ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 17
21 Ιανουαρίου, 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 17 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΝΟΜΟ 183(Ι)/07
ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2006/24/ΕΚ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 05/08/2009
ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 102/09,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTORARI.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 1/2010)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων υποδίκου το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ― Ισχυρισμός για υπέρβαση εξουσίας ― Απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης για χορήγηση της αιτούμενης άδειας, στην απουσία εναλλακτικών ένδικων μέσων.
Προνομιακά εντάλματα ― Αίτηση για άδεια ― Εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ― Είναι αρκετή στο στάδιο εξέτασης της αίτησης για παραχώρηση ή μη άδειας ― Λόγοι εκδόσεως προνομιακών ενταλμάτων.
Προνομιακά εντάλματα ― Αίτηση για άδεια ― Καθυστέρηση μεταξύ απόφασης η οποία τίθεται υπό αναθεώρηση και καταχώρησης της αίτησης για άδεια καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος ― Συνιστά αρνητικό παράγοντα στην απουσία επαρκούς εξήγησης.
Τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ― Απόρρητο τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ― Αίτηση για πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα υποδίκου «........ που έχουν σχέση με τη διερεύνηση ποινικού αδικήματος ........» ― Ποία η ακολουθητέα διαδικασία προς υποβολή της αίτησης, ποίος Δικαστής επιλαμβάνεται αυτής και υπό ποίες προϋποθέσεις εξουσιοδοτείται η πρόσβαση στα δεδομένα ― Ο περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμος αρ.183(Ι)/07.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα αποκάλυψης όλων των πληροφοριών που αφορούσαν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του αιτητή, υποδίκου στις κεντρικές φυλακές, που σχετίζονταν, μεταξύ άλλων, και με τη χρήση του κινητού του τηλεφώνου. Το διάταγμα αποκάλυψης ζητήθηκε, όπως αναφέρετο στο τέλος της μονομερούς αίτησης της Αστυνομίας, για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένου υπόψη του οφέλους το οποίο ενδεχομένως να προέκυπτε εφόσον η ζητηθείσα αποκάλυψη θα βοηθούσε στη διερεύνηση και την πάταξη του εγκλήματος. Η αίτηση βασίστηκε στο Άρθρο 4 και ειδικότερα στο εδάφιο (4), του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο αρ. 183(Ι)/07 (εφεξής «ο Νόμος»).
Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση του προαναφερθέντος διατάγματος. Ο συνήγορός του υποστήριξε πως το διάταγμα δόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας ενόψει του ότι οι πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες του Άρθρου 1Α του Συντάγματος, διότι λανθασμένα ο Νόμος θεσπίστηκε με στόχο τη διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων για σκοπούς διερεύνησης ποινικών αδικημάτων, κατά παρέκκλιση της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κατ' επίκληση της οποίας και είχε θεσπιστεί. Ο συνήγορος αναφέρθηκε ως προς το σκοπό της Οδηγίας στην απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Ιρλανδία v. Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Αρ. C-301/06, ημερ. 10.2.09, η οποία εξήγησε το σκοπό της Οδηγίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις περιπτώσεις στις οποίες επιτυγχάνει η αίτηση για χορήγηση άδειας προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, όπως καθιερώθηκαν διαχρονικά με την πάγια νομολογία, αποδέχθηκε την αίτηση για χορήγηση της αιτούμενης άδειας, με το ακόλουθο σκεπτικό:
1. Η Οδηγία, όπως ερμηνεύθηκε από το Δ.Ε.Κ. στην Ιρλανδία v. Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ανωτέρω), «αφορά κυρίως τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» και «.... δεν ρυθμίζουν την πρόσβαση σε δεδομένα ούτε την αξιοποίηση τους από τις αστυνομικές ή τις δικαστικές αρχές των κρατών μελών».
2. Το ερώτημα που είχε εγερθεί από την κυβέρνηση της Ιρλανδίας σχετιζόταν με την ορθότητα του νομικού πλαισίου που είχε επιλέξει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποτελέσει το νομικό υπόστρωμα της έκδοσης της Οδηγίας, δηλαδή το Άρθρο 95 ΕΚ για τη διατήρηση δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή δημοσίων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αντί της χρήσης του τίτλου IV της Συνθήκης ΕΕ, ειδικότερα τα Αρθρα 30, 31 και 34.
3. Το Δικαστήριο, ενόψει των ανωτέρω, οδηγείται στην απόφαση να χορηγήσει την αιτούμενη άδεια εφόσον η άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να προσκρούει στο θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 17 του Συντάγματος. Εφόσον δε μία δικαστική απόφαση αντιτίθεται στις πρόνοιες του Συντάγματος ουσιαστικά εκδύεται εξουσίας οπόταν και δημιουργείται το υπόβαθρο για την επίκληση της αρχής της υπέρβασης εξουσίας.
4. Η απουσία πρόνοιας άσκησης δικαιώματος έφεσης στο Νόμο ώστε να αποκλείεται η δυνατότητα για χορήγηση άδειας σ' αυτό το στάδιο, όπου είναι αρκετή η απόδειξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, συνηγορεί υπέρ της χορήγησης της άδειας για καταχώρηση Certiorari ώστε να ελεγχθεί η συμβατότητα του πρωτόδικου διατάγματος αποκάλυψης με την προαναφερθείσα πρόνοια του Συντάγματος.
5. Η καθυστέρηση που σημειώθηκε μεταξύ έκδοσης του υπό αναθεώρηση διατάγματος και καταχώρησης της παρούσας αίτησης δεν συνιστά αρνητικό παράγοντα αναφορικά με την χορήγηση της αιτούμενης άδειας, αφού, για τους λόγους που οδήγησαν στην καθυστέρηση δόθηκε επαρκής εξήγηση, από την οποία σαφώς προκύπτει ότι ο αιτητής δεν ήταν καθ' οιονδήποτε τρόπο υπεύθυνος.
Η αίτηση έγινε δεκτή.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιρλανδία v. Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Δ.E.K., Αρ. C-301/06, ημερ. 10.2.09,
Περρέλλα (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,
Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,
Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,
Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,
Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,
Papadopoulos (1988) 1 C.L.R. 496,
In re Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165,
In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,
Κακουλλής v. Δημοκρατίας (2007) 1 A.Α.Δ. 682.
Aίτηση.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως certiorari με σκοπό την ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 5.8.09, στην καταχωρηθείσα προς αυτό το σκοπό μονομερή αίτηση υπ' αρ. 102/09.
Η αίτηση θεμελιώνεται στη σχετική έκθεση και τη συνδευτική ένορκη δήλωση, όπως έχει νομολογιακά καθοριστεί στις αιτήσεις του είδους ακολουθώντας ή εφαρμόζοντας τους αντίστοιχους Αγγλικούς Κανόνες, ελλείψει ειδικών προς τούτο εκδοθέντων ημεδαπών Κανονισμών, που αναφέρονται στο Ο. 53, rr.1-14, των παλαιών Αγγλικών Θεσμών. (Δέστε Γιάγκου (Aρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265 και το σύγγραμμα του Π. Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 267-269).
Σύμφωνα με τα δεδομένα που απαντώνται στην έκθεση, αλλά και στην ένορκη δήλωση που έγινε από την αδελφή του αιτητή εκ μέρους του ενόψει του ότι ο ίδιος είναι υπόδικος στις κεντρικές φυλακές, στον αιτητή, μέσω του δικηγόρου του, παραδόθηκε το αντίγραφο του διαθέσιμου μαρτυρικού υλικού στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης υπ' αρ. 20744/09 που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και παραπέμφθηκε στη συνέχεια στο αρμόδιο Κακουργιοδικείο. Από το υλικό αυτό έγινε αντιληπτό ότι η αστυνομία ζήτησε από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την αίτηση υπ' αρ. 102/09, την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης όλων των πληροφοριών που αφορούσαν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που σχετίζονταν, μεταξύ άλλων, και με τη χρήση του κινητού τηλεφώνου με αρ. 99652689, το οποίο είναι, αποδεκτά, εγγεγραμμένο στον αιτητή και χρησιμοποιείται από αυτόν. Όπως αναφέρεται στο τέλος της εν λόγω αίτησης, η αποκάλυψη των δεδομένων αυτών αφορούσε το δημόσιο συμφέρον, λαμβανομένου υπόψη του οφέλους το οποίο ενδεχομένως να προέκυπτε εφόσον η ζητηθείσα αποκάλυψη θα βοηθούσε στη διερεύνηση και την πάταξη του εγκλήματος. Η αίτηση βασίστηκε στο Αρθρο 4 και ειδικότερα στο εδάφιο (4), του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο αρ. 183(Ι)/07 (εφεξής «ο Νόμος»).
