ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 951
7 Ιουλίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
INTERAMERICAN INSURANCE (CYPRUS) LTD.,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη,
v.
ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11913)
――――――――――――――
Εργοδότης και εργοδοτούμενος — Εξαναγκασμός σε παραίτηση εργοδοτουμένου — Σειρά παραβάσεων της σύμβασης εργοδότησης από τον εργοδότη, μεταξύ των οποίων είναι η υπόσκαψη της θέσης ενός ανώτερου υπαλλήλου και η παράβαση του όρου για εμπιστοσύνη και σεβασμό, μπορούν να υποστηρίξουν εύρημα για τεκμαρτή απόλυση — Επιδίκαση αποζημιώσεων σε διευθυντή ασφαλιστικής εταιρείας, ο οποίος, ενόψει των ενεργειών της εταιρείας, είχε το δικαίωμα να θεωρήσει τον εαυτό του ως απολυθέντα λόγω υπαιτιότητας της εταιρείας — Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.
Η υπόθεση αυτή αφορά τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντος (ο εφεσίβλητος) από την εφεσείουσα-εναγόμενη (η εφεσείουσα) με την οποία ο εφεσίβλητος είχε αρχικά εργοδοτηθεί από το 1983 και το 1996 είχε διοριστεί ως Γενικός Διευθυντής της. Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία αξίωσε αποζημιώσεις λόγω τεκμαρτής απόλυσής του από πλευράς της εφεσείουσας η οποία επέτυχε πρωτόδικα, και το Δικαστήριο του επιδίκασε των ποσό των £151.84.- ως αποζημιώσεις πλέον έξοδα.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, εκκρεμούσης της εργοδότησης του εφεσίβλητου ως Γενικού Διευθυντή της εφεσείουσας έγινε συμφωνία μεταξύ του Ομίλου Σιακόλα και της Λαϊκής Τράπεζας για εξαγορά από τη δεύτερη του Ομίλου Πανευρωπαϊκή όπου ανήκε η εφεσείουσα. Κατά τη διαδικασία αλληλοενημέρωσης των στελεχών της εφεσείουσας και των στελεχών της Λαϊκής Τράπεζας και συγχώνευσης της εφεσείουσας με άλλη ασφαλιστική εταιρεία (Cypria Life) της Λαϊκής Τράπεζας ο εφεσίβλητος παρεκάμφθη εντελώς δεν ετύγχανε καμίας ενημέρωσης και αγνοείτο παντελώς υπό της εφεσείουσας παρόλες τις γραπτές διαμαρτυρίες του. Πέραν αυτών ο εφεσίβλητος τέθηκε δύο φορές σε αναγκαστική άδεια χωρίς στην ουσία επισήμως να του κοινοποιηθεί οποιοσδήποτε λόγος για την ενέργεια αυτή της εφεσείουσας. Περαιτέρω ενώ τελούσε με άδεια το γραφείο του δόθηκε σε χρήση από άλλο χωρίς ο εφεσίβλητος να το πληροφορηθεί και να το εγκρίνει και η κάρτα πρόσβασής του στο κτίριο που βρισκόταν το γραφείο του ακυρώθηκε χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση προς αυτόν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι πιο πάνω ενέργειες της εφεσείουσας υποβάθμισαν τη θέση του εφεσίβλητου και έπληξαν και παραβίασαν ανεπανόρθωτα τον εξυπακουόμενο όρο της σύμβασης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, εμπιστοσύνης και σεβασμού. Η θέση της εφεσείουσας ότι είχε υποψία ότι ο εφεσίβλητος εργάζετο για ανταγωνιστική εταιρεία παρέμεινε ατεκμηρίωτη και το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν ακολουθούσε την ιεραρχία και ούτε πληροφόρησε τον εφεσίβλητο για την προαναφερόμενη υποψία της έπληξε καίρια τον πιο πάνω εξυπακουόμενο όρο. Ενόψει των ουσιωδών παραβιάσεων της σύμβασης εργοδότησης από πλευράς της εφεσείουσας, ο εφεσίβλητος είχε το δικαίωμα να θεωρήσει τον εαυτό του ως απολυθέντα λόγω υπαιτιότητος της εφεσείουσας αποστέλλοντας προς αυτή σχετική επιστολή του ημερ. 11.3.1999 (τεκμ. 19).
Η εφεσείουσα υπέβαλε λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούν επιμέρους ευρήματα γεγονότων τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο σωρευτικά, έκρινε ότι συνιστούσαν «τεκμαρτή απόλυση» (constructive dismissal).
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
Από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία προκύπτει ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα του εξαναγκασμού σε παραίτηση, στα γεγονότα της υπόθεσης. Η κατάληξή του ότι οι διάφορες ενέργειες της εφεσείουσας στις οποίες έκαμε αναφορά, αποτελούσαν ουσιώδεις παραβάσεις της σύμβασης εργοδότησης είναι ορθή. Δεν έχει τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Gilbert v. Goldstone [1977] 1 ∞ll E.R. 423.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία-εφεσείουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 6/11/03 (Αρ. Αγωγής 3274/99) με την οποία κρίθηκε ότι διάφορες ενέργειες της συνιστούσαν σωρευτικά "τεκμαρτή απόλυση" και ουσιώδεις παραβάσεις της σύμβασης εργοδότησής της με τον ενάγοντα, τέως Γενικό Διευθυντή της, ούτως ώστε ο τελευταίος να είχε το δικαίωμα να θεωρήσει τον εαυτό του ως απολυθέντα λόγω υπαιτιότητας της εφεσείουσας και του επιδίκασε ως αποζημιώσεις το ποσό των £151.864 πλέον έξοδα.
Λ. Χατζηπέτρου για Π. Ιωαννίδη, για την Εφεσείουσα.
Α. Χαβιαράς, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή αρ. 3274/99 ημερ. 6/11/03 με την οποία έκρινε ότι η εφεσείουσα με τις ενέργειες της προέβηκε σε τέτοιες ουσιώδεις παραβάσεις της Σύμβασης Εργοδότησης που είχε με τον εφεσίβλητο, ούτως ώστε ο τελευταίος είχε το δικαίωμα να θεωρήσει τον εαυτό του ως απολυθέντα λόγω υπαιτιότητας της εφεσείουσας και του επιδίκασε ως αποζημιώσεις το ποσό των £151.864 πλέον έξοδα.
Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Ο ενάγων/εφεσίβλητος, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, είχε διοριστεί από το 1996 ως Γενικός Διευθυντής της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας με τους οποίους είχε αρχικά εργοδοτηθεί από το 1983. Εκκρεμούσης της εργοδότησης του ως Γενικού Διευθυντή έγινε συμφωνία μεταξύ του Ομίλου Σιακόλα και της Λαϊκης Τράπεζας για εξαγορά από τη δεύτερη του Ομίλου Πανευρωπαϊκή όπου ανήκε και η εφεσείουσα. Η επίσημη μεταβίβαση θα γινόταν στις 26/2/99. Για το σκοπό αυτό είχε συσταθεί και ομάδα συγχώνευσης (merger team), από την οποία όμως ο εφεσίβλητος αποκλείστηκε. Διαμαρτυρήθηκε για την εν λόγω παράκαμψη του με σχετική επιστολή ημερ. 22/1/99 (τεκμ. 4) που απέστειλε προς τον κ. Σιακόλα, εκτελεστικό πρόεδρο της εφεσείουσας, ζητώντας την άμεση παρέμβαση του γιατί το θέμα εκτός από την αναστάτωση που επέφερε, εξέθετε και τον ίδιο προσωπικά υπό την ιδιότητα του ως Γενικού Διευθυντή. Δεν έτυχε απάντησης και έστειλε νέα επιστολή ημερ. 11/2/99 (τεκμ. 5) προς τον κ. Ντίμη Μιχαηλίδη, εκτελεστικό αντιπρόεδρο της εφεσείουσας και με κοινοποίηση προς τον κ. Σιακόλα με αναφορά στα ίδια περίπου θέματα. Μεταξύ άλλων παραπονείτο ότι υποβαθμίζεται ο ρόλος του και εμποδίζεται στην ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του, δημιουργώντας του σοβαρό λειτουργικό πρόβλημα. Στις 17/2/99 έστειλε και τρίτη επιστολή (τεκμ. 6) παραπονούμενος σχετικά με δυο σημειώματα τα οποία περιήλθαν τυχαία, όπως ισχυρίστηκε, στην αντίληψη του, τα οποία θεώρησε ως παραμερισμό του και υποβάθμιση του τόσο στην προσωπική όσο και επαγγελματική του θέση. Στην προσπάθεια να πάρει εξηγήσεις ως προς το τι συνέβαινε έστειλε και νέα επιστολή ημερ. 24/2/99 (τεκμ. 7) προς τον κ. Μάριο Λανίτη διευθύνοντα σύμβουλο του Συγκροτήματος της Λαϊκής Τράπεζας για διευκρίνιση της θέσης του εφόσον στις 26/2/99 το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσείουσας/εναγόμενης θα παραιτείτο. Την ίδια ημέρα έστειλε επιστολή (τεκμ. 8) και προς όλους τους διοικητικούς συμβούλους της εφεσείουσας. Σε καθιερωμένη εβδομαδιαία συνάντηση στην οποία μεταξύ άλλων ήταν και ο κ. Ντίμης Μιχαηλίδης εκτελεστικός αντιπρόεδρος της εφεσείουσας και ο κ. Λανίτης διευθύνων σύμβουλος της Cypria Life, ο τελευταίος είπε στον εφεσίβλητο ότι κλονίστηκε η εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του και ζήτησε από τον κ. Ντίμη Μιχαηλίδη να δώσει στον εφεσίβλητο έτοιμη επιστολή που είχε μαζί του (τεκμ. 9), με την οποία ο εφεσίβλητος τέθηκε σε αναγκαστική άδεια από 25/2/99-10/3/99. Μόλις έφυγε με αναγκαστική άδεια έμαθε ότι στο γραφείο του εγκαταστάθηκε άλλο άτομο δηλαδή ο κ. Δράκος της Cypria Life. Ταυτόχρονα ο κ. Ντίμης Μιχαηλίδης πληροφόρησε το προσωπικό ότι ο ενάγων δεν ήταν πλέον στην εναγόμενη/εφεσείουσα εταιρεία. Ακολούθησαν τα τεκμήρια 10 και 11 με βάση τα οποία ο εφεσίβλητος παρέδωσε το Εγχειρίδιο Ποιότητας του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης (Quality Manual του ISO) της εφεσείουσας και παρέλαβε τα προσωπικά του αντικείμενα από το γραφείο. Με νέα επιστολή ημερ. 10/3/99 (τεκμ. 17), τον πληροφορούσαν ότι η αναγκαστική άδεια παρατεινόταν μέχρι 31/3/99. Στις 11/3/99 προσπάθησε να εισέλθει στο γραφείο της εφεσείουσας, όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό αφού η κάρτα ασφαλείας του είχε ήδη ακυρωθεί. Έτσι ο εφεσίβλητος απέστειλε επιστολή ημερ. 11/3/99 (τεκμ. 19) στην οποία δήλωνε ότι θεωρούσε τον εαυτό του απολυθέντα λόγω τεκμαρτής απόλυσης του (constructive dismissal), με υπαιτιότητα της εφεσείουσας, κάτι που η τελευταία απέρριψε.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή με την οποία αξίωσε αποζημιώσεις λόγω τεκμαρτής απόλυσης του από πλευράς της εφεσείουσας η οποία αγωγή και επέτυχε πρωτόδικα, όπως αναφέρθηκε στην αρχή της απόφασης μας, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί η παρούσα έφεση. Σημειώνουμε ότι, παρόλο που στο εφετήριο φαίνεται ότι «η έφεσις είναι εναντίον ολόκληρης της απόφασης» στους λόγους έφεσης δεν υπάρχει οτιδήποτε που να αμφισβητεί το ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων.
Η έφεση
Στο εφετήριο περιλαμβάνονται 8 λόγοι έφεσης αριθμούμενοι ως (Α), (Β), (Γ), (Δ), (Ε), (ΣΤ), (Η) και (Θ), οι οποίοι έχουν ως ακολούθως:
«Α. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και/ή δεν έλαβε υπ' όψιν του και/ή δεν αξιολόγησε το δικό του εύρημα ότι στις 24/3/99 ο Ενάγοντας διορίστηκε διευθύνων σύμβουλος και αγόρασε το 5% του μετοχικού κεφαλαίου της ασφαλιστικής εταιρείας Αίτνα που μετονομάστηκε αργότερα σε Interlife.
Β. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προέβη σε εύρημα ότι σαν αποτέλεσμα του ότι ο κος Γιάννης Δράκος εγκαταστάθηκε στο γραφείο του Ενάγοντα, ο τελευταίος αναγκάστηκε να παραλάβει τα προσωπικά του αντικείμενα και ν' αποχωρήσει.
Γ. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπ' όψιν του την επιστολή του προέδρου της Εναγομένης ημερομηνίας 1/3/99 προς τον Ενάγοντα.
Δ. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προέβη σε εύρημα στην σελίδα 22 της απόφασης του ότι «η παράκαμψη και αγνόηση του (Ενάγοντα) ήτο κατάφορη και ολοκληρωτική .......................»
Ε. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι το γεγονός ότι ο Ενάγοντας τέθηκε σε αναγκαστικήν άδεια για ένα περίπου μήνα αποτελούσε λόγο εξαναγκασμού σε παραίτηση.
ΣΤ. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε παντελώς την μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του αναφορικά με την εξαγορά της Εναγομένης από την Λαϊκή Τράπεζα Λτδ.
Η. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε τις νομικές αρχές που διέπουν τον εξαναγκασμό σε παραίτηση.
Θ. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η έρευνα της Εναγομένης για τις ενέργειες του Ενάγοντα σε σχέση με ανταγωνιστικές ασφαλιστικές εταιρείες αποτελούσε λόγο εξαναγκασμού σε παραίτηση και επιπλέον λανθασμένα αποφάσισε ότι η έρευνα παρέμεινε ατεκμηρίωτη.»
Από την αιτιολογία των πιο πάνω λόγων έφεσης φαίνεται ότι αυτοί (με εξαίρεση τον Η) αλληλοσυνδέονται με την έννοια ότι ο καθένας αφορά επιμέρους ευρήματα γεγονότων τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο σωρευτικά, έκρινε ότι συνιστούσαν «τεκμαρτή απόλυση» (constructive dismissal). Έτσι θα τους εξετάσουμε μαζί.
Αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε και/ή δεν έλαβε υπόψη και/ή δεν αξιολόγησε το δικό του εύρημα ότι στις 24/3/99 ο εφεσίβλητος διορίστηκε διευθύνων σύμβουλος και αγόρασε και 5% του μετοχικού κεφαλαίου της Αίτνα που από το Μάιο του 1999 μετονομάστηκε σε Inter-Life, κρίνουμε ότι αυτός δεν ευσταθεί. Κύριο κριτήριο για το κατά πόσο υπήρξε τεκμαρτή απόλυση αποτελούν τα γεγονότα που ίσχυαν πριν την ημερομηνία τερματισμού και όχι μετά. Βέβαια, γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την ημερομηνία τερματισμού, μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψη στο να επιβεβαιώσουν ή όχι γεγονότα που προηγήθηκαν. Όμως το γεγονός της μεταγενέστερης εργοδότησης από μόνο του, χωρίς άλλη μαρτυρία, δεν είναι αρκετό για να δείξει ότι ένας εργοδοτούμενος, εδώ ο εφεσίβλητος, είχε ήδη συμφωνήσει τη νέα εργοδότηση πριν τον τερματισμό της υπηρεσίας του. Σημειώνουμε ότι ο εφεσίβλητος (που είχε γίνει πιστευτός από το πρωτόδικο δικαστήριο σε αντίθεση με τους μάρτυρες των εφεσειόντων των οποίων η μαρτυρία στην έκταση που συγκρουόταν με αυτή του εφεσίβλητου δεν έγινε αποδεκτή), ισχυρίστηκε ότι επαφή με την εταιρεία «Αίτνα» είχε μετά τις 11/3/99 που θεώρησε τον εαυτό του ως απολυθέντα. Αποδεκτή μαρτυρία περί του αντιθέτου, δεν υπάρχει. Το γεγονός της εργοδότησης του εφεσίβλητου λίγο μετά την απόλυση του, χωρίς άλλη μαρτυρία, δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δείξει ότι προετοίμαζε το έδαφος πριν την αποχώρηση του από την εφεσείουσα εταιρεία. Στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος εργοδοτήθηκε με την εταιρεία Αίτνα, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε όταν εξέταζε τις αιτούμενες από τον εφεσίβλητο αποζημιώσεις και του αποστέρησε μέρος αυτών, συγκεκριμένα αποζημιώσεις διά απώλεια καριέρας, αφού έκρινε ότι από τη στιγμή που λίγες μέρες μετά τις 11/3/99 που ήταν η τεκμαρτή απόλυσή του δηλαδή στις 24/3/99, διορίστηκε διευθύνων σύμβουλος άλλης ασφαλιστικής εταιρείας, δεν δικαιούται τέτοιες αποζημιώσεις. Αν ο εφεσίβλητος δεν εξασφάλιζε νέα εργοδότηση, τότε θα τίθετο θέμα από την εφεσείουσα ότι δεν έλαβε λογικά μέτρα για μείωση της ζημιάς του. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος εκπλήρωσε αυτό του το καθήκον, δεν μπορεί να επενεργήσει εναντίον του.
Άλλο παράπονο των ευπαιδεύτων συνηγόρων της εφεσείουσας είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «δεν έλαβε καθόλου υπόψη του την επιστολή του προέδρου της εναγόμενης ημερ. 1/3/99». Η εν λόγω επιστολή είναι το τεκμ. 13. Μπορεί το δικαστήριο να μην ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εν λόγω επιστολή. Όμως έκανε αναφορά σ' αυτήν κατά την παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, γεγονός που υποδηλεί ότι την είχε υπόψη. Εν πάση περιπτώσει αν δούμε και το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, τότε καθίσταται σαφές ότι δεν περιέχει οτιδήποτε που θα άλλαζε τα πράγματα. Απλώς περιέχεται σ' αυτή η διαφωνία του κ. Ν. Σιακόλα, προέδρου της εφεσείουσας, σε όσα ισχυριζόταν ο εφεσίβλητος στη δική του επιστολή ημερ. 26/2/99 (τεκμ. 12) ότι δηλαδή με τα γεγονότα των τελευταίων ημερών αισθανόταν ότι έχει θιγεί τόσο ως προσωπικότητα όσο και υπό την ιδιότητα του ως γενικού διευθυντή της εφεσείουσας. Δεν περιέχει δηλαδή οτιδήποτε η εν λόγω επιστολή της 1/3/99 το οποίο θα μπορούσε να αξιολογηθεί υπέρ της εφεσείουσας και δεν το έπραξε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η υπόθεση Gilbert v. Goldstone [1977] 1 All E.R. 423 και ιδιαίτερα τα όσα αναφέρονται στη σελ. 427 στην οποία παράπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας, δεν βλέπουμε πώς βοηθούν την υπόθεση τους. Διαλαμβάνεται εκεί ότι πρέπει να εξετάζεται και το κατά πόσο τα παράπονα του εργοδοτουμένου ετύγχαναν χειρισμού από τον εργοδότη. Τα όσα περιέχονται στην επιστολή της 1/3/99, η διαφωνία δηλαδή του κ. Σιακόλα με τη θέση του εφεσίβλητου, έχουν ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Αναφορικά με τη θέση της εφεσίβλητης ότι είχαν δικαίωμα ως εργοδότες να θέσουν τον εφεσίβλητο σε αναγκαστική άδεια, και ότι το δικαίωμα τους αυτό αναγνωρίζεται από την αγγλική νομολογία όσο και εκείνη του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρατηρούμε ότι δεν γίνεται αναφορά σε οποιαδήποτε αυθεντία. Εν πάση περιπτώσει η ουσία του θέματος είναι ότι έθεσαν τον εφεσίβλητο σε αναγκαστική άδεια χωρίς να του δώσουν κανένα λόγο. Παραθέτουμε το λεκτικό της πρώτης επιστολής με την οποία πληροφορήθηκε ότι τίθεται υπό άδεια. Είναι η επιστολή ημερ. 25/2/99 (τεκμ. 9) το ουσιαστικό μέρος της οποίας έχει ως ακολούθως:
«Ύστερα από οδηγίες του Εκτελεστικού Προέδρου κ. Ν. Σιακόλα σε συνεννόηση μαζί μου, από τις 25 Φεβρουαρίου 1999 μέχρι τις 10 Μαρτίου 1999 θα βρίσκεστε με άδεια για τους λόγους που σας εξήγησα. Θα επικοινωνήσω μαζί σας εντός της ερχόμενης εβδομάδας σε σχέση με το θέμα.
Με εκτίμηση,
Ντίμης Μιχαηλίδης
Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος»
Το ίδιο και στην επιστολή της 10/3/99 (τεκμ. 17) με την οποία η αναγκαστική άδεια παρατεινόταν μέχρι τις 31/3/99 και πάλιν δεν παρέχονται λόγοι.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία προτίμησε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του μάρτυρα του Τσαγγαρά και απέρριψε αυτή των μαρτύρων της εφεσείουσας τους οποίους έκρινε ότι δεν κατάθεσαν όλη την αλήθεια. Έτσι στην έκταση που η μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης ήταν αντίθετη με αυτή του εφεσίβλητου, το δικαστήριο προτίμησε αυτή του τελευταίου. Σημειώνουμε ότι λογος έφεσης που να αμφισβητεί τα ευρήματα αξιοπιστίας δεν υπάρχει. Επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό που περιέχεται στην επιστολή τεκμ. 9, δεν του έδωσαν λόγους και ότι η ενέργεια της εφεσείουσας να θέσουν τον εφεσίβλητο σε αναγκαστική άδεια ήταν κάτω από τις περιστάσεις μειωτική για τον ίδιο. Άλλωστε τελικά έγινε δεκτό και από τον Ντίμη Μιχαηλίδη (Μ.Υ.1) ότι πριν παραδώσει την επιστολή με την οποία έθετε τον εφεσίβλητο σε αναγκαστική άδεια δεν του έδωσαν λόγους, εξηγώντας ότι αυτό ήταν μέσα στα δικαιώματα της εταιρείας του. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του είπε ότι του ανάφερε κάποιους λόγους αλλά όχι τους πραγματικούς. Προκύπτει από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 ότι έθεσαν τον εφεσίβλητο σε αναγκαστική άδεια για να μην έχει επαφή με στελέχη της εταιρείας τους, αφού τον υποψιάζονταν ότι εργαζόταν για ανταγωνιστική εταιρεία δηλαδή για μια «υπό εκκόλαψη νέα ασφαλιστική εταιρεία».
Με το ίδιο πιο πάνω σκεπτικό είναι ορθή η πρωτόδικη απόφαση και στο θέμα παραχώρησης του γραφείου του ενάγοντα σε άλλο πρόσωπο καθώς και της ακύρωσης της κάρτας εισόδου του στα γραφεία της εφεσείουσας. Αν δούμε και το λόγο που έδωσε ο Μ.Υ.1 Ντίμης Μιχαηλίδης γιατί ακύρωσαν την κάρτα εισόδου του εφεσίβλητου στα γραφεία της εταιρείας τους, φαίνεται ότι τούτο ήταν μειωτικό για τον εφεσίβλητο. Ο λόγος ήταν διότι άλλα πρόσωπα που αποχώρησαν από την εταιρεία, αποκόμισαν μαζί τους και στοιχεία της εταιρείας κάτι που φοβούνταν μη πράξει και ο εφεσίβλητος. Όμως στη δική μας περίπτωση η επιστολή δεν αναφερόταν σε απόλυση αλλά σε αναγκαστική άδεια.
Μεταξύ των λόγων έφεσης ήταν και ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «λανθασμένα εφάρμοσε τις νομικές αρχές που διέπουν τον εξαναγκασμό σε παραίτηση» στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Η ορθή δηλαδή διατύπωση των νομικών αρχών από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν αμφισβητείται. Με τη νομική πτυχή το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολείται στις σελ. 18-22 της απόφασης του. Μεταξύ άλλων κάνει αναφορά και στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England (4η έκδοση, σελ. 440 para 478 κάτω από τον τίτλο «Constructive Dismissal" και σελ. 51 παράγρ. 47, όπου αναφέρεται ότι σε μια σύμβαση εργοδότησης υπάρχει εξυπακουόμενος όρος εμπιστοσύνης και σεβασμού (implied term of trust and respect). Δυστυχώς δε γίνεται αναφορά στο σχετικό τόμο του εν λόγω συγγράμματος από το πρωτόδικο δικαστήριο, όμως τα όσα αναφέρονται υποστηρίζονται από τον τόμο 16 του ιδίου συγγράμματος στην έκδοση Reissue, σελ. 331, παραγρ. 321 και σελ. 46 παραγρ. 44 αντίστοιχα.
Στην παραγραφ. 321 που αφορά την τεκμαρτή απόλυση (constructive dismissal) διατυπώνονται διάφορες περιπτώσεις παράβασης της σύμβασης από τον εργοδότη οι οποίες μπορούν να υποστηρίξουν εύρημα για τεκμαρτή απόλυση. Μια από αυτές είναι και η υπόσκαψη της θέσης ενός ανώτερου υπαλλήλου. Άλλη περίπτωση είναι η παράβαση του όρου για εμπιστοσύνη και σεβασμό.
Με βάση τα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε ως ακολούθως:
«Ο ενάγοντας καθόλους τους ουσιώδεις χρόνους ήταν ο γενικός διευθυντής και γενικός διευθυντής της διεύθυνσης πωλήσεων της εναγομένης. Παρόλα ταύτα κατά τη διαδικασία αλληλοενημέρωσης των στελεχών της Εναγομένης και των στελεχών της Λαϊκής Τραπέζης, και συγχωνεύσεως της Εναγομένης με άλλη ασφαλιστική εταιρεία (Cypria Life) της Λαϊκής Τραπέζης αυτός παρεκάμφθη εντελώς από την διαδικασία αυτή, δεν ετύγχανε καμίας ενημέρωσης και παρόλες τις γραπτές διαμαρτυρίες του (βλ. τεκμ. 4 και 5) αγνοείτο παντελώς υπό της Εναγομένης. Η παράκαμψη και αγνόηση του ήτο κατάφορη και ολοκληρωτική αναφορικά με τα πιο πάνω θέματα.
...............................................................................................................
Πέραν της παράκαμψης και αγνόησης που έτυχε ο Ενάγοντας από την Εναγομένη ως ανωτέρω αναφέρεται, αυτός τέθηκε δύο φορές με τα τεκμήρια 9 και 17 σε αναγκαστική άδεια αρχικώς από 25.2.99 μέχρι 10.3.99 και εν συνεχεία μέχρι την 31.3.99. Στην ουσία ουδείς λόγος του κοινοποιήθηκε επίσημα διά αυτή την ενέργεια της Εναγομένης. Ο πραγματικός λόγος που τέθηκε υπό αναγκαστική άδεια απεκαλύφθη στο Δικαστήριο από τον ΜΥ1 και ήταν διότι η Εναγομένη είχε υποψίες ότι ο Ενάγοντας εργάζετο διά ανταγωνιστική εταιρεία ή όμιλο εταιρειών. Ισχυρισμοί που παρέμειναν ατεκμηρίωτοι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Προς τούτο ζήτησε και έλαβε η Εναγόμενη και νομική συμβουλή. Όπως είναι παραδεκτό, αυτό ουδέποτε η Εναγόμενη το απεκάλυψε στον Ενάγοντα αλλά αντίθετα χρησιμοποίησε άλλες μεθόδους και τεχνάσματα και προφασίστηκε διάφορες άλλες δικαιολογίες ώστε να θέσει τον Ενάγοντα σε αναγκαστική άδεια. Περαιτέρω ενώ τελούσε σε άδεια, ως ανωτέρω, το γραφείο του δόθηκε σε χρήση από άλλο (Δράκο) χωρίς να πληροφορηθεί εκ των προτέρων ο Ενάγοντας και εγκρίνει αυτό. Οι άλλοι, ΜΥ1 και ΜΥ2 παραχωρούσαν τα γραφεία τους διά χρήση από στελέχη και υπαλλήλους της Λαϊκής ως ανέφερα. Αυτό όμως γινόταν εν γνώσει τους και με τη συγκατάθεση τους. Ο Ενάγοντας αντίθετα ουδέποτε επέτρεψε τέτοια χρήση του γραφείου του. Ό,τι προκύπτει από την όλη μαρτυρία είναι ότι υποχρεώθηκε να παραδώσει το γραφείο του με την αποχώρηση του λόγω της αναγκαστικής άδειας που τέθηκε. Περαιτέρω ενώ τελούσε σε άδεια ως άνω η κάρτα πρόσβασης του στο κτίριο που βρισκόταν το γραφείο του ακυρώθηκε χωρίς ειδοποίηση σ' αυτόν με αποτέλεσμα να μην δύναται να μεταβεί στο γραφείο του.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι οι άνω ενέργειες της Εναγομένης υποβάθμισαν τη θέση του Ενάγοντα και έπληξαν και παραβίασαν ανεπανόρθωτα τον εξυπακουόμενο όρο της σύμβασης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, εμπιστοσύνης και σεβασμού. Ο όρος αυτός επλήγη και από την όλη συμπεριφορά της Εναγομένης ως εξετέθη άνω και η οποία δεν ήταν υποφερτή υπό του Ενάγοντος. Η Εναγομένη δεν ακολουθούσε την ιεραρχία και το ότι δεν πληροφόρησε τον Ενάγοντα διά την υποψία που είχε αναφορικά με τον ίδιο διά δήθεν συνεργασία του με ανταγωνιστές έπληξε καίρια τον πιο πάνω εξυπακουόμενο όρο.
Όλα τα πιο πάνω είναι ουσιώδεις παραβάσεις της σύμβασης εργοδότησης του ενάγοντα κατά τρόπο ώστε ο Ενάγοντας να είχε το δικαίωμα να ενεργήσει ως ενήργησε με το τεκμήριο 19 και να θεωρήσει τον εαυτό του απολυθέντα λόγω υπαιτιότητος της Εναγομένης.»
Εξετάσαμε με προσοχή την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία και κρίνουμε ότι εφάρμοσε ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα στα γεγονότα της υπόθεσης. Η κατάληξη του ότι οι διάφορες ενέργειες της εφεσείουσας στις οποίες έκανε αναφορά, αποτελούσαν ουσιώδεις παραβάσεις της σύμβασης εργοδότησης, μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν έχουμε λοιπόν πεισθεί ότι υπάρχει καλός λόγος για να παρέμβουμε στην πρωτόδικη απόφαση.
Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.