ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 267
1 Μαρτίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΧΑΡΟΥΣ, ΣΥΖΥΓΟΣ ΗΛΙΑ ΚΑΓΙΑ,
Εφεσείουσα,
v.
1. ΧΡΙΣΤΟΥ Π. ΧΑΡΟYΣ,
2. ΠΑΝΤΕΛΗ Π. ΧΑΡΟΥΣ,
3. ΜΥΡΟΦΟΡΑΣ Π. ΧΑΡΟΥΣ,
4. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑΣ Π. ΧΑΡΟΥΣ,
5. ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥ ΧΑΡΟΥΣ,
6. ΛΟΥΚΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΡΟΥΣ,
7. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΡΟΥΣ,
8. ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΗΡΑΤΟΥ,
9. ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΡΟΥΣ,
10. ΠΕΤΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΡΟΥΣ,
11. ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΔΑΜΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ,
12. ΜΑΡΙΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
13. ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΔΑΜΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ,
14. ΧΡΙΣΤΟΘΕΑΣ ΠΕΤΡΟΥ ΑΔΑΜΟΥ,
15. ΠΕΡΙΚΛΗ ΑΝΔΡΟΥ,
16. ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΛΟΥΚΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,
17. ΜΥΡΟΥΛΛΑΣ ΛΟΥΚΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,
18. ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΚΙΑΦΚΟΥΛΛΗ,
19. ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,
20. ΛΟΥΚΑ ΑΔΑΜΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΟΝΟΜΟΥ,
21. ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΑΔΑΜΟΥ ΤΡΑΤΤΟΥ,
22. ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΔΑΜΟΥ ΚΟΝΟΜΟΥ,
23. ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΥΚΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,
24. ΠΕΤΡΟΥ ΛΟΥΚΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,
25. ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΟΥΚΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,
26. ΙΩΑΝΝΗ ΚΙΑΦΚΙΟΥΛΛΗ,
27. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΚΙΑΦΚΙΟΥΛΛΗ,
28. ΛΟΪΖΟΥ ΚΙΑΦΚΙΟΥΛΛΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 378/2006)
Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Έγγραφα ― Πλαστογραφία ― O διάδικος ο οποίος προβάλλει ισχυρισμό για πλαστογραφία εγγράφων, φέρει το βάρος της αποδείξεώς του.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Aποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Απόδειξη ― Μαρτυρία από μη ειδικό σε σχέση με την κατάσταση της υγείας ενός προσώπου ― Η μαρτυρία αυτή μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο, σε συνδυασμό με άλλη μαρτυρία ― Η βαρύτητα η οποία δίδεται στη μαρτυρία αυτή επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.32(I)/2004.
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Προβολή διαζευκτικών ισχυρισμών κατά τη δίκη ― Δεν πρέπει να προωθούνται από τους διαδίκους.
Δικαιώματα διαδίκου ― Διάγνωση αστικών δικαιωμάτων διαδίκου εντός ευλόγου χρόνου ― Συμβολή διαδίκου στην καθυστέρηση ― Μετρά εναντίον του.
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία απορρίφθηκε με έξοδα η αγωγή της εφεσείουσας - ενάγουσας (η εφεσείουσα) με την οποία αξίωνε δήλωση του Δικαστηρίου ότι, ως νόμιμος κληρονόμος του πατέρα της Πέτρου Χρίστου Χαρούς, τέως από την Αραδίππου, δικαιούται σε κληρονομικό μερίδιο σε όλη την ακίνητη του περιουσία, ήτοι σε 32 κτήματα. Αρχικά η αγωγή είχε κινηθεί εναντίον 10 εναγομένων (αδέλφια και ανήψια της), όμως μέχρι την έναρξη της ακρόασης και με διάφορες τροποποιήσεις οι εναγόμενοι - εφεσίβλητοι (οι εφεσίβλητοι) ανήλθαν στους 28. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι «ο εναγόμενος 1 ή/και όλοι οι εναγόμενοι ενήργησαν δόλια και/ή με ψευδείς παραστάσεις επιτυγχάνοντας να μεταβιβάσουν στο όνομα τους το δικαιούμενο από την ενάγουσα μερίδιο της από την περιουσία του αποβιώσαντα πατέρα της».
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση. Προέβαλε 24 λόγους έφεσης με στόχο να αποδείξει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη. Ισχυρίσθηκε κυρίως ότι έγινε εσφαλμένη αξιολόγηση της πραγματικής μαρτυρίας, που περιέχεται στους φακέλους, και εσφαλμένη αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Με άλλους λόγους έφεσης ισχυρίσθηκε ότι: (α) εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο ότι το βάρος απόδειξης της ισχυριζόμενης πλαστογράφησης των πληρεξουσίων βρισκόταν στην πλευρά της ίδιας και όχι στην αντίδικη πλευρά (β) τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου που εξήχθησαν από συγκεκριμένα τεκμήρια (επιστολές) ήσαν αυθαίρετα και (γ) στερήθηκε του αναφαίρετου δικαιώματός της να τύχει εκδίκασης της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης η εφεσείουσα, που ήταν ενάγουσα, είχε με βάση το γενικό κανόνα το βάρος να αποδείξει την υπόθεση της και εφόσον μεταξύ των ισχυρισμών της ήταν και το ότι το πληρεξούσιο ήταν πλαστογραφημένο, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα είχε το βάρος απόδειξης της, κατ' ισχυρισμό της, πλαστογραφίας. Τόσο η υπόθεση Cypromix Concentrates Co Ltd v. Vitafox N.V. (2001) 1 A.A.Δ. 676, όσο και η υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. E.T. Autospares Enterprise Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 843, διαφοροποιούντο ενόψει των γεγονότων τους.
2. Το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Δικαστήριο τούτο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που καθόρισε η νομολογία. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα. Στην εξεταζόμενη υπόθεση δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε μετά από αξιολόγηση της προσαχθείσας ενώπιόν του μαρτυρίας.
3. Η εφεσείουσα δεν μπορούσε να προωθήσει τον διαζευκτικό ισχυρισμό της σε σχέση με τα πληρεξούσια, ότι δηλαδή, εάν αποδεικνύετο ότι υπήρχαν πληρεξούσια, τότε αυτά δεν έδιναν εξουσία στον εφεσίβλητο 1 να ενεργήσει όπως έπραξε. Και αυτό, επειδή η εφεσείουσα ουσιαστικά προώθησε τον ισχυρισμό ότι δεν υπέγραψε πληρεξούσια έγγραφα και ότι αυτά ήταν πλαστά. Από τη στιγμή που ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά δεν εξετάστηκε ο διαζευκτικός της ισχυρισμός. Ένας διάδικος, παρόλο που στο δικόγραφό του έχει τη δυνατότητα διατύπωσης διαζευκτικών ισχυρισμών, κατά τη δίκη πρέπει να επιλέγει και προωθεί ισχυρισμούς που να μην είναι αντιφατικοί.
4. Η αγωγή καταχωρήθηκε το 1998 και η ακρόασή της άρχισε στις 16.3.2005 και ολοκληρώθηκε στις 2.8.05, οπότε και επιφυλάχθηκε η απόφαση η οποία εκδόθηκε στις 26.10.06, δηλαδή μετά από 14 μήνες. Αναφορικά με το χρόνο που μεσολάβησε από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι την ακρόαση, ήταν υπαίτια και η εφεσείουσα. Το εύλογο του χρόνου για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του πολίτη εξαρτάται από σειρά παραγόντων που σχετίζονται με τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τη φύση, το χαρακτήρα και το περίπλοκο των θεμάτων που εγείρονται προς επίλυση, καθώς και με τη διαγωγή των διαδίκων. Το Εφετείο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω της καθυστέρησης, δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία και να προβεί σε συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, κάτι που εδώ δεν έχει γίνει.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Cypromix Concentrates Co. Ltd v. Vitafor N.V. (2001) 1 A.A.Δ. 676,
Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. v. Ε.Τ. Autospares Enterprise Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 843,
Doe d. Devine v. Wilson [1855] 14 E.R. 581 P.C.,
Παπακόκκινου v. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653,
Παπαμιλτιάδους v. Ιωάννου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1320,
Moumdjis v. Μichaelidou a.o. (1974) 1 C.L.R. 226,
Πουγιούκα κ.ά. v. Θρασυβούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γιασεμής, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 4506/98), ημερομ. 26.10.2006.
Μ. Χατζηχριστοφής, για την Εφεσείουσα.
Λ. Βραχίμης με Γ. Βασιλείου, για τους Εφεσίβλητους 1, 5, 6, 7, 9 και 10.
Σ. Σάββα, για τους Εφεσίβλητους 3, 11, 12, 13, 14, 15, 21 και 22.
Γ. Βασιλείου, για τους Εφεσίβλητους 4, 16, 17, 18, 19, 23, 24, 25, 26, 27 και 28.
Καμιά εμφάνιση για τους υπόλοιπους Εφεσίβλητους 2, 8 και 20.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα κατάγεται από την Αραδίππου και μετοίκησε στην Αυστραλία το 1956 όταν ήταν 23 ετών και ανύπαντρη. Φεύγοντας για την Αυστραλία άφησε πίσω τη μητέρα της και τέσσερα από τα πέντε αδέλφια της, τους Χρίστο Π. Χαρούς (εφεσίβλητο 1), τη Μυροφόρα Π. Χαρούς (εφεσίβλητη 3), τη Χαρίκλεια Π. Χαρούς (εφεσίβλητη 4) και τον Ανδρέα Π. Χαρούς (εφεσίβλητο 5). Ο άλλος αδελφός της Παντελής Π. Χαρούς (εφεσίβλητος 2) είχε ήδη μεταναστεύσει επίσης στην Αυστραλία από το 1949. Ο πατέρας τους Πέτρος Χρ. Χαρούς είχε αποβιώσει από το 1947 ή 1948 και πολύ αργότερα η μητέρα τους κατά το 1977. Πολύ σύντομα, μετά την εγκατάσταση της στην Αυστραλία η εφεσείουσα παντρεύτηκε το 1957 τον Ηλία Καγιά και έκανε δική της οικογένεια με παιδιά. Το 1962 πήγε στην Αυστραλία και ο αδελφός της Ανδρέας (εφεσίβλητος 5).
Το 1998 (6/10/98) η εφεσείουσα ήγειρε την υπ' αρ. 4506/98 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον 10 τότε εναγομένων (αδέλφια και ανίψια της) με την οποία αξίωνε δήλωση του Δικαστηρίου ότι ως νόμιμος κληρονόμος του πατέρα της Πέτρου Χρίστου Χαρούς ή Πέτρου Χριστόδουλου Χαρούς ή Πέτρου Χριστόδουλου Παντελή, τέως από την Αραδίππου, δικαιούται σε κληρονομικό μερίδιο σε όλη την ακίνητη περιουσία που εκείνος κατέλειπε και ιδιαίτερα στα κτήματα που περιγράφονται στο Κλητήριο Ένταλμα και στη συνέχεια στην Έκθεση Απαίτησης που ακολούθησε, σύνολο 32 κτήματα, όπως αυτά περιγράφονται εκεί με λεπτομέρεια.
Ήταν ο ισχυρισμός της ότι «ο εναγόμενος 1 ή/και όλοι οι εναγόμενοι ενήργησαν δόλια και/ή με ψευδείς παραστάσεις επιτυγχάνοντας να μεταβιβάσουν στο όνομά τους το δικαιούμενο από την ενάγουσα μερίδιο της από την περιουσία του αποβιώσαντα πατέρα της». Ζητούσε επίσης και διάταγμα ακύρωσης των εγγραφών που έγιναν στο όνομα των εφεσιβλήτων/εναγομένων και διάταγμα εγγραφής για το 1/6 μερίδιο στο όνομά της. Διαζευκτικά ζητά αποζημιώσεις, γενικές και τιμωρητικές.
Οι εφεσίβλητοι, όπως ήταν τότε, με την υπεράσπιση τους ήγειραν προδικαστική ένσταση για ύπαρξη δεδικασμένου λόγω του ότι η εφεσείουσα ήγειρε προηγουμένως άλλη αγωγή την υπ' αρ. 537/97 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας την οποία απέσυρε χωρίς επιφύλαξη του δικαιώματος να εγείρει νέα αγωγή.
Παρόλο που αρχικά ήταν 10 εναγόμενοι, μέχρι την έναρξη της ακρόασης και με διάφορες τροποποιήσεις, οι εναγόμενοι έγιναν 28.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία κατάθεσαν από πλευράς εφεσείουσας μόνο η ίδια, και από πλευράς εναγομένων 6 μάρτυρες οι εξής: Η εναγόμενη 3 Μυροφόρα Αδάμου Χαρούς (Μ.Υ.1), η εναγόμενη 4 Χαρίκλεια Χαρούς Κουντουρή (Μ.Υ.2), ο Λουκάς Κουντουρή (Μ.Υ.3) σύζυγος της Χαρίκλειας, ο Χρίστος Τούμπα (Μ.Υ.4), ο Αδάμος Νικηφόρου (Μ.Υ.5) συνταξιούχος κτηματολογικός υπάλληλος και η εναγόμενη 6 Λουκία Χρίστου Χαρούς (Μ.Υ.6).
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία, προφορική και πραγματική, κατέληξε στην απόφαση ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε την υπόθεση της και απέρριψε την αγωγή με έξοδα εναντίον της.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η καταχώρηση της παρούσας έφεσης με την οποία διατυπώνονται 24 λόγοι έφεσης γιατί η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη.
Οι λόγοι έφεσης που είναι πολύ σύντομοι, όπως και η αιτιολογία τους, ουσιαστικά προβάλλουν τις ακόλουθες θέσεις:
(α) ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιόν του πραγματική μαρτυρία, που περιέχεται στους φακέλους του Κτηματολογίου·
(β) ότι δεν κατανόησε και/ή αξιολόγησε ορθά δηλωση της εφεσείουσας όπως φαίνεται στη σελίδα 26 της απόφασης·
(γ) ότι εσφαλμένα κρίθηκε αξιόπιστος ο Μ.Υ.4 Χρίστος Ττούμπας·
(δ) εσφαλμένα έκρινε αξιόπιστους την εναγομένη 3, εναγομένη 4 και τον Μ.Υ.3, γιατί είχαν ουσιώδεις αντιφάσεις·
(ε) κατάληξε εσφαλμένα, και χωρίς ιατρική μαρτυρία, ότι ο εναγόμενος 1 δεν ήταν σε θέση να καταθέσει·
(στ) εσφαλμένα έκρινε ότι η αποστολή από τον εναγόμενο 1 στην εφεσείουσα του ποσού των Λ.Κ. 350 συνιστούσε παραδοχή της εφεσείουσας σχετικά με την πώληση του μεριδίου της·
(ζ) εσφαλμένα αρνήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει τον ισχυρισμό ότι ο εναγόμενος 1 ενήργησε έξω από τη δικαιοδοσία των πληρεξουσίων (Λόγοι 8, 10 και 19)·
(η) εσφαλμένα έκρινε το δικαστήριο ότι το βάρος απόδειξης της πλαστογράφησης των πληρεξουσίων ήταν στην εφεσείουσα/εναγόμενη (Λόγος 9)·
(θ) εσφαλμένα το δικαστήριο δέχθηκε ότι ανήλικα τέκνα (το 1935) είχαν νομικό δικαίωμα να ξεκινήσουν εχθρική κατοχή·
(ι) Ότι δεν ανησύχησε το δικαστήριο ότι τα εναγόμενα αδέλφια της εφεσείουσας πέτυχαν να την αποκλείσουν και από την περιουσία της μητέρας τους ή ότι η εναγόμενη 6 επαναμεταβίβασε το 1990 στην εφεσείουσα 1/6 μερίδιο σε κτήμα που προηγουμένως ανήκε στην εφεσείουσα, γεγονότα που δείχνουν «άκρως αφύσικες συμπεριφορές» και ούτε ανησύχησε από την καθυστερηση υλοποίησης των δήθεν συμφωνιών του 1954 και 1958, αφού οι ενέργειες υλοποίησης άρχισαν το 1969·
(κ) Τα συμπεράσματα του δικαστηρίου που εξήχθησαν από τα τεκμήρια 3, 4, 5 και 6 (επιστολές) είναι αυθαίρετα·
(μ) Η εφεσείουσα στερήθηκε του αναφαίρετου δικαιώματος της για εκδίκαση της υπόθεσης σε εύλογο χρόνο.
Εξέταση Λόγων Έφεσης.
Αξιολογώντας τους λόγους έφεσης το κρίνουμε ορθό να αρχίσουμε από τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε εσφαλμένα ως προς το ποιός είχε το βάρος απόδειξης ότι το πληρεξούσιο ήταν πλαστογραφημένο. Για το λόγο αυτό (9ος λόγος έφεσης) ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσης που περιγράφει ως «ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ» αναφέρει τα ακόλουθα:
«9ος λόγος έφεσης
Το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το βάρος απόδειξης ότι τα πληρεξούσια ήταν πλαστογραφημένα έπιπτε στους ώμους της εφεσείουσας.
Αιτιολογία
Εν πάση περιπτώσει ή/και εφ' όσον ο εναγόμενος 1 χρησιμοποίησε επανειλημμένα τα πληρεξούσια, το βάρος απόδειξης για τη γνησιότητα της υπογραφής της ενάγουσας βάρυνε εκείνο και γενικά την πλευρά των εναγομένων που ωφελήθηκαν από την χρήση των πληρεξουσίων».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας απλώς υπέβαλε ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου όπως φαίνονται στις σελ. 15 έως 22 της απόφασης είναι λανθασμένα κι' αυτό αποδεικνύεται από την ίδια τη νομολογία που το δικαστήριο επικαλείται στη σελ. 18 της απόφασης, χωρίς όμως να την υιοθετεί.
Στη πρωτόδικη απόφαση σελ. 18 το δικαστήριο κάνει αναφορά στην υπόθεση Cypromix Concentrates Co. Ltd v. Vitafor N.V. (2001) 1 A.A.Δ. 676, η οποία υιοθέτησε την προηγούμενη υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. v. Ε.Τ. Autospares Enterprise Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 843.
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Cypromix Concentrates Co. Ltd λέχθηκαν τα πιο κάτω, στις σελ. 682-683:
«Διαπιστώνουμε την ύπαρξη εσφαλμένης καθοδήγησης σε σχέση με το βάρος της απόδειξης που αφαιρεί το υπόβαθρο της κρίσης σε σχέση με την αξιοπιστία της προφορικής μαρτυρίας που προσάχθηκε. Σε συμφωνία με την εισήγηση των εναγόντων, κρίνουμε πως, στο πλαίσιο των δεδομένων, ήταν οι εναγόμενοι που όφειλαν να αποδείξουν πως τα έγγραφα που εκείνοι επικαλέστηκαν και προσήγαγαν είχαν εκτελεστεί δεόντως, πως δηλαδή, κατά το ισοζύγιο, των πιθανοτήτων, προέρχονταν από τους ενάγοντες. Η απόφαση στην Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Ε.Τ. Αutospares Enterprise Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 843, είναι σχετική. Οι ενάγοντες εκεί είχαν διεκδικήσεις στηριγμένες σε γραπτή συμφωνία, την οποία όμως οι εναγόμενοι αρνούνταν ως πλαστογραφημένη. Προσάχθηκε ως τεκμήριο η γραπτή συμφωνία και τίποτε άλλο. Ήταν η άποψη των εναγόντων πως, με την προσαγωγή της, θεμελίωσαν όσα χρειάζονταν και, όπως υποστήριξαν, από εκεί και πέρα ήταν ευθύνη των εναγομένων να αποδείξουν την πλαστογραφία. Δεν έγινε δεκτή αυτή η θέση. Απορρίφθηκε η εισήγηση πως η κατάθεση του εγγράφου χωρίς ένσταση σήμαινε παραδοχή οποιασδήποτε φύσης και κρίθηκε ότι, ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν, ήταν οι ενάγοντες που είχαν το βάρος της απόδειξης. Είναι επίσης σχετική η Doe d. Devine v. Wilson [1855] 10 Moo. P.C.C. 502 (βλ. και English & Empire Digest τόμος 22(1) σελ. 33 παρ. 319). Στην υπόθεση εκείνη διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί ήταν λανθασμένη η καθοδήγηση προς τους ενόρκους ότι ο διάδικος που ισχυρίζεται πλαστογραφία είχε βάρος απόδειξης, όπως στην περίπτωση ποινικής δίκης. Όπως εξηγήθηκε, στην ποινική δίκη πράγματι ο κατήγορος έχει το βάρος της απόδειξης της πλαστογραφίας που καταλογίζεται στον κατηγορούμενο αλλά στην αστική δίκη το βάρος απόδειξης της γνησιότητας εγγράφου το φέρει εκείνος που το προσάγει και που επικαλείται την εγκυρότητά του.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Doe d. Devine v. Wilson [1855] 14 E.R. 581 P.C., στην οποία κάνει αναφορά και το Εφετείο στην υπόθεση Cypromix Concentrates Co. Ltd. (πιο πάνω):
«If indeed by the pleadings in a civil case, a direct issue of forgery or not, be raised, the onus would lie on the party asserting the forgery, and this would be more like a criminal proceeding ..."
Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσείουσα (ενάγουσα) έφερε το βάρος απόδειξης ότι το πληρεξούσιο ήταν πλαστογραφημένο, με το εξής σκεπτικό: (σελ. 20):
«Με όλο το δέοντα σεβασμό, ό,τι εφάρμοσε το Εφετείο στις πιο πάνω δυο υποθέσεις είναι το γενικό κανόνα που ισχύει σε αστικές υποθέσεις και θέλει το διάδικο ο οποίος προβάλλει κάποιο ουσιώδη ισχυρισμό με το δικόγραφο του να πρέπει επίσης και να τον αποδείξει προς ικανοποίηση του δικαστηρίου για να μπορεί να επιτύχει σ' αυτόν. Πρόκειται για το νομικό βάρος απόδειξης (legal burden of proof) το οποίο παραμένει αμετάθετο καθ' όλη τη διάρκεια της υπόθεσης και καθορίζεται εξ' αρχής από τη δικογραφία. Στη βάση του κανόνα αυτού όταν ο ενάγοντας προβάλλει ως ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της αξίωσης του ισχυρισμό για διενέργεια σε βάρος του πλαστογραφίας οφείλει να το αποδείξει, στη βάση βέβαια του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Αυτό επιβεβαιώνεται στο τελευταίο πιο πάνω απόσπασμα από την προαναφερθείσα αγγλική υπόθεση.»
Είμαστε της άποψης ότι με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης η εφεσείουσα, που ήταν ενάγουσα, είχε με βάση το γενικό κανόνα το βάρος να αποδείξει την υπόθεση της και εφόσον μεταξύ των ισχυρισμών της ήταν και το ότι το πληρεξούσιο ήταν πλαστογραφημένο, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα είχε το βάρος απόδειξης της, κατ' ισχυρισμό της, πλαστογραφίας. Τόσο η υπόθεση Cypromix Concentrates Co. Ltd., όσο και η υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ., πιο πάνω, διαφοροποιούντο ενόψει των γεγονότων τους.
Στη Cypromix, το Δικαστήριο δεχόμενο την ανταπαίτηση των εναγομένων/εφεσειόντων ότι πώλησαν και παρέδωσαν εμπορεύματα στους εφεσίβλητους/ενάγοντες, εξέδωσε απόφαση υπέρ των εναγομένων για ποσό 83.000 γερμανικών μάρκων αλλά απέρριψε την απαίτηση για 9% τόκο από τη δημιουργία της οφειλής. Έτσι εφεσίβαλαν αυτό το μέρος της απόφασης. Οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες καταχώρησαν αντέφεση για την έκδοση απόφασης εναντίον τους για το προαναφερθεν ποσό. Το εφετείο απέρριψε την έφεση αναφορικά με τους τόκους, αλλά επέτρεψε την αντέφεση και διέταξε επανεκδίκασή της, για το λόγο ότι έκρινε πως το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς το βάρος απόδειξης, σχετικά μια επιστολή και ένα τέλεξ τα οποία παρουσίασαν οι εναγόμενοι για απόδειξη της ανταπαίτησης, με το σκεπτικό ότι ήταν υποχρέωση των εναγόντων (εναγομένων στην ανταπαίτηση) να αποδείξουν ότι τα έγγραφα δεν είχαν πλαστογραφηθεί. Η ουσία δηλαδή της απόφασης είναι ότι το βάρος για απόδειξη της πλαστογραφίας το είχε ο εναγόμενος που όσον αφορά την ανταπαίτησή του, ήταν στη θέση ενός ενάγοντα.
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. v. C.T. Autospares Enterprises Ltd. οι ενάγοντες (Τράπεζα) ισχυρίζονταν ότι οι εφεσίβλητοι (εναγόμενοι) υπέγραψαν ως εγγυητές στη συμφωνία ενοικιαγοράς. Επειδή ο ενοικιαγοραστής καθυστερούσε δόσεις οι ενάγοντες ήγειραν αγωγή εναντίον του και των εγγυητών, οι οποίοι όμως στην υπεράσπιση τους αρνήθηκαν ότι υπέγραψαν τη συμφωνία ενοικιαγοράς και ισχυρίστηκαν ότι η υπογραφή τους είχε πλαστογραφηθεί. Οι εφεσείοντες (Τράπεζα) κάλεσαν ένα μόνο μάρτυρα, υπάλληλό τους, που κατέθεσε τη συμφωνία χωρίς να υπάρξει ένσταση και ανάφερε το οφειλόμενο υπόλοιπο.Οι εφεσίβλητοι (εναγόμενοι) κάλεσαν τον διευθυντή τους ο οποίος αρνήθηκε ότι μια σφραγίδα τους που φαινόταν στο έγγραφο (σύμβαση) όπως και μια υπογραφή, είχαν τεθεί από αυτούς. Τόσο πρωτόδικα (Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο) όσο και κατ' έφεση αποφασίστηκε ότι η απλή κατάθεση της σύμβασης από τους ενάγοντες έστω και αν οι εναγόμενοι δεν είχαν ένσταση, δεν ήταν αρκετή για απόδειξη της υπόθεσης και ότι ενόψει της θέσης των εναγομένων ότι η τοποθέτηση της υπογραφής και σφραγίδας ήταν από μη εξουσιοδοτημένο προς τούτο πρόσωπο, ώφειλαν οι ενάγοντες να αποδείξουν τις συνθήκες υπογραφής της συμφωνίας.
Στη δική μας περίπτωση η εφεσείουσα προέβαλε αντικρουόμενους ισχυρισμούς, ως ακολούθως: (α) Ότι δεν υπέγραψε πληρεξούσια και ότι τα πληρεξούσια που επικαλούνται οι εφεσίβλητοι/εναγόμενοι είναι πλαστά και (β) ότι αν τα πληρεξούσια δεν είναι πλαστά τότε οι εναγόμενοι (βασικά ο 1ος) ενήργησαν έξω από την εξουσιοδότηση των πληρεξουσίων. Με αυτά τα γεγονότα, κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η ενάγουσα είχε το βάρος απόδειξης της υπόθεσης της, περιλαμβανομένου και του ισχυρισμού της ότι τα πληρεξούσια ήταν πλαστά. Για το σκοπό αυτό δεν υπάρχει τέτοια μαρτυρία. Αντίθετα, από την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία προκύπτει ότι τα εν λόγω πληρεξούσια (βλ. τεκμ. 50 ημερ. 27/11/68 και τεκμ. 51 ημερ. 8/9/76) είχαν υπογραφεί και από τα αδέλφια της εφεσείουσας Παντελή και Ανδρέα, που ήταν επίσης κάτοικοι Αυστραλίας, και μόνο η εφεσείουσα αμφισβήτησε την ύπαρξή τους. Το πληρεξούσιο ήταν γενικό, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό ως προς τη χρήση του. Από το τεκμ. 60 (επιστολή από τον Ανδρέα Π. Χαρούς) προκύπτει ότι πράγματι έγινε το πληρεξούσιο (τεκμ. 50) και ότι ο σκοπός του ήταν για να μπορέσει ο Χρίστος να «κοτσιανιάσει τη μοίρα τους στο όνομά του», τον οποίο η εφεσείουσα αγαπούσε ιδιαίτερα. Επομένως, ο λόγος έφεσης (9ος) που αφορά το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε από την εφεσείουσα ότι το πληρεξούσιο έγγραφο ήταν πλαστό, απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης που συνοψίζονται στις παραγράφους (α) μέχρι (ε) πιο πάνω αφορούν ουσιαστικά προσβολή ευρημάτων αξιοπιστίας.
Είναι σαφώς νομολογημένο ότι το θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο και το δικαστήριο τούτο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που καθόρισε η νομολογία. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του. Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (βλ. μεταξύ άλλων Παπακόκκινου v. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653 και Παπαμιλτιάδους v. Ιωάννου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1320).
Με τους λόγους έφεσης 1-3 προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την πραγματική μαρτυρία, δηλαδή τους φακέλους του Κτηματολογίου (τεκμ. 47-49) από τους οποίους προκύπτει ότι η διανομή έγινε το 1950, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα τους, ο οποίος συνέβηκε το 1947 ή 1948. Προέβηκε στο λάθος αυτό το δικαστήριο διότι έκρινε ότι ο ισχυρισμός περί ανηλικότητας της εφεσείουσας δεν ήταν δικογραφημένος, κάτι που δεν είναι ορθό, αφού ο ισχυρισμός εγείρεται στην Απάντηση της εφεσείουσας στην Υπεράσπιση των εναγομένων.
Σχετικά με το πότε έγινε η συμφωνία διανομής το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε τα ακόλουθα:
«.... Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η ενάγουσα γνώριζε για τη διανομή η οποία είχε γίνει πριν φύγει το 1956 για την Αυστραλία. Το παραδέχθηκε τελικά σε κάποιο στάδιο κατά την αντεξέταση της. Όμως, δήλωσε ότι ήταν ανήλικη και είχε γίνει στην απουσία της. Είναι γεγονός ότι υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του χρόνου που ανάφεραν οι μάρτυρες υπεράσπισης ότι έγινε η συμφωνία διανομής και του χρόνου που αναφέρεται σε σχέση με την αίτηση Α1966/69. Οι μάρτυρες αναφέρουν ότι έγινε το 1954 ενώ στο φάκελο του Κτηματολογίου, τεκμήριο 49, αναφέρεται ότι έγινε το 1950. Το μόνο θέμα που θα μπορούσε να εγερθεί από τη διαφορά αυτή είναι σε σχέση με την ηλικία της ενάγουσας. Το 1950 πιθανό να ήταν ανήλικη ακόμα. Όμως δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι συνέπειες από ένα τέτοιο ενδεχόμενο στο κύρος της συμφωνίας διανομής δεδομένου ότι δεν το εγείρει η ενάγουσα στα δικόγραφα της. Εν πάση περιπτώσει, εάν υπάρχει κάτι που μπορεί να λεχθεί σχετικά είναι ότι με τη μεταγενέστερη πράξη της η ενάγουσα, δηλαδή την παραχώρηση του πληρεξουσίου εγγράφου στον εναγόμενο 1 για να προβεί στην υλοποίηση της συμφωνίας διανομής, ουσιαστικά επικύρωσε τη συμφωνία αυτή όταν ήταν πλέον ενήλικη. Υπήρξαν κάποιες αντιφάσεις ή ασάφειες στη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης και ειδικά σ' αυτή της Μυροφόρας οι οποίες όμως θεωρούνται επουσιώδεις και δεν πλήττεται η αξιοπιστία της όσον αφορά την κύρια πτυχή της. Ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτή η εκδοχή που αναφέρεται στη διενέργεια διανομής της ακίνητης περιουσίας του πατέρα τους δυνάμει συμφωνίας η οποία έγινε κατά το 1954 ή πιθανό κατά το 1950.»
Είναι γεγονός ότι στην παράγραφο 4 της Απάντησης στην Υπεράσπιση των εναγομένων 1, 4, 5, 6, 9 και 10 η εφεσείουσα κάνει αναφορά στο ότι ήταν σε κάποιο στάδιο ανήλικη. Όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν δικογραφείται με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο, αλλά υποθετικά. Συγκεκριμένα αναφέρονται τα εξής:
«Αναφορικά με τους ισχυρισμούς στην παρ. 6 (α-θ), 7, και 8 της Έκθεσης Υπεράσπισης της εναγομένης 4, τους οποίους αρνείται η ενάγουσα απαντά ότι σε καμιά διανομή της περιουσίας δεν θυμάται να έλαβε μέρος αλλά, εν πάση περιπτώσει αν αποδειχθεί ότι έγινε τέτοια διανομή, η διανομή θα έγινε όταν η ενάγουσα ήταν ανήλικη και όχι το 1954 και συνεπώς καμιά τέτοια ισχυριζόμενη συμφωνία μπορούσε να ήταν νόμιμη και ισχυρή. Κατά συνέπεια υποβάλλει τους εναγομένους σε αυστηρή απόδειξη».
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα (τότε ενάγουσα) δεν εγείρει στα δικόγραφα της ισχυρισμό ότι ήταν ανήλικη, δεν είναι ορθή, αφού εγείρεται ο ισχυρισμός με την Απάντηση στην Υπεράσπιση. Όμως ενόψει του ευρήματος ότι η διανομή έγινε το 1954, όταν δηλαδή η εφεσείουσα ήταν ενήλικη (έφυγε για την Αυστραλία το 1956) ή ότι κι' αν ακόμα ήταν το 1950 με την παραχώρηση του πληρεξούσιου (το 1968) η ενάγουσα επικύρωσε τη διανομή, η πρωτόδικη απόφαση δεν επηρεάζεται.
Αναφορικά με το εύρημα του δικαστηρίου ότι η διανομή έγινε το 1954, τούτο υποστηρίχθηκε από τη μαρτυρία της Μυροφόρας (εναγομένης 3), Χαρίκλειας (εναγομένης 4) που δήλωσε ότι και η εφεσείουσα ήταν παρούσα. Το γεγονός αυτό επιβεβαίωσαν τα αδέλφια της εφεσείουσας Παντελής και Ανδρέας με γραπτές τους δηλώσεις.
Ενόψει των πιο πάνω και των εξηγήσεων που έδωσε ο Κτηματολογικός Λειτουργός (Μ.Υ.5) Αδάμος Νικηφόρου, που δήλωσε ότι το σχετικό σημείωμα ότι η μεταβίβαση έγινε το 1950 δεν βασιζόταν σε προσωπική του γνώση αλλά από πληροφορίες του βοηθού του, κρίνουμε ότι ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει ότι η διανομή έγινε το 1954.
Αναφορικά με την προφορική μαρτυρία των Μ.Υ.1, Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3 το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη το ότι ήταν όλοι ηλικιωμένοι, και περιέγραψαν γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν 50 περίπου χρόνια. Δεν παράβλεψε ότι είχαν κάποιες αντιφάσεις. Όμως στο ότι η εφεσείουσα ήταν παρούσα στη διανομή, ήσαν όλοι σύμφωνοι. Μάλιστα δικαιολόγησαν ότι η διανομή πρέπει να ήταν το 1954 αφού παρών ήταν και ο Λουκάς Κουντούρης (Μ.Υ.3), σύζυγος της Χαρίκλειας με την οποία παντρεύτηκε το 1952.
Ενόψει των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1-4 απορρίπτονται.
Με τον 5ο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο έδωσε βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία, δηλαδή δήλωση του εφεσίβλητου 1 ότι είχε αγοράσει από την εφεσείουσα το μερίδιο της χωρίς ο ίδιος να κληθεί να καταθέσει και χωρίς να υπάρχει ιατρική μαρτυρία ότι αδυνατούσε να καταθέσει. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί διότι είχε δηλωθεί από την Μ.Υ.6, θυγατέρα του εφεσίβλητου 1, ότι αυτός αδυνατούσε να δώσει μαρτυρία λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου και το γεγονός αυτό δεν αμφισβητήθηκε. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Μoumdjis v. Μichaelidou a.o. (1974) 1 C.L.R. 226 υπάρχουν περιπτώσεις που και ένας μη ειδικός μπορεί να αναφερθεί για την κατάσταση υγείας ενός προσώπου και η μαρτυρία αυτή, σε συνδυασμό βέβαια με άλλη μαρτυρία, να είναι αρκετή. Εδώ είναι κοινό έδαφος, ο εφεσίβλητος 1, ήταν ο μεγαλύτερος από όλα τα αδέλφια της εφεσείουσας. Επομένως ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να δεχθεί ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν, λόγω της κατάστασης της υγείας του, σε θέση να καταθέσει στο δικαστήριο.
Αναφορικά με τη βαρύτητα που δόθηκε στη δήλωσή του, αυτό ήταν στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, όπως προβλέπεται από το Αρθρο 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 32(I)/2004. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να δείχνει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη δήλωση του εφεσίβλητου 1. Επομένως απορρίπτεται και ο 5ος λόγος.
Με τον 6ο λόγο η εφεσείουσα παραπονείται ότι το δικαστήριο παρερμήνευσε τη θέση της ως προς το έγγραφο που της έστειλε ο εφεσίβλητος 1 στο οποίο γινόταν αναφορά ότι της είχε καταβάλει το ποσό των Λ.Κ. 350. Το δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα αυτό στη σελ. 31 της απόφασής του, αναφέροντας, μεταξύ άλλων τα εξής:
«Το επισφράγισμα για την αλήθεια της εκδοχής για πώληση του μεριδίου της ενάγουσας στο Χρήστο έγινε με τη μαρτυρία του Χρήστου Ττούμπα τον οποίο η ενάγουσα χαρακτήρισε ως καλόν άνθρωπο, δηλαδή καλού χαρακτήρα και ασφαλώς έντιμο. Ο μάρτυρας αυτός κατάθεσε ότι σε ανύποπτο χρόνο, κατά το 1989, η ενάγουσα του είχε πει ότι είχε πωλήσει το μερίδιο της στην περιουσία του πατέρα της στον αδελφό της Χρήστο και είχε πληρωθεί. Η μαρτυρία του κ. Ττούμπα παρατίθεται πιο πάνω σε κάποια έκταση. Εκτός του ότι δεν κλονίστηκαν οι πιο πάνω ισχυρισμοί του κατά την αντεξέταση, οι απαντήσεις που έδωσε σε ερωτήσεις που ακριβώς στόχευαν στο να ελέγχουν την ειλικρίνεια του ήταν τέτοιες που δεν αφήνουν αμφιβολία περί τούτου. Δεν υπάρχει, επομένως, δυσκολία στην αποδοχή της εκδοχής του ως αληθινής. Ενώ τέλος, δεν μπορεί να αγνοηθεί και η αναφορά της ίδιας της ενάγουσας ότι κατά την περίοδο που είχε προβλήματα με το γάμο της, ο Χρήστος της είχε στείλει κάποιο έγγραφο που έλεγε ότι της είχε δώσει κάποτε ποσό £350 για την αγορά των κτημάτων της στην Κύπρο. Προφανώς η ενάγουσα θα χρησιμοποιούσε το έγγραφο αυτό για να αποδείξει τη συνεισφορά της στην περιουσία που είχε δημιουργήσει με το σύζυγο της, για εδραίωση των διεκδικήσεων της σ' αυτή. Δεν είναι λογικό να κατασκευαζόταν αυτή η πολύ συγκεκριμένη μαρτυρία εάν δεν ήταν αληθινή και μάλιστα να είχε κατασκευαστεί με εισήγηση του Χρήστου ενός αγράμματου ανθρώπου που δεν γνώριζε πως ήταν τα πράγματα σχετικά στην Αυστραλία.»
Στο στάδιο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι η εφεσείουσα αμφισβητεί και την ορθότητα της απόφασης του δικαστηρίου να κρίνει αξιόπιστο τον Χρίστο Ττούμπα. Σχετικός είναι ο 23ος λόγος έφεσης. Εξετάσαμε τους λόγους για τους οποίους γίνεται εισήγηση ότι το δικαστήριο δεν έπρεπε να κρίνει το μάρτυρα αξιόπιστο, ότι δηλαδή είναι εχθρικός προς την ενάγουσα και φιλικός προς τους εναγομένους, ειδικότερα τον εναγόμενο 2 ο οποίος είναι σύγαμπρος του και αντιπρόσωπος του στην Κύπρο. Το δικαστήριο εξέτασε με προσοχή τη μαρτυρία του Ττούμπα και μεταξύ άλλων έλαβε υπόψη ότι η ίδια η ενάγουσα χαρακτήρισε το μάρτυρα ότι είναι καλός άνθρωπος, δηλαδή καλού χαρακτήρα και έντιμος. Τίποτε από τα όσα ισχυρίζεται η πλευρά της εφεσείουσας δικαιολογεί επέμβασή μας. Επομένως δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι πρέπει να επέμβουμε στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστή που χαρακτήρισε τον μάρτυρα αξιόπιστο.
Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τη σημασία της σημείωσης σχετικά με την αποστολή Λ.Κ.350 σε συνδυασμό και με τη μαρτυρία του Χρίστου Ττούμπα, καταλήγουμε ότι δεν χωρεί επέμβαση στο εύρημά του ότι το ποσό αυτό σχετιζόταν με την αγορά κτημάτων της εφεσείουσας από τον εφεσίβλητο 1.
Με τον 8ο λόγο η εφεσείουσα αμφισβητεί ότι τα πληρεξούσια έγγραφα έδιναν εξουσία στον εφεσίβλητο 1 να προβεί στις μεταβιβάσεις. Υπενθυμίζουμε ότι η θέση της είναι ότι δεν υπέγραψε οποιοδήποτε πληρεξούσιο και η θέση αυτή έχει απορριφθεί τόσο πρωτόδικα όσο και από αυτό το δικαστήριο. Διαζευκτικά προωθεί τον ισχυρισμό ότι αν αποδειχθεί ότι υπήρχαν πληρεξούσια, τότε αυτά δεν έδιναν εξουσία στον εφεσίβλητο 1 να ενεργήσει όπως έπραξε. Είμαστε της άποψης ότι παρόλο που ένας διάδικος στο δικόγραφό του μπορεί να διατυπώνει διαζευκτικούς ισχυρισμούς, κατά τη δίκη πρέπει να επιλέγει και προωθεί τέτοιους ισχυρισμούς που να μην είναι αντιφατικοί. Εδώ η εφεσείουσα (ενάγουσα) ουσιαστικά προώθησε τον ισχυρισμό ότι δεν υπέγραψε πληρεξούσια έγγραφα και ότι αυτά ήταν πλαστά. Από τη στιγμή που ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά δεν εξετάστηκε ο διαζευκτικός της ισχυρισμός. Το δικαστήριο, μεταξύ άλλων, είπε τα ακόλουθα:
«...... Κατά συνέπεια έχει τρωθεί σοβαρά η αξιοπιστία της έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατό να της επιτραπεί να επανατοποθετηθεί επί του συγκεκριμένου θέματος. Δηλαδή, μετά που απορρίφθηκε η θέση της που έλεγε «Εγώ είμαι βέβαιη ότι ποτέ δεν έκαμα τέτοια πληρεξούσια» (σελίδα 11 της γραπτής δήλωσης της) δεν μπορεί στη συνέχεια να επανέλθει και να εισηγηθεί ότι «Εάν το δικαστήριο δεν με πιστεύει ότι λέγω την αλήθεια πως οι υπογραφές μου στα πληρεξούσια είναι πλαστογραφημένες τότε να εξετάσει εάν έδωσα οποτεδήποτε οδηγίες στον εναγόμενο 1 να προβεί στις μεταβιβάσεις που έγιναν των ακινήτων της περιουσίας του πατέρα μου.» Η αποδοχή και η εξέταση τέτοιας εισήγησης θα ήταν ανακόλουθη με ό,τι διαπιστώθηκε πιο πάνω και αντινομική. Ενώ αντινομική είναι συγχρόνως και η θέση ότι τα ίδια τα πληρεξούσια έγγραφα δεν παρείχαν στον εναγόμενο 1 τέτοια εξουσία. Επομένως, η διαζευκτική θέση της ενάγουσας στο δικόγραφο της ότι δεν εξουσιοδότησε τις μεταβιβάσεις των εν λόγω κτημάτων δεν μπορεί να εξεταστεί.»
Κρίνουμε την πιο πάνω αντιμετώπιση του θέματος από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ορθή.
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε πως θα πρέπει να απορριφθούν και οι λόγοι έφεσης 10 και 19 αφού με αυτούς προβάλλονται οι ίδιοι ουσιαστικά ισχυρισμοί με αυτούς του 8ου λόγου έφεσης.
Ενόψει των ευρημάτων του δικαστηρίου ότι η μεταβίβαση έγινε με βάση τα εν λόγω πληρεξούσια για σκοπούς υλοποίησης της συμφωνίας διανομής που έγινε περί το 1954, ο 11ος λόγος έφεσης που αναφέρεται σε εχθρική κατοχή, είναι άνευ αντικειμένου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας προωθεί ομαδικά τους λόγους έφεσης 12, 13, 14, 15 και 18. Μελετώντας τα όσα αναφέρονται στο περίγραμμα της εφεσείουσας προσέχουμε ότι η ουσία των ισχυρισμών είναι ότι έπρεπε το πρωτόδικο δικαστήριο να ανησυχήσει και να διερυνήσει κατά πόσο τα πραγματικά γεγονότα, ήταν όπως τα αποδέχθηκε. Όμως το δικαστήριο στην απόφαση του φαίνεται να έχει αιτιολογήσει την κατάληξη του γιατί οι μεταβιβάσεις έγιναν στη βάση της συμφωνίας διανομής και οι ισχυρισμοί ότι έπρεπε να ανησυχήσει δεν ευσταθούν. Το ίδιο με τον 17ο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να ασχοληθεί με το γιατί ενώ η συμφωνία διανομής έγινε κατ' ισχυρισμό των εφεσιβλήτων το 1954, οι ενέργειες για υλοποίησή της έγιναν το 1969, δηλαδή καθυστερημένα. Δε βρίσκουμε οτιδήποτε στην αιτιολογία του λόγου αυτού που να δείχνει ότι το δικαστήριο δεν εδικαιούτο να καταλήξει όπως κατέληξε.
Με τον 20ο λόγο έφεσης εγείρονται θέματα που σχετίζονται με την κατάρτιση των πληρεξουσίων. Ισχυρίζεται ο συνήγορος ότι η ενάγουσα δεν σκέπτεται με τον ίδιο τρόπο που θα ενεργούσε το ίδιο το δικαστήριο. Κρίνουμε τον ισχυρισμό ως απλή πιθανολογηση και τίποτε άλλο. Άλλωστε, το ότι τα πληρεξούσια δεν ήταν πλαστά, απορρίφθηκε ήδη πιο πάνω.
Ο 21ος λόγος αναφέρεται και πάλιν σε γεγονότα που ήδη καλύφθηκαν, δηλαδή, αν ορθά κρίθηκε ότι ήταν παρούσα η εφεσείουσα στη διανομή, για το οποίο θέμα ήδη αποφασίσαμε πιο πάνω.
Με τον 22ο λόγο προσβάλλονται ως αυθαίρετα τα συμπεράσματα του δικαστηρίου σε σχέση με τα τεκμ. 3, 4, 5 και 6 (επιστολές). Απλώς εισηγείται ο συνήγορος ότι αυτές δεν υποστηρίζουν το συμπέρασμα του δικαστηρίου. Σχετικά με τις επιστολές αυτές το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολείται με λεπτομέρεια στις σελ. 26-27 και σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία καταλήγει ότι η θέση της εφεσείουσας ότι η υπογραφή στα δύο πληρεξούσια τεκμ. 50 και 51 δεν είναι δική της, δεν ευσταθεί. Η επιστολή (τεκμ. 5 ημερ. 17/6/96) δείχνει ότι είχε υπογράψει προηγουμένως πληρεξούσιο η εφεσείουσα, αφού με αυτή το ζητούσε πίσω. Ενόψει της κατάληξής μας ότι ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η εφεσείουσα υπέγραψε τα πληρεξούσια και του γεγονότος ότι ο συνήγορος απλώς εισηγείται ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου, δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία χωρίς να εξηγεί γιατί, ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Τέλος έχουμε τον 24ο λόγο έφεσης με τον οποίο η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι στερήθηκε του συνταγματικού της δικαιώματος για δίκαιη και ταχεία εκδίκαση της υπόθεσής της και για σύντομη έκδοση δικαστικής απόφασης.
Για υποστήριξη του λόγου αυτού ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας απλώς εισηγήθηκε ότι η ανάγνωση του φακέλου της αγωγής θα αποκαλύψει ότι η ενάγουσα στερήθηκε του δικαιώματος της για ταχεία και κατά συνέπεια δίκαιη δίκη. Τόνισε ότι η έκδοση της απόφασης καθυστέρησε για 14 μήνες και ότι η συνεχής κωλυσιεργία των εναγομένων δημιούργησε πολυετείς καθυστερήσεις.
Είμαστε της άποψης ότι κανονικά ώφειλε η πλευρά της εφεσείουσας να εξηγήσει με λεπτομέρεια γιατί η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης είναι αδικαιολόγητη και όχι να εισηγείται απλά τη μελέτη του φακέλου από το δικαστήριο τούτο. Παρά την άποψη μας αυτή επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Η αγωγή καταχωρήθηκε το 1998 και η υπόθεση άρχισε να ακούεται στις 16/3/2005. Η ακρόαση ολοκληρώθηκε στις 2/8/05, οπότε και επιφυλάχθηκε η απόφαση η οποία εκδόθηκε στις 26/10/06, δηλαδή μετά από 14 μήνες.
Στην υπόθεση Πουγιούκα κ.ά. v. Θρασυβούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014, όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα, αποφασίστηκε ότι το εύλογο του χρόνου για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του πολίτη εξαρτάται από σειρά παραγόντων που σχετίζονται με τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τη φύση, το χαρακτήρα και το περίπλοκο των θεμάτων που εγείρονται προς επίλυση, καθώς και με τη διαγωγή των διαδίκων. Αποφασίστηκε εκεί ότι το γεγονός και μόνο ότι η απόφαση εκδόθηκε μετά την παρέλευση των 6 μηνών που προβλέπει ο σχετικός Διαδικαστικός Κανονισμός, δεν οδηγεί από μόνος του σε ανατροπή της απόφασης. Θα πρέπει να ικανοποιηθεί το Εφετείο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω της καθυστέρησης, δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία και να προβεί σε συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, κάτι που εδώ δεν έχει γίνει.
Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν περίπλοκα θέματα και μεγάλος αριθμός διαδίκων, λαμβάνοντας υπόψη ότι η μαρτυρία δεν ήταν ογκώδης, κρίνουμε το χρόνο των 14 μηνών για έκδοση της απόφασης κάπως υπερβολικό και ίσως εκτός του εύλογου χρόνου που προνοείται από το Σύνταγμα. Όμως αυτός δεν είναι λόγος για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ούτε και μας παρέπεμψε η πλευρά της εφεσείουσας σε αυθεντίες ότι η απλή υπέρβαση του εύλογου χρόνου οδηγεί κατ' ανάγκη σε ακύρωση της απόφασης.
Αναφορικά με το χρόνο από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι την 16/3/05 που άρχισε η ακρόαση, θεωρούμε ότι για αρκετές αναβολές ήταν υπαίτια και η εφεσείουσα λόγω διαφόρων ενδιάμεσων αιτήσεων που κατά καιρούς είχε καταχωρήσει, όπως έπραξε βέβαια και η πλευρά των εφεσιβλήτων. Επομένως ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.