ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 708
27 Mαΐου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείων - Καθ΄ου η αίτηση 3,
ν.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΚΑΚΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων - Αιτητών.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 198/2006)
Πολιτική Δικονομία ― Αποπληρωμή εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις ― Ακύρωση δόλιας μεταβίβασης και εγγραφής ακινήτου βάσει του Άρθρου 91Γ του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 1999, Ν.134(Ι)/99 και διαταγή επανεγγραφής του ακινήτου επ' ονόματι του εξ αποφάσεως οφειλέτη ― Ερμηνεία της προαναφερόμενης νομοθετικής διάταξης από την Ολομέλεια του Εφετείου ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Λουγκρίδης v. Eurolife Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 886.
Εφετείο ― Παρατηρήσεις Εφετείου σε σχέση με τα διαφοροποιητικά στοιχεία μεταξύ της παρούσας υπόθεσης και της Λουγκρίδης v. Eurolife Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 886 σε σχέση με το Άρθρο 91Γ του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροπ.) (Αρ.2) Νόμου του 1999, Ν.134(Ι)/99 (ακύρωση δόλιας μεταβίβασης και εγγραφής ακινήτου).
Οι εφεσίβλητοι - αιτητές καταχώρησαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία ζητούσαν όπως ο ένας εκ των τριών καθ' ων η αίτηση, ο εφεσείων, εξεταστεί αναφορικά με την ικανότητά του να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος του προς τους εφεσίβλητους που ανερχόταν στις £10.313 με τόκο 9% από 1.1.97. Στην ίδια αίτηση ζητούσαν όπως «ακυρωθεί οποιαδήποτε καταδολιευτική μεταβίβαση ή επιβάρυνση» στην οποία προέβη ο εφεσείων. Οι εφεσίβλητοι δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία στο Δικαστήριο και η διαδικασία περατώθηκε με την εξέταση του εφεσείοντος.
Ο εφεσείων, συνταξιούχος ηλικίας 72 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, έδωσε μαρτυρία ως προς τα εισοδήματά του. Σε απάντηση προς ερώτηση που του υπέβαλε ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων απάντησε πως πριν από 5, 6 χρόνια μεταβίβασε ακίνητη περιουσία του στα δύο του παιδιά. Το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα πως το χρέος δημιουργήθηκε «τουλάχιστον το 1997», ενώ ο ίδιος είχε πει πως η μεταβίβαση των ακινήτων στα παιδιά του έγινε «πριν από 5, 6 χρόνια». Στη συνέχεια το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως οι μεταβιβάσεις έγιναν καταδολιευτικά και τις κήρυξε γι' αυτό το λόγο άκυρες. Επίσης, πως δεν επιβάλλετο να δοθεί ειδοποίηση προς τα πρόσωπα που είχαν συμφέρον επί των περιουσιακών του στοιχείων δηλαδή τα παιδιά του εφεσείοντος.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο αντλώντας καθοδήγηση από την υπόθεση Λουγκρίδης v. Eurolife Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 886, προχώρησε στην έκδοση διαταγμάτων σύμφωνα με τα οποία τα ακίνητα τα οποία ο εφεσείων μεταβίβασε στα παιδιά του θα πρέπει να επανεγγραφούν στο όνομα του εφεσείοντος με ταυτόχρονη εγγραφή επιβάρυνσης σ' αυτά προς όφελος των εφεσιβλήτων και επιπλέον διάταγμα πώλησης τους προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Το τριμελές Εφετείο ενώπιον του οποίου συζητήθηκε η υπόθεση θεώρησε ότι η ερμηνεία του επίμαχου Άρθρου, 91Γ του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) (Αρ.2) Νόμου του 1999, Ν.134(Ι)/99, ήταν σημαντική ώστε ήταν ορθό αυτό να διευρυνθεί.
Η Πλήρης Ολομέλεια ενώπιον της οποίας ήχθη η υπόθεση αφού εξέτασε σε βάθος τη σοβαρή πτυχή της υπόθεσης, η οποία βασίζεται στην ορθή ερμηνεία του Άρθρου 91 Γ του Νόμου και αφού έλαβε υπόψη τις γενικές πρόνοιες του Νόμου, οι οποίες συνοψίζονται στην απόφασή της, αποφάνθηκε ότι:
1. Η συμπερίληψη αιτήματος σε αίτηση για εξέταση του εξ αποφάσεως οφειλέτη, ώστε αυτός να εξεταστεί αναφορικά με οποιαδήποτε δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου [Άρθρο 82(β)], εξυπακούει τον ακριβή καθορισμό του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου που έχει με οποιοδήποτε τρόπο μεταβιβαστεί από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη, με σκοπό βέβαια να καταδολιεύσει τον εξ αποφάσεως πιστωτή. Η φράση στο Άρθρο 91Γ «δύναται να κηρυχθεί άκυρη από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή του εν λόγω οφειλέτη», οδηγεί στην ορθή εφαρμογή της πρόνοιας αυτής του Νόμου η οποία άπτεται του σταδίου της διαδικασίας που αφορά, καθώς και ο πλαγιότιτλος λέγει: «σε διάταγμα ακύρωσης καταδολιευτικών μεταβιβάσεων, επιβαρύνσεων». Προστίθεται και το Άρθρο 87(2) σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα, μεταξύ άλλων, για ακύρωση καταδολιευτικών μεταβιβάσεων ή επιβαρύνσεων «το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην αίτηση του εξ αποφάσεως πιστωτή.» Στην υπό κρίση αίτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή δεν καθορίζονταν τα περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή τα ακίνητα για τα οποία και ζητείτο διάταγμα ακύρωσης της μεταβίβασης τους. Με την αίτηση επιδιωκόταν η εξέταση του εφεσείοντος αναφορικά με οποιαδήποτε δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου κ.λ.π. Εφόσον, και όταν αποκαλύφθηκε από τον εφεσείοντα στο Δικαστήριο πως είχε μεταβιβάσει στα παιδιά του τα ακίνητα, θα έπρεπε να ακολουθήσει ειδική αίτηση, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 91 Γ του Νόμου, για να κριθεί κατά πόσο οι μεταβιβάσεις ήταν καταδολιευτικές. Τέτοιο αίτημα μπορεί βεβαίως να συμπεριληφθεί και στην αίτηση έρευνας, στην οποία όμως πρέπει να καθορίζεται το περιουσιακό στοιχείο, για το οποίο υπάρχει ο ισχυρισμός πως μεταβιβάστηκε για να καταδολιευθεί ο πιστωτής, μαζί βεβαίως με το πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση ώστε και αυτό να ακουστεί, ως πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα ευθέως τίθενται υπό συζήτηση.
2. Η μη υποβολή αίτησης στην προκείμενη περίπτωση καθορίζει το αποτέλεσμα.
Η έφεση επιτράπηκε. Τα εκδοθέντα διατάγματα ακυρώθηκαν. Ακυρώθηκε επίσης η διαταγή για έξοδα εναντίον του εφεσείοντος. Εκδόθηκε διαταγή εξόδων πρωτοδίκως και κατ' έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Λουγκρίδης v. Eurolife Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 886.
Παρατηρήσεις Εφετείου: Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Λουγκρίδης (ανωτέρω) αφού εκεί:
(α) Δεν είχε εγερθεί και δεν εξετάστηκε ζήτημα σε σχέση με την ανάγκη υποβολής αίτησης συγκεκριμένης, και
(β) Η κρίση, σύμφωνα με την οποία η απουσία των προσώπων στα οποία είχε μεταβιβαστεί η περιουσία «δεν επηρεάζει, μεταξύ των διαδίκων, το κύρος του διατάγματος ακύρωσης......................» δεν ήταν ερμηνευτική του Άρθρου 91Γ, αλλά αφορούσε στη δυνατότητα να συζητηθεί το θέμα από τέτοια άποψη μεταξύ των διαδίκων χωρίς δηλαδή να το έχει εγείρει ο τρίτος που επηρεαζόταν από το διάταγμα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (Χ"Πίττας, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 680/07), ημερομ. 5.6.06.
Χρ. Λειβαδιώτου, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Λουκά, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 5.6.2006 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση στην αίτηση, ημερ. 22.2.06, που καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι-αιτητές (Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία), με την οποία ζητούσαν όπως ο ένας εκ των τριών καθ΄ων η αίτηση, ο εφεσείων, εξεταστεί αναφορικά με την ικανότητα του να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος του προς τους εφεσίβλητους. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε εκ μέρους τους, το χρέος του εφεσείοντος επιβεβαιώθηκε με απόφαση διαιτησίας, ημερ. 19.5.1997, στην οποία κρίθηκε υπόχρεος να πληρώσει £10.313 με τόκο 9% από 1.1.97 ως εγγυητής των δύο άλλων προσώπων που κατονομάζονται στην αίτηση, ως καθ΄ων η αίτηση 2 και 3. Στην ίδια αίτηση ζητούσαν όπως «ακυρωθεί οποιαδήποτε καταδολιευτική μεταβίβαση ή επιβάρυνση», στην οποία προέβη ο εφεσείων. Οι εφεσίβλητοι δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία στο Δικαστήριο και η διαδικασία περατώθηκε με την εξέταση του εφεσείοντος. Δεν μας αφορούν οι λεπτομέρειες της μαρτυρίας του εφεσείοντος που σχετίζονται με τα εισοδήματα του και που προέρχονται κυρίως από τις συντάξεις του, εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 72 ετών. Απαντώντας όμως σε ερωτήσεις του δικηγόρου των εφεσιβλήτων ανέφερε πως πριν από 5, 6 χρόνια μεταβίβασε ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στο χωριό Ακάκι στα δύο παιδιά του, ήτοι ανά ένα ακίνητο στο γιο και τη θυγατέρα του Τάσο Χριστοφόρου και Αντρούλα Χριστοφόρου. Στην εκκαλούμενη απόφαση δε γίνεται σαφής διαπίστωση πότε δημιουργήθηκε το χρέος του εφεσείοντος, κάτι βεβαίως που ήταν σημαντικό στην υπόθεση και θα μπορούσε να διευκρινιστεί από τα έγγραφα στην κατοχή των εφεσιβλήτων, εκ μέρους όμως των οποίων δεν δόθηκε, όπως είπαμε, οποιαδήποτε μαρτυρία. Έτσι ο πρωτόδικος δικαστής καταλήγει στο συμπέρασμα, στη βάση της μοναδικής μαρτυρίας που είχε ενώπιον του αυτής δηλαδή του εφεσείοντος και της ένορκης δήλωσης των εφεσιβλήτων, πως το χρέος δημιουργήθηκε καθώς λέγει στην απόφαση του: «τουλάχιστον το 1997», ενώ ο ίδιος είχε πει πως η μεταβίβαση των ακινήτων στο γιο και τη θυγατέρα του έγινε «πριν από 5, 6 χρόνια». Χωρίς δε να αναφέρει, οτιδήποτε άλλο, και αμέσως μετά την πιο πάνω αναφορά ο Δικαστής καταλήγει ως εξής:
«Δεν διατηρώ καμιά αμφιβολία ότι οι δύο μεταβιβάσεις που έγιναν από τον καθ΄ου η αίτηση 3 προς τα παιδιά του Τάσο και Ανδρούλα έγιναν καταδολιευτικά και για το λόγο αυτό κηρύσσω άκυρες τις μεταβιβάσεις αυτές. Δεν θεωρώ ότι επιβάλλεται να δοθεί ειδοποίηση προς τα πρόσωπα που έχουν συμφέρον επί των περιουσιακών στοιχείων δηλαδή το γιο και τη θυγατέρα του καθ΄ου η αίτηση 3».
Ακολούθως ο Δικαστής προχώρησε στην έκδοση διαταγμάτων σύμφωνα με τα οποία τα δύο ακίνητα θα πρέπει να επανεγγραφούν στο όνομα του εφεσείοντος με ταυτόχρονη εγγραφή επιβάρυνσης σ΄αυτά προς όφελος των εφεσιβλήτων και επιπλέον διάταγμα πώλησης τους προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους.
Η διαδικασία που αφορούσε στην επίμαχη αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου προβλέπεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Νόμο του 1999, Ν.134(Ι)/99. Ο σκοπός του Νόμου, κρίνοντας από τις διατάξεις του, είναι η διασφάλιση της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, ύψιστο βέβαια ζήτημα που αφορά καίρια την απονομή της δικαιοσύνης γιατί αν οι αποφάσεις των Δικαστηρίων δεν εκτελούνται τότε η δικαιοσύνη θα απονέμεται επί ματαίω. Το Άρθρο 82 του Νόμου προβλέπει πως ο εξ αποφάσεως πιστωτής μπορεί να αποταθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει την εξέταση του εξ αποφάσεως οφειλέτη αναφορικά: (α) με την οικονομική του κατάσταση με σκοπό να εκδοθούν τα διατάγματα που αναφέρονται στο μέρος ΙΧ του Νόμου, και (β) αναφορικά με οποιαδήποτε δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου ή με οποιαδήποτε επιβάρυνση, διακίνηση ή απόκρυψη οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, που είχε ως αποτέλεσμα να παρεμποδιστεί ο πιστωτής στην είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους ή μέρους αυτού. Προνοείται περαιτέρω πως στην αίτηση του ο πιστωτής, η οποία ονομάζεται «αίτηση έρευνας», μπορεί να ζητήσει τη διεξαγωγή έρευνας για τις πιο πάνω δύο περιπτώσεις. Στη διαδικασία αυτή ο εξ αποφάσεως οφειλέτης εξετάζεται ενόρκως αναφορικά με την ικανότητα του να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό, την ύπαρξη και αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων που μπορεί να διατεθούν για την πληρωμή του χρέους και την ενδεχόμενη διάθεση περιουσιακών στοιχείων στην οποία προέβη μετά τη δημιουργία ή τη γένεση της αστικής ευθύνης. Στο Άρθρο 91Α του Νόμου καθορίζονται οι πράξεις καταδολίευσης των εξ αποφάσεως πιστωτών, σ΄αυτές δε περιλαμβάνονται οποιαδήποτε δωρεά, μεταβίβαση ή επιβάρυνση προς όφελος τρίτου οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του εξ αποφάσεως οφειλέτη ή οποιαδήποτε μετακίνηση, απόκρυψη ή άλλη αποξένωση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του εξ αποφάσεως οφειλέτη, εφόσον αυτές γίνονται με σκοπό την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση ικανοποίησης των εξ αποφάσεως χρεών του οφειλέτη.
Ερχόμαστε στο επίμαχο Άρθρο, 91Γ του Νόμου, η ερμηνεία των διατάξεων του οποίου κρίθηκε σημαντική ώστε το τριμελές Εφετείο, ενώπιον του οποίου συζητήθηκε η υπόθεση, να θεωρήσει ορθό να διευρυνθεί. Η υπόθεση ήχθη ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας. Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:
«91Γ.-(1) Οποιαδήποτε καταδολιευτική μεταβίβαση, επιβάρυνση ή άλλη αποξένωση περιουσιακού στοιχείου η οποία γίνεται από οποιοδήποτε οφειλέτη δύναται να κηρυχθεί άκυρη από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή του εν λόγω οφειλέτη, λαμβανομένων προσηκόντως υπόψη των συμφερόντων οποιουδήποτε καλόπιστου τρίτου. Προς το σκοπό αυτό το Δικαστήριο δύναται, κατά την κρίση του, να διατάξει όπως η αίτηση επιδοθεί επίσης σ΄οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να έχει οποιοδήποτε συμφέρον επί του περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης.
(2) Το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται, εκδίδοντας το ακυρωτικό διάταγμα, να διατάξει όπως-
(α) Το περιουσιακό στοιχείο κατασχεθεί και πωληθεί προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους, ή
(β) εάν το περιουσιακό στοιχείο υπόκειται δυνάμει οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης σε εγγραφή ή επιβάρυνση, ακυρωθεί η εν λόγω εγγραφή ή επιβάρυνση και επανεγγραφεί στο όνομα του οφειλέτη, ή
(γ) εάν το περιουσιακό στοιχείο είναι ακίνητη περιουσία, η ακύρωση της εγγραφής και επανεγγραφή στο όνομα του οφειλέτη συνοδεύεται ταυτόχρονα με εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνσης επί της εν λόγω ακίνητης περιουσίας με τις ίδιες συνέπειες ως εάν επρόκειτο περί εγγραφής δυνάμει των Άρθρων 53 μέχρι 62.»
(υπογραμμίζουμε την κρίσιμη φράση, στην οποία θα αναφερθούμε αργότερα).
Στην υπό κρίση έφεση εγείρονται διάφοροι λόγοι. Θα μας απασχολήσει όμως μόνο ένας, γιατί η κρίση μας επ΄αυτού οδηγεί στο τελικό αποτέλεσμα. Η υπό συζήτηση αίτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επιδόθηκε στα δύο πρόσωπα, τα παιδιά δηλαδή του εφεσείοντος στο όνομα των οποίων ο τελευταίος μεταβίβασε τα ακίνητα. Όπως είπαμε πιο πριν ο Δικαστής έκρινε εφαρμόζοντας, καθώς ο ίδιος ερμήνευσε τις διατάξεις του Άρθρου 91Γ, και ειδικότερα της παρα. (1), πως δεν χρειαζόταν να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της παρουσίας των δύο αυτών προσώπων στη διαδικασία της αίτησης. Στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν τα λεχθέντα από το Εφετείο στην υπόθεση Λουγκρίδης ν. Eurolife Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 886. Στην πιο πάνω υπόθεση, με παρόμοια περίπου γεγονότα, το Δικαστήριο είπε τα εξής: «όσον αφορά το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του όλα τα πρόσωπα τα οποία είχαν συμφέρον στο διαμέρισμα, παρατηρούμε ότι η απουσία τους από τη διαδικασία δεν επηρεάζει, μεταξύ των διαδίκων, το κύρος του διατάγματος ακύρωσης της μεταβίβασης και εγγραφής του διαμερίσματος.»
Στη συζήτηση που διεξήχθη εδώ μας δόθηκε η ευκαιρία να εξετάσουμε σε βάθος τη σοβαρή πτυχή της υπόθεσης, η οποία βασίζεται στην ορθή ερμηνεία του Άρθρου 91Γ του Νόμου. Έχοντας λοιπόν υπόψη τις γενικές πρόνοιες του Νόμου, όπως τις συνοψίσαμε πιο πάνω, κρίνουμε πως η συμπερίληψη αιτήματος σε αίτηση για εξέταση του εξ αποφάσεως οφειλέτη, ώστε αυτός να εξεταστεί αναφορικά με οποιαδήποτε δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου [Άρθρο 82(β)], εξυπακούει τον ακριβή καθορισμό του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου που έχει με οποιοδήποτε τρόπο μεταβιβαστεί από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη, με σκοπό βέβαια να καταδολιεύσει τον εξ αποφάσεως πιστωτή. Η φράση στο Άρθρο 91Γ «δύναται να κηρυχθεί άκυρη από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή του εν λόγω οφειλέτη», οδηγεί στην ορθή εφαρμογή της πρόνοιας αυτής του Νόμου η οποία άπτεται του σταδίου της διαδικασίας που αφορά, καθώς και ο πλαγιότιτλος λέγει: «σε διάταγμα ακύρωσης καταδολιευτικών μεταβιβάσεων, επιβαρύνσεων». Προσθέτουμε και το Άρθρο 87(2) σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα, μεταξύ άλλων, για ακύρωση καταδολιευτικών μεταβιβάσεων ή επιβαρύνσεων «το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην αίτηση του εξ αποφάσεως πιστωτή.» Στην υπό κρίση αίτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή δεν καθορίζονταν τα περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή τα ακίνητα για τα οποία και ζητείτο διάταγμα ακύρωσης της μεταβίβασης τους. Με την αίτηση επιδιωκόταν η εξέταση του εφεσείοντος αναφορικά με οποιαδήποτε δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου κ.λπ. Εφόσον, και όταν αποκαλύφθηκε από τον εφεσείοντα στο Δικαστήριο πως είχε μεταβιβάσει στα παιδιά του τα ακίνητα, θα έπρεπε να ακολουθήσει ειδική αίτηση, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 91Γ του Νόμου, για να κριθεί κατά πόσο οι μεταβιβάσεις ήσαν καταδολιευτικές. Τέτοιο αίτημα μπορεί βεβαίως να συμπεριληφθεί και στην αίτηση έρευνας, στην οποία όμως πρέπει να καθορίζεται το περιουσιακό στοιχείο, για το οποίο υπάρχει ο ισχυρισμός πως μεταβιβάστηκε για να καταδολιευθεί ο πιστωτής, μαζί βεβαίως με το πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση ώστε και αυτό να ακουστεί, ως πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα ευθέως τίθενται υπό συζήτηση. Και ενώ δεν είναι η πρόθεση μας να επεκταθούμε τώρα σε θέματα που δεν εγείρονται αφού η μη υποβολή αίτησης καθορίζει το αποτέλεσμα, είναι ορθό να καταγράψουμε όσα θεωρούμε ότι προκύπτουν από την υπόθεση Λουγκρίδης. Παρατηρούμε κατ΄αρχάς πως εκεί δεν είχε εγερθεί και δεν εξετάστηκε ζήτημα σε σχέση με την ανάγκη υποβολής αίτησης συγκεκριμένης, όπως ήδη υποδείξαμε. Περαιτέρω πως η κρίση, σύμφωνα με την οποία η απουσία των προσώπων στα οποία είχε μεταβιβαστεί η περιουσία «δεν επηρεάζει, μεταξύ των διαδίκων, το κύρος του διατάγματος ακύρωσης ......» δεν ήταν ερμηνευτική του Άρθρου 91Γ, αλλά αφορούσε στη δυνατότητα να συζητηθεί το θέμα από τέτοια άποψη μεταξύ των διαδίκων χωρίς δηλαδή να το έχει εγείρει ο τρίτος που επηρεαζόταν από το διάταγμα.
Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει και τα διατάγματα που εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ακυρώνονται. Ακυρώνεται επίσης η διαταγή για έξοδα εναντίον του εφεσείοντος. Οι εφεσίβλητοι θα πληρώσουν τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και ενώπιον μας. Τα τελευταία καθορίζονται σε €2.500 περιλαμβανομένου και του Φ.Π.Α..
Η έφεση επιτρέπεται. Τα εκδοθέντα διατάγματα ακυρώνονται. Ακυρώνεται επίσης η διαταγή για έξοδα εναντίον του εφεσείοντος. Εκδίδεται διαταγή εξόδων πρωτοδίκως και κατ' έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων.