ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 1299

26 Οκτωβρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

KARTASHOV VLATISLΑV ΤΟΥ NIKOLAY,

Εφεσιβλήτου-Καθ'ου η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 124/2008)

 

Φυγόδικοι ― Διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου ― Φύση διαδικασίας ― Συνιστά πολιτική διαδικασία η οποία σε πρώτο και δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας διεξάγεται στο πλαίσιο που όρισε η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361.

Δικαστικό προηγούμενο ― Δυνατότητα απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο ― Αρχές που διέπουν το θέμα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, μετά από ακροαματική διαδικασία, την αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για έκδοση του εφεσίβλητου στις Ρωσικές αρχές για να δικαστεί για τα αδικήματα τα οποία απαριθμούνται στο σχετικό ένταλμα σύλληψης.

Με την παρούσα έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ο εφεσίβλητος υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητά την απόρριψη της έφεσης, πέραν από τους λόγους ουσίας που επικαλείται, και για τους πιο κάτω λόγους, τους οποίους εγείρει υπό μορφή προδικαστικών ενστάσεων:

α)     Το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα έφεση, γιατί η διαδικασία εκδίκασης αίτησης για έκδοση φυγοδίκου δεν συνιστά άσκηση «πολιτικής δικαιοδοσίας» κάτω από το Αρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα έφεσης από απόφαση δικαστηρίου ασκούντος πολιτική δικαιοδοσία, αλλά αφορά «ποινικό θέμα ή ζήτημα», υποκείμενο σε «ποινική δικαιοδοσία» και συνεπώς τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Αρθρου 25(2) του ίδιου Νόμου, οι οποίες κατοχυρώνουν δικαίωμα έφεσης «τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου»,

    ή

β)     εφόσον το μοναδικό εκ του νόμου ένδικο μέσο που έχει στη διάθεση του ένας φυγόδικος για προσβολή απόφασης υπέρ της αίτησης για έκδοση του, είναι η υποβολή αιτήματος για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, το δικαίωμα έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα δημιουργεί δυσμενή διάκριση κατά του φυγόδικου - εφεσίβλητου και κατ' επέκταση συνιστά παραβίαση του δικαιώματος της ισότητας όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε προδικαστικά τις πιο πάνω ενστάσεις, με τη σύμφωνη γνώμη των δύο συνηγόρων.

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου υπέβαλε ότι την ορθή νομική θέση αντανακλά η αγγλική νομολογία και κάλεσε το Ανώτατο Δικαστήριο είτε να αποστεί από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είτε να παραπέμψει το θέμα ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η επί του προκειμένου θέση της αγγλικής νομολογίας είναι πως η διαδικασία εκδίκασης αίτησης για έκδοση φυγοδίκου αφορά ποινικό ζήτημα υποκείμενο σε ποινική δικαιοδοσία και συνεπώς δεν συνιστά  άσκηση πολιτικής δικαιοδοσίας. Η δικηγόρος που εκπροσώπησε τον Γενικό Εισαγγελέα τόνισε το γεγονός ότι η αγγλική νομολογία δεν είναι δεσμευτική αλλά έχει μόνο καθοδηγητικό χαρακτήρα για τα κυπριακά Δικαστήρια.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361 αποφασίστηκε ότι η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου συνιστά πολιτική διαδικασία συνυφασμένη με την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου οι αποφάσεις στο πλαίσιο της οποίας υπόκεινται σε έφεση βάσει του Άρθρου 25(1) του Ν.14/60. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Kotlyarenko v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 2 A.A.Δ. 269, το Εφετείο αναλύοντας τη μέχρι τότε νομολογία, έδωσε αρνητική απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο η διαδικασία της ποινικής έφεσης συνιστά το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο αμφισβήτησης απόφασης Δικαστηρίου που εκδόθηκε στα πλαίσια διαδικασίας δυνάμει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, ενώ παράλληλα επιβεβαίωσε την ισχύουσα επί του θέματος νομολογία.

2.     Η κυπριακή νομολογία επί του θέματος που εξετάζεται εδώ είναι απόλυτα ορθή, ενώ παράλληλα τα γεγονότα στην παρούσα περίπτωση δεν διαφοροποιούνται έτσι ώστε να δικαιολογείται οποιαδήποτε απόκλιση από τις γραμμές που η νομολογία μας καθόρισε.

3. Για τους ίδιους λόγους, δεν συντρέχει λόγος για παραπομπή του θέματος ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

4. Το ενδεχόμενο επηρεασμού των δικαιωμάτων του φυγοδίκου, για τους λόγους που επικαλείται ο εφεσίβλητος είναι, υπό τις περιστάσεις, θέμα καθαρά θεωρητικό και ακαδημαϊκό και το Δικαστήριο δεν εξετάζει θέματα in abstracto.

Οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361,

In re Zamin (1983) 2 C.L.R. 188,

Αστυνομία v. Feras a.ο. (1990) 2 Α.Α.Δ.14,

Μελάς v. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261,

Κυπριακή Δημοκρατία v. Ivan Kolesnikov (2008) 1 A.A.Δ. 594,

Kotlyarenko v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 2 A.A.Δ. 269,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

A. Panayides Contracting Ltd v. Xαραλάμπους (2004) 1 A.A.Δ. 416.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παναγιώτου, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 2/07), ημερομ. 10.4.2008.

Ελ. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την Aίτ. Aρ. 2/2007, που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η Ρωσική Ομοσπονδία επεδίωξε, δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων που κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 95/70 και τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο 97/70, όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε με το Νόμο 97/90, την έκδοση του Kartashov Vlatislav του Nikolay, εφεσίβλητου-καθ'ου η αίτηση, για αδικήματα τα οποία απαριθμούνται στο σχετικό ένταλμα σύλληψης.

Το πιο πάνω αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας απορρίφθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας. Οι λόγοι απόρριψης της αίτησης συνοψίζονται στη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου κάτω από την επικεφαλίδα «Συμπεράσματα» και έχουν ως εξής:

"1.       Ο καθ'ου η αίτηση ως αιτητής πολιτικού ασύλου δεν μπορεί να εκδοθεί στην Ρωσία πριν την τελική εξέταση του αιτήματος του από την υπηρεσία ασύλου, δυνάμει του κανόνα του 'non-refoulement' όπως καθιερώθηκε με το Άρθρο 33(1) της Σύμβασης της Γενεύης για τους Πρόσφυγες.

 2. Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο καθ'ου η αίτηση στην Ρωσία, είναι μολυσμένες με πολιτικά κίνητρα κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων.

 3. Σε περίπτωση έκδοσης του καθ'ου η αίτηση στην Ρωσική Ομοσπονδία, υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος να παραβιαστεί κατάφωρα το δικαίωμα του για δίκαιη Δίκη."

Ο Γενικός Εισαγγελέας, θεωρώντας την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εσφαλμένη, καταχώρισε την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό πολιτική έφεση, με την οποία επιδιώκει τον παραμερισμό της. Ο εφεσίβλητος, θεωρώντας την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ορθή, πέραν από τους λόγους ουσίας που επικαλείται, ζητά την απόρριψη της έφεσης και για τους πιο κάτω λόγους τους οποίους εγείρει με τη μορφή προδικαστικών ενστάσεων:

(α) Το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα έφεση, γιατί η διαδικασία εκδίκασης αίτησης για έκδοση φυγοδίκου δεν συνιστά άσκηση «πολιτικής δικαιοδοσίας» κάτω από το Άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα έφεσης από απόφαση δικαστηρίου ασκούντος πολιτική δικαιοδοσία, αλλά αφορά «ποινικό θέμα ή ζήτημα», υποκείμενο σε «ποινική δικαιοδοσία» και συνεπώς τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 25(2) του ίδιου Νόμου, οι οποίες κατοχυρώνουν δικαίωμα έφεσης «τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου». Εφόσον, υποστήριξε ο κ. Γεωργίου, το μέρος IV του Κεφ. 155 (Άρθρα 131-137(α)) που καταπιάνεται με το δικαίωμα άσκησης έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα από απόφαση ή διάταγμα δικαστηρίου που ασκεί ποινική δικαιοδοσία, δεν προνοεί για την άσκηση έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα κατά απόφασης σε διαδικασία έκδοσης, ο Γενικός Εισαγγελέας εσφαλμένα επέλεξε την οδό της έφεσης και πολύ περισσότερο την οδό της πολιτικής έφεσης για επίτευξη του στόχου του. Ο έλεγχος κάθε τέτοιας απόφασης μπορεί να επιτευχθεί, σύμφωνα πάντα με τον κ. Γεωργίου, μέσω προνομιακών ενταλμάτων (Certiorari στην περίπτωση του Γενικού Εισαγγελέα και Habeas corpus στην περίπτωση του φυγοδίκου).

(β) Εφόσον το μοναδικό εκ του νόμου ένδικο μέσο που έχει στη διάθεση του ένας φυγόδικος για προσβολή απόφασης υπέρ της αίτησης για έκδοση του, είναι η υποβολή αιτήματος για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, το δικαίωμα έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα δημιουργεί δυσμενή διάκριση κατά του φυγόδικου-εφεσίβλητου και κατ' επέκταση συνιστά παραβίαση του δικαιώματος της ισότητας όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης προβάλλεται διαζευκτικά προς τον υπό στοιχείο (α) πιο πάνω λόγο.

Ενόψει της φύσης των προδικαστικών ενστάσεων και με τη σύμφωνη γνώμη των δύο συνηγόρων, οι πιο πάνω δύο λόγοι ένστασης, εξετάστηκαν προδικαστικά.

Κεντρικό άξονα των επί του προκειμένου θέσεων του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσιβλήτου, συνιστά η αγγλική νομολογία στην οποία ο συνήγορος κάμνει εκτενή και λεπτομερή αναφορά, όπως και αγγλικά συγγράμματα, εκτεταμένα αποσπάσματα των οποίων ο κ. Γεωργίου παραθέτει στην ομολογουμένως εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευσή του. Ο κ. Γεωργίου αντιπαραβάλλοντας τη σχετική επί του θέματος αγγλική νομολογία με την αντίστοιχη κυπριακή, υπέβαλε ότι η αγγλική νομολογία «αντανακλά την ορθή νομική θεώρηση του πράγματος» και μας κάλεσε είτε να αποστούμε από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία θεωρεί «εσφαλμένη», είτε να παραπέμψουμε το ζήτημα ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας. Την αντίθετη άποψη υποστήριξε η κα Λοϊζίδου η οποία στην επίσης εμπεριστατωμένη αγόρευση της, τονίζοντας το γεγονός ότι η αγγλική νομολογία δεν είναι δεσμευτική, αλλά καθοδηγητικό μόνο χαρακτήρα έχει για τα κυπριακά δικαστήρια, μας κάλεσε να υιοθετήσουμε την προσέγγιση της δικής μας νομολογίας και να απορρίψουμε τη θέση του εφεσιβλήτου. Για σκοπούς ολοκλήρωσης της εικόνας θα πρέπει να πούμε πως η επί του προκειμένου θέση της αγγλικής νομολογίας είναι πως η διαδικασία εκδίκασης αίτησης για έκδοση φυγοδίκου αφορά ποινικό ζήτημα υποκείμενο σε ποινική δικαιοδοσία και συνεπώς δεν συνιστά άσκηση πολιτικής δικαιοδοσίας.

Η θέση της κυπριακής νομολογίας επί του ζητήματος που με την υπό στοιχείο (α) πιο πάνω ένσταση, εγείρεται, καθορίζεται με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (πενταμελής σύνθεση) στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361, στη σελ. 367:

"Ο όρος "πολιτική διαδικασία", στο πλαίσιο του Ν. 14/60, περιλαμβάνει κάθε διαδικασία άλλη από ποινική. Ο όρος "ποινική διαδικασία" περιλαμβάνει κάθε διαδικασία ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, η οποία έχει ως αντικείμενο την τιμωρία ατόμου για αδίκημα που προκύπτει από παράβαση νόμου. Ανάλογος είναι ουσιαστικά ο προσδιορισμός της πολιτικής και ποινικής διαδικασίας που προβλέπεται αντίστοιχα στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς και τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155. Προκύπτει από τον ορισμό των αντίστοιχων όρων στο Ν. 14/60 ότι κάθε διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου άλλη από ποινική συνιστά εξ ορισμού πολιτική διαδικασία. Η διάκριση η οποία γίνεται μεταξύ ποινικής και πολιτικής διαδικασίας και η διαίρεση των διαδικασιών των πρωτοδίκων δικαστηρίων σε ποινικές και πολιτικές αντανακλά την πατροπαράδοτη διάκριση του Αγγλικού δικαίου μεταξύ ποινικής και πολιτικής διαδικασίας και των δικαιοδοσιών των πρωτόδικων δικαστηρίων, αστικών και ποινικών, στις οποίες ανάγονται. Η διαίρεση του συνόλου της δικαιοδοσίας των πρωτοδίκων δικαστηρίων της Αγγλίας σε αστική και ποινική τονίστηκε στη Re Norway's Applications (Nos 1 and 2) [1989] 1 All E.R. 745 (H.L.). Η διαίρεση αυτή αντανακλάται και στις αντίστοιχες διαδικασίες, ποινική και πολιτική.

Το Άρθρο 25 του Ν. 14/60 παρέχει, τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, δικαίωμα έφεσης εναντίον κάθε απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία. Η πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου προσδιορίζεται στο Άρθρο 22 του ιδίου Νόμου και επεκτείνεται στην εκδίκαση κάθε αγωγής. Ο όρος "αγωγή" δε συμπίπτει με την έννοια της λέξης στην καθομιλουμένη, αλλά έχει τη σημασία που του προσδίδει το Άρθρο 2 του Ν. 14/60 και περιλαμβάνει κάθε διαδικασία η οποία άρχεται με την έκδοση κλητηρίου εντάλματος ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που καθορίζεται από το διαδικαστικό κανονισμό. H Δ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, αφετέρου, ορίζει ότι ο όρος "αγωγή" (action) περιλαμβάνει και κάθε διαδικασία η οποία προβλέπεται εκτός από τους κανονισμούς και από νόμο.

Η διαδικασία για την έκδοση φυγοδίκου δε σκοπεί στην τιμωρία του φυγοδίκου, προβλέπεται από το νόμο και συνιστά ένα από τους τρόπους έγερσης "αγωγής". Συνεπώς, συνιστά πολιτική διαδικασία συνυφασμένη με την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου οι αποφάσεις στο πλαίσιο της άσκησης της οποίας υπόκεινται σε έφεση βάσει του Άρθρου 25(1) του Ν. 14/60."

Για σκοπούς ολοκληρωμένης εικόνας αναφορικά με την προσέγγιση της κυπριακής νομολογίας στο συγκεκριμένο ζήτημα, θεωρούμε σκόπιμο να παραπέμψουμε και στις υποθέσεις In re Zamin (1983) 2 C.L.R. 188 και Αστυνομία v. Feras and Others (1990) 2 Α.Α.Δ. 14, στις οποίες η απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (πιο πάνω) αναφέρεται με επιδοκιμασία, όπως και στις υποθέσεις Μελάς v. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ 2261, Κυπριακή Δημοκρατία v. Ivan Kolesnikov (2008) 1 A.A.Δ. 594 και Kotlyarenko v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 2 A.A.Δ. 269. Στην πρώτη από τις εν λόγω τρεις υποθέσεις επαναλαμβάνεται, με αναφορά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (πιο πάνω), ότι η αίτηση για την έκδοση φυγοδίκου ανάγεται στην πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ενώ στις άλλες δύο επαναβεβαιώνεται η θέση της κυπριακής νομολογίας επί του θέματος με ρητή αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση στην ίδια υπόθεση. Ιδιαίτερα επισημαίνουμε το γεγονός ότι στην υπόθεση Kotlyarenko το κατά πόσο η αίτηση για την έκδοση φυγοδίκου ανάγεται στην πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ηγέρθη άμεσα. Συγκεκριμένα ο φυγόδικος σε εκείνη την υπόθεση, με στόχο την ακύρωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του μέχρι την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, καταχώρισε ποινική έφεση. Σαν αποτέλεσμα ηγέρθη άμεσα το ερώτημα κατά πόσο η διαδικασία της ποινικής έφεσης είναι το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο για αμφισβήτηση απόφασης δικαστηρίου που εκδόθηκε στα πλαίσια διαδικασίας δυνάμει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου. Το Εφετείο αναλύοντας τη μέχρι τότε νομολογία, έδωσε αρνητική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, ενώ παράλληλα επιβεβαίωσε την ισχύουσα επί του θέματος νομολογία.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου εισηγήθηκε, είτε να αποστούμε από την πιο πάνω νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αφού υιοθετήσουμε τη θέση της αγγλικής νομολογίας, να απορρίψουμε την αίτηση λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, είτε να παραπέμψουμε το ζήτημα για συζήτηση στην πλήρη Ολομέλεια.

Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα απόκλισης από τη νομολογία, έχουν πλέον νομολογιακά παγιωθεί. Παρέχεται στο Δικαστήριο τέτοια δυνατότητα εφόσον διαπιστώνεται ότι προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη. Εκεί όμως όπου χωρούν περισσότερες της μιας άποψης ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου που η απόφαση ενσωματώνει, δεν παρέχεται περιθώριο για απόκλιση γιατί το σφάλμα δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για ενεργοποίηση των αρχών που διέπουν το θέμα. Σε θέματα συνταγματικού δικαίου η ευχέρεια απόκλισης από τη νομολογία είναι μεγαλύτερη, (Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 και A. Panayides Contracting Ltd. v. Xαραλάμπους (2004) 1 A.A.Δ. 416). Η θέση του κ. Γεωργίου ότι το σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (πιο πάνω) έχει λεχθεί obiter και δεν αποτελεί μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

Στρέφουμε τώρα την προσοχή μας στην υπό κρίση περίπτωση. «Παρέχεται ή όχι ευχέρεια να αποστούμε, ως η εισήγηση του εφεσιβλήτου, από το λόγο (ratio) της απόφασης στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (πιο πάνω) και γενικά από τη νομολογία που διέπει το υπό συζήτηση θέμα»; Αυτό είναι και το μόνο στην πραγματικότητα ερώτημα που εγείρεται.

Για τους πιο κάτω λόγους η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα πρέπει κατά τη γνώμη μας να είναι αρνητική.

Το συγκεκριμένο ερώτημα απασχόλησε και στο παρελθόν τα κυπριακά δικαστήρια. Μάλιστα το Ανώτατο Δικαστήριο πρόσφατα στην υπόθεση Kolesnikov (πιο πάνω) αφού επεσήμανε την έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης που να καθορίζει συγκεκριμένο ένδικο μέσο αναθεώρησης των αποφάσεων των επαρχιακών δικαστηρίων σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων, αναγνώρισε ότι το υφιστάμενο σύστημα ελέγχου πάσχει και επεσήμανε την ανάγκη εκσυγχρονισμού του υφιστάμενου εν ισχύϊ σχετικού νομικού καθεστώτος, σχόλια που μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους. Σύμφωνους μας βρίσκει και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Εφετείο στην υπόθεση Kolesnikov (πιο πάνω) ότι «η απόκλιση από τη νομολογία δεν είναι η πανάκεια του προβλήματος όπως γενικά εμφανίζεται. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η νομοθετική ρύθμιση δεν υποκαθίσταται από τη νομολογία».

Στην Αγγλία η έκδοση φυγοδίκων ρυθμίζεται με συγκεκριμένη νομοθεσία - Extradition Act 2003 - οι πρόνοιες της οποίας ρυθμίζουν το σύνολο ουσιαστικά των λεπτομερειών που αφορούν στην όλη διαδικασία είτε αυτές άπτονται θεμάτων ουσίας είτε θεμάτων διαδικαστικής φύσης. Στην Κύπρο η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων ρυθμίζεται από τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970 (Ν. 97/70), ιδιαίτερα από το Μέρος III. Πρόκειται για ειδική διαδικασία που αποσκοπεί σε ένα και μοναδικό στόχο∙ τη διαπίστωση ύπαρξης των απαιτούμενων για την έκδοση του φυγοδίκου, προϋποθέσεων. Η φύση της συγκεκριμένης διαδικασίας καθορίστηκε από την κυπριακή νομολογία με βάση τον προσδιορισμό της πολιτικής και ποινικής διαδικασίας που προβλέπεται αντίστοιχα στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς και τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, σε συνάρτηση με τον ορισμό των αντίστοιχων όρων όπως αυτός προκύπτει από τις πρόνοιες του Νόμου 14/60.

Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε την επί του θέματος νομολογία μας, απόλυτα ορθή, ενώ παράλληλα κρίνουμε πως τα γεγονότα στην παρούσα περίπτωση δεν διαφοροποιούνται έτσι ώστε να δικαιολογείται οποιαδήποτε απόκλιση από τις γραμμές που η νομολογία μας καθόρισε. Σαν αποτέλεσμα η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι αρνητική.

Για τους ίδιους λόγους κρίνουμε επίσης πως δεν συντρέχει λόγος για να παραπέμψουμε το θέμα ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας ως ήταν και η διαζευκτική εισήγηση του καθ'ου η αίτηση. Είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε το γεγονός πως δεν έχουμε διαπιστώσει την ύπαρξη οποιασδήποτε διάστασης στους κόλπους της νομολογίας μας, έτσι ώστε να δικαιολογείται η υιοθέτηση της συγκεκριμένης εισήγησης.

Έχοντας απορρίψει τον υπό στοιχείο (α) προδικαστικό λόγο ένστασης, στρέφουμε την προσοχή μας στον υπό στοιχείο (β) λόγο, ο οποίος υπενθυμίζουμε εγείρεται διαζευκτικά.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης δεν αμφισβητείται από το φυγόδικο, αλλά από το Γενικό Εισαγγελέα. Επομένως, ενδεχόμενο επηρεασμού των δικαιωμάτων του φυγοδίκου, για τους λόγους που επικαλείται ο εφεσίβλητος, δεν εγείρεται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως εκ τούτου το θέμα, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, είναι καθαρά θεωρητικό και ακαδημαϊκό και ως τέτοιο δεν θα μας απασχολήσει. Υπενθυμίζουμε την αρχή ότι το Δικαστήριο δεν συζητεί θέματα in abstracto. Σαν αποτέλεσμα ούτε ο υπό στοιχείο (β) λόγος ένστασης μπορεί να επιτύχει.

Ενόψει όλων των πιο πάνω και οι δύο προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται.

Oι προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο