ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1071
3 Ιουνίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
R.K.B. LEATHERGOODS LIMITED,
Εφεσείοντες,
v.
ΒΙΡΓΙΝΙΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11390)
Μαρτυρία ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία.
Μαρτυρία ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αντιφάσεις επουσιώδους σημασίας δεν μπορούν να επηρεάσουν την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Ανάγκη για εξειδίκευση και αυστηρή απόδειξη ― Η κατά προσέγγιση εκτίμηση ζημιών δεν παραβιάζει την πιο πάνω αρχή.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προστακτικό διάταγμα ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Γενικές αρχές επί των οποίων εκδίδεται προστακτικό διάταγμα.
Μαρτυρία ― Εμπειρογνώμονες ― Η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν στηρίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σ' αυτό.
Η εφεσίβλητη-ενάγουσα (η εφεσίβλητη) είναι ιδιοκτήτρια μιας διατηρητέας ανωγείου κατοικίας στη Λεμεσό. Είναι επίσης ιδιοκτήτρια ενός ισογείου καταστήματος που βρίσκεται επί του εφαπτόμενου ακινήτου. Το πιο πάνω κατάστημα καθώς και το διπλανό, ιδιοκτησίας της Ε. Κουπέπα εκμισθώθηκαν και κατά τον ουσιώδη χρόνο κατέχονται από την εφεσείουσα-εναγόμενη εταιρεία (η εφεσείουσα). Κατά την 1.8.1998 η εφεσείουσα κατεδάφισε μια πλινθοστοιχία που χώριζε τα δύο προαναφερθέντα καταστήματα χωρίς την άδεια του Δήμου Λεμεσού και χωρίς τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης. Από την κατεδάφιση της μεσοτοιχίας, η κατοικία της εφεσίβλητης υπέστη σοβαρές ζημιές, γεγονός το οποίο διαπίστωσε ο πολιτικός μηχανικός, Μ.Ε. 1, ο οποίος ετοίμασε και τρεις σχετικές εκθέσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Ε. 1, έκρινε ότι έχουν αποδειχθεί ζημιές ύψους £7.100 και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για ποσό £7.100 πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα. Εξέδωσε επίσης διάταγμα που να διατάσσει την εφεσείουσα όπως εντός 30 ημερών από την επίδοση του διατάγματος επανοικοδομήσει με τα ίδια υλικά τον εσωτερικό μεσότοιχο.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1) Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα και/ή αντίθετα προς τις καθιερωμένες αρχές αξιολόγησης της μαρτυρίας.
2) Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με τις αποζημιώσεις είναι εσφαλμένη.
3) Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση προστακτικού διατάγματος είναι εσφαλμένη και αντίθετη προς τα ευρήματά του και εντελώς αναιτιολόγητη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Οι αντιφάσεις που υποδείχθηκαν από τον συνήγορο της εφεσείουσας δεν είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και να παρέχουν πεδίο επέμβασης του Εφετείου. Το βάρος αποδείξεως της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας το φέρει η εφεσείουσα, η οποία όμως απέτυχε να το αποσείσει.
2. Η κατά προσέγγιση εκτίμηση των ζημιών δεν υπονομεύει το κύρος της μαρτυρίας και δεν παραβιάζει τη νομολογιακή αρχή η οποία υπαγορεύει αυστηρή απόδειξη των ειδικών ζημιών.
3. Οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ιδιαίτερα η συμπεριφορά της εφεσείουσας σε συνάρτηση με τη μαρτυρία του Μ.Ε. 1 για την ανάγκη αποκατάστασης του τοίχου και το ύψος της σχετικής δαπάνης (£1.200), η οποία δεν είχε εγκριθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δικαιολογούσαν πλήρως τη χορήγηση του προστακτικού διατάγματος.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996,
Simadhiakos v. Police (1961) C.L.R. 64,
Tofas v. Republic (1961) C.L.R. 99,
Koumbaris v. Republic (1967) 2 C.L.R. 1,
Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,
Charalambides v. Hjisoteriou & Son a.ο. (1975) 1 C.L.R. 269,
Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,
Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,
Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98,
Ανθία ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 558,
Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449,
Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,
Στρατής ν. Πεντέλη-Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708,
Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874,
Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787,
English Exporters v. Edlonwall [1973] 1 All E.R. 726,
Morris v. Redland Bricks Ltd [1970] A.C. 652,
HjiNicolaou v. Gavriel a.o. (1965) 1 C.L.R. 421,
Colls Home and Colonial Stores [1904] A.C. 193.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 29/3/02 (Αρ. Αγωγής 1139/99) η οποία επιδίκασε υπέρ της ενάγουσας και εναντίον της εναγόμενης ποσό £7.100 το οποίο αντιπροσώπευε τις αποδειχθείσες ζημίες τις οποίες υπέστη διατηρητέα οικοδομή της ενάγουσας στη Λεμεσό λόγω αμέλειας της εναγόμενης και εξέδωσε διάταγμα όπως η εναγόμενη επαναφέρει την κατοικία της ενάγουσας στην προτέρα αυτής κατάσταση εντός 30 ημερών από την επίδοση του διατάγματος.
Κ. Μελάς, για τους Εφεσείοντες.
Τ. Τιμοθέου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αξίωση:
Με αγωγή της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο), που καταχωρήθηκε στις 15.2.1999, η εφεσίβλητη-ενάγουσα (η εφεσίβλητη) αξίωσε:
(α) Αποζημιώσεις της τάξεως των Λ.Κ.11.200.- για ζημιές, που είχαν προκληθεί στη διατηρητέα οικοδομή της που βρίσκεται στην οδό Ανεξαρτησίας και Αγ. Ανδρέου στη Λεμεσό από την 1.1.1998, συνεπεία της αμέλειας «και/ή παρανόμου επεμβάσεως και/ή παρανόμων πράξεων και/ή παραλείψεων των εναγομένων και/ή παραβάσεως νομίμων καθηκόντων τους».
(β) Διάταγμα του Δικαστηρίου «που να διατάττει τους εναγομένους όπως επανοικοδομήσουν με τα ίδια υλικά και επαναφέρουν στην προτέρα του κατάσταση τον εσωτερικό μεσότοιχο του ισογείου καταστήματος της εναγούσης στην οδό Ανεξαρτησίας αρ. 11 στη Λεμεσό, ο οποίος διαχωρίζει το εν λόγω κατάστημα».
(γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου εμποδίζον και/ή απαγορεύον στους εναγομένους «όπως προβαίνουν σε οποιεσδήποτε παράνομες και/ή αυθαίρετες μετατροπές και/ή αλλαγές και/ή επεκτάσεις και/ή παντός είδους επεμβάσεις και άλλες οικοδομικές εργασίες εσωτερικές και εξωτερικές επί του πιο πάνω διατηρητέου καταστήματος».
Στην παραγ. 6 της έκθεσης απαιτήσεως της και κάτω από το κεφάλαιο «Λεπτομέρειες ειδικών ζημιών» η εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε ότι είχε υποστεί τις πιο κάτω ζημιές:
«6. ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΖΗΜΙΩΝ:
α) Επαναδόμηση με λιθοδομή του κατεδαφισθέντος τοίχου
Σύνδεση του με τους περιβάλλοντες πλινθότοιχους-
επιχρίσματα Λ.Κ. 1. 200.-
β) Αποκατάσταση και εξασφάλιση των τοίχων του ορόφου
που υπέστησαν μετακινήσεις και ρηγματώσεις. Ραφές και
γενικές ενισχύσεις Λ.Κ. 2. 000.-
γ) Καθαίρεση και αποκατάσταση επιχρισμάτων ορόφου Λ.Κ. 800.-
δ) Αποκατάσταση δαπέδων ορόφου Λ.Κ. 1. 100.-
ε) Προσαρμογή των θυρών και παραθύρων στις νέες θέσεις Λ.Κ. 800.-
στ) Αποκατάσταση στέγης 40 cm² Χ Λ.Κ.30. Λ.Κ. 1. 200.-
ζ) Βάψιμο τοίχων και θυρών μετά την αποκατάσταση Λ.Κ. 900.-
η) Επισκευές πιθανών βλαβών των τοίχων του ισογείου Λ.Κ. 2. 000.-
θ) Για την απομάκρυνση των αχρήστων Λ.Κ. 300.-
ι) Ενοίκιο το οποίο θα υποχρεωθεί να καταβάλλει η
Ενάγουσα κατά τη διάρκεια των επιδιορθώσεων Λ.Κ. 600.-
ια) Έξοδα εκτιμητή και εκτιμήσεως Λ.Κ. 300.-
____________
ΣΥΝΟΛΟ Λ.Κ.11. 200.-
=========
Τα ευρήματα και συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ύστερα από παράθεση και αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα/συμπεράσματα:
«Η ενάγουσα είναι ιδιοκτήτρια μιας διατηρητέας ανωγείου κατοικίας επί του ακινήτου με αρ. εγγ. 56224, τμήμα Β, Φ/Σχ. LIV 58.6.III, τεμάχια 527-529 που βρίσκεται επί των οδών Ανεξαρτησίας και Αγ. Ανδρέου (Ενορία Αγία Νάπα) στη Λεμεσό. Είναι επίσης ιδιοκτήτρια ενός ισογείου καταστήματος που βρίσκεται επί του εφαπτόμενου ακινήτου με αρ. εγγ. 60202.
Το πιο πάνω κατάστημα καθώς και το διπλανό, ιδιοκτησίας της Ελένης Κουπέπα εκμισθώθηκαν και κατά τον ουσιώδη χρόνο κατέχονται από την εναγόμενη εταιρεία. Τα καταστήματα βρίσκονται από κάτω από την κατοικία της ενάγουσας.
Κατά την 1.8.98 η εναγόμενη (δια των αντιπροσώπων, υπαλλήλων ή υπηρετών της), προέβη στην κατεδάφιση μιας πλινθοστοιχίας που χώριζε τα δύο προαναφερθέντα καταστήματα. Οι εν λόγω εργασίες διεξήχθησαν χωρίς την άδεια του Δήμου Λεμεσού και χωρίς την συγκατάθεση της ενάγουσας. Η εν λόγω κατεδάφιση έγινε χωρίς να γίνει εκ των προτέρων οποιαδήποτε στατική (ή άλλη) μελέτη ή σχέδιο. Η κατεδάφιση δεν έγινε υπό την φυσική εποπτεία πολιτικού μηχανικού.
Συνεπεία της κατεδάφισης της μεσοτοιχίας, η κατοικία υπέστη σοβαρές ζημιές γεγονός το οποίο διαπίστωσε σε αλλεπάλληλες επισκέψεις του ο πολιτικός μηχανικός, Μ.Ε. 1, ο οποίος ετοίμασε και τρεις σχετικές εκθέσεις (τεκμήρια 1, 2 και 3).»
Σε σχέση με το ζήτημα των ζημιών το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι έχουν αποδειχθεί ζημιές ύψους £7.100.- Παραθέτουμε την σχετική προσέγγιση του:
«Οι διεκδικούμενες ειδικές ζημιές ως εξειδικεύονται στις λεπτομέρειες της παραγράφου 6 α-ια της έκθεσης απαίτησης, ανέρχονται σε £11.200. Ωστόσο κρίνω ότι έχουν αποδειχθεί ζημιές ύψους £7.100.
Συγκεκριμένα έχουν αποδειχθεί οι ζημιές που αναφέρονται στην παράγραφο 6 β, γ, δ, ε, στ, ζ και ια, ενώ δεν έχουν αποδειχθεί οι ζημιές που αναφέρονται στην παράγραφο 6 α, η, θ, ι.
Οι αποδειχθείσες ζημιές ως αναφέρονται πιο πάνω, προκύπτουν κυρίως από την αποδοχή της επιστημονικής μαρτυρίας του Μ.Ε.1 που παρείχε τα εφόδια στο Δικαστήριο για να διαμορφώσει την ανάλογη αλλά ανεξάρτητη δική του γνώμη. Διευκρινιστικά αναφέρω ότι το ποσό που έχω αποδώσει για τα έξοδα εκτίμησης είναι £300 και όχι £400 ως αναφέρθηκε κατά την ακρόαση, αφού η σχετική αξίωση (παρ. 6 ια) περιορίζεται στις £300.»
Αναφορικά με τη νομική πτυχή το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα διέπραξε την αδικοπραξία της αμέλειας.
Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για ποσό £7.100.- πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα. Εξέδωσε επίσης «διάταγμα που διατάσσει την εναγομένη και/ή τους αντιπροσώπους και/ή υπηρέτες και/ή εκδοχείς της όπως εντός 30 ημερών από την επίδοση του διατάγματος επανοικοδομήσουν με τα ίδια υλικά (δηλαδή πλίνθο) και επαναφέρουν στην προτέραν του κατάσταση τον εσωτερικό μεσότοιχο του ισογείου καταστήματος της ενάγουσας με αρ. πιστοποιητικού εγγραφής 60202, τμήμα Β. Φ/Σχ. LIV 58.6.III, τεμάχια 672, οδός Ανεξαρτησίας, Αγ. Νάπα, Λεμεσός, ο οποίος διαχωρίζει το εν λόγω κατάστημα της ενάγουσας από το συνορεύον και όμορο ισόγειο κατάστημα επί της οδού Αγίου Ανδρέου αρ. 151 και Ανεξαρτησίας γωνία, Λεμεσός, ιδιοκτησίας της κυρίας Ελένης Κουπέπα».
Η έφεση.
Η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης έχει αμφισβητηθεί με την παρούσα έφεση η οποία έχει ασκηθεί από την εναγόμενη εταιρεία.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα και/ή αντίθετα προς τις καθιερωμένες αρχές αξιολόγησης της μαρτυρίας, όπως προκύπτουν από τη νομολογία.
Ο κ. Μελάς, εκ μέρους της εφεσείουσας, υπέβαλε ότι το καθήκον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου «κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά και να προχωρεί σε ευρήματα στηριζόμενο μόνο στην εντύπωση που σχημάτισε από συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας του καθενός ξεχωριστά». Καθήκο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - συνέχισε ο κ. Μελάς - είναι να συσχετίσει ή αντιπαραβάλει την μαρτυρία με αντικειμενικά στοιχεία, ούτως ώστε η κρίση του (εκτός του ότι να μπορεί να ελεχθή) να προσλαμβάνει και αντικειμενική αξία που προσδίδει το απαιτούμενο κύρος με το οποίο πρέπει να περιβάλλεται η δικαστική απόφαση, που επιλύει μια διαφορά. Πρέπει επίσης - συμπλήρωσε - η θεώρηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα να επιχειρείται με βάση το σύνολο της μαρτυρίας.
