ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 219
2 Φεβρουαρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΜΕΛΠΩΜΕΝΗ ΚΑΤΖΟΥΡΑΚΗ,
Εφεσείουσα,
v.
ΜΑΡΙΝΟΥ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11848)
―――――――――――――
Συνταγματικό Δίκαιο ― Θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες ― Δικαίωμα ιδιωτικής και προσωπικής ζωής ― Κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, κυρίως από το Άρθρο 15 αυτού.
Δικαιοδοσία Δικαστηρίου ― Επαρχιακό Δικαστήριο ― Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει παρεμπιπτόντως ζήτημα αρμοδιότητος για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος μετά που αυτό έχει καταστεί απόλυτο.
Δικαιοδοσία Δικαστηρίου ― Επαρχιακό Δικαστήριο ή Οικογενειακό Δικαστήριο ― Ποίο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει αίτηση της συζύγου για έκδοση διατάγματος μη παρενόχλησής της από τον εν διαστάσει σύζυγό της.
Σε διαδικασία αίτησης για μη συμμόρφωση του καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητου προς εκδοθέν διάταγμα μη παρενόχλησης της αιτήτριας-εφεσείουσας, εν διαστάσει συζύγου του, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ακύρωσε το διάταγμα, το οποίο είχε καταστεί απόλυτο εκ συμφώνου, αφού έκρινε ότι ήταν αναρμόδιο να δικάσει τη διαφορά. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι βάσει του Άρθρου 11(2)(ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, Ν. 23/90, όπως τροποποιήθηκε, αρμόδιο για την περίπτωση ήταν το Οικογενειακό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο προχώρησε ωστόσο σε εξέταση και της ουσίας της αίτησης ώστε να υπάρχουν ευρήματα σε περίπτωση που θα επικρατούσε κατ' έφεση διαφορετική άποψη επί του ζητήματος της αρμοδιότητας. Κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος «παραβίασε ηθελημένα το διάταγμα».
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση. Ο συνήγορός της υποστήριξε ότι το δικαίωμα διαδίκου να ζητήσει δικαστική προστασία για να παρεμποδίσει την παρενόχλησή του ή την επέμβαση στην ιδιωτική ή στην προσωπική του ζωή, είναι δικαίωμα που υφίσταται ανεξάρτητα από τη σχέση συγγένειας που έχει προς το υπαίτιο μέρος και άρα ανήκει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού υπέδειξε κατ' αρχάς ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν διατηρούσε δυνατότητα να εξέταζε παρεμπιπτόντως, στην αίτηση για μη συμμόρφωση με το διάταγμα, ζήτημα αρμοδιότητας για την έκδοση του διατάγματος και ότι αφού το διάταγμα είχε καταστεί απόλυτο, μόνο με ένδικο μέσο στο Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η εγκυρότητά του, αποδέχθηκε ως ορθή τη θέση της εφεσείουσας για τους λόγους ακριβώς που ανέπτυξε ο συνήγορός της και επέτρεψε την έφεση.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Εκδόθηκε διαταγή όπως ο δικαστής που επιλήφθηκε της υπόθεσης προχωρήσει με τα περαιτέρω, δεδομένης της μη συμμόρφωσης του εφεσίβλητου με το διάταγμα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Burris v. Azadani [1995] 4 All E.R. 802,
Khorasandjian v. Bush [1993] 3 All E.R. 669,
Γιάλλουρου ν. Νικολάου (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 558.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα, εν διαστάσει σύζυγο του εναγομένου, κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 9/5/02 (Αρ. Αγωγής 2882/02) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της ημερ. 9/5/02 με την οποία ζητούσε τη σύλληψη, φυλάκιση, επιβολή προστίμου ή κατάσχεση περιουσίας του εφεσιβλήτου λόγω παράλειψής του να συμμορφωθεί προς το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 27/3/02 με το οποίο απαγορεύετο στον εφεσίβλητο να παρενοχλεί, παρακολουθεί ή με άλλο τρόπο επεμβαίνει στο άτομο της ενάγουσας, λόγω έλλειψης καθ' ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπόθεσης.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.
Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον Δικαστή Γ. Νικολάου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα κίνησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, αξιώνοντας εναντίον του εν διαστάσει τότε συζύγου της, εφεσιβλήτου, «γενικές, παραδειγματικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις για ψυχική ωδύνη την οποία έχει υποστεί ...... συνεπεία της συστηματικής παρενόχλησης της από τον εναγόμενο», όπως και διάταγμα με το οποίο να του απαγορευόταν «να παρενοχλεί, απειλεί, ακολουθεί, παρακολουθεί, επικοινωνεί, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο επεμβαίνει στο άτομο της». Συνάμα η εφεσείουσα κατέθεσε μονομερή αίτηση στη βάση της οποίας το Δικαστήριο την επομένη, 27 Μαρτίου 2002, εξέδωσε το εξής προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα:
«ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στον εναγόμενο - καθ' ου η αίτηση είτε προσωπικά είτε μέσω υπαλλήλων ή αντιπροσώπων του ή άλλως μέχρι της πλήρους και τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της αγωγής ή/και μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου από του να προβαίνει σε όλες ή οποιαδήποτε από τις πιο κάτω πράξεις δηλ. από του να παρενοχλεί, απειλεί, ακολουθεί, παρακολουθεί ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο επεμβαίνει στο άτομο της αιτήτριας είτε με το να τηλεφωνά στο τηλέφωνο της ή στο τηλέφωνο της εργασίας της ή της οικίας στην οποία διαμένει ή βρίσκεται, είτε με το να επικοινωνεί μαζί της είτε προφορικά είτε γραπτώς είτε τηλεφωνικώς είτε άλλως πως με εξαίρεση τη γραπτή επικοινωνία με τους δικηγόρους της, είτε με το να την επισκέπτεται σε οποιοδήποτε χώρο είτε ιδιωτικό είτε δημόσιο ή με το να την ακολουθά είτε με το αυτοκίνητο είτε με τα πόδια είτε άλλως πως σε οποιοδήποτε χώρο είτε ιδιωτικό είτε δημόσιο, είτε με το να αφήνει γράμματα ή οποιαδήποτε άλλα αντικείμενα στο αυτοκίνητό της, ή άλλως πως.»
Το διάταγμα, δεόντως οπισθογραφημένο, επιδόθηκε προσωπικά στον εφεσίβλητο στις 28 Μαρτίου 2002. Ήταν επιστρεπτέον και ύστερα από μερικές αναβολές κατέστη, στις 24 Μαΐου 2002, εκ συμφώνου απόλυτο.
Με αίτηση διά κλήσεως, ημερ. 9 Μαΐου 2002, η εφεσείουσα ζήτησε «τη σύλληψη, φυλάκιση, επιβολή προστίμου ή κατάσχεση περιουσίας του εφεσιβλήτου λόγω παράλειψης του να συμμορφωθεί προς το διάταγμα». Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ένσταση. Ήταν η θέση του ότι (α) το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο καθ' ύλη αρμοδιότητας γιατί επρόκειτο περί οικογενειακής διαφοράς μεταξύ εν διαστάσει συζύγων· και (β) ότι οι ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση δεν απεικόνιζαν την πραγματικότητα. Διεξήχθη ακρόαση κατά την οποία δόθηκε προφορική μαρτυρία. Πήρε μάκρος. Η ακρόαση, που επεκτάθηκε σε δεκατέσσερεις δικασίμους, διάρκεσε από 15 Οκτωβρίου 2002 μέχρι 1 Ιουλίου 2003.
Το Δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση του εφεσιβλήτου ως προς την αρμοδιότητα. Θεώρησε ότι βάσει του άρθρου 11(2)(ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, Ν. 23/90 όπως τροποποιήθηκε (βλ. τον Ν. 26(Ι)/98 σε σχέση με το εν λόγω άρθρο), αρμόδιο για την περίπτωση ήταν το Οικογενειακό Δικαστήριο. Η ουσία του σκεπτικού βρίσκεται στο ακόλουθο απόσπασμα της εκκαλούμενης απόφασης, ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 2003:
«Η Αιτήτρια και ο Καθ' ου η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο που καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή και ακολούθως κατά το χρόνο εξασφάλισης του διατάγματος και καταχώρισης της παρούσας υπό εκδίκαση Αίτησης, ήσαν σε διάσταση. Ο γάμος δεν διαλύθηκε. Παρά το γεγονός ότι ήσαν σε διάσταση, η αμοιβαία υποχρέωση σεβασμού της προσωπικής σφαίρας του άλλου συζύγου δεν εξέλειπε. Έχει υποχρέωση ο ένας σύζυγος προς τον άλλο να απέχει από πράξεις ή παραλείψεις που μπορούν να θίξουν την τιμή ή την προσωπικότητα του άλλου συζύγου.
Με την αγωγή η ενάγουσα ζητά διάταγμα, το οποίο εξασφάλισε με μονομερή Αίτηση, με το οποίο απαγορεύεται στον Καθ' ου η Αίτηση από του να παρενοχλεί, απειλεί, ακολουθεί, παρακολουθεί, επικοινωνεί ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο επεμβαίνει στο άτομο της ενάγουσας. Οι πράξεις αυτές, από τις οποίες ζητά να διαταχθεί να απέχει ο Καθ' ου, μπορούν να θίξουν την τιμή ή την προσωπικότητα της Αιτήτριας. Είναι διαφορές που ανακύπτουν από τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων, Αιτήτριας και Καθ' ου η Αίτηση. Βρίσκω ότι είναι γαμική ή οικογενειακή διαφορά και ως τέτοια υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Η Αίτηση γι' αυτό το λόγο θα απορριφθεί, δηλαδή το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να δικάσει την παρούσα διαφορά.»
Το Επαρχιακό Δικαστήριο προχώρησε ωστόσο σε εξέταση και της ουσίας της αίτησης ώστε να υπάρχουν ευρήματα σε περίπτωση που θα επικρατούσε κατ' έφεση διαφορετική άποψη επί του ζητήματος της αρμοδιότητας. Κατέληξε ότι αποδείχθηκε πέρα από κάθε λογική αμφιβολία ότι κατά το χρονικό διάστημα 28 Μαρτίου 2002 μέχρι 9 Μαΐου 2002 ο εφεσίβλητος «παραβίασε ηθελημένα το διάταγμα».
Η εφεσείουσα προβάλλει με την έφεση της ότι η πρωτόδικη άποψη αναφορικά με την αρμοδιότητα είναι εσφαλμένη. Ο εφεσίβλητος, από την άλλη μεριά, δεν αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ως προς τη μη συμμόρφωση του με το διάταγμα.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο συνήγορος της εφεσείουσας αναφέρθηκε εν πρώτοις στη βάση της αγωγής, την οποία εξήγησε με αναφορά τόσο στις αρχές του κοινού δικαίου σε σχέση με τις οποίες παρέπεμψε στις αποφάσεις του Αγγλικού Εφετείου στις υποθέσεις Burris v. Azadani [1995] 4 All E.R. 802 και Khorasandjian v. Bush [1993] 3 All E.R. 669, όσο και στο Σύνταγμα, κυρίως στο Άρθρο 15, με το οποίο διασφαλίζεται το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και μας παρέπεμψε, ως προς αυτό, στη Γιάλλουρου ν. Νικολάου, (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 558. Το επίδικο θέμα αρμοδιότητας το εξετάζουμε μέσα στο τεθέν πλαίσιο το οποίο, για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, θα εκλάβουμε ως δεδομένο, δίχως να εκφέρουμε επ' αυτού οριστική άποψη.
Η θέση της εφεσείουσας ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου έχει, καθώς μας φαίνεται, ως κεντρικό άξονα τα ακόλουθα τα οποία μεταφέρουμε από τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της:
«Στην προκείμενη περίπτωση, το δικαίωμα ενός διαδίκου να ζητήσει δικαστική προστασία για να παρεμποδίσει την παρενόχληση του ή την επέμβαση στην ιδιωτική ή προσωπική του ζωή δεν εξαρτάται από τη σχέση συγγένειας που έχει με το πρόσωπο που διαπράττει την επέμβαση ή την παρενόχληση. Είναι ένα δικαίωμα που υφίσταται ανεξάρτητα από τη σχέση συγγένειας παραπονούμενου και υπαίτιου και άρα ανήκει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το ζήτημα αυτό θα υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, μόνο αν η ύπαρξη του γάμου δημιουργούσε τέτοια δικαιώματα ή υποχρεώσεις μεταξύ των διαδίκων που αφενός απέκλειαν την εφαρμογή των διατάξεων του αστικού αδικήματος της παρενόχλησης και αφετέρου ήταν δικαιώματα και υποχρεώσεις η έκταση των οποίων επιδεχόταν δικαστικής ρύθμισης από το Οικογενειακό Δικαστήριο.»
Ο συνήγορος του εφεσιβλήτου εισηγήθηκε, αντιθέτως, ότι αρμοδιότητα για όλες τις αστικές διαφορές μεταξύ συζύγων έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο. Στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου τέθηκε ως εξής:
«.... θα πρέπει να τεθεί αυστηρά ο κανόνας ότι οι διαφορές μεταξύ συζύγων πρέπει να παραπέμπονται για εκδίκαση στα Οικογενειακά Δικαστήρια. Αναφερόμαστε πάντα στις οποιεσδήποτε αστικές διαφορές και οι αστικές διαφορές περιλαμβάνουν για παράδειγμα περιουσιακές διαφορές δεν περιορίζονται όμως σε αυτές. Μπορεί να περιλάβουν απαίτηση αποζημιώσεων για δάνειο άρα καλύπτουν και το δίκαιο των συμβάσεων. Δεν μπορούν παρά να περιλαμβάνουν επίσης αποζημιώσεις για τραύματα μετά από αμέλεια ή μετά από επίθεση ή και κάτω από το αστικό αδίκημα της παρενόχλησης ή του εκφοβισμού όπως τη συγκεκριμένη περίπτωση.»
Πρέπει κατ' αρχάς να υποδείξουμε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν διατηρούσε δυνατότητα να εξέταζε παρεμπιπτόντως, στην αίτηση για μη συμμόρφωση με το διάταγμα, ζήτημα αρμοδιότητος για την έκδοση του διατάγματος. Το ζήτημα θα μπορούσε να είχε τεθεί προτού το διάταγμα καταστεί απόλυτο. Μετά, μόνο με ένδικο μέσο στο Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα του διατάγματος. Η νομολογία ότι ζήτημα δικαιοδοσίας μπορεί να τεθεί οποτεδήποτε δεν σημαίνει και ότι τέτοιο ζήτημα βρίσκεται έξω από δικονομικό έλεγχο ώστε να μπορεί να παρεμβάλλεται οπουδήποτε κατά το δοκούν. Έτσι όμως όπως ήρθαν τα πράγματα μας φαίνεται ότι ενδείκνυται τώρα στην έφεση η εξέταση αυτού του ζητήματος.
Ως προς το πού βρίσκεται η αρμοδιότητα σε τέτοιες περιπτώσεις, έχοντας υπόψη μας το τεθέν πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζουμε το ζήτημα, δεν συμμεριζόμαστε την πρωτόδικη άποψη ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας. Θεωρούμε ορθή την επί του προκειμένου θέση της εφεσείουσας, για τους λόγους ακριβώς που ανέπτυξε ο συνήγορος της στο απόσπασμα που παραθέσαμε. Δεν χρειάζεται να τους εκφράσουμε με άλλο τρόπο. Κατά τη γνώμη μας το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Δεδομένου ότι, καθώς διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, ο εφεσίβλητος δεν συμμορφώθηκε με το διάταγμα, ο Δικαστής που επιλήφθηκε της υπόθεσης θα πρέπει τώρα να προχωρήσει με τα περαιτέρω.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Εκδίδεται διαταγή όπως ο δικαστής που επιλήφθηκε της υπόθεσης προχωρήσει με τα περαιτέρω, δεδομένης της μη συμμόρφωσης του εφεσίβλητου με το διάταγμα.