ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 317
9 Μαρτίου, 2007
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ
ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ KARIMI HAMED ΓΙΑ
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΤΟ ΑΡΘΡΟ 14 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΝΟΜΟΥ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ
KARIMI HAMED ΣΤΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΟΥ
ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΠΑΦΟΥ.
(Αίτηση Αρ. 11/2007)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Διατάγματα κράτησης και απέλασης ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς απελευθέρωση του αιτητή ο οποίος εκρατείτο για σκοπούς απέλασης ― Απόρριψη αίτησης λόγω του ότι ο έλεγχος της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εμπίπτει στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου και ανάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Δεν υπάρχει δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, με ένταλμα Habeas Corpus.
Ο αιτητής, ο οποίος είναι Ιρανός, εισήλθε παράνομα στις ελεύθερες περιοχές στις 8/4/2002. Συνελήφθηκε από την Αστυνομία για παράνομη είσοδο και παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και αφού ανακρίθηκε, οδηγήθηκε στα κρατητήρια των Κεντρικών Φυλακών. Την επομένη, 9/4/2002 δεδομένης της πρόθεσής του να ζητήσει πολιτικό άσυλο, έγινε αποδεκτή αίτησή του για έκδοση άδειας παραμονής για τρεις μήνες και αφέθηκε ελεύθερος. Ακολούθησε αίτησή του για πολιτικό άσυλο η οποία απορρίφθηκε και δεν ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή για ακύρωση της σχετικής απόφασης. Ακολούθησε επίσης σειρά αιτήσεων για άδεια προσωρινής παραμονής του. Στις 20/1/2005 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης πληροφόρησε τον αιτητή πως θα έπρεπε να φύγει από την Κύπρο εντός 14 ημερών. Στις 21/2/2005 ο αιτητής συνελήφθηκε από την Αστυνομία, αφού διαπιστώθηκε πως διέμενε παράνομα στην Κύπρο.
Ο αιτητής βρίσκεται υπό αστυνομική κράτηση από το Φεβρουάριο 2005. Υπέβαλε αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με στόχο την απελευθέρωσή του προβάλλοντας ως κεντρικό επιχείρημα το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατή η απέλασή του μέσα στο χρονικό διάστημα των δύο και πλέον ετών που διέρρευσε από της σύλληψης και κράτησής του. Είναι η θέση του ότι ο σκοπός της κράτησης κατέστη ανέφικτος, γεγονός το οποίο, καθιστά παράνομη την κράτηση. Ο δικηγόρος του αιτητή κατά την αγόρευσή του διατύπωσε ευθέως τη θέση ότι ο πελάτης του προτιμά να παραμείνει εντός των κρατητηρίων παρά να επιστρέψει στο Ιράν.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τόσο η έκδοση διατάγματος απέλασης όσο και η έκδοση του παρεπόμενου διατάγματος κράτησης συνιστούν ανεξάρτητες διοικητικές πράξεις η νομιμότητα των οποίων μπορεί να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Στην εξεταζόμενη περίπτωση ο αιτητής δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα των πιο πάνω διαταγμάτων ούτε και ζήτησε την ανάκλησή τους. Μόνο σε περίπτωση ακύρωσης των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης δημιουργείται υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση και να απολύσει τον αιτητή και σε περίπτωση παράλειψης ή αποτυχίας της να πράξει τούτο, αμέσως τίθεται η βάση υποβολής αίτησης για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus.
2. Η απέλαση του αιτητή είναι φαινομενικά ανέφικτη εξ αιτίας της άρνησής του να συνεργαστεί με την πρεσβεία της χώρας του προκειμένου να καταστεί δυνατή η απέλαση. Η υπό εξέταση περίπτωση διακρίνεται από εκείνη στην Hawillo v. Δημοκρατίας (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1615.
3. Η επίλυση του προβλήματος του αιτητή επαφίεται στον ίδιο και μπορεί να επιτευχθεί εάν αυτός κάνει την επόμενη κίνηση ώστε να καταστεί δυνατή η απέλαση στη χώρα του ή να επιδιώξει ανάκληση του διατάγματος απέλασης και κράτησής του.
Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Bondar (Αρ. 2) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075,
Hawillo v. Δημοκρατίας (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1615,
Sarnie AH v. Switzerland, Αρ. 24881/94, dt.26/2/97 (Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).
Αίτηση.
Χ. Φωτίου, για τον Αιτητή.
Λ. Ουστά, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος είναι ιρανός υπήκοος, ηλικίας 24 ετών, πέρασε στις ελεύθερες περιοχές από τα κατεχόμενα στις 8.4.2002 χωρίς οποιαδήποτε ταξιδιωτικά έγγραφα με σκοπό, όπως ισχυρίστηκε, να ζητήσει βοήθεια ώστε να μεταβεί στο Βέλγιο για να συναντήσει μέλη της οικογένειας του που είναι εκεί ως αιτητές πολιτικού ασύλου. Την ίδια ημέρα ο αιτητής συνελήφθη από την Αστυνομία για παράνομη είσοδο και παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και αφού ανακρίθηκε, οδηγήθηκε στα κρατητήρια των Κεντρικών Φυλακών. Την επομένη, 9.4.2002, δεδομένης της πρόθεσης του να ζητήσει πολιτικό άσυλο, έγινε αποδεκτή αίτησή του για έκδοση άδειας παραμονής για τρεις μήνες και αφέθηκε ελεύθερος.
Στις 3.7.2002 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο και νέα αίτηση προσωρινής παραμονής για έξι μήνες ως αιτητής ασύλου. Παρόμοιες αιτήσεις προσωρινής παραμονής υποβλήθηκαν από τον αιτητή και εγκρίθηκαν αρμοδίως. Στις 7.7.2003 χορηγήθηκε στον αιτητή άδεια παραμονής απεριόριστης ισχύος μέχρι την οριστική έκβαση της αίτησής του για άσυλο. Στις 27.10.2003 ο αιτητής πληροφορήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι η αίτησή του απορρίφθηκε επειδή, καθώς κρίθηκε, ο λόγος για τον οποίο έφυγε από τη χώρα του δεν συνδεόταν με τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 των περί Προσφύγων Νόμων και του άρθρου 1 της Συνθήκης της Γενεύης του 1951 για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα. Στον αιτητή δόθηκε νέα άδεια παραμονής διάρκειας τριών μηνών προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες διευθετήσεις για μετάβασή του στο Βέλγιο. Στις 12.12.2003 η Κυπριακή Δημοκρατία εξέδωσε στον αιτητή ταξιδιωτικό έγγραφο με αριθμό Α83058 με ισχύ, η οποία παρατάθηκε μέχρι 23.12.2005, για μετάβασή του στο Βέλγιο. Η πρεσβεία του Βελγίου αρνήθηκε να του χορηγήσει θεώρηση και έτσι ο αιτητής μη μπορώντας να αναχωρήσει για το Βέλγιο, συνέχισε να παραμένει, παράνομα πλέον, στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με επιστολή του ημερ. 20.1.2005, πληροφόρησε τον αιτητή πως ενόψει του γεγονότος ότι δεν άσκησε ιεραρχική προσφυγή προς ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου μέσα στην καθορισμένη προθεσμία θα έπρεπε να κάμει τις αναγκαίες διευθετήσεις για να φύγει από την Κύπρο μέσα σε 14 ημέρες. Στις 21.2.2005, η αστυνομία εντόπισε τον αιτητή με ένα ομοεθνή του σε οικία στον Αγιο Παύλο Λευκωσίας και αφού διαπιστώθηκε ότι διέμεναν παράνομα στην Κύπρο, συνελήφθηκαν. Στις 22.2.2005 εκδόθηκε εναντίον του αιτητή διάταγμα απέλασης και κράτησης μέχρι την απέλαση του. Η έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 22.2.2005. Μεταγενέστερες προσπάθειες του αιτητή για εξασφάλιση θεώρησης για να ταξιδέψει στο Βέλγιο απέβησαν άκαρπες. Η Αστυνομία προσπάθησε να εξασφαλίσει ταξιδιωτικό έγγραφο για τον αιτητή από την πρεσβεία του Ιράν, προκειμένου να καταστεί δυνατή η απέλασή του, πλην όμως η προσπάθεια δεν καρποφόρησε γιατί ο αιτητής αρνείται να συνεργαστεί με την πρεσβεία επειδή δεν θέλει να επιστρέψει στη χώρα του.
Ο αιτητής, με βάση τα διατάγματα απέλασης και κράτησης για σκοπούς απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον του, βρίσκεται υπό αστυνομική κράτηση από το Φεβρουάριο 2005. Με την αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus, ζητά όπως αφεθεί ελεύθερος προβάλλοντας ως κεντρικό επιχείρημα το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατή η απέλασή του μέσα στο χρονικό διάστημα των δύο και πλέον ετών που διέρρευσε από της σύλληψης και κράτησής του. Είναι η θέση του ότι ο σκοπός της κράτησης κατέστη ανέφικτος, γεγονός το οποίο, καθιστά παράνομη την κράτηση. Ο δικηγόρος του αιτητή αγορεύοντας ενώπιόν μου, διατύπωσε ευθέως τη θέση ότι ο πελάτης του προτιμά να παραμείνει εντός των κρατητηρίων παρά να επιστρέψει στο Ιράν.
Προφανώς τίθεται ζήτημα δικαιοδοσίας, δηλαδή, κατά πόσο μπορεί να εξεταστεί η νομιμότητα της κράτησης του αιτητή στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας αντί στα πλαίσια ελέγχου της νομιμότητας του διατάγματος της κράτησης με βάση το άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Το διάταγμα της κράτησης αποτέλεσε το νομιμοποιητικό έρεισμα της ομολογουμένως μακρόχρονης κράτησης του αιτητή. Και εφόσον η κράτηση ανάγεται στο διάταγμα κράτησης για σκοπούς απέλασης, δηλαδή, σε πράξη η οποία εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου σαφώς δεν μπορεί να ελεγχθεί με αυτή τη διαδικασία του εντάλματος habeas corpus η οποία εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Τόσο η έκδοση διατάγματος απέλασης όσο και η έκδοση του παρεπόμενου διατάγματος κράτησης συνιστούν ανεξάρτητες διοικητικές πράξεις η νομιμότητα των οποίων μπορεί να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής δεν έχει αμφισβητήσει τη νομιμότητα των πιο πάνω διαταγμάτων ούτε και ζήτησε την ανάκλησή τους είτε γιατί ο σκοπός της απέλασης κατέστη, όπως ισχυρίζεται, ανέφικτος είτε για άλλο λόγο. Μόνο σε περίπτωση ακύρωσης των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης δημιουργείται υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση και να απολύσει τον αιτητή και σε περίπτωση παράλειψης ή αποτυχίας της να πράξει τούτο, αμέσως τίθεται η βάση υποβολής αίτησης για έκδοση εντάλματος habeas corpus. Βλ. Bondar (Αρ. 2) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075.
Η απέλαση του αιτητή δεν κατέστη ανέφικτη όπως αυτός ισχυρίζεται. Δεν υπάρχουν λόγοι οι οποίοι εξ αντικειμένου καθιστούν απραγματοποίητη την απόφαση για απέλαση. Η απέλαση του αιτητή είναι φαινομενικά ανέφικτη εξαιτίας της άρνησης του να συνεργαστεί με την πρεσβεία της χώρας του προκειμένου να καταστεί δυνατή η απέλαση. Εχω τη γνώμη ότι αυτή η περίπτωση διακρίνεται από εκείνη στην Hawillo ν. Δημοκρατίας (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1615 όπου ο αιτητής Hawillo μετά την αποφυλάκισή του, ύστερα από καταδίκη για βομβιστική επίθεση, δεν μπορούσε να απελαθεί παρά τα μέτρα που έλαβαν αμέσως οι αρχές της Δημοκρατίας για την απέλασή του, αφού δεν κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν αποδοχή του Hawillo από κάποια χώρα με αποτέλεσμα να κρατείται επί ματαίω στις Κεντρικές Φυλακές. Εκεί, είχε κριθεί, με αναφορά στις αρχές της Sarnie AH v. Switzerland, Αρ. 24881/94, dt.26.2.97 (Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), ότι η περαιτέρω κράτησή του, υπό τις περιστάσεις, παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του άρθρου 11(2)(στ) του Συντάγματος.
Στην υπό εξέταση υπόθεση φαίνεται πως υπάρχει δυνατότητα επίλυσης του προβλήματος που αντιμετωπίζει ο αιτητής. Επαφίεται στον ίδιο να κάνει την επόμενη κίνηση ώστε να καταστεί δυνατή η απέλαση στη χώρα του ή να επιδιώξει ανάκληση του διατάγματος απέλασης και κράτησής του.
Η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.