Σύμφωνα με τον κ. Μελά στην παρούσα υπόθεση ελλείπει παντελώς «συσχετισμός με αντικειμενικά στοιχεία». Ελλείπει, επίσης, «αντιπαραβολή με αναντίλεκτα αντικειμενικά γεγονότα που θα απεδείκνυαν ή θα ενίσχυαν την εντύπωση που απεκόμισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο».
Τα αντικειμενικά στοιχεία τα οποία, σύμφωνα με τον κ. Μελά, έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη είναι το περιεχόμενο των τεκμηρίων 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10.
Προτού αναφερθούμε στις εισηγήσεις του κ. Μελά που σχετίζονται με τα πιο πάνω τεκμήρια θεωρούμε σκόπιμο ν' αναφερθούμε στο περιεχόμενο των πιο πάνω τεκμηρίων. Αυτό θα βοηθήσει στην πληρέστερη κατανόηση των σχετικών εισηγήσεων.
Τα τεκμήρια 4 και 5 είναι τα κατηγορητήρια στις Ποινικές Υποθέσεις με αρ. 20962/98 και 16910/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Κατηγορούμενοι είναι η εταιρεία Γεώργιος Δ. Δημητριάδης & Υιοί Ηλεκτρικά Είδη Λτδ. - ενοικιαστές του επίδικου καταστήματος - και δύο άλλα πρόσωπα. Κατηγορήθηκαν ότι κατά τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1998 ανήγειραν οικοδομή χωρίς άδεια της Αρμόδιας Αρχής ήτοι (α) εντός των επιδίκων καταστημάτων της Ελένης Κουπέπα και της εφεσίβλητης έσκαψαν «θεμέλιον το οποίον εγέμισαν με μπετόν και ετοποθέτησαν σε αυτό δύο μεταλλικές κολόνες κλπ., και (β) κατεδάφισαν ή ανέχθηκαν ή επέτρεψαν να κατεδαφισθεί μέρος της εσωτερικής τοιχοποιείας, η οποία χωρίζει τα δύο ακίνητα».
Το τεκμήριο 6 είναι ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ της εφεσίβλητης και της εταιρείας Γεώργιος Δ. Δημητριάδης & Υιοί Ηλεκτρικά Είδη Λτδ. Αντικείμενο του εγγράφου είναι το επίδικο κατάστημα της εφεσίβλητης.
Τέλος τα τεκμήρια 7-10 είναι επιστολές των δικηγόρων των μερών οι οποίες αναφέρονται στην πληρωμή του ενοικίου του επίδικου καταστήματος κατά τους μήνες Αύγουστο μέχρι Δεκέμβριο του 1998 και στον τρόπο πληρωμής του.
Σύμφωνα με τον κ. Μελά όλα τα πιο πάνω τεκμήρια έδειχναν με αναντίλεκτο τρόπο «ότι ήταν αδύνατο, ότι αντίκειται στην κοινή λογική, από την μια να γίνεται την 1.8.1998 τόση καταστροφή (όπως περιέγραψε η ενάγουσα και ο μηχανικός της Μ.Ε. 1) και μάλιστα με τόσο επικίνδυνα επακόλουθα που μπορούσαν να συμβούν ανα πάσα στιγμή, (αφού όπως οι δύο αυτοί ενόρκως κατέθεσαν ότι το «κακό» μεγάλωνε συνεχώς και επικίνδυνα) και από την άλλη να μην καταγγέλλεται ποτέ αυτό το πράγμα στην αρμόδια αρχή, όπως ανέφεραν οι Μ.Υ. 1 και 2. Όλα τα πιο πάνω - συνέχισε ο κ. Μελάς - καταδεικνύουν περίτρανα ότι από ανεξάρτητη αποδεκτή μαρτυρία φαίνεται ότι δεν υπήρχαν οι ισχυριζόμενες ζημιές κατά τον κρίσιμο χρόνο. Τέλος - συμπλήρωσε ο κ. Μελάς - επαληθεύεται και από τις επιστολές του δικηγόρου της εφεσείουσας με τις οποίες ζητούσε «ενοίκια απλά και μόνο χωρίς καμιά νύξη για ζημιές». Αν - διερωτήθηκε ο κ. Μελάς - «υπήρχαν πράγματι τόσο επείγουσες καταστάσεις γιατί πέρασε τόσος καιρός να ληφθούν άμεσα και δραστικά δικαστικά μέτρα εναντίον των εναγομένων;»
Η απόδειξη των ζημιών της εφεσίβλητης στηρίχθηκε επί της μαρτυρίας του Ανδρέα Παπαδόπουλου, ο οποίος είναι πολιτικός μηχανικός. Ο κ. Μελάς αναφέρθηκε σε διάφορες πτυχές της μαρτυρίας του πιο πάνω μάρτυρα και υπέβαλε ότι περιέχει καίριες αντιφάσεις οι οποίες αποτελούν πλήγμα για την αξιοπιστία του. Υπέβαλε, επίσης, ότι είναι αντίθετο με την κοινή λογική να ισχυρίζεται η εφεσίβλητη και ο ειδικός της τόση μεγάλη καταστροφή «και να μην ζητείται άμεση λήψη μέτρων».
Τέλος υπέβαλε ότι δεν δόθηκαν από τον εν λόγω μάρτυρα εκείνα τα επιστημονικά ή άλλα στοιχεία και κριτήρια που θα έκαμναν αποδεκτή τη μαρτυρία του.
Αρχίζουμε με την τελευταία εισήγηση. Τα επιστημονικά και άλλα στοιχεία δόθηκαν από τον εν λόγω μάρτυρα στην ένορκη μαρτυρία του και περιλήφθηκαν και στις τρεις εκθέσεις του (Τεκ. 1, 2 και 3). Όπως δε κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αρκετά για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του. Δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει λόγος επέμβασης μας.
Η εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανάγεται στην αρμοδιότητα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εισήγηση κατ΄ έφεση πως η γενόμενη εκτίμηση είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη αναμένεται να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα (βλ. Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996).
Περαιτέρω αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Simadhiakos v. Police (1961) C.L.R. 64, Tofas v. Republic (1961) C.L.R. 99, Koumbaris v. Republic (1967) 2 C.L.R. 1 - Βλ. και Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396).
Αναφορικά με τις αντιφάσεις παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το δικαστήριο (Βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Στρατής ν. Πεντέλη - Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874 και Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787).
Στην παρούσα υπόθεση οι αντιφάσεις που υπέδειξε ο κ. Μελάς δεν είναι ουσιαστικής μορφής. Η δε μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης 1 και 2 στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Μελάς ουδόλως υποστηρίζει την θέση του περί απραξίας. Αντίθετα είναι επιβεβαιωτική των θέσεων της εφεσίβλητης. Αυτό γιατί και οι δύο μάρτυρες - Τεχνικοί του Δήμου Λεμεσού - αναφέρθηκαν σε υποβολή παραπόνου από την εφεσίβλητη τον Αύγουστο του 1998 «ότι χαλούν ένα τοίχο». Επισκέφθηκαν το επίδικο ακίνητο και διαπίστωσαν ότι ήταν «κατεδαφισμένος ένας τοίχος και είχε στηρίγματα μεταλλικά». Σε σχέση με το παράπονο - οι Μ.Υ. 1 και 2 - έλαβαν «δικαστικά μέτρα εναντίον εκείνων που διεξήγαγαν τις οικοδομικές εργασίες και εξασφάλισαν διάταγμα να σταματήσουν οι εργασίες».
Αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό καθυστέρηση στη λήψη δικαστικών μέτρων - η επίδικη ζημιά προκλήθηκε τον Αύγουστο του 1998 και η αγωγή καταχωρήθηκε στις 15.2.99 - θεωρούμε ότι το χρονικό διάστημα που παρήλθε δεν είναι παράγοντας που μπορεί να πλήξει την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Τέλος η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στις ζημιές στις επιστολές τεκ. 7-10 δεν αποτελεί κλονιστικό της αξιοπιστίας παράγοντα. Άλλωστε η αναφορά σε ζημιές σε οποιαδήποτε επιστολή θα καθιστούσε την παρουσίαση της επιστολής ανεπίτρεπτη. Αυτό εν όψει του αρ. 4(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 το οποίο καθιστά μη δεκτή ως απόδειξη οποιαδήποτε δήλωση που έγινε από ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε χρόνο κατά τον οποίο ήταν εκκρεμής ή προβλεπόταν διαδικασία που αφορά αμφισβήτηση γεγονότος το οποίο η δήλωση θα έτεινε να αποδείξει.
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τα όσα έχει θέσει ενώπιον μας ο κ. Μελάς, σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν την επέμβαση μας. Υπενθυμίζουμε ότι το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας το φέρει η εφεσείουσα. Δεν έχουμε πεισθεί από την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου της ότι πρέπει να επέμβουμε.
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με τις αποζημιώσεις που δόθηκαν είναι εσφαλμένη και/ή αντίθετη προς τις καθιερωμένες αρχές καθορισμού και επιδίκασης αποζημιώσεων τέτοιου είδους.
Ο κ. Μελάς υπέβαλε ότι σύμφωνα με τη σταθερή θέση της νομολογίας οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να δικογραφούνται ειδικά και να αποδεικνύονται αυστηρά κατά τη δίκη. Στην περίπτωση μας - συνέχισε - το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δύο βασικά σφάλματα. «Πρώτον, παρέβλεψε το ότι δεν αποδείχθηκε με την απαιτούμενη αυστηρότητα το κόστος της κάθε ζημιάς. Εκείνο που πράγματι έχει γίνει είναι ο κατά προσέγγιση υπολογισμός του κόστους των ζημιών που πόρρω απέχει από το επίπεδο αυστηρότητας που απαιτείται. Δεύτερον - συνέχισε ο κ. Μελάς - η μαρτυρία που δόθηκε για το θέμα των ζημιών ήταν εξ ακοής και ανεπίτρεπτη.
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ο κ. Μελάς υπέβαλε ότι ο Μ.Ε.1 δεν είχε την ικανότητα προσδιορισμού των εξόδων για αποκατάσταση ζημιάς που έχει προκληθεί σε μια κατοικία, καθ' ότι το θέμα αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα «κοστολόγου-επιμετρητή». Χαρακτήρισε τον Μ.Ε. 1 ως αναρμόδιο να το πράξει. Η επί του προκειμένου προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως εξής:
«Με κάθε σεβασμό προς το επιχείρημα του κυρίου Μελά, θα πρέπει να διαφωνήσω. Κρίνω ότι ο Μ.Ε.1 ήταν καθ' όλα αρμόδιος να προσδιορίσει το ύψος της δαπάνης που απαιτείται για αποκατάσταση της προκληθείσας ζημιάς. Έχει εδώ και μισό αιώνα άμεση και συνεχή τριβή με το αντικείμενο. Η γνώμη του, ως ξεκάθαρα ανέφερε, στηρίζεται στην πολύχρονη πείρα του, η οποία θα πρέπει να προσθέσω είναι τεράστια.
Στην υπόθεση Τσαγγαρίδης κ.ά. ν. Αυγουστή (2000) 1 Α.Α.Δ. 528, εγέρθηκε παρόμοιο ζήτημα. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, επικρότησε την ενέργεια του πρωτόδικου δικαστή να αποδεχθεί την μαρτυρία πολιτικού μηχανικού σε σχέση με την δαπάνη αποκατάστασης ζημιάς σε στέγη καθώς και ζημιάς σε πλακάκια που προκλήθηκαν από πυρκαγιά.
Μάλιστα στην υπόθεση αυτή, ο πολιτικός μηχανικός σε σχέση με την ζημιά στη στέγη, προσδιόρισε το ελάχιστο κόστος αποκατάστασης, τονίζοντας ότι για να το προσδιορίσει επακριβώς θα έπρεπε να γίνει ειδική έρευνα και εργαστηριακός έλεγχος, πράγμα που δεν έχει αφού κρίθηκε ασύμφορο.
Στη σελ. 533 της απόφασης αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
'..... Το θέμα της πραγματογνωμοσύνης του, βρισκόταν στη σφαίρα της επιστημονικής του γνώμης και της πείρας που διέθετε. Η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα στηρίζεται όχι μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σ' αυτό (βλ. Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984). Το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα και η πείρα (15 χρόνια) του κ. Χρίστου (του πολιτικού μηχανικού) τον καθιστούσε κατάλληλο εμπειρογνώμονα για εκτίμηση των ζημιών .... Ο κ. Χρίστου προσδιόρισε με σαφήνεια το είδος των ζημιών της οροφής τις οποίες συνέδεσε με το ζημιογόνο γεγονός της πυρκαγιάς.'
Οι παρενθέσεις είναι δικές μου προσθήκες.
Συνεπώς αποδέχομαι την μαρτυρία του στο σύνολό της.»
Συμφωνούμε με την πρωτόδικη προσέγγιση. Αυτή αντανακλά την επί του προκειμένου θέση της νομολογίας. Το γεγονός ότι ο Μ.Ε.1 έδωσε σε μερικές πτυχές της εκτιμήσεως του την κατά προσέγγιση δαπάνη δεν αποτελεί λόγο για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του. Εφόσον επρόκειτο για κόστος υλικών και εργατικών δεν μπορεί ένας όσο έμπειρος και να είναι να ομιλεί με απόλυτη βεβαιότητα. Επομένως η κατά προσέγγιση εκτίμηση δεν υπονομεύει το κύρος της μαρτυρίας και δεν παραβιάζει την νομολογιακή αρχή η οποία υπαγορεύει αυστηρή απόδειξη ειδικών ζημιών. Ούτε και η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα μπορεί να θεωρηθεί εξ ακοής. Ένας εμπειρογνώμονας μάρτυρας της πείρας του Μ.Ε. 1 μπορεί να μιλήσει για το κόστος των εργατικών και των υλικών με βάσει τις γνώσεις που αποκτά μέσα από την καθημερινή εμπειρία του, εφόσον - όπως είπε - χειρίζεται καθημερινά συμβόλαια (βλ. Τσαγγαρίδης, πιο πάνω και English Exporters v. Eldonwall [1973] 1 All E.R. 726).
Για τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο - και τελευταίο - λόγο της έφεσης αμφισβητήθηκε η ορθότητα της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με το προστακτικό διάταγμα. Ο κ. Μελάς υποστήριξε ότι αυτή ήταν εσφαλμένη και αντίθετη προς τα ευρήματα του και εντελώς αναιτιολόγητη.
Για να καταλήξει στο αιτούμενο προστακτικό διάταγμα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε πρώτα την αξίωση για ποσό £1.200.- για αναδόμηση του τοίχου. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Το ποσό των £1.200.- που διεκδικείται για αναδόμηση του κατεδαφισθέντος τοίχου (παράγραφος 6α) δεν έχει αποδοθεί για τον απλούστατο λόγο ότι, δικογραφικά, προσκρούσει στη διεκδικούμενη στην παράγραφο Β του παρακλητικού, θεραπεία, με την οποία η ενάγουσα ζητά προστακτικό διάταγμα που να εξαναγκάζει την εναγόμενη να αναδομήσει η ίδια τον τοίχο. Δεν μπορεί να διεκδικούνται τα έξοδα αναδόμησης αφ' ης στιγμής επιζητείται όπως το έργο της αναδόμησης αναλάβει, δια εξαναγκασμού μάλιστα, η εναγόμενη. Πέραν τούτου στη δικογραφική διεκδίκηση του ποσού αυτού γίνεται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία (που αναφέρετο σε πλινθοδομή), αναφορά σε 'λιθοδομή'.»
Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος. Έκρινε, ωστόσο, ότι δικαιολογείται η έκδοση προστακτικού διατάγματος. Παραθέτουμε την προσέγγιση του:
«Όσον αφορά τα αιτούμενα διατάγματα, δικαιολογείται κατά την άποψη μου η έκδοση προστακτικού διατάγματος και μόνο. Απαγορευτικό διάταγμα ως η παραγ. Γ του παρακλητικού θα επενεργούσε προληπτικά και απειλητικά ...........................
Από την άλλη το προστακτικό διάταγμα που θα εκδοθεί θα εξαναγκάζει την εναγόμενη να αποκαταστήσει τον κατεδαφισθέντα τοίχο, ως το λεκτικό δηλαδή της παραγράφου Β του παρακλητικού μέχρι και 9η γραμμή, τελειώνοντας με το όνομα της κυρίας Ελένης Κουπέπα. Η επέκταση του διατάγματος από εκεί και πέρα δεν δικαιολογείται, αφού τα ζητούμενα είναι τόσο γενικά, αόριστα και ανοικτά σε υποκειμενική ερμηνεία που η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος στην ολότητά του, θα είχε ως αποτέλεσμα να καταντήσει την εναγόμενη έρμαιο της ενάγουσας παρά να αποδώσει δικαιοσύνη μεταξύ των μερών.»
Η εισήγηση για αντίθεση του προστακτικού διατάγματος προς τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ευσταθεί. Αυτό γιατί το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα προέβη στην κατεδάφιση μιας πλινθοστοιχίας (βλ. σελ. 4, πιο πάνω). Αναφορικά με την αιτιολογία η έκταση της εξαρτάται από τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Προστακτικό διάταγμα δεν εκδίδεται ποτέ ως εάν να είναι κάτι το βέβαιο ή φυσικό και η έκδοση του εμπίπτει πάντοτε εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Clerk & Lindsell on Torts, 16η εκ., παραγ. 7-06). Οι γενικές αρχές επί των οποίων εκδίδεται προστακτικό διάταγμα έχουν τεθεί στην Morris v. Redland Bricks Ltd (1970) A.C. 652, 665, 666. Τις παραθέτουμε σε δική μας μετάφραση:
1. Προστακτικό διάταγμα μπορεί μόνο να χορηγηθεί όπου ο ενάγων αποδεικνύει ισχυρή πιθανότητα ότι θα υποστεί σοβαρή ζημιά στο μέλλον.
2. Όπου οι αποζημιώσεις δεν θα αποτελούν επαρκή θεραπεία αν επισυμβεί τέτοια ζημιά. Αυτό αποτελεί μόνο εφαρμογή της γενικής αρχής της επιείκειας.
3. Αντίθετα προς την περίπτωση όπου εκδίδεται απαγορευτικό διάταγμα για να αποτρέψει τη συνέχιση ή επανάλειψη μιας άδικης πράξης το θέμα της δαπάνης που θα υποστεί ο εναγόμενος για να εκτελέσει έργα τα οποία αποτρέπουν ή μειώνουν την πιθανότητα διάπραξης μιας μελλοντικής αδικοπραξίας πρέπει να αποτελεί στοιχείο που θα λαμβάνεται υπόψη:
(α) Όπου ο εναγόμενος έχει ενεργήσει χωρίς να λάβει υπόψη τα δικαιώματα του γείτονα του ή έχει προσπαθήσει να κερδίσει πλεονέκτημα έναντι του ή έχει προσπαθήσει να αποφύγει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ή για να συνοψίσουμε, έχει ενεργήσει αδικαιολόγητα και παράλογα σε σχέση με το γείτονα του μπορεί να διαταχθεί να διορθώσει τις αδικαιολόγητες και παράλογες πράξεις του με την εκτέλεση εργασίας για επαναφορά του status quo έστω και αν η δαπάνη είναι δυσανάλογη με το πλεονέκτημα που θα πάρει ο ενάγων.
(β) Πλην όμως όπου ο εναγόμενος έχει ενεργήσει με λογικό τρόπο μολονότι, όπως αποδεικνύεται, εσφαλμένα η δαπάνη της θεραπείας των προηγούμενων ενεργειών του με θετικές πράξεις είναι πολύ σημαντικός παράγων.
4. Αν στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το Δικαστήριο αποφασίσει ότι πρόκειται για κατάλληλη περίπτωση χορήγησης προστακτικού διατάγματος τότε το Δικαστήριο πρέπει να προσέξει να διασφάλισει όπως ο εναγόμενος γνωρίζει επακριβώς τί οφείλει να πράξει και αυτό σημαίνει όχι ως ζήτημα νόμου αλλά ως ζήτημα γεγονότων, έτσι ώστε όταν εκτελεί το διάταγμα να μπορεί να δίδει στους εργολάβους του τις κατάλληλες οδηγίες.
Στην HjiNicolaou v. Gavriel and Another (1965) 1 C.L.R. 421, 431 χορηγήθηκε προστακτικό διάταγμα αφού λήφθηκαν υπόψη «οι περιστάσεις που περιβάλλουν την υπόθεση». Στην Colls Home and Colonial Stores [1904] A.C. 193 λέχθηκε ότι αν ο ίδιος εναγόμενος έχει ενεργήσει με δόλια και ληστρική περιφρόνηση έναντι των δικαιωμάτων του ενάγοντος «θα χορηγηθεί προστακτικό διάταγμα ακόμη και στις περιπτώσεις όπου κατά τα άλλα δεν θα χορηγείτο γιατί ήταν πολύ ασήμαντο για τη θεραπεία» («too trifling for the remedy»).
Οι πιο πάνω αρχές καθιστούν απαραίτητη την εξέταση των περιστάσεων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση. Αυτές αποτελούνται από:
1. Τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με τα οποία,
(α) Η εναγόμενη εταιρεία επιδεικνύοντας μια πρωτοφανή αδιαφορία για την περιουσία της ενάγουσας, πρόσωπο πλησίον της και προβλεπτά επηρεαζόμενο από τις πράξεις και παραλείψεις της, προχώρησε αμελώς στην κατεδάφιση της μεσοτοιχίας.
(β) Ήταν πρόδηλο ότι η κατεδάφιση του τοίχου θα επηρέαζε την κατοικία. Συνεπώς δεν έπρεπε υπό τις δοθείσες συνθήκες να κατεδαφιστεί.
(γ) Ο τοίχος κατεδαφίστηκε χωρίς να γίνει εκ των προτέρων οποιαδήποτε στατική μελέτη σε συνάρτηση με αρχιτεκτονικά σχέδια και χωρίς να υπάρχει επόπτευση της κατεδάφισης από πολιτικό μηχανικό.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η μαρτυρία επί τους οποίας βασίσθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτή ήταν η μαρτυρία του πολιτικού μηχανικού Ανδρέα Παπαδόπουλου (Μ.Ε. 2) ο οποίος είπε: «Δεν βλέπω άλλη ασφαλή προσέγγιση παρά την αποκατάσταση του διαταραχθέντος τοίχου στην προτέρα του κατάσταση με τα ίδια υλικά».
Τέλος θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενέκρινε την δαπάνη «ύψους £1.200 για την αποκατάσταση του εν λόγω τοίχου».
Έχουμε λάβει υπόψη τις περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση. Ιδιαίτερα έχουμε λάβει υπόψη την συμπεριφορά της εφεσείουσας σε συνάρτηση με την μαρτυρία του Μ.Ε. 2 για την ανάγκη αποκατάστασης του τοίχου και το ύψος της σχετικής δαπάνης (£1.200). Έχουμε την άποψη πως η χορήγηση του επίδικου διατάγματος δικαιολογείται πλήρως από τις περιστάσεις που περιβάλλουν την υπόθεση και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.