ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 1083
5 Νοεμβρίου, 2008
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΝΙΟΒΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΣΑΒΒΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12112)
Πολιτική Δικονομία ― Έφεση ― Προθεσμία καταχώρησης ειδοποίησης έφεσης ― Προέκταση προθεσμίας ― Εφαρμοστέες αρχές ― Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Δ.35, θ.2 και Δ.57, θ.2 ― Δικαίωμα επέκτασης χρόνου έχει και το Εφετείο ― Έκδοση διατάγματος παράτασης χρόνου από το Επαρχιακό Δικαστήριο στη βάση μονομερούς αιτήσεως ― Κατά πόσο αποτελούσε την ορθή διαδικασία.
Πολιτική Δικονομία ― Προθεσμία ― Παράταση προθεσμίας των θεσμών ― Πρέπει να γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις.
Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Πρέπει να καταγράφονται με ακρίβεια στο δικόγραφο και να αποδεικνύονται με σαφήνεια και αυστηρότητα.
Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης ― Κατά πόσο η ενάγουσα στην οποία επιδικάσθηκαν ονομαστικές αποζημιώσεις εδικαιούτο στην έκδοση διαταγής των εξόδων της αγωγής υπέρ της.
Τον Μάιο του 1995, η εφεσείουσα παρέδωσε το σαλόνι της στον εφεσίβλητο, ταπετσάρη στο επάγγελμα, προς αποκατάσταση του υφάσματος έναντι του συμφωνηθέντος ποσού των £300 και επί τη βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών που η εφεσείουσα του είχε δώσει. Η εφεσείουσα δεν έμεινε ευχαριστημένη με την ποιότητα εργασίας του εφεσίβλητου με αποτέλεσμα να καταχωρήσει αγωγή εναντίον του για αμέλεια αξιώνοντας το ποσό των £2.000 για ζημιές που προκλήθηκαν στο σαλόνι της χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες ή ανάλυση, καθώς και διάταγμα επιστροφής του σαλονιού το οποίο ο εφεσίβλητος κατακρατούσε παράνομα. Ο εφεσίβλητος αντέδρασε αρνούμενος με την υπεράσπισή του τα όσα του καταλόγιζε η εφεσείουσα, ανταπαίτησε δε £300 ως τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, £1.500 ως αποζημιώσεις και/ή αποθηκευτικά έξοδα και/ή ενδιάμεσα οφέλη για τη φύλαξη του σαλονιού από τον Μάιο του 1995 μέχρι τον Οκτώβριο του 1997, αλλά και £50 μηνιαίως από 1.11.97 μέχρι παραλαβής από την εφεσείουσα του σαλονιού της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τις θέσεις της εφεσείουσας. Επειδή όμως αυτή δεν απέδειξε τις ζημιές της με τη λεπτομέρεια και αυστηρότητα που απαιτείται, της επιδίκασε μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις. Το Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου, επιδικάζοντας υπέρ της εφεσείουσας έξοδα επί της ανταπαιτήσεως, αλλά ως προς την ίδια την αγωγή διέταξε όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα δικά της έξοδα.
Η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση προσβάλλοντας ως εσφαλμένη την κρίση του Δικαστηρίου να μη της επιδικάσει τις αιτηθείσες ειδικές αποζημιώσεις, να της επιδικάσει μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις και να μη της επιδικάσει έξοδα επί της αγωγής της. Ο εφεσίβλητος ήγειρε ως πρώτιστο θέμα το εκπρόθεσμο της έφεσης, η οποία καταχωρήθηκε επτά ολόκληρους μήνες μετά την έκδοση της απόφασης επί τη βάσει μονομερούς διατάγματος το οποίο η εφεσείουσα εξασφάλισε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας παρατείνοντας το χρόνο καταχώρησης της έφεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η παράταση χρόνου λανθασμένα δόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο στη βάση μονομερούς αίτησης με δεδομένο ότι σύμφωνα με τη Δ.48, θ.θ.8 και 9, αίτηση για παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης θα πρέπει να υποβάλλεται διά κλήσεως ώστε να δίνεται η ευκαιρία και στην άλλη πλευρά να εκφράζει τις απόψεις της. Αυτό ακριβώς αναφέρει και το αντίστοιχο Ο.58, r.14 των Αγγλικών Θεσμών.
2. Κατά τα άλλα σύμφωνα με τη Δ.35, θ.2, καμία έφεση δεν μπορεί να καταχωρηθεί επί τελικής αποφάσεως μετά την εκπνοή 6 εβδομάδων εκτός εάν το Δικαστήριο ή ο Δικαστής κατά το χρόνο της έκδοσης του διατάγματος ή της απόφασης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά, επεκτείνει το χρόνο. Δικαίωμα επέκτασης του χρόνου έχει επίσης και το Εφετείο. Παρόλον που επέκταση χρόνου με βάση τη Δ.57, θ.2, μπορεί να γίνει και πάνω σε μονομερή βάση σύμφωνα με τη Δ.48, θ.8(1)(qq), εν τούτοις η ειδική πρόνοια που υπάρχει στη Δ.35, θ.2 για το χρόνο καταχώρησης έφεσης υπερτερεί, ειδικά όταν η αίτηση για επέκταση του χρόνου καταχωρείται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και όχι ενώπιον του Εφετείου, το οποίο διατηρεί τη δική του ευχέρεια κάτω από τη Δ.57, θ.2, όπως ρητά προνοείται από τη Δ.35, θ.2. Μονομερείς αιτήσεις επέκτασης ή σύντμησης χρόνου δυνατόν να γίνουν για δευτερεύοντα ή παρεμφερή θέματα κάτω από τη Δ.57, θ.2, όπως για καταχώρηση δικογράφων πριν, βεβαίως, ο αντίδικος λάβει ουσιαστικά μέτρα για τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς τερματίζοντας έτσι την αγωγή.
Επομένως, η υπό εξέταση έφεση, καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και ορθώς ο εφεσίβλητος ήγειρε το θέμα ως δικαιοδοτικό στο δικό του περίγραμμα αγόρευσης.
3. Οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται με σαφήνεια και λεπτομέρεια ακριβώς διότι αναφέρονται σε απώλεια που δεν τεκμαίρεται από το νόμο ότι απορρέει από την αδικοπραξία του εναγομένου. Η εφεσείουσα δεν προσκόμισε καμιά απολύτως μαρτυρία ως προς την κατ' ισχυρισμόν ζημία, οι δε παραπομπές στο περίγραμμα της εφεσείουσας σε συγκεκριμένες σελίδες των πρακτικών, όπου καταγράφεται η σχετική μαρτυρία περί της ζημιάς, δεν αποδεικνύουν τα ισχυριζόμενα. Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να παραπονείται ότι της επιδικάσθηκαν ονομαστικές αποζημιώσεις μόνο. Και δεν είναι εδώ η περίπτωση, όπου η εφεσείουσα ήταν δύσκολο να επιμετρήσει τη ζημιά της.
4. Η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει άλλη διαταγή εξόδων υπέρ της εφεσείουσας, διότι κάτι τέτοιο θα απέληγε στην επιδίκαση ουσιαστικών εξόδων εναντίον του εφεσίβλητου σε καταφανή αναντιστοιχία με το ποσό των £10 το οποίο επιδικάστηκε εναντίον του επί της ουσίας της απόφασης. Ο ενάγων που ανακτά ονομαστικές και μόνο αποζημιώσεις, δεν δύναται να θεωρηθεί στη συνήθη ορολογία ως «επιτυχών».
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.500 έξοδα περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. εναντίον της εφεσείουσας.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αδελφοί Ιακώβου (Κατασκευαί) Λτδ v. Χ"Νικόλα (1990) 1 Α.Α.Δ. 470,
De Luxe Terrazo Tiles & Marbles Ltd v. Εργοληπτική Εταιρεία «Νέμεσις Λτδ» (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 658,
Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298,
Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,
Συκοπετρίτης v. Αθηνάκη (2005) 1 Α.Α.Δ. 844,
Chaplin v. Hicks [1911] 2 KB 786,
Beaumont v. Greathead [1846] 2 CB 494,
Παφίτης v. Δημητρίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1402,
Anglo-Cyprian Agencies v. Paphos Industries [1951] 1 All E.R. 873.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Μαυρονικόλας, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4068/97), ημερομ. 29.1.04.
Π. Μακρίδης για Μ. Βορκά, για την Εφεσείουσα.
Στ. Σταυρινίδης για Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η διεκδίκηση από την εφεσείουσα του ποσού των £2.000 ως αποζημιώσεις για τη ζημιά που υπέστη το σαλόνι της λόγω αμελείας του εφεσίβλητου, ταπετσάρη στο επάγγελμα, έπεσε στο κενό ενόψει του ότι η πρωτόδικος Δικαστής αποδέχθηκε μεν ότι υπήρξε παράβαση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας για την αποκατάσταση του σαλονιού, αλλά ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής και συγκεκριμένης μαρτυρίας, επεδίκασε μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις στο ποσό των £10.
Η εφεσείουσα τον Μάιο του 1995 παρέδωσε στον εφεσίβλητο το Αγγλικής κατασκευής σαλόνι της αποτελούμενο από ένα τριθέσιο καναπέ και δύο πολυθρόνες προς αντικατάσταση του υφάσματος του έναντι του συμφωνηθέντος ποσού των £300 και επί τη βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών που η εφεσείουσα είχε δώσει σε αυτόν. Η εφεσείουσα δεν έμεινε ευχαριστημένη με την ποιότητα εργασίας του εφεσίβλητου με αποτέλεσμα να εγείρει αγωγή για αμέλεια καταλογίζοντας του ότι αυτός δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή στην επισκευή του σαλονιού. Αιτήθηκε το ποσό των £2.000 για ζημιές που υπέστη το σαλόνι της χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες ή ανάλυση, καθώς και διάταγμα επιστροφής του σαλονιού το οποίο ο εφεσίβλητος κατακρατούσε παράνομα. Ο εφεσίβλητος αντέδρασε αρνούμενος με την υπεράσπιση του τα όσα του καταλόγιζε η εφεσείουσα, ανταπαίτησε δε £300 ως τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, £1.500 ως αποζημιώσεις και/ή αποθηκευτικά έξοδα και/ή ενδιάμεσα οφέλη για τη φύλαξη του σαλονιού από τον Μάιο του 1995 μέχρι τον Οκτώβριο του 1997, αλλά και £50 μηνιαίως από 1.11.97 μέχρι παραλαβής από την εφεσείουσα του σαλονιού της.
Η πρωτόδικος Δικαστής μέσα από μια επιμελημένη και λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας η οποία αποτελείτο από 4 μάρτυρες για την εφεσείουσα και 2 για τον εφεσίβλητο, δικαίωσε τις θέσεις της πρώτης και απέρριψε την ανταπαίτηση του τελευταίου, επιδικάζοντας υπέρ της έξοδα επί της ανταπαιτήσεως αλλά ως προς την ίδια την αγωγή διέταξε όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα δικά της έξοδα, προφανώς, χωρίς να αναφέρεται ρητά, επί τω ότι επεδίκασε μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις υπέρ της εφεσείουσας.
Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης όσον αφορά την μη επιδίκαση των αιτηθέντων ειδικών αποζημιώσεων, το λανθασμένο της κρίσης να επιδικαστούν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις, ενώ βάλλεται και η απόφαση να μην επιδικαστούν έξοδα υπέρ της εφεσείουσας επί της αγωγής της. Ο εφεσίβλητος ήγειρε ως πρώτιστο θέμα το εκπρόθεσμο της έφεσης, η οποία καταχωρήθηκε επτά ολόκληρους μήνες μετά την έκδοση της απόφασης επί τη βάσει μονομερούς διατάγματος το οποίο η εφεσείουσα εξασφάλισε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας παρατείνοντας το χρόνο καταχώρησης της έφεσης.
Από τα δεδομένα της υπόθεσης παρουσιάζεται ότι όντως η πρωτόδικη απόφαση εξεδόθη στις 29.1.04 στην παρουσία της εφεσείουσας, η οποία στις 11.8.04 καταχώρησε μονομερή αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης για περίοδο 15 ημερών, στηριζόμενη στη Δ.35, θ.2, στη Δ.48, θ.2 και στη Δ.57, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση της ίδιας της εφεσείουσας, αυτή κατέγραψε ότι εμφανίστηκε αυτοπροσώπως κατά την προφορική έκδοση της απόφασης, αντίγραφο της οποίας δεν ήταν έτοιμο να δοθεί, μετέπειτα δε η τότε δικηγόρος της απεσύρθη με αποτέλεσμα η ίδια να λάβει γνώση της γραπτής πλέον απόφασης στις 2.7.04 όταν ετοιμάστηκε και δόθηκε από το Πρωτοκολλητείο. Ως παρουσιάζεται από τον πρωτόδικο φάκελο της διαδικασίας, η μονομερής αίτηση παρουσιάστηκε ενώπιον άλλου Επαρχιακού Δικαστή, ο οποίος την ενέκρινε παρατείνοντας το χρόνο καταχώρησης έφεσης μέχρι τις 25.8.04.
Κρίνεται ότι αυτή η παράταση χρόνου λανθασμένα δόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο στη βάση μονομερούς αίτησης με δεδομένο ότι σύμφωνα με τη Δ.48, θ.θ.8 και 9, αίτηση για παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης θα πρέπει να υποβάλλεται διά κλήσεως ώστε να δίνεται η ευκαιρία και στην άλλη πλευρά να εκφράζει τις απόψεις της. Αυτό ακριβώς αναφέρει και το αντίστοιχο O.58, r.14 των Αγγλικών Θεσμών. Στο Supreme Court Practice 1958 σελ. 1700, κάτω από τον τίτλο «Applications for extension of time for appealing», αναγράφεται ότι οι αιτήσεις για παράταση του χρόνου έφεσης πρέπει να γίνονται «by notice of motion» διότι «The other side is entitled to be heard». Αυτό γιατί το Δικαστήριο πρέπει να γνωρίζει πλήρως τα γεγονότα και να ακούσει τις δύο πλευρές προτού ασκήσει δικαστικά την ευχέρεια του. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Αδελφοί Ιακώβου (Κατασκευαί) Λτδ ν. Χ"Νικόλα (1990) 1 Α.Α.Δ. 470, οι προθεσμίες των θεσμών πρέπει να τηρούνται, η δε παράταση στις προθεσμίες αποτελεί ένα εξαιρετικό νομικό μέτρο. Ομοίως, στην De Luxe Terrazo Tiles & Marbles Ltd v. Εργοληπτική Εταιρεία «Νέμεσις Λτδ» (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 658, τονίστηκε ότι οι προθεσμίες των θεσμών παρατείνονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις με δεδομένο ότι οποτεδήποτε οι προθεσμίες παρατείνονται επηρεάζεται το δημόσιο συμφέρον και το δικαίωμα του κάθε διάδικου στην τελεσιδικία.
Κατά τα άλλα σύμφωνα με τη Δ.35, θ.2, καμία έφεση δεν μπορεί να καταχωρηθεί επί τελικής αποφάσεως μετά την εκπνοή 6 εβδομάδων εκτός εάν το Δικαστήριο ή ο Δικαστής κατά το χρόνο της έκδοσης του διατάγματος ή της απόφασης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά, επεκτείνει το χρόνο. Δικαίωμα επέκτασης του χρόνου έχει επίσης και το Εφετείο. Παρόλον που επέκταση χρόνου με βάση τη Δ.57, θ.2, μπορεί να γίνει και πάνω σε μονομερή βάση σύμφωνα με τη Δ.48, θ.8(1)(qq), εν τούτοις η ειδική πρόνοια που υπάρχει στη Δ.35, θ.2 για το χρόνο καταχώρησης έφεσης υπερτερεί, ειδικά όταν η αίτηση για επέκταση του χρόνου καταχωρείται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και όχι ενώπιον του Εφετείου, το οποίο διατηρεί τη δική του ευχέρεια κάτω από τη Δ.57, θ.2, όπως ρητά προνοείται από τη Δ.35, θ.2. Μονομερείς αιτήσεις επέκτασης ή σύντμησης χρόνου δυνατόν να γίνουν για δευτερεύοντα ή παρεμφερή θέματα κάτω από τη Δ.57, θ.2, όπως για καταχώρηση δικογράφων πριν, βεβαίως, ο αντίδικος λάβει ουσιαστικά μέτρα για τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς τερματίζοντας έτσι την αγωγή (Odgers' Principles of Pleading and Practice 21η Έκδ. σελ. 72).
Επομένως εκ των ως άνω συνάγεται ότι η έφεση καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και ορθώς ο εφεσίβλητος ήγειρε το θέμα ως δικαιοδοτικό στο δικό του περίγραμμα αγόρευσης.
Αλλά και επί των ουσιαστικών λόγων της έφεσης κρίνεται ότι η εφεσείουσα αδίκως παραπονείται εφόσον πράγματι δεν είχε αποδείξει τις ζημιές της με την λεπτομέρεια και αυστηρότητα που απαιτείται. Είναι γνωστή η νομολογία ότι οι ειδικές ζημιές όχι μόνο πρέπει να καταγράφονται με ακρίβεια στο δικόγραφο, αλλά και να αποδεικνύονται με σαφήνεια και με την αναγκαία μαρτυρία. (Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396 και Συκοπετρίτης ν. Αθηνάκη (2005) 1 Α.Α.Δ. 844). Στον Bullen & Leake: «Precedents on Pleadings» 12η Έκδ., σελ. 379, αναγράφεται ότι:
«A claim for special damage must be explicitly claimed in the pleading, with full particulars of how it is made ... Special damage must be alleged with particularity so that the defendant should know, not only what is the amount of loss or damage which the plaintiff alleges he suffered, but also how such amount is made up or calculated.»
Στο Supreme Court of Practice 1982, Τόμος 1, σελ. 321, παρ. 18/12/9 αναφέρεται ότι:
«A fortiori, if the plaintiff is able to base his claim for damages upon a precise calculation, he must plead particulars of the facts which make such a calculation possible. (Perestrello e Companhia Limitada v. United Paint Co. Ltd., supra);»
Οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται με σαφήνεια και λεπτομέρεια ακριβώς διότι αναφέρονται σε απώλεια που δεν τεκμαίρεται από το νόμο ότι απορρέει από την αδικοπραξία του εναγομένου. (Odgers' - πιο πάνω - σελ. 164).
Η εφεσείουσα πέραν της αναζήτησης του ποσού των £2.000 ως αποζημιώσεις στο κλητήριο ένταλμα, όφειλε να εξειδικεύσει τη ζημιά η οποία και ήταν, εφόσον τοποθετήθηκε συγκεκριμένο ποσό, ειδική ζημιά. Όπως πρωτόδικα υπεδείχθη, η εφεσείουσα κατά την ακροαματική διαδικασία δεν προσκόμισε καμία συγκεκριμένη μαρτυρία ώστε να μπορούσε βάσιμα να διεκδικούσε το συνολικό ποσό των £2.000. Έχοντας διεξέλθει προσεκτικά την ένορκη κατάθεση της εφεσείουσας, αλλά και αυτή των μαρτύρων της από τα πρακτικά της διαδικασίας, διαπιστώνεται πράγματι ότι καμιά απολύτως μαρτυρία δεν δόθηκε ως προς την κατ' ισχυρισμόν ζημία, οι δε παραπομπές στο περίγραμμα της εφεσείουσας σε συγκεκριμένες σελίδες των πρακτικών, όπου καταγράφεται η σχετική μαρτυρία περί της ζημιάς, δεν αποδεικνύουν τα ισχυριζόμενα.
Ορθά υπέδειξε η πρωτόδικος Δικαστής ότι η κατ' ισχυρισμόν αξία των £394 που στοίχισε η αγορά του υφάσματος για την αλλαγή της ταπετσαρίας δεν απεδείχθη ποσώς, αναφορά δε σ' αυτό το ποσό έγινε μόλις στην τελική αγόρευση της εφεσείουσας. Αλλά μαρτυρία δεν υπήρχε ούτε για την εκ νέου αγορά υφάσματος και δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να διεκδικηθεί από την εφεσείουσα, η οποία θα μπορούσε να αξίωνε μόνο την αξία του υφάσματος που είχε αχρηστευθεί λόγω της αμέλειας που επέδειξε ο εφεσίβλητος. Δεν αρκεί, όπως εισηγήθηκε στο περίγραμμα του ο συνήγορος της εφεσείουσας, η απλή αναφορά από την εφεσείουσα κατά τη μαρτυρία της ότι αυτή είχε αγοράσει το συγκεκριμένο ύφασμα. Όλες οι παραπομπές του συνηγόρου στο περίγραμμα του σε διάφορες σελίδες των πρακτικών, απλά αναφέρονται στην καταστροφή του υφάσματος του σαλονιού της εφεσείουσας.
Το παράπονο επίσης ότι δεν αντεξετάστηκε η εφεσείουσα για το επακριβές μέγεθος της ζημιάς της, αλλά ούτε και προσκομίστηκε από τον εφεσίβλητο συγκεκριμένη μαρτυρία προς το αντίθετο δεν ευσταθεί, διότι αναμένεται ένας διάδικος να υποστεί αντεξέταση στο αντιπαραθετικό σύστημα που ακολουθείται στην Κύπρο, μόνο όταν και εφόσον προσκομιστεί ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου σαφής και πειστική εκ πρώτης όψεως μαρτυρία περί του μεγέθους της ζημιάς. Η επιδίκαση υπό το φως των πιο πάνω ονομαστικών και μόνο αποζημιώσεων ήταν ορθή και αναμενόμενη εφόσον η εφεσείουσα δεν απέδειξε συγκεκριμένη ζημιά, παρά την απόδειξη απώλειας, σε αντιδιαστολή με τη συνήθη περίπτωση όπου τέτοιες αποζημιώσεις δίνονται όπου υπάρχει «technical liability but no loss» (McGregor on Damages 15η έκδ. σελ. 250, παρ. 399). Οποιοδήποτε ποσό επιδικαζόταν από το Δικαστήριο θα ήταν αυθαίρετο εφόσον δεν υπήρχε η υποστηρικτική βάση. Δεν είναι η περίπτωση εδώ, όπου η εφεσείουσα ήταν δύσκολο να επιμετρήσει τη ζημιά της, όπως στην περίπτωση όπου το αναίτιο μέρος χάνει την ευκαιρία να συμμετάσχει στο τελικό στάδιο ενός διαγωνισμού ομορφιάς. Σε τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο δεν θα αφήσει το διάδικο μόνο με ονομαστικές αποζημιώσεις, έστω και αν η διακρίβωση της ζημιάς είναι δύσκολη. Θα προχωρήσει να πράξει ό,τι είναι καλύτερο και δικαιότερο υπό τις συνθήκες (Chaplin v. Hicks [1911] 2 ΚΒ 786).
Ορθά, τέλος, δεν επιδικάστηκαν έξοδα υπέρ της εφεσείουσας με δεδομένο ότι δεν απέδειξε τις ζημιές της, αλλά δικαιώθηκε μόνο ως προς το βάσιμο του παραπόνου της. Τα έξοδα, όπως είναι γνωστό, ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα και βρίσκονται εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Παλαιότερα θεωρείτο ότι η επιδίκαση ονομαστικών και μόνο αποζημιώσεων αποτελούσε δικαιολογία για την επιδίκαση εξόδων, ή ήταν, όπως τέθηκε στην υπόθεση Beaumont v. Greathead [1846] 2 CB 494, «a mere peg on which to hang costs». Η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει άλλη διαταγή εξόδων υπέρ της εφεσείουσας, διότι κάτι τέτοιο θα απέληγε στην επιδίκαση ουσιαστικών εξόδων εναντίον του εφεσίβλητου σε καταφανή αναντιστοιχία με το ποσό των £10 το οποίο επιδικάστηκε εναντίον του επί της ουσίας της απόφασης. Αν και θα αναμενόταν η πρωτόδικος Δικαστής να αιτιολογούσε την απόφαση της επί των εξόδων, εφόσον η επιδίκαση εξόδων αποτελεί δικαστική κρίση στη βάση της ακολουθίας των εξόδων ανάλογα με την έκβαση της δίκης, παρέκκλιση δε χρήζει αιτιολογίας, (Παφίτης ν. Δημητρίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1402), εντούτοις αυτή λειτούργησε νομοτελειακά. Όπως ορθά εντοπίστηκε στην Anglo-Cyprian Agencies v. Paphos Industries [1951] 1 All E.R. 873, ο ενάγων που ανακτά ονομαστικές και μόνο αποζημιώσεις, δεν δύναται να θεωρηθεί στη συνήθη ορολογία ως «επιτυχών» ενάγων.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. εναντίον της εφεσείουσας.