ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 71
29 Ιανουαρίου, 2010
ΔEYTEPOBAΘMIO OIKOΓENEIAKO ΔIKAΣTHPIO
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ
DURMUS ΚΑΙ MUKADDES BIYIKLI,
ΓΙΑ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΜUSTAFA BIYIKLI,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ ΝΟΜΟ TOY 1995 (Ν.19(Ι)/95).
(Έφεση Αρ. 25/2008)
Οικογενειακό Δικαστήριο ― Υιοθεσία ― Δικαιοδοσία ― Κατά πόσο το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε δικαιοδοσία να εξετάσει αίτηση δύο μελών της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας για απόκτηση άδειας υιοθεσίας ― Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα ― Για μέλη της Τουρκικής Κοινότητας ισχύει το Άρθρο 2 του περί Υιοθεσίας Νόμου του 1995 (Ν.19(Ι)/95) το οποίο προβλέπει ότι σε κάθε άλλη περίπτωση που οι αιτητές δεν ανήκουν στην Ελληνική Κοινότητα, δικαιοδοσία έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο στην Επαρχία του οποίου αυτοί διαμένουν ― Κατά πόσο ετύγχαναν εφαρμογής οι αρχές της Ajero (2006) 1 Α.Α.Δ. 1165 στην παρούσα υπόθεση.
Λέξεις και Φράσεις ― «Δικαστήριο» στο Άρθρο 2 του περί Υιοθεσίας Νόμου του 1995 (N.19(I)/95).
Δίκαιο της ανάγκης ― Κατά πόσο, στη βάση των αρχών του δικαίου της ανάγκης, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, μπορούσε να επιληφθεί αιτήσεως υιοθεσίας η οποία είχε υποβληθεί από δύο μέλη της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας ― Το δίκαιο της ανάγκης δεν είναι πανάκεια για θεραπεία όλων των κενών που παρουσιάζει η νομοθεσία.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αίτηση δύο μελών της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας από την Κερύνεια για απόκτηση άδειας υιοθεσίας κρίνοντας ότι δεν είχε δικαιοδοσία επί του θέματος. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας αυτεπάγγελτα το θέμα της δικαιοδοσίας, θεώρησε ότι τα αποφασισθέντα στην Ajero (2006) 1 Α.Α.Δ. 1165, την οποίαν επικαλέσθηκαν τόσο η συνήγορος των αιτητών όσο και η δικηγόρος που εκπροσωπούσε το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δεν ετύγχαναν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, επειδή η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε μέλη της Τουρκικής Κοινότητας. Το Δικαστήριο αφού προέβη σε μια εμπεριστατωμένη ιστορική αναδρομή στη νομοθεσία που ίσχυε πριν από την ανεξαρτησία της Κύπρου επί θεμάτων υιοθεσίας από μέλη της Τουρκικής Κοινότητας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αρμόδιο δικαστήριο για υιοθεσία από αιτητή ο οποίος ανήκει στην Τουρκική Κοινότητα, είναι το Τουρκικό Κοινοτικό Δικαστήριο.
Οι αιτητές εφεσίβαλαν την απόφαση προσβάλλοντας ως εσφαλμένες τις ακόλουθες διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
1. Ότι μόνο τα Τουρκικά Κοινοτικά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν υποθέσεις Τουρκοκυπρίων πολιτών της Δημοκρατίας.
2. Ότι τα Τουρκικά Κοινοτικά Δικαστήρια υπάρχουν εφόσον δεν έχει καταργηθεί ή ανασταλεί η λειτουργία τους με ειδική νομοθεσία, όπως είχε ανασταλεί στις περιπτώσεις γάμων και διαζυγίων από το Νόμο 120(I)/03.
3. Ότι ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμος 23/90 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 26(Ι)/98, δεν ισχύει όταν οι αιτητές είναι Τουρκοκύπριοι.
