ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 432
17 Απριλίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΩΣΤΑΚΗ ΑΝΗΛΙΚΟΥ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ
ΓΟΝΕΩΝ ΤΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΤΟΥ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑΣ ΚΩΣΤΑΚΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2006)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση για οπισθοδρόμηση της κατάστασης της υγείας ανηλίκου ο οποίος έπασχε από υπερακουσία, που είναι σύμπτωμα αυτισμού, από τον εκκωφαντικό θόρυβο που εκπέμπετο από τις πτήσεις των Κόκκινων Βελών, του ακροβατικού σμήνους της Βρεττανικής Βασιλικής Δύναμης, πάνω από την πόλη της Λεμεσού ― Οδήγησε σε παραμερισμό και ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων ύψους £120.000 σε ανήλικο ο οποίος ισχυρίζετο ότι είχε υποστεί βλάβη από το θόρυβο των πτήσεων των Κόκκινων Βελών πάνω από την πόλη της Λεμεσού ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση λόγω εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας και κατάληξης σε ευρήματα ότι η Δημοκρατία (i) ήταν ενήμερη για το πρόβλημα του ανηλίκου, (ii) είχε υποχρέωση να τον προστατεύσει από τις πτήσεις των Κόκκινων Βελών, (iii) είχε δώσει άδεια για τις πτήσεις, (iv) υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πτήσεων και των μεταγενέστερων προβλημάτων του ανηλίκου και (v) ήταν υπεύθυνη για την προξένηση δημόσιας οχληρίας και/ή αμέλειας.
Αστικά αδικήματα ― Δημόσια οχληρία ― Άρθρο 45 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ― Ποίοι νομιμοποιούνται να εγείρουν αγωγή.
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Ποίος ο ενδεδειγμένος τρόπος ορθής δικογράφησης αξιώσεων για αποζημιώσεις για οχληρία και αμέλεια.
Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Τρόπος καταγραφής της αιτιολόγησης ― Επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο και είναι συνυφασμένος με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης ― Επιπτώσεις από την αποτυχία να καταγραφεί η αξιολόγηση και ανάλυση της μαρτυρίας.
Απόδειξη ― Εσφαλμένη προσέγγιση πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με θέματα που άπτονται του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, μεταξύ των οποίων είναι και το Άρθρο 26(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 32(Ι)/04, καθώς και η παράλειψη του Δικαστηρίου να αξιολογήσει τη βαρύτητα και το αληθές των εγγράφων.
Συνθήκη Εγκαθίδρυσης ― Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Annex B, Part II, Section 4, παρ.2 ― Δικαιώματα Ηνωμένου Βασιλείου για πραγματοποίηση πτήσεων μαχητικών αεροπλάνων πάνω από την εδαφική επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας ― Κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία είχε περιθώριο να αρνηθεί να επιτρέψει τις πτήσεις των Κόκκινων Βελών, που ανήκουν στη Βρετανική Βασιλική Δύναμη («RAF»), πάνω από την πόλη της Λεμεσού.
Με την παρούσα έφεση, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (εφεσείων) αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία επιδικάστηκε ποσό £120.000 ως γενικές αποζημιώσεις πλέον διάφορα άλλα ποσά για ειδικές ζημιές, πλέον τόκοι για ζημιές που κατ' ισχυρισμόν υπέστη ο ανήλικος ενάγων - παιδί με υπερακουσία που είναι σύμπτωμα του αυτισμού - λόγω της πτήσης των Κόκκινων Βελών, του ακροβατικού σμήνους της Βρεττανικής Βασιλικής Δύναμης, πάνω από την πόλη της Λεμεσού.
Οι λόγοι έφεσης ουσιαστικά ανάγονται στη ισχυριζόμενη λανθασμένη εκτίμηση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, στην παράλειψη να εξετασθεί πρωτοδίκως η πιθανή υπεράσπιση της Δημοκρατίας κάτω από το Άρθρο 60 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148, ιδιαίτερα της μη δυνατότητας από πλευράς της Δημοκρατίας να αρνηθεί την παροχή άδειας ή να απαγορεύσει τις εν λόγω πτήσεις, του λανθασμένου ευρήματος ότι στα γεγονότα της υπόθεσης είχε δημιουργηθεί δημόσια οχληρία κάτω από το Άρθρο 45 του Κεφ.148, για την οποία ήταν υπεύθυνη η Δημοκρατία και, γενικότερα, για έλλειψη δέουσας αιτιολογίας από το Δικαστήριο ως προς το λόγο αποδοχής της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος. Με αντέφεση ο εφεσίβλητος παραπονείται ότι το ποσό των γενικών αποζημιώσεων είναι έκδηλα ανεπαρκές επιδιώκοντας τον καθορισμό του στις £180.000.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε το νομικό καθεστώς αλλά και το είδος της συγκατάθεσης ή άδειας που δόθηκε από τη Δημοκρατία και αποφάνθηκε ότι:
Η Δημοκρατία, με βάση τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως, δεν είχε περιθώριο να αρνηθεί τις πτήσεις αυτές ιδιαίτερα, εν όψει του Άρθρου 2 (1) της Συνθήκης. Εκείνο το οποίο έπραξε η Δημοκρατία ήταν να «συγκατατεθεί», στα πλαίσια της διπλωματικής αβρότητας, με την εισήγηση για πραγματοποίηση των πτήσεων αυτών, οι οποίες όμως, ρητά είχαν καθοριστεί από τους Βρεττανούς, πάνω από την ακτογραμμή της Λεμεσού. Επομένως η Δημοκρατία ενήργησε βάσει των σαφών υποχρεώσεων της κάτω από τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε εντελώς να αναφερθεί και να αξιολογήσει την επίπτωση της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως στα υπό κρίση γεγονότα, με αποτέλεσμα να παραλείψει να εξετάσει και την πιθανή υπεράσπιση που ήγειρε η Δημοκρατία κάτω από το Άρθρο 60 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, το οποίο προνοεί ότι σε αγωγή για αστικό αδίκημα, συνιστά υπεράσπιση ότι η πράξη για την οποία υπάρχει παράπονο «..................τελέστηκε δυνάμει και σύμφωνα με τις διατάξεις οποιουδήποτε νομοθετήματος».
Συναφώς, παρέλειψε επίσης να αξιολογήσει ορθά τη μαρτυρία ότι η συγκατάθεση της Δημοκρατίας δόθηκε μόνο για πτήσεις πάνω από την ακτογραμμή της Λεμεσού.
Δεν υπήρχε συγκεκριμένη μαρτυρία ότι οι αρχές της Δημοκρατίας γνώριζαν το πρόβλημα του ανήλικου. Όμως το Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφασή του γενικά ότι η Δημοκρατία γνώριζε από το 1994, ότι «...............Κύπριοι πολίτες είχαν πρόβλημα υπερακουσίας...............» και ότι η Δημοκρατία όφειλε να λάβει μέτρα για να απαγορεύσει τις πτήσεις σε κατοικημένες περιοχές.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Δημοκρατία ήταν υπεύθυνη για δημόσια οχληρία είναι εσφαλμένη. Η δημόσια οχληρία με βάση το Άρθρο 45 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, αποτελείται από παράνομη πράξη ή παράλειψη εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης αν η πράξη αυτή ή παράλειψη θέτει σε κίνδυνο τη ζωή, την ασφάλεια, την υγεία, την ιδιοκτησία ή την άνεση του κοινού ή παρακωλύει το κοινό στην άσκηση κοινού δικαιώματος. Η επιφύλαξη του άρθρου προνοεί ότι δεν εγείρεται αγωγή για δημόσια οχληρία, παρά μόνο από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος ή από το πρόσωπο που υπέστη εξ αιτίας αυτής, ειδική ζημιά.
Η δημόσια ή κοινή οχληρία (βλ. Salmond & Heuston on the Law of Torts 21η έκδοση), είναι κατά κύριο λόγο ποινικό αδίκημα. Πρέπει όμως να επηρεάζει το κοινό γενικά ή τουλάχιστο μια ικανή μερίδα αυτού. Αν και δεν είναι ανάγκη να αποδειχθεί ότι κάθε μέλος του κοινού έχει υποστεί πρόβλημα, εν τούτοις, πρέπει να αποδειχθεί ότι τουλάχιστο ένας ικανός αριθμός ατόμων έχει επηρεαστεί, ώστε να θεωρείται ως μια τάξη του κοινού και αυτό αποτελεί πραγματικό ζήτημα.
Η δημόσια οχληρία (βλ. Street on Tots 11η έκδοση) μπορεί να αποτελέσει τη βάση για αστικό αδίκημα, όπως στη λεγόμενη περίπτωση του «relator action for an injunction», που όπως και στην Κύπρο, εισάγεται από τον Γενικό Εισαγγελέα, ή, από ιδιώτη «who can show that he has suffered 'special damage' beyond that suffered by the others of Her Majesty's subjects affected by the defendant's interference.»
Ο ενάγων δεν προσέφερε οποιαδήποτε μαρτυρία ούτως ώστε να ικανοποιηθεί το Άρθρο 45 του Κεφ.148.
Είναι ανάγκη να διαπιστώνεται, πέραν της ύπαρξης της δημόσιας οχληρίας και η σύνδεση αυτής με παράνομη πράξη ή παράλειψη εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης, αλλά και αιτιώδης σύνδεση μεταξύ της οχληρίας και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Δεν υπήρξε στα γεγονότα της υπόθεσης, στην ουσία, δημόσια οχληρία αφού τα δύο πρώτα στοιχεία, αυτό της παράνομης πράξης και της παράλειψης εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης δεν υπάρχουν, ο δε ανήλικος δεν ζημιώθηκε εξ αιτίας οποιασδήποτε πράξης της Δημοκρατίας.
Η δικογράφηση της έκθεσης απαίτησης δεν έγινε με τον ενδεδειγμένο τρόπο ο οποίος εξυπακούει ότι τα δύο αγώγιμα δικαιώματα, ήτοι αυτά της οχληρίας και της αμέλειας, πρέπει να εκτίθενται ξεχωριστά.
Δεν αποδείχθηκε ούτε αμέλεια εναντίον της Δημοκρατίας αφού ελλείπει το στοιχείο της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συγκατάθεσης της Δημοκρατίας για τα έτη 1994 και 1995 και της επιδείνωσης της υγείας του ανηλίκου.
Η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη εμφανούς αιτιολογίας. Ο τρόπος καταγραφής της αιτιολόγησης επαφίεται βέβαια στο πρωτόδικο Δικαστήριο και είναι συνυφασμένος με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Αιτιολογία όμως πρέπει να υπάρχει. Διαφορετικά η αποτυχία να καταγραφεί η αξιολόγηση και ανάλυση της μαρτυρίας αναφερόμενη στα ουσιώδη σημεία αυτής, αφήνει έκθετη την απόφαση ως προς την ορθότητά της.
Η μαρτυρία από πλευράς του ανηλίκου ήταν τουλάχιστο αόριστη και αντιφατική και έπρεπε να απασχολήσει τη σκέψη του Δικαστηρίου ώστε να την αξιολογήσει κατάλληλα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε - με τον ενδεδειγμένο τρόπο - με τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων της Δημοκρατίας η οποία έδινε μια άλλη διάσταση στο όλο πρόβλημα του ανηλίκου, αλλά και τα αίτια και αιτιατά της συμπεριφοράς του, πριν την απορρίψει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη επίσης και στους ακόλουθους μη ενδεδειγμένους χειρισμούς:
1) Αποδέκτηκε έγγραφα χωρίς να τηρηθούν ουσιαστικά οι πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, το δε Δικαστήριο παρέλειψε στην απόφασή του να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση ως προς την βαρύτητα και το αληθές των εγγράφων αυτών, κατά παράβαση των Άρθρων 27, 34 και 36 του Κεφ.9, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο αρ. 32(Ι)/04.
2) Απέρριψε αιτήματα της Δημοκρατίας όπως παρουσιαστούν τα άτομα που υπέγραψαν ή εξέδωσαν ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία έγιναν αποδεκτά ως μαρτυρία χωρίς την παρουσίαση των ατόμων αυτών, με αποτέλεσμα να αποστερηθεί η Δημοκρατία της ευχέρειας να τα αντεξετάσει και να διαπιστώσει την αλήθεια.
3) Χειρίστηκε τον παιδίατρο του ανηλίκου Δρ. Α. Γεωργίου ως μάρτυρα γεγονότων.
4) Παρέλειψε να δώσει σαφείς οδηγίες ώστε η μαρτυρία του Δρ. Α. Γεωργίου να λαμβανόταν πριν την έναρξη της υπόθεσης για τη Δημοκρατία, παρερμηνεύοντας την απόφαση στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Κωνσταντίνου (2006) 1 Α.Α.Δ. 606, σε σχέση με το Άρθρο 26(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 32(Ι)/04.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, εναντίον του εφεσίβλητου. Η αντέφεση παρέμεινε άνευ αντικειμένου και απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας v. Ζιπίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 749,
London Passenger Transport Board v. Upson [1949] A.C. 155,
Πιττάκα v. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895,
Loukason Ltd κ.ά. v. Π. Μακεδόνας & Υιοί Λτδ κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 345,
Κολοκασίδης Λτδ v. Κιμωνή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 132,
Καννάουρου v. Σταδιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,
Κωνσταντίνου v. Κρασιά (2005) 1 Α.Α.Δ. 162,
Κωνσταντίνου v. Κωνσταντίνου (2006) 1 Α.Α.Δ. 606.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σταυρινίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1861/01), ημερομ. 4.8.06.
Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα.
Χ. Ιωάννου για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 4.8.06 εκδόθηκε απόφαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού επί τη βάσει της οποίας επιδικάστηκε ποσό £120.000 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον διάφορα άλλα ποσά, τόσο σε κυπριακές λίρες όσο και σε ελληνικές δραχμές και δολλάρια Αμερικής, για διάφορες ειδικές ζημιές, πλέον τόκους για ζημιές που κατ' ισχυρισμόν υπέστη ο ανήλικος ενάγων λόγω της πτήσης των Κόκκινων Βελών, του ακροβατικού σμήνους της Βρεττανικής Βασιλικής Δύναμης, πάνω από την πόλη της Λεμεσού.
Ο ανήλικος ενάγων ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο παιδί με υπερακουσία που είναι σύμπτωμα του αυτισμού. Η διάγνωση αυτή έγινε στην Αμερική όταν ο ανήλικος ήταν περίπου 5½ ετών, όπου είχε γίνει και ειδική ηχοθεραπεία και ένταξη σε εντατικό ημερήσιο οκτάωρο πρόγραμμα εκπαίδευσης για ένα μήνα, με αποτέλεσμα ο ανήλικος να ακούει φυσιολογικά. Η θεραπεία συνεχίστηκε στην Κύπρο με την πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού. Ήταν ο ισχυρισμός πρωτοδίκως, ότι τον Μάϊο του 1994, τα Κόκκινα Βέλη πέταξαν πάνω από τη Λεμεσό με εκκωφαντικό θόρυβο ως αποτέλεσμα του οποίου ο ανήλικος υπέστη σοκ και ανισορροπία επιστρέφοντας στην προηγούμενη του κατάσταση. Η οικογένεια του ανήλικου τον μετέφερε στην Ελλάδα όπου υπεβλήθη σε συγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα με τη μέθοδο Tomatis και με την επιστροφή στην Κύπρο, ειδικοί καθηγητές από την Αμερική βοήθησαν στην εκ νέου εκπαίδευση του με αποτέλεσμα να γίνει κατορθωτή και πάλι θεαματική πρόοδος. Στα τέλη Απριλίου του 1995, όμως, έγινε νέα πτήση των Κόκκινων Βελών σε χαμηλό ύψος πάνω από την πόλη της Λεμεσού, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ολόκληρη η προηγούμενη θεραπεία του. Νέα θεραπεία στην Ελλάδα μέχρι και το 2000 επέφερε κάποια βελτίωση, αλλά δεν υπήρξε επάνοδος στην προτέρα κατάσταση. Αντίθετα, επήλθε σημαντική οπισθοδρόμηση σε βαθμό που ο ανήλικος δεν μπορούσε πλέον να αρθρώσει λόγο. Το ξαναπέταγμα του σμήνους το 2000 και πάλι με εκκωφαντικό θόρυβο, είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί ο ανήλικος εκ νέου ζημιά στη θεραπεία του με μη αναστρέψιμη πλέον την κατάσταση της υγείας του.
Με 30 λόγους έφεσης ο εφεσείων επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, οι οποίοι στην ουσία ανάγονται στη λανθασμένη εκτίμηση και αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας από το Δικαστήριο, την παράλειψη πρωτοδίκως να εξεταστεί η πιθανή υπεράσπιση της Δημοκρατίας κάτω από το Άρθρο 60 του Κεφ. 148, ιδιαίτερα ενόψει του ότι η Δημοκρατία δεν ηδύνατο να αρνηθεί να δώσει άδεια ή να απαγορεύσει τις εν λόγω πτήσεις, του λανθασμένου ευρήματος ότι στα γεγονότα της υπόθεσης είχε δημιουργηθεί δημόσια οχληρία κάτω από το Άρθρο 45 του Κεφ. 148, για την οποία ήταν υπεύθυνη η Δημοκρατία και, γενικότερα, για έλλειψη δέουσας αιτιολογίας από το Δικαστήριο ως προς το λόγο αποδοχής της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Με αντέφεση ο εφεσίβλητος παραπονείται για το έκδηλα ανεπαρκές ποσό των γενικών αποζημιώσεων, επιδιώκοντας τον καθορισμό του στις £180.000.
Με πολλή επιμέλεια η κα Χούρη στο εκτεταμένο περίγραμμα αγόρευσης της για τον εφεσείοντα, συνόψισε τους 30 λόγους έφεσης σε διάφορες κατηγορίες, συμπτύσσοντας στην κάθε κατηγορία διαφορετικούς σε κατάταξη, αλλά συναφείς λόγους έφεσης, τεκμηριώνοντας αυτούς με την αναγκαία επάρκεια.
Οι πρώτοι λόγοι έφεσης που αναπτύχθηκαν σχετίζονταν με τη θέση ότι η Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να ευθυνόταν για τις οποιεσδήποτε ενέργειες των Κόκκινων Βελών, με δεδομένο ότι, δυνάμει της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, η Δημοκρατία δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί να δώσει τη συγκατάθεσή της για τη διεξαγωγή αυτών των πτήσεων, την οποία συγκατάθεση δέχεται ότι έδωσε για τις πτήσεις των ετών 1994 και 1995, αλλά όχι για το έτος 2000. Προτείνεται, μάλιστα, ότι η Δημοκρατία δεν γνώριζε το ιδιαίτερο πρόβλημα του ανήλικου ενάγοντα παρά μόνο μετά το 1995, μεταγενέστερα μάλιστα της δεύτερης πτήσης. Προέχει επομένως να εξεταστεί το νομικό καθεστώς, αλλά και το είδος της συγκατάθεσης ή άδειας που δόθηκε από τη Δημοκρατία.
Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης στο Annex B, Part II, Section 4, προνοεί στην παρ. 2 αυτού, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δικαιούται να πραγματοποιεί πτήσεις μαχητικών αεροπλάνων στον αεροχώρο πάνω από την εδαφική επικράτεια της Δημοκρατίας, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό, πλην της επαρκούς φροντίδας για την ασφάλεια άλλων αεροσκαφών και την ασφάλεια ζωής και περιουσίας στη Δημοκρατία. Περαιτέρω, με βάση το Part IV, Section 1, το Ηνωμένο Βασίλειο δικαιούται («shall have the right») να πραγματοποιεί εκπαίδευση («training») εντός της Δημοκρατίας και του αεροχώρου της. Αυτό το δικαίωμα εκπαίδευσης ρητά συναρτάται με το δικαίωμα των πτήσεων άνωθεν της εδαφικής επικράτειας της Δημοκρατίας που προνοείται από το προαναφερθέν Section 4, παρ. 2. Τα Κόκκινα Βέλη («Red Arrows»), ανήκουν στη Βρεττανική Βασιλική Δύναμη («RAF»), μέρος επομένως της στρατιωτικής δύναμης με βάση τη δοθείσα μαρτυρία όπως απορρέει από τη σελ. 425 των πρακτικών (μαρτυρία του Λ. Ευγενίου Μ.Υ.2, την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο), αλλά και από το γεγονός ότι ήταν οι Βρεττανικές Βάσεις που ζήτησαν την άδεια, που είναι βέβαια στρατιωτικές βάσεις.
Το περιεχόμενο των σχετικών τεκμηρίων είναι αποκαλυπτικό ως προς την όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε, αλλά και ως προς το τι ζητήθηκε και τι δόθηκε. Το Τεκμ. «67» ημερ. 21.3.94, με αναφορά στις πτήσεις για την περίοδο 8.4.94-16.5.94, οι περισσότερες των οποίων, όπως υποδεικνυόταν, θα λάμβαναν χώραν στις εδαφικές περιοχές των Βρεττανικών Βάσεων, ρητά ανέφερε ότι:
«The team does not plan to route over the Republic of Cyprus unless forced to make an emergency landing at either Larnaca or Paphos. A programme of practices and displays is attached for your information.»
Στο επισυναφθέν πρόγραμμα καταγραφόταν μια μόνο προγραμματισμένη πτήση περιγραφόμενη ως «display at Limassol seafront», για τις 6.5.94 και ώρα 10.00 π.μ. Κατά παρόμοιο τρόπο η Βρεττανική Υπάτη Αρμοστεία, καθόρισε με το Τεκμ. «70» ημερ. 1.3.95 (έγκριση είχε ζητηθεί με το Τεκμ. «69» ημερ. 24.1.95), το πρόγραμμα πτήσεων των Κόκκινων Βελών για την περίοδο 21.4.95-29.4.95, στο οποίο υπήρχε και πάλι μια και μοναδική πτήση περιγραφόμενη ως «display at Limassol seafront» στις 27.4.95 και ώρα 10.00 π.μ. Με τα αντίστοιχα Τεκμ. «68» και «71», η Δημοκρατία έδωσε τη συγκατάθεση της για τις πτήσεις ως εμφαίνονταν στα συνημμένα προγράμματα.
Με βάση την προαναφερόμενη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης δεν παρεχόταν περιθώριο στη Δημοκρατία να αρνηθεί να επιτρέψει τις πτήσεις αυτές, ιδιαίτερα, εφόσον με το Άρθρο 2(1) της Συνθήκης: «The Republic of Cyprus shall accord to the United Kingdom the rights set forth in Annex B to this Treaty.» Εκείνο το οποίο έπραξε λοιπόν η Δημοκρατία ήταν να «συγκατατεθεί», στα πλαίσα της διπλωματικής αβρότητας, με την εισήγηση για την πραγματοποίηση των πτήσεων αυτών, οι οποίες όμως, ρητά είχαν καθορισθεί από τους ίδιους τους Βρεττανούς να πραγματοποιηθούν πάνω από την ακτογραμμή της Λεμεσού. Το μόνο που θα μπορούσε η Δημοκρατία να πράξει θα ήταν να εισηγηθεί ότι «all due care should be taken to avoid fires and damage to properties and helicopter flights should not be at low altitudes.», όπως έπραξε στο Τεκμ. «71», δίνοντας τη συγκατάθεση της για διάφορα προγράμματα και πτήσεις που είχαν ζητηθεί, που περιελάμβαναν και τα Κόκκινα Βέλη.
Καθίσταται επομένως φανερό ότι η Δημοκρατία ενήργησε με βάση τις σαφείς υποχρεώσεις της κάτω από τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία στο Άρθρο 1 αυτής ρητά εξαιρούσε τις δύο περιοχές που καθορίζονταν στο Annex A και οι οποίες αφορούσαν τις Βάσεις του Ακρωτηρίου και της Δεκέλειας και οι οποίες περιοχές «.. shall remain under the sovereignty of the United Kingdom.». Οι περιοχές αυτές καθορίζονται στον Χάρτη αρ. 3 στο Appendix V, ο οποίος τιτλοφορείται «United Kingdom Sites Installations and Training Areas in Cyprus». Συνάγεται ότι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης προνοούσε και προνοεί για περιοχές που ανήκουν στην κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου και που μπορούν να χρησιμοποιούνται και για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν με τα Τεκμ. «67», «69» και «70», αφορούσαν ακριβώς την πτήση των αεροσκαφών αυτών για εκπαιδευτικούς σκοπούς και σκοπούς επιδείξεων.
Παρά τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε εντελώς να αναφερθεί και να αξιολογήσει την επίπτωση της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης στα υπό κρίση γεγονότα, με αποτέλεσμα να παραλείψει να εξετάσει και την πιθανή υπεράσπιση που ήγειρε η Δημοκρατία κάτω από το Άρθρο 60 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προνοεί ότι σε αγωγή για αστικό αδίκημα, συνιστά υπεράσπιση ότι η πράξη για την οποία υπάρχει παράπονο «.. τελέστηκε δυνάμει και σύμφωνα με τις διατάξεις οποιουδήποτε νομοθετήματος.». Η υπεράσπιση αυτή αποτελούσε συναφή θέση των καταγραμμένων στις παρ. 3(ε), 6(δ) και 10(ζ) της τροποποιημένης Υπεράσπισης ημερ. 13.6.06, ισχυρισμών.
Συναφώς, παρέλειψε επίσης να αξιολογήσει ορθά τη μαρτυρία ότι η συγκατάθεση της Δημοκρατίας δόθηκε μόνο για πτήσεις πάνω από την ακτογραμμή της Λεμεσού. Το ότι έτσι έχουν τα πράγματα φανερώνεται, εκτός από τα προαναφερθέντα τεκμήρια, τα οποία ας σημειωθεί έγιναν δεκτά προς κατάθεση από το Δικαστήριο, παρά τις ενστάσεις του συνηγόρου του ανηλίκου, και από τη μαρτυρία του Λούκα Ευγενίου Μ.Υ.2, Ακόλουθου στο Υπουργείο Εξωτερικών, υπεύθυνου, μεταξύ άλλων, και για θέματα σχετιζόμενα με τις Βρεττανικές Βάσεις. Η γραπτή του δήλωση, Τεκμ. «65», καθώς και η ένορκη μαρτυρία του ήταν αποκαλυπτική στο ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε άλλη συναίνεση από πλευράς της Δημοκρατίας, εκτός από τις δύο συγκεκριμένες πτήσεις πάνω από την ακτογραμμή της Λεμεσού για το 1994 και 1995. Περαιτέρω, δεν υπήρξε μαρτυρία και, όπως κατέθεσε και ο Ευγενίου, ουδέποτε έγινε οποιοδήποτε αίτημα από την Βρεττανική Υπάτη Αρμοστεία για εκπαιδευτικές πτήσεις και για το Μάρτιο 2000 (ας σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός περί πτήσεων για το Μάρτιο του 2000 προστέθηκε μετά από δύο διαδοχικές τροποποιήσεις της έκθεσης απαίτησης, μια μάλιστα κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας), και, επομένως, ουδέποτε η Δημοκρατία είχε δώσει τέτοια άδεια ή συγκατάθεση. Η μαρτυρία του Ευγενίου έπρεπε να είχε γίνει δεκτή, ορθά αξιολογούμενη, και ως προς αυτή την πτυχή, με δεδομένο ότι είχε καταθέσει στο πρωτόδικο Δικαστήριο τα σχετικά έγγραφα και αλληλογραφία από τον αρμόδιο και επίσημο φάκελο του Υπουργείου Εξωτερικών της Δημοκρατίας, από τον οποίο και προέκυπτε ότι τα μοναδικά αιτήματα για πτήσεις αφορούσαν τα έτη 1994 και 1995. Ο κ. Ιωάννου κατά την έφεση δέχθηκε ότι πράγματι δεν υπήρχαν γραπτά στοιχεία ως προς αίτημα ή άδεια που δόθηκε για το 2000. Υπήρχε όμως, κατά την άποψη του, περιστατική ενισχυτική μαρτυρία καταγραμμένη σε βιντεοταινία στην οποία θα γίνει αναφορά στο τέλος της απόφασης και η οποία όπως θα υποδειχθεί, ουδόλως συνηγορούσε προς αυτή την κατεύθυνση. Λανθασμένα, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δόθηκε άδεια για πτήσεις για το 2000. Ακόμη και να έγιναν κάποιες πτήσεις κατά το 2000, όπως έγινε δεκτό πρωτοδίκως, δεν σήμαινε ότι γι' αυτές είχε δοθεί άδεια από τη Δημοκρατία. Αντίθετα, η παρουσιασθείσα μαρτυρία ήταν ότι η Δημοκρατία αρνήθηκε να χορηγήσει άδεια για πτήσεις (το αν καλώς ή κακώς έπραξε δεν ενδιαφέρει εδώ), όταν ζητήθηκε τον Μάϊο 2000, ενώ υπήρξε μεταγενέστερα και συμφωνία ως προς τον όλο προγραμματισμό των πτήσεων.
