης Φυσικού v. Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 521, ακριβώς αναδεικνύει το παγίως κατά τη νομολογία αποδεκτό, ότι ο ενάγων πρέπει να υπερπηδήσει το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, έτσι που να μην ήταν αρκετό εκεί να δείξει ότι η πνευμοκονίαση μπορεί να προκλήθηκε ή να μην προκλήθηκε από παράβαση καθήκοντος.
Είναι φανερό από όλα τα πιο πάνω, ότι από τη στιγμή που το βάρος της απόδειξης μετακινήθηκε στην υπεράσπιση, αυτή έπρεπε να δείξει την ύπαρξη εμφράγματος πριν το ατύχημα στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, πράγμα που απέτυχε να πράξει. Τα παρόντα περιστατικά μπορούν να αντιπαραβληθούν με αυτά της Ryan v. Youngs [1938] 1 All E.R. 522, όπου η ιατροδικαστική μαρτυρία είχε δείξει ότι προϋπήρχε σε οδηγό λεωφορείου που υπέστη έμφραγμα ενώ οδηγούσε και περνώντας στην αντίθετη λωρίδα, κτύπησε πεζό, εκφυλιστική κατάσταση του καρδιακού μυός, που δεν ήταν στον ίδιο γνωστή. Επομένως, εκεί, όπου ο θάνατος διαπιστώθηκε ότι είχε συμβεί πριν τη μεταφορά του οδηγού στο νοσοκομείο, υπήρχε επαρκής μαρτυρία περί εμφράγματος που προκάλεσε την απώλεια ελέγχου του οχήματος. Εδώ, υπενθυμίζεται πέραν της ουσιαστικής αδυναμίας του Δρ. Σοφοκλέους, να προσδιορίσει το χρόνο του εμφράγματος, η μαρτυρία του επίσης έδειξε ως πιθανό το έμφραγμα να επισυνέβη λίγο πριν τη σύγκρουση ως αποτέλεσμα φόβου, η δε βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση αποτελούσε από μόνη της ανεξάρτητη και αυτοδύναμη αιτία θανάτου.
Όσον αφορά την αντέφεση ως προς το ύψος των αποζημιώσεων, ο εφεσίβλητος-ανήλικος εισηγείται ότι το επιδικασθέν ποσό των £8.000 (€13.668,81), είναι χαμηλό και θα έπρεπε να αυξανόταν στις £10.000 (€17.086), στη βάση της απόφασης Κώστας Νεάρχου v. Σάββα Στεφανίδη και Ευανθίας Προδρόμου ως διαχειριστών του αποβιώσαντος Φρίξου Στεφάνου (2003) 1 Α.Α.Δ. 351, όπου δόθηκαν ως γενικές αποζημιώσεις £7.000 για τραυματισμό ενήλικα άνδρα που υπέστη κάταγμα δεξιού βραχίονα, μικροεκδορές, απώλεια δύο οδόντων και κινητικότητα των υπολοίπων και σπάσιμο τριών εμπροσθίων κορώνων. Παρέμεινε στο Νοσοκομείο για τρεις ημέρες, εγχειρίστηκε δε δύο φορές για το κάταγμα, ενόψει μη ικανοποιητικής αρχικά πόρωσης του κατάγματος. Εδώ, ο ανήλικος είχε πόνους και ταλαιπωρία από τα κατάγματα βάσεων όλων των δεξιών μεταταρσίων οστών, τοποθετήθηκε σε γύψο μέχρι τα Χριστούγεννα, δεν μπορούσε αρχικά να περπατήσει, είχε κτυπήσει στο στόμα και το πιγούνι με πληγές που είχαν συρραφεί, έχασε πέντε νεογιλούς οδόντες και δεν μπορούσε αρχικά να δαγκώσει και να έχει ομαλή μάσηση. Πρόσθετα, είχε σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό του Νοσοκομείου Λεμεσού, ημερ. 23.10.03, υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με διάσειση εγκεφάλου. Θα παρέμενε για διάστημα τριών ετών χωρίς εμπρόσθιους κάτω οδόντες, θα χρειαστεί να υποστεί ορθοδοντική θεραπεία για την αποκατάσταση και ανατολή όλων των μονίμων οδόντων και πιθανό να χρειάζεται θεραπεία, μέχρι και χειρούργηση μέχρι και τα έντεκα του χρόνια. Μέχρι τότε θα χρειάζεται να τοποθετεί σιδεράκια.