Οι αιτητές υποστήριξαν ακόμη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη τα συνταγματικά και ανθρώπινα δικαιώματά τους, καθώς επίσης και ότι στην περίπτωσή τους εφαρμοζόταν το δίκαιο της ανάγκης, όπως αυτό υιοθετήθηκε νομολογιακά από τα Κυπριακά Δικαστήρια.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Ajero, ανωτέρω, δεν είναι δυνατό να αφορούν σε μέλη της Τουρκικής Κοινότητας. Η πιο πάνω υπόθεση αναφέρεται στις αλλαγές που επήλθαν με την τροποποίηση του Άρθρου 111 του Συντάγματος και την ίδρυση των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Το Άρθρο 111 του Συντάγματος αφορά σε ζητήματα προσωπικού θεσμού πολιτών της Δημοκρατίας, οι οποίοι ανήκουν στην Ελληνική Κοινότητα. Επομένως, όποιες αλλαγές και αν επήλθαν, δεν μπορούν να αφορούν στην Τουρκική Κοινότητα. Έπεται ότι, οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 δεν ευσταθούν.
2. Το δίκαιο της ανάγκης δεν αποτελεί πανάκεια για θεραπεία όλων των κενών που παρουσιάζει η νομοθεσία. Αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία, ύστατο μέτρο για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων καταστάσεων οι οποίες απειλούν τη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών και οι οποίες καθιστούν αντικειμενικά αδύνατη τη συνέχιση της λειτουργίας των οργάνων της πολιτείας κατά τρόπο σύμφωνο με τις συνταγματικές διατάξεις.
3. Στην προκείμενη περίπτωση η εισήγηση για εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, έγινε με προοπτική να αναγνωριστεί δικαιοδοσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο, ενώ τέτοια θα ήταν αντίθετη με το σχετικό Νόμο και το Σύνταγμα. Το δίκαιο της ανάγκης δεν συνιστά μέτρο παράκαμψης των προνοιών του Συντάγματος, ούτε διέξοδο από τις περιοριστικές του διατάξεις.
4. Κατά συνέπεια κρίνεται ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Οικογενειακού Δικαστηρίου ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί αίτησης για υιοθεσία, προερχόμενη από δύο μέλη της Τουρκικής κοινότητας.
5. Το σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα Τουρκικά Κοινοτικά Δικαστήρια είναι τα μόνα που έχουν δικαιοδοσία «με αποτέλεσμα να αποκλείεται οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο της Δημοκρατίας από του να επιληφθεί του θέματος», δεν βρίσκει σύμφωνο το Ανώτατο Δικαστήριο.
Είναι γεγονός ότι ο περί Kαθιδρύσεως των Τουρκικών Κοινοτικών Δικαστηρίων Νόμος του 1960, (Ν.8/60), δεν καταργήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δικαιοδοσία των Τουρκικών Κοινοτικών Δικαστηρίων, διατηρήθηκε. Όμως τέτοια Δικαστήρια δεν λειτουργούν σήμερα στα ελεγχόμενα από τη Δημοκρατία εδάφη.
6. Από τη στιγμή που η υπόθεση Ajero δεν μπορεί να επηρεάσει μέλη της Τουρκικής Κοινότητας, τότε γι' αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καταργείται σιωπηρά το Άρθρο 2 του περί Υιοθεσίας Νόμου του 1995 (Ν. 19(Ι)/95). Ως αποτέλεσμα, για τα μέλη της Τουρκικής Κοινότητας ισχύει το Άρθρο 2 του περί Υιοθεσίας Νόμου 19(Ι)/95, το οποίο προβλέπει ότι σε κάθε άλλη περίπτωση που οι αιτητές για υιοθεσία δεν ανήκουν στην Ελληνική Κοινότητα, τότε δικαιοδοσία έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο στην Επαρχία του οποίου διαμένουν οι αιτητές. Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε σε αποστέρηση των μελών της Τουρκικής Κοινότητας του συνταγματικού και ανθρώπινου δικαιώματος της υιοθεσίας, καθώς επίσης και του δικαιώματος ελεύθερης πρόσβασης στο Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ajero (2006) 1 A.A.Δ. 1165,
Δαδακαρίδης v. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566,
Δημητρίου v. Δημητρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1153,
Νικολάου v. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1991) 1 Α.Α.Δ. 1338,
President of the Republic v. The House of Representatives (1985) 3(C) C.L.R. 2224.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σεργίδης, Δ.), (Αίτηση Yιοθεσίας Aρ. 17/08), ημερομ. 26.11.2008.
Ι. Λοϊζίδου, για τους Αιτητές.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέττου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Δύο μέλη της Τουρκικής Κοινότητας της Κύπρου από την Κερύνεια, αρχικά αποτάθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να τους δοθεί άδεια για υιοθεσία. Φαίνεται να απέσυραν την αίτησή τους, προφανώς μετά που τους υποδείχθηκε η υπόθεση Ajero (2006) 1 A.A.Δ. 1165.
Με καινούργια αίτησή τους, αυτή τη φορά στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ζήτησαν την έγκριση του δικαστηρίου για να υιοθετήσουν ένα παιδί σύμφωνα με τον περί Υιοθεσίας Νόμο του 1995 (Ν.19(Ι)/95). Εν' όψει της Κοινότητας από την οποία προέρχονταν οι Αιτητές, το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο ήγειρε από μόνο του θέμα δικαιοδοσίας και έδωσε οδηγίες όπως η Αίτηση επιδοθεί στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για να τοποθετηθεί επί του ζητήματος.
Στη διαδικασία που ακολούθησε, τόσο η δικηγόρος των Αιτητών όσο και η δικηγόρος που εκπροσωπούσε το Γενικό Εισαγγελέα, υποστήριξαν ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία δυνάμει του Αρθρου 11(2)(ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/90), όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 26(Ι)/98. Προς υποστήριξη της εισήγησης τους αναφέρθηκαν στην υπόθεση Ajero, ανωτέρω στην οποία, όπως ισχυρίστηκαν, νομολογήθηκε ότι το Αρθρο 11(2)(ε) του Νόμου 23/90 σιωπηρά κατάργησε το Αρθρο 2 του Ν. 19(Ι)/95, δίδοντας έτσι στα Οικογενειακά Δικαστήρια αποκλειστική δικαιοδοσία σε θέματα υιοθεσίας. Με αυτό τον τρόπο, εισηγήθηκαν οι δύο δικηγόροι, τέθηκε τέρμα στην διάκριση που γινόταν στο Αρθρο 2 του Νόμου 19(Ι)/95, για την δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, μεταξύ Αιτητών που ανήκουν στην Ελληνική Κοινότητα και εκείνων που δεν ανήκουν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο διαφωνώντας με την εισήγηση των δύο δικηγόρων απέρριψε την Αίτηση υιοθεσίας, βρίσκοντας ότι δεν έχει δικαιοδοσία επί του θέματος. Θεώρησε ότι μετά την ανεξαρτησία, αρμόδιο δικαστήριο για υιοθεσία από αιτητές που ανήκουν στην Τουρκική Κοινότητα, είναι το Τουρκικό Κοινοτικό Δικαστήριο.
Σύμφωνα με την εμπεριστατωμένη ιστορική αναδρομή στην οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο, πριν από την ανεξαρτησία της Κύπρου το θέμα υιοθεσίας ρυθμιζόταν από τον περί Υιοθεσίας Νόμο του 1954, Κεφ. 274. Δυνάμει του Νόμου αυτού, για υιοθεσίες από μέλη της Τουρκικής Κοινότητας, αρμοδιότητα είχε το Τουρκικό Οικογενειακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου διέμενε ο υιοθετών.
Μετά την ανεξαρτησία, το Σύνταγμα ρύθμισε τις αρμοδιότητες της κάθε Κοινότητας. Πιο συγκεκριμένα, το Αρθρο 87(1)(α) και (γ) του Συντάγματος, ορίζει πως κάθε Κοινοτική Συνέλευση σε σχέση με την αντίστοιχη Κοινότητα, έχει αποκλειστική νομοθετική εξουσία επί όλων των ζητημάτων θρησκείας και προσωπικού θεσμού. Επομένως, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θέματα υιοθεσίας εμπίπτουν στην εξουσία των Κοινοτικών Συνελεύσεων. Με αναφορά στο Άρθρο 160 του Συντάγματος, υποδεικνύει ότι τα Κοινοτικά Δικαστήρια ήταν υπόχρεα, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους, να εφαρμόζουν τους νόμους που ψηφίζονταν από την οικεία Κοινοτική Συνέλευση.
Η Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση, συμμορφούμενη προς τις διατάξεις του Συντάγματος, θέσπισε τον περί Καθιδρύσεως των Τουρκικών Κοινοτικών Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν. 8/60), ενώ η Ελληνική Κοινότητα τον περί Ελληνικών Κοινοτικών Δικαστηρίων Νόμο του 1962 (Ν. 9/62). Ο Νόμος 9/62 καταργήθηκε με τον περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμο του 1965 (Ν. 12/65). Όμως ο αντίστοιχος περί Τουρκικών Κοινοτικών Δικαστηρίων Νόμος (Ν. 8/60), δεν καταργήθηκε. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο Νόμο, τα Τουρκικά Κοινοτικά Δικαστήρια, μεταξύ άλλων, είχαν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αιτήσεις που αφορούν σε ζητήματα προσωπικού θεσμού, όπως είναι η παρούσα αίτηση υιοθεσίας.
Το 1990 θεσπίστηκε ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμος του 1990 (Ν. 23/90). Σύμφωνα με το Αρθρο 11 του αρχικού Νόμου, τα νεοϊδρυθέντα τότε Οικογενειακά Δικαστήρια, θα ασκούσαν τη δικαιοδοσία και τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του Άρθρου 111 του Συντάγματος και του ίδιου του Νόμου 23/90. Το πρωτόδικο δικαστήριο στη συνέχεια σημείωσε ότι ο περί Υιοθεσίας Νόμος, Κεφ. 274 καταργήθηκε με το Αρθρο 34 του περί Υιοθεσίας Νόμου του 1995 (Ν. 19(Ι)/95). Ο νέος περί Υιοθεσίας Νόμος του 1995 διά του ερμηνευτικού Αρθρου 2, προβλέπει ότι:-
«2. «Δικαστήριο σημαίνει»:-
(α) Σε περίπτωση που το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για υιοθεσία ανήκουν στην Ελληνική Κοινότητα το Οικογενειακό Δικαστήριο, το οποίο ιδρύθηκε για την επαρχία στην οποία διαμένουν.
(β) Σε κάθε άλλη περίπτωση το Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο ιδρύθηκε για την επαρχία στην οποία διαμένουν τα πρόσωπα τα οποία υποβάλλουν αίτηση για υιοθεσία.»
Το 1998, με το Νόμο 26(Ι)/98, τροποποιήθηκε ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμος του 1990. Με το Αρθρο 11(2) ορίστηκε ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν ειδικότερα την εξουσία να επιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υποθέσεων που αφορούν:-
«11(2)(ε) Θέματα γονικής μέριμνας, διατροφής, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά, εφόσον οι διάδικοι ή ένας από αυτούς έχουν τη διαμονή τους στη Δημοκρατία.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι το Αρθρο 11(2)(ε) του πιο πάνω Νόμου, το οποίο ορίζει ότι αρμόδιο δικαστήριο για υιοθεσίες είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο, δεν αποσκοπούσε στο να περιλάβει στην αρμοδιότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου και θέματα προσωπικού θεσμού που αφορούν σε μέλη της Τουρκικής Κοινότητας. Κάτι τέτοιο, είπε, θα ήταν αντίθετο προς τις ρητές πρόνοιες του Συντάγματος και του περί Καθιδρύσεως των Τουρκικών Κοινοτικών Δικαστηρίων Νόμου 8/60. Καταλήγοντας, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Ajero, ανωτέρω, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της παρούσας υπόθεσης, εφόσον η Ajero δεν αφορούσε σε μέλη της Τουρκικής Κοινότητας.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αναδρομής το πρωτόδικο δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αρμόδιο δικαστήριο για υιοθεσία από αιτητή ο οποίος ανήκει στην Τουρκική Κοινότητα, είναι το Τουρκικό Κοινοτικό Δικαστήριο.
Περαιτέρω, έκρινε ότι σε υιοθεσίες δεν εφαρμόζεται το δίκαιο της ανάγκης, όπως στις περιπτώσεις γάμου και διαζυγίου μεταξύ μελών της Τουρκικής Κοινότητας. Το πρωτόδικο δικαστήριο προβαίνει στον εξής παραλληλισμό. Ενώ ο νομοθέτης, στις περιπτώσεις θεμάτων γάμου και διαζυγίου μελών της Τουρκικής Κοινότητας, με τον περί Εφαρμογής του περί Γάμου Νόμου του 2003 σε Μέλη της Τουρκικής Κοινότητας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2003 (Ν.120(I)/03, ανέστειλε προσωρινά τις διατάξεις του περί Τουρκικών Οικογενειακών Δικαστηρίων (Γάμος και Διαζύγια) Νόμου, Κεφ. 339 και του Νόμου 8/60 για τη δικαιοδοσία των Τουρκικών Κοινοτικών Δικαστηρίων, δεν έπραξε το ίδιο και για θέματα υιοθεσίας. Ως αποτέλεσμα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι πρόθεση του νομοθέτη για θέματα υιοθεσίας ήταν να μην ανασταλεί η δικαιοδοσία των Τουρκικών Κοινοτικών Δικαστηρίων και έκρινε ότι «αυτή εξακολουθεί να υφίσταται με αποτέλεσμα να αποκλείεται οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο της Δημοκρατίας, από του να επιληφθεί του θέματος .....».
Οι Αιτητές με τέσσερις λόγους έφεσης εφεσιβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση. Με τον πρώτο λόγο θεωρούν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι μόνο τα Τουρκικά Κοινοτικά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν υποθέσεις Τουρκοκυπρίων πολιτών της Δημοκρατίας. Με τον δεύτερο λόγο προσβάλλουν ως λανθασμένη τη κατάληξη ότι τα Τουρκικά Κοινοτικά Δικαστήρια υπάρχουν εφόσον δεν έχουν καταργηθεί ή ανασταλεί η λειτουργία τους με ειδική νομοθεσία, όπως είχε ανασταλεί στις περιπτώσεις γάμων και διαζυγίων από το Νόμο 120(I)/03. Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι Αιτητές παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη τα συνταγματικά και ανθρώπινα δικαιώματα τους, καθώς επίσης και ότι στην περίπτωση τους εφαρμοζόταν το δίκαιο της ανάγκης, όπως αυτό υιοθετήθηκε νομολογιακά από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο, οι Αιτητές προσβάλλουν ως λανθασμένη την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμος 23/90 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 26(Ι)/98, δεν ισχύει όταν οι Αιτητές είναι Τουρκοκύπριοι.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών, στις αγορεύσεις τους ενώπιον μας ουσιαστικά υποστήριξαν τις ίδιες θέσεις που πρόβαλαν και πρωτοδίκως, ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση υιοθεσίας των Εφεσειόντων.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης μαζί, εφόσον όλοι άπτονται της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Η υπόθεση Ajero, ανωτέρω, την οποία επικαλέστηκαν και οι δύο συνήγοροι, αφορούσε αίτηση υιοθεσίας από Φιλιππινέζα, κατόχου Κυπριακού διαβατηρίου ως αποτέλεσμα του γάμου της με Ελληνοκύπριο, του φυσικού παιδιού της Kristoffer C. Ajero. Κρίθηκε ότι:-
(1) Με την τροποποίηση του Άρθρου 111 του Συντάγματος, με τον περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 1989 (Ν. 95/89), οι «οικογενειακές σχέσεις» ορίστηκαν ότι θα διαγιγνώσκονται από τα Οικογενειακά Δικαστήρια.
(2) Ο όρος «οικογενειακές σχέσεις» ερμηνεύθηκε στη Δαδακαρίδης v. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566 ότι εμπεριέχει όλα τα ζητήματα που εμπίπτουν στον κλάδο του δικαίου γνωστού ως «Οικογενειακό Δίκαιο» και περιλαμβάνουν προσωπικά θέματα όπως η υιοθεσία και ως εκ τούτου η επίλυση τους εμπίπτει στη δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων.
(3) Το 1995, ο περί Υιοθεσίας Νόμος 19/Ι)/1995, κατάργησε τον περί Υιοθεσίας Νόμο, Κεφ. 274 και με το Αρθρο 2 όρισε ότι (α) αιτήσεις για υιοθεσία προερχόμενες από μέλη της Ελληνικής Κοινότητας, εκδικάζονται από τα Οικογενειακά Δικαστήρια της επαρχίας που διαμένουν, (β) ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση αρμοδιότητα έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο.
(4) Όμως με την τροποποίηση 26(I)/98 του Αρθρου 11 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/90), δόθηκε δικαιοδοσία στα Οικογενειακά Δικαστήρια να εκδικάζουν όλα τα θέματα οικογενειακών σχέσεων συμπεριλαμβανομένων και θεμάτων υιοθεσίας και
(5) Ότι οι ρητές πρόνοιες του Αρθρου 11(2)(ε) του Νόμου 23/90, όπως τροποποιήθηκε, ότι θέματα οικογενειακών σχέσεων ανήκουν κατ' αποκλειστικότητα στα Οικογενειακά Δικαστήρια, οδηγούν σε σιωπηρή κατάργηση του Αρθρου 2 του περί Υιοθεσίας Νόμου του 1995, με αποτέλεσμα τα Οικογενειακά Δικαστήρια να έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία σε θέματα υιοθεσίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι τα αποφασισθέντα στην Ajero, ανωτέρω, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, επειδή η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε μέλη της Τουρκικής Κοινότητας.
Συμφωνούμε απόλυτα με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Ajero, ανωτέρω, δεν είναι δυνατό να αφορούν σε μέλη της Τουρκικής Κοινότητας. Η πιο πάνω υπόθεση αναφέρεται στις αλλαγές που επήλθαν με την τροποποίηση του Άρθρου 111 του Συντάγματος και την ίδρυση των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Το Άρθρο 111 του Συντάγματος αφορά σε ζητήματα προσωπικού θεσμού πολιτών της Δημοκρατίας, οι οποίοι ανήκουν στην Ελληνική Κοινότητα. Επομένως, όποιες αλλαγές και αν επήλθαν, δεν μπορούν να αφορούν στην Τουρκική Κοινότητα (βλ. Νίνος Δημητρίου v. Τζηζέλα Δημητρίου, το γένος Balewsky (1991) 1 Α.Α.Δ. 1153). Αυτό βέβαια, αναφέρεται ρητά και στο προοίμιο του περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 1989 (Ν. 95/89), με τον οποίο τροποποιήθηκε το Άρθρο 111 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι:-
«Επειδή το Άρθρο 111 του Συντάγματος της Δημοκρατίας προβλέπει τη ρύθμιση θεμάτων προσωπικού θεσμού αποκλειστικά από εκκλησιαστικούς νόμους,
Και επειδή η αποκλειστική αυτή αρμοδιότητα εμποδίζει την επιβαλλόμενη αναθεώρηση και αναπροσαρμογή με πολιτειακούς νόμους των κανόνων που διέπουν τα θέματα προσωπικού θεσμού σύμφωνα με σύγχρονες αρχές δικαίου και κοινωνικές αντιλήψεις καθώς και με τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις καθώς και συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης,
Και επειδή το Άρθρο 111 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη Άρθρα του Συντάγματος τα οποία δεν μπορούν με οποιοδήποτε τρόπο να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν,
Και επειδή η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας αρ. 1/86 σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ως ανεπίτρεπτη η τροποποίηση των Άρθρων 63 και 66, που περιέχουν διατάξεις που αφορούν τόσο την ελληνική κοινότητα όσο και την τουρκική, δεν εμποδίζει την τροποποίηση συνταγματικών διατάξεων που αφορούν μόνο την ελληνική κοινότητα, όπως είναι οι διατάξεις του Άρθρου 111 του Συντάγματος,
Και επειδή το Άρθρο 111 του Συντάγματος αναφέρεται μόνο σε θέματα προσωπικού θεσμού πολιτών της Δημοκρατίας που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα και δεν αφορούν ή επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο την τουρκική κοινότητα,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: .........».
Κατά συνέπεια, οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 δεν ευσταθούν.
Ερχόμαστε τώρα στον λόγο έφεσης 3, ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο έσφαλε στην κατάληξη του, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ετύγχανε εφαρμογής το δίκαιο της ανάγκης.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το δίκαιο της ανάγκης δεν είναι πανάκεια για θεραπεία όλων των κενών που παρουσιάζει η νομοθεσία. Όπως τονίστηκε σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποτελεί ύστατο μέτρο για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων καταστάσεων οι οποίες απειλούν τη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών και οι οποίες καθιστούν αντικειμενικά αδύνατη τη συνέχιση της λειτουργίας των οργάνων της πολιτείας κατά τρόπο σύμφωνο με τις συνταγματικές διατάξεις (βλ. Νικολάου v. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1991) 1 Α.Α.Δ. 1338).
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει πεδίο για εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Κατ' αρχάς δεν υπάρχει εισήγηση ότι οποιοσδήποτε νόμος είναι αντισυνταγματικός, ώστε να εξεταστεί κατά πόσο αυτός μπορεί να περισωθεί με επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Η εισήγηση για εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, έγινε με προοπτική να αναγνωριστεί δικαιοδοσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο, ενώ τέτοια θα ήταν αντίθετη με το σχετικό Νόμο και το Σύνταγμα. Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση President of the Republic v. The House of Representatives (1985) 3(C) C.L.R. 2224, το δίκαιο της ανάγκης δεν αποτελεί μέσο παράκαμψης των προνοιών του Συντάγματος, ούτε διέξοδο από τις περιοριστικές του διατάξεις.
Κατά συνέπεια, κρίνεται ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Οικογενειακού Δικαστηρίου ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί αίτησης για υιοθεσία, προερχόμενη από δύο μέλη της Τουρκικής κοινότητας.
Όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν περιορίστηκε στο να διαπιστώσει ότι το ίδιο δεν είχε δικαιοδοσία, αλλά δυστυχώς προχώρησε σε σχόλιο ότι τα Τουρκικά Κοινοτικά Δικαστήρια είναι τα μόνα που έχουν δικαιοδοσία «με αποτέλεσμα να αποκλείεται οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο της Δημοκρατίας από του να επιληφθεί του θέματος».
Δεν συμφωνούμε με την εν παρόδω παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Είναι γεγονός ότι ο Ν. 8/60 δεν καταργήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η δικαιοδοσία των Τουρκικών Κοινοτικών Δικαστηρίων, διατηρήθηκε.
Όμως, ενόψει της έκτακτης ανάγκης που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της εισβολής και κατοχής και της μετακίνησης των Τουρκοκυπρίων στο βόρειο και κατεχόμενο μέρος της Κύπρου, τέτοια δικαστήρια δεν λειτουργούν σήμερα στα εδάφη που ελέγχονται από τη Δημοκρατία.
Από τη στιγμή που η υπόθεση Ajero δεν μπορεί να επηρεάσει μέλη της Τουρκικής Κοινότητας, τότε γι' αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καταργείται σιωπηρά το Αρθρο 2 του περί Υιοθεσίας Νόμου του 1995 (Ν. 19(Ι)/95). Ως αποτέλεσμα, για τα μέλη της Τουρκικής Κοινότητας ισχύει το Αρθρο 2 του περί Υιοθεσίας Νόμου 19(Ι)/95, το οποίο προβλέπει ότι σε κάθε άλλη περίπτωση που οι αιτητές για υιοθεσία δεν ανήκουν στην Ελληνική Κοινότητα, τότε δικαιοδοσία έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο στην Επαρχία του οποίου διαμένουν οι αιτητές. Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε σε αποστέρηση των μελών της Τουρκικής Κοινότητας του συνταγματικού και ανθρώπινου δικαιώματος της υιοθεσίας, καθώς επίσης και του δικαιώματος ελεύθερης πρόσβασης στο δικαστήριο.
Κατά την άποψή μας, το Οικογενειακό Δικαστήριο, ορθά έκρινε υπό τις περιστάσεις ότι το ίδιο, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε δικαιοδοσία. Ως εκ τούτου η έφεση δεν ευσταθεί.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, χωρίς κανένα διάταγμα για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.