ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 1135

19 Νοεμβρίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

1. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΚΑΨΟΥ,

2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΨΟΥ,

Εφεσείοντες,

ν.

ALPHA BANK LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 247/2007)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης στην αγωγή ― Συνιστά μια, εκ των απαραίτητων προϋποθέσεων, για επιτυχία της αίτησης ― Εσφαλμένη εκτίμηση πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το θέμα αποκάλυψης εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης ― Επέμβαση Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων λόγω παραλείψεως καταχωρήσεως υπερασπίσεως. Έντεκα μέρες μετά την έκδοση της απόφασης, οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση παραμερισμού, την οποία στήριξαν, μεταξύ άλλων, στους ισχυρισμούς ότι οι εφεσίβλητοι είχαν καθήκον να συμμορφωθούν με, υφιστάμενες κατά τον ουσιώδη χρόνο, οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας και να τερματίσουν τη λειτουργία επενδυτικών λογαριασμών όπως αυτό των εφεσειόντων. Επίσης, ότι οι εφεσίβλητοι δεν εφάρμοσαν και δεν τήρησαν τις προαναφερόμενες οδηγίες και κατά συνέπεια κάθε σύμβαση που αντιστρατεύεται την προαναφερόμενη «δημόσια πολιτική» είναι άκυρη σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου. Η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ήταν τέτοια σύμβαση.

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση παραμερισμού με το σκεπτικό ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι είχαν συζητήσιμη υπόθεση ή εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης, οι εφεσείοντες άσκησαν έφεση υποστηρίζοντας ότι αυτοί ήγειραν σημαντικά νομικά θέματα τα οποία μέχρι σήμερα δεν έχουν απαντηθεί με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η συνήγορος των εφεσιβλήτων, κατά την αγόρευσή της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκε και σε αποφάσεις πρωτόδικων δικαστηρίων στις οποίες εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, ζητήματα παράβασης εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας προς τις εμπορικές τράπεζες, ζητήματα ως προς τη νομική φύση των εγκυκλίων αυτών αλλά και τις νομικές συνέπειες παράβασης των εγκυκλίων σε συμβάσεις που επηρεάζονται από αυτές.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σε αιτήσεις παραμερισμού αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην, λόγω μη καταχωρήσεως υπερασπίσεως, θα πρέπει να σταθμίζονται δύο αντιμαχόμενοι παράγοντες, από τη μια η διαφύλαξη της τελεσιδικίας των αποφάσεων και από την άλλη η διαφύλαξη του δικαιώματος κάθε διαδίκου να παρουσιάσει την υπόθεσή του στο Δικαστήριο. Είναι με σκοπό την ανεύρεση της χρυσής τομής που η νομολογία καθιέρωσε πως για να παραμεριστεί μια απόφαση που εκδόθηκε ερήμην ο αιτητής θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να δείξει, με στοιχεία, στο δικαστήριο ότι έχει συζητήσιμη υπόθεση ή εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες έδωσαν επαρκή στοιχεία στο πρωτόδικο Δικαστήριο τα οποία έδειχναν ότι είχαν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση και συζητήσιμη υπόθεση. Κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αίτηση παραμερισμού της απόφασης.

3.  Οι πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε η συνήγορος των εφεσιβλήτων δεν είναι βέβαια δεσμευτικές αλλά ούτε και δίνουν απάντηση σε όλα τα θέματα που ήγειραν οι εφεσείοντες στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Μακρίδου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 581.

 

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7741/06), ημερομ. 25.9.07.

Μ. Ιακώβου, για τους Εφεσείοντες.

Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε αίτηση των εναγομένων-εφεσειόντων για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην εναντίον τους στις 12.3.07.  Η αίτηση παραμερισμού ήταν ημερ. 23.3.07. 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση η αγωγή επιδόθηκε στους εναγόμενους-εφεσείοντες στις 6.12.06, αυτοί καταχώρησαν σημείωμα εμφανίσεως στις 14.12.06, στη συνέχεια δε οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για απόφαση, λόγω παραλείψεως καταχωρήσεως υπερασπίσεως, στις 10.1.07.  Στις 9.2.07 το δικαστήριο επελήφθη της αιτήσεως για έκδοση απόφασης εναντίον των εφεσειόντων και την όρισε για απόδειξη στις 12.3.07, στην παρουσία του δικηγόρου που εμφανίστηκε για τους εφεσείοντες.  Στις 12.3.07 στην απουσία των εφεσειόντων και των δικηγόρων τους οι εφεσίβλητοι, με άδεια του δικαστηρίου, προχώρησαν στην απόδειξη της υπόθεσης τους και το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εις βάρος και των δύο εφεσειόντων σύμφωνα με την παράγραφο 5 της ενόρκου δηλώσεως που κατατέθηκε προς απόδειξη της υπόθεσης των εφεσιβλήτων.  

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε τη Δ.26,  θ.14 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία παρέχει εξουσία στα δικαστήρια να παραμερίζουν αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήμην, στις κατάλληλες περιπτώσεις και υπό όρους που τα δικαστήρια θεωρούν δίκαιους. 

Την αίτηση παραμερισμού των εφεσειόντων συνόδευαν δύο ένορκες δηλώσεις.  Μια ένορκη δήλωση του δεύτερου εφεσείοντα Κυριάκου Καψού και μια ένορκη δήλωση της δικηγόρου κας Λώρας Κούτρα. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην ένορκη δήλωση του δεύτερου εφεσείοντα απάντησε αρνητικά το ερώτημα του κατά πόσο οι εφεσείοντες πέτυχαν να προβάλουν καλή υπεράσπιση.  Το δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική κυπριακή και αγγλική νομολογία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να δείξουν  ότι έχουν συζητήσιμη υπόθεση ή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα 2, όπως φαίνονται στις παραγράφους 6-13 της ένορκης δήλωσης του, γενικούς, ασαφείς, αόριστους και ατεκμηρίωτους και ως εκ τούτου έκρινε πως δεν πρόβαλλαν γνήσια ή καλόπιστη υπεράσπιση ή εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε επίσης τη διαγωγή των εφεσειόντων και των δικηγόρων τους και έκρινε ότι αυτή δεν ήταν ασυγχώρητη ή περιφρονητική για τη δικαστική διαδικασία ή για τα δικαιώματα του αντιδίκου.  Παρατήρησε συναφώς ότι στην αγωγή των εφεσιβλήτων εγείρονταν πολύπλοκα νομικά θέματα και ότι η έκθεση απαίτησης κάλυπτε επτά δακτυλογραφημένες σελίδες.  Κατά συνέπεια ο φόρτος εργασίας, τον οποίο επικαλέστηκε ο δικηγόρος των εφεσειόντων για τη μη εμπρόθεσμη καταχώρηση υπεράσπισης, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αβάσιμος ή αστήριχτος.   Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο, παρατήρησε πως η αίτηση παραμερισμού καταχωρίστηκε μόνον έντεκα μέρες μετά την έκδοση της απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων, χρόνος που, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν θεωρείται υπερβολικός. 

Όμως το καίριο ζήτημα που καθόρισε και την απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ήταν το ότι με τους προαναφερόμενους γενικούς, ασαφείς, αόριστους και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς τους οι εφεσείοντες απέτυχαν να ικανοποιήσουν το δικαστήριο ότι είχαν συζητήσιμη υπόθεση ή εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση.  Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφέρθηκε στην κατ' ισχυρισμό παράβαση εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας από τους εφεσίβλητους και στην κατ' ισχυρισμό αμέλεια των εφεσιβλήτων σε σχέση με τη διαχείριση απ' αυτούς ενεχυριασθεισών μετοχών των εφεσειόντων. Διερωτήθηκε πώς η τυχόν παράβαση εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας από τους εφεσίβλητους, θα μπορούσε να δημιουργήσει υπεράσπιση για τους εναγόμενους-εφεσείοντες. 

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Οι εφεσείοντες, ορθά, παρατηρούν πως το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η συμπεριφορά των εφεσειόντων σε σχέση με τη μη εμπρόθεσμη καταχώρηση υπεράσπισης, δεν ήταν ασύγνωστη και ότι δόθηκαν εξηγήσεις για τη μη έγκαιρη  καταχώρηση υπεράσπισης.  Επομένως το μόνο θέμα που θα έπρεπε να εξετάσει το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν το κατά πόσον οι εφεσείοντες παρουσίασαν στοιχεία που έδειχναν ότι έχουν συζητήσιμη υπεράσπιση.  Όπως λέγουν οι εφεσείοντες, αυτοί έδειξαν λόγους ότι έχουν συζητήσιμη υπεράσπιση οι οποίοι φαίνονται στις παραγράφους 7 μέχρι τέλους της ενόρκου δηλώσεως του εφεσείοντα 2 που συνοδεύει την αίτηση παραμερισμού.  Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, με την προαναφερόμενη ένορκη δήλωσή τους αυτοί ήγειραν σημαντικά νομικά θέματα τα οποία μέχρι σήμερα δεν έχουν απαντηθεί με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Τα σημαντικά αυτά θέματα είναι τα  εξής, σχετικά με τον πρώτο λόγο εφέσεως:

(α)  Η οφειλή των εφεσειόντων προς τους εφεσίβλητους δημιουργήθηκε λόγω συμμετοχής των εφεσειόντων σε επενδυτικό σχέδιο που κατάρτισαν οι εφεσίβλητοι. 

(β)  Οι εφεσίβλητοι είχαν καθήκον να συμμορφωθούν με, υφιστάμενες κατά τον ουσιώδη χρόνο, οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας και να τερματίσουν τη λειτουργία επενδυτικών λογαριασμών όπως αυτό των εφεσειόντων.

(γ)  Οι προαναφερόμενες οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας αποτελούσαν έκφραση «δημόσιας πολιτικής» που θα έπρεπε να ισχύσει και να εφαρμοστεί.

(δ)  Οι εφεσίβλητοι δεν εφάρμοσαν και δεν τήρησαν τις προαναφερόμενες οδηγίες και κατά συνέπεια κάθε σύμβαση που αντιστρατεύεται την προαναφερόμενη «δημόσια πολιτική» είναι άκυρη σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου.  Η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ήταν τέτοια σύμβαση. 

(ε)  Οι εφεσείοντες είχαν ενεχυριάσει μετοχές τους στους εφεσίβλητους. Η έννοια του ενεχύρου εμπίπτει στην ευρύτερη έννοια της παρακαταθήκης, σύμφωνα με το Άρθρο 106 του περί Συμβάσεων Νόμου, και κατά συνέπεια ο ενεχυριοδανειστής  (δηλαδή οι εφεσίβλητοι) είχαν τις ίδιες υποχρεώσεις που έχει ένας θεματοφύλακας. 

Με το δεύτερο λόγο εφέσεως, ο δεύτερος εφεσείων προβάλλει ισχυρισμό ότι κακώς εκδόθηκε απόφαση και εις βάρος του, ως εγγυητού της εφεσείουσας 1, εφόσον αυτός ουδέποτε εγγυήθηκε την εφεσείουσα 1 αναφορικά με τις υποχρεώσεις της που πήγαζαν από τη συμφωνία ημερ. 14.9.99, που αποτελεί τη βάση της αγωγής.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων κατά την αγόρευση της ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου έκανε αναφορά και σε αποφάσεις πρωτοδίκων δικαστηρίων στις οποίες εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, ζητήματα παράβασης εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας προς τις εμπορικές τράπεζες, ζητήματα ως προς τη νομική φύση των εγκυκλίων αυτών αλλά και τις νομικές συνέπειες παράβασης των εγκυκλίων σε συμβάσεις που επηρεάζονται από αυτές.  Αναφορά έγινε επίσης και στην υπόθεση Μακρίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 581 όπου εξετάστηκε ιδιαίτερα η φύση των ερμηνευτικών εγκυκλίων οι οποίες γενικά δεν θεωρούνται κανονιστικές πράξεις, παρά την πρακτική τους σημασία.  

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία  με γνώμονα ότι σε αιτήσεις παραμερισμού αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην, λόγω μη καταχωρήσεως υπερασπίσεως, θα πρέπει να σταθμίζονται δύο αντιμαχόμενοι παράγοντες, από τη μια η διαφύλαξη της τελεσιδικίας των αποφάσεων και από την άλλη η διαφύλαξη του δικαιώματος κάθε διαδίκου να παρουσιάσει την υπόθεση του στο δικαστήριο.  Είναι με σκοπό την ανεύρεση της χρυσής τομής που η νομολογία καθιέρωσε πως για να παραμεριστεί μια απόφαση που εκδόθηκε ερήμην ο αιτητής θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να δείξει, με στοιχεία, στο δικαστήριο ότι έχει συζητήσιμη υπόθεση ή εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση.  

Εκτιμούμε ότι στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες είχαν δώσει επαρκή στοιχεία στο πρωτόδικο δικαστήριο τα οποία έδειχναν ότι είχαν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση και συζητήσιμη υπόθεση.  Κατά συνέπεια θεωρούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αίτηση τους για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους, ερήμην.  Τα στοιχεία που οι εφεσείοντες έδωσαν στο δικαστήριο για να δείξουν το συζητήσιμο της υπόθεσης τους περιλαμβάνονται στις παραγράφους 7-11 της ενόρκου δηλώσεως του δευτέρου εφεσείοντα που συνοδεύει την αίτηση παραμερισμού. Συνίστανται σε συντομία στα εξής: 

Το οφειλόμενο από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους ποσό προέκυψε από δάνειο που παραχωρήθηκε σ΄ αυτούς για αγορά μετοχών στο ΧΑΚ σύμφωνα με τους όρους επενδυτικού σχεδίου που κατάρτισαν οι εφεσίβλητοι. Συναφώς είχαν ενεχυριασθεί, προς όφελος των εφεσιβλήτων, μετοχές των εφεσειόντων η αξία των οποίων υπερέβαινε το παραχωρηθέν δάνειο.  Οι εφεσίβλητοι, κατά παράβαση των υποχρεώσεων τους παραβίασαν δημόσια πολιτική που είχε εκφραστεί με εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας προς τις εμπορικές τράπεζες, όπως ήταν και οι εφεσίβλητοι, με τις οποίες οι εμπορικές τράπεζες και οι επενδυτικοί οργανισμοί καλούνταν να τερματίσουν τη λειτουργία επενδυτικών σχεδίων όπως το επίδικο.  Οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρεώσεις να λάβουν εύλογα μέτρα προστασίας του ενεχύρου, σύμφωνα με τα Άρθρα 106, 109 και 130 του περί Συμβάσεων Νόμου, αλλά παρέλειψαν να πράξουν οτιδήποτε με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να υποστούν ζημιά.  Επιπρόσθετα για τον δεύτερο εφεσείοντα δόθηκαν κάποια στοιχεία ότι η υποθήκη την οποίαν υπέγραψε την 31.8.2000 δεν κάλυπτε τις υποχρεώσεις της πρώτης εφεσείουσας προς τους εφεσίβλητους δυνάμει της συμφωνίας δανείου ημερ. 14.9.99. 

Ενόψει των προαναφερομένων στοιχείων, τα οποία ήγειραν, κατά την κρίση μας, αρκετά περίπλοκα νομικά και πραγματικά θέματα και δεδομένου ότι για τα θέματα αυτά δεν υπήρχε δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίνουμε πως θα ήταν ορθό και δίκαιο το πρωτόδικο δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια παραμερίζοντας την απόφαση που εκδόθηκε ερήμην εις βάρος των εφεσειόντων.  Οι πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων δεν είναι βέβαια δεσμευτικές αλλά ούτε και δίνουν απάντηση σε όλα τα θέματα που ήγειραν οι εφεσείοντες στην παρούσα υπόθεση.  Όλες είναι τελικές αποφάσεις πρωτοδίκων δικαστηρίων, μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία, όπου δηλαδή ο ενάγων θα έπρεπε να αποδείξει την υπόθεση του με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων και όχι όπως στην προκείμενη περίπτωση που το μόνο που είχαν να δείξουν οι εφεσείοντες ήταν ότι είχαν συζητήσιμη υπόθεση ή γνήσια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.  Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Μακρίδου (ανωτέρω) δεν αφορά στην παρούσα υπόθεση αλλά αφορά σε ερμηνευτικές εγκυκλίους Διευθυντών προς υφισταμένους τους δημοσίους υπαλλήλους.

Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε ορθό και δίκαιο να ανατρέψουμε την πρωτόδικη απόφαση και να παραμερίσουμε την απόφαση που εκδόθηκε ερήμην εις βάρος των εφεσειόντων, υπό όρους τους οποίους θεωρούμε δίκαιους.  Κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται.  Επίσης παραμερίζεται η απόφαση που εκδόθηκε ερήμην εις βάρος των εφεσειόντων. 

Οι εφεσείοντες θα έχουν δικαίωμα καταχώρησης υπεράσπισης στην Αγωγή 7741/06 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εντός 30 ημερών από της συντάξεως του παρόντος διατάγματος, υπό τον όρο ότι εντός του προαναφερόμενου χρόνου αυτοί θα καταβάλουν τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, που θα χαθούν,  όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.   Τα έξοδα της παρούσας έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να υπολογίσει τα επιδικασθέντα έξοδα το συντομότερο δυνατό.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο