ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 937
4 Iουλίου, 2005
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΣΕΣΜΕΛΟΓΛΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Έφεση Αρ. 194)
Αντέφεση — Αίτηση για παράταση προθεσμίας καταχώρησης ειδοποίησης αντέφεσης — Παράβαση της Δ.35, θ.19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Οδήγησε σε απόρριψη της αίτησης.
Αντέφεση — Διατάξεις του θ.10 της Δ.35 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αναφέρονται ρητά και στην ειδοποίηση αντέφεσης —Πρόνοια για δυνατότητα τροποποίησης των χρονικών διαστημάτων που αναφέρονται σ' αυτή με διαταγή του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων έφερε ένσταση στην αίτηση της εφεσίβλητης για παράταση της προθεσμίας καταχώρησης ειδοποίησης αντέφεσης, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν τηρήθηκαν οι ρητές διατάξεις της Δ.35, θ.19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας σύμφωνα με τις οποίες θα έπρεπε η αίτηση να καταχωρηθεί πρώτα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, και αν απορριπτόταν τότε να ακολουθήσει παρόμοια αίτηση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Επικαλέσθηκε συναφώς την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 748.
Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υπέβαλε ότι η πιο πάνω απόφαση είναι εσφαλμένη και δεν πρέπει να υιοθετηθεί.
Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε την απόφαση του Εφετείου στην πιο πάνω υπόθεση στην οποία ειδική αναφορά γίνεται και στον θ.19 της Δ.35 όπου προβλέπονται τα εξής:
«Οποτεδήποτε σύμφωνα με αυτούς τους κανονισμούς μια αίτηση μπορεί να υποβληθεί είτε στο κατώτερο Δικαστήριο είτε στο Εφετείο, ή σε Δικαστή του ενός ή του άλλου Δικαστηρίου, πρέπει να υποβάλλεται κατ' αρχήν στο κατώτερο Δικαστήριο ή Δικαστή του κατώτερου Δικαστηρίου.»
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 748.
Αίτηση.
Αίτηση από την αιτήτρια-εφεσίβλητη στην πιο πάνω έφεση την οποία άσκησε ο καθ' ου η αίτηση-εφεσείων εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Συνενωμένες Αιτήσεις 197/01 και 238/01) ημερ. 2/3/04, για έκδοση διατάγματος με το οποίο να παρατείνεται ο χρόνος καταχώρισης της ειδοποίησης αντέφεσής της την οποία παρέλειψε να καταθέσει εμπρόθεσμα.
Λ. Βραχίμης, για την Αιτήτρια/Εφεσίβλητη.
Χρ. Μίτσιγκας, για τον Καθ' ου η αίτηση-Εφεσείοντα.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 2.3.2004 το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε την απόφαση του στις συνενωμένες αιτήσεις 197/01 και 238/01. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρίστηκε έφεση από τον Καθ' ου η Αίτηση εδώ, η οποία επιδόθηκε στις 16.3.2004. Η εφεσίβλητη-Αιτήτρια αποφάσισε να καταχωρίσει αντέφεση, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται το διάβημα που προβλέπεται στο θ.10 της Δ.35. Παρήλθε όμως το χρονικό διάστημα που ορίζεται στον πιο πάνω Κανονισμό και ως εκ τούτου, δια των δικηγόρων της, καταχώρισε στις 6.6.2005 απ' ευθείας ενώπιον μας την παρούσα αίτηση, ζητώντας διάταγμα με το οποίο να παρατείνεται ο χρόνος καταχώρισης της ειδοποίησης αντέφεσης, για 15 ημέρες από την έκδοση του σχετικού διατάγματος. Ο καθ' ου φέρει ένσταση, υποστηρίζοντας στην ένορκη του δήλωση ότι η επίδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί γιατί δεν τηρήθηκαν οι ρητές διατάξεις της Δ.35, θ.19, σύμφωνα με τις οποίες θα έπρεπε η αίτηση να καταχωριστεί πρώτα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, και αν απορριπτόταν τότε να ακολουθήσει παρόμοια αίτηση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Προτείνονται και άλλοι λόγοι στην ένσταση για την απόρριψη της αιτήσεως. Ασχοληθήκαμε όμως προδικαστικά με το πιο πάνω νομικό ζήτημα, που εγείρεται στην ένσταση, και που παραθέσαμε ήδη πιο πάνω.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγήθηκε πως οι πρόνοιες του θ.10 της Δ.35 καλύπτουν μόνο την περίπτωση της έφεσης και δεν εφαρμόζονται στην ειδοποίηση αντέφεσης. Επομένως, λέγει, δεν ισχύουν αυτά που επιβάλλει ο θ.19 της Δ.35. Ο δικηγόρος του Καθ' ου μας παρέπεμψε σε απόφαση του εφετείου μας στην οποία το Δικαστήριο, αφού σχολίασε το γεγονός ότι σε προηγούμενες αποφάσεις του το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέκτηκε παρόμοιο ένδικο διάβημα, που αφορούσε σε παράταση του χρονικού διαστήματος για την καταχώριση ειδοποίησης αντέφεσης, που έγινε απ΄ευθείας στο Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς δηλαδή να προηγηθεί αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε την ενώπιον του αίτηση, λέγοντας τα εξής: (απόφαση Γαβριηλίδη, Δ.)
«Όμως οι αποφάσεις αυτές διαφοροποιούνται από την παρούσα περίπτωση. Εκεί η ένσταση που υποβλήθηκε δεν στηρίχθηκε, όπως εδώ, στο θ.19 της Δ.35. Ούτε και ο θ.19 της Δ.35 απασχόλησε το Δικαστήριο. Στην παρούσα περίπτωση, εφόσον η ένσταση στηρίχθηκε στο θ.19 της Δ.35, δεν βλέπουμε πως θα μπορούσαμε να αποστούμε από τα όσα προβλέπονται ρητά στο θ.19 της Δ.35. Ούτε και μπορούμε να δεχθούμε ότι οι πιο πάνω αποφάσεις προσφέρουν, έστω έμμεσα, οποιαδήποτε ερμηνευτική καθοδήγηση στις άλλωστε σαφείς, πρόνοιες του θ.19 της Δ.35»
(Δες: Νίκη Ανδρέα Ορφανίδη ν. Ανδρέα Ορφανίδη (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. σελ.748).
Απαντώντας ο δικηγόρος της αιτήτριας είπε πως η πιο πάνω απόφαση είναι, κατά τη γνώμη του, εσφαλμένη και επομένως δεν πρέπει να υιοθετηθεί.
Κρίνουμε πως η θέση που πρόβαλε ο δικηγόρος του καθ' ου είναι ορθή, και βεβαίως υιοθετούμε την απόφαση του εφετείου στην πιο πάνω υπόθεση. Να υποδείξουμε επιπλέον πως οι διατάξεις του θ.10 αναφέρονται ρητά και στην ειδοποίηση αντέφεσης, προνοώντας πως τα χρονικά διαστήματα, που αναφέρονται σ' αυτή, μπορεί να τροποποιηθούν με διαταγή του Προέδρου του εφετείου, από το 1960 του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ειδική αναφορά γίνεται και στον θ.19, όπου προβλέπονται τα εξής:
«Οποτεδήποτε σύμφωνα με αυτούς τους κανονισμούς μια αίτηση μπορεί να υποβληθεί είτε στο κατώτερο Δικαστήριο είτε στο Εφετείο, ή σε Δικαστή του ενός ή του άλλου Δικαστηρίου, πρέπει να υποβάλλεται κατ' αρχήν στο κατώτερο Δικαστήριο ή Δικαστή του κατώτερου Δικαστηρίου.» (Η υπογράμμιση δική μας)
Η αίτηση, επομένως, απορρίπτεται με έξοδα.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.