Περαιτέρω και με αναφορά στη γνώση της Δημοκρατίας για την περίπτωση του ανήλικου, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλεκτικά χρησιμοποίησε τη μαρτυρία του Ευγενίου κατά το δοκούν, διότι ενώ στη σελ. 15 της απόφασης του κατέγραψε ότι δέχθηκε τη μαρτυρία αυτή με επιφύλαξη γιατί έδωσε τη μαρτυρία από φακέλους που υπήρχαν στην υπηρεσία του χωρίς στην ουσία να γνώριζε οτιδήποτε προσωπικά, εν τούτοις στη σελ. 18 της απόφασης, θεώρησε τη μαρτυρία της μητέρας του ανηλίκου ότι είχε γνωστοποιήσει επώνυμα το παράπονο της στο Υπουργείο Εξωτερικών μετά την πτήση του 1994, ως υποστηριζόμενη από τη μαρτυρία του Ευγενίου, ο οποίος, μέσα από το φάκελο του Υπουργείου Εξωτερικών, κατέθεσε ότι υπήρχε αναφορά ότι μια μητέρα είχε κάμει παράπονο για το θέμα υπερακουσίας του παιδιού της, παραγνωρίζοντας (παρόλο που το αναφέρει), ότι το τηλεφώνημα αυτό ήταν ανώνυμο και ότι, όπως σταθερά επέμενε ο Ευγενίου κατά την αντεξέταση του, ουδέποτε η μητέρα αυτή επανήλθε με συγκεκριμένα στοιχεία σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο. Μάλιστα, η θέση του Ευγενίου υποστηρίζεται και από το Τεκμ. «26» ημερ. 1.8.95, επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών προς το δικηγορικό γραφείο του συνηγόρου του ενάγοντα, ότι όντως κάποια μητέρα παιδιού με πρόβλημα υπερακοής είχε τηλεφωνήσει στο Υπουργείο Εξωτερικών για να παραπονεθεί, αφού η επίδειξη είχε τελειώσει, χωρίς όμως να υπάρξει άλλη επικοινωνία στο μεταξύ από την επηρεαζόμενη οικογένεια.
Παρά ταύτα, χωρίς το Υπουργείο να έχει στη διάθεση του τα στοιχεία της οικογένειας ή άλλες πληροφορίες, ενήργησε προληπτικά αναφέροντας το θέμα τηλεφωνικώς στη Βρεττανική Υπάτη Αρμοστεία και την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού. Περαιτέρω, σε νέα επικοινωνία του Υπουργείου Εξωτερικών προς το δικηγόρο, Τεκμ. «35», ημερ. 19.2.96, αναφέρεται ρητά ότι η πόλη της Λεμεσού είχε εξαιρεθεί από την έγκριση που είχε δοθεί για τις επιδείξεις των Κόκκινων Βελών «.. λόγω των γνωστών προβλημάτων που παρουσιάστηκαν πέρσι.». Αυτό όμως χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική σύνδεση, παραδοχή ή συνάφεια ως προς την περίπτωση του ανήλικου. Αλλά και το Τεκμ. «34» ημερ. 31.1.96, το οποίο προέρχεται από το Δήμο Λεμεσού αναφέρει, μαζί με τη συνημμένη επιστολή ημερ. 14.3.95, ότι η συγκατάθεση είχε δοθεί μόνο σε σχέση με τη θαλάσσια περιοχή της πόλης της Λεμεσού. Καμιά απολύτως συγκεκριμένη μαρτυρία δεν υπήρξε ότι οι αρχές της Δημοκρατίας γνώριζαν το πρόβλημα του ανήλικου. Έγινε μάλιστα και πάλι δεκτό από τον κ. Ιωάννου κατ' έφεση, ότι πράγματι το 1994 κανένας δεν γνώριζε το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Όλα αυτά παραγνωρίστηκαν πρωτοδίκως και αυθαίρετα και χωρίς λογική συνέχεια και συνέπεια στη σκέψη του, το Δικαστήριο κατέγραψε στη σελ. 19 της απόφασης γενικά ότι η Δημοκρατία γνώριζε από το 1994, ότι «.. Κύπριοι πολίτες είχαν πρόβλημα υπερακουσίας ...» και ότι η Δημοκρατία όφειλε να λάβει μέτρα για να απαγορεύσει τις πτήσεις σε κατοικημένες περιοχές.
Με βάση την πιο πάνω θέση του, αλλά και τα όσα ανέφερε στην επόμενη παράγραφο της σελ. 19 της απόφασης, στην οποία και πάλι θεωρεί ότι η Δημοκρατία μέσω των Ιατρικών της Υπηρεσιών «γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι υπάρχει πρόβλημα υπερακουσίας μεταξύ των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας», (και αυτό διότι ο ανήλικος είχε κατά τη νηπιακή του ηλικία, όπως θα αναφερθεί και αργότερα, τύχει εξέτασης από τις ιατρικές υπηρεσίες), το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει και να αποφασίσει, λανθασμένα όμως, ότι η Δημοκρατία ήταν υπεύθυνη για δημόσια οχληρία. Η δημόσια οχληρία, με βάση το Άρθρο 45 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, αποτελείται από παράνομη πράξη ή παράλειψη εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης αν η πράξη αυτή ή παράλειψη θέτει σε κίνδυνο τη ζωή, την ασφάλεια, την υγεία, την ιδιοκτησία ή την άνεση του κοινού ή παρακωλύει το κοινό στην άσκηση κοινού δικαιώματος. Η επιφύλαξη του άρθρου προνοεί ότι δεν εγείρεται αγωγή για δημόσια οχληρία, παρά μόνο από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος ή από το πρόσωπο που υπέστη εξ αιτίας αυτής, ειδική ζημιά.
Η πιο πάνω νομοθετική διάταξη αποτελεί την κωδικοποίηση ουσιαστικά του κοινοδικαίου, σύμφωνα δε με τον Salmond &Heuston on the Law of Torts 21η έκδ. σελ. 54, η δημόσια ή κοινή οχληρία είναι κατά κύριο λόγο ποινικό αδίκημα. Πρέπει, όπως αναφέρεται και στον ορισμό, να επηρεάζει το κοινό γενικά ή τουλάχιστο μια ικανή μερίδα αυτού. Παρόλο που όπως αναφέρεται στο πιο πάνω σύγγραμμα δεν είναι ανάγκη να αποδειχθεί ότι κάθε μέλος του κοινού έχει υποστεί πρόβλημα, εν τούτοις, πρέπει να αποδειχθεί ότι τουλάχιστο ένας ικανός αριθμός ατόμων έχει επηρεαστεί, ώστε να θεωρείται ως μια τάξη του κοινού και αυτό αποτελεί πραγματικό ζήτημα.
Όπως περαιτέρω εξηγείται στο σύγγραμμα Street on Torts 11η έκδ. σελ. 423-429, η δημόσια οχληρία μπορεί να αποτελέσει τη βάση και για αστικό αδίκημα, όπως στη λεγόμενη περίπτωση του «relator action for an injunction», που όπως και στην Κύπρο, εισάγεται από τον Γενικό Εισαγγελέα, ή, από ιδιώτη «who can show that he has suffered 'special damage' beyond that suffered by the others of Her Majesty's subjects affected by the defendant's interference.». Σύμφωνα με τα όσα περαιτέρω αναφέρονται, η αστική αγωγή από ιδιώτη θα αποτύχει, εάν δεν αποδειχθεί ότι η ζημιά που έχει υποστεί ο ίδιος είναι «ειδική ζημιά» (κάτι διαφορετικό από τα «special damages»), ενώ θα πρέπει επίσης να αποδεικνύεται ότι το κοινό γενικά υφίσταται ζημιά που εντάσσεται στις κατηγορίες που εξειδικεύονται στο Άρθρο 45. Στη σελ. 424 αναγράφεται:
«Instead, the nuisance in such cases amounts to an inconvenience occasioned to the public generally, but causes special damage to the claimant (ie damage beyond that suffered by other members of the public). Such nuisances typically involve obstructing, or creating a danger on the highway.»
Περαιτέρω στη σελ. 425 αναφέρονται τα εξής:
«In addition to pecuniary loss, personal injury and property damage have also been held to constitute special damage. So, too, have causing inconvenience and delay, provided that the harm thereby caused to the claimant is substantial and appreciably greater in degree than any suffered by the general public.»
Στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, πέραν του ότι η Δημοκρατία, όπως έχει αναλυθεί προηγουμένως, δεν επέτρεψε τις πτήσεις των αεροσκαφών σε οποιαδήποτε περιοχή πέραν της ακτογραμμής της Λεμεσού, δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από τον ενάγοντα προς ικανοποίηση του Άρθρου 45, ότι δηλαδή, το κοινό εν γένει είχε υποστεί πρόβλημα ή τέθηκε σε κίνδυνο με οποιοδήποτε τρόπο από τις πτήσεις των Κόκκινων Βελών. Αναμφίβολα η μαρτυρία της μητέρας και των δύο άλλων μαρτύρων, της Γεωργιάδου και της Κουτσαβάκη, δεν θα μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να αποτελέσουν μαρτυρία ότι επηρεάστηκε, έστω, ένας ικανός αριθμός του κοινού.
Πρόσθετα, όπως υποδεικνύουν τα προαναφερθέντα συγγράμματα αλλά και η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζιπίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 749, πρέπει να διαπιστώνεται, πέραν της ύπαρξης της δημόσιας οχληρίας και η σύνδεση αυτής με παράνομη πράξη ή παράλειψη εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης, αλλά και αιτιώδης σύνδεση μεταξύ της οχληρίας και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τα δύο πρώτα στοιχεία ελλείπουν στην υπόθεση, με δεδομένο ότι δεν υπήρξε παράνομη πράξη από τη Δημοκρατία, αλλά ούτε και παράλειψη εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης, ενώ όπως θα διαφανεί και στην περαιτέρω ανάλυση, δεν έχει υποστεί ο ανήλικος ιδιαίτερη ζημιά εξ αιτίας οποιασδήποτε πράξης της Δημοκρατίας. Δεν υπήρξε στα γεγονότα της υπόθεσης, στην ουσία, δημόσια οχληρία.
Ο κ. Ιωάννου κατά την έφεση εισηγήθηκε ότι επικουρικά και αχρείαστα αναφέρθηκε από το Δικαστήριο η δημόσια οχληρία, διότι το Δικαστήριο στην ουσία αποφάσισε την ευθύνη με βάση τις αρχές της αμέλειας. Αυτό, όμως, δεν εξάγεται από την ίδια την απόφαση, αλλά αντίθετα οι σελ. 19-21 είναι αφιερωμένες μόνο στην εξέταση του ζητήματος του Άρθρου 45 του Κεφ. 148. Σε μια και μοναδική γραμμή, το Δικαστήριο στη σελ. 20 της απόφασης, θεώρησε ότι υπήρξε αμέλεια και παράβαση νομίμων υποχρεώσεων και καθηκόντων εκ μέρους της Δημοκρατίας.
Να σημειωθεί ότι η τελευταία τροποποιημένη έκθεση απαίτησης δεν κατηγοριοποίησε τις διάφορες νομικές υποχρεώσεις κατά τον ορθό δικογραφικό τρόπο. Τόσο στην παρ. 8 όσο και στην παρ. 10 αυτής, συμπτύχθησαν, ανεπίτρεπτα, οι θέσεις ότι οι επιδείξεις των αεροσκαφών αποτελούσαν «.. επίθεση εις βάρος του και/ή οχληρία και/ή καταπάτηση των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων και/ή διαφυγή επικίνδυνου πράγματος υπό συνθήκες που ευθύνεται η Κυπριακή Δημοκρατία .. Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά .. οι ως άνω αναφερόμενες βλάβες και/ή ζημιά και/ή απώλεια προκλήθηκαν συνέπεια της απερισκεψίας και/ή αμέλειας και/ή της παράβασης των νομικών καθηκόντων της Κυπριακής Δημοκρατίας.».
Η πιο πάνω διατύπωση πόρρω απέχει από την ορθή δικογράφηση, η οποία επιβάλλει να ξεχωρίζουν οι αξιώσεις για αποζημιώσεις για οχληρία και για αμέλεια. (δέστε το πρότυπο αρ. 418 σελ. 718 του Bullen & Leake: Precedents of Pleadings 12η έκδ.). Αλλά και η αξίωση για αποζημιώσεις λόγω παραβίασης νομίμων καθηκόντων, αποτελεί συγκεκριμένη θεραπεία του κοινοδικαίου και δεν πρέπει να συγχύζεται με την αξίωση αποζημιώσεων για αμέλεια, διότι η ίδια ζημιά μπορεί να προκληθεί είτε από συμπεριφορά που συνάδει με τη συνήθη αμέλεια, είτε και από συμπεριφορά που ισοδυναμεί με διάρρηξη νομίμου καθήκοντος. Η ορθή δικογράφηση πρέπει να ξεχωρίζει τα δύο αυτά αγώγιμα δικαιώματα όπως υποδεικνύει η υπόθεση London Passenger Transport Board v. Upson [1949] A.C. 155, αλλά και το σύγγραμμα Bullen & Leake - supra - σελ. 59-60.
Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ούτε και αμέλεια από τη Δημοκρατία θα μπορούσε να εξαχθεί στα γεγονότα της υπόθεσης. Λανθασμένα το Δικαστήριο εξήγαγε το συμπέρασμα ότι η Δημοκρατία είχε οποιαδήποτε συγκεκριμένη υποχρέωση προς το πρόσωπο του ανηλίκου. Η γενικότερη ύπαρξη ατόμων με αυτισμό στο έδαφος της Δημοκρατίας, δεν επαρκεί για να προσδώσει ευθύνη σε αυτήν, ούτε και μπορεί να αποτελέσει γενικόλογα και αόριστα έδαφος για την εξαγωγή ευρύτερης υποχρέωσης προς το κοινό. Κατά συνέπεια, στα γεγονότα της υπόθεσης, ουδέν αμελές ή άλλο στοιχείο που συνιστά παράλειψη ή παρέκκλιση από νόμιμο καθήκον επέδειξε η Δημοκρατία και επομένως ουδεμία αιτιώδης συνάφεια αποδείχθηκε μεταξύ της συγκατάθεσης της Δημοκρατίας για τα έτη 1994 και 1995 και την επιδείνωση της υγείας του ανήλικου.
Όσον αφορά τους λόγους έφεσης που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την αιτιολογία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από εμφανή αναιτιολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαχώρισε στην απόφαση του την αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων επί των γεγονότων και των εμπειρογνωμόνων. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, παρά την ύπαρξη εκτεταμένης αντικρουόμενης μαρτυρίας, ιδιαίτερα σε σχέση με την αιτιώδη συνάφεια, αλλά και την παρουσίαση σωρείας αποδείξεων και εγγράφων υποστηρικτικά, κατ΄ ισχυρισμόν, των εξόδων που η μητέρα του ανήλικου δαπάνησε τόσο στην Αμερική όσο και στην Ελλάδα και Κύπρο, ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού ανάλωσε δεκατρείς συναπτές σελίδες για την καταγραφή και σύνοψη της μαρτυρίας, οι περισσότερες των οποίων αφορούσαν μαρτυρία άλλη από αυτή των εμπειρογνωμόνων, περιορίστηκε σε μια παράγραφο στη σελ. 15, να αναφέρει ότι «.. δέχεται χωρίς δισταγμό ..» τη μαρτυρία των μαρτύρων του ενάγοντα καθώς και τη μαρτυρία ενός μάρτυρα από πλευράς του εναγομένου, δεχόμενο επίσης, αλλά με επιφύλαξη, τη μαρτυρία άλλου προσώπου από πλευράς του εναγομένου, δοθέντος ότι το πρόσωπο αυτό έδωσε τη μαρτυρία του από υπηρεσιακούς φακέλους χωρίς να έχει προσωπική γνώση των δεδομένων. (Πρόκειται για τον Λ. Ευγενίου Μ.Υ.2, στη μαρτυρία του οποίου έγινε ήδη αναφορά προηγουμένως.).
Η μαρτυρία που έγινε δεκτή, άλλη από αυτή των εμπειρογνωμόνων, ανήκε στην ίδια τη μητέρα του ανηλίκου Μαρία Κωστάκη Μ.Ε.1 καθώς και των Τασούλα Γεωργιάδου Μ.Ε.3 και Ελένη Κουτσαβάκη Μ.Ε.4. Καμία εξήγηση δεν δόθηκε για την προτίμηση της μαρτυρίας αυτής, καμία αντιπαραβολή με στοιχεία και δεδομένα που υπήρχαν στο φάκελο του Δικαστηρίου δεν έγινε και κανένας, έστω και ακροθιγώς, προβληματισμός δεν καταγράφηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο εκ του γεγονότος ότι η ουσιώδης μάρτυρας ήταν η μητέρα του ανηλίκου και ότι οι Γεωργιάδου και Κουτσαβάκη ήταν φιλικά προσκείμενες προς αυτή και την οικογένεια της. Η πρώτη μάλιστα τυγχάνει να έχει και αυτή αυτιστικό παιδί που φοιτούσε στο ίδιο σχολείο με τον ανήλικο ενάγοντα. Η συλλήβδην αποδοχή, χωρίς εξήγηση της μαρτυρίας των προαναφερομένων μαρτύρων, είχε επίπτωση τόσο σε σχέση με την αιτιώδη συνάφεια και την ευθύνη του εναγομένου έναντι των προβλημάτων που προκλήθηκαν στον ανήλικο, αλλά και συνέπεια ως προς τις ειδικές ζημιές που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε και πάλι κατά συνοπτικό τρόπο, στις σελ. 21 και 22 της απόφασης του.
Η πλευρά του ανήλικου δεν παρουσίασε σαφή μαρτυρία ότι είχαν γίνει πράγματι πτήσεις πάνω από την ίδια την πόλη της Λεμεσού ή ότι είχαν με οποιοδήποτε τρόπο παραβιαστεί οι συμφωνηθείσες πτήσεις πάνω από την ακτογραμμή, ενώ, όπως υπέδειξε ο Ευγενίου, ουδέποτε υποβλήθηκαν άλλα παράπονα από οποιοδήποτε, τα οποία και θα καταγράφονταν στους φακέλους του Υπουργείου Εξωτερικών, όπως ακριβώς καταγράφηκε και το ανώνυμο τηλεφώνημα. Να λεχθεί ότι η μαρτυρία από πλευράς του ανήλικου ήταν τουλάχιστο αόριστη και αντιφατική και έπρεπε να απασχολήσει τη σκέψη του Δικαστηρίου ώστε να την αξιολογήσει κατάλληλα. Για παράδειγμα, η μητέρα του ανήλικου είχε δηλώσει στο Τεκμ. «1», που ήταν η γραπτή της δήλωση, ότι τα Κόκκινα Βέλη «περνούσαν ξυστά πάνω από τις πολυκατοικίες και πάνω από το σπίτι μας» και αυτή ήταν ουσιαστικά η μοναδική μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα για τις πτήσεις πάνω από την πόλη της Λεμεσού, από άτομο βεβαίως που είχε στενή συγγένεια με τον ανήλικο, που είχε υποστεί πλείστα όσα έξοδα για την αποθεραπεία του και που είχε κάθε λόγο να παρουσιάσει τα πράγματα κατά τρόπο που να έριχνε την ευθύνη στη Δημοκρατία. Η μαρτυρία της Τασούλας Γεωργιάδου, Μ.Ε.3, ήταν εξίσου αόριστη, όταν στη σελ. 284 των πρακτικών ισχυριζόταν ότι τα Κόκκινα Βέλη πετούσαν πάνω από τα σπίτια τους, ενώ και η Έλενα Κουτσαβάκη, Μ.Ε.4, στη σελ. 2 της δικής της γραπτής δήλωσης, Τεκμ. «57», ανέφερε ότι τα Κόκκινα Βέλη εμφανίσθηκαν ξαφνικά στον ουρανό της πόλης της Λεμεσού. Δήλωσε όμως αργότερα στην αντεξέταση της στη σελ. 332 των πρακτικών, ότι μόνο το 1994, όταν ήταν με τον ανήλικο, είδε τα Κόκκινα Βέλη, όχι όμως και το 1995. Η άλλη μαρτυρία της Θ. Φωτιάδου, Μ.Ε.5, δεν είχε να προσθέσει οτιδήποτε διότι στη σελ. 358 των πρακτικών, δέχθηκε ότι δεν είχε η ίδια ποτέ δει τα αεροπλάνα, απλά δέχθηκε τι της είχαν πει άλλα πρόσωπα. Όταν η ίδια τα είδε ήταν το 2002 και μάλιστα πετούσαν πάνω από τη θάλασσα. Όπως προαναφέρθηκε, η μαρτυρία παρά την αοριστία και ασάφεια της, δεν αξιολογήθηκε κατά αποδεκτό τρόπο από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά απλά έγινε δεκτή.
Είναι νομολογιακά καθορισμένο ότι τα γνωρίσματα μιας δεόντως αιτιολογημένης απόφασης συναρτώνται από την ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επιδίκων θεμάτων, τη διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και την καταγραφή σαφούς δικαστικής απόφασης. (δέστε Πιττάκα ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895 στη σελ. 1908.). Αναμφίβολα ένα Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να επαναλαμβάνει το σύνολο της μαρτυρίας που προσφέρεται ενώπιόν του, ούτε και να αναφέρεται σε κάθε πτυχή της. Εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι, σύμφωνα με το σκεπτικό της υπόθεσης Loukason Ltd κ.ά. ν. Π. Μακεδόνας & Υιοί Λτδ κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 345 στη σελ. 358:
«.. ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και τα συμπεράσματα, καθώς και η σύνδεση της απόφασης με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου.»
Ο τρόπος καταγραφής της αιτιολόγησης επαφίεται βέβαια στο πρωτόδικο Δικαστήριο και είναι συνυφασμένος με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. (Κολοκασίδης Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 132 και Καννάουρου ν. Σταδιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35). Αιτιολογία όμως πρέπει να υπάρχει. Διαφορετικά η αποτυχία να καταγραφεί η αξιολόγηση και ανάλυση της μαρτυρίας αναφερόμενη στα ουσιώδη σημεία αυτής, αφήνει έκθετη την απόφαση ως προς την ορθότητά της. (Κωνσταντίνου ν. Κρασιά (2005) 1 Α.Α.Δ. 162.).
Λόγω της άνευ δισταγμού αποδοχής της μαρτυρίας, έγινε ουσιαστικά δεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο ανήλικος είχε πρόβλημα υπερακουσίας, η επιδείνωση της οποίας επήλθε λόγω της πτήσης των Κόκκινων Βελών στις τρεις διαφορετικές περιπτώσεις που έχουν προηγουμένως αναφερθεί και ότι η αναγκαία και μακρά αποθεραπεία, στο βαθμό που ήταν επιτυχής μεταξύ του 1994 και 2000, κατέστησε αναγκαία την πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού και τη δαπάνη πολλών χρημάτων, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Ως προς την αιτιώδη συνάφεια, έγινε δεκτή η μαρτυρία της μητέρας, αλλά και των Γεωργιάδη και Κουτσαβάκη, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν γιατροί και δεν είχαν αποκτήσει οποιοδήποτε εξειδικευμένο προσόν, έστω και αν είχαν παρακολουθήσει κάποια μαθήματα για την αντιμετώπιση του αυτισμού, σε εμφανή παραγνώριση της μαρτυρίας των ίδιων των εμπειρογνωμόνων, ιδιαίτερα από την πλευρά του εφεσείοντα. Η μαρτυρία της μητέρας φανέρωσε ότι αυτή δεν είχε οποιαδήποτε επιστημονική εκπαίδευση σε θέματα αυτισμού, ούτε ήταν γιατρός και τα όσα μαθήματα και σεμινάρια παρακολούθησε, καθηκόντως, για τη φροντίδα του ανήλικου παιδιού της, συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης στη μέθοδο Tomatis, δεν την καθιστούσαν βέβαια εμπειρογνώμονα στον τομέα. Η Τασούλα Γεωργιάδου, Μ.Ε.3, επίσης δέχθηκε ότι δεν ήταν σπουδασμένη γιατρός, νοσοκόμα ή άλλως πως, το ίδιο δε συνέβαινε και με την Έλενα Κουτσαβάκη, Μ.Ε.4, η οποία είχε μεν παρακολουθήσει διάφορα σεμινάρια και εκπαιδεύτηκε πρακτικά χωρίς όμως να έχει εξειδικευμένη επιστημονική εκπαίδευση.
Περαιτέρω, ορθά η κα Χούρη ανέφερε ότι η αιτιολογία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την αποδοχή της μαρτυρίας των άλλων ειδικών μαρτύρων του ανήλικου, Θεοδώρας Φωτοπούλου, Μ.Ε.2 κλινικής ψυχολόγου και Θεοδώρας Φωτιάδου, Μ.Ε.5, ψυχολόγου, έναντι της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων Ανδρέα Ασπρή, Μ.Υ.1, Άννας Παραδεισιώτου, Μ.Υ.5 και Γούλας Στυλιανίδου, Μ.Υ.5, που πρόσφερε ο εφεσείων, ήταν εσφαλμένη. Παρόλον που το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε ορθά τις αρχές που διέπουν την αποδοχή και αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, εν τούτοις αρκέστηκε να απορρίψει τη μαρτυρία των ειδικών του εφεσείοντα, με την ουσιαστικά απλουστευμένη δικαιολογία ότι προσπαθούσαν να παραπέμψουν το Δικαστήριο σε συγγράμματα χωρίς να στηρίζουν με επιχειρηματολογία τις απαντήσεις τους. Ιδιαίτερα σε σχέση με τη μάρτυρα Παραδεισιώτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αμφισβήτησε την ειδικότητα της σε θέματα αυτισμού με βάση την εξάμηνη εκπαίδευση που είχε στην Αμερική. Από την άλλη, δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσιβλήτου, διότι αυτοί, ως ανέφερε επί λέξει, «.. έδωσαν την εντύπωση στο Δικαστήριο ότι έδιναν τη μαρτυρία χωρίς υπεκφυγές και χωρίς σε παραπομπές συγγραμμάτων, αλλά κατά τρόπο εμπεριστατωμένο διατύπωναν τις θέσεις τους χωρίς αγορεύσεις υπό μορφή διαλέξεως αλλά με σαφήνεια έδιναν τις απαντήσεις τους ...».
Η πιο πάνω μαρτυρία έγινε δεκτή πρωτοδίκως για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στον ανήλικο είχαν δημιουργηθεί από τις πτήσεις των Κόκκινων Βελών. Οι εμπειρογνώμονες της Δημοκρατίας ήταν όμως πλέον εξειδικευμένοι στο ζήτημα του αυτισμού, με δεδομένο ότι ο Α. Ασπρής, Μ.Υ.1, γιατρός με ειδίκευση στην ωτορινολαρυγγολογία, είχε περαιτέρω εξειδικευθεί στον τομέα της ακουολογίας και ήταν στον ουσιώδη χρόνο ο υπεύθυνος του Ακουολογικού Τμήματος στο Μακάρειο Νοσοκομείο. Από την άλλη, η Άννα Παραδεισιώτου, Μ.Υ.4, ήταν ειδική παιδοψυχίατρος, μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τον Αυτισμό. Τέλος, η Γούλα Στυλιανίδου, Μ.Υ.5 ήταν παιδονευρολόγος, η οποία και εξήγησε ότι ο αυτισμός αποτελεί νευρική διαταραχή. Να σημειωθεί, περαιτέρω, ότι οι Παραδεισιώτου και Στυλιανίδου, είχαν, σε ανύποπτο χρόνο η κάθε μια, σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, εξετάσει τον ανήλικο όταν ήταν δύο και πέντε ετών και είχαν από τότε εκφράσει την επιστημονική άποψη ότι ο ανήλικος ήταν παιδί με ιδιαίτερο πρόβλημα που δεν μπορούσε να δεχθεί θεραπεία και δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί θετικά σε τέτοια θεραπεία. Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιωνόταν και από την μεταγενέστερη εξέταση στην οποία είχε υποβάλει ο Δρ. Ασπρής τον ανήλικο στις 11.5.05, μετά την οποία εξέδωσε και σχετικό πιστοποιητικό, Τεκμ. «64» ημερ. 31.5.05. Σύμφωνα με τα κλινικά του ευρήματα, μετά από ωτοσκόπηση, τυμπανομετρία και ωτοακουστική εκπομπή, διαπιστώθηκε «φυσιολογική ακουστική ικανότητα αμφοτερόπλευρα». Η κρίση του ήταν ότι υπήρχε απουσία συσχέτισης εξωτερικών ερεθισμάτων με την παρουσιασθείσα ευμετάβλητη ψυχοσωματική του κατάσταση, ενώ με βάση τη δήλωση του Τεκμ. «62», ο ήχος δεν μεταδίδεται από το δέρμα, (σ΄ αντίθεση μ' αυτά που υποστήριξε η Θ. Φωτοπούλου, ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, στη δήλωσή της Τεκμ. «53», αλλά και τη μαρτυρία της), αλλά μόνο με αέρινη, κατά κύριο λόγο, αγωγή και, λιγότερο, με οστέϊνη αγωγή. Η θέση του ήταν ότι τυχόν παλινδρομήσεις είχαν σχέση με τη σοβαρότητα του αυτισμού και «. λιγότερο με την επίδραση εξωγενών τακτικών ερεθισμάτων».
Αυτά, ήταν σύμφωνα και με τις διαγνώσεις-παρατηρήσεις των Παραδεισιώτου και Στυλιανίδου. Η πρώτη στη δήλωση της Τεκμ. «72», αλλά και την ένορκη μαρτυρία της, εξήγησε ότι ο αυτισμός είναι «διάχυτη αναπτυξιακή συμπεριφορά .. πάθηση πολυπαραγοντικής οργανικής αιτιολογίας με χρόνιο χαρακτήρα.». Συνήθως 75% των αυτιστικών παιδιών παρουσιάζουν και νοητική στέρηση. Η εξέταση του ανηλίκου σε τυχαίο χρόνο και όταν η ίδια ιδιώτευε, το 1991-92, απεκάλυψε ότι αυτός πληρούσε τα κριτήρια της αυτιστικής διαταραχής σύμφωνα με το DSM IV (Διαγνωστικό Ψυχιατρικό Εγχειρίδιο διεθνώς αποδεκτό). Κατά την εξέταση ο ανήλικος παρουσίαζε στην ηλικία των 2-3 χρόνων, μη ικανοποιητική επικοινωνιακή σχέση με το περιβάλλον, δεν είχε βλεμματική επαφή, καμιά συγκινησιακή αμοιβαιότητα και ήταν απομονωμένος στο δικό του περιβάλλον, χωρίς ανάπτυξη λόγου, όλα συμπτώματα μιας σοβαρής μορφής αυτιστικής διαταραχής. Παρενθετικά, σημειώνεται ότι αυτά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα που μετέδωσε με τη γραπτή της δήλωση, Τεκμ. «56», τρίτη και τέταρτη παράγραφο, η Τασούλλα Γεωργιάδου, Μ.Ε.3, αλλά και την εικόνα που μετέδωσε μέσα από τη δική της δήλωση Tεκμ. «57», σελ. 2, η Έλενα Γεωργιάδου-Κουτσαβάκη, συνοδός αυτιστικών παιδιών.
Η Παραδεισιώτου, επίσης, είχε τη γνώμη ότι το σύμπτωμα της υπερακουσίας σ' αυτιστικά άτομα δεν είναι παθογνωμικό ή προεξάρχον και η διαταρακτική συμπεριφορά ή τα φοβικά συμπτώματα που δυνατόν να παρουσιαστούν από ηχητικά ερεθίσματα, συνήθως διαρκούν όσο και τα ερεθίσματα αυτά, παρατηρείται δε ύφεση και εξάλειψη ακόμη των συμπτωμάτων με την απομάκρυνση του ηχητικού ερεθμίσματος.
Αλλά και η Γούλα Στυλιανίδου στη δική της δήλωση, Τεκμ. «77», και την ένορκη μαρτυρία της, είχε επίσης εξετάσει τον ανήλικο στην νηπιακή του ηλικία το 1990, σε ανύποπτο χρόνο, αλλά και στις 18.5.05, όταν ο ενάγων δεν είχε λόγο, δεν εκτελούσε οδηγίες και δεν είχε πάντα βλεμματική επαφή. Κατά την άποψή της, η διαταραγμένη ανταπόκριση και η μη ανοχή σε εξωγενή ηχητικά ερεθίσματα «.. δυνατόν να σχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση διαταραχών συμπεριφοράς, στερεοτυπιών, εμμονών ή διαταραχής στην ικανότητα του να λειτουργεί και να προσαρμόζεται ψυχοκοινωνικά.».
Τα όσα περιληπτικά αναφέρθηκαν ανωτέρω ως προερχόμενα από τη μαρτυρία των εμπειρογνωμώνων της Δημοκρατίας, έδιναν αναμφίβολα μια άλλη διάσταση στο όλο πρόβλημα του ανήλικου, αλλά και τα αίτια και αιτιατά της συμπεριφοράς του. Η πρωτόδικη κρίση ουδόλως ασχολήθηκε με τα πιο πάνω. Γενικά, αόριστα και δίνοντας αδικαιολόγητη έμφαση στην κατά την άποψή του παραπομπή σε βιβλιογραφία και συγγράμματα ως ένδειξη αδυναμίας να στηρίξουν με επιχειρήματα τις θέσεις τους και παραγνωρίζοντας την επιστημονική τους κρίση ως προς την αποδεκτότητα και αποτελεσματικότητα της μεθόδου Tomatis, απέρριψε τη μαρτυρία τους.
Η μαρτυρία όμως που δίνεται από ένα εμπειρογνώμονα πρέπει να εξετάζεται πρωτόδικα με ιδιαίτερη προσοχή. Οφείλει ένα πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρεί σε ανάλυση και αντιπαραβολή της συγκρουόμενης επιστημονικής μαρτυρίας και να καταγράφει με επιμέλεια και με πειστικό τρόπο τη δική του ανεξάρτητη κρίση, η οποία όμως να αναδύεται και να παραπέμπει στα επιστημονικά δεδομένα και παρατηρήσεις, όπως εξηγήθηκαν από τους ειδικούς. Πρέπει, πρόσθετα, να λαμβάνεται υπόψη ότι η παρακολούθηση σεμιναρίων και εκπαιδεύσεων από αυτούς αποκτά ιδιαίτερη σημασία, διότι έχουν την επιστημονική κατάρτιση και γνώση από τις σπουδές τους και την εμπειρία τους να αφομοιώσουν την εκπαίδευση σε συναφές θέμα, πολύ πιο ολοκληρωμένα από ό,τι άτομα τα οποία δεν έχουν την αναγκαία επιστημονική βάση, στην περίπτωση εδώ, στην επιστήμη της ιατρικής. Και ήταν εσφαλμένη η καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελ. 17 της απόφασής του, να αγνοήσει και να μην θεωρήσει ως επαρκή εξειδίκευση σε θέματα αυτισμού την εξάμηνη εκπαίδευση που είχε η Παραδεισιώτου, έναντι της αποδοχής της μαρτυρίας των Φωτοπούλου και Φωτιάδου, οι οποίες ήταν περισσότερο κατηρτισμένες στη ψυχολογία παρά στην ιατρική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επίσης, δεν έδωσε βαρύτητα στο γεγονός ότι όλοι οι μάρτυρες της Δημοκρατίας είχαν εκφράσει την επιστημονική τους άποψη στο ότι η μέθοδος Tomatis δεν ήταν διεθνώς αποδεκτή ως επιστημονική μέθοδος, μη έχοντας περάσει ως εγνωσμένη μέθοδος στον επιστημονικό κόσμο.
Από όλα τα πιο πάνω φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία προχωρώντας σε γενικευμένες σκέψεις και συμπεράσματα, χωρίς υποστήριξη από τα δεδομένα, για να καταλήξει ότι η Δημοκρατία ήταν (i) ενήμερη μετά την πτήση του 1994 για το πρόβλημα υπερακουσίας του ανηλίκου, (ii) ότι η Δημοκρατία είχε υποχρέωση έναντι του ανηλίκου να τον προστατεύσει από πτήσεις όπως των Κόκκινων Βελών, (iii) ότι είχε δώσει άδεια για τις πτήσεις αυτές πάνω από την πόλη της Λεμεσού, (iv) ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πτήσεων και των μεταγενέστερων προβλημάτων του ανηλίκου και (v) ότι η Δημοκρατία ήταν υπεύθυνη για την προξένηση δημόσιας οχληρίας και/ή αμέλειας.
Τόσο για τους λόγους που ανάγονται στην επίπτωση της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης όσο και για τα λανθασμένα συμπεράσματα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί. Πρέπει όμως πριν την κατάληξη να λεχθούν και τα ακόλουθα σε σχέση και με τους ευρύτερους χειρισμούς του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κατά πρώτον λόγο, αυτοί σχετίζονται με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τις κατ' ισχυρισμόν ζημιές που υπέστη ο ανήλικος. Παρά τις συνεχείς ενστάσεις σε κάθε προσπάθεια εισαγωγής αποδείξεων, τιμολογίων και άλλων εγγράφων που είχε κατ' ισχυρισμόν πληρώσει η οικογένεια του ανηλίκου στο εξωτερικό, όλα έγιναν δεκτά χωρίς να τηρηθούν ουσιαστικά οι πρόνοιες του περί Αποδείξεων Νόμου, Κεφ. 9, το δε Δικαστήριο παρέλειψε στην απόφαση του να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση ως προς την βαρύτητα και το αληθές των εγγράφων αυτών, κατά παράβαση των Άρθρων 27, 34 και 36 του Κεφ. 9, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο αρ. 32(Ι)/04.
