ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 1367
20 Δεκεμβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΛΑΟΥΑΧΑ ΔΙΓΚΛΗ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 174/2006)
Ευρήματα Δικαστηρίου ? Πραγματικά ευρήματα και ευρήματα αξιοπιστίας ? Επέμβαση Εφετείου ? Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.
Απόδειξη ? Μαρτυρία ? Αξιολόγηση μαρτυρίας ? Η μαρτυρία κρίνεται στην ολότητά της και δεν αξιολογείται μόνο από μερικά απομονωμένα της στοιχεία.
Απόδειξη ? Αντιφατική μαρτυρία ? Οι μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία δεν κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρος.
Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης αξιώνοντας το ποσό των £4.690, το οποίο, κατ' ισχυρισμό, της δάνεισε για να την βοηθήσει στα οικονομικά της προβλήματα που αντιμετώπιζε μετά τη διάλυση του γάμου της.
Η εφεσίβλητη αρνήθηκε τους ισχυρισμούς περί δανείου και υποστήριξε ότι οποιοδήποτε ποσό χρημάτων της δόθηκε ήταν πάντα στα πλαίσια της σχέσης της με τον εφεσ?ίοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης ως αληθή, εξαιρουμένης της μαρτυρίας της ως προς την άρνησή της ότι βρέθηκαν με τον εφεσείοντα στο γραφείο δικηγόρου, για να συζητήσουν την κατ' ισχυρισμό οφειλή της.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η άρνηση της εφεσίβλητης δεν κλονίζει την όλη της μαρτυρία, αφού η υπόλοιπή της κατάθεση κρίθηκε ως αξιόπιστη.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ακροσφαλείς γιατί απορρέουν πρωτίστως από εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας, ενώ τα συμπεράσματα μεταξύ τους είναι αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού έκαμε εκτενή αναφορά στις αρχές της νομολογίας που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολογεί δεόντως τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκδοχή του εφεσείοντος δεν ήταν αξιόπιστη. Το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν δέχτηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης ως προς τη συνάντηση στο γραφείο του δικηγόρου, δεν σημαίνει ότι η αξιοπιστία της, στην όλη μαρτυρία, πλήττεται σε τέτοιο βαθμό που δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή.
2. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Interamerican Company Ltd v. Σπύρου, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας της Ελένης Κώστα Σπύρου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 500 γιατί εκεί, αντίθετα με την παρούσα υπόθεση, το πλαίσιο στο οποίο εξετάστηκε η συγκεκριμένη μαρτυρία κρίθηκε ως ελλιπές, ενώ αυτή ταύτη η αιτιολόγηση των συμπερασμάτων αξιοπιστίας καταδείκνυε εσφαλμένη κατανόηση της μαρτυρίας.
3. Ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος με αποτέλεσμα να αποτύχει να αποσείσει από τους ώμους του το βάρος απόδειξης που τον βάρυνε. Η μαρτυρία κρίνεται στην ολότητά της και δεν αξιολογείται μόνο από μερικά απομονωμένα της στοιχεία.
4. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση απορρίφθηκε με £700 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,
Καννάουρου κ.?. v. Σταδιώτη κ.?. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,
Αντωνίου v. Γεστάμη & Σ?α Λτδ κ.?. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1070,
Παπαδόπουλος v. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004,
A.S. Air Control Ltd v. Ερωτοκρίτου κ.?. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1056,
Χρίστου v. Khoreva (2002) 1 A.A.Δ. 454,
Χ"Παύλου v. Kυριάκου κ.?. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236,
Interamerican Life Insuarance Company Ltd v. Σπύρου, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας της Ελένης Κώστα Σπύρου κ.?. (2000) 1 Α.Α.Δ. 500,
Σάββα κ.?. v. Γεωργίου (2006) 1 Α.Α.Δ. 658.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 3206/04), ημερομ. 12.4.2006.
Αντ. Φράγκος, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Βασιλείου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον των συμπερασμάτων του δικαστηρίου επί της μαρτυρίας. Ο εφεσείων αξίωνε από την εφεσίβλητη χρηματικό ποσό £4.690 το οποίο, κατ' ισχυρισμό, της δάνεισε για να την βοηθήσει στα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε μετά τη διάλυση του γάμου της. Οι διάδικοι διατηρούσαν φιλικούς δεσμούς, οι οποίοι, σε κάποιο στάδιο, εξελίχθηκαν σε κάτι παραπάνω.
Η εφεσίβλητη είχε αρνηθεί τους ισχυρισμούς περί δανείου και υποστήριξε ότι διατηρούσε με τον εφεσείοντα ερωτικό δεσμό. Ισχυρίστηκε ότι οποιοδήποτε ποσό χρημάτων της είχε δοθεί ήταν πάντα στα πλαίσια της σχέσης τους και σε καμιά περίπτωση ως δάνειο.
Το δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε περιπέσει σε πλείστες αντιφάσεις στη μαρτυρία του και δεν είχε καταφέρει να στηρίξει πειστικά τις αξιώσεις του. Αντίθετα, έγινε δεκτό ότι η εφεσίβλητη είπε στο δικαστήριο την αλήθεια. Η μαρτυρία της κρίθηκε ως μη αληθής μόνο ως προς την άρνησή της ότι βρέθηκαν με τον εφεσείοντα στο γραφείο δικηγόρου, για να συζητήσουν την κατ΄ ισχυρισμόν οφειλή της. Το δικαστήριο είχε δεχτεί ως αληθή τη μαρτυρία του συγκεκριμένου δικηγόρου, ο οποίος είχε καταθέσει ότι οι διάδικοι βρέθηκαν στο γραφείο του με σκοπό να συζητήσουν τις οικονομικές τους διαφορές. Είχε εξηγήσει ότι σε κάποιο στάδιο αντιπροσώπευε ως δικηγόρος την εφεσίβλητη σε υπόθεση που είχε εγείρει εναντίον του πρώην συζύγου της.
Το δικαστήριο κατέληξε ότι η άρνηση της εφεσίβλητης δεν κλονίζει την όλη της μαρτυρία, αφού η υπόλοιπή της κατάθεση κρίθηκε ως αξιόπιστη. Αξίζει, στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ακόμα και με δεκτή τη μαρτυρία για τη συνάντηση, εν όψει του ότι ο εφεσείων κρίθηκε ως αναξιόπιστος, δεν αποδεικνύεται ποια ποσά δόθηκαν ως δάνειο και ποια όχι.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ακροσφαλείς γιατί απορρέουν πρωτίστως από εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας, ενώ τα συμπεράσματα, μεταξύ τους είναι αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα. Υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι απέτυχε να υποστηρίξει τα ποσά που κατ' ισχυρισμόν δάνεισε στην εφεσίβλητη και επισημαίνει ότι το δικαστήριο άνκαι δέχεται ότι ο εφεσείων δεν έδωσε τα αξιούμενα ποσά στην εφεσίβλητη, εν τούτοις, στη συνέχεια δέχεται επίσης ότι η αιτιολογία που η ίδια παρέχει για τα ποσά αυτά, εμμένοντας στη θέση της ότι ουδέποτε είχε τεθεί θέμα δανείου, ήταν πολύ πιο πειστική. Επίσης επιτίθεται και στα συμπεράσματα του δικαστηρίου για διάφορα ποσά.
Δεν χρειάζεται να μπούμε σε λεπτομέρειες ως προς τα διάφορα σημεία που εγείρονται στην έφεση. Αρκεί να επαναλάβουμε ότι, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στις διαπιστώσεις επί των γεγονότων, όπως αυτές γίνονται από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων ανάγεται στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είναι σε εξέχουσα θέση να εκτιμήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επέμβει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας μαρτύρων, μόνο εφ' όσον καταφαίνεται, εξ αντικειμένου, ότι αυτά είναι ανυπόστατα (βλέπε, μεταξύ άλλων, Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39).
Επέμβαση επίσης δικαιολογείται όταν οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (Αντωνίου ν. Γεστάμη & Σία Λτδ κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1070), ή όταν τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο (Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004, 2008 και A.S. Air Control Ltd v. Ερωτοκρίτου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1056). Σε τελική ανάλυση, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454, αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις διαπιστώσεις που κατέληξε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλέπε επίσης Χ" Παύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236, 240).
Τα πιο πάνω ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την ενώπιόν του μαρτυρία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκδοχή του εφεσείοντα δεν ήταν αξιόπιστη. Δίδει σωρεία λόγων γι' αυτό, αναφερόμενο σε σημεία της μαρτυρίας. Αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να επέμβουμε. Ούτε με το συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη ήταν αξιόπιστη μπορούμε να διαφωνήσουμε. Το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν δέχτηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης ως προς τη συνάντηση στο γραφείο του δικηγόρου, δεν σημαίνει ότι η αξιοπιστία της, στην όλη μαρτυρία, πλήττεται σε τέτοιο βαθμό που δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή.
Στο κάτω κάτω δεν πρέπει πάντα να ξεχνούμε ότι το βάρος απόδειξης είχε ο εφεσείων, ο οποίος, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν κατάφερε να αποδείξει την αξίωσή του.
Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από τις υποθέσεις Interamerican Life Insurance Company Ltd v. Σπύρου, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας της Ελένης Κώστα Σπύρου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 500, γιατί εκεί, αντίθετα με την παρούσα υπόθεση, το πλαίσιο στο οποίο εξετάστηκε η συγκεκριμένη μαρτυρία κρίθηκε ως ελλιπές, ενώ αυτή ταύτη η αιτιολόγηση των συμπερασμάτων αξιοπιστίας καταδείκνυε εσφαλμένη κατανόηση της μαρτυρίας. Η συγκεκριμένη μαρτυρία είχε κριθεί ως διάτρητη από αντιφάσεις, ανακόλουθη και διαβρωμένη από έκδηλη υπεκφυγή του μάρτυρα να δώσει μια αληθοφανή, έστω, εξήγηση για όσα είπε και ξεείπε.
Η παρούσα υπόθεση είναι διαφορετική. Ο εφεσείων κρίθηκε ως αναξιόπιστος με αποτέλεσμα να αποτύχει να αποσείσει από τους ώμους του το βάρος απόδειξης που τον βάρυνε. Σε συμφωνία με την υπόθεση Σάββα κ.ά. ν. Γεωργίου (2006) 1 Α.Α.Δ. 658, επαναλαμβάνουμε ότι η μαρτυρία κρίνεται στην ολότητά της και δεν αξιολογείται μόνο από μερικά απομονωμένα της στοιχεία. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί από τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ότι δικαιολογείται η καθ' οιονδήποτε τρόπο επέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται, με £700 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με £700 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.