ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 2010
10 Δεκεμβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. BETTABILT SERVICES LTD.,
2. ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
JUDY DAWES (ΑΡ. 2),
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11472)
Τόκος ― Άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Αρ. 14/60 (όπως τροποποιήθηκε) ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Επιδίκαση τόκου προς 8% ετησίως επί των αποζημιώσεων που επιδικάσθηκαν υπέρ της ενάγουσας από της απόφασης και όχι της καταχώρησης της αγωγής ― Επικυρώθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τόκο προς 8% ετησίως υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας (η εφεσίβλητη) από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και όχι από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.
Η εφεσίβλητη με την αντέφεσή της, υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αναιτιολόγητα κατέληξε στην απόφασή του αναφορικά με την επιδίκαση τόκου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αντέφεση και αποφάνθηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει αιτιολογήσει την απόφασή του. Από τα στοιχεία όμως που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται ότι η αγωγή καταχωρήθηκε την 1.7.98 και τέσσερα χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής και ένα περίπου μήνα πριν την έκδοση της απόφασης, καταχωρήθηκε τροποποιημένη έκθεση απαίτησης αναφορικά με το ποσό των αιτούμενων αποζημιώσεων έτσι ώστε το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης να συνάδει με την προφορική μαρτυρία που είχε δοθεί από το μάρτυρα που είχε κλητεύσει η εφεσίβλητη. Ενόψει των ανωτέρω, δεν συντρέχουν λόγοι που να δικαιολογούν τη διαφοροποίηση της πρωτόδικης απόφασης.
Η αντέφεση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διάταγμα για έξοδα για την απόρριψη της αντέφεσης.
Έφεση.
Αντέφεση από την ενάγουσα στην αποτυχούσα έφεση των εφεσειόντων η οποία ασκήθηκε κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Αρ. Αγωγής 2451/98) ημερομηνίας 31/7/02 με την οποία πρόβαλε ως λόγο της αντέφεσης ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τόκο προς 8% από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και όχι από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής ενώ αντίθετα οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί το Άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 102(Ι)/96, εναποθέτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου την επιδίκαση τόκου προς 8% ετησίως από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής μέχρι της τελικής αποπληρωμής του επιδικασθέντος ποσού.
Χρ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Δημητριάδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου σχετικά με το λόγο της αντέφεσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε τόκο προς 8%, θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τόκο προς 8% από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και όχι από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής. Αντίθετα οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί το άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 102(Ι)/96) εναποθέτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου την επιδίκαση τόκου προς 8% ετησίως από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής μέχρι της τελικής αποπληρωμής του επιδικασθέντος ποσού. Το άρθρο 33(2)(α) και (β) προβλέπει ότι το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια όταν "συντρέχουν λόγοι" να επιδικάσει τόκο,
"(α) Σε ολόκληρο το επιδικαζόμενο με την απόφαση ποσό, για μέρος μόνο της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης· ή
(β) σε μέρος μόνο του επιδικαζομένου με την απόφαση ποσού, για ολόκληρη ή μέρος μόνο της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης."
Είναι ορθό ότι στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει αιτιολογήσει την απόφαση του για την επιδίκαση τόκου προς 8% από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται ότι η αγωγή καταχωρήθηκε την 1/7/98 και η Έκθεση Απαίτησης στις 3/6/99. Η Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης καταχωρήθηκε στις 8/6/99 και η Απάντηση στις 12/5/2000. Μετά την έναρξη της ακρόασης στις 27/3/2002, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής, οι δικηγόροι της εφεσίβλητης καταχώρησαν στις 31/5/2002 αίτηση για την προσθήκη νέων λόγων αμέλειας και την αύξηση του ποσού των αιτούμενων αποζημιώσεων, έτσι ώστε το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης να συνάδει με την προφορική μαρτυρία που είχε ήδη δοθεί από μάρτυρα που είχε κλητεύσει η εφεσίβλητη. Ακολούθως η νέα τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης καταχωρήθηκε στις 4/6/2002. Την ίδια μέρα καταχωρήθηκε η Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση, όπως επίσης και η Απάντηση της εφεσίβλητης. Η ακρόαση συμπληρώθηκε στις 5/7/2002 και η απόφαση εκδόθηκε στις 31/7/2002.
Έχοντας υπόψη τα προηγούμενα συμπεράσματα μας, σε συνδυασμό με το ότι η τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης καταχωρήθηκε τέσσερα χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής και ένα περίπου μήνα πριν από την έκδοση της απόφασης, κρίνουμε ότι δεν συντρέχουν λόγοι που θα δικαιολογούσαν τη διαφοροποίηση της πρωτόδικης απόφασης.
Η αντέφεση απορρίπτεται. Λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου που οδήγησαν στην απόρριψη της έφεσης, έχουμε καταλήξει στην απόφαση να μην εκδώσουμε οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα για την απόρριψη της αντέφεσης.
Η αντέφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα για την απόρριψη της αντέφεσης.