Δεν υπάρχει βέβαια επακριβής αντιστοιχία με τα περιστατικά της Νεάρχου - ανωτέρω - ούτε και έχουν αναφερθεί ή ανευρεθεί άλλες παρόμοιες υποθέσεις. Ενδεικτικά, όμως, στο σύγγραμμα του Kemp & Kemp: The Quantum of Damages, Τόμος 2ος, (έκδ. 2000), αναφέρονται στη σελ. 53011 παρ. C1-027, πίνακες με ποσά για απώλεια οδόντων: για απώλεια ενός εμπρόσθιου οδόντος στην άνω γνάθο £1.750 (στερλίνες), ενώ της κάτω γνάθου £2.000, ενώ για σοβαρές ζημίες σε πολλούς οδόντες στην άνω γνάθο £5.000 και στην κάτω £4.000. Στο σύγγραμμα του Φρίξου Νικολαΐδη: «Αποζημιώσεις για Σωματικές Βλάβες» (1996), αναφέρεται στη σελ. 148, παρ. 4-24, η υπόθεση Ιωάννου v. Αναστασιάδη, Αγωγή Αρ. 4156/84, ημερ. 8.8.1988, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, όπου επιδικάστηκαν £2.500 σε 25χρονη, με πολλαπλά θλαστικά τραύματα στο πρόσωπο, πλήρη κατάγματα στο σημείο βάσης τεσσάρων εμπρόσθιων οδόντων και με αριθμό ουλών στο πρόσωπο, ενώ στην Αριστοτέλους v. Γιάγκου, Αγωγή Αρ. 7083/85, ημερ. 28.9.1988, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (σελ. 150, παρ. 4-26), επιδικάστηκαν £800, σε 31χρονο με κάταγμα του τρίτου μετακαρπίου, απώλεια τεσσάρων οδόντων, με οδοντικά αποστήματα, νέκρωση των νεύρων και μακρά και επώδυνη θεραπεία. Το ίδιο ποσό των £800, δόθηκε και στην Αλεξάνδρου v. Αντωνίου, Αγωγή Αρ. 476/88, ημερ. 28.6.1990, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, σε γυναίκα που υπέστη κάταγμα οδόντων, κάταγμα των κεντρικών τομέων της άνω γνάθου και διάφορες ουλές.
Το ποσό των σχεδόν €14.000, (£8.000), που απέδωσε το Δικαστήριο, δεν ήταν εκτός του λογικού μέτρου που θα μπορούσε πρωτόδικα να αποδοθεί.
Όμως δικαίως παραπονείται ο ανήλικος ως προς την απόδοση του τόκου. Χωρίς καμία αιτιολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόφασης, δηλαδή, από 8.9.06, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το ατύχημα. Με βάση το Αρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ο χρόνος από τον οποίο θα άρχεται ο τόκος. Ευχέρεια που όμως αιτιολογείται δικαστικά και με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης. Εκτός ιδιαιτέρων συνθηκών, δεν είναι ορθό ο υποστείς τραυματισμούς από την αδικοπραξία του αντιδίκου του να μην λαμβάνει και το ευεργέτημα του νόμιμου τόκου από τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος. Εδώ, ο ανήλικος τραυματισθείς υιός, διά της μητρός του, είχε το θλιβερό καθήκον να αποταθεί στο Δικαστήριο για την επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον ουσιαστικά του αποβιώσαντος πατρός του μέσω της διαχείρισής του. Το ατύχημα συνέβη στις 8.12.02 και η αγωγή ηγέρθηκε σύντομα μετά, στις 29.7.03. Δεν είναι ιδιαίτερα μακρύς ο χρόνος, έχοντας ταυτόχρονα υπόψη ότι υπήρξε θάνατος του πατέρα και τραυματισμός του ανηλίκου υιού του - εφεσίβλητου, ενώ η χήρα του αποβιώσαντος και μητέρα του ανηλίκου ήταν κατά την ημερομηνία του θανατηφόρου έγκυος με το δεύτερο παιδί της. Δεν υπάρχει επομένως κανένας αποχρών λόγος, ο τόκος να μην αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία του ατυχήματος.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος.
Η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς με την επιδίκαση του νόμιμου τόκου να άρχεται από τις 8.12.2002. Καμιά ιδιαίτερη διαταγή εξόδων ως προς την αντέφεση, εφόσον συνεκδικάστηκε με την έφεση και αποτελούσε στην ουσία ενιαίο μέρος της.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος. Η αντέφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω.