ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 279
20 Μαρτίου, 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 246/2008)
ΜΑΡΙΑ Π. ΛΟΪΖΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΕΡΥΝΕΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 247/2008)
ΠΑΝΙΚΚΟΣ ΑΔ. ΛΟΪΖΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΕΡΥΝΕΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 248/2008)
ΑΔΑΜΟΣ Π. ΛΟΪΖΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΕΡΥΝΕΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 246/2008, 247/2008, 248/2008)
Πτώχευση ― Διατάγματα παραλαβής ― Αιτήσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο για αναστολή διαταγμάτων παραλαβής, εκκρεμουσών εφέσεων εναντίον των διαταγμάτων αυτών ― Κατά πόσο παρείχετο η δυνατότητα στους εφεσείοντες να αποταθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο προς εξασφάλιση των επιδιωκομένων διαταγμάτων ― Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα.
Πτώχευση ― Πτωχευτική διαδικασία ― Συνιστά μια sui generis διαδικασία οιωνεί ποινικού χαρακτήρα, με γνώμονα πρώτιστα την προστασία της περιουσίας του χρεώστη προς όφελος των πιστωτών του ― Κατά πόσο στους Πτωχευτικούς Κανονισμούς υπάρχει πρόνοια παραπομπής σε αναστολή της διαδικασίας.
Η εφεσίβλητη εξασφάλισε, μετά από ακρόαση, χωριστά διατάγματα παραλαβής για ένα έκαστο των εφεσειόντων, οι οποίοι όφειλαν προς αυτή, δυνάμει δικαστικής αποφάσεως το συνολικό ποσό των €51.301 πλέον τόκους και έξοδα. Οι εφεσείοντες υπέβαλαν αιτήσεις στο Επαρχιακό Δικαστήριο με ημερ. 4.7.08, για αναστολή του διατάγματος παραλαβής σε κάθε μια από τις αιτήσεις πτώχευσης ενόψει των εφέσεων που ασκήθηκαν. Οι αιτήσεις απορρίφθηκαν με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων. Οι αιτήσεις βασίζονταν στη Δ.35, θ.θ. 18 και 19, στη Δ.40, θ. 7(β), στη Δ.48, θ.θ. 1, 2 και 8, στο Άρθρο 32 του Νόμου 14/60, στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6, στα Άρθρα 8 και 92 του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5 και στον Καν. 188 των Πτωχευτικών Κανονισμών. Ο συνήγορος των εφεσειόντων ουσιαστικά βάσισε το δικαίωμα αναστολής στη Δ.35, θ. 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με τον Καν. 188 των Πτωχευτικών Κανονισμών, συμφωνώντας ότι δεν υπάρχει άλλη πρόνοια που να διέπει το ζητούμενο. Ακολούθως οι εφεσείοντες καταχώρησαν τις παρούσες αιτήσεις για να εξασφαλίσουν από το Ανώτατο Δικαστήριο την αναστολή των διαταγμάτων παραλαβής.
Το Εφετείο ήγειρε αυτεπάγγελτα το ερώτημα κατά πόσο παρέχεται πράγματι η δυνατότητα στους εφεσείοντες να αποταθούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς εξασφάλιση των επιδιωκομένων διαταγμάτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα άρθρα ή οι θεσμοί στους οποίους εδράζονται οι αιτήσεις δεν παρέχουν δικαίωμα να διαταχθεί ενδιαμέσως αναστολή των διαταγμάτων παραλαβής από το Ανώτατο Δικαστήριο, είτε πρωτογενώς, είτε στα πλαίσια των εφέσεων. Ο Καν. 188 του Μέρους V των Πτωχευτικών Κανονισμών, προνοεί ότι οποτεδήποτε δεν υπάρχει πρόνοια στους Κανονισμούς αυτούς, σε σχέση με οποιοδήποτε ζήτημα εγείρεται σε πτωχευτική διαδικασία, θα εφαρμόζονται «......... in so far as they are not repugnant to these rules ..», οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.
2. Το Άρθρο 92 του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5 το οποίο προνοεί στο εδάφιο (2) αυτού για έφεση επί οποιασδήποτε απόφασης ή διατάγματος Δικαστηρίου που εκδόθηκε κάτω από το Νόμο «....... άλλο από απλό τυπικό ζήτημα ή οικονομικό ή που αφορά έξοδα ......», επίσης δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα διαδικασία, εφόσον δεν συναρτά το ζήτημα με οποιαδήποτε άλλη εξειδικευμένη πρόνοια. Δεν υπάρχει επακριβώς αντιστοιχία με το Άρθρο 108 του Bankruptcy Act 1914, από όπου και προέρχεται το Κεφ. 5.
3. Η Δ.35, θ. 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, επίσης, δεν έχει εφαρμογή εφόσον περιορίζεται σε αιτήσεις που μπορούν να γίνουν κάτω από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και όχι στη βάση άλλων εξειδικευμένων Θεσμών, όπως τους περί Πτωχεύσεως Κανονισμούς, ενώ ο Καν. 188 έχει εφαρμογή μόνο όπου δεν έρχεται σε αντίθεση με τους πτωχευτικούς Κανονισμούς. Και εφόσον δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια σ' αυτούς για εισαγωγή πρωτογενώς αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο για ενδιάμεση αναστολή της διαδικασίας του διατάγματος παραλαβής, έπεται ότι δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η συγκεκριμένη πρόνοια των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
4. Αλλά και επί της ουσίας δεν θα μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα λόγω του ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο προωθήθηκαν οι αιτήσεις συναρτά το χρέος με την εξασφάλιση συγκεκριμένου ακινήτου το οποίο υποθηκεύθηκε και κατ' ισχυρισμόν οι πιστωτές δεν διατρέχουν κίνδυνο. Ο λόγος αυτός όμως αποδείχθηκε ως μη ανταποκρινόμενος στην πραγματικότητα.
5. Δεν μπορεί τώρα να εγείρεται ζήτημα κάλυψης του χρέους από υποθήκη, εφόσον στο πρωτόδικο Δικαστήριο και κατά τη διαδικασία της Αίτησης Πτώχευσης, δεν έγινε οποιαδήποτε ουσιαστική αναφορά σε τέτοιο θέμα.
6. Οι δυνατότητες που παρέχονται για ακύρωση διατάγματος παραλαβής είναι περιορισμένες και συγκεκριμένα, με βάση το Άρθρο 31 του Κεφ. 5, αυτές εξαντλούνται στο ότι ο πτωχεύσας δεν θα έπρεπε να είχε κηρυχθεί σε πτώχευση σε πρώτο στάδιο ή διαζευκτικά θα πρέπει να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι τα χρέη του πτωχεύσαντα έχουν πληρωθεί στο ακέραιο.
Οι αιτήσεις απορρίφθηκαν με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των αιτητών. Οι αιτητές διατάχθηκαν να καταβάλουν και τα έξοδα του Επίσημου Παραλήπτη για την παρούσα διαδικασία.
Αιτήσεις.
Αιτήσεις από τους εφεσείοντες ημερ. 8.10.2008 για αναστολή αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Αιτ. Πτώχευσης Αρ. 30/08, 34/08, 36/08) με τις οποίες εκδόθηκαν διατάγματα παραλαβής κατά της περιουσίας των εφεσειόντων, εκκρεμουσών εφέσεων εναντίον των αποφάσεων αυτών.
Γ. Πιττάτζης, για τους Αιτητές-Εφεσείοντες.
Ν. Νικολάου, για την Καθ' ης η αίτηση-Εφεσίβλητη.
Κ. Εμμανουήλ, για τον Επίσημο Παραλήπτη.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Καταχωρήθηκαν ενώπιον του Εφετείου σε μονομερή βάση οι πιο πάνω αιτήσεις, οι οποίες και συνεκδικάστηκαν, επιδιώκοντας την αναστολή των πρωτόδικων αποφάσεων στις Αιτήσεις Πτώχευσης αρ. 30/08, 34/08 και 36/08 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου με τις οποίες εκδόθηκαν διατάγματα παραλαβής κατά της περιουσίας των εφεσειόντων, μέχρι να εκδικαστούν οι ασκηθείσες εναντίον αυτών εφέσεις.
Συνοπτικά τα γεγονότα δείχνουν ότι η Σ.Π.Ε. Δερύνειας εξασφάλισε στις 6.2.08 δικαστική απόφαση εναντίον των εφεσειόντων στην υπ' αρ. αγωγή 951/07 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου για το συνολικό ποσό των €51.301 πλέον τόκους και έξοδα. Η απόφαση εκδόθηκε ερήμην στη βάση σύμβασης πίστωσης που συνήψαν οι εφεσείοντες είτε ως πρωτοφειλέτες, είτε ως εγγυητές. Ακολούθησε από τη Σ.Π.Ε. Δερύνειας η έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης και μετέπειτα η έκδοση χωριστών, βεβαίως, αιτήσεων πτώχευσης στις οποίες και εκδόθηκαν μετά από ακρόαση χωριστά διατάγματα παραλαβής για ένα έκαστο των εφεσειόντων. Στη συνέχεια υποβλήθηκαν από τους εφεσείοντες αιτήσεις με ημερ. 4.7.08, για αναστολή του διατάγματος παραλαβής σε κάθε μια από τις αιτήσεις πτώχευσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, ενόψει των εφέσεων που ασκήθηκαν, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν με έξοδα εναντίον των αιτητών και νυν εφεσειόντων. Συνακόλουθα οι εφεσείοντες καταχώρησαν τις παρούσες αιτήσεις για να εξασφαλίσουν, μετά την αποτυχία τους να το επιτύχουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, την αναστολή των διαταγμάτων παραλαβής από το Ανώτατο Δικαστήριο. Δόθηκαν βεβαίως οδηγίες για την επίδοση των αιτήσεων τόσο στους πιστωτές, όσο και στον Επίσημο Παραλήπτη, με αποτέλεσμα να καταχωρηθούν ενστάσεις από τη Σ.Π.Ε. Δερύνειας, καθώς και σχετική έκθεση από τον Επίσημο Παραλήπτη.
Κατά την εξέλιξη της συζήτησης ηγέρθηκε ερώτημα από το ίδιο το Εφετείο κατά πόσο παρέχεται πράγματι η δυνατότητα στους εφεσείοντες να αποταθούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς εξασφάλιση των επιδιωκομένων διαταγμάτων. Το ερώτημα προέκυψε στις 18.12.08, μετά από παρατήρηση ότι ο Καν. 188 των περί Πτωχευτικής Διαδικασίας Κανονισμών, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες θεσμικές πρόνοιες στις οποίες βασίζονται οι εφεσείοντες, δεν φαίνεται να παρέχει πρωτογενώς τέτοια δυνατότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αναβλήθηκε η υπόθεση, αλλά οι συνήγοροι κατά την επόμενη εμφάνιση, δεν μπόρεσαν να αναφέρουν οτιδήποτε το εξειδικευμένο που να επιλύει το ζήτημα.
Οι αιτήσεις βασίζονται στη Δ.35, θ.θ. 18 και 19, στη Δ.40, θ. 7(β), στη Δ.48, θ.θ. 1, 2 και 8, στο Αρθρο 32 του Νόμου 14/60, στο Αρθρο 9 του Κεφ. 6, στα Αρθρα 8 και 92 του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5 και στον Καν. 188 των Πτωχευτικών Κανονισμών. Ο συνήγορος των εφεσειόντων ουσιαστικά βάσισε το δικαίωμα αναστολής στη Δ.35, θ.19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με τον Καν. 188 των Πτωχευτικών Κανονισμών, συμφωνώντας ότι δεν υπάρχει άλλη πρόνοια που να διέπει το ζητούμενο.
Έχοντας εξετάσει το ζήτημα κρίνεται ότι κανένα από τα άρθρα ή τους θεσμούς στους οποίους οι αιτήσεις εδράζονται δεν παρέχουν το δικαίωμα να διαταχθεί ενδιαμέσως αναστολή των διαταγμάτων παραλαβής από το Ανώτατο Δικαστήριο, είτε πρωτογενώς, είτε στα πλαίσια των εφέσεων που έχουν ασκηθεί. Ο Καν. 188 απαντάται στο Μέρος V των Πτωχευτικών Κανονισμών και προνοεί ότι οποτεδήποτε δεν υπάρχει πρόνοια στους Κανονισμούς αυτούς, σε σχέση με οποιοδήποτε ζήτημα εγείρεται σε πτωχευτική διαδικασία, θα εφαρμόζονται «.. in so far as they are not repugnant to these rules .....», οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας. Όντως, δεν υπάρχει κανονισμός στους Πτωχευτικούς Κανονισμούς που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα. Η μοναδική πρόνοια που παραπέμπει σε αναστολή διαδικασίας είναι αυτή του Καν. 71, η οποία όμως δεν έχει εφαρμογή εδώ με δεδομένο ότι αναφέρεται σε αιτήσεις που μπορούν να γίνουν στο Δικαστήριο, το οποίο ορίζεται στον Καν. 3, ως το Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία κάτω από το Κεφ. 5, δηλαδή το αντίστοιχο Επαρχιακό Δικαστήριο για αναστολή διαδικασίας προς ακύρωση του διατάγματος παραλαβής. Παρουσιάζεται λοιπόν ότι αποκλείεται οποιαδήποτε αίτηση προς αναστολή του ιδίου του Διατάγματος Παραλαβής, είτε στο Επαρχιακό Δικαστήριο είτε στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Το Άρθρο 92 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 στο οποίο βασίζονται οι αιτήσεις και το οποίο προνοεί στο εδάφιο (2) αυτού για έφεση επί οποιασδήποτε απόφασης ή διατάγματος Δικαστηρίου που εκδόθηκε κάτω από το Νόμο «... άλλο από απλό τυπικό ζήτημα ή οικονομικό ή που αφορά έξοδα ..», επίσης δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα διαδικασία, εφόσον δεν συναρτά το ζήτημα με οποιαδήποτε άλλη εξειδικευμένη πρόνοια. Δεν υπάρχει επακριβώς αντιστοιχία με το Άρθρο 108 του Bankruptcy Act 1914, από όπου και προέρχεται το Κεφ. 5.
Παραμένει η Δ.35, θ. 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία προνοεί ως εξής:
«19. Wherever under these rules an application may be made either to the Court below or to the Court of Appeal, or to a Judge of either Court, it shall be made in the first instance to the Court or Judge below.»
Η πιο πάνω πρόνοια, όμως, επίσης δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση εφόσον περιορίζεται από το σαφές λεκτικό της σε αιτήσεις που μπορούν να γίνουν κάτω από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και όχι στη βάση άλλων εξειδικευμένων Θεσμών, όπως τους περί Πτωχεύσεως Κανονισμούς, ενώ όπως ήδη προαναφέρθηκε, ο Καν. 188 έχει εφαρμογή μόνο όπου δεν έρχεται σε αντίθεση με τους πτωχευτικούς Κανονισμούς. Και εφόσον δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια σ' αυτούς για εισαγωγή πρωτογενώς αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο για ενδιάμεση αναστολή της διαδικασίας του διατάγματος παραλαβής, έπεται ότι δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η συγκεκριμένη πρόνοια των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η πρόνοια αυτή είναι αντίστοιχη με το Ο.58, r.13(4), η οποία ερμηνεύεται στο Annual Practice του 1958 σελ. 1698-1701, (αργότερα αναριθμήθηκε σε O.59, r. 11(4)), ως δίδουσα το δικαίωμα παράλληλης δικαιοδοσίας (και όχι υπό μορφή εφέσεως), για το διάδικο να αποταθεί πρώτα στο πρωτόδικο Δικαστήριο και αν απορριφθεί, στο Εφετείο. Όμως όπως εξηγείται στη σελ. 1701, κάτω από τον υπότιτλο «Appeal from refusal to grant leave to appeal» αυτό αφορά διαδικασίες άλλες από αιτήσεις όπως τις παρούσες, όπως αίτηση για επέκταση χρόνου για καταχώρηση έφεσης, όπως διαλαμβάνεται στο r. 13(1). Το ίδιο απαντάται και στο σύγγραμμα Williams and Hunter on Bankruptcy 19η έκδ. σελ. 460-461, όπου αναφέρεται η πρόνοια αυτή, χωρίς περαιτέρω σχολιασμό, αλλά πάντοτε μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος άσκησης αυτής καθαυτής της έφεσης εναντίον του διατάγματος παραλαβής ή άλλου σχετικού διατάγματος που εκδόθηκε από κατώτερο Δικαστήριο.
Όλα τα πιο πάνω εναρμονίζονται με την όλη πτωχευτική διαδικασία, η οποία έχει ορθά χαρακτηριστεί κατ' επανάληψη ως μια suis generis διαδικασία και μάλιστα οιωνεί ποινικού χαρακτήρα (δέστε Williams and Hunter on Bankruptcy - πιο πάνω - σελ. 1), με γνώμονα πρώτιστα την προστασία της περιουσίας του χρεώστη προς όφελος βεβαίως των πιστωτών του. Η προστασία αυτή επιτυγχάνεται με το διορισμό του Επίσημου Παραλήπτη ως διαχειριστή της περιουσίας του πτωχεύσαντα, ο οποίος και είναι σε θέση να ανακαλύψει περιουσιακά στοιχεία όταν αναλαμβάνει το καθήκον του μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής. (Williams and Hunter on Bankruptcy - πιο πάνω - σελ. 70). Στα πλαίσια αυτά είναι που αναμένεται η όλη πτωχευτική διαδικασία να προχωρεί με γρήγορους ρυθμούς, γι' αυτό και δεν υπάρχουν πρόνοιες για αναστολή διαδικασίας, τη στιγμή που καταχωρείται έφεση εναντίον ενός διατάγματος παραλαβής. Αντίθετα, με αιτήσεις όπως τις υπό εξέταση, επιμηκύνεται η όλη διαδικασία. Άλλωστε, σε ένα ορθό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, δεν αναμένεται από τη στιγμή που έχει καταχωρηθεί έφεση να προχωρούν, είτε οι πιστωτές, είτε ο Επίσημος Παραλήπτης με την περαιτέρω διαδικασία, μέχρι την απόφαση επί της εφέσεως.
Αλλά και επί της ουσίας, κρίνεται ότι δεν θα μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να εκδοθούν ενδιαμέσως διατάγματα αναστολής λόγω του ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο προωθήθηκαν οι αιτήσεις συναρτά, όπως ρητά καταγράφεται στην παρ. 6 της ένορκης δήλωσης των αιτητών, το χρέος με την εξασφάλιση του από υποθήκη ακινήτου και κατ' ισχυρισμόν οι πιστωτές δεν διατρέχουν κίνδυνο. Ο λόγος αυτός όμως αποδείχθηκε, μετά από διάφορες αναβολές που δόθηκαν για να ελεγχθεί το ζήτημα, ως μη ανταποκρινόμενος στην πραγματικότητα. Από την έκθεση του Επίσημου Παραλήπτη ημερ. 25.11.08, που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου, έχει διαφανεί ότι μέχρι εκείνη την ημερομηνία δεν είχε καταχωρηθεί στο γραφείο του Επίσημου Παραλήπτη οποιαδήποτε επαλήθευση περιουσίας, αλλά ούτε και οι αιτητές είχαν υποβάλει τη νενομισμένη έκθεση καταστάσεως της περιουσίας τους. Στο μεσοδιάστημα και μέχρι την τελευταία εμφάνιση ενώπιον του Εφετείου στις 24.2.09, οι αιτητές εμφανίσθηκαν στον Επίσημο Παραλήπτη και προέβηκαν στα δέοντα. Όπως εν τέλει δήλωσε ο κ. Εμμανουήλ το ενυπόθηκο ακίνητο ανήκει στην περιουσία ενός μόνο εκ των αιτητών, δηλαδή, του Παναγή Αδάμου Λοΐζου, ο οποίος υποθήκευσε το συγκεκριμένο ακίνητο προς όφελος της Σ.Π.Ε. Δερύνειας για κάλυψη, όμως, άλλου χρέους ύψους £16.000 πλέον τόκους, το δε ακίνητο έχει επιβαρυνθεί στην πορεία και με διάφορα Memo προς όφελος άλλων πιστωτών. Για το χρέος αυτό εκδόθηκε απόφαση στην υπ' αρ. 893/05 αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου στις 29.6.06, σύμφωνα δε με το συνήγορο των πιστωτών από έρευνα που είχε κάμει με τη Σ.Π.Ε. Δερύνειας, το υπόλοιπο στις 14.1.09, ήταν περίπου €109.000. Πρόσθετα, ως δήλωσε ο εκπρόσωπος του Επίσημου Παραλήπτη, το σύνολο των χρεών με τη δήλωση που υπέβαλε ο ίδιος ο Πανίκκος Αδάμου Λοΐζου είναι €51.000 ως ανασφάλιστος πιστωτής, εγγυητή. Συνάγεται, ότι ακόμη και με την εκτίμηση που ο συνήγορος των αιτητών ανέφερε ότι έχει για €100.000, οι πιστωτές δεν καλύπτονται ενόψει του ότι και η υποθήκη αφορά κατ' εξοχήν άλλο χρέος και η αξία της παρουσιάζεται να είναι λιγότερη της συνολικής οφειλής. Αυτό, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι ο όρος στο έγγραφο της υποθήκης ότι αυτή καλύπτει και άλλα χρέη, θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί νομικά ικανός να διασώσει την όλη κατάσταση.
Να σημειωθεί περαιτέρω ότι ορθά εγείρεται στις ενστάσεις και έτσι ανέφερε και ο συνήγορος των πιστωτών κατά την ακρόαση, ότι δεν μπορεί τώρα να εγείρεται ζήτημα κάλυψης του χρέους από υποθήκη, εφόσον στο πρωτόδικο Δικαστήριο και κατά τη διαδικασία της Αίτησης Πτώχευσης, δεν έγινε παρά μια σκιώδης αναφορά σε υποθήκη, χωρίς οποιεσδήποτε λεπτομέρειες και αυτή στις καταληκτικές παραγράφους των ενόρκων δηλώσεων των αιτητών. Αλλά και στις παρούσες αιτήσεις κατά παρόμοιο τρόπο και πάλι οι αιτητές αρκέστηκαν σε μια γενικόλογη αναφορά σε εξασφάλιση του χρέους με υποθήκη, χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω, γι' αυτό και κατέστη αναγκαία η περαιτέρω διευκρίνιση και η εξασφάλιση στοιχείων κατά τη διαδικασία της έφεσης.
Τέλος, να σημειωθεί ότι είναι περιορισμένες οι δυνατότητες που παρέχονται για ακύρωση διατάγματος παραλαβής και συγκεκριμένα, με βάση το Άρθρο 31 του Κεφ. 5, αυτές εξαντλούνται στο ότι ο πτωχεύσας δεν θα έπρεπε να είχε κηρυχθεί σε πτώχευση σε πρώτο στάδιο ή διαζευκτικά θα πρέπει να αποδειχθεί, στην ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι τα χρέη του πτωχεύσαντα έχουν πληρωθεί στο ακέραιο. Ενόψει όμως της εκκρεμοδικίας των εφέσεων εναντίον της ορθότητας των εκδοθέντων διαταγμάτων παραλαβής, δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω.
Συνακόλουθα, οι αιτήσεις απορρίπτονται με συνολικό ποσό εξόδων €2.000 πλέον Φ.Π.Α. εναντίον των αιτητών και υπέρ των πιστωτών, ενώ ταυτόχρονα οι αιτητές θα καταβάλουν και τα έξοδα του Επίσημου Παραλήπτη για την παρούσα διαδικασία.
Οι αιτήσεις απορρίπτονται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των αιτητών. Οι αιτητές διατάσσονται να καταβάλουν και τα έξοδα του Επίσημου Παραλήπτη για την παρούσα διαδικασία.