Κατά δεύτερο λόγο, το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε και απέρριψε αιτήματα της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της δίκης, όπως παρουσιαστούν τα άτομα που είχαν υπογράψει ή εκδώσει διάφορα ιατρικά πιστοποιητικά προς όφελος του ανήλικου και τα οποία είχαν γίνει δεκτά ως μαρτυρία, αλλά και μιας βιντεοταινίας, χωρίς την παρουσίαση των ιδίων των ατόμων αυτών (λόγοι έφεσης 23, 24 και 25). Η πρωτόδικη κρίση αποστέρησε από τη Δημοκρατία την ευχέρεια να αντεξετάσει τα πρόσωπα αυτά προς ανίχνευση της αλήθειας. Μοναδική εξαίρεση ήταν η αποδοχή από το Δικαστήριο της παρουσίασης του παιδιάτρου Αντρέα Γεωργίου, ο οποίος εξέδωσε, ως παιδίατρος του ανηλίκου από το 1995, που ο ίδιος επέστρεψε στην Κύπρο, μετά από εξέταση, ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 30.4.96, Τεκμ. «37». Σ' αυτό διέγνωσε αταξία, αστάθεια και αδυναμία κανονικού βαδίσματος «λόγω του γνωστού προβλήματος του». Κατέγραψε «Υπερακουστικότητα, μετά από τους αυξημένους θορύβους στο σχολείο και πτήσεις των κόκκινων βελών στη Λεμεσό». Η μαρτυρία του δεν είχε καμία πειστική αξία. Ήταν αναμφίβολα επηρεασμένη από το γεγονός ότι ήταν συγγενής της οικογένειας του ανηλίκου, ενώ είναι φανερό ότι, εφόσον ο ίδιος επέστρεψε στην Κύπρο στα τέλη του 1995, ως ανέφερε, στη σελ. 497 των πρακτικών, εν τούτοις έγραψε στο πιο πάνω τεκμήριο και ότι: «Το ίδιο περιστατικό παρουσιάστηκε και πέρσι τον ίδιο καιρό μετά τις πτήσεις αυτές.» Και πάλι όμως στη σελ. 496 των πρακτικών, ανέφερε ότι άρχισε να ιδιωτεύει στη Λεμεσό την 1.7.95. Οι πτήσεις των Κόκκινων Βελών είχαν όμως γίνει στις 27.4.95. Περαιτέρω, ορθά η κα Χούρη στις σελ. 22-23 του περιγράμματος αγόρευσης της, ανέφερε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα χειρίστηκε τον Δρ. Γεωργίου ως μάρτυρα γεγονότων. Πράγματι, η μοναδική αναφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του βρίσκεται στη σελ. 15 της απόφασης (απόσπασμα της οποίας καταγράφηκε αυτούσιο πριν), όπου απλώς τον σύμπλεξε με τους υπόλοιπους μάρτυρες επί γεγονότων και χωρίς την παραμικρή ανάλυση. Μάλιστα, λανθασμένα καταγράφει στη σελ. 10 της απόφασής του, ότι ο Γεωργίου επέστρεψε στην Κύπρο μετά τις σπουδές του τον Ιανουάριο του 1995, ενώ βέβαια ο ίδιος άλλα κατέθεσε. Αυτό, προφανώς για να ληφθεί υπόψη ως «γεγονός» και τα όσα ο Γεωργίου ανέφερε αόριστα ότι τα αεροπλάνα είχαν πετάξει το 1995.
Αλλά και λανθασμένα θεωρήθηκε πρωτοδίκως κατά την ενδιάμεση ex-tempore απόφαση ημερ. 12.7.06, κατά την οποία δεν επέτρεψε την παρουσίαση των άλλων μαρτύρων που ζήτησε η Δημοκρατία, ότι ο Δρ. Α. Γεωργίου δεν ήταν ανάγκη να κλητευθεί, με βάση το Νομικό Ερώτημα αρ. 356, πριν τη μαρτυρία της Δημοκρατίας και ότι αυτός μπορούσε να κλητευθεί μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας της Δημοκρατίας ή ακόμη και πριν την έναρξη της. Προχώρησε στη συνέχεια να «θεωρήσει» ότι η διαδικασία μπορούσε «να προχωρήσει από πλευράς των εναγομένων».
Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου (2006) 1 Α.Α.Δ. 606 (που αφορούσε το πιο πάνω Νομικό Ερώτημα), κρίθηκε πράγματι αντισυνταγματική η καταληκτική φράση του Άρθρου 26(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 32(Ι)/04, που αφορούσε στο δικαίωμα η αντεξέταση προσώπου που καταθέτει εξ ακοής δήλωση, χωρίς αυτό το πρόσωπο να κλητευθεί ως μάρτυρας και που κλητεύεται από τον αντίδικο, να λαμβάνει χώραν πριν ο αντίδικος αρχίσει την υπόθεση του. Εκεί, στα γεγονότα της υπόθεσης ήταν αδύνατο για την αιτήτρια να κλητεύσει πρόσωπα που είχαν καταθέσει εξ ακοής μαρτυρία κατά την παρουσίαση της υπόθεσης του καθ' ου, ώστε αυτά να κατέθεταν πριν η αιτήτρια αρχίσει την υπόθεση της, εφόσον η υπόθεση της είχε ήδη παρουσιαστεί. Η Πλήρης Ολομέλεια γνωμάτευσε επίσης ότι δεν χρειαζόταν οποιοσδήποτε Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ρυθμίσει, κατά τα άλλα, τη διαδικασία που προβλεπόταν στο εν λόγω άρθρο, μετά δηλαδή την κήρυξη της καταληκτικής φράσης του ως αντισυνταγματικής, αναφέροντας ότι το δικάζον Δικαστήριο στην απόλυτη κρίση του μπορεί να καθορίσει τη διαδικασία, ώστε διάδικος που επικαλείται τις πρόνοιες του άρθρου να μπορεί να τις εφαρμόσει. Πρόδηλα, παρερμηνεύθηκε η πιο πάνω απόφαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο και έπρεπε να δώσει σαφείς οδηγίες ώστε η μαρτυρία του Δρ. Γεωργίου να λαμβανόταν πριν την έναρξη της υπόθεσης για τη Δημοκρατία. Αντ' αυτού, αφέθηκε να κλητευθεί ο μάρτυρας στο τέλος της παρουσίασης της υπόθεσης της Δημοκρατίας και να χαρακτηρισθεί ανορθόδοξα ως Μ.Ε.6, ενώ είχαν ήδη καταθέσει οι διάφοροι μάρτυρες υπεράσπισης.
Τέλος, να αναφερθεί ότι μεταξύ των προσώπων που το Δικαστήριο δεν δέχθηκε να κλητευθούν ήταν και εκείνα που σχετίζονταν με την παραγωγή της βιντεοταινίας, Τεκμ. «41» και της αναπαραγωγής της σε ψηφιακό δίσκο, Τεκμ. «42», από την ίδια τη μητέρα του ανηλίκου. Η παρουσίαση αυτών των τεκμηρίων, που έγινε κατά την ένορκη κατάθεση της μητέρας, είχε σκοπό να αποδείξει, όπως ήταν η επιχειρηματολογία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Γιαννάκης Κασουλίδης είχε δεχθεί, σε τηλεφωνική παρέμβαση του σε εκπομπή της τηλεόρασης του Sigma στην οποία παρουσιάστηκε η μητέρα και ο πατέρας του ανηλίκου καθώς και ο δικηγόρος τους, ότι είχε δοθεί άδεια από το Υπουργείο Εξωτερικών για την πτήση των Κόκκινων Βελών το 2000. Αυτή η επιχειρηματολογία που παρουσιάστηκε και ενώπιον του Εφετείου, δεν έτυχε καμίας απολύτως αναφοράς στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία δεν μνημόνευσε καθόλου τα Τεκμ. «41» και «42». Όμως, στη σελ. 18 της πρωτόδικης απόφασης, θεωρήθηκε ως δεδομένο ότι είχε πραγματοποιηθεί με την άδεια της Δημοκρατίας η πτήση των Κόκκινων Βελών πάνω από την πόλη της Λεμεσού. Στο βαθμό που αυτό το εύρημα μπορεί να έχει έμμεση αναφορά και στην κατ' ισχυρισμόν παραδοχή του πρώην Υπουργού Εξωτερικών, πρέπει να σημειωθεί ότι απλή εξέταση του περιεχομένου των τεκμηρίων αυτών, ακόμη και αν ήταν αποδεκτά στο δίκαιο της απόδειξης με τον τρόπο που κατατέθηκαν, δεν εμφανίζει τον τέως Υπουργό να προβαίνει σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραδοχή, αλλά αντίθετα η όλη του θέση ήταν ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε για το ζήτημα, μέχρι την ώρα που παρουσιάστηκε η εκπομπή από την τηλεόραση, δεν ήταν δε και Υπουργός Εξωτερικών κατά τον κρίσιμο χρόνο. Είναι σ' αυτό το πνεύμα που θα έπρεπε να συνυπολογιστεί η όποια εν τη ρύμη του λόγου δήλωση του, ότι κακώς δόθηκε άδεια για την πτήση αυτή.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ακυρώνεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση εναντίον του εφεσίβλητου και υπέρ του εφεσείοντα.
Η αντέφεση παραμένει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται χωρίς οποιαδήποτε ιδιαίτερη διαταγή για έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, εναντίον του εφεσίβλητου. Η αντέφεση παραμένει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται χωρίς έξοδα.