ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1425
20 Ιουλίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΗ ΚΑΥΚΑΡΗ (ΑΡ. 3),
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
HABEAS CORPUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 5, 6, 7, 13 ΚΑΙ 14 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 5118 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21.5.1990, ΟΠΟΥ ΕΠΙΚΥΡΩΘΗΚΕ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 23969/87 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.3.1989.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11961)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς απελευθέρωση του αιτητή ο οποίος εξέτιε ποινή φυλάκισης διά βίου, προσδιορισθείσας ως φυλάκισης για το υπόλοιπο της ζωής του ― Απόρριψη αίτησης επειδή η χορήγηση του εντάλματος Habeas Corpus θα ισοδυναμούσε με αναθεώρηση της ποινής που επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο η οποία μπορούσε να αναθεωρηθεί κατ' έφεση.
Αρχή της διάκρισης των εξουσιών ― Μελλοντική ισχύς απόφασης επί συνταγματικότητας ― Ανάληψη εξουσίας από το Ανώτατο Δικαστήριο για την πρόσδοση μελλοντικής ισχύος σε δικαστική απόφαση επί συνταγματικότητας νόμου, αντιστρατεύεται την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Ποινή ― Οι περί Φυλακών (Γενικοί) Κανονισμοί του 1981 (ΚΔΠ 18/81) που θεσπίστηκαν δυνάμει του Άρθρου 4 του περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμου, Κεφ. 286 ― Κατά πόσο ήταν προσδιοριστικοί της ποινής.
Ο εφεσείων, ο οποίος εκτίει ποινή φυλάκισης διά βίου για τον εκ προμελέτης φόνο τριών προσώπων, άσκησε έφεση μόνο εναντίον της καταδίκης του. Δεν αμφισβήτησε το μέρος της απόφασης του Κακουργιοδικείου με το οποίο ορίστηκε ότι "φυλάκιση διά βίου σημαίνει για το υπόλοιπο της ζωής του καταδικασθέντος". Η έφεση απορρίφθηκε στις 21.5.1990.
Η έκτιση της ποινής άρχισε στις 17.7.87 και οι Αρχές των Φυλακών εξέδωσαν και παρέδωσαν στον εφεσείοντα το έντυπο F5 στο οποίο αναγραφόταν ως πιθανή ημερομηνία απόλυσής του η 17.7.02 αν επιδείκνυε την απαιτούμενη εργατικότητα και καλή διαγωγή, η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με την 2.11.02 ενόψει πειθαρχικού παραπτώματός του. Ο αιτητής δεν αποφυλακίστηκε.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου είχε τεθεί θέμα με την εισήγηση πως αν πράγματι η προβλεπόμενη ποινή, ενόψει των περί Φυλακών (Γενικών) Κανονισμών του 1981, που θεσπίστηκαν δυνάμει του περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμου, Κεφ. 286, ήταν 20ετής φυλάκιση και όχι για το υπόλοιπο της ζωής, θα έπρεπε οι ποινές να συντρέχουν ή όπως ήταν η θέση της κατηγορούσας αρχής να ακολουθεί διαδοχικά η μια την άλλη.
Μετά την έναρξη της έκτισης της ποινής του εφεσείοντος παρενεβλήθησαν τα ακόλουθα:
1. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αίτηση για Habeas Corpus στην υπόθεση Δημητράκης Χ"Σάββα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134 στην οποία επισημάνθηκε πως ο Νόμος προέβλεπε ως υποχρεωτική την ποινή φυλάκισης διά βίου και πως οι Κανονισμοί εκδόθηκαν στα πλαίσια της εξουσιοδότησης που παρεχόταν από το Κεφ. 286 και όχι δυνάμει του Ποινικού Κώδικα. Η απόφαση καταλήγει ότι στο βαθμό και έκταση που το Άρθρο 4 σε συνδυασμό με το Άρθρο 9 του Κεφ. 286 παρέχει εξουσία για τον καθορισμό της διάρκειας ποινής φυλάκισης σε αρχή άλλη από δικαστική, αντίκειται προς το Σύνταγμα και έπαυσε να ισχύει από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Εξ άλλου, η παροχή εξουσίας στο Διευθυντή των Φυλακών για μείωση της ποινής λόγω εργατικότητας και καλής διαγωγής που παρέχεται από τις διατάξεις του Καν.93 προσκρούει άμεσα στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η έκτιση ισόβιας κάθειρξης ρυθμίζεται ειδικά από τις διατάξεις του Άρθρου 11 του περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμου, Κεφ. 286 από τις οποίες προκύπτει ότι φυλάκιση διά βίου σημαίνει φυλάκιση για το υπόλοιπο της ζωής καταδικασθέντα υπό την αίρεση του δικαιώματος του Προέδρου της Δημοκρατίας να αναστείλει την ποινή για όσο χρονικο διάστημα ορίζεται στην απόλυση του καταδικασθέντος επ' αδεία.
