ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 326

8 Απριλίου, 2009

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ Ε.Σ.Σ.Δ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΟ 172/1986,

Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΚΥΡΩΘΗ ΜΕ ΤΗ ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΗΜΕΡ. 01/11/96, Η ΟΠΟΙΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΟΥΣΕ ΟΤΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑΣ ΕΓΓΥΗΘΗΚΕ ΟΤΙ ΔΕΣΜΕΥΕΤΑΙ

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΙΧΕ ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙ Η ΠΡΩΗΝ Ε.Σ.Σ.Δ.,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SERGE EFIMOV ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΑΙ/΄Η ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13/02/2009

ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 2/08 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ Η ΠΡΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑ.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 12/2009)

 

Προνομιακά εντάλματα Habeas Corpus ― Σκοπός εκδόσεως του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus είναι ο έλεγχος της νομιμότητας κράτησης από Δικαστική ή άλλη αρχή ή ακόμη και από ιδιώτη, παρέχοντας έτσι ένα αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης ― Πλαίσιο εξουσιών Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις Habeas Corpus.

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Διάταγμα προφυλάκισης του αιτητή για έκδοση στη Δημοκρατία της Λευκορωσίας ― Κατά πόσο το αίτημα της αιτούσας χώρας ήταν νομότυπο.

Φυγόδικοι ― Διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων ― Αναγκαία μαρτυρία ― Τρόπος αξιολόγησης μαρτυρίας ― Αποδεκτό κριτήριο και το προνοούμενο από το Άρθρο 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, αναφορικά με το επίπεδο ή βαθμό απόδειξης.

Φυγόδικοι ― Έκδοση Λευκορώσου φυγοδίκου ― Ο Κυρωτικός της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμος του 1986 (Ν.172/86) ― Ποία η εμβέλεια της Συνθήκης και ποίες οι επιδιώξεις των συμβαλλομένων μερών ― Κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά τις πρόνοιες της Συνθήκης κατά την έκδοση του σχετικού διατάγματος έκδοσης ― Κατά πόσο είναι αναγκαία η ταύτιση των ποινικών αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται το άτομο εναντίον του οποίου εκδίδεται διάταγμα έκδοσης, στο δίκαιο της χώρας που επιδιώκει την έκδοση και στο δίκαιο της χώρας που θα προβεί σε αυτή.

Φυγόδικοι ― Έκδοση Λευκορώσου φυγοδίκου ― Δεν απαιτείται απόδειξη ενοχής του ατόμου προς έκδοση για το αδίκημα για το οποίο ζητείται.

Εναντίον του αιτητή εκδόθηκε διάταγμα έκδοσής του στη Δημοκρατία της Λευκορωσίας ώστε να διωχθεί για τη συμμετοχή του σε οργανωμένη ομάδα παράνομης εξασφάλισης εισοδήματος από τη μετατροπή εμβασμάτων Λευκορωσικών ρουβλιών σε εικονικές Ρωσικές εταιρείες και τη μετατροπή τους στη συνέχεια σε δολάρια Αμερικής στη βάση όμως υψηλότερης συναλλαγματικής ισοτιμίας από την καθορισθείσα από την Εθνική Τράπεζα της Λευκορωσίας. Η συμμετοχή του αιτητή στην παράνομη αυτή δραστηριότητα οδήγησε στην εξασφάλιση από την οργανωμένη ομάδα ποσού πέραν των 50 δισ. εκατομ. ρουβλιών Λευκορωσίας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας διέταξε την προφυλάκισή του.

Ο αιτητής ζήτησε την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus ώστε να αποφυλακιστεί. Οι λόγοι στηρίχθηκαν στους ακόλουθους τρεις άξονες:

(α)    Στην λανθασμένη ερμηνεία των προνοιών του Άρθρου 7 του Κυρωτικού της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμου του 1986 (Ν.172/86), (εφεξής «η Συνθήκη»), ως προς την επίδοση των εγγράφων που αποστάληκαν από τη Δημοκρατία της Λευκορωσίας.

(β)   Στην παρερμηνεία του Άρθρου 13(1) της Συνθήκης σε σχέση με την αναγκαιότητα τα έγγραφα να συνοδεύονται από μετάφρασή τους στη γλώσσα του συμβαλλομένου κράτους, από το οποίο ζητείται η έκδοση.

(γ)   Στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο αιτητής αποτελούν ταυτόχρονα και αδικήματα κάτω από τον Κυπριακό Νόμο.

Η δικηγόρος η οποία εκπροσώπησε τη Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο ερμήνευσε τις σχετικές πρόνοιες της Συνθήκης, ότι εφαρμογή έχουν τα προνοούμενα από το Άρθρο 42 της Συνθήκης, χωρίς να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των Άρθρων 7 και 13, και ότι δεν είναι αναγκαίο τα αδικήματα να συμπίπτουν στο δίκαιο των δύο χωρών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε εκτενώς και ανέλυσε τα ακόλουθα θέματα: Τον σκοπό για τον οποίο εγείρονται αιτήματα για Habeas Corpus. Την αυξημένη ισχύ που έχει η Συνθήκη έναντι άλλης ημεδαπής νομοθεσίας δυνάμει του Άρθρου 169 του Συντάγματος υπερισχύοντας έτσι των επί μέρους διατάξεων του Νόμου Αρ. 97/70. Τον σκοπό που η Συνθήκη αφορά, που δεν είναι μόνο οι διαδικασίες έκδοσης προσώπων αλλά και η ενίσχυση των δεσμών φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Κύπρου - ΕΣΣΔ, μέσα στο πνεύμα των διατάξεων της Τελικής Πράξης της Διάσκεψης για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια και Συνεργασία. Τις διατάξεις της Συνθήκης οι οποίες στοχεύουν στην έκδοση προσώπων τα οποία βρίσκονται στο έδαφος ενός των συμβαλλομένων μερών, αλλά ζητούνται από έτερο συμβαλλόμενο μέρος με σκοπό την ποινική δίωξη, ή, την εκτέλεση ποινής με ειδική αναφορά στο Άρθρο 42, του οποίου το εδάφιο (2) καθορίζει με τι θα πρέπει να συνοδεύεται η αίτηση για έκδοση με σκοπό την ποινική δίωξη, στο δε εδάφιο (3) αυτού αναφέρεται ότι το αιτούμενο συμβαλλόμενο μέρος «............ δεν έχει υποχρέωση να επισυνάψει στην αίτησή του τη μαρτυρία για την ενοχή του προσώπου του οποίου επιζητείται η έκδοση.».

Αποφασίστηκε ότι:

1.       Στο πλαίσιο του πνεύματος της Συνθήκης και του επιδιωκόμενου σκοπού της, η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν αλλοιώνει ποσώς τα ουσιαστικά στοιχεία που ζητούνται για σκοπούς έκδοσης κάτω από το Άρθρο 42, ούτε και ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι ο αιτητής είτε παραπλανήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο, είτε επηρεάστηκαν ουσιώδη δικαιώματά του.

2. Είναι νομικά και πρακτικά ορθό να υπάρχουν και τα προνοούμενα από το Άρθρο 42 έγγραφα μεταφρασμένα στη γλώσσα του συμβαλλόμενου μέρους που θα προβεί στην εξέταση του αιτήματος έκδοσης. Στην κρινόμενη περίπτωση το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν υπερέβη την εξουσία του αποδεχόμενο ότι η δεύτερη δέσμη εγγράφων στην Ελληνική γλώσσα που αποστάληκε εκ των υστέρων προς αντικατάσταση του πρώτου κειμένου, δεν ήταν ανάγκη να συνοδεύεται ταυτόχρονα εκ νέου και από το πρωτότυπο Ρωσικό κείμενο. Η αυθεντικότητα των εγγράφων επιβεβαιώνετο από την ύπαρξη επίσημων σφραγίδων τόσο στα Ρωσικά έγγραφα όσο και στις μεταφράσεις που έγιναν από το μεταφραστικό τμήμα του Λευκορωσικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και δεν υπήρξε ούτε επ' αυτού ένσταση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης.

3. Η επίδοση των εγγράφων στο συνήγορο του αιτητή ο οποίος ως φαίνεται ενεργούσε ήδη εκ μέρους του συνιστούσε επίδοση κατά το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως προνοεί το Άρθρο 7 της Συνθήκης. Ο δε αιτητής όχι μόνο δεν πρόβαλε οποιαδήποτε ένσταση, αλλά αντίθετα στη δική του μαρτυρία ανέφερε ότι είχε διαβάσει πολύ προσεκτικά τα έγγραφα και ήταν σε θέση να εξηγήσει τη δική του άποψη ότι δηλαδή καμία σχέση δεν είχε ο ίδιος με τα όσα του καταλογίζονταν.

4. Σύμφωνα με το Άρθρο 37(2) της Συνθήκης, έκδοση χωρεί σε σχέση με πράξεις οι οποίες αποτελούν δυνάμει του δικαίου των δύο συμβαλλομένων μερών αδικήματα τιμωρούμενα με τουλάχιστον ποινή φυλάκισης ενός έτους. Δεν είναι αναγκαίο δε να υπάρχει ταύτιση των ποινικών αδικημάτων στις δύο χώρες αλλά απλώς να υπάρχει το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας. Αυτό το στοιχείο εμπεριέχεται στο Νόμο αρ. 97/70 και ανάλογη είναι η διατύπωση και στο Άρθρο 37(2) της Συνθήκης. Γνώμονα προσδιοριστικό των αδικημάτων αποτελεί η υπουργική εξουσιοδότηση, εδώ το Τεκμ. 6, σε συνάρτηση με τα αναφερόμενα και καθοριζόμενα δυνάμει του Άρθρου 42 (1)(2) της Συνθήκης ως προς το νόμο του παραγγέλλοντος κράτους.

5. Αντίστοιχα αδικήματα όπως τα διαπραχθέντα προκύπτουν και στην Κυπριακή έννομη τάξη. Όπως υποδεικνύει και η υπουργική εξουσιοδότηση προς έκδοση, τέτοια δραστηριότητα παραβιάζει σειρά άρθρων τόσο του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όσο και διαφόρων άρθρων του περί Ρυθμίσεως των Τραπεζικών Εργασιών Νόμου αρ. 66(Ι)/97 και άλλων, όπως εξειδικεύονται στην υπό κρίση απόφαση, περιλαμβανομένων και αδικημάτων συνομωσίας και αδικημάτων συγκάλυψης με βάση το σχετικό Νόμο αρ. 61(Ι)/96.

6. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη μόνο παραδεκτή μαρτυρία κατά το δίκαιο της απόδειξης του κράτους που καλείται να προβεί στην έκδοση. Σκοπός είναι να κριθεί η επάρκεια της μαρτυρίας κάτω από το Άρθρο 94 του Κεφ. 155. Όμως, στα πλαίσια της Συνθήκης, το αιτούμενο την έκδοση συμβαλλόμενο μέρος (Άρθρο 42(3)), δεν έχει υποχρέωση να επισυνάψει στην αίτησή του τη μαρτυρία για την ενοχή του προσώπου, η έκδοση του οποίου είναι υπό εξέταση. Επομένως, η θεώρηση της μαρτυρίας γίνεται και με αυτό το γνώμονα και εδώ ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του με βάση τα έγγραφα που αποστάληκαν, καταλήγοντας στο συμπέρασμα υπό το φως και της δοθείσας προς το αντίθετο μαρτυρίας του ίδιου του αιτητή, ότι το αίτημα προς έκδοση ήταν γνήσιο και είχε ικανοποιηθεί στον απαιτούμενο βαθμό η ένδειξη της ύπαρξης αδικημάτων από τον αιτητή και η συμμετοχή του σε αυτά. Ορθά προς αυτήν την κατεύθυνση επίσης το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σε βάθος τη μαρτυρία, ούτε προέβηκε σε ευρήματα, αλλά απλώς τη σχολίασε εφόσον δεν είναι ο ρόλος του Δικαστηρίου που εξετάζει ζήτημα έκδοσης να αποφασίσει την ενοχή ή την αθωότητα του ατόμου.

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μελάς (Αρ. 3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199,

Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191,

Katcho (2004) 1 Α.Α.Δ.793,

In re Rashid (1985) 1 C.L.R. 393,

In re Mutke (1982) 1 C.L.R. 922,

In re Hayek (1983) 1 C.L.R. 266,

Hachem (1991) 1 Α.Α.Δ. 723,

Petrov (1996) 1 Α.Α.Δ. 535.

Αίτηση.

Θ. Θωμάς, για τον Αιτητή.

Ε. Κλεόπα, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

O Αιτητής είναι παρών.

(Χρέη μεταφράστριας από τα Ελληνικά στα Ρωσικά εκτελεί η κα Μαρίνα Κωνσταντίνου.)

Cur. adv. vult.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται ο έλεγχος της νομιμότητας κράτησης του αιτητή ως αποτέλεσμα του σχετικού διατάγματος που εξέδωσε προς έκδοση του στη Δημοκρατία της Λευκορωσίας, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας μετά από σχετική απόφαση του ημερ. 13.2.09. Στόχος βέβαια είναι η αποφυλάκιση του αιτητή και η μη έκδοση του στη Λευκορωσία.

Η ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου διαδικασία άρχισε στη βάση αιτήματος που διαβιβάστηκε από τις αρμόδιες αρχές της Λευκορωσίας για έκδοση του αιτητή δυνάμει των προνοιών του Αρθρου 42 του Κυρωτικού της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμου αρ. 172/86 (εφεξής «η Συνθήκη»). Ο αιτητής, ως συνέπεια του αιτήματος, συνελήφθη στις 9.10.08 με Δικαστικό ένταλμα, ο δε Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ως η υπεύθυνη αρχή για σκοπούς της Συνθήκης, υπέγραψε τη σχετική εξουσιοδότηση στις 18.11.08. Ακολούθησε η σχετική διαδικασία έκδοσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά την οποία κατέθεσαν διάφοροι μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και η Έλλη Μορφάκη, Λειτουργός στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Αυτή κατέθεσε ότι όταν λήφθηκαν μέσω της διπλωματικής οδού τα επίσημα έγγραφα για έκδοση του αιτητή, διαπίστωσε ότι η ποιότητα της Ελληνικής μετάφρασης των εγγράφων στη Ρωσική γλώσσα ήταν προβληματική και έτσι ζητήθηκε νέα μετάφραση από τις αρχές της Λευκορωσίας, η οποία και αποστάληκε χωρίς αυτή τη φορά την εκ νέου αποστολή των εγγράφων στη Ρωσική γλώσσα. Η μετάφραση των εγγράφων στα Ελληνικά έγινε από την αντίστοιχη του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Δημοκρατίας, αρχή στη Λευκορωσία, έφερε δε επίσημη σφραγίδα.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο αφού συνεξέτασε την όλη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, περιλαμβανομένης και αυτής του αιτητή, υπό το φως του νομικού καθεστώτος της Συνθήκης, αλλά και των διατάξεων του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου αρ. 97/70, και αφού ικανοποιήθηκε ως προς το ποινικά κολάσιμο των καταλογιζομένων στον αιτητή αδικημάτων τόσο στη Λευκορωσία, όσο και στην Κυπριακή Δημοκρατία, εξέδωσε το σχετικό διάταγμα, απορρίπτοντας στην πορεία τις διάφορες ενστάσεις που υπέβαλε ο συνήγορος του αιτητή. Το παρόν αίτημα για έκδοση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, υποβλήθηκε ακριβώς λόγω του ρητού προς τούτο δικαιώματος που αναφέρεται στο Αρθρο 10(1) του Νόμου αρ. 97/70, δικαίωμα που ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο εξήγησε στον αιτητή στο τέλος της απόφασής του.

Ο κ. Θωμά τόσο στην αίτηση, όσο και στην ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού αγόρευση του, βάσισε το αίτημα για απελευθέρωση του αιτητή σε τρεις ουσιαστικά άξονες. Ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε τις πρόνοιες του Αρθρου 7 της Συνθήκης, ως προς την επίδοση των εγγράφων που αποστάληκαν από τη Δημοκρατία της Λευκορωσίας, ότι παρερμηνεύθηκε το Αρθρο 13(1) της Συνθήκης σε σχέση με την αναγκαιότητα τα έγγραφα να συνοδεύονται από μετάφρασή τους στη γλώσσα του συμβαλλομένου κράτους, από το οποίο ζητείται η έκδοση και ότι  λανθασμένα  έγινε δεκτό ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο αιτητής αποτελούν ταυτόχρονα και αδικήματα κάτω από τον Κυπριακό  Νόμο. Αντίθετα, η κα Κλεόπα εισηγήθηκε ότι ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο ερμήνευσε τις σχετικές πρόνοιες της Συνθήκης, εφαρμογή δε έχουν τα προνοούμενα από το Αρθρο 42 της Συνθήκης, χωρίς να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Άρθρου 7 και 13.  Περαιτέρω, δεν υπάρχει αναγκαιότητα τα αδικήματα να συμπίπτουν στο δίκαιο των δύο χωρών.

Έχει επεξηγηθεί πλειστάκις μέσα από τη νομολογία ότι αιτήματα για Habeas Corpus έχουν σκοπό να ελέγξουν τη νομιμότητα της κράτησης από Δικαστική ή άλλη αρχή ή ακόμη και από ιδιώτη, παρέχοντας έτσι ένα αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης.  Το ζητούμενο είναι πάντοτε να ελεγχθεί η κατ' ισχυρισμόν παράνομη κράτηση ή φυλάκιση ή άλλως πως στέρηση της ελευθερίας ατόμου, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο, ενεργώντας ως Δικαστήριο που δύναται να εκδώσει ένταλμα Habeas Corpus, δεν επενεργεί ως Εφετείο. Έτσι δεν δύναται να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αποφάσισε την έκδοση, ούτε να ελέγξει την ορθότητα της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, αλλά περιορίζεται στην ουσία να εξετάσει εάν το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ενώπιον του ικανοποιητική μαρτυρία δικαιολογούσα την έκδοση και κατά πόσο η όλη υπόθεση εξετάστηκε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου. (Δέστε Μελάς (Αρ. 3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199, Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191 και Katcho (2004) 1 Α.Α.Δ. 793.). Πρόσθετα, από τη νομολογία προκύπτει ότι είναι δυνατό κατά την ενάσκηση της προνομιακής αυτής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να διαπιστωθεί από αντικειμενική θεώρηση η διαπίστωση της ύπαρξης επαρκούς μαρτυρίας για σκοπούς έκδοσης (δέστε In re Rashid (1985) 1 C.L.R. 393), ενώ έχει εισαχθεί ως αποδεκτό κριτήριο και το προνοούμενο από το Άρθρο 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, αναφορικά με το επίπεδο ή βαθμό απόδειξης, με συνακόλουθο την έκδοση διαταγής εφόσον η μαρτυρία δημιουργεί πιθανό τεκμήριο ενοχής (δέστε In re Mutke (1982) 1 C.L.R. 922 και In re Hayek (1983) 1 C.L.R. 266).

Κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης είναι ορθό να υπομνησθεί, όπως ευστόχως παρατήρησε και το Επαρχιακό Δικαστήριο, ότι η Συνθήκη έχει αυξημένη ισχύ έναντι άλλης ημεδαπής νομοθεσίας δυνάμει του Άρθρου 169 του Συντάγματος και υπερισχύει έτσι των επί μέρους διατάξεων του Νόμου αρ. 97/70. Προσεκτική ανάγνωση των προνοιών της Συνθήκης αποκαλύπτει ότι αυτή δεν αφορά μόνο τις διαδικασίες έκδοσης προσώπων, αλλά έχει συνομολογηθεί, ως αναφέρεται και στο προοίμιο, για την ενίσχυση των δεσμών φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Κύπρου-ΕΣΣΔ, μέσα στο πνεύμα των διατάξεων της Τελικής Πράξης της Διάσκεψης για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια και Συνεργασία. Επιδίωξη των συμβαλλομένων, όπως αναφέρεται, είναι η ρύθμιση, στη βάση της αμοιβαιότητας, της νομικής συνδρομής σε θέματα αστικού και ποινικού δικαίου. Παρεμβάλλεται ότι στην υπό κρίση απόφαση το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε με αναφορά σε σχετικές κατατεθείσες ρηματικές διακοινώσεις, ότι η Λευκορωσία είναι η χώρα εκείνη που δεσμεύθηκε να τηρεί τις αναλογούσες σ' αυτήν υποχρεώσεις  από τις διεθνείς συνθήκες που υπέγραψε η πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., περιλαμβανομένων και τα της Συνθήκης. Αυτό το εύρημα του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν αμφισβητείται με την υπό κρίση αίτηση.

Η Συνθήκη κατά τα άλλα, χωρίζεται σε οκτώ Κεφάλαια, το πρώτο των οποίων περιέχει γενικές διατάξεις και αποτελείται από τα Άρθρα 1 έως 14, το δε Κεφάλαιο VI αφορά «ειδικές διατάξεις για θέματα ποινικού δικαίου», μέρος του οποίου είναι και τα Άρθρα 37 έως 48, με διατάξεις στοχευμένες προς την έκδοση προσώπων τα οποία βρίσκονται στο έδαφος ενός των συμβαλλομένων μερών, αλλά ζητούνται από το έτερο συμβαλλόμενο μέρος  με σκοπό την ποινική δίωξη, ή, την εκτέλεση ποινής. Η καθαυτή πρόνοια για αίτηση έκδοσης, περιγράφεται στο Άρθρο 42, το οποίο αναφέρει ότι αυτή θα πρέπει να υποβάλλεται γραπτώς και να περιέχει τον προσδιορισμό της αιτούσας αρχής, το κείμενο του νόμου του συμβαλλομένου μέρους, δυνάμει του οποίου η πράξη καθορίζεται ως αδίκημα, το ονοματεπώνυμο και λοιπά προσωπικά στοιχεία του ζητούμενου προσώπου, καθώς και έκθεση για το ποσό της ειδικής ζημιάς, όπου υπάρχει, που προξενήθηκε ως αποτέλεσμα του αδικήματος. Με σαφή ρύθμιση στο εδάφιο (2) του Άρθρου 42, η αίτηση για έκδοση με σκοπό την ποινική δίωξη «... θα πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιημένο αντίγραφο του εντάλματος για σύλληψη μαζί με περιγραφή των πράξεων οι οποίες στοιχειοθετούν το αδίκημα.». Τέλος, και πάλι με σαφή πρόνοια στο εδάφιο (3), του ιδίου άρθρου, αναφέρεται ότι το αιτούμενο συμβαλλόμενο μέρος «... δεν έχει υποχρέωση να επισυνάψει στην αίτησή του τη μαρτυρία για την ενοχή του προσώπου του οποίου επιζητείται η έκδοση.».

Το πρώτο παράπονο του κ. Θωμά είναι ότι δεν ακολουθήθηκε με ακρίβεια η περιγραφόμενη στο Άρθρο 13 διαδικασία, το οποίο άρθρο με υπότιτλο «Γλώσσες», προνοεί ότι:

«οι παραγγελίες νομικής συνδρομής και τα επισυνημμένα σε αυτές έγγραφα πρέπει να είναι συντεταγμένα στη γλώσσα του παραγγέλλοντος μέρους και να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα του παραγγελλόμενου συμβαλλόμενου μέρους».

Το άρθρο αυτό σχετίζεται ευρύτερα με τις «παραγγελίες», όπως έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά η αντίστοιχη Αγγλική λέξη «requests», για ευρύτερη νομική συνδρομή που με βάση το Άρθρο 3 της Συνθήκης περιλαμβάνει και την έκδοση παραβατών. Από μια άποψη λοιπόν και τα περιεχόμενα στο Κεφάλαιο VI περί εκδόσεως καλύπτονται και αφορούν νομική συνδρομή του ενός συμβαλλομένου κράτους προς το άλλο κατά εισήγησή του. Στο ίδιο το Άρθρο 42, όμως, που ιδιαίτερα καθορίζει, όπως προαναφέρθηκε, τα προαπαιτούμενα της αίτησης έκδοσης, δεν αναφέρεται οτιδήποτε σε σχέση με την αναγκαιότητα να συνοδεύονται τα έγγραφα της αίτησης για έκδοση και από οποιαδήποτε σχετική μετάφραση στη γλώσσα του συμβαλλομένου μέρους που θα προβεί στην εξέταση του αιτήματος. Είναι όμως και νομικά και πρακτικά ορθό να υπάρχουν και τα προνοούμενα από το Άρθρο 42 έγγραφα μεταφρασμένα, διαφορετικά δεν θα είχε νόημα η πρόνοια του Αρθρου 13, ούτε και θα μπορούσε το συμβαλλόμενο μέρος το οποίο θα εξετάσει το αίτημα να προχωρήσει σε γλώσσα μη κατανοητή σε αυτό, εάν δεν υπάρχει η σχετική μετάφραση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν ακολουθήθηκε αυτή η πορεία ή ότι το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του με το να αποδεχθεί ότι η δεύτερη δέσμη εγγράφων στην Ελληνική γλώσσα που αποστάληκε εκ των υστέρων προς αντικατάσταση του πρώτου κειμένου, δεν ήταν ανάγκη να συνοδευόταν ταυτόχρονα εκ νέου και από το πρωτότυπο Ρωσικό κείμενο. Από νομικής πλευράς, οι πρόνοιες του Αρθρου 13 είχαν βέβαια ικανοποιηθεί από την πρώτη φορά, εφόσον τα έγγραφα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του Αρθρου 42, ήταν συντεταγμένα στη γλώσσα του παραγγέλλοντος συμβαλλόμενου μέρους και συνοδεύονταν από πιστοποιημένη από επίσημο μεταφραστή, μετάφραση στη γλώσσα του παραγγελλόμενου μέρους.  Πράγματι, η ανάγνωση της αρχικής μετάφρασης ήταν προβληματική εφόσον ήταν κακής ποιότητας μετάφραση. Ήταν κατά συνέπεια εντός της δυνατότητας του παραγγελλόμενου κράτους, της Κύπρου δηλαδή, να ζητήσει και να λάβει, μια ικανοποιητικής ποιότητας μετάφραση για να δυνηθεί η διαδικασία στην Κύπρο να διεξαχθεί χωρίς προβλήματα. Εύλογα ο κ. Θωμά εντόπισε το ζήτημα ότι οι μεταφράσεις έγιναν από τον ίδιο οργανισμό της Λευκορωσίας, αλλά διέφεραν μεταξύ τους κατά πολύ. Όμως αυτό δεν οδηγεί τη θέση του αιτητή οπουδήποτε. Η αντικατάσταση τους έγινε για να είναι κατανοητή η μετάφραση, προς τούτο δε επετεύχθη καλύτερη μετάφραση, ενώ δεν υπήρχε καμία αναγκαιότητα να σταλούν εκ νέου και τα πρωτότυπα έγγραφα στη Ρωσική γλώσσα. Στο πλαίσιο του πνεύματος της Συνθήκης και του επιδιωκόμενου σκοπού της, η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν αλλοιώνει ποσώς τα ουσιαστικά στοιχεία που ζητούνται για σκοπούς έκδοσης κάτω από το Άρθρο 42, ούτε και ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι εξ αυτής της νέας αποστολής, ο αιτητής είτε παραπλανήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο, είτε επηρεάστηκαν ουσιώδη δικαιώματά του.

Εντός των ορίων του επίσης το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε τη συναφή εισήγηση ότι η νέα δέσμη εγγράφων δεν αποτελούσε κατ' αντιστοιχία τη μετάφραση του Ρωσικού κειμένου. Όπως υποδείχθηκε από το Δικαστήριο, έγινε από την Ε. Μορφάκη ενδελεχής έλεγχος των στοιχείων αναφοράς των εγγράφων με αντιπαραβολή αριθμών, αναφορών, ημερομηνιών και άλλων ενδεικτικών στοιχείων των δύο δεσμίδων όπως άλλες ημερομηνίες και ονόματα τα οποία ευλόγως ταυτοποιούνταν. Αναδρομή στο φάκελο της διαδικασίας και τα σχετικά τεκμήρια αποκαλύπτει πράγματι την ευκολία της σύγκρισης των εγγράφων στις δύο γλώσσες, έστω και αν η Ε. Μορφάκη δεν γνώριζε Ρωσικά. Δεν ήταν άλλωστε αυτό το ζητούμενο, αλλά η από τον ίδιο τον αιτητή κατανόηση των εγγράφων έκδοσης και δεν υπήρξε επί του προκειμένου από πλευράς του οποιαδήποτε εισήγηση ή ένσταση για αμφιταλάντευση, μη αντίληψη ή άλλης μορφής παρανόηση του περιεχομένου τους. Προς επίρρωση της αυθεντικότητας των εγγράφων υπήρχαν επίσημες σφραγίδες και στα Ρωσικά έγγραφα και στις μεταφράσεις που έγιναν από το μεταφραστικό τμήμα του Λευκορωσικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και δεν υπήρξε ούτε επ' αυτού ένσταση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης.

Όσον αφορά την άλλη εισήγηση ότι δεν έγινε επίδοση των εγγράφων κατά το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως προνοεί το Άρθρο 7 της Συνθήκης, θεωρείται ότι ναι μεν τα έγγραφα δεν έχουν επιδοθεί στον ίδιο τον αιτητή, αλλά όπως παρατηρεί το Επαρχιακό Δικαστήριο στην απόφαση του τα έγγραφα παραδόθηκαν στον συνήγορο του ο οποίος ως φαίνεται ενεργούσε ήδη εκ μέρους του, αποδέχθηκε τη χορήγηση των εγγράφων και αναμφιβόλως κάτω από το ακολουθητέο σύστημα δικαίου στην Κύπρο, ένας δικηγόρος είναι αντιπρόσωπος του πελάτη του εφόσον παρουσιάζεται ως τέτοιος. Άλλωστε, η ουσία της προνοούμενης επίδοσης των εγγράφων στο Άρθρο 7 της Συνθήκης σχετίζεται με την αναγκαιότητα να περιέλθουν αυτά στη γνώση, κατανόηση και αντίληψη του προς έκδοση πρόσωπου ώστε να μπορεί να αντιταχθεί στους λόγους που η παραγγέλλουσα χώρα επιθυμεί την έκδοσή του. Όπως έχει διαπιστώσει το Επαρχιακό Δικαστήριο όλα τα σχετικά έγγραφα στη Ρωσική γλώσσα περιήλθαν στη γνώση του ίδιου του αιτητή, ο οποίος όχι μόνο δεν πρόβαλε οποιαδήποτε ένσταση, αλλά αντίθετα στη δική του μαρτυρία ανέφερε ότι είχε διαβάσει πολύ προσεκτικά τα έγγραφα και ήταν σε θέση να εξηγήσει τη δική του άποψη ότι δηλαδή καμία σχέση δεν είχε ο ίδιος με τα όσα του καταλογίζονταν. Προς τούτο ήταν σε θέση να αναφέρει στο Δικαστήριο ότι δεν είχε καμία επαφή με τις συγκεκριμένες Ρωσικές εταιρείες που κατανομάζονταν στα έγγραφα, για να προσθέσει ότι γνώριζε τα πρόσωπα με τα οποία ο ίδιος φερόταν να είχε παράνομη συνεργασία και τα οποία είχαν πράγματι επιχειρήσεις και γραφεία στο ίδιο κτίριο όπου στεγαζόταν και το δικό του γραφείο, αλλά δεν είχε καμία άλλη επαγγελματική ή φιλική σχέση μαζί τους. Δεν είναι λοιπόν ότι το Άρθρο 7 δεν τυγχάνει εφαρμογής, διότι αναμφίβολα και τα προνοούμενα στο Άρθρο 42 έγγραφα έκδοσης πρέπει να επιδοθούν, αλλά ότι υπό τις περιστάσεις, αυτό δεν παραβιάστηκε.

Παραμένει το ζήτημα της εξέτασης των όσων καταλογίζονται στον αιτητή για να ελεγχθεί αν πράγματι τα φερόμενα ως διαπραχθέντα στη Λευκορωσία αδικήματα, τιμωρούνται ποινικώς και στην Κύπρο. Όπως έχει προαναφερθεί σύμφωνα με το Άρθρο 37(2) της Συνθήκης, έκδοση χωρεί σε σχέση με πράξεις οι οποίες αποτελούν δυνάμει του δικαίου των δύο συμβαλλομένων μερών αδικήματα τιμωρούμενα με τουλάχιστον ποινή φυλάκισης ενός έτους. Έχει καταστεί σαφές σε σειρά αποφάσεων ότι δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει ταύτιση των ποινικών αδικημάτων στις δύο χώρες, αλλά απλώς να συνυπάρχει το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας, δηλαδή, να στοιχειοθετείται από την ίδια μαρτυρία η διάπραξη αδικημάτων τόσο στη χώρα που επιδιώκει την έκδοση, όσο και στη χώρα που θα προβεί στην έκδοση. Αυτό το στοιχείο εμπεριέχεται στο Νόμο αρ. 97/70 και ανάλογη είναι η διατύπωση και στο προαναφερθέν Άρθρο 37(2) της Συνθήκης. Σχετική είναι η υπόθεση Hachem (1991) 1 Α.Α.Δ. 723, αλλά και ιδιαιτέρως σε σχέση με τα προνοούμενα από τη Συνθήκη, η υπόθεση Petrov (1996) 1 Α.Α.Δ. 535. Όπως εξηγείται στις αποφάσεις, γνώμονα προσδιοριστικό των αδικημάτων αποτελεί η υπουργική εξουσιοδότηση, εδώ το Τεκμ. 6, σε συνάρτηση με τα αναφερόμενα και καθοριζόμενα δυνάμει του Άρθρου 42(1)(2) της Συνθήκης ως προς το νόμο του παραγγέλλοντος κράτους.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα στις σελ. 14-20, αποφάσισε ότι οι καταλογιζόμενες στον αιτητή πράξεις αποτελούν ποινικά αδικήματα και στα δύο κράτη. Τα αδικήματα αυτά συνίστανται, εν συντομία, σε παραβάσεις του Ποινικού Κώδικα της Λευκορωσίας, ιδιαίτερα με βάση το Αρθρο 232 αυτού, το οποίο ποινικοποιεί οικονομική δραστηριότητα με σκοπό το κέρδος χωρίς κρατική καταχώρηση ή χωρίς ειδική άδεια, όπως αυτή που καταλογίζεται στον αιτητή, με την οποία αυτός φέρεται να συμμετείχε σε οργανωμένη ομάδα η οποία εξασφάλιζε παράνομα εισόδημα από τη μετατροπή εμβασμάτων Λευκορωσικών ρουβλιών σε εικονικές Ρωσικές εταιρείες και τη μετατροπή τους στη συνέχεια σε δολάρια Αμερικής στη βάση όμως υψηλότερης συναλλαγματικής ισοτιμίας από την καθορισθείσα από την Εθνική Τράπεζα της Λευκορωσίας. Καταλογίζεται στον αιτητή ότι με τη συμμετοχή του στην παράνομη αυτή δραστηριότητα, εξασφαλίστηκε από την οργανωμένη ομάδα ποσό πέραν των 50 δισ. εκατομ. ρουβλιών Λευκορωσίας. Δεν έχει δίκαιο ο κ. Θωμά στην εισήγηση του ότι δεν προκύπτουν αντίστοιχα αδικήματα στην Κυπριακή έννομη τάξη. Είναι σαφές όπως υποδεικνύει και η υπουργική εξουσιοδότηση προς έκδοση, ότι τέτοια δραστηριότητα παραβιάζει σειρά άρθρων τόσο του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όσο και διαφόρων άρθρων του περί Ρυθμίσεως των Τραπεζικών Εργασιών Νόμου αρ. 66(Ι)/97 και άλλων, όπως εξειδικεύονται στην υπό κρίση απόφαση σελ. 16-18, περιλαμβανομένων και αδικημάτων συνωμοσίας και αδικημάτων συγκάλυψης με βάση το σχετικό Νόμο αρ. 61(Ι)/96.

Όσον αφορά το επίπεδο και την ποιότητα της μαρτυρίας που χρειάζεται είναι σαφές ότι λαμβάνεται υπόψη μόνο παραδεκτή μαρτυρία κατά το δίκαιο της απόδειξης του κράτους που καλείται να προβεί στην έκδοση. Σκοπός είναι να κριθεί η επάρκεια της μαρτυρίας κάτω από το Αρθρο 94 του Κεφ. 155. Υπενθυμίζεται όμως ότι στα πλαίσια της Συνθήκης, το αιτούμενο την έκδοση συμβαλλόμενο μέρος (Άρθρο 42(3)), δεν έχει υποχρέωση να επισυνάψει στην αίτηση του τη μαρτυρία για την ενοχή του προσώπου, η έκδοση του οποίου είναι υπό εξέταση. Επομένως, η θεώρηση της μαρτυρίας γίνεται και με αυτό το γνώμονα και εδώ ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του με βάση τα έγγραφα που αποστάληκαν, καταλήγοντας στο συμπέρασμα υπό το φως και της δοθείσας προς το αντίθετο μαρτυρίας του ίδιου του αιτητή, ότι το αίτημα προς έκδοση ήταν γνήσιο και είχε ικανοποιηθεί στον απαιτούμενο βαθμό η ένδειξη της ύπαρξης αδικημάτων από τον αιτητή και η συμμετοχή του σε αυτά. Ορθά προς αυτήν την κατεύθυνση επίσης το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σε βάθος τη μαρτυρία, ούτε προέβηκε σε ευρήματα, αλλά απλώς τη σχολίασε εφόσον δεν είναι ο ρόλος του Δικαστηρίου που εξετάζει ζήτημα έκδοσης να αποφασίσει την ενοχή ή την αθωότητα του ατόμου. Εύλογα επίσης ανέφερε ότι δεν στοιχειοθετούνταν οι εκφρασθέντες φόβοι του αιτητή περί της ποιότητας της δικαιοσύνης στη χώρα του ή τις αστυνομικές αυθαιρεσίες εφόσον η οικογένεια του παραμένει ακόμη στη Λευκορωσία, ενώ δε διακρίνονταν αλλότριοι λόγοι στο αίτημα έκδοσης, εφόσον οι εκεί αρχές θα μπορούσαν να τον συλλάμβαναν κατά το χρόνο που είχαν κλείσει, κατ' ισχυρισμόν, και την επιχείρησή του.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα. Τα έξοδα της μεταφράστριας να καλυφθούν από τη Δημοκρατία.

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο