ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1159
24 Ιουνίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΑΒΒΑ ΣΠΥΡΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ARISTO DEVELOPERS LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11480)
Συμβάσεις ― Σύμβαση η οποία συνίσταται από αμοιβαίες υποσχέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν ταυτόχρονα ― Κανένας από τους συμβαλλόμενους δεν υποχρεούται να εκπληρώσει την υπόσχεσή του εκτός αν και ο άλλος είναι έτοιμος και πρόθυμος να εκπληρώσει τη δική του υπόσχεση ― Άρθρο 51 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Με γραπτή σύμβαση ημερομηνίας 30.11.99 ο εφεσείων συμφώνησε να πωλήσει στους εφεσίβλητους ακίνητο στο χωριό Χλώρακας, έναντι £90.000. Οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στον εφεσείοντα £30.000 με την υπογραφή της σύμβασης και άλλες £30.000 στις 30.6.2000, όπως προέβλεπε η σύμβαση. Η τελευταία δόση των £30.000 θα έπρεπε να είχε καταβληθεί μέχρι τις 30.1.2001 συγχρόνως με την μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου. Όμως ούτε οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν το υπόλοιπο μέχρι την 30.1.2001 ούτε ο εφεσείων προσφέρθηκε για μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, διεκδικώντας το τίμημα. Ο εφεσείων τερμάτισε τη σύμβαση με επιστολή του.
Οι εφεσίβλητοι, με την αγωγή τους, ζήτησαν δήλωση πως η σύμβαση παρέμενε δεσμευτική και διάταγμα για ειδική εκτέλεσή της. Ο εφεσείων ζήτησε δήλωση πως η σύμβαση ήταν ακυρώσιμη εξ αιτίας της μη πληρωμής μέχρι την 30.1.2001. Με την ανταπαίτηση του ο εφεσείων διεκδίκησε και αποζημίωση ύψους £100.000, την οποία τελικά μείωσε στο ποσό των £10.000 για ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του ακινήτου που θα του έμενε μετά την 30.1.2001.
Ο εφεσείων υποστήριζε ότι σύμφωνα με τον όρο 8 της σύμβασης ο χρόνος και ο τρόπος που καθορίσθηκε για την πληρωμή και εξόφληση του τιμήματος αποτελούσαν μαζί με τους υπόλοιπους όρους ουσιώδεις όρους της σύμβασης, η παράβαση των οποίων του έδιδε το δικαίωμα, το οποίο και άσκησε, να τερματίσει τη σύμβαση. Οι εφεσίβλητοι υποστήριζαν ότι το ίδιο ουσιώδης ήταν και ο όρος για μεταβίβαση, συγχρόνως προς την πληρωμή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Άρθρο 51 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 έδιδε τη λύση στην επίδικη διαφορά. Οι όροι της σύμβασης για πληρωμή και συγχρόνως μεταβίβαση, τις καθιστούσαν αμοιβαίες, με την έννοια του άρθρου, και συνεπώς, αφού ο εφεσείων δεν πληροφόρησε τους εφεσίβλητους μέχρι την 30.1.2001, ότι ήταν έτοιμος και πρόθυμος να μεταβιβάσει το ακίνητο, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι αθέτησαν την υπόσχεσή τους για πληρωμή κατά την ορισθείσα ημερομηνία. Κατ' ακολουθίαν, ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα ακύρωσης ή τερματισμού της σύμβασης. Το Δικαστήριο διέταξε την ειδική εκτέλεση της σύμβασης υπό τον όρο της πληρωμής της τρίτης δόσης πλέον τόκους προς 8% ετησίως από την 1.7.2000 ως η σύμβαση.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
Η στάση των συμβαλλομένων ως προς την εκπλήρωση των αμοιβαίων υποσχέσεών τους κατά την ταχθείσα ημερομηνία ήταν ακριβώς η ίδια. Τούτου δοθέντος, ουδείς απέκτησε ιδιαίτερο δικαίωμα έναντι του άλλου, απλώς με αναφορά στην ημερομηνία που τάχθηκε. Ο δε εφεσείων δεν μπορούσε, αφού δεν ζήτησε πληρωμή κατ' επίκληση του ουσιώδους του χρόνου, εκδηλώνοντας και την ετοιμότητά του να μεταβιβάσει ταυτοχρόνως, να καταλογίσει στους εφεσίβλητους παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης η οποία του παρείχε, άνευ ετέρου, δικαίωμα τερματισμού της. Η σύμβαση, βεβαίως, συνέχισε να ισχύει αλλά, πλέον με αποδυναμωμένους τους όρους για το ουσιώδες του χρόνου εκπλήρωσης. Από κει και πέρα, ήταν θέμα καθενός να ενεργήσει και το θέμα δεν αφορά στο ποιος πρόλαβε να κάμει τι. Οι εφεσίβλητοι θα ήταν ένοχοι παράλειψης αν σε πρόσκληση για πληρωμή και μεταβίβαση εντός νέου ευλόγως τιθέμενου χρόνου, δεν ανταποκρίνονταν. Ο εφεσείων δεν μπορούσε, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, απλώς να τερματίσει τη σύμβαση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Hadjiantoni v. Matsis (1979) 1 C.L.R. 260,
Vahrico Construction Ltd v. Στρούθου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1837.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο-πωλητή κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 30/7/04 (Αρ. Αγωγής 1077/01) με την οποία εξέδωσε το αιτηθέν από τους ενάγοντες-αγοραστές διάταγμα για ειδική εκτέλεση της μεταξύ τους σύμβασης ημ. 30/11/99 με την οποία ο εναγόμενος συμφώνησε την πώληση σ' αυτούς ακινήτου του στη Χλώρακα Πάφου έναντι £90.000 υπό τον όρο πληρωμής της οφειλόμενης τρίτης δόσης.
Α. Μάγος, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Παπακλεοβούλου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με γραπτή σύμβαση ημερομηνίας 30.11.99, ο εφεσείων συμφώνησε να πωλήσει στους εφεσίβλητους το ακίνητο με αρ. εγγραφής Β228, Τμήμα Β, Τεμάχιο 228 Φ.Σχ. ΧLV/58W2-58W1 στην τοποθεσία Μοροζός, Χλώρακα, έναντι £90.000. Οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στον εφεσείοντα £30.000 με την υπογραφή της σύμβασης και άλλες £30.000, πλέον τόκους, στις 30.6.2000, όπως προέβλεπε η σύμβαση.
Η τελευταία δόση των £30.000, πλέον τόκοι, θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί μέχρι τις 30.1.2001, συγχρόνως, όμως, με τη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου. Προέβλεπε συναφώς η παραγρ. 3 της σύμβασης:
"3. Το πωλούμενο κτήμα θα μεταβιβαστεί ή και εγγραφεί επ΄ ονόματι της Εταιρείας ή οιουδήποτε τρίτου ήθελε υποδείξει εγγράφως η Εταιρεία συγχρόνως με την εξόφληση του τιμήματος αγοράς.
3.α. Ο αγοραστής δικαιούται μεταβίβαση του κτήματος εις το όνομα του πριν την εξόφληση δεδομένου ότι θα παράσχει στον πωλητή τραπεζική εγγύηση για το υπόλοιπο της πληρωμής."
Παρήλθε ο χρόνος και μέχρι την 30.1.2001 ούτε οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν το υπόλοιπο ούτε ο εφεσείων προσφέρθηκε για μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, διεκδικώντας το τίμημα. Ο διευθυντής των εφεσιβλήτων, εξήγησε πως ανέμενε πως ο εφεσείων θα τον επισκεπτόταν, όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση και της δεύτερης δόσης. Ήταν έτοιμος και πρόθυμος να πληρώσει, πολύ περισσότερο αφού στις 30.11.1999 οι εφεσίβλητοι είχαν υπογράψει και δεύτερη σύμβαση, η οποία και κατατέθηκε ως τεκμήριο, με τον αδελφό του εφεσείοντα διά του αντιπροσώπου του, παρόντος μάλιστα του εφεσείοντα, για την αγορά και όμορου ακινήτου. Είχαν, μάλιστα, καταβάλει και £30.000 έναντι του τιμήματος των £90.000 εκείνου του ακινήτου και, στο μεταξύ, είχαν εξασφαλίσει πολεοδομική άδεια για την ενιαία ανάπτυξή τους, όπως ακριβώς ήταν η πρόθεσή τους, εξ αρχής. Και κατά τη μαρτυρία του, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε ως αξιόπιστη, μετά την 30.1.2001, τηλεφωνικώς κάλεσε τον εφεσείοντα να προσέλθει, έχοντας στην κατοχή του και τα απαραίτητα απαλλακτικά από το Γραφείο Είσπραξης Φόρων και τα εμπλεκόμενα Συμβούλια ή Δήμους, για την πληρωμή και την ταυτόχρονη μεταβίβαση. Δεν υπήρξε εξέλιξη και ανταλλάγηκε αλληλογραφία, στις λεπτομέρειές της δεν είναι ανάγκη να αναφερθούμε, πολλώ μάλλον αφού η σειρά λήψης των επιστολών της μιας ή της άλλης πλευράς, δεν αντιστοιχεί προς την ημερομηνία σύνταξης και αποστολής της και, περαιτέρω, αφού τα δικαιώματα των διαδίκων, πρωτίστως εκείνα του εφεσίβλητου, δεν είναι δομημένα στις επιστολές που εκείνος ή ο δικηγόρος του απέστειλε ή, πάντως, στη σειρά αποστολής και λήψης των επιστολών, από τη μια ή την άλλη πλευρά. Εκείνο που αναδεικνύεται ως το κρίσιμο, είναι από τη μια η θέση του εφεσείοντα πως εξαιτίας της μη καταβολής της τελευταίας δόσης στην ημερομηνία που καθορίστηκε, είχε, από την επομένη, δικαίωμα το οποίο και άσκησε να τερματίσει τη σύμβαση, αφού, όπως καθορίζει η παραγρ. 8 της σύμβασης,
"ο χρόνος και ο τρόπος ο ως άνω καθοριζόμενος διά την πληρωμήν και εξόφλησιν του τιμήματος, καθώς και οιαδήποτε άλλη αναφορά εις το παρόν εν σχέσει προς τον χρόνον εντός του οποίου οτιδήποτε έδει να γίνη αποτελούν ομού μετά των λοιπών όρων ουσιώδεις όρους του εγγράφου."
Και από την άλλη, η θέση των εφεσιβλήτων πως το ίδιο ουσιώδης ήταν και ο όρος για μεταβίβαση, συγχρόνως προς την πληρωμή. Και πως η άρνηση του εφεσείοντα να προσέλθει ή να ενδιαφερθεί για τελείωση, άφηνε άθικτο το δικαίωμα για διεκδίκηση δυνάμει της σύμβασης. Σ' αυτό το πλαίσιο, το παραδεκτό, εν τέλει, πως ο εφεσείων παρέλαβε τη γραπτή πρόσκληση των εφεσιβλήτων να προσέλθει στο Κτηματολόγιο για πληρωμή και μεταβίβαση μετά την καθορισθείσα ημερομηνία, δεν συναρτάται προς τη βάση των διεκδικήσεων εκατέρωθεν. Ούτε και το ότι η επιστολή του εφεσείοντα που έφερε ημερομηνία 1.3.2001 για τερματισμό της σύμβασης, προφανώς κατά λάθος στάληκε στην Aristo Developments αντί στους εφεσίβλητους Aristo Developers Ltd, οι οποίοι εφεσίβλητοι, σύμφωνα με το σχετικό αποδεικτικό, την παρέλαβαν στις 14.3.2001, ημέρα κατά την οποία παρέλαβε και ο εφεσείων την επιστολή με την οποία εκαλείτο στο Κτηματολόγιο. Το γεγονός είναι πως, εν τέλει, με αναφορά στα διαλαμβανόμενα στη σύμβαση ως προς την 30.1.2001, οι εφεσίβλητοι επέμεναν στην εκπλήρωση της σύμβασης, ενώ ο εφεσείων στον εξοβελισμό της ως εγκύρως τερματισθείσας.
Οι εφεσίβλητοι, με την αγωγή τους, αφού εγκατέλειψαν διάφορες αξιώσεις για ειδικές αποζημιώσεις, ουσιαστικά διεκδίκησαν δήλωση ακριβώς πως η σύμβαση παρέμενε δεσμευτική και διάταγμα για ειδική εκτέλεσή της. Ενώ ο εφεσείων, αντιστρόφως, δήλωση πως η σύμβαση ήταν ακυρώσιμη εξαιτίας της μη πληρωμής μέχρι την 30.1.2001. Παραδόξως, δε, διεκδικώντας με ανταπαίτηση και αποζημίωση ύψους £100.000, την οποία ενόψει της μαρτυρίας που ο ίδιος προσήγαγε μείωσε στο ποσό των £10.000, με την αιτιολογία πως το ακίνητο που θα του έμενε, πλέον, την 30.1.2001 είχε αξία μικρότερη από το συμφωνηθέν τίμημα. Ενώ το συνεπές θα ήταν, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει αυτής της θέσης, να επέμενε στην πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η λύση διαγραφόταν από το άρθρο 51 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149:
"Αν η σύμβαση συνίσταται από αμοιβαίες υποσχέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν ταυτόχρονα, κανένας από τους οφειλέτες δεν υποχρεούται να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον βαρύνει εκτός αν ο άλλος είναι έτοιμος και πρόθυμος να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον βαρύνει."
Οι όροι της σύμβασης για πληρωμή και συγχρόνως μεταβίβαση, τις καθιστούσαν αμοιβαίες, με την έννοια του άρθρου και, συνεπώς, αφού ο εφεσείων δεν πληροφόρησε τους εφεσίβλητους μέχρι την 30.1.2001, ότι ήταν έτοιμος και πρόθυμος να μεταβιβάσει το ακίνητο, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι αθέτησαν τη δική τους υπόσχεση για πληρωμή κατά την ορισθείσα ημερομηνία. Κατ' ακολουθίαν, ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα ακύρωσης ή τερματισμού της σύμβασης και η σχετική επιστολή δεν είχε "οποιοδήποτε έγκυρο αποτέλεσμα ακύρωσης της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας". Εφόσον συνέτρεχαν δε όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232 (γραπτή σύμβαση κατατεθείσα εμπροθέσμως στο Κτηματολόγιο, πρόσκληση του πωλητή να εμφανιστεί στο Κτηματολόγιο και αγωγή εντός 6 μηνών από την 30.1.2001), διέταξε την ειδική εκτέλεση της σύμβασης, υπό τον όρο της πληρωμής της τρίτης δόσης, πλέον τόκους προς 8% ετησίως από την 1.7.2000, ως η σύμβαση.
Τα υπόλοιπα, από την πρωτόδικη απόφαση ήταν, όπως τα αντιλαμβανόμαστε, εναλλακτικά. Αναφερόμαστε στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, κυρίως του διευθυντή των εφεσιβλήτων την οποία έκρινε αξιόπιστη και του εφεσείοντα την οποία έκρινε αναξιόπιστη, πως οι εφεσίβλητοι ήταν στην πραγματικότητα έτοιμοι να εξοφλήσουν, ενώ ο δεύτερος δεν ήταν έτοιμος να μεταβιβάσει στις 30.1.2001. Επίσης, στα αναφερθέντα σε σχέση με τη δυνατότητα ακύρωσης της σύμβασης με επιστολή που απευθύνθηκε όχι στους εφεσίβλητους αλλά στην Aristo Developments και το χρονικό συσχετισμό της πιο πάνω επιστολής με τη γραπτή πρόσκληση του εφεσείοντα να προσέλθει στο Κτηματολόγιο για πληρωμή και μεταβίβαση. Τελικά, στη μαρτυρία του εκτιμητή που κάλεσε ο εφεσείων σε σχέση με την αξία του ακινήτου κατά την 30.1.2001, ως μέτρου για την αποζημίωση που ανταπαιτούσε. Την οποία έκρινε ως αναξιόπιστη και, κατά μεγάλο μέρος, εξ ακοής.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορούσε στην εισήγηση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεπιτρέπτως δέχθηκε εξωγενή μαρτυρία αντιστρατευόμενη το γραπτό κείμενο της σύμβασης και εγκαταλείφθηκε. Όπως διευκρινίστηκε κατά την ακρόαση δεν υπήρχε αυτή η διάσταση στην πρωτόδικη απόφαση.
Από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης οι 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 12 αφορούν ή συναρτώνται προς όσα χαρακτηρίσαμε ως εναλλακτικά. Στο βασικό ζήτημα αφορούν οι αλληλένδετοι λόγοι έφεσης 2, 3, 4, 5 και 13. Περιστρέφονται γύρω από το κατά πόσο χωρίς την έκφραση της προθυμίας και της δυνατότητας του εφεσείοντα να μεταβιβάσει στις 30.1.2001, δεν νοείτο παράβαση της σύμβασης από τους εφεσίβλητους. Εισηγήθηκε, συναφώς, ο εφεσείων πως ενώ πράγματι και ο ίδιος υπείχε ισοδύναμη υποχρέωση τέτοιας προσφοράς και πως ήταν, από αυτή την άποψη και ο ίδιος ένοχος παράλειψης, ερχόταν πρώτη η υποχρέωση των εφεσιβλήτων να πληρώσουν. Με αποτέλεσμα, ενόψει της παράλειψής τους έκτοτε, δηλαδή από την 30.1.2001, να είχε καταστεί ακυρώσιμη η σύμβαση, κατ' εκλογήν του, οποτεδήποτε από τότε, κατ' ευθείαν, χωρίς την ανάγκη άλλης ενέργειας.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση σε όλη της την έκταση, ιδίως όμως ως προς τη βασική της αιτιολόγηση αναφορικά με την επενέργεια του άρθρου 51. Σε σχέση με το οποίο επικαλέστηκαν την Hadjiantoni v. Matsis (1979) 1 CLR 260 σελ. 266. Κατά την ακρόαση, ο ευπαίδευτος συνήγορός τους, είδε και πρόσθετο έρεισμα στις πρόνοιες του άρθρου 2(δ) του Κεφ. 232. Αφού, όπως υποστήριξε, η αγωγή για ειδική εκτέλεση προβλέπεται να καταχωρείται εντός 6 μηνών από τη σύναψη της σύμβασης, οι εφεσίβλητοι μπορούσαν ακόμα και να αρνηθούν πληρωμή εφόσον αυτή τους εζητείτο εγκαίρως και με ετοιμότητα μεταβίβασης, χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων τους. Οτιδήποτε και αν μεσολάβησε, η σύναψη της σύμβασης, η κατάθεση στο Κτηματολόγιο και η καταχώρηση αγωγής μέσα σε 6 μήνες, ήταν απόλυτο δικαίωμά τους. Δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν άλλης φύσεως ζητήματα σε σχέση με αυτή τη νέα θεώρηση. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους κατά το περιεχόμενό της. Το Κεφ. 232 είναι εντελώς ασύνδετο προς όσα αφορούν στην επιβίωση σύμβασης κατά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, υπό την οποία τελεί η λειτουργία των προνοιών για την ειδική εκτέλεση.
Πρωτοδίκως, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επικαλέστηκε την Vahrico Construction Ltd v. Νίκου Γεωργίου Δ. Στρούθου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1837 αλλά ορθά δεν επανήλθε επ' αυτής. Όπως εξήγησε ο πρωτόδικος Δικαστής, τα γεγονότα της ήταν διαφορετικά. Για να αρκεστούμε στο πλέον ουσιώδες, εκεί ο πωλητής είχε καλέσει ρητά τον αγοραστή να προσέλθει για πληρωμή και μεταβίβαση για την οποία εξέφρασε προθυμία και ετοιμότητα. Είναι αντιθέτως σχετική από ορισμένες απόψεις η Ηadjiantoni (ανωτέρω). Με την αγωγή διεκδικήθηκε το υπόλοιπο του τιμήματος για αγορά ακινήτου, η κυριότητα του οποίου δεν ήταν δυνατό να μεταβιβαστεί αφού το ίδιο και τα κτηματολογικά μητρώα τελούσαν, πλέον, υπό τουρκική κατοχή. Οι δύο υποχρεώσεις, της πληρωμής και της μεταβίβασης, κρίθηκαν ως ταυτόχρονες και ως εξαρτημένες αμοιβαίως με την έννοια του άρθρου 51, του περί Συμβάσεως Νόμου. Επομένως, αφού ουδείς εκ των δύο χρειαζόταν να εκπληρώσει τη δική του, εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενός του ήταν έτοιμος να εκπληρώσει τη δική του, η αγωγή απορρίφθηκε. Μάλιστα, εκεί, ο όρος για σύγχρονη εκπλήρωση δεν ήταν ρητός αλλά εξάχθηκε συμπερασματικά από το κείμενο.
Στην παρούσα υπόθεση, η στάση και των δύο συμβαλλομένων ως προς την εκπλήρωση των αμοιβαίων υποσχέσεών τους κατά την κοινή και για τους δύο ταχθείσα ημερομηνία, κατά την ευνοϊκότερη για τον εφεσείοντα εκδοχή, αφαιρουμένης δηλαδή της κρίσης πως δεν ήταν πράγματι έτοιμος και πρόθυμος τότε, ήταν ακριβώς η ίδια. Δεν επικοινώνησαν μεταξύ τους και ουδείς εξέφρασε προθυμία και δυνατότητα εκπλήρωσης. Τούτου δοθέντος, ουδείς απέκτησε ιδιαίτερο δικαίωμα έναντι του άλλου, απλώς με αναφορά στην ημερομηνία που τάχθηκε. Εφόσον δε αναφερόμαστε στον εφεσείοντα, αυτός δεν μπορούσε, ενώ παρέμεινε σιωπηλός και δεν ζήτησε πληρωμή κατ' επίκληση του ουσιώδους του χρόνου, εκδηλώνοντας και την προθυμία και ετοιμότητά του να μεταβιβάσει ταυτοχρόνως, να καταλογίσει στους εφεσίβλητους παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης παρέχουσας, άνευ ετέρου, δικαίωμα τερματισμού ή ακύρωσής της. Η σύμβαση, βεβαίως, παρέμεινε ζωντανή αλλά, πλέον, με αποδυναμωμένους τους όρους για το ουσιώδες του χρόνου εκπλήρωσης. Από εκεί και πέρα, ήταν θέμα του καθενός να ενεργήσει και το ζήτημα δεν αφορά στο ποιος πρόλαβε να κάμει τι. Οι εφεσίβλητοι θα ήταν ένοχοι παράλειψης αν σε πρόσκληση για πληρωμή και μεταβίβαση σε ορισμένο νέο ευλόγως τιθέμενο χρόνο, δεν ανταποκρίνονταν. Ο εφεσείων δεν μπορούσε, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, απλώς να τερματίσει τη σύμβαση.
Ενόψει αυτής της κατάληξής μας επί του βασικού θέματος, τα άλλα που συζητήθηκαν δεν θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την κατάσταση. Σημειώνουμε όμως πως δεν ήταν και πειστικά τα όσα προωθήθηκαν αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη συνύπαρξη των εκ του νόμου προϋποθέσεων για ειδική εκτέλεση δεν έχει αμφισβητηθεί και η αναφορά, στο πλαίσιο του λόγου 13, στο γεγονός ότι δεν πληρώθηκε το τίμημα ενώ δεν προωθήθηκε με οποιαδήποτε επιχειρηματολογία, και, πάντως, παραγνωρίζει το γεγονός ότι η διαταγή για ειδική εκτέλεση τελεί υπό τον όρο της πληρωμής.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.