2. Η θέσπιση του περί Φυλακών Νόμου του 1996 (Ν.62(Ι)/96) με τον οποίο καταργήθηκε το Κεφ. 286 και, με το Άρθρο 12, ορίζεται να μην αφορούν στην περίπτωση φυλάκισης διά βίου οι πρόνοιες για μείωση της ποινής λόγω καλής διαγωγής και εργατικότητας.
Ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση στις 8.3.04 για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus αξιώνοντας την άμεση αποφυλάκισή του. Εναντίον της απόρριψης της αίτησής του πρωτοδίκως ασκήθηκε η παρούσα έφεση.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι η συνολική νομική κατάσταση κατά το χρόνο της επιβολής της ποινής έδειχνε πως φυλάκιση διά βίου σήμαινε στην ουσία 20ετή φυλάκιση, και πως σε περίπτωση αμφιβολίας, αυτή θα έπρεπε να αρθεί υπέρ του εφεσείοντος. Επομένως, ενόψει αυτής της πραγματικότητας, δεν υπήρχε λόγος άσκησης έφεσης κατά της απόφασης του Κακουργιοδικείου όταν μάλιστα είχε επιδοθεί στον εφεσείοντα το έντυπο F5. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η αλλαγή των δεδομένων με την υπόθεση Χ"Σάββα, επέφερε αύξηση της ποινής κατά παράβαση του Άρθρου 7(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε με το Ν. 39/62 (η Σύμβαση), σύμφωνα με το οποίο δεν "επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος". Ο συνήγορος διαφώνησε με την πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με την οποία, με παραπομπή στην απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Hogben v. U.K., οι Κανονισμοί δεν ήταν προσδιοριστικοί της προβλεπόμενης ποινής αλλά αφορούσαν την έκτισή της. Κατά την εισήγησή του, η υπόθεση Hogben διαφοροποιείται αφού αφορούσε στην αλλαγή πολιτικής του Συμβουλίου Αποφυλακίσεων, αντίστοιχο του οποίου δεν υπάρχει στην Κύπρο, ενώ, εν προκειμένω, έχουμε αναδρομική αλλαγή του Νόμου λόγω αντισυνταγματικότητας.
Ο εφεσείων επικαλέσθηκε και τα Άρθρα 3, 5(4) και 13 της Σύμβασης αναφορικά με την υποβολή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση και το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Τόνισαν το γεγονός πως το έντυπο F5 εκδόθηκε και επιδόθηκε στον εφεσείοντα μετά την επιβολή της ποινής από το Κακουργιοδικείο το οποίο ρητά εξήγησε την έννοιά της. Η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ήταν φυλάκιση διά βίου δηλαδή για το υπόλοιπο μέρος της ζωής του όπως ήταν οι υποχρεωτικές πρόνοιες του Ποινικού Κώδικα και τα επιχειρήματα που στηρίχθηκαν στην κατ' ισχυρισμό εμβέλεια του Άρθρου 7(1) της Σύμβασης, δεν ήταν βάσιμα. Οι Κανονισμοί ήταν δευτερογενής νομοθεσία που εκδόθηκε δυνάμει του Κεφ. 286 που δεν ήταν ο Νόμος στον οποίο στηριζόταν η κράτησή του. Συνιστούσαν πολιτική αποφυλάκισης και, όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, δεν επήλθε αναδρομική αύξηση της ποινής όπως αρμοδίως την είχε επιβάλει το Κακουργιοδικείο, αλλά αλλαγή στον τρόπο εκτέλεσής της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εισήγηση του εφεσείοντος εκλαμβάνει πως η δικαστική κρίση πως οι Κανονισμοί είναι ultra vires του Νόμου κατ' επίκληση του οποίου εκδόθηκαν, επιφέρει οποιασδήποτε μορφής νομοθετική αλλαγή. Όμως, όπως είναι νομολογημένο, η δικαστική κρίση αποφαίνεται περί το Νόμο ή τον Κανονισμό κατ' ανάγκην αναδρομικά και, όπως και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών επιβάλλει, δεν αποτελεί νομοθετική εξέλιξη. Είναι όμως γεγονός πως το ζήτημα δεν προσεγγίστηκε από αυτή τη σκοπιά οπότε θα προέκυπτε και το θέμα του Ν. 62(Ι)/96.
2. Ούτως ή άλλως το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης διά βίου, προσδιορίζοντας ρητά πως αυτή σημαίνει φυλάκιση για το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν εξέτασε το ζήτημα της ενδεχόμενης διαδοχικότητας και δεν είναι ορθή η αντίληψη του εφεσείοντος πως συνάγεται ότι το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε ως έγκυρους τους Κανονισμούς.
3. Η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν λανθασμένη όταν αντιστοιχούσε την περίπτωση προς εκείνη της υπόθεσης Hogben. Η αρχή που έθεσε, πως το Άρθρο 7(1) της Σύμβασης δεν αφορά στην εκτέλεση της ποινής, η οποία παρέμεινε να είναι ισόβια φυλάκιση, δεν αμφισβητείται. Οι Κανονισμοί θεσπίστηκαν δυνάμει και για τους σκοπούς του περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμου, Κεφ. 286 ενώ είναι ο Ποινικός Κώδικας που καθορίζει την ποινή που στην προκείμενη περίπτωση είναι υποχρεωτική φυλάκιση διά βίου.
4. Εν πάση περιπτώσει, όμως, η αναθεώρηση της απόφασης του Κακουργιοδικείου βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο πλαίσιο αίτησης για Habeas Corpus.
5. H κράτηση του εφεσείοντος είναι νόμιμη και η αίτηση του για αποφυλάκιση ορθά απορρίφθηκε με την τελική επισήμανση πως η χορήγηση του εντάλματος Habeas Corpus στην παρούσα υπόθεση θα ισοδυναμούσε με αναθεώρηση της επιβληθείσας ποινής η οποία μπορούσε να αναθεωρηθεί κατ' έφεση.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,
Χ"Σάββα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134,
Hogben v. UK - No. 11653/85, 46 DR 231 [1986],
Μαυρογένης ν. Βουλής Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,
Κληρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 575.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή-εφεσείοντα ο οποίος κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού για τον εκ προμελέτης φόνο τριών προσώπων και για κατοχή εκρηκτικών υλών και καταδικάστηκε σε φυλάκιση δια βίου εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση με την οποία στις 17/2/04 απορρίφθηκε η υπ' αρ. 2/04 αίτησή του με την οποία επεδίωξε την έκδοση εντάλματος της φύσης habeas corpus με το οποίο να διατάσσεται η προσαγωγή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής του και να διαταχθεί η άμεση απόλυσή του.
Αχ. Δημητριάδης με Χρ. Κλεάνθους και Λ. Καριόλου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, στις 9.3.89, κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού για τον εκ προμελέτης φόνο τριών προσώπων. Του Πανίκου Μιχαήλ από τη Λεμεσό ηλικίας 45 ετών και των παιδιών του Χριστάκη Μιχαήλ 13 ετών και Μιχαλάκη Μιχαήλ 11 ετών. Επίσης, για κατοχή εκρηκτικών υλών.
Το άρθρο 203(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε από τον περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικό) Νόμο του 1983 (Ν. 86/83), για το φόνο εκ προμελέτης προβλέπει, ως υποχρεωτική, την ποινή της φυλάκισης δια βίου. Στους περί Φυλακών (Γενικούς) Κανονισμούς του 1981 (ΚΔΠ 18/81) που θεσπίστηκαν δυνάμει του άρθρου 4 του περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμου Κεφ. 286, περιλήφθηκε ο Κανονισμός 94 σύμφωνα με τον οποίο «εις έκαστον κρατούμενον εκτίοντα ποινήν εννέα ετών και άνω δύναται να επιτραπή, λόγω επιδείξεως καλής διαγωγής και εργατικότητος, όπως κερδίση το εν δεύτερον της ποινής υπό τύπον χάριτος». Και ο Κανονισμός 96(γ) σύμφωνα με τον οποίο «οσάκις η φυλάκισις είναι διά βίου ή κατόπιν θανατικής ποινής μετατραπείσης εις φυλάκισιν δια βίου, η χάρις υπολογίζεται ως εάν η φυλάκισις είναι εικοσαετής". Με την τροποποιητική ΚΔΠ 76/87 εισάχθηκε ορισμός σύμφωνα με τον οποίο «"φυλάκισις δια βίου" σημαίνει εικοσαετή φυλάκισιν"» . Διαγράφηκε ο Κανονισμός 96(γ) και με το νέο Κανονισμό 93 προβλέφθηκαν τα ακόλουθα:
"(1) Έκαστος κρατούμενος εκτίων ποινήν φυλακίσεως διά βίου δύναται να κερδίση μείωσιν της ποινής του λόγω επιδείξεως καλής διαγωγής και εργατικότητος, μη υπερβαίνουσαν εν συνόλω το εν τέταρτον της τοιαύτης ποινής.
(2) Η απόφασις δια την μείωσιν της ποινής ως και η έκτασις της τοιαύτης μειώσεως δι' έκαστον ως προείρηται κρατούμενον δεν λαμβάνεται ειμή μόνον εφ' όσον ο ρηθείς κρατούμενος ήθελεν εκτίσει δεκαπέντε έτη εκ της ποινής του."
Το θέμα τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου με την εισήγηση πως αν πράγματι η προβλεπόμενη ποινή, ενόψει των Κανονισμών, ήταν 20ετής φυλάκιση και όχι για το υπόλοιπο της ζωής, "εγειρόταν για εξέταση το κατά πόσο οι ποινές θα έπρεπε να συντρέχουν" ή, όπως κατά τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν το ορθό, "να ακολουθεί διαδοχικά η μια την άλλη". Το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινές φυλάκισης δια βίου προσδιορίζοντας πως "φυλάκιση δια βίου σήμαινε φυλάκιση για το υπόλοιπο μέρος της ζωής του καταδικασθέντος". Οπότε καθίστατο "χωρίς νόημα η εξέταση του κατά πόσο οι ποινές θα συντρέχουν ή κατά πόσο θα ήταν διαδοχικές". Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου:
«Το ίδιο, στην ουσία, θέμα τέθηκε και ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην υπόθεση υπ' αρ. 31175/87 μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Κώστα Αριστοδήμου, άλλως Γιουρούκκη. Στην υπόθεση εκείνη το Κακουργιοδικείο, σε λεπτομερή απόφαση του στην οποία γίνεται αναφορά στις γενικές αρχές που διέπουν το θέμα καθώς και στη νομολογία, κατέληξε ότι η έννοια της φυλάκισης δια βίου συνίσταται στην ξεκάθαρη έννοια που μεταδίδει το λεκτικό, και ότι το Κακουργιοδικείο είναι αναρμόδιο να εξετάσει την εγκυρότητα των όποιων κανονισμών ή να λάβει υπόψη τις όποιες επιπτώσεις τους στην ποινή. Συμφωνούμε απόλυτα με την εν λόγω απόφαση, στην οποία παραπέμπουμε. Αναφορικά με την εγκυρότητα των Κανονισμών, ο Γενικός Εισαγγελέας θα μπορούσε ενδεχομένως να αναζητήσει άλλους μηχανισμούς για απόφανση επί του θέματος κατά τον χρόνο που οι αρμόδιες αρχές θα επιχειρήσουν να θέσουν τον εν λόγω κανονισμό σε εφαρμογή. Δεν κάνουμε μνεία εδώ και στο συνταγματικό δικαίωμα του Προέδρου να απονέμει χάρη. Αναφορικά με την παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι οι επιπτώσεις τέτοιων κανονισμών, εάν υποτεθεί βέβαια ότι είναι έγκυροι, δεν λαμβάνονται υπόψη, παραπέμπουμε πρόσθετα και στις αποφάσεις Anthony Maguire Frederick George Charles Enos, 40 Cr. App. R. p. 92, Martin Derek Turner, 51 Cr. App. R. p. 72 και R. v. Black [1971] Crim. L.R. 109.
Θεωρούμε ότι φυλάκιση δια βίου σημαίνει φυλάκιση για το υπόλοιπο μέρος της ζωής του καταδικασθέντος. Καθίσταται, επομένως, χωρίς νόημα η εξέταση του κατά πόσο οι ποινές θα συντρέχουν ή κατά πόσο θα είναι διαδοχικές.
Καταδικάζουμε τον κατηγορούμενο:
α) Στην 2η κατηγορία, για τον εκ προμελέτης φόνο του Πανίκου Μιχαήλ, σε φυλάκιση δια βίου.
β) Στην 3η κατηγορία, για τον εκ προμελέτης φόνο του Χριστάκη Μιχαήλ, σε φυλάκιση δια βίου.
γ) Στην 4η κατηγορία, για τον εκ προμελέτης φόνο του Μιχαλάκη Μιχαήλ, σε φυλάκιση δια βίου.
Στις κατηγορίες 7 και 8 για κατοχή εκρηκτικών υλών, δεν επιβάλλουμε ποινή εν όψει του τρόπου με τον οποίο συνδέονται με τα γεγονότα που συνιστούν τα τρία αδικήματα φόνου εκ προμελέτης, έχοντας υπόψη μας την αρχή που πρόσφατα επανέλαβε το Εφετείο στην υπόθεση Αλεξάνδρου ν. Διευθυντού Τμήματος Τελωνείων (1985) 2 Α.Α.Δ. σελ. 47».
Ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της απόφασης του Κακουργιοδικείου αλλά μόνο ως προς την καταδίκη του. Δεν αμφισβήτησε το μέρος της απόφασης με το οποίο ορίστηκε ότι "φυλάκιση δια βίου σημαίνει για το υπόλοιπο της ζωής του καταδικασθέντος". Η έφεση απορρίφθηκε στις 21.5.1990. [Βλ. Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203].
Η έκτιση της ποινής άρχισε στις 17.7.87 και οι Αρχές των Φυλακών εξέδωσαν και παρέδωσαν στον εφεσείοντα το έντυπο F5 (αρ. ταυτότητας 7167) στο οποίο αναγραφόταν ως πιθανή ημερομηνία απόλυσής του η 17.7.02 "αν επιδείκνυε την απαιτούμενη εργατικότητα και καλή διαγωγή", η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με την 2.11.02 ενόψει πειθαρχικού παραπτώματός του. Ο αιτητής δεν αποφυλακίστηκε και σημειώνουμε πως παρενεβλήθηκαν τα πιο κάτω.
Πρώτα, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση (Πικής, Δ, όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Δημητράκης Χ"Σάββα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134. Αφορούσε σε αίτηση για την έκδοση habeas corpus προς απελευθέρωση καταδικασθέντος σε ποινή φυλάκισης δια βίου κατ' επίκληση των πιο πάνω Kανονισμών. Επισημάνθηκε πως ο Νόμος προέβλεπε ως υποχρεωτική την ποινή φυλάκισης δια βίου και πως οι Kανονισμοί εκδόθηκαν στα πλαίσια της εξουσιοδότησης που παρεχόταν από τον περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμο Κεφ. 286 και όχι δυνάμει του Ποινικού Κώδικα. Συναφώς, η άμεση συνάρτηση των Κανονισμών με την εξουσιοδότηση που παρεχόταν από το άρθρο 4 του Κεφ. 286 και η άντληση εξουσίας για την έκδοσή τους αποκλειστικά από τις διατάξεις εκείνου του Νόμου. Περαιτέρω, ο αυστηρός διαχωρισμός των εξουσιών που ισχύει στην Κύπρο, με τη δικαστική εξουσία να είναι ο μοναδικός κριτής της τιμωρίας των παραβατών, και ο περιορισμός της εκτελεστικής εξουσίας στην έκδοση δευτερογενούς νομοθεσίας βάσει ρητής εξουσιοδότησης η οποία παρέχεται από πρωτογενή νομοθεσία. Η απόφαση κατέληξε ως ακολούθως:
«Συνεπώς στο βαθμό και έκταση που το άρθρο 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του Κεφ. 286 παρέχει εξουσία για τον καθορισμό της διάρκειας ποινής φυλάκισης σε αρχή άλλη από τη δικαστική, αντίκειται προς το Σύνταγμα και έπαυσε να ισχύει από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Εξάλλου, η παροχή εξουσίας στο Διευθυντή των Φυλακών για τη μείωση της ποινής λόγω εργατικότητας και καλής διαγωγής που παρέχεται από τις διατάξεις του κ. 93 προσκρούει άμεσα στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών που αποκλείει την ανάμειξη εκτελεστικού ή διοικητικού οργάνου στον καθορισμό της τιμωρίας του παραβάτη. Η μόνη αρχή στην οποία παρέχεται από το Σύνταγμα εξουσία για (α) μείωση, (β) αναστολή και (γ) μετατροπή ποινής φυλάκισης είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενεργών με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα. Δεν επιβάλλεται όμως άμεσα στην προκείμενη περίπτωση η θεώρηση της εξουσιοδότησης για θέσπιση δευτερογενούς νομοθεσίας που παρέχεται από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 9 του Κεφ. 286, επειδή καμιά από τις δυο διατάξεις δεν αφορά την έκτιση της ποινής φυλάκισης δια βίου. Η έκτιση ισόβιας κάθειρξης ρυθμίζεται ειδικά από τις διατάξεις του άρθρου 11 του Κεφ. 286 από τις οποίες προκύπτει ότι φυλάκιση δια βίου σημαίνει φυλάκιση δια το υπόλοιπο της ζωής του καταδικασθέντα υπό την αίρεση του δικαιώματος που παρέχεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αναστείλει την ποινή του για όσο χρονικό διάτημα ορίζεται στην απόλυση του καταδικασθέντος επ' αδεία. Το άρθρο 11 του Κεφ. 286 εναρμονίζεται με το Σύνταγμα και διατήρησε την ισχύ του μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας εφόσον συνάδει με τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας που παρέχονται από το άρθρο 53.4 του Συντάγματος.".
Μετά, η θέσπιση του περί Φυλακών Νόμου του 1996 [Ν. 62(Ι)/96] με τον οποίο καταργήθηκε το Κεφ. 286 και, με το άρθρο 12, ορίζεται να μην αφορούν στην περίπτωση φυλάκισης δια βίου οι πρόνοιες για μείωση της ποινής λόγω καλής διαγωγής και εργατικότητας.
Με αίτηση που καταχώρισε στις 8.3.04 ο εφεσείων επεδίωξε την έκδοση εντάλματος της φύσης habeas corpus με το οποίο να διατάσσεται η προσαγωγή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής του και να διαταχθεί η άμεση απόλυσή του. Η αίτηση απορρίφθηκε και με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Οι δέκα λόγοι έφεσης και το περίγραμμα αγόρευσης για τον εφεσείοντα αφορούσαν σε όσα απασχόλησαν πρωτοδίκως, αλλά, κατά την προφορική ακρόαση, αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης 5 και 8 και, περαιτέρω, επεξηγήθηκε η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε. Ουσιαστικά ένα είναι το θέμα που εγείρει ο εφεσείων. Και έχει αναγνωρίσει ο ευπαίδευτος συνήγορός του πως η κρίση ως προς αυτό θα καθορίσει και την κατάληξη, όπως άλλωστε και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους. Συνοψίζουμε τη θέση του εφεσείοντα όπως τη συνθέτουν οι λόγοι έφεσης, όπως αυτοί επεξηγήθηκαν.
Δεν επικαλείται τους Kανονισμούς ως αυτοτελές έρεισμα για την απελευθέρωσή του, πολύ λιγότερο αφού, ακόμα και ανεξάρτητα από την απόφαση στην υπόθεση Χ"Σάββα, αυτοί δεν ισχύουν πλέον. Επίσης, δεν εισηγείται ή επιχειρεί αναθεώρηση της απόφασης του Κακουργιοδικείου όπως λανθασμένα εκλήφθηκε πρωτοδίκως. Δεν τιθέμεθα, όπως εξήγησε, έναντι της απόφασης του Κακουργιοδικείου αλλά έναντι της Δημοκρατίας ως σύνολο. Οι Κανονισμοί ίσχυαν τότε και αφού το Κακουργιοδικείο δεν τους ακύρωσε ως αντισυνταγματικούς, πρέπει να συμπεράνουμε ότι τους θεώρησε ως έγκυρους. Και αφού δεν παρέχεται από το Νόμο ορισμός της έννοιας της φυλάκισης δια βίου, ήταν συστατικό της ρύθμισης ως προς την προβλεπόμενη ποινή. Όπως χαρακτηριστικά το έθεσε ο κ. Δημητριάδης, η φωτογραφία της συνολικής νομικής κατάστασης κατά το χρόνο της επιβολής της ποινής έδειχνε πως φυλάκιση δια βίου σήμαινε στην ουσία 20ετή φυλάκιση. Με την προσθήκη πως και αμφιβολία να υπήρχε, αυτή θα έπρεπε να αρθεί υπέρ του εφεσείοντα. Επομένως, ενόψει αυτής της πραγματικότητας, δεν υπήρχε λόγος άσκησης έφεσης κατά της απόφασης του Κακουργιοδικείου όταν μάλιστα είχε επιδοθεί στον εφεσείοντα το έντυπο F5. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η αλλαγή των δεδομένων, με την απόφαση Χ"Σάββα, επέφερε αύξηση της ποινής κατά παράβαση του άρθρου 7(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε με το Ν. 39/62 (η Σύμβαση), σύμφωνα με το οποίο δεν "επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος". Θεωρώντας πως αυτή η διατύπωση επιβάλλει ερμηνεία πλατύτερη από την αντίστοιχη του Άρθρου 12.1 του Συντάγματος όπου, αντί αναφοράς στην ποινή που επιβαλλόταν, προβλέπεται πως "εις ουδένα επιβάλλεται δι' αδίκημα τι ποινή βαρυτέρα της ρητώς προβλεπομένης υπό του κατά το χρόνο της τελέσεως ισχύοντος νόμου." Με παράλληλη επίκληση και του άρθρου 15(1) του Διεθνούς Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Ν. 14/69. Στη βάση αυτή της κεντρικής θέσης, διαφώνησε με την πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με την οποία, με παραπομπή στην απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Ηogben v. UK - No. 11653/85, 46 DR 231 [1986], οι Κανονισμοί δεν ήταν προσδιοριστικοί της προβλεπόμενης ποινής αλλά αφορούσαν στην έκτισή της. Κατά την εισήγηση, η υπόθεση Ηogben διαφοροποιείται αφού αφορούσε στην αλλαγή πολιτικής του Συμβουλίου Αποφυλακίσεων, αντίστοιχο του οποίου δεν υπάρχει στην Κύπρο ενώ, εν προκειμένω, έχουμε αναδρομική αλλαγή του Νόμου λόγω αντισυνταγματικότητας.
Με τους λόγους έφεσης 6 και 7 ο εφεσείων επικαλείται και τα Άρθρα 3, 5(4) και 13 της Σύμβασης αναφορικά με την υποβολή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση και το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου. Κατά τη συζήτηση όμως αναγνωρίστηκε πως παρέλκει η επέκταση σ' αυτά αφού ο αιτητής παραδεκτώς υπέβαλε αίτηση για την έκδοση εντάλματος της φύσης habeas corpus η οποία, βεβαίως, θα κριθεί υπό τις παραμέτρους αυτής της δικαιοδοσίας. Αντικείμενο τέτοιας αίτησης είναι η νομιμότητα της κράτησης και επιτυχία της επάγεται την απελευθέρωση του αιτητή. Σημειώνουμε όμως και την εισήγηση του κ. Δημητριάδη πως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ερμηνευτικής αξίας το ότι η επελθούσα αλλαγή σε όσα ο εφεσείων ευλόγως εκλάμβανε ως ισχύοντα, θα συνιστούσε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Τόνισαν το γεγονός πως το έντυπο F5 εκδόθηκε και επιδόθηκε στον εφεσείοντα μετά την επιβολή της ποινής από το Κακουργιοδικείο το οποίο ρητά εξήγησε την έννοιά της. Η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ήταν φυλάκιση δια βίου δηλαδή για το υπόλοιπο μέρος της ζωής του όπως ήταν οι υποχρεωτικές πρόνοιες του Ποινικού Κώδικα και τα επιχειρήματα που στηρίχθηκαν στην κατ' ισχυρισμό εμβέλεια του Άρθρου 7(1) της Σύμβασης, δεν ήταν βάσιμα. Οι Κανονισμοί ήταν δευτερογενής νομοθεσία που εκδόθηκε δυνάμει του Κεφ. 286 που δεν ήταν ο Νόμος στον οποίο στηριζόταν η κράτησή του. Συνιστούσαν πολιτική αποφυλάκισης και, όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, δεν επήλθε αναδρομική αύξηση της ποινής όπως αρμοδίως την είχε επιβάλει το Κακουργιοδικείο, αλλά αλλαγή στον τρόπο εκτέλεσής της. Υπέδειξε συναφώς ο ευπαίδευτος συνήγορός τους πως το άρθρο 11 του Κεφ. 286, στο οποίο έγινε αναφορά και στην υπόθεση Χ"Σάββα, προκειμένου για πρόσωπο που εκτίει ποινή φυλάκισης δια βίου προβλέπει απόλυση με άδεια υπό όρους που μπορούσαν να τεθούν. Επίσης πως, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 86/83 το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ποινή μικρότερου χρόνου από την ισόβια φυλάκιση εκτός, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση του φόνου εκ προμελέτης.
Η εισήγηση του εφεσείοντα εκλαμβάνει πως η δικαστική κρίση περί αντισυνταγματικότητας ή, ίσως ακριβέστερα εν προκειμένω, πως οι Κανονισμοί είναι ultra vires του Νόμου κατ' επίκληση του οποίου εκδόθηκαν, επιφέρει οποιασδήποτε μορφής νομοθετική αλλαγή. Όμως, όπως είναι νομολογημένο (Βλ. Γεώργιος Μαυρογένης ν. Βουλής Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 στη σελ. 341 κ.επ. και Aλέκος Ν. Κληρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 575), η δικαστική κρίση αποφαίνεται περί το Νόμο ή τον Κανονισμό κατ΄ανάγκην αναδρομικά και, όπως και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών επιβάλλει, δεν αποτελεί νομοθετική εξέλιξη. Είναι όμως γεγονός πως το ζήτημα, πρωτοδίκως και ενώπιόν μας, δεν προσεγγίστηκε από αυτή τη σκοπιά οπότε θα προέκυπτε και το θέμα του Ν. 62(1)/96.
Ούτως ή άλλως, το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης δια βίου, ρητά προσδιορίζοντας πως αυτή σημαίνει φυλάκιση για το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν εξέτασε το ζήτημα της ενδεχόμενης διαδοχικότητας και δεν είναι ορθή η αντίληψη του εφεσείοντα πως συνάγεται ότι το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε ως έγκυρους τους Κανονισμούς. Το Κακουργιοδικείο ουσιαστικά έκρινε τους Κανονισμούς ως ασύνδετους προς το ζήτημα της προβλεπόμενης ποινής αφού δεν έκρινε πως, υπαρκτοί όπως ήταν έκτοτε, άλλαζαν το γεγονός ότι κατά το Νόμο, όπως ρητά τον προσδιόρισε, επιβαλλόταν φυλάκιση για το υπόλοιπο της ζωής του εφεσείοντα.
Ήταν λανθασμένη αυτή η προσέγγιση; Στην πραγματικότητα ο Νόμος, ως συνολική κατάσταση, έστω υπό την έννοια που εισηγείται ο εφεσείων αντιπαραβάλλοντας το Άρθρο 7(1) της Σύμβασης προς το Άρθρο 12.1 του Συντάγματος, προέβλεπε φυλάκιση μόνο 20 ετών; Θα λέγαμε πως δεν ήταν λανθασμένη η πρωτόδικη απόφαση όταν αντιστοιχούσε την περίπτωση προς εκείνη της υπόθεσης Hogben. H αρχή που έθεσε πως το Άρθρο 7(1) της Σύμβασης δεν αφορά στην εκτέλεση της ποινής, η οποία παρέμεινε να είναι ισόβια φυλάκιση, δεν αμφισβητείται. Οι Κανονισμοί θεσπίστηκαν δυνάμει και για τους σκοπούς του περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμου ενώ είναι ο Ποινικός Κώδικας που καθορίζει την ποινή, εν προκειμένω υποχρεωτική φυλάκιση δια βίου, άνευ ετέρου.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, όπως ορθά δέχτηκε και ο κ. Δημητριάδης, δεν αναθεωρούμε τώρα την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου. Τέτοια αναθεώρηση βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας στο πλαίσιο αίτησης για habeas corpus. Το σημειώνει και η πρωτόδικη απόφαση ως εξής:
«Τέλος θα πρέπει να παρατηρήσω ότι ο αιτητής έχει επιδιώξει την αποφυλάκιση του μέσω του εντάλματος Habeas Corpus. Όπως όμως λέχθηκε στην Δώρος Γεωργιάδης, Πολιτική Έφεση 11355/3.10.2002 υιοθετώντας την επί του προκειμένου θέση της Αγγλικής Νομολογίας (Βλ. Ηalsbury' s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 11ος, παραγ. 1472 και 1473):
"Το ένταλμα Ηabeas Corpus γενικά δεν χορηγείται σε πρόσωπα που καταδικάζονται ή που εκτίουν ποινή που έχει επιβληθεί νόμιμα, περιλαμβανομένων και προσώπων που εκτίουν νόμιμη ποινή μετά από καταδίκη δυνάμει κατηγορητηρίου. Το ένταλμα Habeas Corpus δεν χορηγείται όταν το αποτέλεσμά του θα ήταν η αναθεώρηση απόφασης ενός των ανωτέρων δικαστηρίων η οποία θα μπορούσε να αναθεωρηθεί κατ' έφεση ή όπου θα αμφισβητείται η απόφαση κατώτερου δικαστηρίου ή δικαστηρίου σε σχέση με ζήτημα εντός της δικαιοδοσίας του η όπου θα ανασκευάζει το πρακτικό του δικαστηρίου το οποίο στην όψη του καταδείχνει δικαιοδοσία".
Ο εφεσείων κρατείται δυνάμει απόφασης Kακουργιοδικείου αφού καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δια βίου, προσδιορισθείσας ως φυλάκισης για το υπόλοιπο της ζωής του. Επομένως, κρατείται με νόμιμο έρεισμα και η αίτησή του για αποφυλάκιση ορθά απορρίφθηκε με την τελική επισήμανση πως "η χορήγηση του εντάλματος Habeas Corpus στην παρούσα υπόθεση θα ισοδυναμούσε με αναθεώρηση της ποινής που επεβλήθη από Κακουργιοδικείο η οποία μπορούσε να αναθεωρηθεί κατ' έφεση".
H έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.