Αποτελεί εισήγηση του κ. Πουργουρίδη ότι το εκδοθέν στις 5.8.09 διάταγμα στη βάση της προαναφερθείσας αίτησης, δόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας ενόψει του ότι οι πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες του Άρθρου 1Α του Συντάγματος, διότι λανθασμένα ο Νόμος θεσπίστηκε με στόχο τη διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων για σκοπούς διερεύνησης ποινικών αδικημάτων, κατά παρέκκλιση της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κατ' επίκληση της οποίας και είχε θεσπιστεί. Ο συνήγορος αναφέρθηκε ως προς το σκοπό της Οδηγίας στην απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ιρλανδία v. Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Αρ. C-301/06, ημερ. 10.2.09, η οποία απόφαση εξήγησε το σκοπό της Οδηγίας.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν επιτυγχάνει όταν δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και όταν δεν φαίνεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου, έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον από το πρόσωπο που έλαβε την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Αυτά εξάγονται από τη σχετική νομολογία όπως αυτή λαμβάνεται σε υποθέσεις όπως τις Περρέλλα (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535. Περαιτέρω, άδεια δεν δίνεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, στην οποία περίπτωση θα πρέπει να καταδειχθούν ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν παρέκκλιση από αυτόν τον κανόνα, ότι αφού προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συζητήσιμου ζητήματος. Και αυτό, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Αυτό φαίνεται σε αυθεντίες όπως η Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.
Σε αυτό το στάδιο της εξέτασης κατά πόσο θα πρέπει ή όχι να χορηγηθεί άδεια, είναι αρκετό να λεχθούν τα ακόλουθα. Διαπιστώνεται ότι ο Νόμος, στο προοίμιο του, αναφέρει πράγματι ότι ψηφίστηκε με σκοπό την εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο:
«Οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006 για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ».
Το Αρθρο 4 του Νόμου δίνει το δικαίωμα σε αστυνομικό ανακριτή να αποταθεί στο Δικαστήριο προς έκδοση διατάγματος για την εξασφάλιση δεδομένων «...... που έχουν σχέση με τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος ......». Η αίτηση αυτή υποβάλλεται, βεβαίως, μονομερώς, αφού εγκριθεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και περιέχει αριθμό πληροφοριών και στοιχείων όπως αναφέρονται στο εδάφιο (3) του Αρθρου 4. Το επίμαχο εδάφιο (4), δίνει το δικαίωμα σε Δικαστή που, με βάση το ερμηνευτικό Άρθρο 2(1), σημαίνει Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου ή Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή, να εκδώσει το ζητηθέν διάταγμα όπως ζητείται ή με τροποποιήσεις ή με όρους, εξουσιοδοτώντας την πρόσβαση στα δεδομένα εφόσον ικανοποιηθεί από τα γεγονότα ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα πρόσωπο να εμπλέκεται στη διάπραξη σοβαρού ποινικού αδικήματος και ότι τα συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με σοβαρά ποινικά αδικήματα.
Είναι γεγονός ότι η Οδηγία έχει τύχει ερμηνείας από το Δ.Ε.Κ. στην υπόθεση Ιρλανδία v. Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - ανωτέρω - όπου το Δικαστήριο, σε τμήμα μείζονος σύνθεσης, ρητά κατέγραψε στις σκέψεις 80-85, ότι η Οδηγία «αφορά κυρίως τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» και «.. δεν ρυθμίζουν την πρόσβαση σε δεδομένα ούτε την αξιοποίηση τους από τις αστυνομικές ή τις δικαστικές αρχές των κρατών μελών». Η Οδηγία αφορά την «... υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων (Αρθρο 3), τις κατηγορίες των διατηρούμενων δεδομένων (Αρθρο 5), τη διάρκεια διατήρησης των δεδομένων (Αρθρο 6), την προστασία της ασφάλειας των δεδομένων (Αρθρο 7) και τις συνθήκες αποθήκευσης τους (Αρθρο 8)». Και ότι τα «.. δεδομένα αυτά είναι μόνο εκείνα που συνδέονται στενά με την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας των εν λόγω φορέων». Φορείς είναι οι παροχείς υπηρεσιών που σχετίζονται με ηλεκτρονικές επικοινωνίες ή δημοσίου δικτύου επικοινωνίες.
Το ερώτημα που είχε εγερθεί από την κυβέρνηση της Ιρλανδίας σχετιζόταν με την ορθότητα του νομικού πλαισίου που είχε επιλέξει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποτελέσει το νομικό υπόστρωμα της έκδοσης της Οδηγίας, δηλαδή το Άρθρο 95 ΕΚ για τη διατήρηση δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή δημοσίων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αντί της χρήσης του τίτλου IV της Συνθήκης ΕΕ, ειδικότερα τα Αρθρα 30, 31 και 34.
Όλα τα πιο πάνω οδηγούν το Δικαστήριο στην απόφαση να χορηγήσει τη ζητούμενη άδεια εφόσον η άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως να προσκρούει στο θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 17 του Συντάγματος, παράβαση δε συνταγματικών προνοιών και συνταγματικά εμπεδωμένων επιταγών, αποτελεί το υπόβαθρο για την επίκληση της υπέρβασης εξουσίας εφόσον δικαστική απόφαση που αντιτίθεται στις πρόνοιες του Συντάγματος ουσιαστικά εκδύεται εξουσίας. (Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 123, παρ. 4.19).
Προστίθεται δε ότι ο Νόμος δεν προνοεί οπουδήποτε για δικαίωμα έφεσης, ώστε να χρήζει εξέτασης το ενδεχόμενο αυτό ως αποκλείον τη χορήγηση της αδείας σ' αυτό το στάδιο, όπου είναι αρκετή η επίδειξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης (Costas Papadopoulos (ex parte) (1988) 1 C.L.R. 496, In re Nina Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165 και In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250). Και μπορεί εδώ να μνημονευθεί και η απόφαση της Ολομέλειας στην Κακουλλής v. Δημοκρατίας (2007) 1 A.Α.Δ. 682, όπου στα εκεί δεδομένα άρσης της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του αιτητή στη βάση του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εισοδημάτων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου αρ. 61(Ι)/96, διαπιστώθηκε ότι η απουσία δικαιώματος έφεσης στοιχειοθετούσε τη χορήγηση της άδειας για καταχώρηση certiorari ώστε να ελεγχθεί η συμβατότητα του πρωτόδικου διατάγματος αποκάλυψης με τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος.
Όσον αφορά το θέμα του χρόνου, παρατηρείται ότι παρά το γεγονός ότι το υπό αναθεώρηση διάταγμα εκδόθηκε στις 5.8.09, παρέχεται επαρκής σ' αυτό το στάδιο εξήγηση, για την καθυστέρηση, εφόσον όπως σημειώνεται στην ένορκη δήλωση της αδελφής του αιτητή, παρ. 3-6, τα επίμαχα δεδομένα ήρθαν στην επιφάνεια κατά την παραπομπή της ποινικής υπόθεσης, χρειάστηκε δε η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αίτηση Mandamus, υπ' αρ. 83/09, για να εκδοθεί στη συνέχεια εκ συμφώνου διάταγμα στις 7.12.09, ώστε να παραδοθεί το διάταγμα και η σχετική αίτηση της Αστυνομίας από την αρμόδια Πρωτοκολλητή, τα οποία παραλήφθηκαν από το δικηγόρο του αιτητή στις 16.12.09.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι όλες οι προϋποθέσεις παροχής της ζητούμενης άδειας ικανοποιούνται. Σχετική αίτηση για την έκδοση εντάλματος certiorari να κατατεθεί εντός δεκαπέντε ημερών από σήμερα και να ορισθεί από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο στις 10.2.2010, ώρα 8.30 π.μ..
Η αίτηση να επιδοθεί στην Αστυνομία και το Γενικό Εισαγγελέα.
Η αίτηση γίνεται δεκτή.