ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 856
18 Ιουνίου, 2010
[ΝΙΚΟΛAΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
2. ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 18/2008)
Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Κατά πόσο ήταν εικονική σύμβαση ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Γεωργίου Κυριάκου Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818 ― Κατά πόσο μια σύμβαση ενοικιαγοράς πρέπει απαραίτητα να είναι τριμερής για να είναι γνήσια.
Στις 22.12.99 οι διάδικοι υπέγραψαν συμφωνία ενοικιαγοράς στη βάση της οποίας οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) ενοικίασαν στον εναγόμενο 1 - εφεσείοντα συγκεκριμένα έπιπλα, υπό την αλληλέγγυο εγγύηση της εναγόμενης 2 - εφεσείουσας. Το ποσό την ενοικιαγοράς ήταν Λ.Κ.30.000 πλέον Λ.Κ.4.650 δικαιώματα ενοικιαγοράς και Λ.Κ.10 δικαίωμα αγοράς, ήτοι, σύνολο Λ.Κ.34.660, το οποίο θα πληρωνόταν με 24 ίσες μηνιαίες δόσεις από 22.1.2000. Οι εφεσείοντες καθυστέρησαν την πληρωμή Λ.Κ.18.437,47, οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία και με την αγωγή τους αξίωσαν από τους εφεσείοντες το πιο πάνω ποσό ως υπόλοιπο ενοικίου και/ή αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή οφειλομένου υπολοίπου πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή συμφωνίας για κάλυψη, πλέον νόμιμο τόκο. Οι εφεσίβλητοι αξίωσαν διαζευκτικά το ποσό των Λ.Κ.30.000 μείον πληρωμές ανερχόμενες σε Λ.Κ.16.568,80 πλέον νόμιμο τόκο, σε περίπτωση που, ενδεχομένως, η συμφωνία αποδεικνυόταν άκυρη. Επιπρόσθετα οι εφεσίβλητοι ζήτησαν και διάταγμα επιστροφής των επίπλων και πώλησής τους με δημόσιο πλειστηριασμό.
Οι εφεσείοντες στην έκθεση υπεράσπισής τους, υποστήριξαν ότι η επίδικη συμφωνία είναι ανυπόστατη, άκυρη και ανεφάρμοστη και δεν αποτελεί γνήσια και αληθινή συμφωνία ενοικιαγοράς. Ένας εκ των κυριοτέρων ισχυρισμών της υπεράσπισης ήταν και ότι ο σκοπός της σύναψης της συμφωνίας ήταν η χρηματοδότηση του εφεσείοντος 1 για να κάνει επενδύσεις στο Χρηματιστήριο. Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία ήταν εικονική εφόσον δεν υπήρχε προμηθευτής των αντικειμένων και επομένως δεν υπήρχε πώληση αντικειμένων των εναγομένων - εφεσειόντων προς τους ενάγοντες - εφεσίβλητους. Υπέβαλε επίσης ότι η συναλλαγή ήταν παράνομη εφόσον είχε ως στόχο την παραβίαση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας.
Διαζευκτικά οι εφεσείοντες προέβαλαν και την υπεράσπιση του non est factum.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι δηλώσεις των εφεσειόντων στα επίδικα έγγραφα συνιστούσαν κώλυμα γι' αυτούς να ισχυρίζονται, ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι τα αντικείμενα ενοικιαγοράς ήταν ανύπαρκτα, θέση η οποία καλύπτεται δικονομικά από την απάντηση των εφεσιβλήτων. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η μαρτυρία με βάση την οποία οι εφεσείοντες προώθησαν τους ισχυρισμούς τους περί εικονικής πράξης κρίθηκε ως αναξιόπιστη και επομένως η θέση αυτή παρέμεινε μετέωρη.
Σε σχέση με το θέμα της εικονικότητας το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μια σύμβαση ενοικιαγοράς δεν πρέπει απαραίτητα να είναι τριμερής, περιλαμβάνουσα έμπορο, χρηματοδότη και μισθωτή. Η ύπαρξη εμπόρου υποδηλώνει απλά το σύνηθες, πλην όμως δεν αποκλείεται τα αντικείμενα να ανήκουν αρχικά στον ίδιο τον ενοικιαγοραστή, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να εμποδίζει ένα ιδιοκτήτη αντικειμένου να το πωλήσει σε χρηματοδοτικό οργανισμό, να εισπράξει ολόκληρο το τίμημα και στη συνέχεια να το επιστρέψει με δόσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση υπέρ των εφεσιβλήτων καθώς και διατάγματα για επιστροφή των αντικειμένων ενοικιαγοράς στους εφεσίβλητους και πώλησή τους έναντι του λαβείν των εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης και την ανταπαίτηση και επιδίκασε έξοδα αγωγής και ανταπαίτησης εις βάρος των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν κυρίως τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα:
1. Το συμπέρασμα ότι η επίδικη συμφωνία ήταν μια καθόλα νόμιμη και γνήσια συμφωνία ενοικιαγοράς.
2. Τα συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων καθώς και των εφεσειόντων.
3. Το συμπέρασμα ότι η αοριστία στην περιγραφή των αντικειμένων ενοικιαγοράς, δεν καθιστούσε τη συμφωνία άκυρη ως συμφωνία ενοικιαγοράς.
4. Το συμπέρασμα ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς δεν καταστρατηγούσε τα Άρθρα 23 και 24 του Κεφ. 154 και δεν ήταν παράνομη ως αντίθετη με τη δημόσια πολιτική και ως παραβαίνουσα την περί Τόκου Νομοθεσία.
5. Το συμπέρασμα ότι η μη ύπαρξη εμπόρου στο επίδικο συμβόλαιο και η μη ύπαρξη τιμολογίου αλλά μόνο πίνακα χρηματοδοτηθέντων αντικειμένων δεν καθιστούσαν την επίδικη συναλλαγή μη δυνάμενη να θεωρηθεί ως γνήσια συμφωνία ενοικιαγοράς.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν επιτρεπτό και εύλογο, το πρωτόδικο Δικαστήριο βασιζόμενο στην ολότητα της ενώπιόν του μαρτυρίας να κρίνει και να θεωρήσει ότι η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν νόμιμη και δεν καταστρατηγούσε οποιαδήποτε νομοθετική ή άλλη πρόνοια ή τις αρχές της δημόσιας πολιτικής και του δημοσίου συμφέροντος. Η θέση του Δικαστηρίου ότι μια συμφωνία ενοικιαγοράς μπορεί να είναι νόμιμη, έγκυρη και γνήσια έστω και αν δεν υπάρχει έμπορος στη συναλλαγή, αλλά ο ενοικιαγοραστής πωλεί τα αντικείμενα ενοικιαγοράς στο χρηματοδοτικό οργανισμό ο οποίος στη συνέχεια τα εκμισθώνει πίσω στον πωλητή, βασίζεται σε νομολογία και είναι ορθή. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε τιμολόγιο εμπόρου, στην προκείμενη περίπτωση, αλλά πίνακας στον οποίο αναγράφονταν τα πωληθέντα και χρηματοδοτηθέντα αντικείμενα, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση ούτε και αφαιρεί από τη φύση της συναλλαγής τη γνησιότητά της ως συμφωνίας ενοικιαγοράς.
2. Η απόφαση στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Χίνη (2008) 1 A.A.Δ. 818, ημερ. 14.7.08, δεν είχε εκδοθεί όταν δόθηκε η πρωτόδικη απόφαση στις 12.11.07. Εν πάση περιπτώσει η υπόθεση εκείνη κρίθηκε στη βάση των δικών της γεγονότων τα οποία ήταν διαφορετικά από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432,
Τσιακλίδης v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 768,
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Παπαϊωάννου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 673/02), ημερομ. 12.11.2007.
Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καταχώρησαν αγωγή ισχυριζόμενοι ότι δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς ημερ. 22.12.99 ενοικίασαν στον εναγόμενο 1-εφεσείοντα συγκεκριμένα έπιπλα, υπό την αλληλέγγυο εγγύηση της εναγόμενης 2-εφεσείουσας. Η περίοδος αποπληρωμής ήταν 24 μήνες από 22.1.2000. Το ποσό της ενοικιαγοράς ήταν Λ.Κ.30.000 πλέον Λ.Κ.4.650 δικαιώματα ενοικιαγοράς και Λ.Κ.10 δικαίωμα αγοράς, δηλαδή σύνολο Λ.Κ.34.660, το οποίο θα πληρωνόταν με 24 ίσες μηνιαίες δόσεις από 22.1.2000.
Κατά παράβαση της προαναφερόμενης συμφωνίας, όπως ισχυρίστηκαν οι εφεσίβλητοι, οι εφεσείοντες καθυστέρησαν την πληρωμή Λ.Κ.18.437,47 και ως εκ τούτου οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία και με την αγωγή τους αξίωσαν, από τους εφεσείοντες, το ποσό των Λ.Κ.18.437,47 ως υπόλοιπο ενοικίου και/ή αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή οφειλομένου υπολοίπου πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή συμφωνίας για κάλυψη, πλέον νόμιμο τόκο. Σε περίπτωση που τυχόν ήθελε αποδειχθεί άκυρη η συμφωνία, οι εφεσίβλητοι αξίωσαν διαζευκτικά το ποσό των Λ.Κ.30.000 μείον πληρωμές που ανέρχονταν σε Λ.Κ.16.568,80 πλέον νόμιμο τόκο. Επιπρόσθετα οι εφεσίβλητοι ζήτησαν και διάταγμα επιστροφής των επίπλων και πώλησης τους με δημόσιο πλειστηριασμό.
Οι εφεσείοντες, στην πολυσέλιδη έκθεση υπεράσπισής τους, πρόβαλαν διάφορους λόγους για τους οποίους η επίδικη συμφωνία είναι ανυπόστατη, άκυρη και ανεφάρμοστη και δεν αποτελεί γνήσια και αληθινή συμφωνία ενοικιαγοράς. Οι κυριότεροι ισχυρισμοί της υπεράσπισης είναι οι εξής:
1. Ουδέποτε οι εφεσίβλητοι και ο εφεσείων 1 είχαν την αληθινή βούληση να καταρτίσουν πραγματική συμφωνία ενοικιαγοράς αντικειμένων, υπό τους όρους που αναφέρονταν στην έκθεση απαίτησης.
2. Ο σκοπός της σύναψης της προαναφερόμενης συμφωνίας ήταν η χρηματοδότηση του εφεσείοντα 1 για επενδύσεις στο Χρηματιστήριο.
3. Τα φερόμενα ως επίδικα αντικείμενα, στη συμφωνία ενοικιαγοράς, επινοήθηκαν από τους εφεσίβλητους και ήταν ανύπαρκτα.
4. Η επίδικη συμφωνία ήταν παράνομη αφού αντίκειτο στη δημόσια πολιτική και την περί Τόκου Νομοθεσία.
Διαζευκτικά οι εφεσείοντες προέβαλαν και την υπεράσπιση του non est factum.
Με ανταπαίτηση τους οι εφεσείοντες ζήτησαν και δήλωση του δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία ήταν ανυπόστατη, παράνομη, άκυρη και ανεφάρμοστη και κατ' επέκταση ότι το ίδιο άκυρη ήταν και η εγγύηση της δεύτερης εφεσείουσας.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσε μόνον ένας μάρτυρας για τους εφεσίβλητους-ενάγοντες, ο κ. Ανδρέας Βορκάς, υπάλληλος των εφεσιβλήτων από το 1996 και υπεύθυνος στο Τμήμα Συμβολαίων. Ο μάρτυρας κατέθεσε το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς και τον επίδικο πίνακα χρηματοδοτηθέντων αντικειμένων καθώς και κατάσταση λογαριασμού ημερ. 1.3.07 και επιστολή τερματισμού. Για την υπεράσπιση έδωσαν μαρτυρία οι δύο εφεσείοντες καθώς και ο κ. Δημήτρης Αριστοτέλους ο οποίος εργάζεται στο Τμήμα Εποπτείας και Ρύθμισης Τραπεζικών Ιδρυμάτων, ο οποίος κατέθεσε δέσμη εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, ημερομηνιών Ιανουαρίου του 1999 - Ιουλίου 2000. Ως τέταρτος μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε ο λογιστής-ελεγκτής κ. Λ. Παπαλλής.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων. Δέχθηκε συγκεκριμένα ότι η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς καταρτίστηκε με βάση τις δηλώσεις του πρώτου εφεσείοντα, ο οποίος επέλεξε τα αντικείμενα ενοικιαγοράς από κατάλογο που του υποδείχθηκε από τους εφεσίβλητους και δήλωσε ότι η αξία των αντικειμένων που επέλεξε (για να είναι τα αντικείμενα ενοικιαγοράς) ήταν Λ.Κ.30.000. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως πειστική την εξήγηση που έδωσε ο μάρτυρας των εφεσιβλήτων ότι εμπιστεύθηκε τις δηλώσεις του πρώτου εφεσείοντα καθώς και την εξήγηση που έδωσε ο μάρτυρας για τη χρήση ταυτόσημου καταλόγου αντικειμένων σε σχέση και με άλλες τέσσερις χρηματοδοτήσεις. Παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ενώπιον του δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι τα λεφτά της χρηματοδότησης θα χρησιμοποιούνταν, από την πρώτο εφεσείοντα, για επενδύσεις στο Χρηματιστήριο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της δεύτερης εφεσείουσας ως ασυνάρτητη και αντιφατική. Βρήκε αντιφατικούς τους ισχυρισμούς της ως προς τη φύση των εγγράφων στα οποία υπέγραψε ως εγγυήτρια του πρώτου εφεσείοντα, εν διαστάσει συζύγου της, καθώς επίσης και ως προς τον λόγο για τον οποίο δεν πληρώνονταν οι δόσεις.
Ο μάρτυρας υπεράσπισης κ. Δημήτρης Αριστοτέλους έγινε δεκτός ως ανεξάρτητος και αξιόπιστος μάρτυρας. Παρατήρησε όμως το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο μάρτυρας εκείνος δεν συσχέτισε καθ' οιονδήποτε τρόπο την επίδικη ενοικιαγορά με τις εγκυκλίους που παρουσίασε και παρέλειψε επίσης να συνδέσει και την ενάγουσα-εφεσίβλητη με τα τραπεζικά ιδρύματα τα οποία ήταν υπό τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας.
Ο πρώτος εφεσείων ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας, σύμφωνα με την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Διερωτήθηκε το δικαστήριο σε κάποιο σημείο της απόφασης του πώς ανέμεναν οι εφεσείοντες από το δικαστήριο να τους πιστέψει ότι οι δηλώσεις τους στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς και στον πίνακα των τεκμηρίων δεν ήταν αληθινές ενώ η μαρτυρία τους ενώπιον του (δικαστηρίου), ήταν αληθινή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του λογιστή-ελεγκτή κ. Παπαλλή ως μαρτυρία στην οποία δεν μπορούσε να βασιστεί καθότι ήταν αντιφατική εφόσον ο μάρτυρας είχε υπολογίσει το ποσοστό επιβάρυνσης στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς με δύο τρόπους και κατέληξε σε ποσοστά 17.07% και 14.24% ενώ σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του μίλησε για 7.75%.
Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο επικεντρώθηκε ειδικά στις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων-εναγομένων οι οποίες κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η επίδικη συμφωνία ήταν εικονική. Κατά τον κ. Μαθηκολώνη η συμφωνία ήταν εικονική εφόσον δεν υπήρχε προμηθευτής των αντικειμένων και επομένως δεν υπήρχε πώληση αντικειμένων των εναγομένων-εφεσειόντων προς τους ενάγοντες-εφεσίβλητους. Τα αντικείμενα του καταλόγου χρηματοδοτηθέντων αντικειμένων είχαν αόριστη και ασαφή περιγραφή και δεν αναφερόταν οποιαδήποτε αξία γι' αυτά, ταυτόσημος πίνακας χρηματοδοτηθέντων αντικειμένων χρησιμοποιήθηκε από τους εφεσίβλητους και σε άλλα τέσσερα συμβόλαια ενοικιαγοράς και η επίδικη συναλλαγή ήταν παράνομη εφόσον καταρτίστηκε με παράνομο σκοπό, δηλαδή την παραβίαση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, εφόσον οι εφεσίβλητοι επέβαλαν στους εφεσείοντες «επαχθείς και ανήθικους όρους συναλλαγής και αντίθετους με τη δημόσια πολιτική» και επειδή η κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας και η κυκλοφορία του επίδικου εγγράφου συνιστούν και διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν ότι η επίδικη συμφωνία ήταν μια καθόλα νόμιμη συμφωνία ενοικιαγοράς και ότι ακόμα και τυχόν παραβίαση της περί Τόκου Νομοθεσίας δεν οδηγούσε σε ακυρότητα αλλά μόνο σε μη χρέωση των καθ' υπέρβαση τόκων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε σχετική κυπριακή και αγγλική νομολογία, κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:
Ο πρώτος εφεσείων συνήψε, στις 22.12.99, το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς το οποίο υπέγραψε ως μισθωτής και η εφεσείουσα 2 ως εγγυήτρια. Τα αντικείμενα ενοικιαγοράς είναι αυτά που φαίνονται στον πίνακα αντικειμένων, τεκμήριο 3. Ο πρώτος εφεσείων, στη συμφωνία ενοικιαγοράς και δήλωση μισθωτή, δήλωσε υπεύθυνα ότι παρέλαβε τα αγαθά σε καλή κατάσταση, τα οποία βρήκε κατάλληλα και ικανοποιητικά. Βεβαίωνε επίσης ότι γνώριζε την τιμή των αντικειμένων, πριν υπογράψει τα σχετικά έγγραφα. Ακόμα, ο πρώτος εφεσείων κάλεσε εγγράφως τους εφεσίβλητους, οι οποίοι δεν είχαν δει τα αντικείμενα, να βασιστούν στις διαβεβαιώσεις του, να αγοράσουν τα αντικείμενα ενοικιαγοράς από τον ίδιο και να τον αφήσουν να τα κατέχει, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας. Οι εφεσίβλητοι εμπιστεύθηκαν τις δηλώσεις των εφεσειόντων ως προς την αξία των αντικειμένων ενοικιαγοράς γνωρίζοντας ότι οι εφεσείοντες ήταν αξιόχρεοι και είχαν ψηλά μηνιαία εισοδήματα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι ήταν αδιαμφισβήτητη η πληρωμή της προαναφερόμενης επιταγής από τους εφεσίβλητους στον πρώτο εφεσείοντα, το ποσό που είχε πληρωθεί από τους εφεσείοντες έναντι καθώς και το οφειλόμενο υπόλοιπο. Έκρινε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι οι δηλώσεις των εφεσειόντων στα επίδικα έγγραφα συνιστούσαν κώλυμα γι' αυτούς να ισχυρίζονται, ενώπιον του δικαστηρίου, ότι τα αντικείμενα ενοικιαγοράς ήταν ανύπαρκτα, θέση η οποία καλύπτεται δικονομικά από την Απάντηση των εφεσιβλήτων. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η μαρτυρία με βάση την οποία οι εφεσείοντες προώθησαν τους ισχυρισμούς τους περί εικονικής πράξης κρίθηκε ως αναξιόπιστη και επομένως η θέση αυτή παρέμεινε μετέωρη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία το γεγονός της μη διαμεσολάβησης εμπόρου σε σύμβαση ενοικιαγοράς δεν καθιστά την πράξη εικονική. Σύμφωνα με τη νομολογία μια σύμβαση ενοικιαγοράς δεν πρέπει απαραίτητα να είναι τριμερής, περιλαμβάνουσα έμπορο, χρηματοδότη και μισθωτή. Η ύπαρξη εμπόρου υποδηλώνει απλά το σύνηθες, πλην όμως δεν αποκλείεται τα αντικείμενα να ανήκουν αρχικά στον ίδιο τον ενοικιαγοραστή, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να εμποδίζει ένα ιδιοκτήτη αντικειμένου να το πωλήσει σε χρηματοδοτικό οργανισμό, να εισπράξει ολόκληρο το τίμημα και στη συνέχεια να το επιστρέψει με δόσεις (Δέστε: Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ταυτόσημος πίνακας αντικειμένων ενοικιαγοράς χρησιμοποιήθηκε και σε άλλες τέσσερις περιπτώσεις συμβολαίων ενοικιαγοράς μεταξύ των εφεσιβλήτων και τρίτων προσώπων, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι το γεγονός αυτό, από μόνο του, και έχοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης, δεν αποδείκνυε εικονικότητα.
Σε σχέση με την κατ' ισχυρισμό παράβαση εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, παρατήρησε ότι δεν υπήρχε ενώπιον της αξιόπιστη μαρτυρία πως τα χρήματα που εισπράχθηκαν από την επίδικη σύμβαση παραχωρήθηκαν για αγορά μετοχών. Δεν υπήρχε επίσης μαρτυρία ότι οποιαδήποτε συναλλαγή των εφεσιβλήτων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, παραβίαζε εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας. Ήταν ακόμα αμφίβολο, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά πόσον ο έλεγχος της Κεντρικής Τράπεζας επεκτεινόταν και στους εφεσίβλητους-ενάγοντες (που δεν είναι Τράπεζα). Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παράνομο τόκο η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής παρατήρησε ότι η επίδικη συμφωνία ήταν συμφωνία ενοικιαγοράς στην οποία επιβάλλονται «δικαιώματα» και όχι συμφωνία δανείου στην οποία επιβάλλεται «τόκος» υπό την έννοια του περί Τόκου Νόμου αρ. 2/79 που καταργήθηκε με το Νόμο αρ. 60(Ι)/99 από την 1.1.2001. Ακόμα όμως και αν καταστρατηγείτο η τότε ισχύουσα νομοθεσία ως προς το ανώτατο επιτόκιο αυτό δεν θα καθιστούσε τη σύμβαση παράνομη αλλά δεν θα επέτρεπε μόνο τη χρέωση και είσπραξη του καθ' υπέρβαση τόκου (Δέστε: Τσιακλίδης v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 768).
Για τους προαναφερόμενους λόγους το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων καθώς και διατάγματα για επιστροφή των αντικειμένων ενοικιαγοράς στους εφεσίβλητους και πώλησή τους έναντι του λαβείν των εφεσιβλήτων. Για τους ίδιους λόγους απέρριψε την ανταπαίτηση και επιδίκασε έξοδα αγωγής και ανταπαίτησης εις βάρος των εφεσειόντων.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με έντεκα λόγους έφεσης:
1. Το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία ήταν μια καθόλα νόμιμη και γνήσια συμφωνία ενοικιαγοράς είναι εσφαλμένο και αδικαιολόγητο. Το δικαστήριο κακώς εμπόδισε τους εφεσείοντες να προσάξουν μαρτυρία ότι ο επίδικος πίνακας χρηματοδοτηθέντων αντικειμένων ήταν ταυτόσημος με αυτόν που οι εφεσίβλητοι χρησιμοποίησαν για την κατάρτιση και άλλων τεσσάρων εικονικών συμφωνιών ενοικιαγοράς.
2. Τα συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων καθώς και των εφεσειόντων, ως μαρτύρων, είναι λανθασμένα.
3. Το συμπέρασμα ότι με τη μαρτυρία που πρόσφεραν οι εφεσείοντες δεν συσχετίστηκε η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, είναι λανθασμένο.
4. Λανθασμένος είναι και ο συλλογισμός του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ήταν αντιφατική η θέση των εφεσειόντων ότι οι δηλώσεις τους επί των τεκμηρίων δεν ήταν αληθινές αλλά η μαρτυρία τους ενώπιον του δικαστηρίου, ήταν.
5. Λανθασμένη ήταν και η απόρριψη και μη αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ.4 κ. Παπαλλή.
6. Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και ως προς το ότι η αοριστία στην περιγραφή των αντικειμένων ενοικιαγοράς δεν καθιστούσε τη συμφωνία άκυρη ως συμφωνία ενοικιαγοράς.
7. Ήταν λανθασμένο το συμπέρασμα ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς δεν καταστρατηγούσε τα Αρθρα 23 και 24 του Κεφ. 154 και δεν ήταν παράνομη ως αντίθετη με τη δημόσια πολιτική και ως παραβαίνουσα την περί Τόκου Νομοθεσία.
8. Λανθασμένη ήταν και η παροχή θεραπειών στους εφεσίβλητους.
9. Το δικαστήριο έσφαλε και κατά την εκτίμηση του ότι η μη ύπαρξη εμπόρου στο επίδικο συμβόλαιο και η μη ύπαρξη τιμολογίου αλλά μόνο πίνακα χρηματοδοτηθέντων αντικειμένων δεν καθιστούσαν την επίδικη συναλλαγή μη δυνάμενη να θεωρηθεί ως γνήσια συμφωνία ενοικιαγοράς.
10. Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και εκδίδοντας απόφαση εναντίον της εφεσείουσας 2 ως εγγυήτριας, εφόσον η συναλλαγή ήταν εικονική και άκυρη.
11. Λανθασμένη ήταν και η απόρριψη της ανταπαίτησης των εφεσειόντων και η παράλειψη του δικαστηρίου να κηρύξει την επίδικη συμφωνία εικονική και παράνομη.
Αναφορικά με τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, κρίνουμε ότι ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στα συμπεράσματα που κατέληξε. Έδωσε σαφείς και συγκεκριμένους λόγους γιατί πίστεψε το μάρτυρα των εφεσιβλήτων και απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων αλλά και του ενός από τους δύο μάρτυρες τους. Κατά την εκτίμησή μας το πρωτόδικο δικαστήριο στάθμισε όλα τα ενώπιον του στοιχεία και απέδωσε σ' αυτά την ανάλογη βαρύτητα καταλήγοντας σε εύλογα συμπεράσματα. Αναφορικά με τον αποκλεισμό της μαρτυρίας των εφεσειόντων σε σχέση με κατ' ισχυρισμό ταυτόσημο κατάλογο χρηματοδοτηθέντων αντικειμένων που χρησιμοποιήθηκαν σε άλλα τέσσερα συμβόλαια εκτιμούμε ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν έσφαλε όταν έκρινε ότι ο ισχυρισμός αυτός ήδη βρισκόταν ενώπιον του με τη μαρτυρία του πρώτου εφεσείοντα αλλά δεν συμφωνούμε με τον αποκλεισμό της μαρτυρίας αυτής. Όμως εν όψει της απόρριψης της μαρτυρίας των εφεσειόντων ως αναξιόπιστης, και ορθά κατά την κρίση μας, εκτιμούμε ότι το σφάλμα αυτό του δικαστηρίου δεν θα πρέπει να επηρεάσει το αποτέλεσμα.
Ορθές ήταν και οι παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία αναφορικά με το ότι τα χρήματα που εισέπραξε ο πρώτος εφεσείων χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά μετοχών. Επιπρόσθετα ορθή ήταν και η θέση ότι οι εφεσίβλητοι, που δεν είναι τράπεζα αλλά χρηματοδοτικός οργανισμός, δεν δεσμεύονταν, αυστηρά, από τις παρουσιασθείσες εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας.
Με το συλλογισμό του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρχε αντίφαση ως προς την υποβολή των εφεσειόντων ότι οι δηλώσεις τους στα έγγραφα ενοικιαγοράς ήταν ψευδείς αλλά η μαρτυρία τους ενώπιον του δικαστηρίου ήταν αληθινή, θεωρούμε ότι το δικαστήριο εννοούσε πως οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να επικαλεστούν τη δική τους παρανομία προς ενίσχυση της θέσης τους, που είναι ορθό.
Σε σχέση με τον τελευταίο μάρτυρα υπεράσπισης, το λογιστή-ελεγκτή κ. Παπαλλή, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο μάρτυρας έδωσε διαφορετικές θέσεις ως προς τις χρεώσεις που είχαν γίνει από τους εφεσίβλητους εις βάρος των εφεσειόντων και επομένως δεν ήταν αυθαίρετη η κατάληξη του δικαστηρίου να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία του, ως μη έχουσα συνοχή.
Όσον αφορά την αοριστία και την ασάφεια της περιγραφής των αντικειμένων ενοικιαγοράς παρατηρούμε ότι, όπως το δικαστήριο δέχθηκε, οι εφεσίβλητοι βασίστηκαν πάνω στις διαβεβαιώσεις και δηλώσεις των εφεσειόντων ως προς την ύπαρξη, την αξία αλλά και τις λεπτομέρειες αναφορικά με τα αντικείμενα εκείνα και θα ήταν άδικο να επιτραπεί στους εφεσείοντες να αμφισβητήσουν τις διαβεβαιώσεις και τις δηλώσεις τους, στις οποίες οι εφεσίβλητοι βασίστηκαν και κατέβαλαν στους εφεσείοντες τα προαναφερόμενα ποσά.
Κατά την κρίση μας ήταν επιτρεπτό και εύλογο, το πρωτόδικο δικαστήριο, βασιζόμενο στην ολότητα της ενώπιον του μαρτυρίας να κρίνει και να θεωρήσει ότι η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν νόμιμη και δεν καταστρατηγούσε οποιαδήποτε νομοθετική ή άλλη πρόνοια ή τις αρχές της δημόσιας πολιτικής και του δημοσίου συμφέροντος. Η θέση του δικαστηρίου ότι μια συμφωνία ενοικιαγοράς μπορεί να είναι νόμιμη, έγκυρη και γνήσια έστω και αν δεν υπάρχει έμπορος στη συναλλαγή, αλλά ο ενοικιαγοραστής πωλεί τα αντικείμενα ενοικιαγοράς στο χρηματοδοτικό οργανισμό ο οποίος στη συνέχεια τα εκμισθώνει πίσω στον πωλητή, βασίζεται σε νομολογία και είναι ορθή. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε τιμολόγιο εμπόρου, στην προκείμενη περίπτωση, αλλά πίνακας στον οποίο αναγράφονταν τα πωληθέντα και χρηματοδοτηθέντα αντικείμενα, δεν θεωρούμε ότι διαφοροποιεί την κατάσταση και αφαιρεί από τη φύση της συναλλαγής τη γνησιότητα της ως συμφωνίας ενοικιαγοράς.
Η απόφαση στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Χίνη (2008) 1 A.A.Δ. 818, ημερ. 14.7.08, δεν είχε εκδοθεί όταν δόθηκε η πρωτόδικη απόφαση στις 12.11.07. Εν πάση περιπτώσει η υπόθεση εκείνη κρίθηκε στη βάση των δικών της γεγονότων τα οποία ήταν διαφορετικά από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Στην υπόθεση εκείνη η εκδοχή των εναγόντων κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως αναξιόπιστη για διάφορους λόγους τους οποίους ανέφερε το δικαστήριο, το οποίο μάλιστα είπε ότι τα πράγματα «βοούσαν» ότι η επίδικη ενοικιαγορά ήταν εικονική. Αντίθετα, στην προκείμενη περίπτωση η μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων-εναγόντων κρίθηκε ως αξιόπιστη και για καλούς λόγους. Ο μάρτυρας των εφεσιβλήτων, στην προκείμενη περίπτωση, είχε εξηγήσει σαφώς πώς έγινε η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς με την παρουσίαση δηλαδή ενός καταλόγου αντικειμένων που συνήθως έχουν τα νοικοκυριά στην Κύπρο, από τον οποίο οι εφεσίβλητοι επέλεξαν συγκεκριμένα αντικείμενα τα οποία βεβαίωσαν ότι και οι ίδιοι είχαν στο σπίτι τους και τα οποία πρότειναν στους εφεσίβλητους να τα αγοράσουν και να τους τα εκμισθώσουν πίσω στη συνέχεια, με το σύστημα της ενοικιαγοράς. Οι εφεσίβλητοι βασίστηκαν στις διαβεβαιώσεις και παραστάσεις των εφεσειόντων και προέβησαν στη συναλλαγή δίδοντας και τα λεφτά της συναλλαγής στον πρώτο εφεσείοντα. Θα ήταν επομένως άδικο, υπό τις περιστάσεις, να επιτραπεί στους εφεσείοντες να αμφισβητήσουν την ορθότητα των διαβεβαιώσεών τους προς τους εφεσίβλητους, στις οποίες βασίστηκαν οι εφεσίβλητοι και μετέβαλαν τη θέση τους, δυσμενώς γι' αυτούς.
Με αυτά τα δεδομένα δεν θεωρούμε ότι η προαναφερόμενη απόφαση στην υπόθεση Χίνη (ανωτέρω) θα πρέπει να επηρεάσει καθ' οιονδήποτε τρόπο την κρίση μας ως προς την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην προκείμενη περίπτωση.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Έξοδα €2.000, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος των εφεσειόντων.